Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Μαγεία η αθάνατη

Διο­νυ­σία Για­λα­μά
«Ελλη­νί­δες μά­γισ­σες
στη Βε­νε­τία
16ος-18ος αιώ­νας»
Εκδό­σεις Βι­βλιο­πω­λείον
της Εστίας

Δε­κέμ­βριος 2009

«... Ο γε­ρο-Παρ­θέ­νης... έ­κα­με δύο βή­μα­τα κα­τά το ε­ρεί­πιον... βλέ­πει... τρία πρό­σω­πα. Ήσαν γυ­ναί­κες· τρεις γυ­ναί­κες γυ­μναί, ο­λό­γυ­μνοι.. Εις την σκιάν του ε­ρει­πίου, υ­πό τον πέ­πλον της νυ­κτός, τον πε­ριαρ­γυ­ρού­με­νον και δια­τμι­ζό­με­νον α­πό το φέγ­γος της σε­λή­νης. Ίστα­ντο ε­κεί, κ' έ­κυ­πτεν η μία κά­τω εις το έ­δα­φος, σχε­δόν γο­νυ­κλι­νής, η άλ­λη μι­σο­σκυμ­μέ­νη, η τρί­τη ορ­θία α­κό­μη. Ευ­ρί­σκο­ντο ως εις μυ­στή­ριον ε­κεί. Δεν ή­σαν φα­ντά­σμα­τα. Ήσαν ο­λό­σω­μοι. Δεν ή­σαν γυ­μναί σαρ­κός και ο­στέων, δια­φα­νή “πε­ρι­πνεύ­μα­τα”, ό­πως ή­σαν γυ­μναί εν­δυ­μά­των. Τι ή­θε­λα­ν; ... Η μία α­πλώς ε­πε­θύ­μει να λύ­ση την μα­γείαν που της εί­χαν κά­μει. Εις τον γά­μον της, την ώ­ραν της αλ­λα­γής των δα­κτυ­λίων, της εί­χαν “ρί­ξει τα κο­ρί­τσια”. Εγέν­να διαρ­κώς θή­λεα. Πέ­ντε της εί­χαν γεν­νη­θή έως τώ­ρα, κι οι γριές, που γνω­ρί­ζουν α­π' αυ­τά, έ­λε­γαν ό­τι εν­νέα έ­μελ­λε να γεν­νή­σει το ό­λον. Η άλ­λη ή­θε­λε να βλά­ψη μίαν εχ­θράν της, μίαν που ε­με­λέ­τα κα­κά δι' αυ­τήν, και την α­πει­λού­σε, με τα μά­για, να την ε­ξο­λο­θρεύ­ση, αυ­τήν και τον άν­δρα της, και τα παι­διά της. Απε­φά­σι­σε κι αυ­τή να δι­δαχ­θή τας μα­γι­κάς τέ­χνας, α­μυ­νό­με­νη διά ν' α­πο­δώ­ση τα ί­σα. Η μα­γεία δια της μα­γείας λύε­ται. Η τρί­τη, ω! δεν ή­θε­λε να εί­πη τι ε­πε­θύ­μει. Ίσως εί­χε μνη­στή­ρα, ή ε­ρα­στήν, ό­στις δυ­να­τόν να ή­το και μνη­στή­ρ, πι­θα­νόν να ε­γί­νε­το και σύ­ζυ­γος, πλην φευ! δεν την η­γά­πα πλέ­ο­ν· ε­κοί­τα­ζεν αλ­λού, τού εί­χαν χα­λά­σει τα μυα­λά άλ­λαι γυ­ναί­κες. Κι αυ­τή ε­προ­σπά­θει να κα­τα­σκευά­ση φίλ­τρα υ­πό το φέγ­γος το με­λι­χρόν, τη βοή­θεια της ευ­με­νούς Εκά­της, διά να του γυ­ρί­ση τα μυα­λά προς το μέ­ρος της... Ο γε­ρο-Παρ­θέ­νης, φι­λό­θρη­σκος άν­θρω­πος, ό­στις α­νε­γί­νω­σκε και έ­ψαλ­λεν ε­π' εκ­κλη­σίας, εί­δεν, ε­ξέ­στη κα­τε­πλά­γη.. ε­νό­η­σεν ό­τι ή­σαν μά­γισ­σαι...»
Την ι­στο­ρία του γε­ρο-Παρ­θέ­νη την εί­χε α­κού­σει ο α­φη­γη­τής του Πα­πα­δια­μά­ντη, κα­τα­πώς γρά­φει, α­πό τον Νι­κο­λά­κην του Δια­νέλ­λου, τον ύ­στε­ρον γε­νό­με­νον Νή­φω­να μο­να­χόν. Εί­ναι α­πό το διή­γη­μα «Οι μά­γισ­σες», δη­μο­σιευ­μέ­νο 15 Μαΐου 1900, στο πε­ριο­δι­κό του Γε­ρά­σι­μου Βώ­κου, «Το Πε­ριο­δι­κόν μας». Οι μά­γισ­σες του Πα­πα­δια­μά­ντη ή­ταν Σκια­θί­τισ­σες, που έ­ζη­σαν στο δεύ­τε­ρο μι­σό του 19ου αιώ­να. Δη­λα­δή, μα­κρι­νές α­πό­γο­νοι ε­κεί­νων των προ­η­γού­με­νων τριών αιώ­νων, που βρέ­θη­καν ε­γκα­τα­στη­μέ­νες στη Βε­νε­τία και τις ο­ποίες με­λε­τά για τα τε­λευ­ταία 25 χρό­νια, η Διο­νυ­σία Για­λα­μά. Τη σχε­τι­κή έ­ρευ­να την ξε­κί­νη­σε στην Βε­νε­τία, κα­τά την τριε­τία, 1984-1987, ό­ταν ή­ταν υ­πό­τρο­φος του Ελλη­νι­κού Ινστι­τού­του Βυ­ζα­ντι­νών και Με­τα­βυ­ζα­ντι­νών Σπου­δών και τη συ­νέ­χι­σε με την ε­πι­στρο­φή της στην Ελλά­δα, εί­τε ως ερ­γα­ζό­με­νη στα Γε­νι­κά Αρχεία του Κρά­τους εί­τε ως κα­θη­γή­τρια στη Μέ­ση Εκπαί­δευ­ση. Η ι­δέα για τη με­λέ­τη ή­ταν του κα­θη­γη­τή Νι­κό­λα­ου Πα­να­γιω­τά­κη. Επω­φε­λού­με­νη α­πό τις αρ­χεια­κές πη­γές, πα­ρου­σιά­ζει στοι­χεία α­πό τις δι­κο­γρα­φίες της Ιε­ράς Εξέ­τα­σης για Ελλη­νί­δες, που κα­τη­γο­ρή­θη­καν ως μά­γισ­σες, σκια­γρα­φώ­ντας, ταυ­τό­χρο­να, τις νοο­τρο­πίες και τα θρη­σκευ­τι­κά ή­θη ε­κεί­νων των αιώ­νων.
Ήδη α­πό τον Με­σαίω­να, η μορ­φή της μά­γισ­σας εί­χε α­πο­κτή­σει συ­γκε­κρι­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, που προέρ­χο­νταν α­πό τον συ­γκε­ρα­σμό δια­φο­ρε­τι­κών λαϊκών δο­ξα­σιών γύ­ρω α­πό τις χθό­νιες θεό­τη­τες της γο­νι­μό­τη­τας. Πί­στευαν ό­τι η μά­γισ­σα εί­χε σχέ­ση λα­τρείας με τον διά­βο­λο και ό­τι ε­πε­δίω­κε να προ­κα­λέ­σει το κα­κό. Γε­νι­κώς, ό­τι συ­νερ­γα­ζό­ταν και υ­πη­ρε­τού­σε τον διά­βο­λο, με τον ο­ποίο εί­χε συ­νά­ψει συμ­φω­νία υ­πο­τέ­λειας και πί­στης. Ως α­πο­δει­κτι­κό στοι­χείο αυ­τής της συμ­φω­νίας, θεω­ρού­σαν κά­ποιο ση­μά­δι στο σώ­μα της. Κά­τι σαν δια­βο­λι­κό α­πο­τύ­πω­μα, το ο­ποίο και προ­σπα­θού­σαν να δια­κρί­νουν στο σώ­μα κά­θε κα­τη­γο­ρού­με­νης για μα­γεία. Επί­σης, ε­πι­κρα­τού­σε η ά­πο­ψη ό­τι οι μά­γισ­σες α­νή­καν σε ορ­γα­νω­μέ­νες ο­μά­δες, που ε­πι­βου­λεύο­νταν την Εκκλη­σία. Ο πρώ­τος που α­σχο­λή­θη­κε με την τε­λε­τουρ­γι­κή της μα­γείας ή­ταν ο Θω­μάς Ακι­νά­της.
“Το κυ­νή­γι μα­γισ­σώ­ν” ξε­κί­νη­σε, ό­ταν η Εκκλη­σία άρ­χι­σε να νιώ­θει ό­τι α­πει­λεί­ται α­πό την αι­ρε­τι­κή τους δρά­ση. Ο διωγ­μός τους ε­ντά­θη­κε σε πε­ριο­χές, στις ο­ποίες, δί­πλα στην ε­πί­ση­μη θρη­σκεία, έ­θαλ­λαν δια­φο­ρε­τι­κές θρη­σκευ­τι­κές πε­ποι­θή­σεις. Κυ­ρίως, σε ο­ρει­νά και α­πρό­σι­τα μέ­ρη, ό­πως στα Πυ­ρη­ναία, ό­που ε­πι­βίω­ναν πα­λαιό­τε­ρες πα­γα­νι­στι­κές δο­ξα­σίες. Στη Βε­νε­τία, στην ο­ποία ε­πι­κε­ντρώ­νει τη με­λέ­τη της η Για­λα­μά, ο θε­σμός της Ιε­ράς Εξέ­τα­σης ε­νερ­γο­ποιή­θη­κε το 1547, ό­ταν ο δό­γης διό­ρι­σε στο πλευ­ρό των ιε­ρο­ε­ξε­τα­στών τρεις εκ­προ­σώ­πους της Πο­λι­τείας. Αρχι­κά, στο στό­χα­στρο της το­πι­κής Ιε­ράς Εξέ­τα­σης ή­ταν ο λου­θη­ρα­νι­σμός. Η κα­τα­στο­λή της μα­γείας ως κύ­ριο έρ­γο της Ιε­ράς Εξέ­τα­σης εμ­φα­νί­στη­κε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, κα­τά τον 17ο αιώ­να. Τό­τε, το 50% των δι­κο­γρα­φιών φθά­νει να α­φο­ρά κα­τη­γο­ρίες για μα­γεία και α­κο­λου­θούν, σε μι­κρό­τε­ρη έ­κτα­ση, οι δί­κες καλ­βι­νι­στών, ε­μπο­ρίας α­πα­γο­ρευ­μέ­νων βι­βλίων και λου­θη­ρα­νών.
Οι δι­κο­γρα­φίες των Ελλη­νί­δων, που κα­τη­γο­ρή­θη­καν για μα­γεία, α­πο­κα­λύ­πτουν ό­τι πρό­κει­ται για γυ­ναί­κες, των ο­ποίων ο τρό­πος ζωής πα­ρέκ­κλι­νε της χρι­στια­νι­κής η­θι­κής. Αυ­τό μπο­ρού­σε να ση­μαί­νει εί­τε ό­τι συμ­βίω­ναν με κά­ποιον χω­ρίς την ευ­λο­γία της Εκκλη­σίας εί­τε ό­τι εί­χαν κά­νει πε­ρισ­σό­τε­ρους α­πό έ­ναν γά­μο. Ενώ, πολ­λές α­πό αυ­τές ή­ταν χή­ρες με παι­διά. Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες ελ­λη­νί­δες μά­γισ­σες α­πέ­κρυ­πταν την κα­τα­γω­γή τους, κα­θώς οι Βε­νε­τοί φαί­νε­ται ό­τι πί­στευαν πως ό­λες οι Ελλη­νί­δες ή­ταν λί­γο πο­λύ μά­γισ­σες, ταυ­τί­ζο­ντας τη μά­γισ­σα με την γυ­ναί­κα ε­λευ­θε­ρίων η­θών. Έτσι κι αλ­λιώς, η γυ­ναί­κα ε­θεω­ρεί­το ι­κα­νή α­πό τη φύ­ση της να προ­ξε­νεί το κα­κό. Οι ιε­ρο­ε­ξε­τα­στές πί­στευαν ό­τι αι­τία κά­θε συμ­φο­ράς και σα­τα­νι­κής πρά­ξης ή­ταν η γυ­ναί­κα. Πά­ντως, ό­πως και στην ε­πο­χή του Πα­πα­δια­μά­ντη, ή­ταν γε­νι­κό­τε­ρα δια­δε­δο­μέ­νη η ά­πο­ψη ό­τι οι μά­γισ­σες μπο­ρού­σαν να δια­λύ­σουν οι­κο­γέ­νειες ή να κά­νουν έ­να ζευ­γά­ρι α­νί­κα­νο να α­πο­κτή­σει παι­διά.
Τα ε­παγ­γέλ­μα­τα των μα­γισ­σών, που α­να­φέ­ρουν οι δι­κο­γρα­φίες, εί­ναι, κυ­ρίως, πόρ­νες, υ­πη­ρέ­τριες και ζη­τιά­νες. Υπάρ­χουν, ό­μως, και με­ρι­κές, που α­σκού­σαν κά­ποια τέ­χνη, ό­πως υ­φά­ντρες. Σε α­ντί­θε­ση με τους ά­ντρες, που κα­τη­γο­ρή­θη­καν για μα­γεία και οι ο­ποίοι, κα­τά με­γά­λη πλειο­νό­τη­τα, ή­ταν μο­να­χοί και κλη­ρι­κοί. Οι δι­κο­γρα­φίες α­πο­κα­λύ­πτουν πολ­λά στοι­χεία για τον ι­διω­τι­κό βίο των κα­τη­γο­ρου­μέ­νων, κα­θώς πε­ρι­λαμ­βά­νουν το κεί­με­νο της κα­ταγ­γε­λίας, τα τεκ­μή­ρια, τις α­να­κρί­σεις και τις α­πο­φά­σεις. Συ­νή­θως ο μη­νυ­τής ε­ξέ­θε­τε και υ­πο­στή­ρι­ζε τις κα­τη­γο­ρίες του, α­να­πτύσ­σο­ντας, με την ευ­και­ρία, και τις α­πό­ψεις του πε­ρί μα­γείας. Επί­σης, δή­λω­νε τα κί­νη­τρά του, που κυ­μαί­νο­νταν α­πό εκ­δί­κη­ση για την πρό­κλη­ση α­σθέ­νειας ή θα­νά­του, που δια­τει­νό­ταν ό­τι εί­χε προ­κα­λέ­σει η κα­τη­γο­ρού­με­νη, μέ­χρι έ­γνοια για το γε­νι­κό­τε­ρο κοι­νω­νι­κό κα­λό. Συ­χνά, οι κα­τη­γο­ρίες α­φο­ρού­σαν οι­κο­νο­μι­κή ζη­μιά, α­φού, α­νέ­κα­θεν, οι μά­γισ­σες πλη­ρώ­νο­νταν α­κρι­βά για τις υ­πη­ρε­σίες τους. Τέ­λος, εν ε­κτά­σει, α­να­φέ­ρο­νται στη με­λέ­τη οι κυ­ρώ­σεις και οι ποι­νές, που ε­πι­βάλ­λο­νταν.
Ενδια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζουν τα εί­δη της μα­γείας, με προ­ε­ξάρ­χου­σα την μα­γεία πε­ρί τα ε­ρω­τι­κά. Στα μα­γι­κά, που στό­χευαν να προ­βλέ­ψουν το μέλ­λον μιας σχέ­σης, α­νή­καν “το ρί­ξι­μο της κορ­δέ­λας” και “το ρί­ξι­μο των σπό­ρω­ν”. Η μά­γισ­σα πέ­τα­γε ε­λι­κο­ει­δώς μια κορ­δέ­λα κι αν τα ά­κρα της έ­με­ναν μέ­σα στους δια­γρα­φό­με­νους κύ­κλους, η έκ­βα­ση της σχέ­σης θα ή­ταν αί­σια. Πα­ρο­μοίως, έ­ρι­χνε δε­κα­ο­χτώ σπό­ρους, συ­νή­θως κου­κιά, κι αν η α­πό­στα­ση α­νά­με­σά τους ή­ταν μι­κρή, η σχέ­ση θα α­πο­κα­θί­στα­το. Στη με­λέ­τη, δί­νο­νται λε­πτο­μέ­ρειες και για άλ­λες πρα­κτι­κές ό­πως “το ρί­ξι­μο του α­λα­τιού και του αρ­γί­λου στη φω­τιά”. Ακό­μη, για πρα­κτι­κές ο­μοιο­πα­θη­τι­κής φύ­σεως, οι ο­ποίες πα­ρα­μέ­νουν μέ­χρι σή­με­ρα, οι πιο γνω­στές. Όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, η κα­τα­σκευή κέ­ρι­νων ο­μοιω­μά­των. Ψή­νει, λέει, το ο­μοίω­μα πά­νω σε δυ­να­τή φω­τιά και φλέ­γε­ται η καρ­διά του πο­θη­τού προ­σώ­που α­πό ε­πι­θυ­μία. Και βε­βαίως, α­πό τα μα­γι­κά δεν μπο­ρού­σαν να α­που­σιά­ζουν τα υ­λι­κά, που συν­δέ­ο­νταν με τη γυ­ναι­κεία φύ­ση και τη γο­νι­μό­τη­τα και τα ο­ποία ε­ντέ­χνως έ­ρι­χναν στην τρο­φή του α­νυ­πο­ψία­στου και ά­πι­στου α­γα­πη­μέ­νου.
Οι μα­γι­κές τε­λε­τουρ­γίες γί­νο­νταν στο σπί­τι, με προ­νο­μιού­χο μέ­ρος το τζά­κι. Προ­σφο­ρό­τε­ρος, ω­στό­σο, τό­πος θεω­ρού­νταν οι εκ­κλη­σίες, ό­που οι μά­γισ­σες εκ­με­ταλ­λεύο­νταν τα λει­τουρ­γι­κά σκεύη και διά­φο­ρα υ­λι­κά ιε­ρού χα­ρα­κτή­ρα, ό­πως το κρα­σί της Θείας Ευ­χα­ρι­στίας, το α­για­σμέ­νο λά­δι και τον ά­ζυ­μο άρ­το. Κά­πο­τε, μά­λι­στα, έ­φτα­ναν να μι­μού­νται την τε­λε­τουρ­γία των θείων μυ­στη­ρίων. Με ό­ποιο, ό­μως, μέ­σο και σε ό­ποιο τό­πο και να τε­λού­σαν οι γυ­ναί­κες τα μα­γι­κά τους, φρό­ντι­ζαν να τα πε­ρι­βάλ­λουν με την πρέ­που­σα α­τμό­σφαι­ρα μυ­στη­ρίου. Προς βοή­θεια νεό­τε­ρων μα­γισ­σών, φαί­νε­ται ό­τι υ­πήρ­χαν χει­ρό­γρα­φα και φυλ­λά­δια με μα­γι­κές συ­ντα­γές και τα λό­για, με τα ο­ποία έ­πρε­πε να συ­νο­δεύο­νται οι πρά­ξεις τους. Εκτός α­πό την ε­ρω­τι­κή μα­γεία δια­δε­δο­μέ­νες ή­ταν και η θε­ρα­πευ­τι­κή μα­γεία, κα­θώς και η μα­ντι­κή, πα­ρό­τι κα­τέ­χουν μι­κρό­τε­ρο μέ­ρος των δι­κο­γρα­φιών.
Το ι­στο­ρι­κό για τις ελ­λη­νί­δες μά­γισ­σες της Βε­νε­τίας, που συ­ντάσ­σει η Για­λα­μά, α­πο­τε­λεί μια εν­δια­φέ­ρου­σα ε­πι­στη­μο­νι­κή ερ­γα­σία, η ο­ποία συ­μπλη­ρώ­νε­ται με πρω­το­γε­νές υ­λι­κό α­πό ο­ρι­σμέ­νες δι­κο­γρα­φίες και ε­κτε­νή βι­βλιο­γρα­φία. Προ­σφέ­ρε­ται, ό­μως, ταυ­τό­χρο­να, και ως α­νά­γνω­σμα για έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό γυ­ναι­κών. Κα­κά τα ψέ­μα­τα, δεν εί­ναι και λί­γες ε­κεί­νες, που, σε κά­ποια δύ­σκο­λη στιγ­μή, α­πευ­θύ­νο­νται για βοή­θεια σε κα­φετ­ζού­δες και μά­ντισ­σες. Αν θεω­ρή­σου­με, μά­λι­στα, ό­τι τα τρέ­χο­ντα μπε­στ σέλ­λε­ρ, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, ε­κεί­να της Χρύ­σας Δη­μου­λί­δου, α­ντα­να­κλούν μέ­ρος της ελ­λη­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, πολ­λές εί­ναι ε­κεί­νες, που κα­τα­φεύ­γουν, α­κό­μη και σή­με­ρα, στα μά­για για να “δέ­σου­ν” τον ά­ντρα της ζωής τους. Υπάρ­χει, πά­ντως, για τα δύ­στυ­χα θύ­μα­τα, η Αγία Ανα­στα­σία η Φαρ­μα­κο­λύ­τρια. «Εί­ν' ε­κεί­νη, ή­τις χαλ­νά τα μά­για, ή­τοι λύει πά­σαν γο­η­τείαν και με­θο­δείαν πο­νη­ράν υ­π' εχ­θρών γι­νο­μέ­νην...» Αρκεί να έ­χουν μη­τέ­ρα ά­ξια ως “η ε­ξα­δέλ­φη Μα­χού­λα” του Πα­πα­δια­μά­ντη.
Πα­ρά­δειγ­μα ε­ντυ­πω­σια­κής μα­γι­κής τε­λε­τής σε χώ­ρο εκ­κλη­σίας δί­νει ο Σκια­θί­της στο διή­γη­μά του «Η Φαρ­μα­κο­λύ­τρια», δη­μο­σιευ­μέ­νο κι αυ­τό ε­ντός του 1900. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στις 31 Δε­κεμ­βρίου, στο πε­ριο­δι­κό «Πα­να­θή­ναια». «Αφού ή­να­ψε τα ε­πτά κη­ρία, έ­βγα­λεν α­πό το παμ­μέ­γι­στον κα­λά­θιόν της μα­κρό­τα­τον, υ­πέρ τας ε­κα­τόν ορ­γυιάς, λε­πτόν σχοι­νίον, ο­λο­κί­τρι­νον, ευω­διά­ζον, κη­ρό­πλα­στον...Τού­το λοι­πόν το τε­ρά­στιον κη­ρίον το έ­δε­σεν α­πό την κρι­κέλ­λαν της πα­λαιάς σα­ρα­κω­μέ­νης πόρ­τας του να­ού, εί­τα ήρ­χι­σε να το ελ­κύη, και να το ε­κτυ­λίσ­ση κα­τ' ο­λί­γον α­πό το κα­λά­θιον...και να το προ­σαρ­μό­ζη σύρ­ρι­ζα εις τον τοί­χον...Επτά­κις έ­κα­με τον γύ­ρον του κτι­ρίου, και με ε­πτά έμ­βο­λα κη­ρω­μέ­νου νή­μα­τος πε­ριέ­ζω­σεν, η ε­ξα­δέλ­φη μου Μα­χού­λα, ό­λον τον ναΐσκον...» Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, γοτ­θι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, α­πό τα πολ­λά, που πλέ­κο­νται γύ­ρω α­πό το θέ­μα της μα­γείας, πώς και δεν με­τέ­φρα­σε ο Πα­πα­δια­μά­ντης ή μή­πως και με­τέ­φρα­σε; Θυ­μί­ζου­με, πά­ντως, ό­τι, το κα­λο­καί­ρι του 1901, με­τέ­φρα­σε τον «Αό­ρα­το» του Γουέ­λς. Ένα μυ­θι­στό­ρη­μα, με α­τμό­σφαι­ρα με­τα­ξύ μα­γείας και ε­πι­στή­μης.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στις 18 Ιουλίου 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: