Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Ψηφιακή Κιβωτός των φωτογράφων*

Βα­σι­κή αρ­χή σε κά­θε ε­πι­στή­μη εί­ναι η ορ­θο­λο­γι­κή τα­ξι­νό­μη­ση του α­ντι­κει­μέ­νου που ε­ξε­τά­ζει και α­να­λύει. Ωστό­σο, προ­τάσ­σε­ται ο ε­ντο­πι­σμός του ε­πι­στη­μο­νι­κού α­ντι­κει­μέ­νου και η προ­ε­τοι­μα­σία του ε­ρευ­νη­τι­κού πε­δίου. Αμέ­σως με­τά έρ­χε­ται και παίρ­νει θέ­ση η τα­ξι­νό­μη­ση.
Εάν α­πο­δεχ­θού­με αυ­τήν την αρ­χή, η τεκ­μη­ριω­τι­κή, η α­να­μνη­στι­κή, η συμ­βο­λι­κή, η αι­σθη­τι­κή και κά­θε άλ­λη διά­στα­ση της φω­το­γρα­φίας, εί­ναι στοι­χεία, ό­χι πρω­θύ­στε­ρα, αλ­λά στοι­χεία που έ­πο­νται. Εάν τώ­ρα κά­νου­με προ­βο­λή, ή αν θέ­λε­τε ε­φαρ­μο­γή αυ­τής της γε­νι­κής ε­πι­στη­μο­νι­κής αρ­χής στο ε­ρευ­νη­τι­κό πε­δίο της ελ­λη­νι­κής φω­το­γρα­φίας, τό­τε θα προ­κύ­ψει βα­θιά α­πο­γοή­τευ­ση. Σε ό­σους δεν τρέ­φουν ψευ­δαι­σθή­σεις, το πε­δίο εί­ναι α­πο­καρ­διω­τι­κό.
Ενώ α­πό το 1839 η φω­το­γρα­φία βα­δί­ζει στα­θε­ρά στον ελ­λα­δι­κό χώ­ρο, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα ί­χνη ε­πί των ο­ποίων βά­δι­σε και ά­φη­σε πί­σω της, μέ­νουν α­κό­μη στο σκό­τος. Κα­τά υ­πο­κει­με­νι­κή ε­κτί­μη­ση, ό­σα ί­χνη έ­χουν μεί­νει α­νε­ντό­πι­στα, εί­ναι, α­να­λο­γι­κά, α­πεί­ρως πε­ρισ­σό­τε­ρα ό­σων έ­χουν ε­ντο­πι­στεί.
Σπεύ­δω, ό­μως, να δώ­σω ε­ξη­γή­σεις, για να μη θεω­ρη­θώ μί­ζε­ρα αυ­στη­ρός. Υπάρ­χει, βε­βαίως, η έ­ντυ­πη Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Φω­το­γρα­φίας του Άλκη Ξαν­θά­κη (εκδ. Πά­πυ­ρος, 2008). Υπάρ­χουν, ε­πί­σης, κά­μπο­σες μο­νο­γρα­φίες, ο­ρι­σμέ­νες χω­ρίς αμ­φι­βο­λία υ­πο­δειγ­μα­τι­κές, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, «Η φω­το­γρά­φος Βού­λα Πα­παϊωάν­νου» της Φα­νής Κων­στα­ντί­νου (εκδ. Άγρα/Μου­σείο Μπε­νά­κη, 2006). Σ’ αυ­τά προ­στί­θε­νται και κά­ποιες ε­πι­μέ­ρους διε­ρευ­νή­σεις φω­το­γρα­φι­κών θε­μά­των ή χρο­νι­κών πε­ριό­δων. Κα­νέ­να εξ ό­λων αυ­τών δεν υ­πο­τι­μώ ή ό­τι δεν δια­δρα­μα­τί­ζει κά­ποιο ρό­λο στο φω­το­γρα­φι­κό προ­σκή­νιο. Αντι­θέ­τως - λέω ευ­τυ­χώς που υ­πάρ­χουν κι αυ­τά.
Θέ­τω, ό­μως, το ε­ρώ­τη­μα ως ρη­το­ρι­κή δια­τύ­πω­ση. Εί­ναι ό­λα αυ­τά ι­κα­νά να φω­τί­σουν πλή­ρως το πε­δίο της φω­το­γρα­φίας; Έχου­με, δη­λα­δή, ρί­ξει ά­πλε­το φως, σε ό­λα α­νε­ξαι­ρέ­τως τα ά­ξια με­λέ­της πρό­σω­πα και θέ­μα­τα της φω­το­γρα­φίας, ό­πως για πα­ρά­δειγ­μα οι Γάλ­λοι, και μας μέ­νουν υ­πο­φω­τι­σμέ­να ή α­φώ­τι­στα τα ευ­τε­λή και α­σή­μα­ντα;
Μπο­ρεί ψη­λά ο πή­χυς, αλ­λά δεν α­νέ­φε­ρα τυ­χαία τους Γάλ­λους. Λί­γο πο­λύ, η φω­το­γρα­φι­κή μας α­φε­τη­ρία ταυ­τί­ζε­ται. Η πο­ρεία εί­ναι αυ­τή που σχη­μα­τί­ζει τη με­τα­ξύ μας με­γά­λη δια­φο­ρά. Σε αυ­τήν, ό­μως, τη δια­φο­ρά συμ­ψη­φί­ζε­ται και το ό­τι χρεια­ζό­μα­στε α­κό­μη πο­λύ ε­ρευ­νη­τι­κό μόχ­θο για να υ­πάρ­ξει, ό­πως σε κεί­νους, α­ξιό­πι­στο πα­νό­ρα­μα του φω­το­γρα­φι­κού πα­ρελ­θό­ντος.
Επει­δή θεω­ρη­τι­κο­λο­γώ­ντας κιν­δυ­νεύω να πέ­σω πά­λι σε μί­ζε­ρη αυ­στη­ρό­τη­τα, θα το θέ­σω λί­γο δια­φο­ρε­τι­κά. Θα κα­τα­φύ­γω σε πα­ρά­δειγ­μα, μή­πως και γί­νω πιο πει­στι­κός για τις υ­πάρ­χου­σες ελ­λεί­ψεις και τα χά­σμα­τα.
Στο ε­βδο­μα­διαίο πε­ριο­δι­κό Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νος Παρ­νασ­σός συ­να­ντά­με, το Φθι­νό­πω­ρο του 1910, έ­να δη­μο­σίευ­μα σε τρεις δια­δο­χι­κές συ­νέ­χειες. Το υ­πο­γρά­φει ο ά­γνω­στος σε μέ­να Κ. Κο­ντο­γιάν­νης. Ει­κο­νο­γρα­φεί­ται με δι­κές του φω­το­γρα­φίες και εξ αυ­τού συ­νά­γε­ται ό­τι πρό­κει­ται του­λά­χι­στον για ε­ρα­σι­τέ­χνη του φω­το­γρα­φι­κού φα­κού. Το δη­μο­σίευ­μά του φέ­ρει τίτ­λο: «Η φω­το­γρα­φία εί­νε καλ­λι­τε­χνία;»
Το ε­ρω­τη­μα­τι­κό του τίτ­λου φαί­νε­ται λο­γι­κό, κα­θώς δεν έ­χου­με α­κό­μη ε­γκλι­μα­τι­στεί για κα­λά στον πο­λι­τι­σμό της φω­το­γρα­φι­κής ει­κό­νας. Εδώ πρέ­πει να λά­βου­με υ­πό­ψη ό­τι η έ­ντυ­πη δη­μο­σίευ­ση φω­το­γρα­φιών εί­ναι α­κό­μη νω­πή υ­πό­θε­ση. Πέ­ραν αυ­τού, το ε­ρω­τη­μα­τι­κό α­πο­κτά α­κό­μη πιο λο­γι­κή υ­πό­στα­ση, για­τί και ο­που­δή­πο­τε αλ­λού η φω­το­γρα­φία βρί­σκε­ται στην προ­κα­ταρ­τι­κή φά­ση α­νε­ξαρ­τη­το­ποίη­σης ως καλ­λι­τε­χνι­κή έκ­φρα­ση. Γε­μά­τη συ­μπλέγ­μα­τα πα­σχί­ζει να α­πο­τι­νά­ξει το εκ γε­νε­τής μειο­νέ­κτη­μα του α­πλού α­ντι­γρα­φέα της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, διεκ­δι­κώ­ντας ι­σό­τι­μη κα­τά­τα­ξη στον κύ­κλο των ει­κα­στι­κών τε­χνών.
Κά­νου­με έ­να χρο­νι­κό άλ­μα τριών δε­κα­ε­τιών. Προσ­γειω­νό­μα­στε στη δεύ­τε­ρη δε­κα­ε­τία του Με­σο­πο­λέ­μου, με τις πρω­το­φα­νείς καλ­λι­τε­χνι­κές και λο­γο­τε­χνι­κές ζυ­μώ­σεις. Εκεί, αρ­χές ά­νοι­ξης του 1940, στο πε­ριο­δι­κό Νε­ο­ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα συ­να­ντά­με μια άλ­λη δη­μο­σίευ­ση. Υπο­γρά­φε­ται α­πό τον Δη­μή­τριο Που­λια­νό, έ­ναν ξε­χα­σμέ­νο σή­με­ρα ζω­γρά­φο και θεω­ρη­τι­κό της τέ­χνης, με σπου­δές στο Πα­ρί­σι. Το κεί­με­νο φέ­ρει τίτ­λο, πά­λι με ε­ρω­τη­μα­τι­κό: «Η φω­το­γρα­φι­κή εί­ναι τέ­χνη;».
Ο Που­λια­νός κα­τα­θέ­τει προ­βλη­μα­τι­σμούς, έ­χο­ντας ως α­φορ­μή την έκ­θε­ση του πα­ρε­πι­δη­μού­ντα τό­τε στην Ελλά­δα Γερ­μα­νού φω­το­γρά­φου Χέρ­μπερτ Λί­στ. Με ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία υ­ψη­λής στάθ­μης, ο Που­λια­νός δια­τυ­πώ­νει την ά­πο­ψη, ό­τι η φω­το­γρα­φία εί­ναι δέ­σμια της μη­χα­νι­κής της προέ­λευ­σης και ό­τι λό­γω αυ­τού δεν μπο­ρεί να εμ­φα­νί­ζε­ται υ­πό ί­σους ό­ρους δί­πλα στις άλ­λες τέ­χνες. Αυ­τό έ­δω­σε έ­ναυ­σμα και στο α­μέ­σως ε­πό­με­νο τεύ­χος, ο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κός κρι­τι­κός του πε­ριο­δι­κού Αλ. Χατ­ζη­γεωρ­γίου, με ε­ξί­σου υ­ψη­λή ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία αλ­λά και με έ­ναν υ­πό­γειο τό­νο δη­κτι­κό­τη­τας, α­πο­κα­θι­στά την καλ­λι­τε­χνι­κή υ­πό­στα­ση της φω­το­γρα­φίας, λέ­γο­ντας ό­τι η μη­χα­νι­κή της πλευ­ρά εί­ναι γνώ­ρι­σμα του εκ­φρα­στι­κού της μέ­σου. Στον α­ντί­λο­γο, προ­τάσ­σει αυ­τό που σχε­δόν κα­τ’ α­ντι­γρα­φή ή σε βελ­τιω­μέ­νη πα­ραλ­λα­γή προ­συ­πο­γρά­φου­με μέ­χρι σή­με­ρα σε ό,τι α­φο­ρά την καλ­λι­τε­χνι­κή φω­το­γρα­φία.
Θα πί­στευε κα­νείς ό­τι το ε­ρώ­τη­μα α­πα­ντή­θη­κε ο­ρι­στι­κά υ­πέρ της φω­το­γρα­φίας, α­φή­νο­ντας πί­σω πα­ρό­μοιες συ­ζη­τή­σεις και προ­βλη­μα­τι­σμούς. Όποιος, ό­μως, το πι­στέ­ψει δια­κιν­δυ­νεύει την προ­φη­τι­κή του ο­ξυ­δέρ­κεια.
Αφού με­σο­λα­βή­σει η Κα­το­χή και μπού­με στο κα­μί­νι του Εμφυ­λίου, δύο μή­νες πριν τη λή­ξη του, ο γνω­στός τε­χνο­κρι­τι­κός της ΚΑ­ΘΗ­ΜΕ­ΡΙ­ΝΗΣ Άγγε­λος Προ­κο­πίου δη­μο­σιεύει άρ­θρο με α­ντί­στοι­χο τίτ­λο, θέ­το­ντας, ό­μως, και ε­κεί­νος ε­ρω­τη­μα­τι­κό: «Εί­ναι τέ­χνη η φω­το­γρα­φία;», ρω­τά. Πα­ρεν­θε­τι­κά, αλ­λά ό­χι ά­σχε­τα, υ­πεν­θυ­μί­ζω ό­τι δεν πρό­κει­ται για τυ­χαίο πρό­σω­πο. Εκτός α­πό τη γε­νι­κό­τε­ρη ει­κα­στι­κή του καλ­λιέρ­γεια, ή­ταν ε­πί­σης κα­λός γνώ­στης και σε θέ­μα­τα φω­το­γρα­φίας. Υπεν­θυ­μί­ζω, ε­πί­σης, ό­τι βρί­σκε­ται α­νά­με­σα στα ι­δρυ­τι­κά μέ­λη της κα­τό­πιν Ελλη­νι­κής Φω­το­γρα­φι­κής Εται­ρίας - πιο γνω­στής με τα αρ­κτι­κά Ε­ΦΕ - και ό­τι ε­κεί έ­δι­νε δια­λέ­ξεις, α­να­πτύσ­σο­ντας υ­πό μορ­φή σε­μι­να­ρίων θέ­μα­τα αι­σθη­τι­κής.
Τι μπο­ρεί, λοι­πόν, να με­σο­λά­βη­σε εν­διά­με­σα, στο πε­δίο της φω­το­γρα­φίας και θέ­τει εκ νέ­ου το ί­διο α­κρι­βώς ε­ρώ­τη­μα; Έχου­με κα­θη­λω­θεί και α­να­κυ­κλώ­νου­με τους προ­βλη­μα­τι­σμούς του 1910; Αμφι­σβη­τεί τη φω­το­γρα­φία ως τέ­χνη, ό­πως ο Που­λια­νός στο Με­σο­πό­λε­μο; Το θέ­τει ρη­το­ρι­κά και με ά­λυ­σο ε­πι­χει­ρη­μά­των το α­ναι­ρεί, κα­τα­λή­γο­ντας σε κα­τα­φα­τι­κή α­πά­ντη­ση; Κά­τι, πά­ντως, πρέ­πει να συμ­βαί­νει. Και το κυ­ριό­τε­ρο· αυ­τής της μορ­φής προ­βλη­μα­τι­σμοί ξα­να­εμ­φα­νί­ζο­νται στον Τύ­πο ή ξε­φου­σκώ­νουν και μέ­νου­με ως σή­με­ρα στην κα­τά­φα­ση;
Φε­ρέγ­γυα α­πά­ντη­ση στην α­να­δρο­μή αυ­τού του θέ­μα­τος - το ο­ποίο α­νέ­φε­ρα πρό­χει­ρα και εν­δει­κτι­κά - δεν υ­πάρ­χει. Με άλ­λα λό­για, η κα­τά χρο­νι­κή δια­δο­χή πρόσ­λη­ψη του θέ­μα­τος α­που­σιά­ζει ή εί­ναι ελ­λι­πής. Αυ­τό με­τα­φρά­ζε­ται σε α­τε­λή και, εν­δε­χο­μέ­νως, σε πα­ρα­πλα­νη­τι­κή ει­κό­να, ε­νώ ζη­τού­με­νο εί­ναι η σύν­θε­ση μιας α­κέ­ραιας.
Εάν, τε­λι­κά, δεν συ­νταχ­θεί σχε­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία του ελ­λη­νι­κού Τύ­που, θα μας κα­τα­κλύ­ζουν πα­ρό­μοια α­να­πά­ντη­τα ε­ρω­τή­μα­τα σε σω­ρεία άλ­λων φω­το­γρα­φι­κών θε­μά­των και η φω­το­γρα­φι­κή ει­κό­να του πα­ρελ­θό­ντος θα πα­ρα­μέ­νει α­πο­σπα­σμα­τι­κή. Μό­νο με συ­στη­μα­τι­κή α­πο­δελ­τίω­ση δη­μο­σιευ­μά­των μπο­ρούν να ε­ντο­πι­στούν τα ί­χνη και σε σύ­ζευ­ξη με τα ε­πε­ξερ­γα­σμέ­να φω­το­γρα­φι­κά αρ­χεία, να σχη­μα­τι­στεί ο πε­ρι­ζή­τη­τος άτ­λας της ελ­λη­νι­κής φω­το­γρα­φίας. Δια­φο­ρε­τι­κά, δη­λα­δή χω­ρίς α­να­δί­φη­ση, θα πέ­φτου­με συ­χνά σε συ­σκο­τι­σμέ­να θέ­μα­τα ε­κνευ­ρι­στι­κά α­προ­σέγ­γι­στα.
Όλοι, ό­μως, ξέ­ρου­με ό­τι η Ελλά­δα εί­ναι μια δύ­σκο­λη χώ­ρα και ό­τι κά­τι τέ­τοιο φα­ντά­ζει πε­ριτ­τή πο­λυ­τέ­λεια. Και ό­πως έ­χουν α­νέ­κα­θεν τα φω­το­γρα­φι­κά πράγ­μα­τα και ι­δίως σή­με­ρα, με τα ά­γρια οι­κο­νο­μι­κά α­διέ­ξο­δα, θα έ­λε­γα ό­τι ως ελ­πί­δα πραγ­μά­τω­σης κι­νεί­ται στο χώ­ρο της ει­κο­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Κά­τι, δη­λα­δή, ι­δε­α­τό και ά­πια­στο. Έτσι, κά­θε πα­ρελ­θο­ντι­κό ί­χνος έ­χει α­φε­θεί προς ε­ντο­πι­σμό στο φι­λό­τι­μο κά­ποιων «μα­νια­κών».
Σ’ αυ­τήν, λοι­πόν, τη χο­ρεία των «μα­νια­κών» υ­πά­γε­ται και ο Άλκης Ξαν­θά­κης, με την Ιστο­ρία του, τις δη­μο­σιεύ­σεις του και με το νεό­βγαλ­το ψη­φια­κό Λε­ξι­κό του. Ομο­ει­δές του Λε­ξι­κού στα ελ­λη­νι­κά, στην ό­μο­ρη πε­ριο­χή των ει­κα­στι­κών τε­χνών αλ­λά σε έ­ντυ­πη μορ­φή, εί­ναι το τε­τρά­το­μο Λε­ξι­κό Ελλή­νων Καλ­λι­τε­χνών (εκδ. Μέ­λισ­σα). Υπάρ­χει μια συγ­γέ­νεια, του­λά­χι­στον εξ αγ­χι­στείας, στον το­μέα της καλ­λι­τε­χνι­κής φω­το­γρα­φία, η ο­ποία ε­κεί, για ά­γνω­στο λό­γο, α­που­σιά­ζει. Κα­τ’ α­πό­λυ­τη α­ντι­στοι­χία εί­ναι μη συ­γκρί­σι­μα, για­τί πέ­ραν της ό­ποιας δια­φο­ράς του α­ντι­κει­μέ­νου, ε­κεί υ­πήρ­ξε έμ­μι­σθη σύ­μπρα­ξη πο­λυ­με­λούς ο­μά­δας και ε­ξω­τε­ρι­κών συ­νερ­γα­τών, με ή­δη υ­παρ­κτό βι­βλιο­γρα­φι­κό υ­λι­κό. Εδώ, α­ντί­στοι­χα, δού­λε­ψε μό­νο έ­νας, τό­σο στη συλ­λο­γή στοι­χείων ό­σο και στη σύ­ντα­ξη των λημ­μά­των. Στο ε­ρευ­νη­τι­κό πε­δίο δεν υ­πήρ­ξε ι­διαί­τε­ρη προ­ε­τοι­μα­σία. Κι­νή­θη­κε σε σχε­δόν παρ­θέ­να βι­βλιο­γρα­φι­κά πε­ριο­χή, έ­χο­ντας, το πο­λύ-πο­λύ, την α­δή­λω­τη βοή­θεια κά­ποιων φί­λων. Εκεί, τα ο­νο­μα­στι­κά λήμ­μα­τα έ­χουν πε­ρι­φρα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα και βι­βλιο­γρα­φι­κό κα­τα­φύ­γιο, ε­νώ ε­δώ κα­τα­χω­ρού­νται, τη­ρου­μέ­νων των α­να­λο­γιών, σε πιο ευ­σύ­νο­πτη μορ­φή και χω­ρίς βι­βλιο­γρα­φία. Μοιά­ζουν σαν σε α­να­μο­νή για πε­ραι­τέ­ρω συ­μπλη­ρώ­σεις ο­νο­μά­των και στοι­χείων, διορ­θώ­σεις σε τυ­χόν λαν­θα­σμέ­να στοι­χεία κ.λπ.
Ωστό­σο, το Λε­ξι­κό, το ο­ποίο θεω­ρώ κά­τι σαν κι­βω­τό των φω­το­γρά­φων, συν­δέε­ται στε­νά με τον πο­λυ­σέ­λι­δο τό­μο της Ιστο­ρίας της Ελλη­νι­κής Φω­το­γρα­φίας. Συ­νυ­φαί­νε­ται μα­ζί της και το έ­να α­να­πλη­ρώ­νει το άλ­λο. Το μεν Λε­ξι­κό πα­ρα­τάσ­σει προς α­να­πλή­ρω­ση ε­ξαι­ρε­τι­κά με­γά­λο α­ριθ­μό α­πό ελ­λεί­πο­ντα ο­νό­μα­τα, η δε Ιστο­ρία α­ντα­πο­δί­δει την α­να­πλή­ρω­ση, κυ­ρίως με θέ­μα­τα πε­ριό­δων, χρο­νι­κής δια­δο­χής, ο­μα­δο­ποιή­σεων, τά­σεων, αι­σθη­τι­κής, κοι­νω­νι­κο-ι­στο­ρι­κά κ.λπ. Εν ο­λί­γοις, λει­τουρ­γούν ως συ­μπα­γές σύ­νο­λο, χω­ρίς, βε­βαίως, να τί­θε­ται σε αμ­φι­σβή­τη­ση η αυ­το­τε­λής υ­πό­στα­ση.
Πά­ντως, ό­σο και να στα­θεί κα­νείς α­παι­τη­τι­κός, α­ντι­με­τω­πί­ζο­ντας το Λε­ξι­κό με αυ­στη­ρούς ό­ρους, πρέ­πει να λά­βει υ­πό­ψη ό­τι δεν υ­πάρ­χει άλ­λο γε­νε­α­λο­γι­κό μη­τρώο της ελ­λη­νι­κής φω­το­γρα­φίας. Δεν υ­πάρ­χει, δη­λα­δή, κά­τι άλ­λο σχε­τι­κό προς σύ­γκρι­ση. Συ­νε­πώς, αυ­τό έ­χου­με, με αυ­τό θα πο­ρευ­τού­με, εί­τε ως ε­ρευ­νη­τές εί­τε ως ε­ρα­σι­τέ­χνες προ­σκολ­λη­μέ­νοι έμ­μο­να στη φω­το­γρα­φία.
Με κίν­δυ­νο να εκ­τρα­πώ, θα έ­λε­γα ό­τι σε μια χώ­ρα, ό­πως η Ελλά­δα, η ο­ποία ξέ­ρει μό­νο να αυ­το­θαυ­μά­ζε­ται για το πο­λι­τι­στι­κό της πα­ρελ­θόν, το Λε­ξι­κό δεν της εί­ναι μό­νο αρ­κε­τό αλ­λά ό­τι της πε­ρισ­σεύει. Τις πε­ρισ­σεύει, για­τί ως α­πο­τέ­λε­σμα το έ­φε­ρε εις πέ­ρας, ό­χι μια ο­μά­δα υ­πό θε­σμι­κή σκέ­πη, αλ­λά έ­νας στην κλει­σού­ρα του σπι­τιού του, με μό­νη συν­δρο­μή το υ­ψη­λό κό­στος πα­ρα­γω­γής, που α­νέ­λα­βε το Ε­ΛΙΑ. Αυ­τό το «έ­νας» θέ­λω να πι­στεύω εξ α­νά­γκης και ό­χι ως ε­γωι­στι­κή α­πώ­θη­ση του «ο­μα­δι­κά».
Αν ό­χι ό­λοι, του­λά­χι­στον οι πιο υ­πο­ψια­σμέ­νοι ξέ­ρου­με ό­τι για να φτά­σει σε πλή­ρη πε­ρά­τω­ση κά­τι α­νά­λο­γο, προϋπο­θέ­τει μα­κρο­χρό­νια πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή α­φο­σίω­ση. Να κοι­μά­σαι, δη­λα­δή, και να ξυ­πνάς με το υ­πό α­να­ζή­τη­ση α­ντι­κεί­με­νο. Μια τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση φι­λέ­ρευ­νου τα­μπε­ρα­μέ­ντου θεω­ρώ ό­τι εί­ναι ο Άλκης Ξαν­θά­κη.
Κω­στής Λιό­ντης

Ση­μείω­ση. Το κεί­με­νο, με μι­κρές πα­ραλ­λα­γές, α­πο­τέ­λε­σε ο­μι­λία κα­τά την πα­ρου­σία­ση του ψη­φια­κού Λε­ξι­κού του Άλκη Ξαν­θά­κη (Λε­ξι­κό Φω­το­γρά­φων 1839-1960. Έλλη­νες φω­το­γρά­φοι και ξέ­νοι φω­το­γρά­φοι στην Ελλά­δα, εκδ. Ε.Λ.Ι.Α. του Μ.Ι.Ε.Τ.). Η πα­ρου­σία­ση πραγ­μα­το­ποιή­θη­κε στις 7 Μαίου σε αί­θου­σα του Μορ­φω­τι­κού Ινστι­τού­του της Εθνι­κής Τρα­πέ­ζης. Πέ­ρα α­πό τον υ­πο­γρά­φο­ντα, μί­λη­σαν η Φα­νή Κων­στα­ντί­νου, σύμ­βου­λος στο Φω­το­γρα­φι­κό Αρχείο του Μου­σείου Μπε­νά­κη και ο Τά­κης Τζή­μας, κα­θη­γη­τής φω­το­γρα­φίας και εκ­δό­της του πε­ριο­δι­κού ΦΩ­ΤΟ­ΓΡΑ­ΦΟΣ. Επί­σης, ο ί­διος ο Άλκης Ξαν­θά­κης μί­λη­σε διε­ξο­δι­κά για την μα­κρά πε­ρίο­δο έ­ρευ­νας και προ­ε­τοι­μα­σίας του ψη­φια­κού Λε­ξι­κού, κά­νο­ντας, ταυ­τό­χρο­να, και δειγ­μα­το­λη­πτι­κή πα­ρου­σία­ση. Στο Λε­ξι­κό κα­τα­χω­ρού­νται πά­νω α­πό 4.000 λήμ­μα­τα Ελλή­νων και ξέ­νων φω­το­γρά­φων, που ερ­γά­στη­καν στην Ελλά­δα, ό­πως και Ελλή­νων που ερ­γά­στη­καν στο ε­ξω­τε­ρι­κό. Ορι­σμέ­να λήμ­μα­τα, κά­που 1.500, συ­νο­δεύο­νται α­πό πορ­τρέ­τα των ί­διων των φω­το­γρά­φων ή α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κά δείγ­μα­τα φω­το­γρα­φιών τους. Προ­γραμ­μα­τί­ζε­ται και πρό­κει­ται σύ­ντο­μα να γί­νει α­νάρ­τη­ση του Λε­ξι­κού στον δια­δι­κτυα­κό τό­πο του Ε.Λ.Ι.Α., με ε­λεύ­θε­ρη πρό­σβα­ση. Για τυ­χόν σχό­λια, πλη­ρο­φο­ρίες και ε­μπλου­τι­σμό των λημ­μά­των εκ μέ­ρους των «ε­πι­σκε­πτών», το ο­ποίο εί­ναι μέ­σα στις ε­πι­διώ­ξεις του Ε.Λ.Ι.Α., θα προ­βλέ­πε­ται πρό­σβα­ση ή τρό­πος ε­πι­κοι­νω­νίας. Όποιος, λοι­πόν, εί­χε πα­τέ­ρα, παπ­πού, προ­πάπ­πο ή ο­ποιασ­δή­πο­τε άλ­λης συγ­γέ­νειας ή και γνω­ρι­μίας φω­το­γρά­φο πριν το 1960, κα­λεί­ται να κα­τα­βάλ­λει τον ο­βο­λό του, ό­χι σε χρή­μα, αλ­λά σε έ­γκυ­ρες πλη­ρο­φο­ρίες.

Λεζάντα φωτογραφιών: Από επάνω αριστερά: Φίλιππος Μαργαρίτης, ο πρώτος Έλληνας φωτογράφος. Φρέντ Μπουασσοννά, ένας από τους ξένους φωτογράφους, που επισκέπτεται τη χώρα μας στις αρχές του 20ου αι. και απαθανατίζει συστηματικά το ελληνικό τοπίο. Βούλα Παπαϊωάννου, μια από τις κορυφαίες Ελληνίδες φωτογράφους. Κώστας Μπαλάφας, ο πρεσβύτερος εν ζωή φωτογράφος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: