Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Ψηφιακή Κιβωτός των φωτογράφων*

Βα­σι­κή αρ­χή σε κά­θε ε­πι­στή­μη εί­ναι η ορ­θο­λο­γι­κή τα­ξι­νό­μη­ση του α­ντι­κει­μέ­νου που ε­ξε­τά­ζει και α­να­λύει. Ωστό­σο, προ­τάσ­σε­ται ο ε­ντο­πι­σμός του ε­πι­στη­μο­νι­κού α­ντι­κει­μέ­νου και η προ­ε­τοι­μα­σία του ε­ρευ­νη­τι­κού πε­δίου. Αμέ­σως με­τά έρ­χε­ται και παίρ­νει θέ­ση η τα­ξι­νό­μη­ση.
Εάν α­πο­δεχ­θού­με αυ­τήν την αρ­χή, η τεκ­μη­ριω­τι­κή, η α­να­μνη­στι­κή, η συμ­βο­λι­κή, η αι­σθη­τι­κή και κά­θε άλ­λη διά­στα­ση της φω­το­γρα­φίας, εί­ναι στοι­χεία, ό­χι πρω­θύ­στε­ρα, αλ­λά στοι­χεία που έ­πο­νται. Εάν τώ­ρα κά­νου­με προ­βο­λή, ή αν θέ­λε­τε ε­φαρ­μο­γή αυ­τής της γε­νι­κής ε­πι­στη­μο­νι­κής αρ­χής στο ε­ρευ­νη­τι­κό πε­δίο της ελ­λη­νι­κής φω­το­γρα­φίας, τό­τε θα προ­κύ­ψει βα­θιά α­πο­γοή­τευ­ση. Σε ό­σους δεν τρέ­φουν ψευ­δαι­σθή­σεις, το πε­δίο εί­ναι α­πο­καρ­διω­τι­κό.
Ενώ α­πό το 1839 η φω­το­γρα­φία βα­δί­ζει στα­θε­ρά στον ελ­λα­δι­κό χώ­ρο, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα ί­χνη ε­πί των ο­ποίων βά­δι­σε και ά­φη­σε πί­σω της, μέ­νουν α­κό­μη στο σκό­τος. Κα­τά υ­πο­κει­με­νι­κή ε­κτί­μη­ση, ό­σα ί­χνη έ­χουν μεί­νει α­νε­ντό­πι­στα, εί­ναι, α­να­λο­γι­κά, α­πεί­ρως πε­ρισ­σό­τε­ρα ό­σων έ­χουν ε­ντο­πι­στεί.
Σπεύ­δω, ό­μως, να δώ­σω ε­ξη­γή­σεις, για να μη θεω­ρη­θώ μί­ζε­ρα αυ­στη­ρός. Υπάρ­χει, βε­βαίως, η έ­ντυ­πη Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Φω­το­γρα­φίας του Άλκη Ξαν­θά­κη (εκδ. Πά­πυ­ρος, 2008). Υπάρ­χουν, ε­πί­σης, κά­μπο­σες μο­νο­γρα­φίες, ο­ρι­σμέ­νες χω­ρίς αμ­φι­βο­λία υ­πο­δειγ­μα­τι­κές, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, «Η φω­το­γρά­φος Βού­λα Πα­παϊωάν­νου» της Φα­νής Κων­στα­ντί­νου (εκδ. Άγρα/Μου­σείο Μπε­νά­κη, 2006). Σ’ αυ­τά προ­στί­θε­νται και κά­ποιες ε­πι­μέ­ρους διε­ρευ­νή­σεις φω­το­γρα­φι­κών θε­μά­των ή χρο­νι­κών πε­ριό­δων. Κα­νέ­να εξ ό­λων αυ­τών δεν υ­πο­τι­μώ ή ό­τι δεν δια­δρα­μα­τί­ζει κά­ποιο ρό­λο στο φω­το­γρα­φι­κό προ­σκή­νιο. Αντι­θέ­τως - λέω ευ­τυ­χώς που υ­πάρ­χουν κι αυ­τά.
Θέ­τω, ό­μως, το ε­ρώ­τη­μα ως ρη­το­ρι­κή δια­τύ­πω­ση. Εί­ναι ό­λα αυ­τά ι­κα­νά να φω­τί­σουν πλή­ρως το πε­δίο της φω­το­γρα­φίας; Έχου­με, δη­λα­δή, ρί­ξει ά­πλε­το φως, σε ό­λα α­νε­ξαι­ρέ­τως τα ά­ξια με­λέ­της πρό­σω­πα και θέ­μα­τα της φω­το­γρα­φίας, ό­πως για πα­ρά­δειγ­μα οι Γάλ­λοι, και μας μέ­νουν υ­πο­φω­τι­σμέ­να ή α­φώ­τι­στα τα ευ­τε­λή και α­σή­μα­ντα;
Μπο­ρεί ψη­λά ο πή­χυς, αλ­λά δεν α­νέ­φε­ρα τυ­χαία τους Γάλ­λους. Λί­γο πο­λύ, η φω­το­γρα­φι­κή μας α­φε­τη­ρία ταυ­τί­ζε­ται. Η πο­ρεία εί­ναι αυ­τή που σχη­μα­τί­ζει τη με­τα­ξύ μας με­γά­λη δια­φο­ρά. Σε αυ­τήν, ό­μως, τη δια­φο­ρά συμ­ψη­φί­ζε­ται και το ό­τι χρεια­ζό­μα­στε α­κό­μη πο­λύ ε­ρευ­νη­τι­κό μόχ­θο για να υ­πάρ­ξει, ό­πως σε κεί­νους, α­ξιό­πι­στο πα­νό­ρα­μα του φω­το­γρα­φι­κού πα­ρελ­θό­ντος.
Επει­δή θεω­ρη­τι­κο­λο­γώ­ντας κιν­δυ­νεύω να πέ­σω πά­λι σε μί­ζε­ρη αυ­στη­ρό­τη­τα, θα το θέ­σω λί­γο δια­φο­ρε­τι­κά. Θα κα­τα­φύ­γω σε πα­ρά­δειγ­μα, μή­πως και γί­νω πιο πει­στι­κός για τις υ­πάρ­χου­σες ελ­λεί­ψεις και τα χά­σμα­τα.
Στο ε­βδο­μα­διαίο πε­ριο­δι­κό Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νος Παρ­νασ­σός συ­να­ντά­με, το Φθι­νό­πω­ρο του 1910, έ­να δη­μο­σίευ­μα σε τρεις δια­δο­χι­κές συ­νέ­χειες. Το υ­πο­γρά­φει ο ά­γνω­στος σε μέ­να Κ. Κο­ντο­γιάν­νης. Ει­κο­νο­γρα­φεί­ται με δι­κές του φω­το­γρα­φίες και εξ αυ­τού συ­νά­γε­ται ό­τι πρό­κει­ται του­λά­χι­στον για ε­ρα­σι­τέ­χνη του φω­το­γρα­φι­κού φα­κού. Το δη­μο­σίευ­μά του φέ­ρει τίτ­λο: «Η φω­το­γρα­φία εί­νε καλ­λι­τε­χνία;»
Το ε­ρω­τη­μα­τι­κό του τίτ­λου φαί­νε­ται λο­γι­κό, κα­θώς δεν έ­χου­με α­κό­μη ε­γκλι­μα­τι­στεί για κα­λά στον πο­λι­τι­σμό της φω­το­γρα­φι­κής ει­κό­νας. Εδώ πρέ­πει να λά­βου­με υ­πό­ψη ό­τι η έ­ντυ­πη δη­μο­σίευ­ση φω­το­γρα­φιών εί­ναι α­κό­μη νω­πή υ­πό­θε­ση. Πέ­ραν αυ­τού, το ε­ρω­τη­μα­τι­κό α­πο­κτά α­κό­μη πιο λο­γι­κή υ­πό­στα­ση, για­τί και ο­που­δή­πο­τε αλ­λού η φω­το­γρα­φία βρί­σκε­ται στην προ­κα­ταρ­τι­κή φά­ση α­νε­ξαρ­τη­το­ποίη­σης ως καλ­λι­τε­χνι­κή έκ­φρα­ση. Γε­μά­τη συ­μπλέγ­μα­τα πα­σχί­ζει να α­πο­τι­νά­ξει το εκ γε­νε­τής μειο­νέ­κτη­μα του α­πλού α­ντι­γρα­φέα της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, διεκ­δι­κώ­ντας ι­σό­τι­μη κα­τά­τα­ξη στον κύ­κλο των ει­κα­στι­κών τε­χνών.
Κά­νου­με έ­να χρο­νι­κό άλ­μα τριών δε­κα­ε­τιών. Προσ­γειω­νό­μα­στε στη δεύ­τε­ρη δε­κα­ε­τία του Με­σο­πο­λέ­μου, με τις πρω­το­φα­νείς καλ­λι­τε­χνι­κές και λο­γο­τε­χνι­κές ζυ­μώ­σεις. Εκεί, αρ­χές ά­νοι­ξης του 1940, στο πε­ριο­δι­κό Νε­ο­ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα συ­να­ντά­με μια άλ­λη δη­μο­σίευ­ση. Υπο­γρά­φε­ται α­πό τον Δη­μή­τριο Που­λια­νό, έ­ναν ξε­χα­σμέ­νο σή­με­ρα ζω­γρά­φο και θεω­ρη­τι­κό της τέ­χνης, με σπου­δές στο Πα­ρί­σι. Το κεί­με­νο φέ­ρει τίτ­λο, πά­λι με ε­ρω­τη­μα­τι­κό: «Η φω­το­γρα­φι­κή εί­ναι τέ­χνη;».
Ο Που­λια­νός κα­τα­θέ­τει προ­βλη­μα­τι­σμούς, έ­χο­ντας ως α­φορ­μή την έκ­θε­ση του πα­ρε­πι­δη­μού­ντα τό­τε στην Ελλά­δα Γερ­μα­νού φω­το­γρά­φου Χέρ­μπερτ Λί­στ. Με ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία υ­ψη­λής στάθ­μης, ο Που­λια­νός δια­τυ­πώ­νει την ά­πο­ψη, ό­τι η φω­το­γρα­φία εί­ναι δέ­σμια της μη­χα­νι­κής της προέ­λευ­σης και ό­τι λό­γω αυ­τού δεν μπο­ρεί να εμ­φα­νί­ζε­ται υ­πό ί­σους ό­ρους δί­πλα στις άλ­λες τέ­χνες. Αυ­τό έ­δω­σε έ­ναυ­σμα και στο α­μέ­σως ε­πό­με­νο τεύ­χος, ο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κός κρι­τι­κός του πε­ριο­δι­κού Αλ. Χατ­ζη­γεωρ­γίου, με ε­ξί­σου υ­ψη­λή ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία αλ­λά και με έ­ναν υ­πό­γειο τό­νο δη­κτι­κό­τη­τας, α­πο­κα­θι­στά την καλ­λι­τε­χνι­κή υ­πό­στα­ση της φω­το­γρα­φίας, λέ­γο­ντας ό­τι η μη­χα­νι­κή της πλευ­ρά εί­ναι γνώ­ρι­σμα του εκ­φρα­στι­κού της μέ­σου. Στον α­ντί­λο­γο, προ­τάσ­σει αυ­τό που σχε­δόν κα­τ’ α­ντι­γρα­φή ή σε βελ­τιω­μέ­νη πα­ραλ­λα­γή προ­συ­πο­γρά­φου­με μέ­χρι σή­με­ρα σε ό,τι α­φο­ρά την καλ­λι­τε­χνι­κή φω­το­γρα­φία.
Θα πί­στευε κα­νείς ό­τι το ε­ρώ­τη­μα α­πα­ντή­θη­κε ο­ρι­στι­κά υ­πέρ της φω­το­γρα­φίας, α­φή­νο­ντας πί­σω πα­ρό­μοιες συ­ζη­τή­σεις και προ­βλη­μα­τι­σμούς. Όποιος, ό­μως, το πι­στέ­ψει δια­κιν­δυ­νεύει την προ­φη­τι­κή του ο­ξυ­δέρ­κεια.
Αφού με­σο­λα­βή­σει η Κα­το­χή και μπού­με στο κα­μί­νι του Εμφυ­λίου, δύο μή­νες πριν τη λή­ξη του, ο γνω­στός τε­χνο­κρι­τι­κός της ΚΑ­ΘΗ­ΜΕ­ΡΙ­ΝΗΣ Άγγε­λος Προ­κο­πίου δη­μο­σιεύει άρ­θρο με α­ντί­στοι­χο τίτ­λο, θέ­το­ντας, ό­μως, και ε­κεί­νος ε­ρω­τη­μα­τι­κό: «Εί­ναι τέ­χνη η φω­το­γρα­φία;», ρω­τά. Πα­ρεν­θε­τι­κά, αλ­λά ό­χι ά­σχε­τα, υ­πεν­θυ­μί­ζω ό­τι δεν πρό­κει­ται για τυ­χαίο πρό­σω­πο. Εκτός α­πό τη γε­νι­κό­τε­ρη ει­κα­στι­κή του καλ­λιέρ­γεια, ή­ταν ε­πί­σης κα­λός γνώ­στης και σε θέ­μα­τα φω­το­γρα­φίας. Υπεν­θυ­μί­ζω, ε­πί­σης, ό­τι βρί­σκε­ται α­νά­με­σα στα ι­δρυ­τι­κά μέ­λη της κα­τό­πιν Ελλη­νι­κής Φω­το­γρα­φι­κής Εται­ρίας - πιο γνω­στής με τα αρ­κτι­κά Ε­ΦΕ - και ό­τι ε­κεί έ­δι­νε δια­λέ­ξεις, α­να­πτύσ­σο­ντας υ­πό μορ­φή σε­μι­να­ρίων θέ­μα­τα αι­σθη­τι­κής.
Τι μπο­ρεί, λοι­πόν, να με­σο­λά­βη­σε εν­διά­με­σα, στο πε­δίο της φω­το­γρα­φίας και θέ­τει εκ νέ­ου το ί­διο α­κρι­βώς ε­ρώ­τη­μα; Έχου­με κα­θη­λω­θεί και α­να­κυ­κλώ­νου­με τους προ­βλη­μα­τι­σμούς του 1910; Αμφι­σβη­τεί τη φω­το­γρα­φία ως τέ­χνη, ό­πως ο Που­λια­νός στο Με­σο­πό­λε­μο; Το θέ­τει ρη­το­ρι­κά και με ά­λυ­σο ε­πι­χει­ρη­μά­των το α­ναι­ρεί, κα­τα­λή­γο­ντας σε κα­τα­φα­τι­κή α­πά­ντη­ση; Κά­τι, πά­ντως, πρέ­πει να συμ­βαί­νει. Και το κυ­ριό­τε­ρο· αυ­τής της μορ­φής προ­βλη­μα­τι­σμοί ξα­να­εμ­φα­νί­ζο­νται στον Τύ­πο ή ξε­φου­σκώ­νουν και μέ­νου­με ως σή­με­ρα στην κα­τά­φα­ση;
Φε­ρέγ­γυα α­πά­ντη­ση στην α­να­δρο­μή αυ­τού του θέ­μα­τος - το ο­ποίο α­νέ­φε­ρα πρό­χει­ρα και εν­δει­κτι­κά - δεν υ­πάρ­χει. Με άλ­λα λό­για, η κα­τά χρο­νι­κή δια­δο­χή πρόσ­λη­ψη του θέ­μα­τος α­που­σιά­ζει ή εί­ναι ελ­λι­πής. Αυ­τό με­τα­φρά­ζε­ται σε α­τε­λή και, εν­δε­χο­μέ­νως, σε πα­ρα­πλα­νη­τι­κή ει­κό­να, ε­νώ ζη­τού­με­νο εί­ναι η σύν­θε­ση μιας α­κέ­ραιας.
Εάν, τε­λι­κά, δεν συ­νταχ­θεί σχε­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία του ελ­λη­νι­κού Τύ­που, θα μας κα­τα­κλύ­ζουν πα­ρό­μοια α­να­πά­ντη­τα ε­ρω­τή­μα­τα σε σω­ρεία άλ­λων φω­το­γρα­φι­κών θε­μά­των και η φω­το­γρα­φι­κή ει­κό­να του πα­ρελ­θό­ντος θα πα­ρα­μέ­νει α­πο­σπα­σμα­τι­κή. Μό­νο με συ­στη­μα­τι­κή α­πο­δελ­τίω­ση δη­μο­σιευ­μά­των μπο­ρούν να ε­ντο­πι­στούν τα ί­χνη και σε σύ­ζευ­ξη με τα ε­πε­ξερ­γα­σμέ­να φω­το­γρα­φι­κά αρ­χεία, να σχη­μα­τι­στεί ο πε­ρι­ζή­τη­τος άτ­λας της ελ­λη­νι­κής φω­το­γρα­φίας. Δια­φο­ρε­τι­κά, δη­λα­δή χω­ρίς α­να­δί­φη­ση, θα πέ­φτου­με συ­χνά σε συ­σκο­τι­σμέ­να θέ­μα­τα ε­κνευ­ρι­στι­κά α­προ­σέγ­γι­στα.
Όλοι, ό­μως, ξέ­ρου­με ό­τι η Ελλά­δα εί­ναι μια δύ­σκο­λη χώ­ρα και ό­τι κά­τι τέ­τοιο φα­ντά­ζει πε­ριτ­τή πο­λυ­τέ­λεια. Και ό­πως έ­χουν α­νέ­κα­θεν τα φω­το­γρα­φι­κά πράγ­μα­τα και ι­δίως σή­με­ρα, με τα ά­γρια οι­κο­νο­μι­κά α­διέ­ξο­δα, θα έ­λε­γα ό­τι ως ελ­πί­δα πραγ­μά­τω­σης κι­νεί­ται στο χώ­ρο της ει­κο­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Κά­τι, δη­λα­δή, ι­δε­α­τό και ά­πια­στο. Έτσι, κά­θε πα­ρελ­θο­ντι­κό ί­χνος έ­χει α­φε­θεί προς ε­ντο­πι­σμό στο φι­λό­τι­μο κά­ποιων «μα­νια­κών».
Σ’ αυ­τήν, λοι­πόν, τη χο­ρεία των «μα­νια­κών» υ­πά­γε­ται και ο Άλκης Ξαν­θά­κης, με την Ιστο­ρία του, τις δη­μο­σιεύ­σεις του και με το νεό­βγαλ­το ψη­φια­κό Λε­ξι­κό του. Ομο­ει­δές του Λε­ξι­κού στα ελ­λη­νι­κά, στην ό­μο­ρη πε­ριο­χή των ει­κα­στι­κών τε­χνών αλ­λά σε έ­ντυ­πη μορ­φή, εί­ναι το τε­τρά­το­μο Λε­ξι­κό Ελλή­νων Καλ­λι­τε­χνών (εκδ. Μέ­λισ­σα). Υπάρ­χει μια συγ­γέ­νεια, του­λά­χι­στον εξ αγ­χι­στείας, στον το­μέα της καλ­λι­τε­χνι­κής φω­το­γρα­φία, η ο­ποία ε­κεί, για ά­γνω­στο λό­γο, α­που­σιά­ζει. Κα­τ’ α­πό­λυ­τη α­ντι­στοι­χία εί­ναι μη συ­γκρί­σι­μα, για­τί πέ­ραν της ό­ποιας δια­φο­ράς του α­ντι­κει­μέ­νου, ε­κεί υ­πήρ­ξε έμ­μι­σθη σύ­μπρα­ξη πο­λυ­με­λούς ο­μά­δας και ε­ξω­τε­ρι­κών συ­νερ­γα­τών, με ή­δη υ­παρ­κτό βι­βλιο­γρα­φι­κό υ­λι­κό. Εδώ, α­ντί­στοι­χα, δού­λε­ψε μό­νο έ­νας, τό­σο στη συλ­λο­γή στοι­χείων ό­σο και στη σύ­ντα­ξη των λημ­μά­των. Στο ε­ρευ­νη­τι­κό πε­δίο δεν υ­πήρ­ξε ι­διαί­τε­ρη προ­ε­τοι­μα­σία. Κι­νή­θη­κε σε σχε­δόν παρ­θέ­να βι­βλιο­γρα­φι­κά πε­ριο­χή, έ­χο­ντας, το πο­λύ-πο­λύ, την α­δή­λω­τη βοή­θεια κά­ποιων φί­λων. Εκεί, τα ο­νο­μα­στι­κά λήμ­μα­τα έ­χουν πε­ρι­φρα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα και βι­βλιο­γρα­φι­κό κα­τα­φύ­γιο, ε­νώ ε­δώ κα­τα­χω­ρού­νται, τη­ρου­μέ­νων των α­να­λο­γιών, σε πιο ευ­σύ­νο­πτη μορ­φή και χω­ρίς βι­βλιο­γρα­φία. Μοιά­ζουν σαν σε α­να­μο­νή για πε­ραι­τέ­ρω συ­μπλη­ρώ­σεις ο­νο­μά­των και στοι­χείων, διορ­θώ­σεις σε τυ­χόν λαν­θα­σμέ­να στοι­χεία κ.λπ.
Ωστό­σο, το Λε­ξι­κό, το ο­ποίο θεω­ρώ κά­τι σαν κι­βω­τό των φω­το­γρά­φων, συν­δέε­ται στε­νά με τον πο­λυ­σέ­λι­δο τό­μο της Ιστο­ρίας της Ελλη­νι­κής Φω­το­γρα­φίας. Συ­νυ­φαί­νε­ται μα­ζί της και το έ­να α­να­πλη­ρώ­νει το άλ­λο. Το μεν Λε­ξι­κό πα­ρα­τάσ­σει προς α­να­πλή­ρω­ση ε­ξαι­ρε­τι­κά με­γά­λο α­ριθ­μό α­πό ελ­λεί­πο­ντα ο­νό­μα­τα, η δε Ιστο­ρία α­ντα­πο­δί­δει την α­να­πλή­ρω­ση, κυ­ρίως με θέ­μα­τα πε­ριό­δων, χρο­νι­κής δια­δο­χής, ο­μα­δο­ποιή­σεων, τά­σεων, αι­σθη­τι­κής, κοι­νω­νι­κο-ι­στο­ρι­κά κ.λπ. Εν ο­λί­γοις, λει­τουρ­γούν ως συ­μπα­γές σύ­νο­λο, χω­ρίς, βε­βαίως, να τί­θε­ται σε αμ­φι­σβή­τη­ση η αυ­το­τε­λής υ­πό­στα­ση.
Πά­ντως, ό­σο και να στα­θεί κα­νείς α­παι­τη­τι­κός, α­ντι­με­τω­πί­ζο­ντας το Λε­ξι­κό με αυ­στη­ρούς ό­ρους, πρέ­πει να λά­βει υ­πό­ψη ό­τι δεν υ­πάρ­χει άλ­λο γε­νε­α­λο­γι­κό μη­τρώο της ελ­λη­νι­κής φω­το­γρα­φίας. Δεν υ­πάρ­χει, δη­λα­δή, κά­τι άλ­λο σχε­τι­κό προς σύ­γκρι­ση. Συ­νε­πώς, αυ­τό έ­χου­με, με αυ­τό θα πο­ρευ­τού­με, εί­τε ως ε­ρευ­νη­τές εί­τε ως ε­ρα­σι­τέ­χνες προ­σκολ­λη­μέ­νοι έμ­μο­να στη φω­το­γρα­φία.
Με κίν­δυ­νο να εκ­τρα­πώ, θα έ­λε­γα ό­τι σε μια χώ­ρα, ό­πως η Ελλά­δα, η ο­ποία ξέ­ρει μό­νο να αυ­το­θαυ­μά­ζε­ται για το πο­λι­τι­στι­κό της πα­ρελ­θόν, το Λε­ξι­κό δεν της εί­ναι μό­νο αρ­κε­τό αλ­λά ό­τι της πε­ρισ­σεύει. Τις πε­ρισ­σεύει, για­τί ως α­πο­τέ­λε­σμα το έ­φε­ρε εις πέ­ρας, ό­χι μια ο­μά­δα υ­πό θε­σμι­κή σκέ­πη, αλ­λά έ­νας στην κλει­σού­ρα του σπι­τιού του, με μό­νη συν­δρο­μή το υ­ψη­λό κό­στος πα­ρα­γω­γής, που α­νέ­λα­βε το Ε­ΛΙΑ. Αυ­τό το «έ­νας» θέ­λω να πι­στεύω εξ α­νά­γκης και ό­χι ως ε­γωι­στι­κή α­πώ­θη­ση του «ο­μα­δι­κά».
Αν ό­χι ό­λοι, του­λά­χι­στον οι πιο υ­πο­ψια­σμέ­νοι ξέ­ρου­με ό­τι για να φτά­σει σε πλή­ρη πε­ρά­τω­ση κά­τι α­νά­λο­γο, προϋπο­θέ­τει μα­κρο­χρό­νια πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή α­φο­σίω­ση. Να κοι­μά­σαι, δη­λα­δή, και να ξυ­πνάς με το υ­πό α­να­ζή­τη­ση α­ντι­κεί­με­νο. Μια τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση φι­λέ­ρευ­νου τα­μπε­ρα­μέ­ντου θεω­ρώ ό­τι εί­ναι ο Άλκης Ξαν­θά­κη.
Κω­στής Λιό­ντης

Ση­μείω­ση. Το κεί­με­νο, με μι­κρές πα­ραλ­λα­γές, α­πο­τέ­λε­σε ο­μι­λία κα­τά την πα­ρου­σία­ση του ψη­φια­κού Λε­ξι­κού του Άλκη Ξαν­θά­κη (Λε­ξι­κό Φω­το­γρά­φων 1839-1960. Έλλη­νες φω­το­γρά­φοι και ξέ­νοι φω­το­γρά­φοι στην Ελλά­δα, εκδ. Ε.Λ.Ι.Α. του Μ.Ι.Ε.Τ.). Η πα­ρου­σία­ση πραγ­μα­το­ποιή­θη­κε στις 7 Μαίου σε αί­θου­σα του Μορ­φω­τι­κού Ινστι­τού­του της Εθνι­κής Τρα­πέ­ζης. Πέ­ρα α­πό τον υ­πο­γρά­φο­ντα, μί­λη­σαν η Φα­νή Κων­στα­ντί­νου, σύμ­βου­λος στο Φω­το­γρα­φι­κό Αρχείο του Μου­σείου Μπε­νά­κη και ο Τά­κης Τζή­μας, κα­θη­γη­τής φω­το­γρα­φίας και εκ­δό­της του πε­ριο­δι­κού ΦΩ­ΤΟ­ΓΡΑ­ΦΟΣ. Επί­σης, ο ί­διος ο Άλκης Ξαν­θά­κης μί­λη­σε διε­ξο­δι­κά για την μα­κρά πε­ρίο­δο έ­ρευ­νας και προ­ε­τοι­μα­σίας του ψη­φια­κού Λε­ξι­κού, κά­νο­ντας, ταυ­τό­χρο­να, και δειγ­μα­το­λη­πτι­κή πα­ρου­σία­ση. Στο Λε­ξι­κό κα­τα­χω­ρού­νται πά­νω α­πό 4.000 λήμ­μα­τα Ελλή­νων και ξέ­νων φω­το­γρά­φων, που ερ­γά­στη­καν στην Ελλά­δα, ό­πως και Ελλή­νων που ερ­γά­στη­καν στο ε­ξω­τε­ρι­κό. Ορι­σμέ­να λήμ­μα­τα, κά­που 1.500, συ­νο­δεύο­νται α­πό πορ­τρέ­τα των ί­διων των φω­το­γρά­φων ή α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κά δείγ­μα­τα φω­το­γρα­φιών τους. Προ­γραμ­μα­τί­ζε­ται και πρό­κει­ται σύ­ντο­μα να γί­νει α­νάρ­τη­ση του Λε­ξι­κού στον δια­δι­κτυα­κό τό­πο του Ε.Λ.Ι.Α., με ε­λεύ­θε­ρη πρό­σβα­ση. Για τυ­χόν σχό­λια, πλη­ρο­φο­ρίες και ε­μπλου­τι­σμό των λημ­μά­των εκ μέ­ρους των «ε­πι­σκε­πτών», το ο­ποίο εί­ναι μέ­σα στις ε­πι­διώ­ξεις του Ε.Λ.Ι.Α., θα προ­βλέ­πε­ται πρό­σβα­ση ή τρό­πος ε­πι­κοι­νω­νίας. Όποιος, λοι­πόν, εί­χε πα­τέ­ρα, παπ­πού, προ­πάπ­πο ή ο­ποιασ­δή­πο­τε άλ­λης συγ­γέ­νειας ή και γνω­ρι­μίας φω­το­γρά­φο πριν το 1960, κα­λεί­ται να κα­τα­βάλ­λει τον ο­βο­λό του, ό­χι σε χρή­μα, αλ­λά σε έ­γκυ­ρες πλη­ρο­φο­ρίες.

Λεζάντα φωτογραφιών: Από επάνω αριστερά: Φίλιππος Μαργαρίτης, ο πρώτος Έλληνας φωτογράφος. Φρέντ Μπουασσοννά, ένας από τους ξένους φωτογράφους, που επισκέπτεται τη χώρα μας στις αρχές του 20ου αι. και απαθανατίζει συστηματικά το ελληνικό τοπίο. Βούλα Παπαϊωάννου, μια από τις κορυφαίες Ελληνίδες φωτογράφους. Κώστας Μπαλάφας, ο πρεσβύτερος εν ζωή φωτογράφος.

Ένας πλατωνικός έρωτας

Κώ­στας Ου­ρά­νης
«Ένα ει­δύλ­λιο
36 α­νέκ­δο­τες ε­πι­στο­λές»
Επι­μέ­λεια Αλόη Σι­δέ­ρη
Εκδό­σεις Ίδρυ­μα Κώ­στα
και Ελέ­νης Ου­ρά­νη


Εδώ κα­ρά­βια χά­νο­νται, βαρ­κού­λες αρ­με­νί­ζου­ν”, θα σκε­φτεί ο α­να­γνώ­στης του «Ex Libris», βλέ­πο­ντας να ε­πα­νερ­χό­μα­στε στον Ου­ρά­νη. Ίσως και να έ­χει δί­κιο, αν μας χρεώ­σει με άρ­ρω­στο ρο­μα­ντι­σμό. Ού­τε, βε­βαίως, το γε­γο­νός ό­τι ε­φέ­τος συ­μπλη­ρώ­νο­νται 120 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του Ου­ρά­νη μας σώ­ζει, δε­δο­μέ­νου του πλή­θους των α­ξιο­μνη­μό­νευ­των ε­πε­τείων, τις ο­ποίες έ­χου­με κα­τά και­ρούς προ­σπε­ρά­σει. Πα­ρό­λα αυ­τά εν­δί­δου­με στην εμ­μο­νή να μην ε­γκα­τα­λεί­που­με έ­να θέ­μα η­μι­τε­λές. Ύστε­ρα, το βι­βλίο, στο ο­ποίο α­να­φε­ρό­μα­στε, έ­τσι κι αλ­λιώς, αν δεν σφάλ­λου­με, λαν­θά­νει. Ο Ου­ρά­νης α­γα­πή­θη­κε πο­λύ στην ε­πο­χή του και έ­μει­νε ως “ο τε­λευ­ταίος ρο­μα­ντι­κός των γραμ­μά­των μας”, γραμ­μα­το­λο­γι­κά κα­τα­χω­ρη­μέ­νος στην Αθη­ναϊκή Σχο­λή του νε­ο­ρο­μα­ντι­σμού και νε­ο­συμ­βο­λι­σμού. Ας ε­πα­νέλ­θου­με, ό­μως, στο η­μι­τε­λές κεί­με­νο της προ­πε­ρα­σμέ­νης Κυ­ρια­κής.
«Η μο­να­χή Αλκο­φο­ρά­δο, ο Ου­ρά­νης και η ε­πι­στο­λο­γρα­φία» ή­ταν ο τίτ­λος του. Τρία ου­σια­στι­κά δη­μιουρ­γούν τρεις δυα­δι­κές σχέ­σεις. Σε ε­κεί­νο το κεί­με­νο ε­ξα­ντ­λού­σα­με τις δυο: η πορ­το­γα­λί­δα μο­να­χή έ­γρα­ψε πα­θια­σμέ­νες ε­ρω­τι­κές ε­πι­στο­λές τον 17ο αιώ­να, ο Ου­ρά­νης τις με­τέ­φρα­σε το 1920, πι­θα­νώς και πί­νο­ντας κα­φέ στο κα­φε­νε­δά­κι της Λισ­σα­βώ­νας, που σύ­χνα­ζε ο Πεσ­σόα. Τε­λειώ­νει, ό­μως, η σχέ­ση του Ου­ρά­νη με την ε­πι­στο­λο­γρα­φία στο ρό­λο το δεύ­τε­ρο του με­τα­φρα­στή; Στους δώ­δε­κα τό­μους, που ε­ξέ­δω­σε με­τά το θά­να­τό του, το 1953, η σύ­ζυ­γός του Ελέ­νη Ου­ρά­νη, συ­γκε­ντρώ­θη­καν ποιή­μα­τα, πε­ζά και με­λέ­τες. Πά­σης φύ­σεως πε­ζά· διη­γή­μα­τα, α­φη­γή­σεις, λυ­ρι­κές πρό­ζες, α­πο­σπά­σμα­τα μυ­θι­στο­ρη­μά­των, προ­πα­ντός, τα τα­ξι­διω­τι­κά του. “Ένα εί­δος Απά­ντω­ν”, τους α­πο­κα­λεί ο Λου­κάς Κού­σου­λας, υ­πεν­θυ­μί­ζο­ντας το πλή­θος των δη­μο­σιευ­μά­των του Ου­ρά­νη, που πα­ρα­μέ­νουν σκόρ­πια σε ποι­κί­λα έ­ντυ­πα. Πά­ντως, σε αυ­τό το συ­γκε­ντρω­τι­κό σώ­μα του έρ­γου του, ε­πι­στο­λές δεν δη­μο­σιεύο­νται. Θα μπο­ρού­σαν, βε­βαίως, να υ­πάρ­χουν στο Αρχείο του και να μη κρί­θη­καν α­πό την ε­πι­με­λή­τρια και σύ­ζυ­γο ά­ξιες δη­μο­σίευ­σης. Κα­τ’ αρ­χήν, ό­μως, υ­πάρ­χει Αρχείο Ου­ρά­νη;
Η Αλόη Σι­δέ­ρη εί­ναι κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή: “Αρχείο Ου­ρά­νη δεν υ­πάρ­χει που­θε­νά!” Έτσι κι αλ­λιώς, τα κα­τά­λοι­πα των συγ­γρα­φέων συ­νι­στούν μια μα­κριά ό­σο και με­λαγ­χο­λι­κή ι­στο­ρία, που γεν­νά πε­ρισ­σό­τε­ρες ει­κα­σίες πα­ρά βε­βαιό­τη­τες. Ένα συ­μπέ­ρα­σμα εί­ναι σί­γου­ρο: οι κά­το­χοί τους λει­τουρ­γούν με γνώ­μο­να το ί­διον ό­φε­λος. Κι αυ­τό ι­σχύει, εί­τε πρό­κει­ται για κλη­ρο­νό­μους, ό­πως συ­ζύ­γους και εξ αί­μα­τος συγ­γε­νείς, εί­τε για φε­ρώ­νυ­μες Εται­ρείες και Ιδρύ­μα­τα. Ωστό­σο, η Σι­δέ­ρη εί­χε στη διά­θε­σή της τις ε­πι­στο­λές του Ου­ρά­νη. Ίσως να μην εί­ναι οι μο­να­δι­κές δια­σω­θεί­σες σε κά­ποιο ά­φα­ντο ή και λαν­θά­νον Αρχείο. Πά­ντως, εί­ναι, σί­γου­ρα, οι μο­να­δι­κές που έ­χουν, μέ­χρι σή­με­ρα, εκ­δο­θεί. Την η­με­ρο­μη­νία, Μάιος 1992, φέ­ρει η ει­σα­γω­γή της στην έκ­δο­ση, με τον ρο­μα­ντι­κό τίτ­λο, «Ένα ει­δύλ­λιο». Και πράγ­μα­τι, μέ­σα α­πό τις ε­πι­στο­λές, ξε­δι­πλώ­νε­ται έ­να ει­δύλ­λιο, και με τις δυο έν­νοιες της λέ­ξης. Τό­σο την κυ­ριο­λε­κτι­κή, ως αι­σθη­μα­τι­κό πε­ζο­γρά­φη­μα ε­πι­στο­λι­κής μορ­φής, ό­σο και τη με­τα­φο­ρι­κή ως τρυ­φε­ρή ε­ρω­τι­κή σχέ­ση. Ανε­ξάρ­τη­τα αν ο ση­με­ρι­νός α­να­γνώ­στης ως προς το δεύ­τε­ρο σκέ­λος, μπο­ρεί και να το χα­ρα­κτη­ρί­σει έ­να πα­ρά­δο­ξο έως α­δια­νό­η­το ει­δύλ­λιο.
“Τα γράμ­μα­τα του Ου­ρά­νη στην Κα­λο­μοί­ρα Κου­ρού­κλη εί­ναι α­πό τα πε­ρι­πα­θέ­στε­ρα ε­ρω­τι­κά κεί­με­να της νε­ο­ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας”, δια­πι­στώ­νει η Σι­δέ­ρη. Πρό­κει­ται για 30 ε­πι­στο­λές, πυ­κνο­γραμ­μέ­νες και σχε­δόν ό­λες πο­λυ­σέ­λι­δες, 6 τα­χυ­δρο­μι­κές κάρ­τες και 9 φω­το­γρα­φίες του Ου­ρά­νη. Η πρώ­τη ε­πι­στο­λή, σε ε­πι­στο­λό­χαρ­το με τη φίρ­μα «Εφη­με­ρίς Ακρό­πο­λις», φέ­ρει η­με­ρο­μη­νία 2 Φε­βρουα­ρίου 1913, και η τε­λευ­ταία, 19 Απρι­λίου 1915, σε ε­πι­στο­λό­χαρ­το με τη φίρ­μα «Cafe Restaurant d’ Orsay». Η διεύ­θυν­ση του α­πο­στο­λέα αλ­λά­ζει: Αθή­να, Λεω­νί­διο Κυ­νου­ρίας, Πα­ρί­σι, Μι­λά­νο, Λον­δί­νο. Η διεύ­θυν­ση της πα­ρα­λή­πτριας πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρά στο Λη­ξού­ρι Κε­φα­λο­νιάς, τη γε­νέ­τει­ρά της. Η Κα­λο­μοί­ρα Κου­ρού­κλη ή­ταν δυο χρό­νια μι­κρό­τε­ρη του Ου­ρά­νη, γεν­νη­θεί­σα το 1892. Ποιή­τρια και ε­κεί­νη, έ­κα­νε νω­ρίς την πρώ­τη της εμ­φά­νι­ση στα γράμ­μα­τα. Δε­κα­ε­πτά ε­τών δη­μο­σίευ­σε πε­ζά της στην πα­τραϊκή ε­φη­με­ρί­δα «Πε­λο­πόν­νη­σος» και στο ε­βδο­μα­διαίο φι­λο­λο­γι­κό πε­ριο­δι­κό «Ελλάς» του Σπύ­ρου Πο­τα­μιά­νου. Λί­γους μή­νες νω­ρί­τε­ρα, Δε­κέμ­βριο 1908, και πά­λι στο «Ελλάς», δη­μο­σίευ­σε ποίη­μα, για πρώ­τη φο­ρά, και ο Ου­ρά­νης.
Το ει­δύλ­λιο του Ου­ρά­νη και της Κα­λο­μοί­ρας πλέ­χτη­κε μέ­σω των ε­πι­στο­λών. Το αί­σθη­μα ή­ταν α­μοι­βαίο, ω­στό­σο ε­μείς γνω­ρί­ζου­με μό­νο τη μια ό­ψη του, α­φού τα γράμ­μα­τα της Κα­λο­μοί­ρας δεν βρέ­θη­καν. Αντ’ αυ­τών, η Σι­δέ­ρη πα­ρα­θέ­τει έ­να «Τρα­γού­δι» της, δη­μο­σιευ­μέ­νο στο κε­φαλ­λο­νί­τι­κο πε­ριο­δι­κό «Ζι­ζά­νιον», το 1914: «Σου φέρ­νω ε­γώ της νειό­της μου την πρό­σχα­ρην η­μέ­ρα / μες του χει­μώ­να τ’ ά­γριου τον ά­γριο και­ρό / ε­γώ ’μαι η ο­λο­γέ­λα­στη του πέ­λα­ου θυ­γα­τέ­ρα, / Μάη σου φέρ­νω ε­γώ...» Σε αυ­τό το νέο και φω­τει­νό, που φέρ­νει η Κα­λο­μοί­ρα, ό­χι στη ζωή, αλ­λά κυ­ρίως στην ποίη­ση του Ου­ρά­νη, ε­στιά­ζει τον σχο­λια­σμό της η Σι­δέ­ρη. Δια­βά­ζο­ντας πα­ράλ­λη­λα τα ποιή­μα­τα του Ου­ρά­νη και το και­νού­ριο ντο­κου­μέ­ντο, που συ­νι­στούν οι ε­πι­στο­λές του, δεί­χνει τις εκ­φρα­στι­κές και θε­μα­τι­κές τους συ­μπτώ­σεις, ε­ξη­γώ­ντας με το “ει­δύλ­λιο” την ε­ξέ­λι­ξη της ποίη­σής του αλ­λά και χρο­νο­λο­γώ­ντας πολ­λά ποιή­μα­τά του. Εξέ­λι­ξη, που ο­ρι­σμέ­νοι κρι­τι­κοί του Ου­ρά­νη έ­χουν ε­πι­ση­μά­νει. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Λί­νος Πο­λί­της θεω­ρεί ό­τι ο Ου­ρά­νης ε­πη­ρέ­α­σε πο­λύ τους συγ­χρό­νους του και τους λί­γο νεό­τε­ρους, δη­λα­δή τη λε­γό­με­νη γε­νιά του 1920, με τη μο­να­δι­κή ου­σια­στι­κά συλ­λο­γή του, τις «Νο­σταλ­γίες» του 1920. Πα­ρό­τι εί­χε δη­μο­σιεύ­σει δύο προ­η­γού­με­νες, την πρώ­τη («Σαν ό­νει­ρα») του 1909, που δια­γρά­φει και ο ί­διος ο Ου­ρά­νης, και το «Spleen» του 1912. Όταν ακ­μά­ζει το ει­δύλ­λιο, φαί­νε­ται ό­τι γρά­φει τα έ­ξι «Ερω­τι­κά» και τα τρία ποιή­μα­τα του «Ύμνου στην Άνοι­ξη», τα ο­ποία, στη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση του 1953, τα­ξι­νο­μού­νται στα «Τρα­γού­δια», μα­ζί με άλ­λα σκόρ­πια ποιή­μα­τα, που βρέ­θη­καν α­πό τη σύ­ζυ­γό του στα χαρ­τιά του. Την ί­δια ε­πο­χή, ξε­κι­νά­ει να γρά­φει και τα ποιή­μα­τα της τρί­της συλ­λο­γής.
Τη δια­φο­ρο­ποίη­ση της ποίη­σης του Ου­ρά­νη α­πό το «Spleen» στις «Νο­σταλ­γίες», μα­ζί με έ­ναν ε­κτε­νέ­στε­ρο σχο­λια­σμό των ποιη­τι­κών συμ­βο­λι­σμών και των με­τα­πτώ­σεων της ποιη­τι­κής του διά­θε­σης, τα πα­ρου­σία­σε η Σι­δέ­ρη, σε έ­να δεύ­τε­ρο βι­βλίο της για τον Ου­ρά­νη, που εκ­δό­θη­κε έ­να χρό­νο αρ­γό­τε­ρα, το 1993, στην ε­ξαί­ρε­τη σει­ρά, «Η ελ­λη­νι­κή ποίη­ση», των εκ­δό­σεων της Εστίας, με διευ­θυ­ντή τον ποιη­τή Γιώρ­γο Κο­ρο­πού­λη. Εί­ναι ο δεύ­τε­ρος τό­μος, σε συ­νο­λι­κά μό­λις ο­κτώ. Κα­τά την Σι­δέ­ρη, ο Ου­ρά­νης, ό­πως ό­λοι οι ε­ρω­τευ­μέ­νοι, έ­χει ξαφ­νι­κά α­να­κα­λύ­ψει τον πα­ρά­δει­σο. Το νέο στοι­χείο εί­ναι ο υ­παρ­κτός και φω­τει­νός κό­σμος, που πα­ρα­με­ρί­ζει χί­μαι­ρες, νο­σταλ­γι­κά ό­νει­ρα και με­λαγ­χο­λία. Μπο­ρεί το ει­δύλ­λιο να κρά­τη­σε μό­λις δυο χρό­νια, η αλ­λα­γή, ό­μως, ό­χι τό­σο ως διά­θε­ση, αλ­λά στους στι­χουρ­γι­κούς του τρό­πους, έ­μει­νε.
Η Κα­λο­μοί­ρα δια­λύει τις ο­μί­χλες στην ψυ­χή του Ου­ρά­νη. Πώς, ό­μως, άρ­χι­σε η αλ­λη­λο­γρα­φία τους; Το πρώ­το γράμ­μα το στέλ­νει ο Ου­ρά­νης, με­τά μια συ­ζή­τη­ση με φί­λη του για την Κα­λο­μοί­ρα, που του δη­μιούρ­γη­σε την ε­ντύ­πω­ση πως πρό­κει­ται για μια α­πό τις “λε­πτές ψυ­χές” που ζού­νε “με τη νο­σταλ­γία του ω­ραίου και της αρ­μο­νίας”. Και ε­κεί­νη θα του α­πα­ντή­σει με μια ε­πι­στο­λή, που έ­δει­χνε πράγ­μα­τι μια α­δελ­φή ψυ­χή. Ανταλ­λάσ­σουν φω­το­γρα­φίες αλ­λά δεν συ­να­ντιού­νται. Ο Ου­ρά­νης, το κα­λο­καί­ρι του 1913, πα­ρα­θε­ρί­ζει στο πα­τρο­γο­νι­κό του, στο Λεω­νί­διο, τη “βίλ­λα” του, ό­πως την α­πο­κα­λεί. Στη συ­νέ­χεια, προσ­λαμ­βά­νε­ται ως α­ντα­πο­κρι­τής της κα­θη­με­ρι­νής ε­φη­με­ρί­δος «Νέα Ελλάς» στο Λον­δί­νο, ό­που και μέ­νει μέ­χρι το τέ­λος του 1913. Τε­λι­κά, φεύ­γει για το Πα­ρί­σι.
Στην τε­λευ­ταία ε­πι­στο­λή α­πό το Λον­δί­νο γρά­φει: «... Δεν πι­στεύω να φο­βά­σαι τώ­ρα το Πα­ρί­σι. Θα αι­σθά­νε­σαι πό­σο δι­κός σου εί­μαι ώ­στε να εί­νε δύ­σκο­λο να στρα­φώ προς τις πα­ληές γυ­ναί­κες. Τα δε­σμά της δι­κής σου α­γά­πης εί­νε τό­σο ε­πι­θυ­μη­τά και α­γα­πη­μέ­να που βέ­βαια δεν θά­μαι ε­γώ που θα τα σπά­σω για να τρέ­ξω πί­σω α­πό προ­βλη­μα­τι­κές ευ­τυ­χίες... Τώ­ρα για μέ­να το Πα­ρί­σι θα εί­ναι η πό­λις του πνεύ­μα­τος...». Ολό­κλη­ρο το 1914 και τους πρώ­τους μή­νες του 1915 βρί­σκε­ται στο Πα­ρί­σι. Συ­χνά εί­ναι άρ­ρω­στος. Οι ε­πι­στο­λές γί­νο­νται ό­λο και θερ­μό­τε­ρες. “Σε φι­λώ α­γα­πη­μέ­νη μου στα χεί­λια –σή­με­ρα– στα χεί­λια κι εί­μαι δι­κός σου.” Εί­ναι η κα­τα­κλεί­δα της ε­πι­στο­λής της 6ης Ια­νουα­ρίου 1915. Μέ­χρι την τε­λευ­ταία σω­θεί­σα ε­πι­στο­λή, στην ο­ποία στρέ­φε­ται σε πρα­κτι­κά θέ­μα­τα: «... Ναι, δεν μπο­ρού­με πια να ζού­με στην α­να­μο­νή. Όλα τεί­νουν σε μια μοι­ραία ε­ξέ­λι­ξη. Κι’ η α­γά­πη μας; Λοι­πόν, νο­μί­ζεις πως εί­νε και­ρός τώ­ρα; Ας βά­νου­με τις βά­σεις της μελ­λο­ντι­κής μας ζωής. Αρχί­ζω ε­γώ πρώ­τα...» Ανα­λύει τα στε­νά οι­κο­νο­μι­κά του και την κα­κή σχέ­ση με τον πλού­σιο πα­τέ­ρα του. Την ρω­τά­ει, αν μπο­ρεί αυ­τή να συ­νει­σφέ­ρει. Ενώ, το­νί­ζει πως εί­ναι πια “η Γυ­ναί­κα του”.
Με αυ­τήν την ε­πι­στο­λή τε­λειώ­νει η αλ­λη­λο­γρα­φία τους. Σε μια υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση, η Σι­δέ­ρη πλη­ρο­φο­ρεί, ό­τι, σύμ­φω­να με προ­φο­ρι­κή μαρ­τυ­ρία της Κα­λο­μοί­ρας, ε­κεί­νη του εί­χε α­πα­ντή­σει ό­τι μπο­ρού­σε να συ­νει­σφέ­ρει στο γά­μο τους ε­λά­χι­στα με­τρη­τά και έ­να α­κί­νη­το στο Λη­ξού­ρι. Γνω­ρί­ζου­με ό­τι ο Ου­ρά­νης ε­πέ­στρε­ψε στην Αθή­να άρ­ρω­στος. Στο «Ημε­ρο­λό­γιο ε­νός φθι­σι­κού», δια­βά­ζου­με ό­τι στις 15 Οκτω­βρίου 1915 βρί­σκε­ται α­κό­μη στο Πα­ρί­σι. Αρχές Νο­εμ­βρίου, έρ­χε­ται στην Αθή­να, μέ­νει για λί­γο στο Λεω­νί­διο, και στις 27 Νο­εμ­βρίου α­να­χω­ρεί για το Ντα­βός. Εκεί μέ­νει δυο χρό­νια και γνω­ρί­ζει την Μα­νουέ­λα Σα­ντιά­γκο, που πα­ντρεύε­ται στις αρ­χές του 1918. Η Κα­λο­μοί­ρα πα­ντρεύε­ται τον συ­ντο­πί­τη της Χα­ρά­λα­μπο Μα­τα­ρά­γκα, και ε­κεί­νος ποιη­τής, Ια­νουά­ριο 1921. Συ­μπτω­μα­τι­κά, εί­ναι η χρο­νιά που εκ­δί­δε­ται η με­τά­φρα­ση των ε­πι­στο­λών της μο­να­χής Αλκο­φο­ρά­δο α­πό τον Ου­ρά­νη.
Οι α­πο­ρίες μέ­νουν. Άρα­γε α­πά­ντη­σε ο Ου­ρά­νης ή α­πλώς, σιώ­πη­σε; Όρι­σαν κά­ποιο ρα­ντε­βού; Ακό­μη κι αν δεν εί­χαν τα χρεια­ζού­με­να για να στή­σουν σπι­τι­κό, α­κό­μη κι αν ο Ου­ρά­νης ή­ταν φθι­σι­κός, φαί­νε­ται τό­σο α­πί­θα­νο σε ε­μάς σή­με­ρα να μην έ­χουν την πε­ριέρ­γεια μιας γνω­ρι­μίας. Μέ­νουν οι ε­πι­στο­λές και η διε­ξο­δι­κό­τε­ρη πα­ρου­σία­σή τους ως πε­ζο­γρα­φή­μα­τα. Σύμ­φω­να με τον Κώ­στα Στερ­γιό­που­λο, το τα­ξι­διω­τι­κό έρ­γο του Ου­ρά­νη α­να­νέω­σε και τε­λειο­ποίη­σε το εί­δος των τα­ξι­διω­τι­κών ε­ντυ­πώ­σεων στο Με­σο­πό­λε­μο. Ενώ, ταυ­τό­χρο­να, το α­να­γνω­ρί­ζει ως α­μι­γώς λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο. Ισχύει η ί­δια δια­πί­στω­ση για τις ε­πι­στο­λές του; Εν ευ­θέ­τω χρό­νω, η α­πά­ντη­ση.
Απο­μέ­νει, ό­μως, μια α­κό­μη α­πο­ρία σχε­τι­κά με τη συ­γκε­κρι­μέ­νη έκ­δο­ση. Μια τό­σο κα­λή φι­λό­λο­γος, ό­πως υ­πήρ­ξε η Αλόη Σι­δέ­ρη, πώς και λη­σμο­νεί να α­να­φέ­ρει το Αρχείο, στο ο­ποίο βρί­σκο­νται οι ε­πι­στο­λές που πα­ρου­σιά­ζει; Την α­πο­ρία λύ­νει μια υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση, η ο­ποία και ε­ξη­γεί την εμ­μο­νή της με τον Ου­ρά­νη. Ποιή­τρια η ί­δια, δεν έ­χει α­σχο­λη­θεί με κα­νέ­ναν άλ­λο τό­σο διε­ξο­δι­κά. Όπως φαί­νε­ται, η Αλόη Σι­δέ­ρη, α­κρι­βέ­στε­ρα η Αλόη Μα­τα­ρά­γκα-Σι­δέ­ρη, με­γά­λω­σε με ι­στο­ρίες για τον πλα­τω­νι­κό έ­ρω­τα της μη­τέ­ρας της. Με αυ­τήν την προο­πτι­κή, η ε­πι­κέ­ντρω­ση στον ποιη­τή Ου­ρά­νη και η α­πο­σιώ­πη­ση του αν­θρώ­που γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τή και α­ξιέ­παι­νης δια­κρι­τι­κό­τη­τας. Ση­μειώ­νου­με ό­τι η Σι­δέ­ρη δη­μο­σίευ­σε τις ε­πι­στο­λές τριά­ντα χρό­νια με­τά το θά­να­το της μη­τέ­ρας της.
Ξα­να­δια­βά­ζο­ντας το πρό­σφα­το διή­γη­μα του Μι­χά­λη Γκα­νά, «Μυ­ρω­διά βρεγ­μέ­νης θά­λασ­σας» και το ποίη­μα «Πε­ρα­στι­κές» του Ου­ρά­νη, α­να­λο­γι­ζό­μα­στε μή­πως ο ρο­μα­ντι­σμός των συγ­γρα­φέων ε­ξαν­τλεί­ται στη λο­γο­τε­χνία;

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Φωτογραφία: «Έρως και Ψυχή», γλυπτό του Αντόνιο Κανόβα.