Διονύσης Ν। Μουσμούτης
«Ο Σταθάτειος Δραματικός Διαγωνισμός
της Εταιρείας Ελλήνων
Θεατρικών Συγγραφέων»
Εκδόσεις ERGO
Από τους παλαιότερους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς έχουν μείνει τα πρακτικά τους. Αυτά παρέχουν πληροφορίες για τα έργα και τους συγγραφείς, ωστόσο, δεν σώζουν τα κείμενα ούτε τα αναλυτικά στοιχεία των συγγραφέων. Περισώζουν, όμως, πέρα από τα ονόματα των κριτών, τα επιχειρήματα που αναπτύσσονταν και διατυπώνονταν στις εκθέσεις των κριτικών επιτροπών. Όπως παρατηρούν στον πρόλογο οι συγγραφείς του βιβλίου, τα πρακτικά των λογοτεχνικών διαγωνισμών παρουσιάζουν, κυρίως, τις τελικές κρίσεις, οι οποίες, συχνά, ξεπερνούν τα όρια μιας απλής διεκπεραίωσης. Φτάνουν, καμιά φορά, να συνιστούν μικρά δοκίμια. Μπορεί πολλά από τα έργα να λησμονήθηκαν, κάποιοι από τους συγγραφείς τους να περιέπεσαν σε αφάνεια, ωστόσο, από τις κρίσεις, γίνονται αντιληπτές οι ισχύουσες τότε αξίες, οι νοοτροπίες και τα ήθη που επικρατούσαν. Οι παλαιότεροι έδιναν ιδιαίτερη σημασία στα πρακτικά των διαγωνισμών, καθώς πίστευαν ότι αποτελούν σημαντικά και αναντικατάστατα τεκμήρια για τη συγγραφή της Ιστορίας των Νεοελληνικών Γραμμάτων.
Σήμερα, από τους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς μένουν, προσώρας τουλάχιστον, τα έργα και κυρίως, οι συγγραφείς. Αντιθέτως, τα ονόματα των κριτών μετά βίας που αναφέρονται. Στη δημοσιογραφική, μάλιστα, δημοσίευση των βραβεύσεων, τελευταία, όλο και συχνότερα, παραλείπονται, δημιουργώντας, ενίοτε, την εντύπωση ότι αποσιωπώνται. Όσο για τα πρακτικά, στα μεν ιδιωτικά βραβεία δεν προβλέπονται, στα δε κρατικά, που η ύπαρξή τους επιβάλλεται από τον ίδιο τον θεσμό, δεν κρατούνται στη διάρκεια των συνεδριάσεων αλλά εκ των υστέρων και μετά τις σχετικές διαβουλεύσεις. Διεξοδικές, πάντως, εκθέσεις για το σκεπτικό βράβευσης και απόρριψης των έργων δεν ζητούνται από τους κριτές. Κατά τα άλλα, οι νεότεροι γραμματολόγοι διατείνονται ότι η συγγραφή της Ιστορίας των Νεοελληνικών Γραμμάτων δεν είναι έργο ενός ανθρώπου. Δεν διευκρινίζουν, ωστόσο, συνασπιζόμενοι σε ομάδα, που θα στηριχτούν, πέραν των ποικίλων θεωριών, με τις οποίες, άνευ τεκμηρίων, μόνο χάρτινοι πύργοι υψώνονται.
Ο Σταθάτειος Διαγωνισμός, παρόλο που διενεργήθηκε άπαξ, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα περίπτωση, η οποία προσφέρεται και για παραλληλισμούς με τους τρέχοντες λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Την πρωτοβουλία του διαγωνισμού είχε ο Αντώνης Σταθάτος. Με επιστολή του προς τον πρόεδρο της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων Μιλτιάδη Λιδωρίκη, στις 3 Ιουνίου 1930, προτείνει την ίδρυση δραματικού διαγωνισμού ανά διετία, τον οποίο και δεσμεύεται να χρηματοδοτήσει. Όπως φαίνεται από την επιστολή του, παρακινήθηκε από τον ίδιο τον Λιδωρίκη, ο οποίος, σε συνομιλίες τους, είχε εκφράσει την επιθυμία να ενισχυθεί η ελληνική θεατρική παραγωγή και να δοθεί αφορμή συγγραφής νέων θεατρικών έργων. Επίσης, φαίνεται ότι είχαν συμφωνήσει, ο διαγωνισμός να τεθεί υπό την προστασία της Εταιρείας και η κριτική επιτροπή να είναι τριμελής. Ο Λιδωρίκης είχε επίσης αποδεχθεί να είναι ο εισηγητής της πρώτης κρίσεως και εκείνος, που θα επέλεγε τα άλλα δυο μέλη. Την επομένη, η Εταιρεία, με επιστολή της, έσπευσε να αποδεχθεί την προσφορά. Ανακήρυξε, μάλιστα, επίτιμο μέλος της τον χορηγό. Εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας υπογράφουν την επιστολή ο πρόεδρος και δυο μέλη, ο Νικόλαος Λάσκαρης και ο πολύ νεότερός τους, Κωστής Βελμύρας. Όπως φαίνεται, και τότε, όπως και τώρα, οι χορηγοί ήταν δυσεύρετοι και η εξασφάλισή τους εξαρτιόταν από την διπλωματία του διευθύνοντος. Τελικά, ορίστηκαν τρία βραβεία, 20.000 δρχ. το πρώτο και από 6.000 δρχ. τα δυο δεύτερα, ενώ προβλέπονταν και αμοιβές των μελών της επιτροπής.
Παρεμπιπτόντως, οι συγγραφείς του τόμου αδικούν τον Αντώνη Σταθάτο. Αναφέρουν ότι ήταν σύζυγος της συλλέκτριας Ελένης Σταθάτου, ότι ήταν προσκείμενος στην Αυλή του βασιλιά Γεωργίου Β΄ και τέλος, ότι δεν είναι γνωστός για κάποιο προσωπικό του επίτευγμα πλην του Σταθάτειου Διαγωνισμού. Προσθέτουν, βεβαίως, ότι συνέβαλε στην ίδρυση της ΕΛΠΑ, συνοδεύοντας το αρκτικόλεξο με ένα ερωτηματικό. Ωστόσο, η Ελληνική Λέσχη Περιήγησης και Αυτοκινήτου, που ίδρυσαν, τον Οκτώβριο του 1924, ο καθηγητής Ιατρικής Βλαδίμηρος Μπένσης και ο Αντώνης Σταθάτος, μαζί με μια δράκα φίλων του αυτοκινήτου και των τεχνολογικών εξελίξεων εκείνης της μακρινής εποχής, συνιστά αρκούντως σημαντικό επίτευγμα. Το 1926, ο Σταθάτος ανέλαβε την προεδρία της Λέσχης, την οποία και διατήρησε μέχρι το θάνατό του, το 1955. Τότε, το αυτοκίνητο ήταν το σπορ των τζέντλεμαν και οι κύριοι της υψηλής κοινωνίας έτρεχαν στους αγώνες αυτοκινήτου με το όνομά τους και όχι καλυπτόμενοι πίσω από ψευδώνυμα, όπως επικράτησε να γίνεται στα μεταπολεμικά χρόνια. Πιθανώς ο Σταθάτος να ήταν συνομήλικος του εξηντάχρονου τότε Λιδωρίκη, ο οποίος ανήκε στην ίδια κοινωνική τάξη και δεν αποκλείεται να ήταν μέλος της Λέσχης.
Σύμφωνα με την προκήρυξη του διαγωνισμού, που δημοσιεύτηκε στον Τύπο την επομένη, δηλαδή στις 5 Ιουνίου 1930, ο διαγωνισμός ήταν ανοικτός σε όλους και τα υποβαλλόμενα έργα ορίζονταν να είναι τουλάχιστον τρίπρακτα δράματα ή κωμωδίες, χωρίς περιορισμό στη γλώσσα. Αντί του ονόματος του συγγραφέα, στο εξώφυλλο, δίπλα στον τίτλο, θα έπρεπε να αναγράφεται ένα ρητό και να παραδίδεται μαζί με έναν δεύτερο κλειστό φάκελο, ο οποίος να αναγράφει απέξω το ίδιο ρητό. Με την αποσφράγιση αυτού του δεύτερου φακέλου θα αποκαλυπτόταν το όνομα του συγγραφέα. Δυστυχώς, όμως, για την Ιστορία της λογοτεχνίας, μόνο οι φάκελοι των τριών βραβευμένων έργων προβλεπόταν να ανοίγονται. Δεν διευκρινίζεται από τους μελετητές η τύχη αυτών των σφραγισμένων φακέλων. Συνολικά υποβλήθηκαν 90 έργα, από τα οποία, πέντε αποκλείστηκαν, δώδεκα κρίθηκαν άξια προσοχής, είκοσι συζητήθηκαν εκτενέστερα ως έχοντα σημαντικές αρετές, ενώ δέκα πέντε ήταν “τα διαφιλονεικήσαντα τα βραβεία”. Με σημερινούς όρους, αυτά αποτελούσαν την “short list”, που η ανακοίνωσή της στην αλλοδαπή προηγείται των βραβεύσεων. Στα ελληνικά αποδόθηκε ως “βραχύς κατάλογος” και ασμένως υιοθετήθηκε, αρχικά από τα ιδιωτικά βραβεία και μετά από τα κρατικά. Στόχος αυτής της ενδιάμεσης πρόκρισης είναι η προώθηση ενός μεγαλύτερου αριθμού έργων. Αγνοώντας ή παραβλέποντας αυτό το σκεπτικό, στα κρατικά βραβεία εφαρμόστηκε μεν ο “βραχύς κατάλογος” αλλά ανακοινώνεται ταυτόχρονα με τις βραβεύσεις, αναιρώντας την όποια σκοπιμότητά του.
Στον Σταθάτειο Διαγωνισμό δεν είναι γνωστά τα ονόματα των συμμετεχόντων συγγραφέων, εκτός από εκείνα των τριών βραβευμένων και από τους απορριφθέντες, εκείνων που διαμαρτυρήθηκαν, καθώς και δυο-τριών, που το υποβαλλόμενο έργο τους παίχτηκε. Ωστόσο, διασώθηκαν όχι μόνο οι τελικές κρίσεις αλλά και οι αρχικές και κάποιες συμπληρωματικές, αποκαλύπτοντας κριτήρια και ηθικούς περιορισμούς. Οι κριτές δίνουν περιγραφή της υπόθεσης, το χρονικό της στίγμα, δηλαδή αν πρόκειται για ιστορικό ή σύγχρονο έργο, επίσης, προσδιορίζουν τη γλώσσα που είναι γραμμένο, την πηγή έμπνευσης, αν ακολουθεί την λόγια ή την λαϊκή παράδοση ή αν έχει ξένες επιδράσεις, και τέλος, κατά πόσο μπορεί να παιχτεί, με βάση την τολμηρότητά του.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο έργα, που παραμερίστηκαν ως τολμηρά. Το ένα είναι «Οι Λυτρωμοί», που παραμένει αγνώστου συγγραφέα. Η Επιτροπή αναγνωρίζει την μορφική πρωτοτυπία του, κρίνει ότι είναι εκ των αρίστων, αλλά θεωρεί ότι, σε ορισμένα σημεία, είναι τόσο τολμηρό, που είναι αδύνατο να παιχθεί, χωρίς να εξεγερθεί το κοινό. Το άλλο έργο είναι το «Ενώ το πλοίο ταξιδεύει» της Γαλάτειας Καζαντζάκη, που προκάλεσε τον μεγαλύτερο θόρυβο και τελικά, ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο αντί του βραβευμένου.
Εκτός, όμως, από τις κρίσεις, ως συνοδευτικό τεκμήριο, υπάρχουν οι επιστολές, που αντάλλαξαν τα μέλη της κριτικής επιτροπής. Σήμερα, όχι μόνο δεν έχουμε πρακτικά και κρίσεις, αλλά ούτε καν αλληλογραφία. Οι συζητήσεις γίνονται κεκλεισμένων των θυρών, με τις διαρρέουσες φήμες να τροφοδοτούν τον Τύπο. Αν πρόκειται για τα ιδιωτικά βραβεία και για κριτές, που διατηρούν κοινωνικές σχέσεις, οι συζητήσεις γίνονται εν κρυπτώ, που σημαίνει κυρίως τηλεφωνικώς, γιατί, θεωρητικά, απαγορεύονται οι συνεννοήσεις. Φημολογείται, ωστόσο, ότι κάποιες τελικές ζυμώσεις λαμβάνουν χώρα σε ταβέρνες, όπου μεζέδες μετά ολίγου οίνου βοηθούν την λήψη δύσκολων αποφάσεων.
Στον Σταθάτειο Διαγωνισμό, από όσα ονόματα έγιναν γνωστά, οι συμμετασχόντες ήταν πάνω από σαράντα ετών, με εξαίρεση τον υιό Λιδωρίκη, τον Αλέκο, τότε 22 ετών, που πιθανολογείται ως συγγραφέας ενός από τα απορριφθέντα ως έργο “νεανικό και παιδιάτικο”, και τον βραβευθέντα με ένα από τα δύο δεύτερα βραβεία, Δημήτρη Ιωαννόπουλο, τότε 26 ετών. Ο βραβευθείς Άγγελος Σημηριώτης ήταν ήδη εξηντάρης και ο επικρατέστερος επιλαχών Θεόδωρος Συναδινός, 52. Στα 56, ο Ηλίας Βουτιερίδης, που συμμετείχε με δυο έργα, καθώς κάτι τέτοιο δεν απαγορευόταν, όπου αμφότερα περιελήφθησαν στον “βραχύ κατάλογο”. Λίγο νεότεροι οι δυο που διαμαρτυρήθηκαν με τον παραγκωνισμό τους, 43 ο Φώτος Γιοφύλλης, και 49 η Γαλάτεια Καζαντζάκη. Τότε, ακόμη, επικρατούσε η γεροντοκρατία. Σήμερα, παρουσιάζεται η αντίθετη τάση. Και στις δύο περιπτώσεις, το ζήτημα είναι ότι η μια ομάδα προωθείται δια του αποκλεισμού της άλλης. Με βάση, πάντως, τις ηλικίες, γεννάται το ερώτημα, πώς και έδειρε ο Σημηριώτης τον Γιοφύλλη, όταν εκείνος δυσφήμησε τη βράβευσή του με δημοσίευμα σε εφημερίδα. Αγνοούμε, όμως, τη σωματική διάπλαση των δυο ανδρών. Σήμερα, οι ξυλοδαρμοί ευτυχώς αποφεύγονται.
Άξιο παρατήρησης, όμως, είναι ότι, ενώ τις καλές συνήθεις των παλαιότερων, όπως τα πρακτικά, δεν τις υιοθετούμε, ασπαζόμαστε τις καταδικαστέες. Έχουμε και λέμε. Παρά τους σφραγισμένους φακέλους με τα ονόματα των συγγραφέων, οι κριτές κατηγορήθηκαν ότι στις αποφάσεις τους επηρεάστηκαν από φιλίες και ιδιοτέλειες, και επιπροσθέτως, ότι έγιναν συνεννοήσεις και παζαρέματα. Σήμερα, αντίστοιχα, σφραγίζουν φακέλους, μέχρι και σε συμβολαιογράφους καταφεύγουν, παρόμοιες, όμως, κατηγορίες δεν τις γλιτώνουν. Κατά πόσο, τότε και τώρα, αληθεύουν, μένει αναπόδεικτο. Τότε, τα αποτελέσματα διέρρευσαν στον Τύπο μια μέρα πριν την επίσημη ανακοίνωσή τους. Πιθανώς, υπήρχαν και τότε δαιμόνιοι δημοσιογράφοι. Την 8η Μαρτίου 1931 έγινε η παρουσίαση των αποτελεσμάτων στο θέατρο Κεντρικόν, με αστυνομική προστασία, ιδιαίτερα για έναν των κριτών, τον Ξενόπουλο. Όπως γίνεται και σήμερα, πίστευαν ότι τα βραβεία ένας τα έδινε.
Εδώ, όμως, σημειώνεται διαφοροποίηση του τότε με το τώρα. Ο Ξενόπουλος διάβαζε όλα τα έργα. Το ισχυρίζεται στις επιστολές του προς Λιδωρίκη, αλλά το αποδεικνύει και με τις διεξοδικές κρίσεις του. Οι άλλοι δυο κριτές ήταν ο Λιδωρίκης και ο Τίμος Μωραϊτίνης, που τού βγήκε το όνομα, όπως γίνεται και σήμερα για ορισμένους, ότι τα ξεπέταγε. Όπως και να έχει, η επιμονή του Ξενόπουλου στη βράβευση του Σημηριώτη έναντι του Συναδινού, η απόρριψη του έργου του Γιοφύλλη στην κατηγορία των άξιων προσοχής και η μη βράβευση του έργου της Καζαντζάκη, καίτοι κρίθηκε ως ανώτερο όλων, με το δικαιολογητικό ότι είναι ακατάλληλο για ελληνική σκηνή ως έργο της αβάν γκαρντ, δυσφήμισαν τον Σταθάτειο Διαγωνισμό. Σε αντίθεση, όμως, με σήμερα, που ένας διαγωνισμός μπορεί μεν να μην χαίρει ουδεμίας υπόληψης αλλά να μακροημερεύει, και δη χωρίς την παραμικρή βελτίωση, ο Σταθάτειος δεν επαναλήφθηκε.
Βραχύβιοι διαγωνισμοί όπως ο Σταθάτειος, γίνονται και σήμερα, αφήνοντας μετά βίας κάποιο ισχνό ίχνος τον Τύπο. Ενώ, για τον Σταθάτειο έχουμε ένα βιβλίο, το οποίο, με καλύτερη δομή (χωρισμό σε κεφάλαια, δημιουργία επιμέρους ενοτήτων) και ενδελεχέστερη έρευνα σχετικά με τα μνημονευόμενα έργα, θα μπορούσε να αποτελεί σημαντική συμβολή. Επιπροσθέτως, υπάρχουν δημοσιευμένες στα «Επτανησιακά Φύλλα» οι επιστολές Ξενόπουλου προς Λιδωρίκη. Σε αυτά τα τεκμήρια, θα πρέπει να συνυπολογιστεί η εκτενής παρουσίαση του βραβευμένου θεατρικού του Σημηριώτη, «Ο Αντιφωνητής μίλησε...», στο δίτομο έργο, «Τα ποιήματα 1893-1943», που ετοίμασαν και εξέδωσαν, προ δεκαπενταετίας, η Έλσα Λιαροπούλου και ο Γιάννης Πατίλης. Καθώς εφέτος συμπληρώνονται 140 χρόνια από τη γέννηση του Σημηριώτη, αξίζει να ξαναδιαβάσουμε την ποίησή του. Επίσης, με βάση την πρόσφατη μελέτη του Λέοντα Ναρ για τον Γιωσέφ Ελιγιά, τεκμαίρεται ότι η συνομιλία Ελιγιά- Ξενόπουλου, σχετικά με ένα υποψήφιο έργο εβραϊκής υπόθεσης, την οποία αναφέρει ο Ξενόπουλος σε επιστολή του προς τον Λιδωρίκη, θα πρέπει να έγινε πριν την αναχώρηση του Ελιγιά για το Κιλκίς, Σεπτέμβριο 1930, όπου ανέλαβε χρέη καθηγητή γαλλικών. Το αναφέρουμε, γιατί δείχνει το πόσο νωρίς ο Ξενόπουλος άρχισε όχι μόνο να διαβάζει τα υποψήφια έργα αλλά και να τα μελετάει λεπτομερώς. Άραγε, υπήρξε κριτής κάποιας κριτικής επιτροπής, τα τελευταία, ας πούμε, τριάντα χρόνια, που να έδωσε αντίστοιχη βαρύτητα στο έργο της επιλογής και βράβευσης; Γιατί να μην υπάρξει σε κάποιο από τα ιδιωτικά βραβεία ή και στα κρατικά μια επιτροπή, όπου τα μέλη της να διαβάζουν όλα τα υποψήφια βιβλία και να συντάσσουν έκθεση για καθένα από αυτά;
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στις 13 Ιουνίου 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου