«Με τα χέρια σταυρωμένα...»
Εκδόσεις Πατάκη
Απρίλιος 2010
Τα βιβλία της σειράς ή μάλλον των σειρών, «Η κουζίνα του συγγραφέα», «Η κουζίνα του ιστορικού», «Η κουζίνα του αρχιτέκτονα», «Η κουζίνα του σκηνοθέτη» και οσονούπω, «Η κουζίνα του δημιουργού», που διευθύνει ο Μισέλ Φάϊς, διευρύνοντας συνεχώς το καλυπτόμενο φάσμα επαγγελμάτων, παρουσιάζουν πολλαπλό ενδιαφέρον. Οι συγγραφείς τους εξομολογούνται, για τη ζωή τους, την τέχνη και την τεχνική τους, πολύ περισσότερα από όσα αποκαλύπτουν συνήθως στις κατά καιρούς συνεντεύξεις τους. Βεβαίως, η έκταση βιβλίου, που δίνεται στις αφηγήσεις τους, όσο και το γεγονός ότι ένα βιβλίο υπόσχεται διάρκεια ζωής πολύ μεγαλύτερη από εκείνη της εφημεριδογραφίας, τους ωθεί σε διεξοδικότερες ανιστορήσεις αλλά και τους επιβάλλει μεγαλύτερη πειθαρχία στον τρόπο παράθεσης βιωμάτων, εμπειριών και απόψεων. Εκτός από την κυρίως αφήγηση, λιγότερο ή περισσότερο συναρπαστική, ανάλογα και με το ταλέντο ενός εκάστου, παρέχουν τις ικανές και αναγκαίες πληροφορίες για τη συγγραφή ενός μελλοντικού λήμματος σε κάποια γραμματολογία νεότερων συγγραφέων, που θα προκύψει, όταν αυτοί με τη σειρά τους δεν θα χαρακτηρίζονται πλέον νεότεροι.
Συμπτωματικά, οι τρεις από τους έξι συγγραφείς, που, μέχρι σήμερα, έχουν ανοίξει την κουζίνα τους στο “αδιάκριτο” βλέμμα του αναγνώστη, ανήκουν στους γενεαλογικά αταξινόμητους, λόγω αργοπορημένης εκκίνησης αλλά και χάρις στα είδη αφήγησης με τα οποία καταπιάνονται. Πρόκειται για τους δυο πρεσβύτερους της ομάδας, την Αθηνά Κακούρη και τον Πέτρο Μάρκαρη, και για τον νεότερο Γιάννη Ξανθούλη, ο οποίος και εγκαινίασε τη σειρά, Νοέμβριο 2004, με «Το μενού των φαντασμάτων». Όσο για τους τρεις άλλους, και οι τρεις γυναίκες, έχουν μεν τακτοποιηθεί, οι δυο - δηλαδή η Μαρώ Δούκα και η Μαρία Μήτσορα - στη γενιά του ’70, και η νεώτερή τους Σώτη Τριανταφύλλου στην επόμενη γενεαλογική ομάδα. Ωστόσο, οι αυτοβιογραφήσεις τους έδειξαν νέες πλευρές του βίου και του έργου τους. Ακόμη πιο αποκαλυπτικό στάθηκε το άνοιγμα της “κουζίνας” των εκτός λογοτεχνίας, όπως της ιστορικού Μαριάννας Κορομηλά, του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Τομπάζη και πρόσφατα, του σκηνοθέτη Νίκου Παναγιωτόπουλου. Δεδομένου ότι γνωρίζαμε πολύ λιγότερα για το βίο τους και κυρίως, για το έργο τους.
Πάντως, οι “κουζίνες” των συγγραφέων παρουσιάζουν ποικιλία, καθώς ο καθένας τους δίνει την έμφαση σε διαφορετική κατεύθυνση. Ορισμένοι ξεχωρίζουν και επικεντρώνονται σε μια σημαντική περίοδο της ζωής τους, συνήθως, στα παιδικά χρόνια και την εφηβεία, ενώ μερικούς τους απασχολεί περισσότερο η “κουζινική” της ίδιας της συγγραφής. Το βιβλίο της Αθηνάς Κακούρη, που αποτελεί “την κουζίνα του συγγραφέα” για το 2010, μάλλον δεν εντάσσεται σε καμία από αυτές τις δυο ομάδες. Παρόλο που η Κακούρη είναι γέννημα θρέμμα Πατρινή, δεν ανασταίνει την Πάτρα του Μεσοπολέμου, όπως πιθανώς να ήλπιζαν όσοι απήλαυσαν το μυθιστόρημά της «Πριμαρόλια», στο οποίο πρωταγωνιστεί η Πάτρα στις αρχές του 20ου αιώνα. Το ίδιο φειδωλή στέκεται και ως προς τη φανέρωση πτυχών της “κουζινικής” της. Από μια συγγραφέα, που έχει απλώσει τόσο γλαφυρές περιγραφές, ο λόγος της αυτοβιογράφησής της φαίνεται σχεδόν λακωνικός. Στις σχετικά λιγοστές αναφορές της στα χρόνια της Πάτρας, δεν παρεισδύει η συνήθης νοσταλγία. Στην περίπτωσή της, η αναπόληση του παρελθόντος δεν κουβαλά θλίψη, ούτε νοσηρή προσκόλληση σε παρωχημένες καταστάσεις. Σε εκείνο, που επιμένει, είναι η αντιπαράθεση του τότε με το τώρα. Και πάλι, όμως, δεν καταλήγει σε συμπεράσματα υπέρ της μιας ή της άλλης τάξεως πραγμάτων. Προτιμά να υποβάλλει τις απόψεις της υπό μορφή ερωτημάτων.
Ο πρώτος χώρος που ανακαλεί είναι το Αρσάκειο Πατρών, ένα από τα παλαιότερα εκπαιδευτήρια της χώρας, ιδρυμένο το 1891, κοντά τριάντα χρόνια μετά το Αρσάκειο Αθηνών. Σύμφωνα με την ιστορία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, ήταν ο Δήμος Πατρών, που ανέλαβε την ανέγερση του κτιρίου. Η Κακούρη, ωστόσο, αναφέρει ότι είχε χτιστεί νωρίτερα και αρχικά λειτούργησε ως ξενοδοχείο. Θυμάται την κύπρια διευθύντρια, με σπουδές στο Παρίσι, που ανέλαβε καθήκοντα κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Είχε, μάλιστα, φέρει από το νησί το ποδήλατό της, που έμεινε στο κασόνι του. Τότε, στην Πάτρα, “γυναίκα πάνω σε ποδήλατο ήταν πράγμα αδιανόητο”. Ακόμη και δεκαπέντε χρόνια αργότερα και αφού είχε μεσολαβήσει η κοινωνική αναστάτωση που έφερε η Κατοχή, κυκλοφορώντας η ίδια καθημερινά με ποδήλατο, “αποτελούσε θέαμα”.
Να διορθώσουμε εδώ ένα lapsus calami της συγγραφέως. Η εν λόγω διευθύντρια δεν ονομαζόταν Αρσινόη Παπαδοπούλου. Η Κακούρη, το πιθανότερο, παρασύρεται από την αθηναία πεζογράφο Αρσινόη Παπαδοπούλου, που μπορεί και να διάβαζε στα νεανικά της χρόνια. Και εκείνη υπήρξε Αρσακειάδα, αλλά το 1931 ήταν 78 ετών. Ορισμένες πηγές, μάλιστα, την αναφέρουν πεθαμένη από το 1930. Το σωστό είναι ότι πέθανε το 1943, μόνη και λησμονημένη, στο Γηροκομείο Αθηνών. Όπως και να έχει, η δασκάλα της Κακούρη ήταν η Περσεφόνη Παπαδοπούλου, γεννημένη σε χωριό της Πάφου, το 1888. Απόφοιτος του Αρσακείου Αθηνών, πρώτα δίδαξε σε σχολεία της Κύπρου, μετά συμπλήρωσε τις σπουδές της στο Παρίσι και επέστρεψε στο νησί και στο Διδασκαλείο Θηλέων της Φανερωμένης. Στην Πάτρα πήγε το 1935 και έμεινε ως διευθύντρια της Αρσακείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας μέχρι το θάνατό της, το 1948. Δεν πιστεύουμε ότι ο εκεί διορισμός της, που έγινε κατόπιν πρόσκλησης από την Ελληνική Κυβέρνηση, σχετίζεται με το Κίνημα του 1931 στην Κύπρο και την καταστολή του από τους Άγγλους, όπως αναφέρει η Κακούρη.
Από τα οικογενειακά της πρόσωπα, η συγγραφέας ζωντανεύει τις δυο γιαγιάδες της και τον έναν παππού, που πρόλαβε να γνωρίσει, τον Κεφαλλονίτη, από την πλευρά του πατέρα της. Ο τίτλος του βιβλίου της είναι εμπνευσμένος από τα λόγια της μητέρας της, που την προέτρεπε να μην μένει “με τα χέρια σταυρωμένα”, αλλά να “κάνει κάτι”. Με αυτό εννοούσε κάποια χρήσιμη ασχολία, από αυτές που γίνονται με τα χέρια, καθόσον η ίδια ήταν, αυτό που λέμε μέχρι και σήμερα, χρυσοχέρα. Πάντως, σε αυτές τις ενασχολήσεις δεν νοείτο το διάβασμα. Αναφερόμενη στα συγκεκριμένα πρόσωπα, στοχεύει να δείξει τον τρόπο, που μεγάλωνε ένα κορίτσι στα αστικά σπίτια της εποχής της. Κυρίαρχο πρόσωπο σε αυτά τα χρόνια της μαθητείας στάθηκε ο πατέρας της Χαρίλαος Κακούρης, τον οποίο παρουσιάζει σαν έναν εύπορο πολίτη, εργατικό και δίκαιο. Αυτοδημιούργητος, ξεκίνησε από χωριό της Κεφαλλονιάς. Στην Πάτρα εγκαταστάθηκε το 1909 και έστησε πρακτορείο πλοίων και πετρελαιοειδών. Με αφορμή τον τρόπο που εκείνος διηύθυνε την επιχείρησή του, σχολιάζει πως ήταν τότε οι σχέσεις εργοδότη και εργαζομένων.
Ορισμένα από τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, όπου η συγγραφέας αναπτύσσει το πως νοείτο τότε η φιλανθρωπία, προτιμώντας τη λέξη φιλαλληλία, που δεν έχει καμία κατηγορηματική χροιά, και το σημαντικό ρόλο, που διαδραμάτιζαν ορισμένοι σύλλογοι και σύνδεσμοι κατά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, αποκτούν, στη σημερινή συγκυρία, επίκαιρο χαρακτήρα. Αφού περιγράφει την ετήσια Λαχειοφόρο Αγορά και ως επιστέγασμά της, τον Μεγάλο Χορό, που διοργάνωναν, καταλήγει με το επιμύθιο: «Η φιλαλληλία της εποχής των γονιών μου δεν ήταν βλοσυρή.». Παρεμπιπτόντως, αναφέρει τις αναμνηστικές φωτογραφίες, που τραβούσε ο καλύτερος τότε φωτογράφος της πόλης, ο Ατζαρίτης. Προς συμπλήρωση και επειδή η αναφορά μόνο του επωνύμου, χωρίς το μικρό όνομα, συνηθίζεται μεν στις αφηγήσεις, αλλά αδικεί τον καλλιτέχνη, θυμίζουμε ότι πρόκειται για τον Νικόλαο Ατζαρίτη ή Ατσαρίτη, γιο του ιταλού φωτογράφου Ιωσήφ - Αθανάσιου Ατζαρίτη, που ήταν ένας από τους πρώτους φωτογράφους της πόλης, μαζί με τον κουνιάδο του Νικόλαο Μπίρκο. Όταν πέθανε ο Ατζαρίτης, το 1926, το φωτογραφείο του το ανέλαβαν οι δυο γιοι του, ο Ονούφριος και ο Νικόλαος, όπου ο δεύτερος, φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών - κατόπιν διακρίθηκε ως ζωγράφος και γλύπτης - είχε την καλλιτεχνική διεύθυνση.
Δυο κεφάλαια του βιβλίου αφιερώνονται στην προσωπικότητα του Ιωάννη Μεταξά και την περίοδο της Κατοχής, όπου, δίπλα στις προσωπικές της εμπειρίες, σκιαγραφεί ιστορικά πρόσωπα, που διηύθυναν τις τύχες της Ελλάδος, ξεκινώντας από τον Καποδίστρια και φθάνοντας στον Μεταξά, με ουδόλως εύφημο μνεία για τον ενδιάμεσο, Ελευθέριο Βενιζέλο. Ταυτόχρονα, εντοπίζει και εξηγεί τις πηγές της μυθιστοριογραφίας της, επιμένοντας στα ιδεολογικά της ερεθίσματα. Ιδίως, αναφέρεται στο προ πενταετίας ιστορικό μυθιστόρημά της «Θέκλη», που διαδραματίζεται τον καιρό των Βαλκανικών Πολέμων. Παραθέτει αυτούσια και δυο αφηγήματά της, δημοσιευμένα στο μακρόβιο περιοδικό «Ευθύνη», που τελεύτησε προσφάτως και σύντομα θα ανήκει κι αυτό στα δυσεύρετα παλαιά περιοδικά.
Κομβικό κεφάλαιο είναι το αφιερωμένο στις βιβλιοθήκες. Εντρυφώντας σε αυτές δεν αγάπησε μόνο την ανάγνωση αλλά έβαλε και τις βάσεις της “κουζινικής” της. Παρατηρεί ότι στο Μεσοπόλεμο, ακόμη και σε ένα αστικό σπίτι, τα βιβλία ήταν λιγοστά και μετρημένα ήταν τα σπίτια που είχαν βιβλιοθήκη. Θυμάται την ημιυπόγεια Αμερικανική Βιβλιοθήκη της Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ, που άνοιξε το 1948, αλλά και την αχανή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, που γνώρισε χρόνια αργότερα. Με συγκίνηση ανακαλεί τα πρώτα συγγραφικά της εγχειρήματα, που τις είχαν αναθέσει ο Χρήστος Λαμπράκης και ο Άλκης Αγγέλου. Μια στιχομυθία με τον δεύτερο της έδωσε το σκούντημα για να βουτήξει στα βαθιά της έρευνας και να αποτελεί σήμερα μια από τις λίγες συγγραφείς μας, που στηρίζουν τις ιστορικές μυθοπλασίες τους σε διεξοδική αρχειακή έρευνα και όχι στα έτοιμα των ιστορικών.
Ο Αγγέλου την ρώτησε: «Κυρία Κακούρη, ξέρετε να φτειάξετε μια πλοκή; Ξέρετε να δημιουργήσετε χαρακτήρες; Να κινήσετε πρόσωπα; Σκεφτήκατε ποτέ να γράψετε ένα μυθιστόρημα;» Εκείνη, έχοντας ήδη έτοιμα, στο συρτάρι της, τρία, κατένευσε. Οπότε ο Αγγέλου έθεσε το ερώτημα: «Γιατί λοιπόν δεν γράφετε ένα μυθιστόρημα για την εποχή του Διαφωτισμού;» Απορημένη απάντησε ότι δεν γνωρίζει τίποτα για τον Διαφωτισμό, οπότε και πήρε την αποστομωτική απάντηση: «Ανάγνωση δεν ξέρετε; Να διαβάσετε και θα μάθετε.»
Μυθιστόρημα για την εποχή του Διαφωτισμού, τελικά, η Κακούρη δεν έγραψε. Προτίμησε να παραμείνει στον 20ο αιώνα. Με αστυνομικά ξεκίνησε την συγγραφική της πορεία, το 1963, ενώ το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημά της, που εξέδωσε το 1970, ήταν ένα από τα δυο ιστορικά, που είχε έτοιμα στο συρτάρι της, το «Δραπέτης της Αυλώνας». Στην “περίεργη”, όπως την αποκαλεί, ιστορία της έκδοσής του αφιερώνει ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο. Γι’ αυτό το μυθιστόρημα, που πλέκεται γύρω από το παιδομάζωμα, τουτέστιν τη συγκέντρωση, στα χρόνια του Εμφυλίου, από το Δημοκρατικό Στρατό παιδιών από τη Βόρεια Ελλάδα και την αποστολή τους στις Ανατολικές Χώρες, έκανε την πρώτη συστηματική έρευνα σε εφημερίδες, αλλά και στα Αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών. Την απασχολούσε κατά πόσο πράγματι μπορεί να συνέβη ή μήπως επρόκειτο για προπαγάνδα, όπως ορισμένοι υποστήριζαν τότε. Βεβαίως, το ερώτημα, που θέτουν όσοι, ακόμη και σήμερα, προβληματίζονται, αφορά την ίδια τη λέξη, “παιδομάζωμα”, και τη φόρτιση που κουβαλά από τα οθωμανικά χρόνια. Πάντως, δίνει την πληροφορία, ότι, εν καιρώ Δικτατορίας, ουδείς είχε την διάθεση να εκδώσει βιβλίο με παρόμοιο θέμα, εκτός από τις εκδόσεις «Κιβωτός» του Χρήστου Κακούρη. Αναφέρει και το σχετικό με το “παιδομάζωμα” βιβλίο του αποσκιρτήσαντα από το ΚΚΕ Γεωργίου Μανούκα. Βιβλίο “κλασικό” επί του θέματος, όπως το εμφανίζει, το οποίο η Απριλιανή Δικτατορία ανατύπωσε στις εκδόσεις του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η θητεία της στη μεταφραστική δουλειά όχι βιβλίων αλλά στα πλαίσια ενός περιοδικού, μετά το 1967, στον «Ταχυδρόμο», με επικεφαλής τον χαλκέντερο συγγραφέα Γεώργιο Ρούσσο. Η νοοτροπία ως προς την ποιότητα και το ψαλίδισμα δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη της εποχής του Παπαδιαμάντη, ένα περίπου αιώνα νωρίτερα. Ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνεται στο μοναδικό φαινόμενο, που αποτέλεσε ο «Ταχυδρόμος» κατά την προηγούμενη δεκαετία. Την εποχή του Γ. Π. Σαββίδη και της Λένας Σαββίδη. Όπως επιγραμματικά γράφει, “οι Σαββίδηδες είχαν κατά νου να πουν πράγματα ζουμερά” και τα είπαν. “Ήταν δάσκαλος”, ο Σαββίδης, “και επειδή γνώριζε και αγαπούσε την ελληνική λογοτεχνία, όλες μας τις απόπειρες, ακόμη και σε είδη που δεν είναι καθαρώς λογοτεχνικά τις μέτραγε χωρίς να κάνει σκόντα”.
Εν τέλει, η “κουζίνα της συγγραφέως” Αθηνάς Κακούρη είναι ενδιαφέρουσα, γιατί είναι φτιαγμένη με τα ίδια υλικά, που χρησιμοποιεί και στα μυθιστορήματά της.
Συμπτωματικά, οι τρεις από τους έξι συγγραφείς, που, μέχρι σήμερα, έχουν ανοίξει την κουζίνα τους στο “αδιάκριτο” βλέμμα του αναγνώστη, ανήκουν στους γενεαλογικά αταξινόμητους, λόγω αργοπορημένης εκκίνησης αλλά και χάρις στα είδη αφήγησης με τα οποία καταπιάνονται. Πρόκειται για τους δυο πρεσβύτερους της ομάδας, την Αθηνά Κακούρη και τον Πέτρο Μάρκαρη, και για τον νεότερο Γιάννη Ξανθούλη, ο οποίος και εγκαινίασε τη σειρά, Νοέμβριο 2004, με «Το μενού των φαντασμάτων». Όσο για τους τρεις άλλους, και οι τρεις γυναίκες, έχουν μεν τακτοποιηθεί, οι δυο - δηλαδή η Μαρώ Δούκα και η Μαρία Μήτσορα - στη γενιά του ’70, και η νεώτερή τους Σώτη Τριανταφύλλου στην επόμενη γενεαλογική ομάδα. Ωστόσο, οι αυτοβιογραφήσεις τους έδειξαν νέες πλευρές του βίου και του έργου τους. Ακόμη πιο αποκαλυπτικό στάθηκε το άνοιγμα της “κουζίνας” των εκτός λογοτεχνίας, όπως της ιστορικού Μαριάννας Κορομηλά, του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Τομπάζη και πρόσφατα, του σκηνοθέτη Νίκου Παναγιωτόπουλου. Δεδομένου ότι γνωρίζαμε πολύ λιγότερα για το βίο τους και κυρίως, για το έργο τους.
Πάντως, οι “κουζίνες” των συγγραφέων παρουσιάζουν ποικιλία, καθώς ο καθένας τους δίνει την έμφαση σε διαφορετική κατεύθυνση. Ορισμένοι ξεχωρίζουν και επικεντρώνονται σε μια σημαντική περίοδο της ζωής τους, συνήθως, στα παιδικά χρόνια και την εφηβεία, ενώ μερικούς τους απασχολεί περισσότερο η “κουζινική” της ίδιας της συγγραφής. Το βιβλίο της Αθηνάς Κακούρη, που αποτελεί “την κουζίνα του συγγραφέα” για το 2010, μάλλον δεν εντάσσεται σε καμία από αυτές τις δυο ομάδες. Παρόλο που η Κακούρη είναι γέννημα θρέμμα Πατρινή, δεν ανασταίνει την Πάτρα του Μεσοπολέμου, όπως πιθανώς να ήλπιζαν όσοι απήλαυσαν το μυθιστόρημά της «Πριμαρόλια», στο οποίο πρωταγωνιστεί η Πάτρα στις αρχές του 20ου αιώνα. Το ίδιο φειδωλή στέκεται και ως προς τη φανέρωση πτυχών της “κουζινικής” της. Από μια συγγραφέα, που έχει απλώσει τόσο γλαφυρές περιγραφές, ο λόγος της αυτοβιογράφησής της φαίνεται σχεδόν λακωνικός. Στις σχετικά λιγοστές αναφορές της στα χρόνια της Πάτρας, δεν παρεισδύει η συνήθης νοσταλγία. Στην περίπτωσή της, η αναπόληση του παρελθόντος δεν κουβαλά θλίψη, ούτε νοσηρή προσκόλληση σε παρωχημένες καταστάσεις. Σε εκείνο, που επιμένει, είναι η αντιπαράθεση του τότε με το τώρα. Και πάλι, όμως, δεν καταλήγει σε συμπεράσματα υπέρ της μιας ή της άλλης τάξεως πραγμάτων. Προτιμά να υποβάλλει τις απόψεις της υπό μορφή ερωτημάτων.
Ο πρώτος χώρος που ανακαλεί είναι το Αρσάκειο Πατρών, ένα από τα παλαιότερα εκπαιδευτήρια της χώρας, ιδρυμένο το 1891, κοντά τριάντα χρόνια μετά το Αρσάκειο Αθηνών. Σύμφωνα με την ιστορία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, ήταν ο Δήμος Πατρών, που ανέλαβε την ανέγερση του κτιρίου. Η Κακούρη, ωστόσο, αναφέρει ότι είχε χτιστεί νωρίτερα και αρχικά λειτούργησε ως ξενοδοχείο. Θυμάται την κύπρια διευθύντρια, με σπουδές στο Παρίσι, που ανέλαβε καθήκοντα κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Είχε, μάλιστα, φέρει από το νησί το ποδήλατό της, που έμεινε στο κασόνι του. Τότε, στην Πάτρα, “γυναίκα πάνω σε ποδήλατο ήταν πράγμα αδιανόητο”. Ακόμη και δεκαπέντε χρόνια αργότερα και αφού είχε μεσολαβήσει η κοινωνική αναστάτωση που έφερε η Κατοχή, κυκλοφορώντας η ίδια καθημερινά με ποδήλατο, “αποτελούσε θέαμα”.
Να διορθώσουμε εδώ ένα lapsus calami της συγγραφέως. Η εν λόγω διευθύντρια δεν ονομαζόταν Αρσινόη Παπαδοπούλου. Η Κακούρη, το πιθανότερο, παρασύρεται από την αθηναία πεζογράφο Αρσινόη Παπαδοπούλου, που μπορεί και να διάβαζε στα νεανικά της χρόνια. Και εκείνη υπήρξε Αρσακειάδα, αλλά το 1931 ήταν 78 ετών. Ορισμένες πηγές, μάλιστα, την αναφέρουν πεθαμένη από το 1930. Το σωστό είναι ότι πέθανε το 1943, μόνη και λησμονημένη, στο Γηροκομείο Αθηνών. Όπως και να έχει, η δασκάλα της Κακούρη ήταν η Περσεφόνη Παπαδοπούλου, γεννημένη σε χωριό της Πάφου, το 1888. Απόφοιτος του Αρσακείου Αθηνών, πρώτα δίδαξε σε σχολεία της Κύπρου, μετά συμπλήρωσε τις σπουδές της στο Παρίσι και επέστρεψε στο νησί και στο Διδασκαλείο Θηλέων της Φανερωμένης. Στην Πάτρα πήγε το 1935 και έμεινε ως διευθύντρια της Αρσακείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας μέχρι το θάνατό της, το 1948. Δεν πιστεύουμε ότι ο εκεί διορισμός της, που έγινε κατόπιν πρόσκλησης από την Ελληνική Κυβέρνηση, σχετίζεται με το Κίνημα του 1931 στην Κύπρο και την καταστολή του από τους Άγγλους, όπως αναφέρει η Κακούρη.
Από τα οικογενειακά της πρόσωπα, η συγγραφέας ζωντανεύει τις δυο γιαγιάδες της και τον έναν παππού, που πρόλαβε να γνωρίσει, τον Κεφαλλονίτη, από την πλευρά του πατέρα της. Ο τίτλος του βιβλίου της είναι εμπνευσμένος από τα λόγια της μητέρας της, που την προέτρεπε να μην μένει “με τα χέρια σταυρωμένα”, αλλά να “κάνει κάτι”. Με αυτό εννοούσε κάποια χρήσιμη ασχολία, από αυτές που γίνονται με τα χέρια, καθόσον η ίδια ήταν, αυτό που λέμε μέχρι και σήμερα, χρυσοχέρα. Πάντως, σε αυτές τις ενασχολήσεις δεν νοείτο το διάβασμα. Αναφερόμενη στα συγκεκριμένα πρόσωπα, στοχεύει να δείξει τον τρόπο, που μεγάλωνε ένα κορίτσι στα αστικά σπίτια της εποχής της. Κυρίαρχο πρόσωπο σε αυτά τα χρόνια της μαθητείας στάθηκε ο πατέρας της Χαρίλαος Κακούρης, τον οποίο παρουσιάζει σαν έναν εύπορο πολίτη, εργατικό και δίκαιο. Αυτοδημιούργητος, ξεκίνησε από χωριό της Κεφαλλονιάς. Στην Πάτρα εγκαταστάθηκε το 1909 και έστησε πρακτορείο πλοίων και πετρελαιοειδών. Με αφορμή τον τρόπο που εκείνος διηύθυνε την επιχείρησή του, σχολιάζει πως ήταν τότε οι σχέσεις εργοδότη και εργαζομένων.
Ορισμένα από τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, όπου η συγγραφέας αναπτύσσει το πως νοείτο τότε η φιλανθρωπία, προτιμώντας τη λέξη φιλαλληλία, που δεν έχει καμία κατηγορηματική χροιά, και το σημαντικό ρόλο, που διαδραμάτιζαν ορισμένοι σύλλογοι και σύνδεσμοι κατά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, αποκτούν, στη σημερινή συγκυρία, επίκαιρο χαρακτήρα. Αφού περιγράφει την ετήσια Λαχειοφόρο Αγορά και ως επιστέγασμά της, τον Μεγάλο Χορό, που διοργάνωναν, καταλήγει με το επιμύθιο: «Η φιλαλληλία της εποχής των γονιών μου δεν ήταν βλοσυρή.». Παρεμπιπτόντως, αναφέρει τις αναμνηστικές φωτογραφίες, που τραβούσε ο καλύτερος τότε φωτογράφος της πόλης, ο Ατζαρίτης. Προς συμπλήρωση και επειδή η αναφορά μόνο του επωνύμου, χωρίς το μικρό όνομα, συνηθίζεται μεν στις αφηγήσεις, αλλά αδικεί τον καλλιτέχνη, θυμίζουμε ότι πρόκειται για τον Νικόλαο Ατζαρίτη ή Ατσαρίτη, γιο του ιταλού φωτογράφου Ιωσήφ - Αθανάσιου Ατζαρίτη, που ήταν ένας από τους πρώτους φωτογράφους της πόλης, μαζί με τον κουνιάδο του Νικόλαο Μπίρκο. Όταν πέθανε ο Ατζαρίτης, το 1926, το φωτογραφείο του το ανέλαβαν οι δυο γιοι του, ο Ονούφριος και ο Νικόλαος, όπου ο δεύτερος, φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών - κατόπιν διακρίθηκε ως ζωγράφος και γλύπτης - είχε την καλλιτεχνική διεύθυνση.
Δυο κεφάλαια του βιβλίου αφιερώνονται στην προσωπικότητα του Ιωάννη Μεταξά και την περίοδο της Κατοχής, όπου, δίπλα στις προσωπικές της εμπειρίες, σκιαγραφεί ιστορικά πρόσωπα, που διηύθυναν τις τύχες της Ελλάδος, ξεκινώντας από τον Καποδίστρια και φθάνοντας στον Μεταξά, με ουδόλως εύφημο μνεία για τον ενδιάμεσο, Ελευθέριο Βενιζέλο. Ταυτόχρονα, εντοπίζει και εξηγεί τις πηγές της μυθιστοριογραφίας της, επιμένοντας στα ιδεολογικά της ερεθίσματα. Ιδίως, αναφέρεται στο προ πενταετίας ιστορικό μυθιστόρημά της «Θέκλη», που διαδραματίζεται τον καιρό των Βαλκανικών Πολέμων. Παραθέτει αυτούσια και δυο αφηγήματά της, δημοσιευμένα στο μακρόβιο περιοδικό «Ευθύνη», που τελεύτησε προσφάτως και σύντομα θα ανήκει κι αυτό στα δυσεύρετα παλαιά περιοδικά.
Κομβικό κεφάλαιο είναι το αφιερωμένο στις βιβλιοθήκες. Εντρυφώντας σε αυτές δεν αγάπησε μόνο την ανάγνωση αλλά έβαλε και τις βάσεις της “κουζινικής” της. Παρατηρεί ότι στο Μεσοπόλεμο, ακόμη και σε ένα αστικό σπίτι, τα βιβλία ήταν λιγοστά και μετρημένα ήταν τα σπίτια που είχαν βιβλιοθήκη. Θυμάται την ημιυπόγεια Αμερικανική Βιβλιοθήκη της Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ, που άνοιξε το 1948, αλλά και την αχανή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, που γνώρισε χρόνια αργότερα. Με συγκίνηση ανακαλεί τα πρώτα συγγραφικά της εγχειρήματα, που τις είχαν αναθέσει ο Χρήστος Λαμπράκης και ο Άλκης Αγγέλου. Μια στιχομυθία με τον δεύτερο της έδωσε το σκούντημα για να βουτήξει στα βαθιά της έρευνας και να αποτελεί σήμερα μια από τις λίγες συγγραφείς μας, που στηρίζουν τις ιστορικές μυθοπλασίες τους σε διεξοδική αρχειακή έρευνα και όχι στα έτοιμα των ιστορικών.
Ο Αγγέλου την ρώτησε: «Κυρία Κακούρη, ξέρετε να φτειάξετε μια πλοκή; Ξέρετε να δημιουργήσετε χαρακτήρες; Να κινήσετε πρόσωπα; Σκεφτήκατε ποτέ να γράψετε ένα μυθιστόρημα;» Εκείνη, έχοντας ήδη έτοιμα, στο συρτάρι της, τρία, κατένευσε. Οπότε ο Αγγέλου έθεσε το ερώτημα: «Γιατί λοιπόν δεν γράφετε ένα μυθιστόρημα για την εποχή του Διαφωτισμού;» Απορημένη απάντησε ότι δεν γνωρίζει τίποτα για τον Διαφωτισμό, οπότε και πήρε την αποστομωτική απάντηση: «Ανάγνωση δεν ξέρετε; Να διαβάσετε και θα μάθετε.»
Μυθιστόρημα για την εποχή του Διαφωτισμού, τελικά, η Κακούρη δεν έγραψε. Προτίμησε να παραμείνει στον 20ο αιώνα. Με αστυνομικά ξεκίνησε την συγγραφική της πορεία, το 1963, ενώ το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημά της, που εξέδωσε το 1970, ήταν ένα από τα δυο ιστορικά, που είχε έτοιμα στο συρτάρι της, το «Δραπέτης της Αυλώνας». Στην “περίεργη”, όπως την αποκαλεί, ιστορία της έκδοσής του αφιερώνει ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο. Γι’ αυτό το μυθιστόρημα, που πλέκεται γύρω από το παιδομάζωμα, τουτέστιν τη συγκέντρωση, στα χρόνια του Εμφυλίου, από το Δημοκρατικό Στρατό παιδιών από τη Βόρεια Ελλάδα και την αποστολή τους στις Ανατολικές Χώρες, έκανε την πρώτη συστηματική έρευνα σε εφημερίδες, αλλά και στα Αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών. Την απασχολούσε κατά πόσο πράγματι μπορεί να συνέβη ή μήπως επρόκειτο για προπαγάνδα, όπως ορισμένοι υποστήριζαν τότε. Βεβαίως, το ερώτημα, που θέτουν όσοι, ακόμη και σήμερα, προβληματίζονται, αφορά την ίδια τη λέξη, “παιδομάζωμα”, και τη φόρτιση που κουβαλά από τα οθωμανικά χρόνια. Πάντως, δίνει την πληροφορία, ότι, εν καιρώ Δικτατορίας, ουδείς είχε την διάθεση να εκδώσει βιβλίο με παρόμοιο θέμα, εκτός από τις εκδόσεις «Κιβωτός» του Χρήστου Κακούρη. Αναφέρει και το σχετικό με το “παιδομάζωμα” βιβλίο του αποσκιρτήσαντα από το ΚΚΕ Γεωργίου Μανούκα. Βιβλίο “κλασικό” επί του θέματος, όπως το εμφανίζει, το οποίο η Απριλιανή Δικτατορία ανατύπωσε στις εκδόσεις του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η θητεία της στη μεταφραστική δουλειά όχι βιβλίων αλλά στα πλαίσια ενός περιοδικού, μετά το 1967, στον «Ταχυδρόμο», με επικεφαλής τον χαλκέντερο συγγραφέα Γεώργιο Ρούσσο. Η νοοτροπία ως προς την ποιότητα και το ψαλίδισμα δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη της εποχής του Παπαδιαμάντη, ένα περίπου αιώνα νωρίτερα. Ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνεται στο μοναδικό φαινόμενο, που αποτέλεσε ο «Ταχυδρόμος» κατά την προηγούμενη δεκαετία. Την εποχή του Γ. Π. Σαββίδη και της Λένας Σαββίδη. Όπως επιγραμματικά γράφει, “οι Σαββίδηδες είχαν κατά νου να πουν πράγματα ζουμερά” και τα είπαν. “Ήταν δάσκαλος”, ο Σαββίδης, “και επειδή γνώριζε και αγαπούσε την ελληνική λογοτεχνία, όλες μας τις απόπειρες, ακόμη και σε είδη που δεν είναι καθαρώς λογοτεχνικά τις μέτραγε χωρίς να κάνει σκόντα”.
Εν τέλει, η “κουζίνα της συγγραφέως” Αθηνάς Κακούρη είναι ενδιαφέρουσα, γιατί είναι φτιαγμένη με τα ίδια υλικά, που χρησιμοποιεί και στα μυθιστορήματά της.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου