Εάν αποδεχθούμε αυτήν την αρχή, η τεκμηριωτική, η αναμνηστική, η συμβολική, η αισθητική και κάθε άλλη διάσταση της φωτογραφίας, είναι στοιχεία, όχι πρωθύστερα, αλλά στοιχεία που έπονται. Εάν τώρα κάνουμε προβολή, ή αν θέλετε εφαρμογή αυτής της γενικής επιστημονικής αρχής στο ερευνητικό πεδίο της ελληνικής φωτογραφίας, τότε θα προκύψει βαθιά απογοήτευση. Σε όσους δεν τρέφουν ψευδαισθήσεις, το πεδίο είναι αποκαρδιωτικό.
Ενώ από το 1839 η φωτογραφία βαδίζει σταθερά στον ελλαδικό χώρο, τα περισσότερα ίχνη επί των οποίων βάδισε και άφησε πίσω της, μένουν ακόμη στο σκότος. Κατά υποκειμενική εκτίμηση, όσα ίχνη έχουν μείνει ανεντόπιστα, είναι, αναλογικά, απείρως περισσότερα όσων έχουν εντοπιστεί.
Σπεύδω, όμως, να δώσω εξηγήσεις, για να μη θεωρηθώ μίζερα αυστηρός. Υπάρχει, βεβαίως, η έντυπη Ιστορία της Ελληνικής Φωτογραφίας του Άλκη Ξανθάκη (εκδ. Πάπυρος, 2008). Υπάρχουν, επίσης, κάμποσες μονογραφίες, ορισμένες χωρίς αμφιβολία υποδειγματικές, όπως, για παράδειγμα, «Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου» της Φανής Κωνσταντίνου (εκδ. Άγρα/Μουσείο Μπενάκη, 2006). Σ’ αυτά προστίθενται και κάποιες επιμέρους διερευνήσεις φωτογραφικών θεμάτων ή χρονικών περιόδων. Κανένα εξ όλων αυτών δεν υποτιμώ ή ότι δεν διαδραματίζει κάποιο ρόλο στο φωτογραφικό προσκήνιο. Αντιθέτως - λέω ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτά.
Θέτω, όμως, το ερώτημα ως ρητορική διατύπωση. Είναι όλα αυτά ικανά να φωτίσουν πλήρως το πεδίο της φωτογραφίας; Έχουμε, δηλαδή, ρίξει άπλετο φως, σε όλα ανεξαιρέτως τα άξια μελέτης πρόσωπα και θέματα της φωτογραφίας, όπως για παράδειγμα οι Γάλλοι, και μας μένουν υποφωτισμένα ή αφώτιστα τα ευτελή και ασήμαντα;
Μπορεί ψηλά ο πήχυς, αλλά δεν ανέφερα τυχαία τους Γάλλους. Λίγο πολύ, η φωτογραφική μας αφετηρία ταυτίζεται. Η πορεία είναι αυτή που σχηματίζει τη μεταξύ μας μεγάλη διαφορά. Σε αυτήν, όμως, τη διαφορά συμψηφίζεται και το ότι χρειαζόμαστε ακόμη πολύ ερευνητικό μόχθο για να υπάρξει, όπως σε κείνους, αξιόπιστο πανόραμα του φωτογραφικού παρελθόντος.
Επειδή θεωρητικολογώντας κινδυνεύω να πέσω πάλι σε μίζερη αυστηρότητα, θα το θέσω λίγο διαφορετικά. Θα καταφύγω σε παράδειγμα, μήπως και γίνω πιο πειστικός για τις υπάρχουσες ελλείψεις και τα χάσματα.
Στο εβδομαδιαίο περιοδικό Εικονογραφημένος Παρνασσός συναντάμε, το Φθινόπωρο του 1910, ένα δημοσίευμα σε τρεις διαδοχικές συνέχειες. Το υπογράφει ο άγνωστος σε μένα Κ. Κοντογιάννης. Εικονογραφείται με δικές του φωτογραφίες και εξ αυτού συνάγεται ότι πρόκειται τουλάχιστον για ερασιτέχνη του φωτογραφικού φακού. Το δημοσίευμά του φέρει τίτλο: «Η φωτογραφία είνε καλλιτεχνία;»
Το ερωτηματικό του τίτλου φαίνεται λογικό, καθώς δεν έχουμε ακόμη εγκλιματιστεί για καλά στον πολιτισμό της φωτογραφικής εικόνας. Εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η έντυπη δημοσίευση φωτογραφιών είναι ακόμη νωπή υπόθεση. Πέραν αυτού, το ερωτηματικό αποκτά ακόμη πιο λογική υπόσταση, γιατί και οπουδήποτε αλλού η φωτογραφία βρίσκεται στην προκαταρτική φάση ανεξαρτητοποίησης ως καλλιτεχνική έκφραση. Γεμάτη συμπλέγματα πασχίζει να αποτινάξει το εκ γενετής μειονέκτημα του απλού αντιγραφέα της πραγματικότητας, διεκδικώντας ισότιμη κατάταξη στον κύκλο των εικαστικών τεχνών.
Κάνουμε ένα χρονικό άλμα τριών δεκαετιών. Προσγειωνόμαστε στη δεύτερη δεκαετία του Μεσοπολέμου, με τις πρωτοφανείς καλλιτεχνικές και λογοτεχνικές ζυμώσεις. Εκεί, αρχές άνοιξης του 1940, στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα συναντάμε μια άλλη δημοσίευση. Υπογράφεται από τον Δημήτριο Πουλιανό, έναν ξεχασμένο σήμερα ζωγράφο και θεωρητικό της τέχνης, με σπουδές στο Παρίσι. Το κείμενο φέρει τίτλο, πάλι με ερωτηματικό: «Η φωτογραφική είναι τέχνη;».
Ο Πουλιανός καταθέτει προβληματισμούς, έχοντας ως αφορμή την έκθεση του παρεπιδημούντα τότε στην Ελλάδα Γερμανού φωτογράφου Χέρμπερτ Λίστ. Με επιχειρηματολογία υψηλής στάθμης, ο Πουλιανός διατυπώνει την άποψη, ότι η φωτογραφία είναι δέσμια της μηχανικής της προέλευσης και ότι λόγω αυτού δεν μπορεί να εμφανίζεται υπό ίσους όρους δίπλα στις άλλες τέχνες. Αυτό έδωσε έναυσμα και στο αμέσως επόμενο τεύχος, ο κινηματογραφικός κριτικός του περιοδικού Αλ. Χατζηγεωργίου, με εξίσου υψηλή επιχειρηματολογία αλλά και με έναν υπόγειο τόνο δηκτικότητας, αποκαθιστά την καλλιτεχνική υπόσταση της φωτογραφίας, λέγοντας ότι η μηχανική της πλευρά είναι γνώρισμα του εκφραστικού της μέσου. Στον αντίλογο, προτάσσει αυτό που σχεδόν κατ’ αντιγραφή ή σε βελτιωμένη παραλλαγή προσυπογράφουμε μέχρι σήμερα σε ό,τι αφορά την καλλιτεχνική φωτογραφία.
Θα πίστευε κανείς ότι το ερώτημα απαντήθηκε οριστικά υπέρ της φωτογραφίας, αφήνοντας πίσω παρόμοιες συζητήσεις και προβληματισμούς. Όποιος, όμως, το πιστέψει διακινδυνεύει την προφητική του οξυδέρκεια.
Αφού μεσολαβήσει η Κατοχή και μπούμε στο καμίνι του Εμφυλίου, δύο μήνες πριν τη λήξη του, ο γνωστός τεχνοκριτικός της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ Άγγελος Προκοπίου δημοσιεύει άρθρο με αντίστοιχο τίτλο, θέτοντας, όμως, και εκείνος ερωτηματικό: «Είναι τέχνη η φωτογραφία;», ρωτά. Παρενθετικά, αλλά όχι άσχετα, υπενθυμίζω ότι δεν πρόκειται για τυχαίο πρόσωπο. Εκτός από τη γενικότερη εικαστική του καλλιέργεια, ήταν επίσης καλός γνώστης και σε θέματα φωτογραφίας. Υπενθυμίζω, επίσης, ότι βρίσκεται ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη της κατόπιν Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρίας - πιο γνωστής με τα αρκτικά ΕΦΕ - και ότι εκεί έδινε διαλέξεις, αναπτύσσοντας υπό μορφή σεμιναρίων θέματα αισθητικής.
Τι μπορεί, λοιπόν, να μεσολάβησε ενδιάμεσα, στο πεδίο της φωτογραφίας και θέτει εκ νέου το ίδιο ακριβώς ερώτημα; Έχουμε καθηλωθεί και ανακυκλώνουμε τους προβληματισμούς του 1910; Αμφισβητεί τη φωτογραφία ως τέχνη, όπως ο Πουλιανός στο Μεσοπόλεμο; Το θέτει ρητορικά και με άλυσο επιχειρημάτων το αναιρεί, καταλήγοντας σε καταφατική απάντηση; Κάτι, πάντως, πρέπει να συμβαίνει. Και το κυριότερο· αυτής της μορφής προβληματισμοί ξαναεμφανίζονται στον Τύπο ή ξεφουσκώνουν και μένουμε ως σήμερα στην κατάφαση;
Φερέγγυα απάντηση στην αναδρομή αυτού του θέματος - το οποίο ανέφερα πρόχειρα και ενδεικτικά - δεν υπάρχει. Με άλλα λόγια, η κατά χρονική διαδοχή πρόσληψη του θέματος απουσιάζει ή είναι ελλιπής. Αυτό μεταφράζεται σε ατελή και, ενδεχομένως, σε παραπλανητική εικόνα, ενώ ζητούμενο είναι η σύνθεση μιας ακέραιας.
Εάν, τελικά, δεν συνταχθεί σχετική βιβλιογραφία του ελληνικού Τύπου, θα μας κατακλύζουν παρόμοια αναπάντητα ερωτήματα σε σωρεία άλλων φωτογραφικών θεμάτων και η φωτογραφική εικόνα του παρελθόντος θα παραμένει αποσπασματική. Μόνο με συστηματική αποδελτίωση δημοσιευμάτων μπορούν να εντοπιστούν τα ίχνη και σε σύζευξη με τα επεξεργασμένα φωτογραφικά αρχεία, να σχηματιστεί ο περιζήτητος άτλας της ελληνικής φωτογραφίας. Διαφορετικά, δηλαδή χωρίς αναδίφηση, θα πέφτουμε συχνά σε συσκοτισμένα θέματα εκνευριστικά απροσέγγιστα.
Όλοι, όμως, ξέρουμε ότι η Ελλάδα είναι μια δύσκολη χώρα και ότι κάτι τέτοιο φαντάζει περιττή πολυτέλεια. Και όπως έχουν ανέκαθεν τα φωτογραφικά πράγματα και ιδίως σήμερα, με τα άγρια οικονομικά αδιέξοδα, θα έλεγα ότι ως ελπίδα πραγμάτωσης κινείται στο χώρο της εικονικής πραγματικότητας. Κάτι, δηλαδή, ιδεατό και άπιαστο. Έτσι, κάθε παρελθοντικό ίχνος έχει αφεθεί προς εντοπισμό στο φιλότιμο κάποιων «μανιακών».
Σ’ αυτήν, λοιπόν, τη χορεία των «μανιακών» υπάγεται και ο Άλκης Ξανθάκης, με την Ιστορία του, τις δημοσιεύσεις του και με το νεόβγαλτο ψηφιακό Λεξικό του. Ομοειδές του Λεξικού στα ελληνικά, στην όμορη περιοχή των εικαστικών τεχνών αλλά σε έντυπη μορφή, είναι το τετράτομο Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών (εκδ. Μέλισσα). Υπάρχει μια συγγένεια, τουλάχιστον εξ αγχιστείας, στον τομέα της καλλιτεχνικής φωτογραφία, η οποία εκεί, για άγνωστο λόγο, απουσιάζει. Κατ’ απόλυτη αντιστοιχία είναι μη συγκρίσιμα, γιατί πέραν της όποιας διαφοράς του αντικειμένου, εκεί υπήρξε έμμισθη σύμπραξη πολυμελούς ομάδας και εξωτερικών συνεργατών, με ήδη υπαρκτό βιβλιογραφικό υλικό. Εδώ, αντίστοιχα, δούλεψε μόνο ένας, τόσο στη συλλογή στοιχείων όσο και στη σύνταξη των λημμάτων. Στο ερευνητικό πεδίο δεν υπήρξε ιδιαίτερη προετοιμασία. Κινήθηκε σε σχεδόν παρθένα βιβλιογραφικά περιοχή, έχοντας, το πολύ-πολύ, την αδήλωτη βοήθεια κάποιων φίλων. Εκεί, τα ονομαστικά λήμματα έχουν περιφραστικό χαρακτήρα και βιβλιογραφικό καταφύγιο, ενώ εδώ καταχωρούνται, τηρουμένων των αναλογιών, σε πιο ευσύνοπτη μορφή και χωρίς βιβλιογραφία. Μοιάζουν σαν σε αναμονή για περαιτέρω συμπληρώσεις ονομάτων και στοιχείων, διορθώσεις σε τυχόν λανθασμένα στοιχεία κ.λπ.
Ωστόσο, το Λεξικό, το οποίο θεωρώ κάτι σαν κιβωτό των φωτογράφων, συνδέεται στενά με τον πολυσέλιδο τόμο της Ιστορίας της Ελληνικής Φωτογραφίας. Συνυφαίνεται μαζί της και το ένα αναπληρώνει το άλλο. Το μεν Λεξικό παρατάσσει προς αναπλήρωση εξαιρετικά μεγάλο αριθμό από ελλείποντα ονόματα, η δε Ιστορία ανταποδίδει την αναπλήρωση, κυρίως με θέματα περιόδων, χρονικής διαδοχής, ομαδοποιήσεων, τάσεων, αισθητικής, κοινωνικο-ιστορικά κ.λπ. Εν ολίγοις, λειτουργούν ως συμπαγές σύνολο, χωρίς, βεβαίως, να τίθεται σε αμφισβήτηση η αυτοτελής υπόσταση.
Πάντως, όσο και να σταθεί κανείς απαιτητικός, αντιμετωπίζοντας το Λεξικό με αυστηρούς όρους, πρέπει να λάβει υπόψη ότι δεν υπάρχει άλλο γενεαλογικό μητρώο της ελληνικής φωτογραφίας. Δεν υπάρχει, δηλαδή, κάτι άλλο σχετικό προς σύγκριση. Συνεπώς, αυτό έχουμε, με αυτό θα πορευτούμε, είτε ως ερευνητές είτε ως ερασιτέχνες προσκολλημένοι έμμονα στη φωτογραφία.
Με κίνδυνο να εκτραπώ, θα έλεγα ότι σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, η οποία ξέρει μόνο να αυτοθαυμάζεται για το πολιτιστικό της παρελθόν, το Λεξικό δεν της είναι μόνο αρκετό αλλά ότι της περισσεύει. Τις περισσεύει, γιατί ως αποτέλεσμα το έφερε εις πέρας, όχι μια ομάδα υπό θεσμική σκέπη, αλλά ένας στην κλεισούρα του σπιτιού του, με μόνη συνδρομή το υψηλό κόστος παραγωγής, που ανέλαβε το ΕΛΙΑ. Αυτό το «ένας» θέλω να πιστεύω εξ ανάγκης και όχι ως εγωιστική απώθηση του «ομαδικά».
Αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι πιο υποψιασμένοι ξέρουμε ότι για να φτάσει σε πλήρη περάτωση κάτι ανάλογο, προϋποθέτει μακροχρόνια παραδειγματική αφοσίωση. Να κοιμάσαι, δηλαδή, και να ξυπνάς με το υπό αναζήτηση αντικείμενο. Μια τέτοια περίπτωση φιλέρευνου ταμπεραμέντου θεωρώ ότι είναι ο Άλκης Ξανθάκη.
Σημείωση. Το κείμενο, με μικρές παραλλαγές, αποτέλεσε ομιλία κατά την παρουσίαση του ψηφιακού Λεξικού του Άλκη Ξανθάκη (Λεξικό Φωτογράφων 1839-1960. Έλληνες φωτογράφοι και ξένοι φωτογράφοι στην Ελλάδα, εκδ. Ε.Λ.Ι.Α. του Μ.Ι.Ε.Τ.). Η παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαίου σε αίθουσα του Μορφωτικού Ινστιτούτου της Εθνικής Τραπέζης. Πέρα από τον υπογράφοντα, μίλησαν η Φανή Κωνσταντίνου, σύμβουλος στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη και ο Τάκης Τζήμας, καθηγητής φωτογραφίας και εκδότης του περιοδικού ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ. Επίσης, ο ίδιος ο Άλκης Ξανθάκης μίλησε διεξοδικά για την μακρά περίοδο έρευνας και προετοιμασίας του ψηφιακού Λεξικού, κάνοντας, ταυτόχρονα, και δειγματοληπτική παρουσίαση. Στο Λεξικό καταχωρούνται πάνω από 4.000 λήμματα Ελλήνων και ξένων φωτογράφων, που εργάστηκαν στην Ελλάδα, όπως και Ελλήνων που εργάστηκαν στο εξωτερικό. Ορισμένα λήμματα, κάπου 1.500, συνοδεύονται από πορτρέτα των ίδιων των φωτογράφων ή αντιπροσωπευτικά δείγματα φωτογραφιών τους. Προγραμματίζεται και πρόκειται σύντομα να γίνει ανάρτηση του Λεξικού στον διαδικτυακό τόπο του Ε.Λ.Ι.Α., με ελεύθερη πρόσβαση. Για τυχόν σχόλια, πληροφορίες και εμπλουτισμό των λημμάτων εκ μέρους των «επισκεπτών», το οποίο είναι μέσα στις επιδιώξεις του Ε.Λ.Ι.Α., θα προβλέπεται πρόσβαση ή τρόπος επικοινωνίας. Όποιος, λοιπόν, είχε πατέρα, παππού, προπάππο ή οποιασδήποτε άλλης συγγένειας ή και γνωριμίας φωτογράφο πριν το 1960, καλείται να καταβάλλει τον οβολό του, όχι σε χρήμα, αλλά σε έγκυρες πληροφορίες.
Ενώ από το 1839 η φωτογραφία βαδίζει σταθερά στον ελλαδικό χώρο, τα περισσότερα ίχνη επί των οποίων βάδισε και άφησε πίσω της, μένουν ακόμη στο σκότος. Κατά υποκειμενική εκτίμηση, όσα ίχνη έχουν μείνει ανεντόπιστα, είναι, αναλογικά, απείρως περισσότερα όσων έχουν εντοπιστεί.
Σπεύδω, όμως, να δώσω εξηγήσεις, για να μη θεωρηθώ μίζερα αυστηρός. Υπάρχει, βεβαίως, η έντυπη Ιστορία της Ελληνικής Φωτογραφίας του Άλκη Ξανθάκη (εκδ. Πάπυρος, 2008). Υπάρχουν, επίσης, κάμποσες μονογραφίες, ορισμένες χωρίς αμφιβολία υποδειγματικές, όπως, για παράδειγμα, «Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου» της Φανής Κωνσταντίνου (εκδ. Άγρα/Μουσείο Μπενάκη, 2006). Σ’ αυτά προστίθενται και κάποιες επιμέρους διερευνήσεις φωτογραφικών θεμάτων ή χρονικών περιόδων. Κανένα εξ όλων αυτών δεν υποτιμώ ή ότι δεν διαδραματίζει κάποιο ρόλο στο φωτογραφικό προσκήνιο. Αντιθέτως - λέω ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτά.
Θέτω, όμως, το ερώτημα ως ρητορική διατύπωση. Είναι όλα αυτά ικανά να φωτίσουν πλήρως το πεδίο της φωτογραφίας; Έχουμε, δηλαδή, ρίξει άπλετο φως, σε όλα ανεξαιρέτως τα άξια μελέτης πρόσωπα και θέματα της φωτογραφίας, όπως για παράδειγμα οι Γάλλοι, και μας μένουν υποφωτισμένα ή αφώτιστα τα ευτελή και ασήμαντα;
Μπορεί ψηλά ο πήχυς, αλλά δεν ανέφερα τυχαία τους Γάλλους. Λίγο πολύ, η φωτογραφική μας αφετηρία ταυτίζεται. Η πορεία είναι αυτή που σχηματίζει τη μεταξύ μας μεγάλη διαφορά. Σε αυτήν, όμως, τη διαφορά συμψηφίζεται και το ότι χρειαζόμαστε ακόμη πολύ ερευνητικό μόχθο για να υπάρξει, όπως σε κείνους, αξιόπιστο πανόραμα του φωτογραφικού παρελθόντος.
Επειδή θεωρητικολογώντας κινδυνεύω να πέσω πάλι σε μίζερη αυστηρότητα, θα το θέσω λίγο διαφορετικά. Θα καταφύγω σε παράδειγμα, μήπως και γίνω πιο πειστικός για τις υπάρχουσες ελλείψεις και τα χάσματα.
Στο εβδομαδιαίο περιοδικό Εικονογραφημένος Παρνασσός συναντάμε, το Φθινόπωρο του 1910, ένα δημοσίευμα σε τρεις διαδοχικές συνέχειες. Το υπογράφει ο άγνωστος σε μένα Κ. Κοντογιάννης. Εικονογραφείται με δικές του φωτογραφίες και εξ αυτού συνάγεται ότι πρόκειται τουλάχιστον για ερασιτέχνη του φωτογραφικού φακού. Το δημοσίευμά του φέρει τίτλο: «Η φωτογραφία είνε καλλιτεχνία;»
Το ερωτηματικό του τίτλου φαίνεται λογικό, καθώς δεν έχουμε ακόμη εγκλιματιστεί για καλά στον πολιτισμό της φωτογραφικής εικόνας. Εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η έντυπη δημοσίευση φωτογραφιών είναι ακόμη νωπή υπόθεση. Πέραν αυτού, το ερωτηματικό αποκτά ακόμη πιο λογική υπόσταση, γιατί και οπουδήποτε αλλού η φωτογραφία βρίσκεται στην προκαταρτική φάση ανεξαρτητοποίησης ως καλλιτεχνική έκφραση. Γεμάτη συμπλέγματα πασχίζει να αποτινάξει το εκ γενετής μειονέκτημα του απλού αντιγραφέα της πραγματικότητας, διεκδικώντας ισότιμη κατάταξη στον κύκλο των εικαστικών τεχνών.
Κάνουμε ένα χρονικό άλμα τριών δεκαετιών. Προσγειωνόμαστε στη δεύτερη δεκαετία του Μεσοπολέμου, με τις πρωτοφανείς καλλιτεχνικές και λογοτεχνικές ζυμώσεις. Εκεί, αρχές άνοιξης του 1940, στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα συναντάμε μια άλλη δημοσίευση. Υπογράφεται από τον Δημήτριο Πουλιανό, έναν ξεχασμένο σήμερα ζωγράφο και θεωρητικό της τέχνης, με σπουδές στο Παρίσι. Το κείμενο φέρει τίτλο, πάλι με ερωτηματικό: «Η φωτογραφική είναι τέχνη;».
Ο Πουλιανός καταθέτει προβληματισμούς, έχοντας ως αφορμή την έκθεση του παρεπιδημούντα τότε στην Ελλάδα Γερμανού φωτογράφου Χέρμπερτ Λίστ. Με επιχειρηματολογία υψηλής στάθμης, ο Πουλιανός διατυπώνει την άποψη, ότι η φωτογραφία είναι δέσμια της μηχανικής της προέλευσης και ότι λόγω αυτού δεν μπορεί να εμφανίζεται υπό ίσους όρους δίπλα στις άλλες τέχνες. Αυτό έδωσε έναυσμα και στο αμέσως επόμενο τεύχος, ο κινηματογραφικός κριτικός του περιοδικού Αλ. Χατζηγεωργίου, με εξίσου υψηλή επιχειρηματολογία αλλά και με έναν υπόγειο τόνο δηκτικότητας, αποκαθιστά την καλλιτεχνική υπόσταση της φωτογραφίας, λέγοντας ότι η μηχανική της πλευρά είναι γνώρισμα του εκφραστικού της μέσου. Στον αντίλογο, προτάσσει αυτό που σχεδόν κατ’ αντιγραφή ή σε βελτιωμένη παραλλαγή προσυπογράφουμε μέχρι σήμερα σε ό,τι αφορά την καλλιτεχνική φωτογραφία.
Θα πίστευε κανείς ότι το ερώτημα απαντήθηκε οριστικά υπέρ της φωτογραφίας, αφήνοντας πίσω παρόμοιες συζητήσεις και προβληματισμούς. Όποιος, όμως, το πιστέψει διακινδυνεύει την προφητική του οξυδέρκεια.
Αφού μεσολαβήσει η Κατοχή και μπούμε στο καμίνι του Εμφυλίου, δύο μήνες πριν τη λήξη του, ο γνωστός τεχνοκριτικός της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ Άγγελος Προκοπίου δημοσιεύει άρθρο με αντίστοιχο τίτλο, θέτοντας, όμως, και εκείνος ερωτηματικό: «Είναι τέχνη η φωτογραφία;», ρωτά. Παρενθετικά, αλλά όχι άσχετα, υπενθυμίζω ότι δεν πρόκειται για τυχαίο πρόσωπο. Εκτός από τη γενικότερη εικαστική του καλλιέργεια, ήταν επίσης καλός γνώστης και σε θέματα φωτογραφίας. Υπενθυμίζω, επίσης, ότι βρίσκεται ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη της κατόπιν Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρίας - πιο γνωστής με τα αρκτικά ΕΦΕ - και ότι εκεί έδινε διαλέξεις, αναπτύσσοντας υπό μορφή σεμιναρίων θέματα αισθητικής.
Τι μπορεί, λοιπόν, να μεσολάβησε ενδιάμεσα, στο πεδίο της φωτογραφίας και θέτει εκ νέου το ίδιο ακριβώς ερώτημα; Έχουμε καθηλωθεί και ανακυκλώνουμε τους προβληματισμούς του 1910; Αμφισβητεί τη φωτογραφία ως τέχνη, όπως ο Πουλιανός στο Μεσοπόλεμο; Το θέτει ρητορικά και με άλυσο επιχειρημάτων το αναιρεί, καταλήγοντας σε καταφατική απάντηση; Κάτι, πάντως, πρέπει να συμβαίνει. Και το κυριότερο· αυτής της μορφής προβληματισμοί ξαναεμφανίζονται στον Τύπο ή ξεφουσκώνουν και μένουμε ως σήμερα στην κατάφαση;
Φερέγγυα απάντηση στην αναδρομή αυτού του θέματος - το οποίο ανέφερα πρόχειρα και ενδεικτικά - δεν υπάρχει. Με άλλα λόγια, η κατά χρονική διαδοχή πρόσληψη του θέματος απουσιάζει ή είναι ελλιπής. Αυτό μεταφράζεται σε ατελή και, ενδεχομένως, σε παραπλανητική εικόνα, ενώ ζητούμενο είναι η σύνθεση μιας ακέραιας.
Εάν, τελικά, δεν συνταχθεί σχετική βιβλιογραφία του ελληνικού Τύπου, θα μας κατακλύζουν παρόμοια αναπάντητα ερωτήματα σε σωρεία άλλων φωτογραφικών θεμάτων και η φωτογραφική εικόνα του παρελθόντος θα παραμένει αποσπασματική. Μόνο με συστηματική αποδελτίωση δημοσιευμάτων μπορούν να εντοπιστούν τα ίχνη και σε σύζευξη με τα επεξεργασμένα φωτογραφικά αρχεία, να σχηματιστεί ο περιζήτητος άτλας της ελληνικής φωτογραφίας. Διαφορετικά, δηλαδή χωρίς αναδίφηση, θα πέφτουμε συχνά σε συσκοτισμένα θέματα εκνευριστικά απροσέγγιστα.
Όλοι, όμως, ξέρουμε ότι η Ελλάδα είναι μια δύσκολη χώρα και ότι κάτι τέτοιο φαντάζει περιττή πολυτέλεια. Και όπως έχουν ανέκαθεν τα φωτογραφικά πράγματα και ιδίως σήμερα, με τα άγρια οικονομικά αδιέξοδα, θα έλεγα ότι ως ελπίδα πραγμάτωσης κινείται στο χώρο της εικονικής πραγματικότητας. Κάτι, δηλαδή, ιδεατό και άπιαστο. Έτσι, κάθε παρελθοντικό ίχνος έχει αφεθεί προς εντοπισμό στο φιλότιμο κάποιων «μανιακών».
Σ’ αυτήν, λοιπόν, τη χορεία των «μανιακών» υπάγεται και ο Άλκης Ξανθάκης, με την Ιστορία του, τις δημοσιεύσεις του και με το νεόβγαλτο ψηφιακό Λεξικό του. Ομοειδές του Λεξικού στα ελληνικά, στην όμορη περιοχή των εικαστικών τεχνών αλλά σε έντυπη μορφή, είναι το τετράτομο Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών (εκδ. Μέλισσα). Υπάρχει μια συγγένεια, τουλάχιστον εξ αγχιστείας, στον τομέα της καλλιτεχνικής φωτογραφία, η οποία εκεί, για άγνωστο λόγο, απουσιάζει. Κατ’ απόλυτη αντιστοιχία είναι μη συγκρίσιμα, γιατί πέραν της όποιας διαφοράς του αντικειμένου, εκεί υπήρξε έμμισθη σύμπραξη πολυμελούς ομάδας και εξωτερικών συνεργατών, με ήδη υπαρκτό βιβλιογραφικό υλικό. Εδώ, αντίστοιχα, δούλεψε μόνο ένας, τόσο στη συλλογή στοιχείων όσο και στη σύνταξη των λημμάτων. Στο ερευνητικό πεδίο δεν υπήρξε ιδιαίτερη προετοιμασία. Κινήθηκε σε σχεδόν παρθένα βιβλιογραφικά περιοχή, έχοντας, το πολύ-πολύ, την αδήλωτη βοήθεια κάποιων φίλων. Εκεί, τα ονομαστικά λήμματα έχουν περιφραστικό χαρακτήρα και βιβλιογραφικό καταφύγιο, ενώ εδώ καταχωρούνται, τηρουμένων των αναλογιών, σε πιο ευσύνοπτη μορφή και χωρίς βιβλιογραφία. Μοιάζουν σαν σε αναμονή για περαιτέρω συμπληρώσεις ονομάτων και στοιχείων, διορθώσεις σε τυχόν λανθασμένα στοιχεία κ.λπ.
Ωστόσο, το Λεξικό, το οποίο θεωρώ κάτι σαν κιβωτό των φωτογράφων, συνδέεται στενά με τον πολυσέλιδο τόμο της Ιστορίας της Ελληνικής Φωτογραφίας. Συνυφαίνεται μαζί της και το ένα αναπληρώνει το άλλο. Το μεν Λεξικό παρατάσσει προς αναπλήρωση εξαιρετικά μεγάλο αριθμό από ελλείποντα ονόματα, η δε Ιστορία ανταποδίδει την αναπλήρωση, κυρίως με θέματα περιόδων, χρονικής διαδοχής, ομαδοποιήσεων, τάσεων, αισθητικής, κοινωνικο-ιστορικά κ.λπ. Εν ολίγοις, λειτουργούν ως συμπαγές σύνολο, χωρίς, βεβαίως, να τίθεται σε αμφισβήτηση η αυτοτελής υπόσταση.
Πάντως, όσο και να σταθεί κανείς απαιτητικός, αντιμετωπίζοντας το Λεξικό με αυστηρούς όρους, πρέπει να λάβει υπόψη ότι δεν υπάρχει άλλο γενεαλογικό μητρώο της ελληνικής φωτογραφίας. Δεν υπάρχει, δηλαδή, κάτι άλλο σχετικό προς σύγκριση. Συνεπώς, αυτό έχουμε, με αυτό θα πορευτούμε, είτε ως ερευνητές είτε ως ερασιτέχνες προσκολλημένοι έμμονα στη φωτογραφία.
Με κίνδυνο να εκτραπώ, θα έλεγα ότι σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, η οποία ξέρει μόνο να αυτοθαυμάζεται για το πολιτιστικό της παρελθόν, το Λεξικό δεν της είναι μόνο αρκετό αλλά ότι της περισσεύει. Τις περισσεύει, γιατί ως αποτέλεσμα το έφερε εις πέρας, όχι μια ομάδα υπό θεσμική σκέπη, αλλά ένας στην κλεισούρα του σπιτιού του, με μόνη συνδρομή το υψηλό κόστος παραγωγής, που ανέλαβε το ΕΛΙΑ. Αυτό το «ένας» θέλω να πιστεύω εξ ανάγκης και όχι ως εγωιστική απώθηση του «ομαδικά».
Αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι πιο υποψιασμένοι ξέρουμε ότι για να φτάσει σε πλήρη περάτωση κάτι ανάλογο, προϋποθέτει μακροχρόνια παραδειγματική αφοσίωση. Να κοιμάσαι, δηλαδή, και να ξυπνάς με το υπό αναζήτηση αντικείμενο. Μια τέτοια περίπτωση φιλέρευνου ταμπεραμέντου θεωρώ ότι είναι ο Άλκης Ξανθάκη.
Κωστής Λιόντης
Σημείωση. Το κείμενο, με μικρές παραλλαγές, αποτέλεσε ομιλία κατά την παρουσίαση του ψηφιακού Λεξικού του Άλκη Ξανθάκη (Λεξικό Φωτογράφων 1839-1960. Έλληνες φωτογράφοι και ξένοι φωτογράφοι στην Ελλάδα, εκδ. Ε.Λ.Ι.Α. του Μ.Ι.Ε.Τ.). Η παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαίου σε αίθουσα του Μορφωτικού Ινστιτούτου της Εθνικής Τραπέζης. Πέρα από τον υπογράφοντα, μίλησαν η Φανή Κωνσταντίνου, σύμβουλος στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη και ο Τάκης Τζήμας, καθηγητής φωτογραφίας και εκδότης του περιοδικού ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ. Επίσης, ο ίδιος ο Άλκης Ξανθάκης μίλησε διεξοδικά για την μακρά περίοδο έρευνας και προετοιμασίας του ψηφιακού Λεξικού, κάνοντας, ταυτόχρονα, και δειγματοληπτική παρουσίαση. Στο Λεξικό καταχωρούνται πάνω από 4.000 λήμματα Ελλήνων και ξένων φωτογράφων, που εργάστηκαν στην Ελλάδα, όπως και Ελλήνων που εργάστηκαν στο εξωτερικό. Ορισμένα λήμματα, κάπου 1.500, συνοδεύονται από πορτρέτα των ίδιων των φωτογράφων ή αντιπροσωπευτικά δείγματα φωτογραφιών τους. Προγραμματίζεται και πρόκειται σύντομα να γίνει ανάρτηση του Λεξικού στον διαδικτυακό τόπο του Ε.Λ.Ι.Α., με ελεύθερη πρόσβαση. Για τυχόν σχόλια, πληροφορίες και εμπλουτισμό των λημμάτων εκ μέρους των «επισκεπτών», το οποίο είναι μέσα στις επιδιώξεις του Ε.Λ.Ι.Α., θα προβλέπεται πρόσβαση ή τρόπος επικοινωνίας. Όποιος, λοιπόν, είχε πατέρα, παππού, προπάππο ή οποιασδήποτε άλλης συγγένειας ή και γνωριμίας φωτογράφο πριν το 1960, καλείται να καταβάλλει τον οβολό του, όχι σε χρήμα, αλλά σε έγκυρες πληροφορίες.
Λεζάντα φωτογραφιών: Από επάνω αριστερά: Φίλιππος Μαργαρίτης, ο πρώτος Έλληνας φωτογράφος. Φρέντ Μπουασσοννά, ένας από τους ξένους φωτογράφους, που επισκέπτεται τη χώρα μας στις αρχές του 20ου αι. και απαθανατίζει συστηματικά το ελληνικό τοπίο. Βούλα Παπαϊωάννου, μια από τις κορυφαίες Ελληνίδες φωτογράφους. Κώστας Μπαλάφας, ο πρεσβύτερος εν ζωή φωτογράφος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου