Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Βιζυηνού μελετήματα

Γ. Μ. Βι­ζυη­νός
«Στους δρό­μους της λο­γιο­σύ­νης.
Κεί­με­να γνώ­σης,
θεω­ρίας και κρι­τι­κής»
Φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια
Παν. Μουλ­λάς
Επι­λε­γό­με­να-Υπό­μνη­μα
Βεν. Απο­στο­λί­δου-Μαί­ρη Μι­κέ
Μ.Ι.Ε.Τ.  Δε­κέμ­βριος 2013   

Εκκι­νώ­ντας α­πό τον τίτ­λο του βι­βλίου, να πα­ρα­τη­ρή­σου­με  ό­τι η λέ­ξη λο­γιο­σύ­νη α­που­σιά­ζει α­πό πολ­λά λε­ξι­κά της ελ­λη­νι­κής. Δεν την κα­τα­γρά­φει ού­τε του Δη­μη­τρά­κου ού­τε του Τρια­ντα­φυλ­λί­δη. Την α­πο­θη­σαυ­ρί­ζουν Κρια­ράς, Μπα­μπι­νιώ­της, με τη δι­πλή ση­μα­σία της πνευ­μα­τι­κής καλ­λιέρ­γειας και της λο­γιό­τη­τας, ό­που, αυ­τήν τη δεύ­τε­ρη, την ερ­μη­νεύουν ως την ι­διό­τη­τα του λο­γίου. Λέ­ξη, που, ως ε­πί­θε­το, ση­μαί­νει μορ­φω­μέ­νος, καλ­λιερ­γη­μέ­νος, και ως ου­σια­στι­κό, τον α­πα­σχο­λού­με­νο με τα γράμ­μα­τα. Ο Μπα­μπι­νιώ­της προ­σθέ­τει, ό­τι χρη­σι­μο­ποιεί­ται κυ­ρίως για την ε­πο­χή α­πό την Ανα­γέν­νη­ση μέ­χρι και τον 19ο αιώ­να, ε­νώ η ταυ­τό­ση­μη για την σύγ­χρο­νη ε­πο­χή εί­ναι το δια­νοού­με­νος. Ως προς τι, ό­μως, τό­σο σχο­λα­στι­κή ε­ξέ­τα­ση του τίτ­λου; Για­τί συμ­φω­νού­με με τον Βι­ζυη­νό, που διευ­κρι­νί­ζει: “Μη­δ’ υ­πο­θέ­ση τις η­μάς λίαν μι­κρο­λο­γού­ντας πε­ρί το ό­νο­μα και την ε­πι­γρα­φήν του βι­βλίου. Διό­τι [...] εί­ναι α­λάν­θα­στον τεκ­μή­ριον τού τε πο­σού και τού ποιού των προ­κα­ταρ­κτι­κών γνώ­σεων, α­φ’ ων οι συγ­γρα­φείς ορ­μώ­νται προς το έρ­γον αυ­τών [...]”. 
Ο τίτ­λος, α­κρι­βώς, του βι­βλίου του Παν. Μουλ­λά δεί­χνει πως α­φορ­μά­ται α­πό τα πα­ρι­σι­νά του χρό­νια στο πλευ­ρό του Κ. Θ. Δη­μα­ρά. Από τις εκ­δό­σεις του Μ.Ι.Ε.Τ., το 2013, εκ­δό­θη­καν δυο βι­βλία, τον Φεβ., του Δη­μα­ρά, «Σύμ­μι­κτα Δ΄. Λό­για πε­ρί με­θό­δου», και στα τέ­λη του έ­τους, του Μουλ­λά. Η Σει­ρά Σύμ­μι­κτα του Δη­μα­ρά εί­χε προ­γραμ­μα­τι­στεί, ζώ­ντος του ι­δίου, να α­πο­τε­λεί­ται α­πό τέσ­σε­ρις τό­μους με δι­κά του κεί­με­να, κα­τά ε­πι­λο­γή και φρο­ντί­δα τεσ­σά­ρων νεό­τε­ρων φί­λων του. Πρώ­τος εκ­δό­θη­κε ο τρί­τος τό­μος, «Πε­ρί Κα­βά­φη», σε ε­πι­μέ­λεια Γ. Π. Σαβ­βί­δη. Ο μό­νος, για τον ο­ποίο ο Δη­μα­ράς πρό­λα­βε να γρά­ψει τον πρό­λο­γο. Όταν κυ­κλο­φό­ρη­σε, Άνοι­ξη 1992,  ε­κεί­νος εί­χε α­πο­βιώ­σει. Ο φρο­ντι­στής του τό­μου έ­φυ­γε τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Ακο­λού­θη­σε το 2000, ο πρώ­τος τό­μος, «Από την παι­δεία στη λο­γο­τε­χνία», σε ε­πι­μέ­λεια του Βε­νια­μίν της τε­τρά­δας, Αλέ­ξη Πο­λί­τη. Αρχές 2004, ο Φί­λιπ­πος Ηλιού πα­ρέ­δω­σε το σώ­μα του τέ­ταρ­του τό­μου, κα­θώς ο δι­κός του ή­ταν έ­νας προ­α­ναγ­γελ­θείς θά­να­τος. Απε­βίω­σε στις 4 Μαρ. 2004. Δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ο τό­μος εκ­δό­θη­κε σε ε­πι­μέ­λεια Πό­πης Πο­λέ­μη. Λεί­πει ο δεύ­τε­ρος τό­μος, πε­ρί λο­γο­τε­χνίας, που εί­χε χρεω­θεί ο Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου. Εκεί­νος δεν πρό­λα­βε, πα­ρό­λο που εί­χε το χρό­νο. Εί­ναι, ω­στό­σο, ο μό­νος που έ­φθα­σε στην η­λι­κία του Δη­μα­ρά και ο μό­νος που συ­νέ­γρα­ψε Ιστο­ρία της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. 
Ο Ηλιού εί­χε ε­πι­λέ­ξει 301 ε­πι­φυλ­λί­δες του Δη­μα­ρά. Δυο α­πό αυ­τές, δη­μο­σιευ­μέ­νες το 1968, φέ­ρουν τον τίτ­λο «Η λο­γιο­σύ­νη». Εκεί, ο Δη­μα­ράς πα­ρα­τη­ρεί ό­τι η λαϊκή γραμ­μα­τεία, με έμ­φα­ση “στην προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση, τα κα­θαυ­τό δη­μο­τι­κά”, ε­πε­σκία­σε τη λό­για. Ωστό­σο, ό­πως ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί, πολ­λά ο­φεί­λο­νται στην ελ­λη­νι­κή λο­γιο­σύ­νη και ο πα­ρα­με­ρι­σμός της α­νέ­τρε­ψε “την αρ­μο­νία στην ει­κό­να του ελ­λη­νι­κού κό­σμου”. Αυ­τήν την αρ­μο­νία στην ει­κό­να του κό­σμου, που έ­φε­ρε ε­ντός του ο Βι­ζυη­νός, θέ­λη­σε να α­πο­κα­τα­στή­σει ο Μουλ­λάς, α­να­ζη­τώ­ντας τον άν­θρω­πο στον κό­σμο του και τού­μπα­λιν. Πά­ντο­τε εύ­στο­χος στην ε­πι­λο­γή τίτ­λου, κα­θώς οι δρό­μοι της λο­γιο­σύ­νης πη­γαί­νουν α­πό Ανα­το­λάς προς Δυ­σμάς. Σε αυ­τούς πη­γαι­νοέρ­χε­ται ο Βι­ζυη­νός. Σε αυ­τούς βά­δι­σε λί­γο πο­λύ και ο Μουλ­λάς. Στη Σορ­βό­νη, το 1976, πα­ρου­σία­σε τη δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή του για τους ποιη­τι­κούς δια­γω­νι­σμούς του Αθή­νη­σι Πα­νε­πι­στη­μίου στην πε­ρίο­δο 1851-1877. Όταν έ­γρα­φε τα τε­λευ­ταία κε­φά­λαια, συ­νά­ντη­σε έ­ναν Θρα­κιώ­τη, που α­πο­σπά το πρώ­το βρα­βείο στον Βου­τσι­ναίο ποιη­τι­κό δια­γω­νι­σμό του 1874, και πά­λι πρω­τεύει σε ε­κεί­νον του 1876, ε­νώ, τον ε­πό­με­νο χρό­νο, στον τε­λευ­ταίο, παίρ­νει έ­παι­νο. Τον Γεώρ­γιο Βι­ζυη­νό, ει­κο­σι­πε­ντά­χρο­νο το 1874, που τε­λειώ­νει με “ά­ρι­στα” το γυ­μνά­σιο στο Β΄ Γυ­μνά­σιο της Πλά­κας και εγ­γρά­φε­ται στην Φι­λο­σο­φι­κή. Πα­ρα­δί­πλα, στο Βαρ­βά­κειο, παίρ­νει το α­πο­λυ­τή­ριο με “σχε­δόν κα­λώς” έ­νας ει­κο­σι­τριά­χρο­νος Σκια­θί­της, που εγ­γρά­φε­ται ε­πί­σης στην Φι­λο­σο­φι­κή. Εί­ναι ο Πα­πα­δια­μά­ντης, με τον ο­ποίο α­σχο­λεί­ται ο Μουλ­λάς, πα­ράλ­λη­λα με την ε­τοι­μα­σία της δια­τρι­βής. Το «Α. Πα­πα­δια­μά­ντης Αυ­το­βιο­γρα­φού­με­νος» ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται στο Πα­ρί­σι το 1974, δυ­σχε­ραί­νο­ντας, τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, την ε­κλο­γή του στο Αρι­στο­τέ­λειο. Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, θα ξε­κι­νή­σει το βι­βλίο για τον Βι­ζυη­νό, με το ο­ποίο, το 1980, θα ε­κλε­γεί τα­κτι­κός κα­θη­γη­τής νε­ο­ελ­λη­νι­κής φι­λο­λο­γίας. Ει­ση­γη­τές, ο Απ. Σα­χί­νης, ο συ­νερ­γά­της του Δη­μα­ρά Άλκης Αγγέ­λου και ο Σαβ­βί­δης, που θα κρί­νουν αυ­τήν την ερ­γα­σία “θε­τι­κό­τε­ρη και με­στό­τε­ρη α­πό την α­ντί­στοι­χη για τον Πα­πα­δια­μά­ντη”. 
Το 1875, τη Φι­λο­σο­φι­κή Αθη­νών θα την ε­γκα­τα­λεί­ψουν και οι δυο. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης, χω­ρίς προ­στά­τη, θα προ­σπα­θή­σει να ε­πι­βιώ­σει στην Αθή­να, ε­νώ ο Βι­ζυη­νός, με χο­ρη­γό σπου­δών τον Γεώρ­γιο Ζα­ρί­φη, θα α­κο­λου­θή­σει “τους δρό­μους της λο­γιο­σύ­νης”. Ο Μουλ­λάς δεν θα ε­πι­στρέ­ψει πο­τέ στον πρώ­το. Αντί­θε­τα, θα ξα­να­γυ­ρί­σει στον Βι­ζυη­νό. Όπως ση­μειώ­νει στις 18 Δεκ. 2009, “ύ­στε­ρα α­πό 30 χρό­νια”. Συ­γκε­ντρώ­νει τα σκόρ­πια με­λε­τή­μα­τα του Βι­ζυη­νού με­τά την ο­ρι­στι­κή ε­πι­στρο­φή του στην Αθή­να, τέ­λη Μαρ. 1884. Αρχί­ζει τα Προ­λε­γό­με­να. Γρά­φει μέ­ρος της γε­νι­κής ει­σα­γω­γής και δυο α­πό τους ε­πι­μέ­ρους προ­λό­γους για τα πλη­σιέ­στε­ρα στα δι­κά του εν­δια­φέ­ρο­ντα με­λε­τή­μα­τα. Τα α­φή­νει η­μι­τε­λή, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας τα ε­γκό­σμια στις 11.9.2010. Όπως τα η­μι­τε­λή Σύμ­μι­κτα Δη­μα­ρά του Ηλιού, έ­τσι και τα η­μι­τε­λή Άπα­ντα τα με­λε­τή­μα­τα Βι­ζυη­νού του Μουλ­λά τα ο­λο­κλη­ρώ­νουν μα­θή­τριες και συ­νερ­γά­τριες, με ε­πι­λε­γό­με­να και υ­πό­μνη­μα. Όπως διευ­κρι­νί­ζε­ται, βα­σι­κός σκο­πός των ε­πι­λε­γο­μέ­νων εί­ναι η έ­ντα­ξη του βι­βλίου στο συ­νο­λι­κό έρ­γο του Μουλ­λά. Έτσι, ό­μως, δεν ο­λο­κλη­ρώ­νο­νται τα Προ­λε­γό­με­να. 
Γεν­νά­ται το ε­ρώ­τη­μα ποιους μπο­ρεί να εν­δια­φέ­ρει αυ­τό το πο­λυ­σέ­λι­δο βι­βλίο (σελ. 800), που φαί­νε­ται να εκ­δό­θη­κε, πρω­τί­στως, σαν χρέ­ος προς τον ε­κλι­πό­ντα. Η συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση, ω­στό­σο, του ε­πι­στη­μο­νι­κού έρ­γου του Βι­ζυη­νού ή­ταν α­πα­ραί­τη­τη, ως μέ­ρος των Απά­ντων του. Πό­σω μάλ­λον τώ­ρα, που ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ροι με­λε­τη­τές α­να­κα­λύ­πτουν γό­νι­μο έ­δα­φος στα με­λε­τή­μα­τά του. Ενδει­κτι­κές εί­ναι δυο σχε­τι­κές ο­μι­λίες στην τε­λευ­ταία Διη­με­ρί­δα του Δη­μο­κρί­τειου Πα­ν/μίου, με θέ­μα, «Το εύ­ρος του έρ­γου του Γεωρ­γίου Βι­ζυη­νού. Πα­λαιό­τε­ρες α­να­γνώ­σεις και νέες προ­σεγ­γί­σεις». Κα­τά τη γνώ­μη μας, με μία δια­φο­ρε­τι­κής σύλ­λη­ψης πα­ρου­σία­ση, θα μπο­ρού­σαν να κι­νή­σουν το εν­δια­φέ­ρον των ση­με­ρι­νών δια­νοού­με­νων. Θα πρέ­πει να λη­φθεί υ­πό­ψη, πως αυ­τοί οι τε­λευ­ταίοι, την μεν ε­πο­χή του Βι­ζυη­νού την γνω­ρί­ζουν, ό­σο την γνω­ρί­ζουν,  με την με­τα­μο­ντέρ­να, μάλ­λον α­πορ­ρι­πτι­κή εκ­δο­χή της, το δε έρ­γο του Δη­μα­ρά και του Μουλ­λά δεν το ε­κτι­μούν, κρί­νο­ντάς το α­πό ό­σα λί­γα γνω­ρί­ζουν και αυ­τά α­πό δεύ­τε­ρο χέ­ρι.
Ως κυ­ρίως ε­πι­στη­μο­νι­κό έρ­γο του Βι­ζυη­νού θεω­ρού­νται οι δυο δια­τρι­βές του. Η δι­δα­κτο­ρι­κή, «Το παι­δι­κό παι­χνί­δι σε σχέ­ση με την Ψυ­χο­λο­γία και την Παι­δα­γω­γι­κή», που υ­πέ­βα­λε το 1881 στην Αυ­γου­σταία Ακα­δη­μία της Γοτ­τίγ­γης, και η ε­πί υ­φη­γε­σία, «Η φι­λο­σο­φία του κα­λού πα­ρά Πλω­τί­νω», στο Αθή­νη­σι το 1885. Συ­γκε­κρι­μέ­να, α­να­κη­ρύ­χτη­κε υ­φη­γη­τής στις 6 Φεβ. 1885. Ο ε­πό­με­νος, που πή­ρε το χρί­σμα, ή­ταν έ­νας πα­λαιός γνω­στός του α­πό τη Γερ­μα­νία, ο Μαρ­γα­ρί­της Ευαγ­γε­λί­δης, στις 3 Ιουν. 1885. Στο εν­διά­με­σο και ε­νώ α­να­με­νό­ταν η κρί­ση, ο Βι­ζυη­νός δη­μο­σίευ­σε ε­κτε­νή βι­βλιο­κρι­σία για τη δια­τρι­βή του Ευαγ­γε­λί­δη. Στην α­να­δη­μο­σίευ­ση στον τό­μο, η κρι­τι­κή κα­τα­λαμ­βά­νει 50 σε­λί­δες, ό­που, στις 30, α­να­σκευά­ζο­νται σφάλ­μα­τα με σχο­λα­στι­κές διορ­θώ­σεις. Θυ­μί­ζει τις διορ­θώ­σεις του Κων­στα­ντί­νου Ασώ­πιου για το πό­νη­μα του Πα­να­γιώ­τη Σού­τσου, χω­ρίς ό­μως τη δι­κή του δρα­στι­κή δό­ση ει­ρω­νείας, που κα­θι­στά «Τα Σού­τσεια» συ­ναρ­πα­στι­κά. Ο Μουλ­λάς ε­ξαίρει τις ει­σα­γω­γι­κές ε­πι­ση­μάν­σεις του Βι­ζυη­νού πε­ρί αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κής φι­λο­σο­φίας, κυ­ρίως, την ε­κτε­νή σύ­γκρι­ση της κυ­ρίαρ­χης τό­τε κα­τά­στα­σης με ε­κεί­νης στην Ευ­ρώ­πη.
Όπως θα α­να­με­νό­ταν, ου­δό­λως ε­πη­ρέ­α­σε η βι­βλιο­κρι­σία τους κρι­τές. Ο Μαρ­γα­ρί­της α­να­κη­ρύ­χθη­κε υ­φη­γη­τής, ό­πως και ο Βι­ζυη­νός.  Μό­νο που ο πρώ­τος δί­δα­ξε στη Σχο­λή και το 1894 κα­τέ­λα­βε την α­ντί­στοι­χη έ­δρα, α­πό την ο­ποία α­πο­χώ­ρη­σε το 1924, λό­γω ο­ρίου η­λι­κίας. Το κεί­με­νο δια­τη­ρεί μέ­χρι και σή­με­ρα το ε­πι­στη­μο­νι­κό του εν­δια­φέ­ρον, κα­θώς η φι­λο­σο­φι­κή θεω­ρία για την αν­θρώ­πι­νη γνώ­ση ξε­κί­νη­σε α­πό τους Έλλη­νες και οι Γερ­μα­νοί κα­θη­γη­τές του Βι­ζυη­νού ή­ταν α­πό τους πρω­τερ­γά­τες της Επι­στη­μο­λο­γίας. Το ί­διο ι­σχύει και για τα δυο εγ­χει­ρί­δια, τα ο­ποία ο Βι­ζυη­νός ε­ξέ­δω­σε ως βο­η­θή­μα­τα στα μα­θή­μα­τα που δί­δα­σκε στο Βαρ­βά­κειο, τα «Στοι­χεία Λο­γι­κής» το 1885 και τα «Στοι­χεία Ψυ­χο­λο­γίας» το 1888, κα­θώς και για τη δί­το­μη ε­πι­στη­μο­νι­κή με­λέ­τη «Ψυ­χο­λο­γι­καί έ­ρευ­ναι ε­πί του κα­λού», σύμ­φω­να και με τον σχο­λια­σμό τους προ ει­κο­σα­ε­τίας α­πό την Ε. Πο­τα­μιά­νου-Παλ­λα­ντίου και πρό­σφα­τα, α­πό τον Ν. Μαυ­ρέ­λο.      
Σε ό­λα τα με­λε­τή­μα­τα, ο Βι­ζυη­νός πεί­θει ό­τι γνω­ρί­ζει σε βά­θος το θέ­μα του. Κά­τι κα­θό­λου αυ­το­νό­η­το, κα­θώς κι­νεί­ται α­πό χώ­ρους α­μι­γώς ε­πι­στη­μο­νι­κούς μέ­χρι τα πε­δία της αι­σθη­τι­κής και της λο­γο­τε­χνίας. Επι­προ­σθέ­τως, ε­πι­δει­κνύει σχε­δόν μυ­θο­πλα­στι­κή φα­ντα­σία στον τρό­πο που πα­ρου­σιά­ζει το πλη­ρο­φο­ρια­κό υ­λι­κό και α­να­πτύσ­σει την ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία. Ενώ, το ύ­φος των πε­ρισ­σό­τε­ρων, ι­δίως ό­ταν τον συ­νε­παίρ­νει το θέ­μα του, α­να­μι­γνύο­ντας προ­σω­πι­κές ε­μπει­ρίες, α­πο­κτά λο­γο­τε­χνι­κή πνοή. Ενδει­κτι­κός εί­ναι ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός α­πό τον Βάλ­τερ Πού­χνερ ε­νός με­λε­τή­μα­τος, γύ­ρω α­πό “το έ­θι­μο του Κα­λό­γε­ρου και τη λα­τρεία του Διο­νύ­σου στη Θρά­κη”, ως διή­γη­μα. Σε αυ­τό, δια­τυ­πώ­νε­ται ει­σα­γω­γι­κά η προ­κλη­τι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση, ό­τι “οι κα­λό­γη­ροι πα­ντός έ­θνους και πά­σης ε­πο­χής υ­πήρ­ξαν οι κα­τ’ ε­ξο­χήν θια­σώ­ται του Βάκ­χου”.   
Ένας α­πό τους τρό­πους βιο­πο­ρι­σμού του Βι­ζυη­νού ή­ταν και η συγ­γρα­φή λημ­μά­των για το ε­ξά­το­μο Λε­ξι­κόν Ε­γκυ­κλο­παι­δι­κόν των εκ­δο­τών Μπαρτ και Χιρ­στ, σε ε­πι­μέ­λεια Νι­κο­λά­ου Πο­λί­τη. Σύμ­φω­να με την Ελ. Κου­τριά­νου, α­πό το 1889 μέ­χρι το 1893, έ­γρα­ψε συ­νο­λι­κά 118 λήμ­μα­τα. Ού­τε η Κου­τριά­νου ού­τε στα Επι­λε­γό­με­να προσ­διο­ρί­ζε­ται πό­σα α­πό αυ­τά α­φο­ρού­σαν ελ­λη­νι­κά θέ­μα­τα. Ο Μουλ­λάς ε­πι­λέ­γει 28, με μο­να­δι­κό ελ­λη­νι­κό, ε­κεί­νο για τη γε­νέ­τει­ρά του, τη Βι­ζύη. Το 1892, υ­πό τύ­πον λήμ­μα­τος, δη­μο­σίευ­σε κεί­με­νο για τον Ίψεν, που φθά­νει μέ­χρι το 1886, που γρά­φτη­κε το «Ρο­σμερ­σχόλμ». Δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ο Πα­πα­δια­μά­ντης με­τα­φρά­ζει κεί­με­νο για το έρ­γο τού 1894, «Ο μι­κρός Έγιολφ». Εν κα­τα­κλεί­δι, ο Βι­ζυη­νός ε­πι­κρο­τεί τα και­νά δαι­μό­νια που ει­ση­γεί­ται ο Νορ­βη­γός, ό­ταν γρά­φει, “Ο ε­δι­κός μου ο Θεός εί­ναι Θεός νέ­ος, έ­χων μυε­λόν ε­ντός των ο­στών του”.
Στην «Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη Εστία» δη­μο­σιεύ­θη­κε το κεί­με­νο για τον Ίψεν σε δυο συ­νέ­χειες. Η δεύ­τε­ρη, Ιούν. 1892, δη­μο­σιεύε­ται ό­ταν ε­κεί­νος βρί­σκε­ται έ­γκλει­στος στο Ίδρυ­μα. Από ε­κεί θα στα­λεί(;) στο ί­διο έ­ντυ­πο το ε­πό­με­νο δη­μο­σίευ­μα, «Ανά τον Ελι­κώ­να (Βαλ­λί­σμα­τα)». Αυ­τό α­πο­τε­λεί συ­νέ­χεια α­ντί­στοι­χου  λήμ­μα­τος στο Λε­ξι­κό Μπαρτ και Χιρ­στ, με τίτ­λο «Βαλ­λι­στι­κόν ά­σμα». Η με­λέ­τη εί­ναι έ­νας εί­δος ει­σα­γω­γής στην ευ­ρω­παϊκή μπα­λά­ντα, ό­που ο Βι­ζυη­νός με­τα­φρά­ζει μπα­λά­ντες, πα­ρα­θέ­τει κά­ποιες ελ­λη­νι­κές και προ­σθέ­τει μία δι­κή του. Υιο­θε­τεί, μά­λι­στα, τη λέ­ξη βάλ­λι­σμα, που εί­χε πλα­στεί πα­λαιό­τε­ρα κα­τά ε­τυ­μο­λο­γι­κή α­πό­δο­ση της λέ­ξης μπα­λά­ντα. 
Το τρί­το και τε­λευ­ταίο μέ­ρος α­πό τα Προ­λε­γό­με­να, α­φο­ρά το ε­πε­τεια­κό δη­μο­σίευ­μα «Αι ει­κα­στι­καί τέ­χναι κα­τά την Α΄ ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τη­ρί­δα του Γεωρ­γίου Α΄». Ο Βι­ζυη­νός πα­ρου­σιά­ζει το ι­στο­ρι­κό της Σχο­λής των Τε­χνών, με α­να­φο­ρά στους καλ­λι­τε­χνι­κούς δια­γω­νι­σμούς και το ά­δο­ξο τέ­λος τους λό­γω της δια­μά­χης με­τα­ξύ λο­γίων για το κα­τά πό­σο ο καλ­λι­τέ­χνης γεν­νά­ται ή γί­νε­ται. Στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος αυ­τής της με­λέ­της α­να­φέ­ρε­ται στους α­πό­φοι­τους της Σχο­λής –γλύπτες και ζωγράφους– στην ε­πο­χή του, θεω­ρώ­ντας πως υ­στε­ρούν ως προς τη “γε­νι­κή δια­νο­η­τι­κή μόρ­φω­ση”. Στα δυο τε­λευ­ταία κε­φά­λαια σχο­λιά­ζει γλυ­πτά ο­δών και πλα­τειών της Αθή­νας, κά­νο­ντας εύ­στο­χες κρι­τι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις. 
Τα Επι­λε­γό­με­να ξε­κι­νούν με την πα­ρα­τή­ρη­ση, ό­τι το κεί­με­νο του Μουλ­λά, “κα­τά μία συμ­βο­λι­κή σύ­μπτω­ση, στα­μα­τά στο μέ­σο μίας πρό­τα­σης, στη λέ­ξη τά­φων”. Εκεί­νο, που πι­θα­νώς να διέ­φυ­γε της προ­σο­χής, εί­ναι ό­τι το α­πό­σπα­σμα α­πό το δη­μο­σίευ­μα του Βι­ζυη­νού, το ο­ποίο σχο­λιά­ζει αυ­τή η η­μι­τε­λής πρό­τα­ση και το ο­ποίο προ­η­γεί­ται, α­πο­τε­λεί­ται α­πό τρία μέ­ρη, που ο Μουλ­λάς δεν τα πα­ρα­θέ­τει κα­τά τη σει­ρά που α­πα­ντώ­νται, αλ­λά α­ντι­με­τα­θέ­τει το δεύ­τε­ρο με το τρί­το, ώ­στε να έ­χει α­κρι­βώς την ευ­και­ρία να σχο­λιά­σει τι εν­νο­εί ο Βι­ζυη­νός με “τους του νε­κρο­τα­φείου κα­τοί­κους”. Όπου και ε­πε­ξη­γεί με πρό­δη­λους τους πέν­θι­μους συ­νειρ­μούς: “α­πευ­θύ­νε­ται φυ­σι­κά στους μαρ­μα­ρά­δες-δια­κο­σμη­τές των τά­φων...”  


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 6/4/2014.