«Ο Παύλος Καλλιγάς
(1814-1896) και η ίδρυση
του ελληνικού κράτους»
Μετάφραση: Άρης Αλεξάκης,
Αγγ. Παπαδοπούλου,
Κ. Τσινάρης
Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ.
Αθήνα, 2009
Στη σειρά «Νεοελληνική Προσωπογραφία» του ΜΙΕΤ, τον Δεκέμβριο του 2009, προστέθηκε ο 16ος τόμος για τον Παύλο Καλλιγά, 23 χρόνια μετά τον 6ο τόμο για τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο. Δυο κορυφαίες προσωπικότητες του 19ου αιώνα, που γεννήθηκαν, αντιστοίχως, στην Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, στο μέσο της δεύτερης δεκαετίας, σε απόσταση ολίγων μηνών, και απεβίωσαν εντός της τελευταίας δεκαετίας. Την βιογραφία του Παπαρρηγόπουλου την συντάσσει ο Κ. Θ. Δημαράς, που στάθηκε ο εμπνευστής και αυτής του Καλλιγά. Το 1986, ο Δημαράς, στον πρόλογό του, διαπιστώνει ότι μας λείπουν ολότελα οι βιογραφίες. Κι αυτό, γιατί το είδος έχει περιπέσει σε ανυποληψία στην “φωτισμένη Ευρώπη”, που ζητά στον συλλογικό παράγοντα και όχι πλέον στον ατομικό, όπως παλαιότερα, τον κινητήριο μοχλό της Ιστορίας. Θυμίζει, ωστόσο, ότι η Δύση, επί αιώνες καλλιέργησε γόνιμα τη βιογραφία, ώστε να διαθέτει πλούσιο απόθεμα πληροφοριών για τα άτομα, ως απαραίτητη υποδομή για την νέα ιστορική θεώρηση. Ας γνωρίσουμε τα άτομα, παροτρύνει, και μακάρι κατόπιν να τα ξεπεράσουμε.
Ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, το είδος της βιογραφίας πρωτεύει σε μεταφράσεις λόγω του μεγάλου αναγνωστικού ενδιαφέροντος που προκαλεί, κατ’ αντανάκλαση του αντίστοιχου ενδιαφέροντος στην Δύση. Βιογραφίες, όμως, προσώπων του ελληνικού κόσμου εξακολουθούν να σπανίζουν. Βεβαίως, η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη, από εκείνη που περιγράφει ο Δημαράς, κι αυτό, εν μέρει, οφείλεται και στις δικές του παροτρύνσεις. Η μονογραφία για τον Παύλο Καλλιγά ξεκίνησε με προτροπή του, το 1978, και αποτέλεσε το διδακτορικό της ελληνίστριας Μαρί-Πωλ Μασσόν, το οποίο ολοκληρώθηκε εννέα χρόνια αργότερα και μετά άλλα δέκα χρόνια, το 1997, εκδόθηκε στη Γαλλία. Η μετάφραση στα ελληνικά ξεκίνησε το 1994 και η έκδοση σχεδιαζόταν για την επέτειο των 100 χρόνων από το θάνατο του Καλλιγά, στις 16 Σεπτεμβρίου 1896. Τελικά, η σκυτάλη του μεταφραστικού αγώνα πέρασε από τρία χέρια. Μεσολάβησαν οι θάνατοι των δυο μεταφραστών, πριν ολοκληρωθεί, με καθοριστική τη συμβολή του τελευταίου μεταφραστή, Άρη Αλεξάκη, που πέθανε το 2008, χωρίς να δει εκδομένο το έργο. Πάντως, προσφέρεται για μελέτη από ιστορικούς και φιλολόγους μέχρι τον εορτασμό της επετείου των 200 χρόνων από τη γέννηση του Καλλιγά, στις 20 Σεπτεμβρίου 1814.
Ο Δημαράς διευκρινίζει ότι η μονογραφία για τον Παπαρρηγόπουλο δεν απευθύνεται σε όσους αγνοούν ή γνωρίζουν ανεπαρκώς το πρόσωπο, αλλά σε εκείνους που το γνωρίζουν ήδη και επιθυμούν να εντρυφήσουν περαιτέρω, συνομιλώντας μαζί του. Αντιθέτως, η μονογραφία Καλλιγά, υπερβαίνουσα κατά 300 σελίδες εκείνη του Δημαρά, είναι εξαντλητική σε πληροφορίες γύρω από το εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, καλύπτοντας τις ανάγκες ενός ευρύτερου αναγνωστικού κοινού. Αυτό, πιθανώς, οφείλεται στην ηλικία, που είχαν οι βιογράφοι κατά τη συγγραφή, και κυρίως στους στόχους τους. Άλλες οι στοχεύσεις μιας διατριβής κι άλλες μιας μελέτης, που γίνεται σε ηλικία “ώριμου γήρατος”. Όπως και να έχει, η μονογραφία της Μασσόν είναι συστηματική ως προς την ερευνητική υποδομή και κατ’ επέκταση, ως προς την παρουσίαση. Χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, μετά προλόγου και επιλόγου. Το πρώτο καλύπτει τα παιδικά χρόνια του Καλλιγά και εκείνα των σπουδών του. Το δεύτερο παρακολουθεί τη σταδιοδρομία του από 23 ετών, που εγκαθίσταται στην Αθήνα, μέχρι τα 40. Παρεμβάλλεται ένα τρίτο μέρος, συντομότερο των άλλων, που καλύπτει μόλις μια διετία, πολύ σημαντική, όμως, αφού αναφέρεται στη συγγραφή του μοναδικού μυθιστορήματος του Καλλιγά, του «Θάνου Βλέκα». Τέλος, το τέταρτο μέρος καλύπτει τα επόμενα 40 χρόνια του βίου του, τιτλοφορούμενο «Η καταξίωση». Του κυρίως σώματος της μελέτης προτάσσεται αναλυτικό χρονολόγιο και έπεται εργογραφία Καλλιγά και γενικότερη βιβλιογραφία.
Χαρακτηριστικό των νεανικών χρόνων του Καλλιγά είναι οι συνεχείς μετατοπίσεις. Ο πατέρας του καταγόταν από τα Καλλιγάτα Κεφαλονιάς και ονομαζόταν Παναγής Άννινος ή Παναγής Καλλιγάς-Άννινος. Πιθανολογείται ότι η εμπλοκή της οικογένειάς του στους ξεσηκωμούς των Ληξουριωτών εναντίον των ξένων αρχών, Γάλλων και μετά Ρώσων, συνέβαλε στη φυγή του από το νησί και την αλλαγή του επιθέτου του. Όπως και να έχει, το 1810, ήταν 36 ετών και είχε εγκατασταθεί στη Σμύρνη. Τότε, αρραβωνιάστηκε την δεκατετράχρονη Σοφία Μαυρογορδάτου, που, πέραν του νεαρού της ηλικίας της, ήταν και μια πολύφερνη νύφη. Απέκτησαν δυο παιδιά, την Μαρία και τον Παύλο, και μια διώροφη πολυτελή κατοικία στον παρακείμενο εξοχικό συνοικισμό του Μπουρνόβα. Φαίνεται, όμως, ότι ο Παναγής Καλλιγάς χρειάστηκε, για δεύτερη φορά, να εγκαταλείψει το σπίτι του και τη Σμύρνη, πιθανολογείται λόγω ανάμιξής του σε ενέργειες εναντίον των Οθωμανικών Αρχών. Αυτή τη φορά, εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη, όπου και πέθανε, στις 18 Ιανουαρίου 1832.
Από την πλευρά του, ο Παύλος Καλλιγάς γράφτηκε μεν, μόλις τετραετής, στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης, αλλά έμελλε να σπουδάσει στη Δύση και να θεωρεί εαυτόν Έλληνα της Τεργέστης. Ανθηρή η εκεί ελληνική κοινότητα, διέθετε και ελληνικό σχολείο. Ωστόσο, ο Παναγής Καλλιγάς προτίμησε να στείλει τον γιο του στο Φλαγγινιανό Γυμνάσιο της Βενετίας. Σημαντικό εκπαιδευτήριο από την ίδρυσή του τον 17ο αιώνα, είχε κλείσει το 1797 με την κατάλυση της Βενετικής Δημοκρατίας από τους Γάλλους και μόλις το 1823, επαναλειτούργησε και πάλι ως ένα ελληνικό σχολείο. Ο Παύλος έμεινε μόνο δυο χρόνια στη Βενετία, μετά εστάλη στο Κολέγιο Έγερ της Γενεύης, εγκαταλείποντας οριστικά την ελληνική εκπαίδευση. Όπως φαίνεται, ο Παναγής Καλλιγάς δεν το επέλεξε για να του προσφέρει γαλλόφωνη και προτεσταντική παιδεία - για έμπορο, άλλωστε, τον προόριζε - αλλά για το κλίμα της Ελβετίας, λόγω της ευαίσθητης κράσης του. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Παύλος στράφηκε στην γερμανική παιδεία, ακολουθώντας τις δικές του προτιμήσεις. Σπούδασε νομικά, διαδοχικά, σε Μόναχο, Βερολίνο και Χαϊδελβέργη. Ρωμαϊκό Δίκαιο διδάχτηκε από τον πρωτοπόρο γερμανό νομομαθή Φρήντριχ Καρλ φον Σαβινιύ, ιδρυτή της “ιστορικής σχολής” του Δικαίου, που υποστήριζε ότι το πνεύμα του Δικαίου πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τις ιστορικές πηγές. Πάνω σε αυτό το θέμα παρουσίασε το διδακτορικό του στην Χαϊδελβέργη, που στάθηκε το πρώτο βήμα για την πεντάτομη πραγματεία του Ρωμαϊκού Δικαίου, την οποία εξέδωσε από το 1848 μέχρι το 1866.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ένα παρέμβλητο κεφάλαιο, στο οποίο παρουσιάζεται η διασωθείσα βιβλιοθήκη του Καλλιγά. Με σχεδιαγράμματα και στατιστικές αναλύσεις δίνεται μια ευκρινής ιδέα για τις αναγνώσεις του. Η εικόνα συμπληρώνεται από ένα διασωθέν σημειωματάριό του. Ακολουθεί ποσοτική και θεματική ανάλυση του συνολικού του έργου, που φτάνει τους 72 τίτλους. Όπως φαίνεται, ο μεγαλύτερος αριθμός των σελίδων είναι αφιερωμένες στο Βυζάντιο και συγκεκριμένα, στην εφαρμογή εκεί του Ρωμαϊκού Δικαίου. Στο χώρο του Βυζαντίου και στην αυστηρή κριτική του για τη βυζαντινή κοινωνία εντοπίζεται και η αντιδικία του με τον Παπαρρηγόπουλο, που, αρχικά, εκφράστηκε σε οξείς τόνους από την πλευρά του Καλλιγά. Χάρις, όμως, στην μετροέπεια του Παπαρρηγόπουλου, οι τόνοι κατέβηκαν στο επίπεδο μιας θεωρητικής διαφωνίας, όπως σημειώνει ο Δημαράς.
Ως ένας έμπειρος “ξενόφερτος” έφτασε ο Καλλιγάς, το 1837, στο Ναύπλιο. Εκεί κατοικούσε η αδελφή του, Μαρία, σύζυγος πλέον του γιατρού Νικόλαου Κωστή, και η μητέρα του. Λίγο αργότερα, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου προσπάθησε να συνδυάσει τη νομική με την πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Και το κατόρθωσε. Ήδη, το 1842, διορίστηκε πρώτος πρόεδρος στον Άρειο Πάγο και το επόμενο έτος, καθηγητής Ρωμαϊκού Δικαίου. Ανεξάρτητα αν, δυο χρόνια αργότερα, τον απέλυσε ο Κωλέττης, επειδή αρνήθηκε να υποστηρίξει τον δικό του υποψήφιο για την εκπροσώπηση του πανεπιστημίου στο κοινοβούλιο. Επαναδιορίστηκε στα κατοπινά χρόνια και το 1865, αναγορεύθηκε τακτικός καθηγητής. Συνολικά, χρημάτισε καθηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου για περισσότερο από τριάντα χρόνια. Παρόμοιες βραχυχρόνιες θητείες, που ακολουθούσαν τα πολιτικά σκαμπανεβάσματα, είχε και στα διάφορα υπουργεία: Δικαιοσύνης, το 1854, Εξωτερικών, το 1863 και πάλι το επόμενο έτος, Δικαιοσύνης και προσωρινά Παιδείας και Θρησκευμάτων, το 1865, Οικονομικών, το 1882.
Τις φιλελεύθερες απόψεις του τις δημοσιοποιεί, ήδη, με το πρώτο του σύγγραμμα, που αφορά τον Τύπο. Σε αυτό, ξεκινά, θέτοντας το ερώτημα: «Είναι επωφελής εις την κοινωνίαν η ελευθεροτυπία, ή είναι επιζήμιος;» Στη συνέχεια, διατυπώνει την άποψη ότι για την ανάπτυξη πολιτικού βίου, πρέπει να διαμορφωθεί μια κοινή γνώμη, ικανή να ξεφύγει από το επίπεδο των προσωπικών διαφορών. Τα επόμενα συγγράμματά του αφορούν τη σύνταξη αστικού κώδικα. Χάρις σε αυτά διορίστηκε στην αρμόδια επιτροπή για τη σύνταξή του. Ενώ, καθοριστική στάθηκε και η συμμετοχή του στη σύνταξη του Συντάγματος, που εκχωρήθηκε μετά το Κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Πρότυπο δημόσιου άνδρα ο Καλλιγάς, διέπρεψε με τις αγορεύσεις του, τόσο στο Κοινοβούλιο και τα Δικαστήρια όσο και στις πανεπιστημιακές παραδόσεις, που χαρακτηρίστηκαν “επιστημονικά συλλαλητήρια” χάρις στο πλήθος επιστημόνων που προσήρχετο, πέραν των φοιτητών.
Το 1844, ο Καλλιγάς έκανε ένα μακρύ ταξίδι στην Ανατολή, Σύρο – Σμύρνη – Κωνσταντινούπολη, από το οποίο προέκυψε ένα ταξιδιωτικό, με τη μορφή 14 επιστολών. Και λίγα χρόνια αργότερα, ένα δεύτερο ταξίδι στην Τεργέστη, γύρω στο 1849, από το οποίο προέκυψε ένα δεύτερο ταξιδιωτικό, αλλά και ένας αρραβώνας. Όσο αφορά τον οικογενειακό του βίο, ακολούθησε το παράδειγμα του πατέρα του. Στα 35 του αρραβωνιάστηκε την 18χρονη Μαρία Μανούση, κόρη πλούσιας οικογένειας της Τεργέστης, την οποία και παντρεύτηκε δυο χρόνια αργότερα. Τότε, ξεκίνησε και αυτός να χτίζει οικία νεοκλασικού ρυθμού στην οδό Σταδίου, απέναντι από τα τότε βασιλικά ιπποστάσια. Σήμερα, στο χώρο των βασιλικών ιπποστασίων υψώνεται το μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού και από την οικία Καλλιγά απέμεινε, εις ανάμνηση, η ομώνυμη Στοά.
Με μια μικρή παρένθεση για τη συγγραφή του «Θάνου Βλέκα», ο Καλλιγάς παρέμεινε δια βίου αφοσιωμένος στα νομικά και την πολιτική. Μετά το 1856, ωστόσο, τα ενδιαφέροντά του επικεντρώθηκαν στην οικονομία και την ιστοριογραφία. Πίστευε ότι “ως τέχνη η ιστοριογραφία δεν είναι του τυχόντος”. Γι’ αυτό και το 1858, υποστήριζε ότι πρέπει να γραφεί η ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, παρόλο που υπήρχαν οι Ιστορίες του Σπυρίδωνος Τρικούπη και του σκώτου φιλέλληνα Τόμας Γκόρντον, καθώς και η πρώτη μορφή της Ιστορίας του Παπαρρηγόπουλου. Εκφράζει μια ουμανιστική άποψη περί ιστοριογραφίας, αντανακλώντας τις απόψεις των διαφωτιστών. Αυτές τις απόψεις υπερασπίστηκε και στον πολιτικό στίβο, αρχής γενομένης από την Συντακτική Εθνοσυνέλευση του 1862, στην οποία συμμετείχε επί μια διετία. Την επόμενη χρονιά, ως υπουργός Εξωτερικών, είχε τη χαρά να ανακοινώσει την ένωση των πάτριων εδαφών, τουτέστιν της Επτανήσου, με την Ελλάδα.
Την ενασχόλησή του με τα οικονομικά θέματα δείχνει και ο ρόλος που διαδραμάτισε στην Εθνική Τράπεζα αλλά και σε άλλα τραπεζο-οικονομικά ιδρύματα. Από το 1841 ήταν σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, νομικός σύμβουλος το 1860, και το 1885, όντας ένας από τους μεγάλους μετόχους της, ανέλαβε υποδιοικητής και το 1890 διοικητής. Του απέδωσαν, μάλιστα, την προσωνυμία “κέρβερος του δημοσίου χρήματος”.
Εφ’ όρου ζωής ο Καλλιγάς στάθηκε ένας ακάματος συγγραφέας. Ωστόσο, η Μασσόν εκτιμάει ότι, από τα γραπτά του, αντέχουν σήμερα μόνο το «Σύστημα Ρωμαϊκού Δικαίου» και το μυθιστόρημά του. Ενώ, συνοψίζει τη διατριβή της με τον επιγραμματικό χαρακτηρισμό: “ο Καλλιγάς ήταν ένας φιλελεύθερος νομομαθής”. Έργο αυτού του φιλελεύθερου νομομαθούς έμελλε να είναι “το πρώτο μας κοινωνικό μυθιστόρημα”, κατά την απόφανση Δημαρά, η οποία, σε αντίθεση με άλλες κρίσεις του, έγινε γενικότερα αποδεκτή. Το «Θάνος Βλέκας» δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Πανδώρα» από τις 15 Οκτωβρίου 1855 έως τις 15 Φεβρουαρίου 1856. Ο Καλλιγάς δεν εμφανίστηκε ως συγγραφέας του, αλλά, με επιστολή του προς τον εκδότη του περιοδικού Νικόλαο Δραγούμη, που δημοσιεύτηκε ως πρόλογος, το παρουσίασε ως έργο ενός αποθανόντος από την σοβούσα τότε επιδημία χολέρας, τον οποίο και δεν κατονομάζει.
Εισηγητής, λοιπόν, στα καθ’ ημάς, του κοινωνικού μυθιστορήματος δεν υπήρξε ένας Μπαλζάκ ή ένας Ντίκενς, αλλά ένας νομομαθής, που θεωρούσε το εν λόγω έργο του ασήμαντο “νεανίευμα”. Επιπροσθέτως, ήταν ένας νομομαθής, που η βιβλιοθήκη του δείχνει ότι δεν διάβαζε ιδιαίτερα λογοτεχνία. Η Μασσόν παρουσιάζει πρισματικά το μυθιστόρημα και θέτει το ενδιαφέρον ερώτημα, κατά πόσο ο «Θάνος Βλέκας» επηρέασε τον Εντμόν Αμπού κατά τη συγγραφή του μυθιστορήματός του, «Ο βασιλεύς των ορέων», που εκδόθηκε στο Παρίσι, τον Οκτώβριο του 1856. Όπως και να έχει, ο «Θάνος Βλέκας» και γενικότερα το μυθιστόρημα της πρώτης πεντηκονταετίας του ελληνικού κράτους παραμένει ένα ανοικτό θέμα. Στη βιβλιογραφία , η Μασσόν δίνει κατάλογο των αυτοτελών εκδόσεων του μυθιστορήματος. Το “νεανίευμα” του, με τη μορφή βιβλίου, ο Καλλιγάς το πήρε στα χέρια του το 1887. Να θυμίσουμε πως αποτέλεσε τον πρώτο τόμο στη σειρά «Η πεζογραφική μας παράδοση» του Μανόλη Αναγνωστάκη, αντανακλώντας την παλαιότερη άποψη ότι με αυτό ξεκινά η πεζογραφική μας παράδοση.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου