Ο Παπαδιαμάντης εξοικονομούσε τα προς το ζήν μεταφράζοντας για τις εφημερίδες πάσης φύσεως κείμενα, μεταξύ αυτών και μυθιστορήματα. Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι μεταφράσεις του, τουλάχιστον όσες γνωρίζουμε, ευτυχούν και αυτό συμβαίνει ανεξάρτητα του βαθμού συγγένειας με το βίο και το έργο του μεταφραζόμενου συγγραφέα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του μυθιστορήματος του Γουέλς κατορθώνει και προσδίδει λογοτεχνικό ύφος σε ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, επιδεικνύοντας επίνοια κατά την απόδοση των επιστημονικών όρων και περιγραφών. Κατά τα άλλα, ούτε ο βίος ούτε το έργο του συγγενεύουν με εκείνα του Γουέλς, όπως πασχίζουν να δείξουν τα συνοδευτικά κείμενα και στη συνέχεια, ο Τύπος κατά την παρουσίαση της έκδοσης. Ας όψονται ο μύθος του Παπαδιαμάντη και οι εισαγόμενες θεωρίες.
Κατ' αρχάς, γίνεται αναφορά στον κοινό στερημένο βίο Παπαδιαμάντη και Γουέλς. Όσο αφορά τον Παπαδιαμάντη, παλαιότεροι και σύγχρονοι διατηρούν στο μύθο του το στοιχείο του στερημένου. Τονίζουν όσα γνωρίσματα τον φέρνουν να μοιάζει με έναν σημερινό παρία. “Κακοντυμένος... με ξεφτισμένες πάντα τις άκρες των μανικιών του... μπορούσαν να τον πάρουν και για υπηρέτη του γραφείου”. Βεβαίως, υπάρχουν και ορισμένοι, που εξωραΐζουν την οικονομική του στενότητα. Αυτοί τον θέλουν επαγγελματία μεταφραστή “με καλές αμοιβές στον αθηναϊκό Τύπο”, που “απέφευγε να υπογράψει τη δουλειά του”. Κάτι, δηλαδή, σαν μπλαζέ διανοούμενος. Υπερισχύει, πάντως, η γνώμη ότι είχε, από κάθε άποψη, στερημένο βίο. Όσο αφορά τον Γουέλς, τώρα, στα εφηβικά του χρόνια, η οικογένειά του γνώρισε οικονομικές δυσχέρειες. Ωστόσο, όταν άρχισε να παραδίδει μαθήματα, όντας απόφοιτος βιολογίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, θα ορθοποδούσε, αν δεν είχε τόσο άτακτη ερωτική ζωή. Έναν πρώτο γάμο με δεύτερη εξαδέλφη του, μια συμβίωση με μαθήτριά του κυνηγημένος από την σύζυγο, τελικά έναν δεύτερο γάμο με την μαθήτρια και έναν πρώτο γιο, που γεννήθηκε το 1901, όταν ο Παπαδιαμάντης μετέφραζε το μυθιστόρημά του. Τριανταπεντάρης, τότε, ο Γουέλς, ήταν ένας μπεστ-σελερίστας, που επιζητούσε εφήμερες περιπέτειες. Η επιτυχία είχε έρθει νωρίς, από το πρώτο του βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, το 1895. Τα τέσσερα πρώτα, που εξέδωσε εντός μιας τετραετίας, 1895-1898, στάθηκαν και τα δημοφιλέστερα. Ωστόσο, στα καθ’ ημάς, κριτικός εφημερίδας με μεγάλο κύρος και κυκλοφορία, σχολιάζει: “Μοιάζει να αποτελεί ευτύχημα η πνευματική συνάντηση των δυο συγγραφέων, σε μια εποχή που ήταν και οι δυο φτωχοί και άσημοι...”
Ο σύγχρονος μύθος του Παπαδιαμάντη τον αποκαθαίρει από τις θρησκευτικές του συνήθειες, όπως συχνούς εκκλησιασμούς, ψαλτική και παννυχίδες, ως ασύμβατες με μια ευρωπαϊκή ταυτότητα. Ωστόσο, εκδότες και Τύπος, ιδίως αυτός ο δεύτερος, τον θυμούνται ανελλιπώς κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Ενδεικτικά, παραμονές Χριστουγέννων κυκλοφόρησε η πρόσφατη μετάφραση. Την Κυριακή του Πάσχα θυμάται να τον μνημονεύσει συντάκτης έτερης μεγάλης εφημερίδας, σχολιάζοντας: “Μέρα που είναι ας μνημονεύσουμε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη μιας κι έχουμε πιάσει στο χέρι κατ' αυτάς πρόσφατα εκδοθέν κείμενό του...”
Πέραν, όμως, της όποιας συγγένειας στα του βίου των δυο συγγραφέων, εντοπίζουν και “εκλεκτικές συγγένειες” μεταξύ του ήρωα του συγκεκριμένου μυθιστορήματος του Γουέλς και της Φραγκογιαννούς. Θεωρούν ότι και οι δύο συνιστούν τραγικά πρόσωπα, αφού αμφοτέρων “ ψηλώνει ο νους”. Ωστόσο, ο ήρωας του Γουέλς, ούτε με τον εαυτό του συγκρούεται ούτε με το πεπρωμένο του και μάλλον “ο νους του δεν ψηλώνει”. Ένας πείσμων επιστήμονας είναι, στα όρια της εμμονής, που βρίσκει κακό τέλος. Αυτή η άποψη ότι ο Παπαδιαμάντης πρέπει να αναγνώρισε κάτι δικό του, με κάτι να “συντονίστηκε”, για να δώσει μια μετάφραση, την οποία είθισται να στολίζουν με κοσμητικά επίθετα, συχνά πομπώδη και ασαφή, είναι άκρως επισφαλής. Και θα φανεί αυτό σύντομα. Εντός του έτους ελπίζουμε όλοι να πραγματοποιηθεί η υποσχεμένη έκδοση της μετάφρασης από τον Παπαδιαμάντη του μυθιστορήματος του Μπραμ Στόουκερ «Ο Δράκουλας». Οπότε θα παρουσιαστεί το δίλημμα των συγγενειών, που θα πρέπει να επινοηθούν, ειδάλλως πως θα δικαιολογηθεί η καλή μετάφραση.
Παρεμπιπτόντως, ο σύγχρονος μύθος του Παπαδιαμάντη τον θέλει εναρμονισμένο με τον ευρωπαϊκό λογοτεχνικό κανόνα. Προς τούτο, οι θεωρητικοί ανακαλύπτουν ότι τα εκλεκτότερα των διηγημάτων του είναι κρυφομυθιστορήματα. Πάντως, συμφωνούν με τους παλαιότερους ότι ομφαλός του έργου του παραμένει το “κοινωνικόν μυθιστόρημα” «Η Φόνισσα». Διαφωνούν, ωστόσο, ως προς το κύριο χαρακτηριστικό, που δίνει στο εν λόγω μυθιστόρημα αυτήν την δεσπόζουσα θέση στο παπαδιαμάντειο σύμπαν. Κατ' αυτούς πρόκειται για το περιβόητο θέμα του “Άλλου”. Εξ ου και η συγγένεια με τα μυθιστορήματα του Γουέλς. Ακριβώς, για να συζητηθεί εν εκτάσει το θέμα της ετερότητας, δημοσιεύεται στο επίμετρο της πρόσφατης μετάφρασης κείμενο της Πέγκυς Καρπούζου, στην οποία οφείλουμε τη μετάφραση μετά εισαγωγής της μελέτης του Τέρρυ Ήγκλετον «Μετά τη θεωρία». Ενώ, απουσιάζει η συνήθης παρουσίαση συγγραφέα και έργου. Πιθανώς κρίθηκε ως τετριμμένο συμπλήρωμα. Πάντως, το κενό δεν καλύπτεται από το αναδημοσιευόμενο άρθρο του Νικόλαου Επισκοπόπουλου, με το οποίο ανακοίνωνε στους αναγνώστες της εφημερίδας «Το Άστυ» τη δημοσίευση των “επιφυλλίδων” του «Αόρατου». Δεδομένου ότι πρόκειται για ένα γενικόλογο κείμενο, όπως, άλλωστε, συνηθιζόταν σε παρόμοιες διαφημιστικού τύπου καταχωρήσεις.
Κατά την Καρπούζου, ο Γουέλς είναι σημαντικός στη διαμόρφωση του είδους της επιστημονικής φαντασίας, υπερέχοντας κι αυτού του Ιουλίου Βερν, γιατί θέτει στο επίκεντρο των έργων του το θέμα της διαφορετικότητας. Θέμα βασικό κατ' αυτήν, για τα μυθιστορήματα αυτού του είδους. Γιατί όχι; Αν λείπει το στοιχείο του ανοίκειου και του ξένου από μια ουτοπία, τι σόι ουτοπία θα είναι; Εκείνο, όμως, που παρουσιάζει ενδιαφέρον, δεν είναι οι γενικής ισχύος θεωρίες, που επικαλείται, αλλά τα συγκεκριμένα παραθέματα από το συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Γουέλς, τον «Αόρατο», με τα οποία τεκμηριώνει την ύπαρξη αυτού του “Άλλου”. Κατ' αρχάς, με βάση τη σημασία του ονόματος, που δίνει ο Γουέλς στον ήρωά του, συμπεραίνει ότι θέλει να τον παρουσιάσει ως εξαιρετικό άνδρα. Το όνομα είναι Γκρίφφιν και δεν μπορεί να αποκλεισθεί η εκδοχή της τυχαίας επιλογής, καθώς πρόκειται για ένα συχνά απαντώμενο όνομα στη μυθιστοριογραφία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Κατά τα άλλα, Γκρίφφιν σημαίνει γρύπας, δηλαδή ένα μυθικό μειξογενές ον, σύζευξη αετού και λέοντος. Προφανώς και πρόκειται για δυο ευγενείς εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε ότι, από την ύστερη αρχαιότητα και εδώθε, ο γρύπας ταυτίστηκε σε μεγάλο βαθμό με τις μυστηριακές τελετουργίες. Οπότε, αν παραδεχτούμε ότι ο Γουέλς ήθελε, πράγματι, κάτι να σηματοδοτήσει, αυτό θα μπορούσε να είναι το απόκρυφο στοιχείο, που είχαν οι επιστημονικοί πειραματισμοί σε εκείνα τα χρόνια. Ο Γκρίφφιν είναι ένας φυσικός, που επιχειρεί ένα ρηξικέλευθο πείραμα.
Στη συνέχεια, για να φανεί η ετερότητα του Γκρίφφιν, φέρνει ως παράδειγμα δυο παραθέματα, στηριζόμενη στην ελληνική μετάφραση, που έγινε εκ του γαλλικού. Οι προθέσεις, όμως, του συγγραφέα τεκμαίρονται από το δικό του κείμενο και μόνο. Από το πρώτο παράθεμα εξάγει το συμπέρασμα: “Ο Γκρίφφιν, αποφασισμένος να ξεπεράσει κάθε όριο, αναφέρεται υποτιμητικά στο δάσκαλό του που έθετε περιορισμούς στον επιστημονικό πειραματισμό και διαχωρίζει τη θέση του από αυτόν”. Το παράθεμα, όμως, σε μια κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού πρωτότυπου είναι: “Ο καθηγητής μου Όλιβερ ήταν ένας ασυνείδητος επιστήμονας με ανακλαστικά δημοσιογράφου, ένας κλέφτης ιδεών, που συνεχώς κατασκόπευε”. Εδώ, ο Γουέλς, πιθανώς ο ίδιος παθών, καταγγέλλει την πάγια τακτική των καθηγητών να εκμεταλλεύονται τις ιδέες των μαθητών τους. Από το δεύτερο παράθεμα συνάγει: “Ο Γκρίφφιν, πιστεύοντας στη διανοητική ανωτερότητά του απέναντι στους συνανθρώπους του, τους θεωρεί εμπόδιο στα σχέδιά του”. Το παράθεμα, όμως, και πάλι, σε κατά λέξη μετάφραση είναι: “Κάθε πιθανού είδους ανόητη ύπαρξη, που πλάστηκε ποτέ, βρέθηκε στο δρόμο μου”. Εδώ, θα μπορούσε να πρόκειται για φραστική υπερβολή, καθώς ο Γκρίφφιν διεκτραγωδεί το μέγεθος της κακοτυχίας του.
Εκτός, όμως, από τη θεωρία της ετερότητας και το ερώτημα, κατά πόσο η εφαρμογή της στο μυθιστόρημα του Γούλες τεκμηριώνεται, η μελετήτρια φαίνεται να έχει μάλλον λίγο θολή εικόνα για το σύνολο του έργου. Ο τρόπος που αναφέρεται στο πείραμα του Γκρίφφιν δείχνει σαν να μην αντιλαμβάνεται ότι ο Γουέλς έγραψε την ιστορία του, με αφορμή την ανακάλυψη των ακτίνων Ραίντγκεν και την μεγάλη απήχηση, που αυτή είχε. Μόνο έτσι εξηγείται η παρατήρησή της: “Στο έργο του αντανακλώνται οι εφιάλτες που προκάλεσε στη βικτωριανή φαντασία η εφεύρεση του Rontgen”.
Ας θυμηθούμε, όμως, μερικές ημερομηνίες. Ο γερμανός φυσικός Βίλχελμ Κόνραντ Ραίντγκεν πρωτοδημοσιεύει τα πειραματικά του ευρήματα στις 28 Δεκεμβρίου 1895. Αποκαλεί τις νέες ακτίνες, ακτίνες Χ. Η επιστημονική κοινότητα αντιλαμβάνεται τη μεγάλη σημασία της ανακάλυψης για την ιατρική και την μεταλλουργία. Ο Ραίντγκεν αρνείται να κατοχυρώσει την ευρεσιτεχνία, ώστε η ανακάλυψή του να μείνει στη διάθεση της ανθρωπότητας. Θεωρείται ευεργέτης και σπεύδουν να βαφτίσουν τις ακτίνες με το όνομά του. Όλα αυτά συμβαίνουν στη διάρκεια του 1896. Άνοιξη 1896, ο Γουέλς αρχίζει να γράφει την ιστορία του. Αρχικά σχεδίαζε να γράψει μια σύντομη ιστορία για περιοδικό. Στην πορεία άλλαξε γνώμη και την μεγάλωσε. Απρίλιο 1897, μια πρώτη εκδοχή ήταν έτοιμη προς δημοσίευση σε συνέχειες στο περιοδικό «Pearson's Weakly». Ο Γουέλς, με φαντασία αντίστοιχη εκείνης του Ιουλίου Βερν, αλλά με λιγότερη δουλειά, εκ της περιουσίας, έστηνε την πλοκή των μυθιστορημάτων του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, είχε την ιδέα να συνδυάσει τις ακτίνες Ραίντγκεν, που ήταν το πρώτο θέμα της επικαιρότητας, με το μύθο του αόρατου, που πάντοτε γοήτευε. Ο ήρωάς του συγκρίνει την ακτινοβολία, που χρησιμοποιεί για να γίνει αόρατος, με εκείνη του Ραίντγκεν, ανακατεύοντας στις εξηγήσεις του τον αιθέρα. Τότε, ακόμη, πίστευαν στην ύπαρξή του και ο ίδιος ο Ραίντγκεν θεωρούσε ότι η ακτινοβολία του, όπως και το φως, διαδίδεται μέσω του αιθέρα. Πάντως, στο μυθιστόρημα, το επιστημονικό μέρος έχει μικρή έκταση, κάτι λιγότερο από δύο κεφάλαια επί συνόλου 28. Η ιστορία εκτυλίσσεται με κωμικές σκηνές που εναλλάσσονται με άλλες καταδίωξης και τρόμου. Όσο για το ηθικό μοτίβο, είναι το ίδιο σε όλα τα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας του Γουέλς. Σχετίζεται και αφορά την ευθύνη του επιστήμονα στην αναμέτρησή της με τις εμμονές της ιδιοφυίας.
Μακρολογήσαμε γύρω από τα συνοδευτικά κείμενα, γιατί αυτά είναι εκείνα που πρώτα και κυρίως διαβάζονται. Κι αυτό το αποδεικνύει η αναπαραγωγή τους από τον Τύπο, που λειτουργεί ελαφρώς παραμορφωτικά και αρκούντως μεγεθυντικά. Αποτολμώντας μια παρομοίωση, θα λέγαμε πως λειτουργούν, ως προς το κυρίως σώμα, όπως τα αόρατα υλικά, τα μετα-υλικά, που η τεχνολογία έχει ξεκινήσει να κατασκευάζει. Εκείνα εκτρέπουν το φως, τα συνοδευτικά κείμενα την προσοχή του αναγνώστη.
Κατ' αρχάς, γίνεται αναφορά στον κοινό στερημένο βίο Παπαδιαμάντη και Γουέλς. Όσο αφορά τον Παπαδιαμάντη, παλαιότεροι και σύγχρονοι διατηρούν στο μύθο του το στοιχείο του στερημένου. Τονίζουν όσα γνωρίσματα τον φέρνουν να μοιάζει με έναν σημερινό παρία. “Κακοντυμένος... με ξεφτισμένες πάντα τις άκρες των μανικιών του... μπορούσαν να τον πάρουν και για υπηρέτη του γραφείου”. Βεβαίως, υπάρχουν και ορισμένοι, που εξωραΐζουν την οικονομική του στενότητα. Αυτοί τον θέλουν επαγγελματία μεταφραστή “με καλές αμοιβές στον αθηναϊκό Τύπο”, που “απέφευγε να υπογράψει τη δουλειά του”. Κάτι, δηλαδή, σαν μπλαζέ διανοούμενος. Υπερισχύει, πάντως, η γνώμη ότι είχε, από κάθε άποψη, στερημένο βίο. Όσο αφορά τον Γουέλς, τώρα, στα εφηβικά του χρόνια, η οικογένειά του γνώρισε οικονομικές δυσχέρειες. Ωστόσο, όταν άρχισε να παραδίδει μαθήματα, όντας απόφοιτος βιολογίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, θα ορθοποδούσε, αν δεν είχε τόσο άτακτη ερωτική ζωή. Έναν πρώτο γάμο με δεύτερη εξαδέλφη του, μια συμβίωση με μαθήτριά του κυνηγημένος από την σύζυγο, τελικά έναν δεύτερο γάμο με την μαθήτρια και έναν πρώτο γιο, που γεννήθηκε το 1901, όταν ο Παπαδιαμάντης μετέφραζε το μυθιστόρημά του. Τριανταπεντάρης, τότε, ο Γουέλς, ήταν ένας μπεστ-σελερίστας, που επιζητούσε εφήμερες περιπέτειες. Η επιτυχία είχε έρθει νωρίς, από το πρώτο του βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, το 1895. Τα τέσσερα πρώτα, που εξέδωσε εντός μιας τετραετίας, 1895-1898, στάθηκαν και τα δημοφιλέστερα. Ωστόσο, στα καθ’ ημάς, κριτικός εφημερίδας με μεγάλο κύρος και κυκλοφορία, σχολιάζει: “Μοιάζει να αποτελεί ευτύχημα η πνευματική συνάντηση των δυο συγγραφέων, σε μια εποχή που ήταν και οι δυο φτωχοί και άσημοι...”
Ο σύγχρονος μύθος του Παπαδιαμάντη τον αποκαθαίρει από τις θρησκευτικές του συνήθειες, όπως συχνούς εκκλησιασμούς, ψαλτική και παννυχίδες, ως ασύμβατες με μια ευρωπαϊκή ταυτότητα. Ωστόσο, εκδότες και Τύπος, ιδίως αυτός ο δεύτερος, τον θυμούνται ανελλιπώς κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Ενδεικτικά, παραμονές Χριστουγέννων κυκλοφόρησε η πρόσφατη μετάφραση. Την Κυριακή του Πάσχα θυμάται να τον μνημονεύσει συντάκτης έτερης μεγάλης εφημερίδας, σχολιάζοντας: “Μέρα που είναι ας μνημονεύσουμε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη μιας κι έχουμε πιάσει στο χέρι κατ' αυτάς πρόσφατα εκδοθέν κείμενό του...”
Πέραν, όμως, της όποιας συγγένειας στα του βίου των δυο συγγραφέων, εντοπίζουν και “εκλεκτικές συγγένειες” μεταξύ του ήρωα του συγκεκριμένου μυθιστορήματος του Γουέλς και της Φραγκογιαννούς. Θεωρούν ότι και οι δύο συνιστούν τραγικά πρόσωπα, αφού αμφοτέρων “ ψηλώνει ο νους”. Ωστόσο, ο ήρωας του Γουέλς, ούτε με τον εαυτό του συγκρούεται ούτε με το πεπρωμένο του και μάλλον “ο νους του δεν ψηλώνει”. Ένας πείσμων επιστήμονας είναι, στα όρια της εμμονής, που βρίσκει κακό τέλος. Αυτή η άποψη ότι ο Παπαδιαμάντης πρέπει να αναγνώρισε κάτι δικό του, με κάτι να “συντονίστηκε”, για να δώσει μια μετάφραση, την οποία είθισται να στολίζουν με κοσμητικά επίθετα, συχνά πομπώδη και ασαφή, είναι άκρως επισφαλής. Και θα φανεί αυτό σύντομα. Εντός του έτους ελπίζουμε όλοι να πραγματοποιηθεί η υποσχεμένη έκδοση της μετάφρασης από τον Παπαδιαμάντη του μυθιστορήματος του Μπραμ Στόουκερ «Ο Δράκουλας». Οπότε θα παρουσιαστεί το δίλημμα των συγγενειών, που θα πρέπει να επινοηθούν, ειδάλλως πως θα δικαιολογηθεί η καλή μετάφραση.
Παρεμπιπτόντως, ο σύγχρονος μύθος του Παπαδιαμάντη τον θέλει εναρμονισμένο με τον ευρωπαϊκό λογοτεχνικό κανόνα. Προς τούτο, οι θεωρητικοί ανακαλύπτουν ότι τα εκλεκτότερα των διηγημάτων του είναι κρυφομυθιστορήματα. Πάντως, συμφωνούν με τους παλαιότερους ότι ομφαλός του έργου του παραμένει το “κοινωνικόν μυθιστόρημα” «Η Φόνισσα». Διαφωνούν, ωστόσο, ως προς το κύριο χαρακτηριστικό, που δίνει στο εν λόγω μυθιστόρημα αυτήν την δεσπόζουσα θέση στο παπαδιαμάντειο σύμπαν. Κατ' αυτούς πρόκειται για το περιβόητο θέμα του “Άλλου”. Εξ ου και η συγγένεια με τα μυθιστορήματα του Γουέλς. Ακριβώς, για να συζητηθεί εν εκτάσει το θέμα της ετερότητας, δημοσιεύεται στο επίμετρο της πρόσφατης μετάφρασης κείμενο της Πέγκυς Καρπούζου, στην οποία οφείλουμε τη μετάφραση μετά εισαγωγής της μελέτης του Τέρρυ Ήγκλετον «Μετά τη θεωρία». Ενώ, απουσιάζει η συνήθης παρουσίαση συγγραφέα και έργου. Πιθανώς κρίθηκε ως τετριμμένο συμπλήρωμα. Πάντως, το κενό δεν καλύπτεται από το αναδημοσιευόμενο άρθρο του Νικόλαου Επισκοπόπουλου, με το οποίο ανακοίνωνε στους αναγνώστες της εφημερίδας «Το Άστυ» τη δημοσίευση των “επιφυλλίδων” του «Αόρατου». Δεδομένου ότι πρόκειται για ένα γενικόλογο κείμενο, όπως, άλλωστε, συνηθιζόταν σε παρόμοιες διαφημιστικού τύπου καταχωρήσεις.
Κατά την Καρπούζου, ο Γουέλς είναι σημαντικός στη διαμόρφωση του είδους της επιστημονικής φαντασίας, υπερέχοντας κι αυτού του Ιουλίου Βερν, γιατί θέτει στο επίκεντρο των έργων του το θέμα της διαφορετικότητας. Θέμα βασικό κατ' αυτήν, για τα μυθιστορήματα αυτού του είδους. Γιατί όχι; Αν λείπει το στοιχείο του ανοίκειου και του ξένου από μια ουτοπία, τι σόι ουτοπία θα είναι; Εκείνο, όμως, που παρουσιάζει ενδιαφέρον, δεν είναι οι γενικής ισχύος θεωρίες, που επικαλείται, αλλά τα συγκεκριμένα παραθέματα από το συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Γουέλς, τον «Αόρατο», με τα οποία τεκμηριώνει την ύπαρξη αυτού του “Άλλου”. Κατ' αρχάς, με βάση τη σημασία του ονόματος, που δίνει ο Γουέλς στον ήρωά του, συμπεραίνει ότι θέλει να τον παρουσιάσει ως εξαιρετικό άνδρα. Το όνομα είναι Γκρίφφιν και δεν μπορεί να αποκλεισθεί η εκδοχή της τυχαίας επιλογής, καθώς πρόκειται για ένα συχνά απαντώμενο όνομα στη μυθιστοριογραφία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Κατά τα άλλα, Γκρίφφιν σημαίνει γρύπας, δηλαδή ένα μυθικό μειξογενές ον, σύζευξη αετού και λέοντος. Προφανώς και πρόκειται για δυο ευγενείς εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε ότι, από την ύστερη αρχαιότητα και εδώθε, ο γρύπας ταυτίστηκε σε μεγάλο βαθμό με τις μυστηριακές τελετουργίες. Οπότε, αν παραδεχτούμε ότι ο Γουέλς ήθελε, πράγματι, κάτι να σηματοδοτήσει, αυτό θα μπορούσε να είναι το απόκρυφο στοιχείο, που είχαν οι επιστημονικοί πειραματισμοί σε εκείνα τα χρόνια. Ο Γκρίφφιν είναι ένας φυσικός, που επιχειρεί ένα ρηξικέλευθο πείραμα.
Στη συνέχεια, για να φανεί η ετερότητα του Γκρίφφιν, φέρνει ως παράδειγμα δυο παραθέματα, στηριζόμενη στην ελληνική μετάφραση, που έγινε εκ του γαλλικού. Οι προθέσεις, όμως, του συγγραφέα τεκμαίρονται από το δικό του κείμενο και μόνο. Από το πρώτο παράθεμα εξάγει το συμπέρασμα: “Ο Γκρίφφιν, αποφασισμένος να ξεπεράσει κάθε όριο, αναφέρεται υποτιμητικά στο δάσκαλό του που έθετε περιορισμούς στον επιστημονικό πειραματισμό και διαχωρίζει τη θέση του από αυτόν”. Το παράθεμα, όμως, σε μια κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού πρωτότυπου είναι: “Ο καθηγητής μου Όλιβερ ήταν ένας ασυνείδητος επιστήμονας με ανακλαστικά δημοσιογράφου, ένας κλέφτης ιδεών, που συνεχώς κατασκόπευε”. Εδώ, ο Γουέλς, πιθανώς ο ίδιος παθών, καταγγέλλει την πάγια τακτική των καθηγητών να εκμεταλλεύονται τις ιδέες των μαθητών τους. Από το δεύτερο παράθεμα συνάγει: “Ο Γκρίφφιν, πιστεύοντας στη διανοητική ανωτερότητά του απέναντι στους συνανθρώπους του, τους θεωρεί εμπόδιο στα σχέδιά του”. Το παράθεμα, όμως, και πάλι, σε κατά λέξη μετάφραση είναι: “Κάθε πιθανού είδους ανόητη ύπαρξη, που πλάστηκε ποτέ, βρέθηκε στο δρόμο μου”. Εδώ, θα μπορούσε να πρόκειται για φραστική υπερβολή, καθώς ο Γκρίφφιν διεκτραγωδεί το μέγεθος της κακοτυχίας του.
Εκτός, όμως, από τη θεωρία της ετερότητας και το ερώτημα, κατά πόσο η εφαρμογή της στο μυθιστόρημα του Γούλες τεκμηριώνεται, η μελετήτρια φαίνεται να έχει μάλλον λίγο θολή εικόνα για το σύνολο του έργου. Ο τρόπος που αναφέρεται στο πείραμα του Γκρίφφιν δείχνει σαν να μην αντιλαμβάνεται ότι ο Γουέλς έγραψε την ιστορία του, με αφορμή την ανακάλυψη των ακτίνων Ραίντγκεν και την μεγάλη απήχηση, που αυτή είχε. Μόνο έτσι εξηγείται η παρατήρησή της: “Στο έργο του αντανακλώνται οι εφιάλτες που προκάλεσε στη βικτωριανή φαντασία η εφεύρεση του Rontgen”.
Ας θυμηθούμε, όμως, μερικές ημερομηνίες. Ο γερμανός φυσικός Βίλχελμ Κόνραντ Ραίντγκεν πρωτοδημοσιεύει τα πειραματικά του ευρήματα στις 28 Δεκεμβρίου 1895. Αποκαλεί τις νέες ακτίνες, ακτίνες Χ. Η επιστημονική κοινότητα αντιλαμβάνεται τη μεγάλη σημασία της ανακάλυψης για την ιατρική και την μεταλλουργία. Ο Ραίντγκεν αρνείται να κατοχυρώσει την ευρεσιτεχνία, ώστε η ανακάλυψή του να μείνει στη διάθεση της ανθρωπότητας. Θεωρείται ευεργέτης και σπεύδουν να βαφτίσουν τις ακτίνες με το όνομά του. Όλα αυτά συμβαίνουν στη διάρκεια του 1896. Άνοιξη 1896, ο Γουέλς αρχίζει να γράφει την ιστορία του. Αρχικά σχεδίαζε να γράψει μια σύντομη ιστορία για περιοδικό. Στην πορεία άλλαξε γνώμη και την μεγάλωσε. Απρίλιο 1897, μια πρώτη εκδοχή ήταν έτοιμη προς δημοσίευση σε συνέχειες στο περιοδικό «Pearson's Weakly». Ο Γουέλς, με φαντασία αντίστοιχη εκείνης του Ιουλίου Βερν, αλλά με λιγότερη δουλειά, εκ της περιουσίας, έστηνε την πλοκή των μυθιστορημάτων του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, είχε την ιδέα να συνδυάσει τις ακτίνες Ραίντγκεν, που ήταν το πρώτο θέμα της επικαιρότητας, με το μύθο του αόρατου, που πάντοτε γοήτευε. Ο ήρωάς του συγκρίνει την ακτινοβολία, που χρησιμοποιεί για να γίνει αόρατος, με εκείνη του Ραίντγκεν, ανακατεύοντας στις εξηγήσεις του τον αιθέρα. Τότε, ακόμη, πίστευαν στην ύπαρξή του και ο ίδιος ο Ραίντγκεν θεωρούσε ότι η ακτινοβολία του, όπως και το φως, διαδίδεται μέσω του αιθέρα. Πάντως, στο μυθιστόρημα, το επιστημονικό μέρος έχει μικρή έκταση, κάτι λιγότερο από δύο κεφάλαια επί συνόλου 28. Η ιστορία εκτυλίσσεται με κωμικές σκηνές που εναλλάσσονται με άλλες καταδίωξης και τρόμου. Όσο για το ηθικό μοτίβο, είναι το ίδιο σε όλα τα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας του Γουέλς. Σχετίζεται και αφορά την ευθύνη του επιστήμονα στην αναμέτρησή της με τις εμμονές της ιδιοφυίας.
Μακρολογήσαμε γύρω από τα συνοδευτικά κείμενα, γιατί αυτά είναι εκείνα που πρώτα και κυρίως διαβάζονται. Κι αυτό το αποδεικνύει η αναπαραγωγή τους από τον Τύπο, που λειτουργεί ελαφρώς παραμορφωτικά και αρκούντως μεγεθυντικά. Αποτολμώντας μια παρομοίωση, θα λέγαμε πως λειτουργούν, ως προς το κυρίως σώμα, όπως τα αόρατα υλικά, τα μετα-υλικά, που η τεχνολογία έχει ξεκινήσει να κατασκευάζει. Εκείνα εκτρέπουν το φως, τα συνοδευτικά κείμενα την προσοχή του αναγνώστη.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στις 20 Ιουνίου 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου