«Στα ίχνη του Παυσανία»
Μετάφραση Ειρήνη Α। Ραφαήλ
Εκδόσεις Χατζηνικολή Απρίλιος 2010
Φιλέλληνας δια βίου υπήρξε ο Ζακ Λακαριέρ. “Κι ωστόσο δεν μπορώ να δω τον Λακαριέρ σαν ελληνιστή ή φιλέλληνα - βρίσκω τη λέξη αυτή εκατέρωθεν προσβλητική - ή μεταφραστή ή συγγραφέα. Είναι κι όλ' αυτά. Και ελληνιστής και φίλος της σύγχρονης Ελλάδας, και καλός μεταφραστής, και ενδιαφέρων συγγραφέας. Αλλ' εγώ τον βλέπω πάνω απ' όλα σαν έναν οδοιπόρο καλόγερο... Τον βλέπω σαν ένα ασκητή που διάλεξε την Ελλάδα σα χώρο ν' ασκήσει το πνεύμα του...” Αυτά καταθέτει ο Κώστας Ταχτσής, δύο χρόνια μικρότερος του Λακαριέρ, που τον γνώριζε καλά ως φίλο και μεταφραστή στο «Τρίτο στεφάνι», που εκδόθηκε στα γαλλικά το 1967. Η διατύπωση του Ταχτσή αποπνέει μια δόση ρομαντισμού, ωστόσο, αποτελεί γεγονός ότι ο Λακαριέρ συνέδεσε παιδιόθεν τη ζωή του με την Ελλάδα.
Γεννηθείς στις 2 Δεκεμβρίου 1925, την πρώτη επιλογή την έκανε το 1937, κατά την εγγραφή του στο Λύκειο. Ο πατέρας του διηύθυνε επιχείρηση εκμετάλλευσης γαιανθράκων στην Ορλεάνη, οπότε ήθελε για τον γιο του, που θα τον διαδεχόταν, κατάρτιση θετικής κατεύθυνσης. Μια κρίση υστερίας του έφηβου, που επέβαλε την επέμβαση γιατρού, απέτρεψε αυτήν την προοπτική. Στο Λύκειο γράφτηκε στο τμήμα κλασικών σπουδών. Τότε, ξύπνησε ο ποιητής μέσα του, που πήρε έμπνευση από την ελληνική μυθολογία. Το 1943, βρέθηκε στο Παρίσι, σπουδαστής κλασικής φιλολογίας στη Σορβόννη. Εκεί, γνώρισε την Ομάδα Αρχαίου Θεάτρου της Σορβόννης και εντάχθηκε, αυθωρεί και παραχρήμα, στο δυναμικό της. Τον επόμενο χρόνο, σε παράσταση της «Αντιγόνης», που ανέβηκε στο προαύλιο του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, έπαιξε την Ισμήνη. Με την Ομάδα έκανε το πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα.
Μια περιοδεία εν καιρώ Εμφυλίου, φθινόπωρο του 1947. Ανέβασαν «Αγαμέμνονα» και «Πέρσες» του Αισχύλου. “12 Σεπτέμβρη 1947. Χτες στου Ηρώδη. Αγαμέμνων από τον Όμιλο φοιτητών της Σορβόννης. Συγκινεί αυτή η παράσταση και κάνει να σκέφτεσαι. 17 Σεπτέμβρη. Χτες, ξανά για Αισχύλο στου Ηρώδη. Πήραμε φτηνά εισιτήρια κι ανεβήκαμε ψηλά. Τη χάρηκα την παράσταση καθισμένος στο χώμα”, σημειώνει ο Γιώργος Σεφέρης στις «Μέρες». Σε εκείνο το ταξίδι, ο Λακαριέρ επισκέφτηκε και τους Δελφούς. Το δεύτερο ταξίδι έγινε το 1950. Ιούλιο εκείνου του έτους είχε ξεκινήσει με τα πόδια από την Πορτ ντ' Ιταλί στο Παρίσι για την Ινδία. Συνάντησε, όμως, στο δρόμο του την Ελλάδα, που, σαν άλλη Κίρκη, τον μάγεψε. Έφτασε τέλη Αυγούστου στο Πρίντεζι και από εκεί με καΐκι πέρασε στην Κέρκυρα, όπου έτυχε βασιλικής υποδοχής από τον δήμαρχο. Λέγεται ότι ήταν ο πρώτος ξένος, που πάταγε το πόδι του στο νησί μετά τον Πόλεμο. Τρεις μήνες έμεινε στην Κέρκυρα. Την ίδια χρονιά πήγε στην Κρήτη, και εκεί ήταν ο πρώτος ξένος, που υποδέχονταν. Ο τελικός, όμως, πόλος έλξης εκείνου του ταξιδιού και άλλων που ακολούθησαν ήταν το Άγιον Όρος. Εκεί άρχισε να κρατά ταξιδιωτικό ημερολόγιο.
Το ημερολόγιο του 1953 από την αθωνική πολιτεία έδωσε, εικονογραφημένο με φωτογραφίες, το πρώτο του βιβλίο, το 1954. Το 1957, μετέφρασε τις τέσσερις πρώτες «Ιστορίες» του Ηροδότου. Το 1960, ακολούθησε ένα “δοκίμιο δραματουργίας” για τον Σοφοκλή. Αργότερα, μετέφρασε την «Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου» και τους μύθους του Αισώπου. Για ένα διάστημα, πάντως, υπερίσχυσε ο μυστικός, που σαγηνεύτηκε από τους ασκητές της αφρικανικής ερήμου. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή. Το επόμενο βιβλίο του, το 1961, ήταν «Οι Ένθεοι», με υπότιτλο “δοκίμιο περί του Χριστιανισμού της Ανατολής”. Πολύ αργότερα, το 1973, εξέδωσε τους «Γνωστικούς». Επανέκαμψε, όμως, και στην Ελλάδα, με μακριές παραμονές στην Πάτμο και την Ύδρα. Το τελευταίο ταξίδι εκείνης της πρώτης περιόδου ήταν το φθινόπωρο του 1966. Σε όλα αυτά τα ταξίδια, από νησί σε νησί, πάντοτε κατάστρωμα, αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα, κρατούσε ημερολόγιο. Τον Απρίλιο του 1967, ετοιμαζόταν να ταξιδέψει στην Πάτμο. Λόγω Δικτατορίας, όμως, έμεινε στη Γαλλία και ανακαλώντας τις αναμνήσεις του από την Ελλάδα, έγραψε «Το ελληνικό καλοκαίρι», που εκδόθηκε το 1976. Τότε, ξαναταξίδεψε στην Ελλάδα.
Ωστόσο, πριν «Το ελληνικό καλοκαίρι», το 1967, εξέδωσε το «Περίπατοι στην αρχαία Ελλάδα». Επρόκειτο για μετάφραση της «Περιηγήσεως» του Παυσανία, που περιείχε τα κείμενα τα σχετικά με την Ακρόπολη των Αθηνών, την Αττική, την Αργολίδα, την Αρκαδία, την Ολυμπία, τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Τα λόγια του Παυσανία συνοδεύονταν με δικά του σχόλια γι' αυτούς τους τόπους, όπως ο ίδιος τους γνώρισε στις περιηγήσεις του. Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 1978 και πάλι, το 1990, στους «Μπλε Οδηγούς» των εκδόσεων Χασέτ. Παραδόξως, όμως, δεν είχε μεταφραστεί στα ελληνικά, παρόλο που οι εκδόσεις Χατζηνικολή άρχισαν να μεταφράζουν συστηματικά τον Λακαριέρ από το 1975, με πρώτο βιβλίο το «Οι Γνωστικοί» και δεύτερο, το 1980, «Το ελληνικό καλοκαίρι», που στάθηκε και το πιό διάσημο βιβλίο του Λακαριέρ. Συχνά παραλληλίζεται με τον «Κολοσσό του Μαρουσιού» του Χένρυ Μίλλερ. Τελικά, και οι δύο οφείλουν μέρος της διασημότητάς τους, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της συγγραφικής τους πορείας, στα δυο ελληνικά βιβλία που έγραψαν. Θεωρούνται και οι δύο φιλέλληνες. Θα συμφωνούσαμε, ωστόσο, με τον Ταχτσή, ότι ο χαρακτηρισμός αδικεί τον Λακαριέρ, που σχεδόν υιοθέτησε την Ελλάδα σαν μια δεύτερη πατρίδα. Κατά την επταετή Δικτατορία, συμμετείχε στις αντιστασιακές εκδηλώσεις των αυτοεξόριστων Ελλήνων στο Παρίσι. Ενώ, ήδη από το 1957, είχε αρχίσει να μεταφράζει ποιήματα και πεζά ελλήνων συγγραφέων, ταυτόχρονα με τους αρχαίους τραγικούς. Στην Ελλάδα, συγκεκριμένα, στο Φεστιβάλ του Δήμου Εξωμβούργου της Τήνου, ήταν η τελευταία εκδήλωση, στην οποία μίλησε. Ήταν Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2005. Πέθανε λίγες ημέρες αργότερα, στις 17 Σεπτεμβρίου, στο Παρίσι. Ο θάνατός του θυμίζει εκείνον του Γιώργου Ιωάννου. Μετεγχειρητικές επιπλοκές, ύστερα από μια απλή επέμβαση στο γόνατο. Σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία, η τέφρα του σκορπίστηκε στο Αιγαίο, κάπου μεταξύ Ύδρας και Σπετσών.
Με μεγάλη καθυστέρηση, εφέτος τον Απρίλιο, καθώς συμπληρώνονται πέντε χρόνια από το θάνατό του, εκδόθηκε το «Περίπατοι στην αρχαία Ελλάδα», με αυτόν, τον γαλλικό τίτλο, ως υπότιτλο. Προτάσσεται χάρτης και ο πρόλογος της δεύτερης έκδοσης, με ημερομηνία, Ιανουάριος 1978. Σε αυτόν, ο Λακαριέρ θυμίζει ότι ο Παυσανίας έζησε το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα μ. Χ., άρα περιγράφει μια Ελλάδα, που, πάνω από τρεις αιώνες, βρίσκεται υπό την ρωμαϊκή κατοχή. Σώζονται ίχνη μαχών και λεηλατημένα ιερά. “Μια χώρα πληγωμένη αλλά ζωντανή, μια χώρα κατά τόπους ξανακτισμένη, που, στα χρόνια του Παυσανία, διανύει τον τελευταίο αιώνα της δόξας της”. Ο Λακαριέρ, από τα δέκα βιβλία του Παυσανία, επιλέγει ενδιαφέρουσες περιγραφές για τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα. Πεζός ταξίδευε ο Παυσανίας, πεζός ακολούθησε τα ίχνη του και εκείνος, το 1966. Με τις σημειώσεις του στήνει διάλογο με τον αρχαίο συγγραφέα.
Η σύζευξη Παυσανία-Λακαριέρ δίνει ένα ενδιαφέρον ταξιδιωτικό. Θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως οδηγός σε μελλοντικούς ταξιδιώτες, που θα θελήσουν να ακολουθήσουν τα βήματά τους. Βεβαίως, αυτό το είδος του έλληνα ταξιδιώτη έχει προ πολλού εκλείψει ή έστω, σπανίζει. Ακόμη και στο πρώτο κεφάλαιο, ο σημερινός Αθηναίος θα δυσκολευτεί να τον ακολουθήσει. Ο Λακαριέρ διάλεξε να ξεκινήσει από την κορυφή του Υμηττού και μετά, να επισκεφθεί τη συνοικία της Πλάκας και την Ακρόπολη. Στις επόμενες σελίδες, δίνει μια θαυμάσια περιγραφή των τριών βουνών, που δεσπόζουν στο αθηναϊκό λεκανοπέδιο: ο γυμνός Υμηττός, η ογκώδης Πάρνηθα και η επιβλητική Πεντέλη. Ενώ, παρακινεί για μια επίσκεψη στα “μικρά ιερά” της Αττικής: Ραμνούντα, Αμφιαράειο, Βραυρώνα.
Ο Λακαριέρ έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία στους μύθους, όπως εκείνον για την Άρτεμη την Κονδυλεάτιδα, που αποκαλείται και απαγχονισμένη ή τον άλλο μύθο για την Σίβυλλα. Λέγεται ότι η Σίβυλλα ήταν μια όμορφη γυναίκα, που ζούσε στην Ερυθραία της Λυδίας. Ζήτησε από τον Απόλλωνα να ζήσει αιώνια, λησμόνησε όμως να εκλιπαρήσει και για αιώνια νεότητα. Οπότε άρχισε να γερνά και να ζαρώνει, καταλήγοντας στο μέγεθος ενός τζίτζικα. Τελικά, η ποικιλία των ιστοριών και ο τρόπος, που τις γεφυρώνει ο Λακαριέρ, προσφέρονται και για καθιστική ανάγνωση. Κυρίως, για επιλεκτική ανάγνωση, στην οποία σήμερα έχουμε μεγάλη αδυναμία. Ο Ρουμελιώτης μπορεί να πάρει το δρόμο για τους Δελφούς και ο Πελοποννήσιος τους δρόμους της Αρκαδίας. Αυτοί οι τελευταίοι, το πιθανότερο, δεν θα ενθουσιαστούν, διαβάζοντας ότι οι μακρινοί πρόγονοί τους τρέφονταν με βελανίδια. Ακόμη λιγότερο θα χαρούν, μαθαίνοντας ότι στα πάτρια εδάφη τους έλαχε το προνόμιο να γεννηθεί ο πρώτος “κακός” της ανθρώπινης ιστορίας. Ακριβέστερα, ο πρώτος απατεώνας, ονόματι Λυκάων. “Η γενεαλογία των πρώτων βασιλέων της Αρκαδίας είναι μια άγρια ιστορία, με πρωταγωνιστές αρκούδες και λύκους”, συνοψίζει ο συγγραφέας.
Διαβάζοντας τις περιγραφές του Λακαριέρ για την Ελλάδα του 1966 και τα σχόλιά του για τις τοποθεσίες, που του φαίνονται σχεδόν σαν αναλλοίωτες από τον καιρό του Παυσανία, αλλά και για τα μέρη, που κρίνει ότι η ανάπτυξη παραμόρφωσε, συνειδητοποιούμε τον αφανισμό, που συντελέστηκε κατά την ενδιάμεση 45ετία. Το σήμερα του Λακαριέρ μας φαίνεται πολύ πιο μακρινό, από όσο το σήμερα του Παυσανία σε εκείνον. Το μόνο, που μένει, είναι η ανάγνωση. Ως προς αυτό το σημείο, ο διάπλους των κειμένων του Παυσανία μέσω της γαλλικής μετάφρασης του Λακαριέρ δείχνει ως μια τελείως περιττή ταλαιπωρία. Με αυτό το βιβλίο, θα πρέπει να ολοκληρώνεται το έργο του Ζακ Λακαριέρ στα ελληνικά.
Εάν θεωρήσουμε τον Πουκεβίλ ως τον πρώτο γάλλο φιλέλληνα, ο οποίος βρέθηκε στην Ελλάδα προς τα τέλη του 18ου αι., αρχικά σε συνθήκες αιχμαλωσίας και εν συνεχεία ως Πρόξενος, τότε με τον Ζακ Λακαριέρ φαίνεται να κλείνει οριστικά ο κύκλος του γαλλικού φιλελληνισμού, της συγκεκριμένης τουλάχιστον νοοτροπίας. Εκτός αυτών των δύο, που ορίζουν το άνοιγμα και το κλείσιμο του κύκλου, και όσοι άλλοι Γάλλοι γνώρισαν ενδιάμεσα την Ελλάδα τους κατείχε το ίδιο περίπου πάθος. Περιόδευαν τον ελλαδικό χώρο, όχι ως ανυποψίαστοι ταξιδιώτες, αλλά ως περιηγητές, μια άγνωστη και παρωχημένη σήμερα αντίληψη περί ταξιδιού. Προϋπόθεση αυτής της αντίληψης ήταν η εξοικείωση με το ελληνικό παρελθόν, κάποτε στα όρια της ταύτισης. Τους σαγήνευε και υπερίσχυε πάντα ο αρχαιοελληνικός κόσμος, ο οποίος αποτελούσε σταθερό πεδίο αναφοράς, χωρίς, βεβαίως, να παραβλέπουν ως ανάξια προσοχής τη νέα Ελλάδα. Ένδειξη, αν όχι απόδειξη, το ότι οι περισσότεροι έφτασαν να γνωρίζουν νέα ελληνικά. Πέραν αυτού, λειτουργούσαν κατά κανόνα και ως άτυποι πρεσβευτές του νέου ελληνισμού, ιδίως στους τομείς του πολιτισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Λακαριέρ, ο οποίος, εκτός από τον αρχαιοελληνικό κόσμο, ανακαλύπτει περιοδεύοντας και τον σύγχρονο, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει μεταφράζοντας στα γαλλικά αρκετούς νεοέλληνες συγγραφείς. Λίγο πολύ δεν κάνει άλλο από το να ακολουθεί τα ίχνη ενός προγενέστερου, του Οκτάβιου Μερλιέ. Ως θέμα μας κεντρίζει. Θα επανέλθουμε την επόμενη Κυριακή.
Γεννηθείς στις 2 Δεκεμβρίου 1925, την πρώτη επιλογή την έκανε το 1937, κατά την εγγραφή του στο Λύκειο. Ο πατέρας του διηύθυνε επιχείρηση εκμετάλλευσης γαιανθράκων στην Ορλεάνη, οπότε ήθελε για τον γιο του, που θα τον διαδεχόταν, κατάρτιση θετικής κατεύθυνσης. Μια κρίση υστερίας του έφηβου, που επέβαλε την επέμβαση γιατρού, απέτρεψε αυτήν την προοπτική. Στο Λύκειο γράφτηκε στο τμήμα κλασικών σπουδών. Τότε, ξύπνησε ο ποιητής μέσα του, που πήρε έμπνευση από την ελληνική μυθολογία. Το 1943, βρέθηκε στο Παρίσι, σπουδαστής κλασικής φιλολογίας στη Σορβόννη. Εκεί, γνώρισε την Ομάδα Αρχαίου Θεάτρου της Σορβόννης και εντάχθηκε, αυθωρεί και παραχρήμα, στο δυναμικό της. Τον επόμενο χρόνο, σε παράσταση της «Αντιγόνης», που ανέβηκε στο προαύλιο του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, έπαιξε την Ισμήνη. Με την Ομάδα έκανε το πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα.
Μια περιοδεία εν καιρώ Εμφυλίου, φθινόπωρο του 1947. Ανέβασαν «Αγαμέμνονα» και «Πέρσες» του Αισχύλου. “12 Σεπτέμβρη 1947. Χτες στου Ηρώδη. Αγαμέμνων από τον Όμιλο φοιτητών της Σορβόννης. Συγκινεί αυτή η παράσταση και κάνει να σκέφτεσαι. 17 Σεπτέμβρη. Χτες, ξανά για Αισχύλο στου Ηρώδη. Πήραμε φτηνά εισιτήρια κι ανεβήκαμε ψηλά. Τη χάρηκα την παράσταση καθισμένος στο χώμα”, σημειώνει ο Γιώργος Σεφέρης στις «Μέρες». Σε εκείνο το ταξίδι, ο Λακαριέρ επισκέφτηκε και τους Δελφούς. Το δεύτερο ταξίδι έγινε το 1950. Ιούλιο εκείνου του έτους είχε ξεκινήσει με τα πόδια από την Πορτ ντ' Ιταλί στο Παρίσι για την Ινδία. Συνάντησε, όμως, στο δρόμο του την Ελλάδα, που, σαν άλλη Κίρκη, τον μάγεψε. Έφτασε τέλη Αυγούστου στο Πρίντεζι και από εκεί με καΐκι πέρασε στην Κέρκυρα, όπου έτυχε βασιλικής υποδοχής από τον δήμαρχο. Λέγεται ότι ήταν ο πρώτος ξένος, που πάταγε το πόδι του στο νησί μετά τον Πόλεμο. Τρεις μήνες έμεινε στην Κέρκυρα. Την ίδια χρονιά πήγε στην Κρήτη, και εκεί ήταν ο πρώτος ξένος, που υποδέχονταν. Ο τελικός, όμως, πόλος έλξης εκείνου του ταξιδιού και άλλων που ακολούθησαν ήταν το Άγιον Όρος. Εκεί άρχισε να κρατά ταξιδιωτικό ημερολόγιο.
Το ημερολόγιο του 1953 από την αθωνική πολιτεία έδωσε, εικονογραφημένο με φωτογραφίες, το πρώτο του βιβλίο, το 1954. Το 1957, μετέφρασε τις τέσσερις πρώτες «Ιστορίες» του Ηροδότου. Το 1960, ακολούθησε ένα “δοκίμιο δραματουργίας” για τον Σοφοκλή. Αργότερα, μετέφρασε την «Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου» και τους μύθους του Αισώπου. Για ένα διάστημα, πάντως, υπερίσχυσε ο μυστικός, που σαγηνεύτηκε από τους ασκητές της αφρικανικής ερήμου. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή. Το επόμενο βιβλίο του, το 1961, ήταν «Οι Ένθεοι», με υπότιτλο “δοκίμιο περί του Χριστιανισμού της Ανατολής”. Πολύ αργότερα, το 1973, εξέδωσε τους «Γνωστικούς». Επανέκαμψε, όμως, και στην Ελλάδα, με μακριές παραμονές στην Πάτμο και την Ύδρα. Το τελευταίο ταξίδι εκείνης της πρώτης περιόδου ήταν το φθινόπωρο του 1966. Σε όλα αυτά τα ταξίδια, από νησί σε νησί, πάντοτε κατάστρωμα, αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα, κρατούσε ημερολόγιο. Τον Απρίλιο του 1967, ετοιμαζόταν να ταξιδέψει στην Πάτμο. Λόγω Δικτατορίας, όμως, έμεινε στη Γαλλία και ανακαλώντας τις αναμνήσεις του από την Ελλάδα, έγραψε «Το ελληνικό καλοκαίρι», που εκδόθηκε το 1976. Τότε, ξαναταξίδεψε στην Ελλάδα.
Ωστόσο, πριν «Το ελληνικό καλοκαίρι», το 1967, εξέδωσε το «Περίπατοι στην αρχαία Ελλάδα». Επρόκειτο για μετάφραση της «Περιηγήσεως» του Παυσανία, που περιείχε τα κείμενα τα σχετικά με την Ακρόπολη των Αθηνών, την Αττική, την Αργολίδα, την Αρκαδία, την Ολυμπία, τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Τα λόγια του Παυσανία συνοδεύονταν με δικά του σχόλια γι' αυτούς τους τόπους, όπως ο ίδιος τους γνώρισε στις περιηγήσεις του. Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 1978 και πάλι, το 1990, στους «Μπλε Οδηγούς» των εκδόσεων Χασέτ. Παραδόξως, όμως, δεν είχε μεταφραστεί στα ελληνικά, παρόλο που οι εκδόσεις Χατζηνικολή άρχισαν να μεταφράζουν συστηματικά τον Λακαριέρ από το 1975, με πρώτο βιβλίο το «Οι Γνωστικοί» και δεύτερο, το 1980, «Το ελληνικό καλοκαίρι», που στάθηκε και το πιό διάσημο βιβλίο του Λακαριέρ. Συχνά παραλληλίζεται με τον «Κολοσσό του Μαρουσιού» του Χένρυ Μίλλερ. Τελικά, και οι δύο οφείλουν μέρος της διασημότητάς τους, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της συγγραφικής τους πορείας, στα δυο ελληνικά βιβλία που έγραψαν. Θεωρούνται και οι δύο φιλέλληνες. Θα συμφωνούσαμε, ωστόσο, με τον Ταχτσή, ότι ο χαρακτηρισμός αδικεί τον Λακαριέρ, που σχεδόν υιοθέτησε την Ελλάδα σαν μια δεύτερη πατρίδα. Κατά την επταετή Δικτατορία, συμμετείχε στις αντιστασιακές εκδηλώσεις των αυτοεξόριστων Ελλήνων στο Παρίσι. Ενώ, ήδη από το 1957, είχε αρχίσει να μεταφράζει ποιήματα και πεζά ελλήνων συγγραφέων, ταυτόχρονα με τους αρχαίους τραγικούς. Στην Ελλάδα, συγκεκριμένα, στο Φεστιβάλ του Δήμου Εξωμβούργου της Τήνου, ήταν η τελευταία εκδήλωση, στην οποία μίλησε. Ήταν Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2005. Πέθανε λίγες ημέρες αργότερα, στις 17 Σεπτεμβρίου, στο Παρίσι. Ο θάνατός του θυμίζει εκείνον του Γιώργου Ιωάννου. Μετεγχειρητικές επιπλοκές, ύστερα από μια απλή επέμβαση στο γόνατο. Σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία, η τέφρα του σκορπίστηκε στο Αιγαίο, κάπου μεταξύ Ύδρας και Σπετσών.
Με μεγάλη καθυστέρηση, εφέτος τον Απρίλιο, καθώς συμπληρώνονται πέντε χρόνια από το θάνατό του, εκδόθηκε το «Περίπατοι στην αρχαία Ελλάδα», με αυτόν, τον γαλλικό τίτλο, ως υπότιτλο. Προτάσσεται χάρτης και ο πρόλογος της δεύτερης έκδοσης, με ημερομηνία, Ιανουάριος 1978. Σε αυτόν, ο Λακαριέρ θυμίζει ότι ο Παυσανίας έζησε το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα μ. Χ., άρα περιγράφει μια Ελλάδα, που, πάνω από τρεις αιώνες, βρίσκεται υπό την ρωμαϊκή κατοχή. Σώζονται ίχνη μαχών και λεηλατημένα ιερά. “Μια χώρα πληγωμένη αλλά ζωντανή, μια χώρα κατά τόπους ξανακτισμένη, που, στα χρόνια του Παυσανία, διανύει τον τελευταίο αιώνα της δόξας της”. Ο Λακαριέρ, από τα δέκα βιβλία του Παυσανία, επιλέγει ενδιαφέρουσες περιγραφές για τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα. Πεζός ταξίδευε ο Παυσανίας, πεζός ακολούθησε τα ίχνη του και εκείνος, το 1966. Με τις σημειώσεις του στήνει διάλογο με τον αρχαίο συγγραφέα.
Η σύζευξη Παυσανία-Λακαριέρ δίνει ένα ενδιαφέρον ταξιδιωτικό. Θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως οδηγός σε μελλοντικούς ταξιδιώτες, που θα θελήσουν να ακολουθήσουν τα βήματά τους. Βεβαίως, αυτό το είδος του έλληνα ταξιδιώτη έχει προ πολλού εκλείψει ή έστω, σπανίζει. Ακόμη και στο πρώτο κεφάλαιο, ο σημερινός Αθηναίος θα δυσκολευτεί να τον ακολουθήσει. Ο Λακαριέρ διάλεξε να ξεκινήσει από την κορυφή του Υμηττού και μετά, να επισκεφθεί τη συνοικία της Πλάκας και την Ακρόπολη. Στις επόμενες σελίδες, δίνει μια θαυμάσια περιγραφή των τριών βουνών, που δεσπόζουν στο αθηναϊκό λεκανοπέδιο: ο γυμνός Υμηττός, η ογκώδης Πάρνηθα και η επιβλητική Πεντέλη. Ενώ, παρακινεί για μια επίσκεψη στα “μικρά ιερά” της Αττικής: Ραμνούντα, Αμφιαράειο, Βραυρώνα.
Ο Λακαριέρ έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία στους μύθους, όπως εκείνον για την Άρτεμη την Κονδυλεάτιδα, που αποκαλείται και απαγχονισμένη ή τον άλλο μύθο για την Σίβυλλα. Λέγεται ότι η Σίβυλλα ήταν μια όμορφη γυναίκα, που ζούσε στην Ερυθραία της Λυδίας. Ζήτησε από τον Απόλλωνα να ζήσει αιώνια, λησμόνησε όμως να εκλιπαρήσει και για αιώνια νεότητα. Οπότε άρχισε να γερνά και να ζαρώνει, καταλήγοντας στο μέγεθος ενός τζίτζικα. Τελικά, η ποικιλία των ιστοριών και ο τρόπος, που τις γεφυρώνει ο Λακαριέρ, προσφέρονται και για καθιστική ανάγνωση. Κυρίως, για επιλεκτική ανάγνωση, στην οποία σήμερα έχουμε μεγάλη αδυναμία. Ο Ρουμελιώτης μπορεί να πάρει το δρόμο για τους Δελφούς και ο Πελοποννήσιος τους δρόμους της Αρκαδίας. Αυτοί οι τελευταίοι, το πιθανότερο, δεν θα ενθουσιαστούν, διαβάζοντας ότι οι μακρινοί πρόγονοί τους τρέφονταν με βελανίδια. Ακόμη λιγότερο θα χαρούν, μαθαίνοντας ότι στα πάτρια εδάφη τους έλαχε το προνόμιο να γεννηθεί ο πρώτος “κακός” της ανθρώπινης ιστορίας. Ακριβέστερα, ο πρώτος απατεώνας, ονόματι Λυκάων. “Η γενεαλογία των πρώτων βασιλέων της Αρκαδίας είναι μια άγρια ιστορία, με πρωταγωνιστές αρκούδες και λύκους”, συνοψίζει ο συγγραφέας.
Διαβάζοντας τις περιγραφές του Λακαριέρ για την Ελλάδα του 1966 και τα σχόλιά του για τις τοποθεσίες, που του φαίνονται σχεδόν σαν αναλλοίωτες από τον καιρό του Παυσανία, αλλά και για τα μέρη, που κρίνει ότι η ανάπτυξη παραμόρφωσε, συνειδητοποιούμε τον αφανισμό, που συντελέστηκε κατά την ενδιάμεση 45ετία. Το σήμερα του Λακαριέρ μας φαίνεται πολύ πιο μακρινό, από όσο το σήμερα του Παυσανία σε εκείνον. Το μόνο, που μένει, είναι η ανάγνωση. Ως προς αυτό το σημείο, ο διάπλους των κειμένων του Παυσανία μέσω της γαλλικής μετάφρασης του Λακαριέρ δείχνει ως μια τελείως περιττή ταλαιπωρία. Με αυτό το βιβλίο, θα πρέπει να ολοκληρώνεται το έργο του Ζακ Λακαριέρ στα ελληνικά.
Εάν θεωρήσουμε τον Πουκεβίλ ως τον πρώτο γάλλο φιλέλληνα, ο οποίος βρέθηκε στην Ελλάδα προς τα τέλη του 18ου αι., αρχικά σε συνθήκες αιχμαλωσίας και εν συνεχεία ως Πρόξενος, τότε με τον Ζακ Λακαριέρ φαίνεται να κλείνει οριστικά ο κύκλος του γαλλικού φιλελληνισμού, της συγκεκριμένης τουλάχιστον νοοτροπίας. Εκτός αυτών των δύο, που ορίζουν το άνοιγμα και το κλείσιμο του κύκλου, και όσοι άλλοι Γάλλοι γνώρισαν ενδιάμεσα την Ελλάδα τους κατείχε το ίδιο περίπου πάθος. Περιόδευαν τον ελλαδικό χώρο, όχι ως ανυποψίαστοι ταξιδιώτες, αλλά ως περιηγητές, μια άγνωστη και παρωχημένη σήμερα αντίληψη περί ταξιδιού. Προϋπόθεση αυτής της αντίληψης ήταν η εξοικείωση με το ελληνικό παρελθόν, κάποτε στα όρια της ταύτισης. Τους σαγήνευε και υπερίσχυε πάντα ο αρχαιοελληνικός κόσμος, ο οποίος αποτελούσε σταθερό πεδίο αναφοράς, χωρίς, βεβαίως, να παραβλέπουν ως ανάξια προσοχής τη νέα Ελλάδα. Ένδειξη, αν όχι απόδειξη, το ότι οι περισσότεροι έφτασαν να γνωρίζουν νέα ελληνικά. Πέραν αυτού, λειτουργούσαν κατά κανόνα και ως άτυποι πρεσβευτές του νέου ελληνισμού, ιδίως στους τομείς του πολιτισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Λακαριέρ, ο οποίος, εκτός από τον αρχαιοελληνικό κόσμο, ανακαλύπτει περιοδεύοντας και τον σύγχρονο, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει μεταφράζοντας στα γαλλικά αρκετούς νεοέλληνες συγγραφείς. Λίγο πολύ δεν κάνει άλλο από το να ακολουθεί τα ίχνη ενός προγενέστερου, του Οκτάβιου Μερλιέ. Ως θέμα μας κεντρίζει. Θα επανέλθουμε την επόμενη Κυριακή.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στις 27 Ιουνίου 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου