«Η Ιερά Εξέταση»
Μετάφραση Ηλίας Τσιριγκάκης
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον
της Εστίας Φεβρουάριος 2010
Είθισται τις εκδόσεις της Εστίας να τις ταυτίζουμε με τη Σειρά Νεοελληνικής Λογοτεχνίας χάρις στην παράδοση, που δημιούργησε με την σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα έκδοση των βιβλίων της γενιάς του '30. Παράδοση, την οποία διατηρεί σε υψηλό επίπεδο με τη Σειρά Σύγχρονης Ελληνικής Πεζογραφίας και κατά την πρώτη δεκαετία του τρέχοντος αιώνα, όταν εορτάζονται οι εκατονταετηρίδες από τη γέννηση των Τερζάκηδων και Θεοτοκάδων, όπως ορισμένοι μεταμοντέρνας προοπτικής έχουν υποτιμητικά αποκαλέσει τους παππούδες των σημερινών μυθιστοριογράφων. Στη σύγχρονη Σειρά έχουν παρουσιαστεί πολλά υποσχόμενοι πρωτοεμφανιζόμενοι, που ήδη τείνουν να καταλάβουν καλές θέσεις στο σχηματιζόμενο νεότερο δυναμικό. Ταυτόχρονα, με ορισμένες επίλεκτες “μεταγραφές”, η Σειρά διασφάλισε και κάποιους σημαντικούς πρεσβύτερους. Έχει, βεβαίως, κι αυτή υποστεί διαρροή δυνάμεων λόγω “μεταγραφών” σε άλλους εκδοτικούς οίκους, που αναπληρώνουν το έλλειμμα παράδοσης με εκείνο του οικονομικού σθένους.
Δίπλα, ωστόσο, στις σειρές ελληνικής λογοτεχνίας, υπάρχει, εκτός πλείστων άλλων σειρών, η συστηματική Σειρά Ιστορίας και Πολιτικής, που διευθύνει ο ιστορικός Νίκος Καραπιδάκης. Σε αυτήν τη σειρά εκδίδονται ξένες και ελληνικές μελέτες, που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα. Θα παρουσιάσουμε δυο πρόσφατους τόμους της Σειράς χωρίς να διαθέτουμε ιδιαίτερες γνώσεις στο συγκεκριμένο θέμα πέρα από εκείνες του μέσου αναγνώστη. Πρόκειται για δυο μελέτες, που αφορούν σχετικά μεταξύ τους θέματα: τη μελέτη του γερμανού ιστορικού Γκερντ Σβέρχοφ για την Ιερά Εξέταση και εκείνη της Διονυσίας Γιαλαμά για τις ελληνίδες μάγισσες στη Βενετία, στη διάρκεια τριών αιώνων, 16ου, 17ου και 18ου.
Η Ιερά Εξέταση ήταν το δικαστήριο της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, που σύστησε, το 1231, ο πάπας Γρηγόριος Θ΄ και το οποίο είχε, αρχικά, ως αποστολή την καταπολέμηση των αιρέσεων και στη συνέχεια, όλων των δραστηριοτήτων, που αποδίδονταν σε διαβολική επενέργεια, όπως η μαγεία και η αλχημεία. Η ονομασία του εν λόγω δικαστηρίου δηλώνει, ευθύς εξ αρχής, την έμφαση, που δινόταν στην εξέταση μιας καταγγελίας με μακριές ανακρίσεις, κατά τις οποίες επιτρέπονταν, κατόπιν εγκρίσεως από τον πάπα Ινοκέντιο Δ΄, το 1252, και η χρήση βασανιστηρίων. Ο Σβέρχοφ, στην εισαγωγή της μελέτης του, θυμίζει ότι “στην Ιερά Εξέταση επιρρίπτεται το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τις μελανές σελίδες στην ιστορία της Δύσης”. Ο ίδιος προσπαθεί να σκιαγραφήσει το ιστορικό της “χωρίς εμπάθεια και ζήλο”, διακρίνοντας τη μεσαιωνική από τη νεότερη φάση της, αλλά και εστιάζοντας στις τοπικές διαφοροποιήσεις.
Σε ένα πρώτο κεφάλαιο, παρουσιάζει τη παπική Ιερά Εξέταση κατά τον Μεσαίωνα, όπως λειτούργησε στην ιταλική χερσόνησο και την νότια Γαλλία. Αιτία της ίδρυσής της στάθηκε η εξάπλωση σε αυτές τις περιοχές των αιρέσεων των Καθαρών και των “πτωχών του Χριστού”. Όπως φαίνεται, ενοχλούσαν, γιατί διατηρούσαν ως πρότυπο το βίο των Αποστόλων και πρέσβευαν την ακτημοσύνη, ζητώντας από τον κλήρο να εφαρμόζει απαρέγκλιτα τις ηθικές αρχές. Τότε, ακόμη, η Ιερά Εξέταση δεν αποτελούσε θεσμό. Υπάκουε, όμως, σε μια σειρά σαφώς διατυπωμένων κανόνων, πρακτικών και στόχων. Προβλεπόταν επιεικής μεταχείριση στους ομολογούντες, οι οποίοι έπρεπε, όχι μόνο να αποκηρύξουν τις αιρετικές τους ιδέες αλλά και να ορκιστούν ότι στο μέλλον θα καταδίδουν τους αιρετικούς. Για όσους αθωώνονταν, προβλέπονταν ορισμένες ελάσσονες τιμωρίες, όπως η ανάρτηση του σταυρού της μετάνοιας και το προσκύνημα σε ιερό τόπο. Για τους αμετανόητους, η Ιερά Εξέταση, ως εκκλησιαστικό δικαστήριο, δεν μπορούσε να καταλήξει στην θανατική καταδίκη. Ως άλλος Πόντιος Πιλάτος, ένιπτε τας χείρας της και τους παρέπεμπε στην κοσμική εξουσία. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν συνεπαγόταν αυτόματα και τον διά της πυράς θάνατο. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα τεκμήρια, η καταδίκη στον διά της πυράς θάνατο αντιστοιχούσε στο 1% των περιπτώσεων. Πάντως, οι πρακτικές της Ιεράς Εξέτασης προέβλεπαν βασανισμούς κατά τη φυλάκιση για την απόσπαση ομολογίας, καθώς και τη δημιουργία πυκνού δικτύου αρχείων και καταλόγων.
Σε ένα δεύτερο κεφάλαιο, σχολιάζει την εξάπλωση της Ιεράς Εξέτασης στην Ιβηρική Χερσόνησο. Οι απαρχές της τοποθετούνται στο 1480, όταν πρωτολειτούργησε ως κρατικός θεσμός των δύο ισπανικών βασιλείων της Καστίλλης και της Αραγωνίας. Στους νεότερους χρόνους, ο θεσμός απέκτησε γραφειοκρατική και ιεραρχική δομή, ενώ επικεντρώθηκε σε συγκεκριμένους στόχους, με πρώτο και κυριότερο, την φυλετική κάθαρση. Έργο επίμοχθο, αναμφιβόλως, δεδομένου ότι, στον Μεσαίωνα, συμβίωναν, σε εκείνες τις περιοχές, χριστιανοί, μουσουλμάνοι και Εβραίοι. Οι διωγμοί των τελευταίων είχαν αρχίσει νωρίτερα: το 1290 εκτοπίστηκαν από την Αγγλία, το 1306 από τη Γαλλία, ενώ, περί τα μέσα του 14ου αιώνα, ο αντισημιτισμός εντάθηκε στην Ισπανία. Ωστόσο, η ισπανική Ιερά Εξέταση, στα τριακόσια περίπου χρόνια δράσης της, στράφηκε και εναντίον των προτεσταντών. Από την Ισπανία στην Πορτογαλία και τούμπαλιν, πηγαινοέρχονταν “εβραΐζοντες”, διανοούμενοι και “κονβέρσος”, ζητώντας κρησφύγετο. Επισήμως, η ισπανική Ιερά Εξέταση διαλύθηκε στις 15 Ιουλίου 1834, από την αντιβασίλισσα Μαρία Χριστίνα, εν ονόματι της ανήλικης Ισαβέλλας Β΄. Σύμβολά της παρέμειναν ο σταυρός, το κλαδί ελιάς και το ξίφος. Στη μελέτη αναφέρονται οι συνηθέστεροι τύποι βασανιστηρίων και περιγράφονται οι δημόσιες διαδικασίες, κατά τις οποίες απαγγέλλονταν οι καταδίκες, γίνονταν οι θανατώσεις στην πυρά και τα auto-da-fe (= όρκοι πίστεως). Αυτές οι εκδηλώσεις πήραν, συν τω χρόνω, την μορφή εντυπωσιακών τελετών, με τη συρροή μεγάλου πλήθους.
Ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει και η μορφή της ρωμαϊκής Ιεράς Εξέτασης κατά τους νεότερους χρόνους. Συστάθηκε το 1542, από τον πάπα Παύλο Γ΄, για την καταπολέμηση των αιρετικών. Η ίδρυσή της έδειχνε σαν μια προσπάθεια αντίδρασης προς την ισπανική Ιερά Εξέταση, καθώς, τότε, μεγάλο μέρος της Ιταλίας βρισκόταν υπό ισπανική κυριαρχία. Νουνεχείς οι έξι καρδινάλιοι, που αποτελούσαν τη Σύνοδο, το πρώτο διάταγμα, που εξέδωσαν, απαγόρευε σε βιβλιοπώλες και τυπογράφους την έκδοση και τη διάδοση αιρετικών κειμένων. Ταυτόχρονα, έσπευσαν να καταρτίσουν κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων, με περισσότερους από χίλιους τίτλους. Αργότερα, δημιουργήθηκε και ιδιαίτερη παπική αρχή, επιφορτισμένη με τη λογοκρισία. Σημειωτέον, οι ιταλοί ιεροεξεταστές δεν έπρεπε να είναι μόνο νομομαθείς, όπως οι Ισπανοί ομόλογοί τους, αλλά και θεολόγοι. Πάντως, όσο υποχωρούσε η απειλή του προτεσταντισμού, τόσο υποβαθμιζόταν και ο ρόλος της Ιεράς Εξέτασης. Το 1908, η Ιερά Εξέταση μετονομάστηκε σε Ιερά Υπηρεσία και το 1965, σε Επιτροπή για το Δόγμα και την Πίστη.
Σε ιδιαίτερο κεφάλαιο, αναφέρει ο Σβέρχοφ τις διώξεις μαγισσών από την Ιερά Εξέταση. Όπως παρατηρεί, οι περισσότερες δίκες για μαγεία, από τον 15ο έως τον 18ο αιώνα, πραγματοποιήθηκαν από κοσμικά δικαστήρια. Η μαγεία ενέπιπτε στη δικαιοδοσία της Ιεράς Εξέτασης μόνο όταν αφορούσε ομάδες αιρετικών, όπως οι Καθαροί, που υπήρχε η φήμη ότι επιδίδονταν σε μαγικές τελετές. Συχνά, όμως, παρόμοιες κατηγορίες προέρχονταν από το ίδιο το περιβάλλον των Ιεροεξεταστών και στόχευαν στη συκοφάντηση των κατηγορουμένων. Η πρώτη κατασκευασμένη κατηγορία παρουσιάστηκε το 1440, στο Φριμπούρ της Ελβετίας, όπου μια αιρετική κατηγορήθηκε και εκτελέστηκε ως μάγισσα. Η μελέτη κλείνει, παρουσιάζοντας το μύθο, που δημιουργήθηκε γύρω από την Ιερά Εξέταση. Την εποχή του Διαφωτισμού η Ιερά Εξέταση αποτελούσε συνώνυμο της θρησκευτικής καταπίεσης και με αυτή τη μορφή τροφοδότησε την τέχνη και την λογοτεχνία. Θυμίζει τα χαρακτικά του Γκόγια, αλλά και τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή στους «Αδελφούς Καραμάζωφ» του Ντοστογιέφσκι. Περισσότερα στοιχεία για τη σχέση Ιεράς Εξέτασης και μαγείας δίνει η μελέτη της Γιαλαμά, στην οποία θα επανέλθουμε.
Δίπλα, ωστόσο, στις σειρές ελληνικής λογοτεχνίας, υπάρχει, εκτός πλείστων άλλων σειρών, η συστηματική Σειρά Ιστορίας και Πολιτικής, που διευθύνει ο ιστορικός Νίκος Καραπιδάκης. Σε αυτήν τη σειρά εκδίδονται ξένες και ελληνικές μελέτες, που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα. Θα παρουσιάσουμε δυο πρόσφατους τόμους της Σειράς χωρίς να διαθέτουμε ιδιαίτερες γνώσεις στο συγκεκριμένο θέμα πέρα από εκείνες του μέσου αναγνώστη. Πρόκειται για δυο μελέτες, που αφορούν σχετικά μεταξύ τους θέματα: τη μελέτη του γερμανού ιστορικού Γκερντ Σβέρχοφ για την Ιερά Εξέταση και εκείνη της Διονυσίας Γιαλαμά για τις ελληνίδες μάγισσες στη Βενετία, στη διάρκεια τριών αιώνων, 16ου, 17ου και 18ου.
Η Ιερά Εξέταση ήταν το δικαστήριο της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, που σύστησε, το 1231, ο πάπας Γρηγόριος Θ΄ και το οποίο είχε, αρχικά, ως αποστολή την καταπολέμηση των αιρέσεων και στη συνέχεια, όλων των δραστηριοτήτων, που αποδίδονταν σε διαβολική επενέργεια, όπως η μαγεία και η αλχημεία. Η ονομασία του εν λόγω δικαστηρίου δηλώνει, ευθύς εξ αρχής, την έμφαση, που δινόταν στην εξέταση μιας καταγγελίας με μακριές ανακρίσεις, κατά τις οποίες επιτρέπονταν, κατόπιν εγκρίσεως από τον πάπα Ινοκέντιο Δ΄, το 1252, και η χρήση βασανιστηρίων. Ο Σβέρχοφ, στην εισαγωγή της μελέτης του, θυμίζει ότι “στην Ιερά Εξέταση επιρρίπτεται το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τις μελανές σελίδες στην ιστορία της Δύσης”. Ο ίδιος προσπαθεί να σκιαγραφήσει το ιστορικό της “χωρίς εμπάθεια και ζήλο”, διακρίνοντας τη μεσαιωνική από τη νεότερη φάση της, αλλά και εστιάζοντας στις τοπικές διαφοροποιήσεις.
Σε ένα πρώτο κεφάλαιο, παρουσιάζει τη παπική Ιερά Εξέταση κατά τον Μεσαίωνα, όπως λειτούργησε στην ιταλική χερσόνησο και την νότια Γαλλία. Αιτία της ίδρυσής της στάθηκε η εξάπλωση σε αυτές τις περιοχές των αιρέσεων των Καθαρών και των “πτωχών του Χριστού”. Όπως φαίνεται, ενοχλούσαν, γιατί διατηρούσαν ως πρότυπο το βίο των Αποστόλων και πρέσβευαν την ακτημοσύνη, ζητώντας από τον κλήρο να εφαρμόζει απαρέγκλιτα τις ηθικές αρχές. Τότε, ακόμη, η Ιερά Εξέταση δεν αποτελούσε θεσμό. Υπάκουε, όμως, σε μια σειρά σαφώς διατυπωμένων κανόνων, πρακτικών και στόχων. Προβλεπόταν επιεικής μεταχείριση στους ομολογούντες, οι οποίοι έπρεπε, όχι μόνο να αποκηρύξουν τις αιρετικές τους ιδέες αλλά και να ορκιστούν ότι στο μέλλον θα καταδίδουν τους αιρετικούς. Για όσους αθωώνονταν, προβλέπονταν ορισμένες ελάσσονες τιμωρίες, όπως η ανάρτηση του σταυρού της μετάνοιας και το προσκύνημα σε ιερό τόπο. Για τους αμετανόητους, η Ιερά Εξέταση, ως εκκλησιαστικό δικαστήριο, δεν μπορούσε να καταλήξει στην θανατική καταδίκη. Ως άλλος Πόντιος Πιλάτος, ένιπτε τας χείρας της και τους παρέπεμπε στην κοσμική εξουσία. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν συνεπαγόταν αυτόματα και τον διά της πυράς θάνατο. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα τεκμήρια, η καταδίκη στον διά της πυράς θάνατο αντιστοιχούσε στο 1% των περιπτώσεων. Πάντως, οι πρακτικές της Ιεράς Εξέτασης προέβλεπαν βασανισμούς κατά τη φυλάκιση για την απόσπαση ομολογίας, καθώς και τη δημιουργία πυκνού δικτύου αρχείων και καταλόγων.
Σε ένα δεύτερο κεφάλαιο, σχολιάζει την εξάπλωση της Ιεράς Εξέτασης στην Ιβηρική Χερσόνησο. Οι απαρχές της τοποθετούνται στο 1480, όταν πρωτολειτούργησε ως κρατικός θεσμός των δύο ισπανικών βασιλείων της Καστίλλης και της Αραγωνίας. Στους νεότερους χρόνους, ο θεσμός απέκτησε γραφειοκρατική και ιεραρχική δομή, ενώ επικεντρώθηκε σε συγκεκριμένους στόχους, με πρώτο και κυριότερο, την φυλετική κάθαρση. Έργο επίμοχθο, αναμφιβόλως, δεδομένου ότι, στον Μεσαίωνα, συμβίωναν, σε εκείνες τις περιοχές, χριστιανοί, μουσουλμάνοι και Εβραίοι. Οι διωγμοί των τελευταίων είχαν αρχίσει νωρίτερα: το 1290 εκτοπίστηκαν από την Αγγλία, το 1306 από τη Γαλλία, ενώ, περί τα μέσα του 14ου αιώνα, ο αντισημιτισμός εντάθηκε στην Ισπανία. Ωστόσο, η ισπανική Ιερά Εξέταση, στα τριακόσια περίπου χρόνια δράσης της, στράφηκε και εναντίον των προτεσταντών. Από την Ισπανία στην Πορτογαλία και τούμπαλιν, πηγαινοέρχονταν “εβραΐζοντες”, διανοούμενοι και “κονβέρσος”, ζητώντας κρησφύγετο. Επισήμως, η ισπανική Ιερά Εξέταση διαλύθηκε στις 15 Ιουλίου 1834, από την αντιβασίλισσα Μαρία Χριστίνα, εν ονόματι της ανήλικης Ισαβέλλας Β΄. Σύμβολά της παρέμειναν ο σταυρός, το κλαδί ελιάς και το ξίφος. Στη μελέτη αναφέρονται οι συνηθέστεροι τύποι βασανιστηρίων και περιγράφονται οι δημόσιες διαδικασίες, κατά τις οποίες απαγγέλλονταν οι καταδίκες, γίνονταν οι θανατώσεις στην πυρά και τα auto-da-fe (= όρκοι πίστεως). Αυτές οι εκδηλώσεις πήραν, συν τω χρόνω, την μορφή εντυπωσιακών τελετών, με τη συρροή μεγάλου πλήθους.
Ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει και η μορφή της ρωμαϊκής Ιεράς Εξέτασης κατά τους νεότερους χρόνους. Συστάθηκε το 1542, από τον πάπα Παύλο Γ΄, για την καταπολέμηση των αιρετικών. Η ίδρυσή της έδειχνε σαν μια προσπάθεια αντίδρασης προς την ισπανική Ιερά Εξέταση, καθώς, τότε, μεγάλο μέρος της Ιταλίας βρισκόταν υπό ισπανική κυριαρχία. Νουνεχείς οι έξι καρδινάλιοι, που αποτελούσαν τη Σύνοδο, το πρώτο διάταγμα, που εξέδωσαν, απαγόρευε σε βιβλιοπώλες και τυπογράφους την έκδοση και τη διάδοση αιρετικών κειμένων. Ταυτόχρονα, έσπευσαν να καταρτίσουν κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων, με περισσότερους από χίλιους τίτλους. Αργότερα, δημιουργήθηκε και ιδιαίτερη παπική αρχή, επιφορτισμένη με τη λογοκρισία. Σημειωτέον, οι ιταλοί ιεροεξεταστές δεν έπρεπε να είναι μόνο νομομαθείς, όπως οι Ισπανοί ομόλογοί τους, αλλά και θεολόγοι. Πάντως, όσο υποχωρούσε η απειλή του προτεσταντισμού, τόσο υποβαθμιζόταν και ο ρόλος της Ιεράς Εξέτασης. Το 1908, η Ιερά Εξέταση μετονομάστηκε σε Ιερά Υπηρεσία και το 1965, σε Επιτροπή για το Δόγμα και την Πίστη.
Σε ιδιαίτερο κεφάλαιο, αναφέρει ο Σβέρχοφ τις διώξεις μαγισσών από την Ιερά Εξέταση. Όπως παρατηρεί, οι περισσότερες δίκες για μαγεία, από τον 15ο έως τον 18ο αιώνα, πραγματοποιήθηκαν από κοσμικά δικαστήρια. Η μαγεία ενέπιπτε στη δικαιοδοσία της Ιεράς Εξέτασης μόνο όταν αφορούσε ομάδες αιρετικών, όπως οι Καθαροί, που υπήρχε η φήμη ότι επιδίδονταν σε μαγικές τελετές. Συχνά, όμως, παρόμοιες κατηγορίες προέρχονταν από το ίδιο το περιβάλλον των Ιεροεξεταστών και στόχευαν στη συκοφάντηση των κατηγορουμένων. Η πρώτη κατασκευασμένη κατηγορία παρουσιάστηκε το 1440, στο Φριμπούρ της Ελβετίας, όπου μια αιρετική κατηγορήθηκε και εκτελέστηκε ως μάγισσα. Η μελέτη κλείνει, παρουσιάζοντας το μύθο, που δημιουργήθηκε γύρω από την Ιερά Εξέταση. Την εποχή του Διαφωτισμού η Ιερά Εξέταση αποτελούσε συνώνυμο της θρησκευτικής καταπίεσης και με αυτή τη μορφή τροφοδότησε την τέχνη και την λογοτεχνία. Θυμίζει τα χαρακτικά του Γκόγια, αλλά και τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή στους «Αδελφούς Καραμάζωφ» του Ντοστογιέφσκι. Περισσότερα στοιχεία για τη σχέση Ιεράς Εξέτασης και μαγείας δίνει η μελέτη της Γιαλαμά, στην οποία θα επανέλθουμε.
Μ. Θεοδοσοπούλου
YEUX GLAUQUES
Ο Γκλάντστοουν ήταν σεβαστός ακόμη
όταν ο Τζον Ράσκιν έγραψε
τους Θησαυρούς του βασιλιά· ο Σουίνμπορν
και ο Ροσσέττι καθυβρίζονταν ακόμη.
Ύψωσε τη φωνή του ο βρομερός Μπιουκάναν
όταν το κεφάλι της, που ήταν σαν φαύνου,
κατάντησε παίγνιο
ζωγράφων και μοιχών.
Τα σκίτσα του Μπερν-Τζόουνς
διαφύλαξαν τα μάτια της·
στην Τέητ, ακόμη διδάσκουν
τον Κοφέτουα να ραψωδεί·
αδύνατος σαν το νερό του ρυακιού,
με βλέμμα απλανές.
Το αγγλικό Ρουμπαγιάτ θνησιγενές
εκείνο τον καιρό.
Το αδύνατο, καθαρό βλέμμα, απαράλλακτο
ξεπετάγεται ακόμη σαν του φαύνου μέσα
απ’ το μισορημαγμένο πρόσωπο,
ερευνητική και παθητική. ...
«Άχ, της δύστυχης της Τζέννυ η περίπτωση»...
Αναστατωμένη που ο κόσμος
δεν δείχνει να εκπλήσσεται
με του τελευταίου της ρουφιάνου
τις μοιχείες.
Δημοσιεύθηκε στις 11 Ιουλίου 2010Ο Γκλάντστοουν ήταν σεβαστός ακόμη
όταν ο Τζον Ράσκιν έγραψε
τους Θησαυρούς του βασιλιά· ο Σουίνμπορν
και ο Ροσσέττι καθυβρίζονταν ακόμη.
Ύψωσε τη φωνή του ο βρομερός Μπιουκάναν
όταν το κεφάλι της, που ήταν σαν φαύνου,
κατάντησε παίγνιο
ζωγράφων και μοιχών.
Τα σκίτσα του Μπερν-Τζόουνς
διαφύλαξαν τα μάτια της·
στην Τέητ, ακόμη διδάσκουν
τον Κοφέτουα να ραψωδεί·
αδύνατος σαν το νερό του ρυακιού,
με βλέμμα απλανές.
Το αγγλικό Ρουμπαγιάτ θνησιγενές
εκείνο τον καιρό.
Το αδύνατο, καθαρό βλέμμα, απαράλλακτο
ξεπετάγεται ακόμη σαν του φαύνου μέσα
απ’ το μισορημαγμένο πρόσωπο,
ερευνητική και παθητική. ...
«Άχ, της δύστυχης της Τζέννυ η περίπτωση»...
Αναστατωμένη που ο κόσμος
δεν δείχνει να εκπλήσσεται
με του τελευταίου της ρουφιάνου
τις μοιχείες.
Έζρα Πάουντ «Χιού Σέλγουιν Μώμπερλυ»
Δίγλωσση αναθεωρημένη έκδοση. Εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια
Χάρης Βλαβιανός, εκδόσεις Πατάκη, Απρ. 2010
Δίγλωσση αναθεωρημένη έκδοση. Εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια
Χάρης Βλαβιανός, εκδόσεις Πατάκη, Απρ. 2010
Δημοσιεύθηκε στις 11 Ιουλίου 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου