Eνα καλοκαιρινό πρωινό - 10 Αυγούστου του 1806 - ένα βρίκι, που ερχόταν από την Τεργέστη και πήγαινε στη Σμύρνη, έριξε άγκυρα στα ανοιχτά της Μεθώνης. Είχε από τα πριν κανονιστεί να αποβιβάσει έναν μοναχικό επιβάτη. Εκείνος, τυλιγμένος με μακρύ ρομαντικό μανδύα, στεκόταν όρθιος στην πλώρη. Με ονειροπόλο και μαζί ανυπόμονο βλέμμα, κοίταζε τη μακρινή στεριά. Μπρος στα μάτια του υψωνόταν “μια μικρή μεσαιωνική πολιτεία με ερειπωμένες βενετσιάνικες οχυρώσεις, χωρίς ούτε ένα πλεούμενο στο λιμάνι της, ούτε μια ζώσα ψυχή στην παραλία”. Ήταν μια πολιτεία “βυθισμένη στη σιωπή, την εγκατάλειψη και τη λήθη”.
Η απροσδόκητη αγκυροβολία του ξένου πλοίου έδωσε κάποια στιγμή ζωή στην έρημη παραλία. Γενίτσαροι της φρουράς και Τούρκοι κάτοικοι το πήραν είδηση. Αυτοί έστειλαν τελικά μια βάρκα με πανί για να πληροφορηθεί το σκοπό του κατάπλου. Ο επιβάτης, φόρεσε μια ζώνη γεμάτη χρυσά νομίσματα, πέρασε σ' αυτήν δύο πιστόλια και πριν ξεμπαρκάρει, θύμισε στον καπετάνιο τη συμφωνία τους. Κανόνισε να τον περιμένει σε μια ακτή της Αττικής, για να τον ξαναπάρει από την Ελλάδα. Αποχαιρέτησε και, κρατώντας τις λίγες αποσκευές του, κατέβηκε στη βάρκα. Δεν είχε προλάβει ακόμη να πατήσει στη στεριά και άρχισε η περιπέτεια. Κάνοντας η βάρκα αναστροφή πλεύσης προς την ακτή, είχε κιόλας σηκωθεί δυνατός, αντίθετος άνεμος. Αχρήστευσε το πανί και ο τιμονιέρης, ένας ψηλός τούρκος γέροντας, αναγκάστηκε να πάρει τα κουπιά. Κωπηλατώντας κόντρα στον άνεμο, κινδύνευσε δύο φορές ν' αναποδογυριστεί από τα κύματα. Ύστερα από πολύ ώρα πλησίασε στη στεριά. Μερικοί από τους συναθροισμένους στην παραλία μπήκαν ως τη μέση στο νερό. Έσυραν έξω τη βάρκα και βοήθησαν τον αινιγματικό ξένο να πηδήξει στα βράχια της ακτής. Οι υπόλοιποι τον περιστοίχιζαν και τον περιεργάζονταν, κάνοντάς του, όλοι μαζί, ακατάληπτες ερωτήσεις. Μιλούσαν ένα δυσνόητο μίγμα ελληνικής, τουρκικής και ιταλικής γλώσσας.
Με αυτόν τον γραφικό και μαζί πρωτόγονο τρόπο ήρθε σε πρώτη επαφή με την Ελλάδα ο Ρενέ ντε Σατωμπριάν. Ήταν ένας αυθεντικός αριστοκράτης, ο οποίος είχε αφήσει ένα μήνα πριν τα σαλόνια του Παρισιού, με σκοπό να “δρέψει εικόνες”, δηλαδή εντυπώσεις, για ένα βιβλίο που συνέγραφε γύρω από τις κοιτίδες παλαιών πολιτισμών και να προσκυνήσει τους Άγιους Τόπους. Εκείνο που επιζητούσε να δει στην Ελλάδα, ήταν η Σπάρτη και η Αθήνα, τις δύο περίφημες αλλά και αντίπαλες πόλεις της αρχαιότητας. Γι αυτό και η διαμονή του δεν ξεπέρασε τις 22 ημέρες, όσες δηλαδή χρειαζόταν ένας περιηγητής της εποχής να διασχίσει Πελοπόννησο και Αττική. Οι εντυπώσεις που απεκόμισε συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο του «Οδοιπορικό από το Παρίσι στα Ιεροσόλυμα» ή, αρχαϊστί, «Οδοιπορικό από Παρισίων εις Ιερουσαλήμ» και αποτελούν ό,τι πιο ενδιαφέρον έχει δημοσιευτεί για την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα στις παραμονές της Επανάστασης.
Κύριο στοιχείο αυτών των εντυπώσεων είναι η απέραντη ερήμωση της ελληνικής γης και η οικτρά κατάσταση του λαού της. Θεωρείται, μάλιστα, ο πρώτος από τους φιλέλληνες, που ένιωσε συμπονετικά αισθήματα για τους κατοίκους αυτού του τόπου, ενώ για τους Οθωμανούς δυνάστες, οι οποίο του φάνηκαν “σαν να είναι κατασκηνωμένοι” στην Ελλάδα, εκδηλώνει βαθεία αποστροφή. Πρόκειται, ωστόσο, για μια παρορμητική ιδιοσυγκρασία ρομαντικού, με ανεξέλεγκτους ενθουσιασμούς απέναντι στην ελληνική αρχαιότητα. Έτσι, στη διάρκεια της περιοδείας του εκστασιάζεται. Τον κυνηγούν παντού οπτασίες του παρελθόντος. Εντοπίζοντας, για παράδειγμα, την τοποθεσία της αρχαίας Σπάρτης, κραύγαζε μ' όλη τη δύναμή του: «Λεωνίδα! Λεωνίδα!» Ή, τρώγοντας στην Ελευσίνα μαύρο ψωμί, που του πρόσφερε μια γυναίκα, την ευχαριστούσε προσφωνώντας την ελληνικά: «Χαίρε, Δήμητερ!», ενώ για να τιμήσει την πόλη των Αθηνών, έβγαλε και φόρεσε, πριν μπει, την επίσημη ενδυμασία του.
Ο Σατωμπριάν ή, ελληνιστί, Σατωβριάνδος επισκέπτεται τον ελληνικό χώρο λίγο μετά τον Πουκεβίλ. Εντούτοις, καταγράφεται ως πρώτος στη σειρά επιφανής γάλλος φιλέλληνας. Πέραν αυτού, συγκαταλέγεται στις προδρομικές μορφές του κινήματος του ρομαντισμού, η οποία άσκησε βαθύτατη επιρροή στην ευρωπαϊκή νεολαία της εποχής.
Κάνοντας ένα χρονικό άλμα 14 δεκαετιών συν ένα έτος και έναν μήνα, βρισκόμαστε στις αρχές φθινοπώρου του 1947. Κοιτώντας αναλογικά τις συνθήκες, δεν παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έχουν αλλάξει πολλά. Ανάμεσά τους, θεμελιώδης μεταβολή το ό,τι η Ελλάδα έχει αποκτήσει και λειτουργεί προ πολλού ως εθνική οντότητα. Ωστόσο, μόλις έχει βγει από δεύτερη, ευτυχώς βραχεία αυτή τη φορά, ξενική Κατοχή, ενώ έχουν ήδη αρχίσει οι πρώτες θερμές αψιμαχίες του Εμφυλίου.
Σε φύλλο εφημερίδας της 10ης Σεπ. 1947, υψηλής μάλιστα κυκλοφορίας, διαβάζουμε: “Από την Πελοπόννησο η κατάστασις της δημοσίας τάξεως αναγγέλεται και πάλι ως σαφώς και εξοργιστικώς δυσάρεστος. Οι συμμορίται όχι μόνον δεν εξεμηδενίσθησαν εις την Αρκαδίαν και Λακωνίαν, καθώς τόσον κατηγορηματικώς είχεν ανακοινωθεί, αλλ' επεκτείνουν τώρα την δράσιν των εις την Τριφυλλίαν και την Ηλείαν.” Σε φύλλο άλλης εφημερίδας, της αυτής ημερομηνίας αλλά στην καλλιτεχνική σελίδα, διαβάζουμε: “Ο κ. Πωλ Ραινάλ, διευθυντής της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Γαλλικής Πρεσβείας, δεξιώθηκε στο ξενοδοχείο της Μ. Βρεταννίας τους εκπροσώπους του Τύπου και του ελληνικού πνευματικού κόσμου, και τους παρουσίασε τα μέλη του Ομίλου Αρχαίου Θεάτρου της Σορβώνης, που θα παίξουν εδώ τις δύο αισχυλικές τραγωδίες «Αγαμέμνων» και «Πέρσαι». (...) Οι Γάλλοι φοιτητές, σε ιδιαίτερες συνομιλίες τους, εκφράσανε τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό τους για τον ερχομό τους στην Ελλάδα. Όλοι τους εμπνέονται από την πιο θερμή πίστη στο έργο τους και κρατάνε αυστηρή ανωνυμία, αφού ο θίασός τους δεν αποβλέπει σε προσωπικές φιλοδοξίες αλλά σε ομαδική απόδοση του αττικού δράματος. (...) Ας σημειωθεί πως στη διδασκαλία των τραγωδιών παίρνουν μέρος μονάχα οι άντρες, όπως στην αρχαία Αθήνα. Οι λιγοστές φοιτήτριες που τους συνοδεύουν τους βοηθάνε στο ντύσιμο κι' εμφανίζονται μονάχα στους βουβούς ρόλους των ακολούθων. Οι παραστάσεις του Ομίλου ορίστηκαν έτσι: Πέμπτη 11: «Αγαμέμνων» στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Παρασκευή 12: Αποσπάσματα της «Αντιγόνης» στον κήπο της Αρχαιολογικής Σχολής. Κυριακή 14: «Πέρσαι» στο Θέατρο της Επιδαύρου. Τρίτη 16: «Πέρσαι» στο Ωδείο. Σάββατο 20: «Αγαμέμνων» στο Ωδείο. ” Παρενθετικά, αλλά όχι άσχετα, να σημειώσουμε εδώ ότι ο νεαρός τότε Μάριος Πλωρίτης δημοσίευσε σε γνωστή εφημερίδα θεατρική κριτική για την πρώτη παράσταση του «Αγαμέμνονα» στο Ηρώδειο.
Eύλογο να αναρωτιέται κανείς ποιος μπορεί να ήταν αυτός ο επιτακτικός λόγος, που οδήγησε τους νεαρούς γάλλους στην Ελλάδα σε μια στιγμή που κοχλάζουν τα εμφύλια πάθη. Η απάντηση δίνεται από τον Φιλολογικό Ριζοσπάστη της επομένης (11/9/47). Εκεί διαβάζουμε δημοσιευμένη «Συνομιλία με το Δημήτρη Γαλάνη» του Γιώργου Λαμπρινού. Ο διάσημος χαράκτης, σύμφωνα με τη δημοσίευση, βρέθηκε στην Αθήνα ως εκπρόσωπος της Γαλλικής Ακαδημίας, στις γιορτές των 100 χρόνων της εδώ Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. Φαίνεται ότι οι εορτασμοί προσέλαβαν πανηγυρικό χαρακτήρα και ακριβώς σ' αυτούς πρέπει να οφείλεται η παρουσία των γάλλων φοιτητών.
Ανάμεσα. λοιπόν, στα μέλη του Ομίλου Αρχαίου Θεάτρου, που κράτησαν αυστηρή ανωνυμία, εντοπίζεται και ο νεαρός τότε Ζακ Λακαριέρ. Είναι 22-23 ετών, σπουδάζει κλασσική φιλολογία στη Σορβόνη, συγκαταλέγεται στα μέλη της θεατρικής ομάδας και ταξιδεύει πρώτη φορά στην Ελλάδα, λαμβάνοντας μέρος στην παράσταση της «Αντιγόνης». Φαίνεται, όμως, ότι ήταν εξίσου ονειροπόλος με τον Σατωμπριάν και εξίσου γοητευμένος από τις ασύλληπτες σκιές του ελληνικού κόσμου.
Η ατμόσφαιρα είναι εμπόλεμη και μάλιστα, μέρα με την ημέρα βαραίνει προς το χειρότερο. Πλην της πρωτεύουσας, που θεωρείται ασφαλής, ο ηπειρωτικός χώρος κατά τόπους φλέγεται ή βρίσκεται υπό ανάφλεξη. Παρόλα αυτά, δεν διστάζει. Σχεδιάζει και αποτολμά έξοδο από την Αθήνα και πέρασμα σε περιοχή των ανταρτών. Ξεφεύγει από το αυστηρό πρόγραμμα της θεατρικής ομάδας και μαζί με τρεις φίλους καταφέρνει, την επομένη των πρώτων παραστάσεων στην Αθήνα, να φτάσει στους Δελφούς, ενώ στις πλαγιές του Παρνασσού ανταλλάσσονταν εμφύλια πυρά. “Θυμάμαι - θα σημειώσει ο ίδιος αργότερα - ότι συνειδητοποίησα πόσο αλλόκοτο ήταν αυτό το ταξίδι στην Ελλάδα. Είχα έρθει εδώ, σπρωγμένος από τα φαντάσματα και τις οπτασίες του παρελθόντος, για να παραστήσω μπροστά στους σημερινούς Έλληνες τα δράματα και τις φρίκες του Τρωϊκού Πολέμου, ενώ στους ίδιους αυτούς τόπους διεξαγόταν ένας άλλος πόλεμος. ”
Ένα χρόνο μετά τη λήξη του Εμφυλίου, δηλαδή Αύγουστο του 1950, επιστρέφει. Μάλιστα, εκείνη την πρώτη περίοδο, μεταξύ του 1950 και του 1953, που χρονολογούνται τα πρώτα του, μακράς παραμονής, ταξίδια στην Ελλάδα, επισκέπτεται τακτικά και διαμένει σε μοναστήρια του Αγίου Όρους. “Να πας στον Άθω σημαίνει να κάμεις ένα πνευματικό ταξίδι, ν' αποσυρθείς από τον κόσμο, να γίνεις αόρατος για κάποιο διάστημα, θά 'λεγα ν' απογυμνωθείς”, σημειώνει στο ταξιδιωτικό του Ημερολόγιο.
Αντί, λοιπόν, για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, με τον οποίο είχε σμιλευτεί στη Σορβόνη, τον γοήτευε περισσότερο, τουλάχιστον την πρώτη περίοδο, ο έτερος πόλος του ελληνικού κόσμου, αυτός της ορθόδοξης ασκητικής παράδοσης. Καρπός αυτών των επισκέψεων είναι το βιβλίο-λεύκωμα «Όρος Άθως, το Άγιον Όρος» (1954) και μια εκλεκτή σειρά ασπρόμαυρων φωτογραφιών. Σ' αυτά έρχονται να προστεθούν και τα πρώτα εκτενή κεφάλαια από «Το ελληνικό καλοκαίρι» (1976), το πιο γνωστό από τα βιβλία του, όπου καταθέτει την όλη ταξιδιωτική του εμπειρία μεταξύ του 1947 και του 1966. Προέκυψε, μάλιστα, μετά την απαγόρευση εισόδου του στην Ελλάδα από το απριλιανό καθεστώς. Όταν ξαναγύρισε, το 1976, η μεταδικτατορική Ελλάδα ήταν άλλης μορφής. Είχε υποστεί ουσιαστικές αλλαγές ή τομές, κατά τους τεχνοκράτες, οι οποίες προχωρούσαν με γοργούς ρυθμούς. Συνέχισε, βεβαίως, να ταξιδεύει στον ελληνικό χώρο, αλλά, αντί φτώχεια και μετανάστευση, συναντούσε οργανωμένο τουρισμό, ατμοσφαιρική ρύπανση και γενικώς μια χωρά που ακολουθούσε, μάλλον άκριτα, τις υποδείξεις των Βρυξελλών. Εν ολίγοις, ταξίδευε σε έναν τόπο ριζικά διαφορετικό.
Αναμφίβολα «Το ελληνικό καλοκαίρι» αποτελεί τη συγγραφική κορύφωση του Λακαριέρ, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Ελλάδα. Τα υπόλοιπα έργα του, πάλι σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, έχουμε την εντύπωση ότι στέκουν και λειτουργούν γύρω του ως παραφυάδες.
Ποια, όμως, η σχέση του εν λόγω βιβλίου με το «Οδοιπορικό από το Παρίσι στα Ιεροσόλυμα» του Σατωμπριάν; Για ποικίλους λόγους δεν επιδέχονται λογοτεχνική ή άλλη σύγκριση μεταξύ τους. Πέρα από το βαθύ χρονικό χάσμα, ο ένας ταξίδεψε κατ' επιλογήν, ενώ ο άλλος βρέθηκε κατά συνδρομή των περιστάσεων. Επιπλέον, ο Σατωμπριάν καταγράφεται ταξικά ως βέρος αριστοκράτης, ενώ ο Λακαριέρ ως γόνος αστικής οικογένειας. Έτσι, μόνο συγγενές στοιχείο μεταξύ τους μένει ο ακατανίκητος ενθουσιασμός για τον ελληνικό κόσμο, αλλά σε εντελώς διαφορετικές εποχές. Ωστόσο, η ταυτόχρονη ανάγνωση παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ο μεν ένας ως προς τις συνθήκες πριν την Επανάσταση, ο δε άλλος ως προς τις συνθήκες πριν η Ελλάδα μπει σε πορεία καθολικού εκσυγχρονισμού και αστόχαστα θυσιάσει ή, στην καλύτερη περίπτωση, μετατρέψει σε μουσειακό είδος κάθε στοιχείο αυθεντικότητας.
Ο Σατωμπριάν συνάντησε ανθρώπους, νοοτροπίες και αντικείμενα του προεπαναστατικού κόσμου, που χάνονται στο βάθος του χρόνου και όταν, προσφέροντάς του μαύρο ψωμί, εκείνος αναφωνεί «Χαίρε, Δήμητερ!», τους εκσφενδονίζει σε αέναα βάθη. Παραβλέποντας τον ρομαντικής πνοής οπτασιασμό, μήπως, για παράδειγμα, μαύρο ψωμί πρόσφεραν και στον Λακαριέρ; Εάν θετική η απάντηση, τότε η απόσταση των πραγμάτων, που τον χωρίζει από τον Σατωμπριάν, φαντάζει μικρότερη από αυτήν που χωρίζει εμάς από εκείνον. Φαντάζει, όμως, μόνο φαινομενικά, επειδή βρισκόμαστε μακράν της πραγματικότητας, ή μήπως υποδηλώνει και κάτι βάσιμο; Είναι παρακινδυνευμένο να συνάγει κανείς συμπεράσματα γενικής ισχύος από ένα παράδειγμα. Ενδέχεται, όμως, μαζί με άλλες παραμέτρους να αποσαφηνίζει, μεταξύ των άλλων, και τα αίτια που επέφεραν ουσιώδη μετασχηματισμό στο πνεύμα του φιλελληνισμού. Πάντως, ο “ελληνικός ανθρωπισμός”, όπως τον ονομάζει κάπου ο Λακαριέρ, ετελεύτησε. Μαζί ετελεύτησε και ό,τι συνόψιζε η έννοια περιηγητής. Ευτυχώς μας μείναν τα βιβλία, ενώ η ίδια η έννοια μετεξελίχθει στον κερδοφόρο σήμερα αγελαίο τουρισμό.
Με αυτόν τον γραφικό και μαζί πρωτόγονο τρόπο ήρθε σε πρώτη επαφή με την Ελλάδα ο Ρενέ ντε Σατωμπριάν. Ήταν ένας αυθεντικός αριστοκράτης, ο οποίος είχε αφήσει ένα μήνα πριν τα σαλόνια του Παρισιού, με σκοπό να “δρέψει εικόνες”, δηλαδή εντυπώσεις, για ένα βιβλίο που συνέγραφε γύρω από τις κοιτίδες παλαιών πολιτισμών και να προσκυνήσει τους Άγιους Τόπους. Εκείνο που επιζητούσε να δει στην Ελλάδα, ήταν η Σπάρτη και η Αθήνα, τις δύο περίφημες αλλά και αντίπαλες πόλεις της αρχαιότητας. Γι αυτό και η διαμονή του δεν ξεπέρασε τις 22 ημέρες, όσες δηλαδή χρειαζόταν ένας περιηγητής της εποχής να διασχίσει Πελοπόννησο και Αττική. Οι εντυπώσεις που απεκόμισε συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο του «Οδοιπορικό από το Παρίσι στα Ιεροσόλυμα» ή, αρχαϊστί, «Οδοιπορικό από Παρισίων εις Ιερουσαλήμ» και αποτελούν ό,τι πιο ενδιαφέρον έχει δημοσιευτεί για την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα στις παραμονές της Επανάστασης.
Κύριο στοιχείο αυτών των εντυπώσεων είναι η απέραντη ερήμωση της ελληνικής γης και η οικτρά κατάσταση του λαού της. Θεωρείται, μάλιστα, ο πρώτος από τους φιλέλληνες, που ένιωσε συμπονετικά αισθήματα για τους κατοίκους αυτού του τόπου, ενώ για τους Οθωμανούς δυνάστες, οι οποίο του φάνηκαν “σαν να είναι κατασκηνωμένοι” στην Ελλάδα, εκδηλώνει βαθεία αποστροφή. Πρόκειται, ωστόσο, για μια παρορμητική ιδιοσυγκρασία ρομαντικού, με ανεξέλεγκτους ενθουσιασμούς απέναντι στην ελληνική αρχαιότητα. Έτσι, στη διάρκεια της περιοδείας του εκστασιάζεται. Τον κυνηγούν παντού οπτασίες του παρελθόντος. Εντοπίζοντας, για παράδειγμα, την τοποθεσία της αρχαίας Σπάρτης, κραύγαζε μ' όλη τη δύναμή του: «Λεωνίδα! Λεωνίδα!» Ή, τρώγοντας στην Ελευσίνα μαύρο ψωμί, που του πρόσφερε μια γυναίκα, την ευχαριστούσε προσφωνώντας την ελληνικά: «Χαίρε, Δήμητερ!», ενώ για να τιμήσει την πόλη των Αθηνών, έβγαλε και φόρεσε, πριν μπει, την επίσημη ενδυμασία του.
Ο Σατωμπριάν ή, ελληνιστί, Σατωβριάνδος επισκέπτεται τον ελληνικό χώρο λίγο μετά τον Πουκεβίλ. Εντούτοις, καταγράφεται ως πρώτος στη σειρά επιφανής γάλλος φιλέλληνας. Πέραν αυτού, συγκαταλέγεται στις προδρομικές μορφές του κινήματος του ρομαντισμού, η οποία άσκησε βαθύτατη επιρροή στην ευρωπαϊκή νεολαία της εποχής.
Κάνοντας ένα χρονικό άλμα 14 δεκαετιών συν ένα έτος και έναν μήνα, βρισκόμαστε στις αρχές φθινοπώρου του 1947. Κοιτώντας αναλογικά τις συνθήκες, δεν παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έχουν αλλάξει πολλά. Ανάμεσά τους, θεμελιώδης μεταβολή το ό,τι η Ελλάδα έχει αποκτήσει και λειτουργεί προ πολλού ως εθνική οντότητα. Ωστόσο, μόλις έχει βγει από δεύτερη, ευτυχώς βραχεία αυτή τη φορά, ξενική Κατοχή, ενώ έχουν ήδη αρχίσει οι πρώτες θερμές αψιμαχίες του Εμφυλίου.
Σε φύλλο εφημερίδας της 10ης Σεπ. 1947, υψηλής μάλιστα κυκλοφορίας, διαβάζουμε: “Από την Πελοπόννησο η κατάστασις της δημοσίας τάξεως αναγγέλεται και πάλι ως σαφώς και εξοργιστικώς δυσάρεστος. Οι συμμορίται όχι μόνον δεν εξεμηδενίσθησαν εις την Αρκαδίαν και Λακωνίαν, καθώς τόσον κατηγορηματικώς είχεν ανακοινωθεί, αλλ' επεκτείνουν τώρα την δράσιν των εις την Τριφυλλίαν και την Ηλείαν.” Σε φύλλο άλλης εφημερίδας, της αυτής ημερομηνίας αλλά στην καλλιτεχνική σελίδα, διαβάζουμε: “Ο κ. Πωλ Ραινάλ, διευθυντής της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Γαλλικής Πρεσβείας, δεξιώθηκε στο ξενοδοχείο της Μ. Βρεταννίας τους εκπροσώπους του Τύπου και του ελληνικού πνευματικού κόσμου, και τους παρουσίασε τα μέλη του Ομίλου Αρχαίου Θεάτρου της Σορβώνης, που θα παίξουν εδώ τις δύο αισχυλικές τραγωδίες «Αγαμέμνων» και «Πέρσαι». (...) Οι Γάλλοι φοιτητές, σε ιδιαίτερες συνομιλίες τους, εκφράσανε τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό τους για τον ερχομό τους στην Ελλάδα. Όλοι τους εμπνέονται από την πιο θερμή πίστη στο έργο τους και κρατάνε αυστηρή ανωνυμία, αφού ο θίασός τους δεν αποβλέπει σε προσωπικές φιλοδοξίες αλλά σε ομαδική απόδοση του αττικού δράματος. (...) Ας σημειωθεί πως στη διδασκαλία των τραγωδιών παίρνουν μέρος μονάχα οι άντρες, όπως στην αρχαία Αθήνα. Οι λιγοστές φοιτήτριες που τους συνοδεύουν τους βοηθάνε στο ντύσιμο κι' εμφανίζονται μονάχα στους βουβούς ρόλους των ακολούθων. Οι παραστάσεις του Ομίλου ορίστηκαν έτσι: Πέμπτη 11: «Αγαμέμνων» στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Παρασκευή 12: Αποσπάσματα της «Αντιγόνης» στον κήπο της Αρχαιολογικής Σχολής. Κυριακή 14: «Πέρσαι» στο Θέατρο της Επιδαύρου. Τρίτη 16: «Πέρσαι» στο Ωδείο. Σάββατο 20: «Αγαμέμνων» στο Ωδείο. ” Παρενθετικά, αλλά όχι άσχετα, να σημειώσουμε εδώ ότι ο νεαρός τότε Μάριος Πλωρίτης δημοσίευσε σε γνωστή εφημερίδα θεατρική κριτική για την πρώτη παράσταση του «Αγαμέμνονα» στο Ηρώδειο.
Eύλογο να αναρωτιέται κανείς ποιος μπορεί να ήταν αυτός ο επιτακτικός λόγος, που οδήγησε τους νεαρούς γάλλους στην Ελλάδα σε μια στιγμή που κοχλάζουν τα εμφύλια πάθη. Η απάντηση δίνεται από τον Φιλολογικό Ριζοσπάστη της επομένης (11/9/47). Εκεί διαβάζουμε δημοσιευμένη «Συνομιλία με το Δημήτρη Γαλάνη» του Γιώργου Λαμπρινού. Ο διάσημος χαράκτης, σύμφωνα με τη δημοσίευση, βρέθηκε στην Αθήνα ως εκπρόσωπος της Γαλλικής Ακαδημίας, στις γιορτές των 100 χρόνων της εδώ Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. Φαίνεται ότι οι εορτασμοί προσέλαβαν πανηγυρικό χαρακτήρα και ακριβώς σ' αυτούς πρέπει να οφείλεται η παρουσία των γάλλων φοιτητών.
Ανάμεσα. λοιπόν, στα μέλη του Ομίλου Αρχαίου Θεάτρου, που κράτησαν αυστηρή ανωνυμία, εντοπίζεται και ο νεαρός τότε Ζακ Λακαριέρ. Είναι 22-23 ετών, σπουδάζει κλασσική φιλολογία στη Σορβόνη, συγκαταλέγεται στα μέλη της θεατρικής ομάδας και ταξιδεύει πρώτη φορά στην Ελλάδα, λαμβάνοντας μέρος στην παράσταση της «Αντιγόνης». Φαίνεται, όμως, ότι ήταν εξίσου ονειροπόλος με τον Σατωμπριάν και εξίσου γοητευμένος από τις ασύλληπτες σκιές του ελληνικού κόσμου.
Η ατμόσφαιρα είναι εμπόλεμη και μάλιστα, μέρα με την ημέρα βαραίνει προς το χειρότερο. Πλην της πρωτεύουσας, που θεωρείται ασφαλής, ο ηπειρωτικός χώρος κατά τόπους φλέγεται ή βρίσκεται υπό ανάφλεξη. Παρόλα αυτά, δεν διστάζει. Σχεδιάζει και αποτολμά έξοδο από την Αθήνα και πέρασμα σε περιοχή των ανταρτών. Ξεφεύγει από το αυστηρό πρόγραμμα της θεατρικής ομάδας και μαζί με τρεις φίλους καταφέρνει, την επομένη των πρώτων παραστάσεων στην Αθήνα, να φτάσει στους Δελφούς, ενώ στις πλαγιές του Παρνασσού ανταλλάσσονταν εμφύλια πυρά. “Θυμάμαι - θα σημειώσει ο ίδιος αργότερα - ότι συνειδητοποίησα πόσο αλλόκοτο ήταν αυτό το ταξίδι στην Ελλάδα. Είχα έρθει εδώ, σπρωγμένος από τα φαντάσματα και τις οπτασίες του παρελθόντος, για να παραστήσω μπροστά στους σημερινούς Έλληνες τα δράματα και τις φρίκες του Τρωϊκού Πολέμου, ενώ στους ίδιους αυτούς τόπους διεξαγόταν ένας άλλος πόλεμος. ”
Ένα χρόνο μετά τη λήξη του Εμφυλίου, δηλαδή Αύγουστο του 1950, επιστρέφει. Μάλιστα, εκείνη την πρώτη περίοδο, μεταξύ του 1950 και του 1953, που χρονολογούνται τα πρώτα του, μακράς παραμονής, ταξίδια στην Ελλάδα, επισκέπτεται τακτικά και διαμένει σε μοναστήρια του Αγίου Όρους. “Να πας στον Άθω σημαίνει να κάμεις ένα πνευματικό ταξίδι, ν' αποσυρθείς από τον κόσμο, να γίνεις αόρατος για κάποιο διάστημα, θά 'λεγα ν' απογυμνωθείς”, σημειώνει στο ταξιδιωτικό του Ημερολόγιο.
Αντί, λοιπόν, για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, με τον οποίο είχε σμιλευτεί στη Σορβόνη, τον γοήτευε περισσότερο, τουλάχιστον την πρώτη περίοδο, ο έτερος πόλος του ελληνικού κόσμου, αυτός της ορθόδοξης ασκητικής παράδοσης. Καρπός αυτών των επισκέψεων είναι το βιβλίο-λεύκωμα «Όρος Άθως, το Άγιον Όρος» (1954) και μια εκλεκτή σειρά ασπρόμαυρων φωτογραφιών. Σ' αυτά έρχονται να προστεθούν και τα πρώτα εκτενή κεφάλαια από «Το ελληνικό καλοκαίρι» (1976), το πιο γνωστό από τα βιβλία του, όπου καταθέτει την όλη ταξιδιωτική του εμπειρία μεταξύ του 1947 και του 1966. Προέκυψε, μάλιστα, μετά την απαγόρευση εισόδου του στην Ελλάδα από το απριλιανό καθεστώς. Όταν ξαναγύρισε, το 1976, η μεταδικτατορική Ελλάδα ήταν άλλης μορφής. Είχε υποστεί ουσιαστικές αλλαγές ή τομές, κατά τους τεχνοκράτες, οι οποίες προχωρούσαν με γοργούς ρυθμούς. Συνέχισε, βεβαίως, να ταξιδεύει στον ελληνικό χώρο, αλλά, αντί φτώχεια και μετανάστευση, συναντούσε οργανωμένο τουρισμό, ατμοσφαιρική ρύπανση και γενικώς μια χωρά που ακολουθούσε, μάλλον άκριτα, τις υποδείξεις των Βρυξελλών. Εν ολίγοις, ταξίδευε σε έναν τόπο ριζικά διαφορετικό.
Αναμφίβολα «Το ελληνικό καλοκαίρι» αποτελεί τη συγγραφική κορύφωση του Λακαριέρ, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Ελλάδα. Τα υπόλοιπα έργα του, πάλι σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, έχουμε την εντύπωση ότι στέκουν και λειτουργούν γύρω του ως παραφυάδες.
Ποια, όμως, η σχέση του εν λόγω βιβλίου με το «Οδοιπορικό από το Παρίσι στα Ιεροσόλυμα» του Σατωμπριάν; Για ποικίλους λόγους δεν επιδέχονται λογοτεχνική ή άλλη σύγκριση μεταξύ τους. Πέρα από το βαθύ χρονικό χάσμα, ο ένας ταξίδεψε κατ' επιλογήν, ενώ ο άλλος βρέθηκε κατά συνδρομή των περιστάσεων. Επιπλέον, ο Σατωμπριάν καταγράφεται ταξικά ως βέρος αριστοκράτης, ενώ ο Λακαριέρ ως γόνος αστικής οικογένειας. Έτσι, μόνο συγγενές στοιχείο μεταξύ τους μένει ο ακατανίκητος ενθουσιασμός για τον ελληνικό κόσμο, αλλά σε εντελώς διαφορετικές εποχές. Ωστόσο, η ταυτόχρονη ανάγνωση παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ο μεν ένας ως προς τις συνθήκες πριν την Επανάσταση, ο δε άλλος ως προς τις συνθήκες πριν η Ελλάδα μπει σε πορεία καθολικού εκσυγχρονισμού και αστόχαστα θυσιάσει ή, στην καλύτερη περίπτωση, μετατρέψει σε μουσειακό είδος κάθε στοιχείο αυθεντικότητας.
Ο Σατωμπριάν συνάντησε ανθρώπους, νοοτροπίες και αντικείμενα του προεπαναστατικού κόσμου, που χάνονται στο βάθος του χρόνου και όταν, προσφέροντάς του μαύρο ψωμί, εκείνος αναφωνεί «Χαίρε, Δήμητερ!», τους εκσφενδονίζει σε αέναα βάθη. Παραβλέποντας τον ρομαντικής πνοής οπτασιασμό, μήπως, για παράδειγμα, μαύρο ψωμί πρόσφεραν και στον Λακαριέρ; Εάν θετική η απάντηση, τότε η απόσταση των πραγμάτων, που τον χωρίζει από τον Σατωμπριάν, φαντάζει μικρότερη από αυτήν που χωρίζει εμάς από εκείνον. Φαντάζει, όμως, μόνο φαινομενικά, επειδή βρισκόμαστε μακράν της πραγματικότητας, ή μήπως υποδηλώνει και κάτι βάσιμο; Είναι παρακινδυνευμένο να συνάγει κανείς συμπεράσματα γενικής ισχύος από ένα παράδειγμα. Ενδέχεται, όμως, μαζί με άλλες παραμέτρους να αποσαφηνίζει, μεταξύ των άλλων, και τα αίτια που επέφεραν ουσιώδη μετασχηματισμό στο πνεύμα του φιλελληνισμού. Πάντως, ο “ελληνικός ανθρωπισμός”, όπως τον ονομάζει κάπου ο Λακαριέρ, ετελεύτησε. Μαζί ετελεύτησε και ό,τι συνόψιζε η έννοια περιηγητής. Ευτυχώς μας μείναν τα βιβλία, ενώ η ίδια η έννοια μετεξελίχθει στον κερδοφόρο σήμερα αγελαίο τουρισμό.
Πέτρος Καλαβρός
Λεζάντα 1ης φωτογραφίας: Ο πολιτικός και συγγραφικός βίος του Ρενέ ντε Σατωμπριάν (1768-1848) τοποθετείται στα ναπολεόντεια χρόνια. Θεωρείται, μεταξύ των άλλων, και πρόδρομος του κινήματος του Ρομαντισμού. Ταξίδεψε στην Ελλάδα το 1806. Οι εντυπώσεις που απεκόμισε, συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο του «Οδοιπορικό από το Παρίσι στα Ιεροσόλυμα» (1811). Στάθηκε, επίσης, από τους κύριους συντελεστές της πρώτης φιλελληνικής κίνησης στη Γαλλία.
Λεζάντα 2ης φωτογραφίας: Ο Ζακ Λακαριέρ στους Δελφούς το 1947. Είναι καθισμένος στην άκρη του θόλου του ναού της Αθηνάς Προναίας. “Η ημέρα εκείνη του Σεπτεμβρίου του 1947 – σημειώνει αργότερα – που μαζί με τρεις φίλους καταφέραμε να φτάσουμε στους Δελφούς, παρά τον εμφύλιο πόλεμο, και να επισκεφθούμε τον πανέρημο χώρο, υπήρξε μια από τις ωραιότερες της ζωής μου.”
Λεζάντα 3ης φωτογραφίας: Παθιασμένος ελληνιστής ο Ζακ Λακαριέρ (1925-2005) ανακάλυψε τη σύγχρονη Ελλάδα ως μόνιμος ταξιδευτής, αλλά και ως προσεκτικός παρατηρητής, από το 1947 μέχρι το 1966. Σε αυτήν την πρώτη περίοδο, την πιο γόνιμη σε ταξιδιωτικές αφηγήσεις, κουβαλούσε πάντα μαζί του φωτογραφική μηχανή, μια Leica, και στις περιπλανήσεις του αποτύπωσε εικόνες σπάνιας ευαισθησίας. Αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι αυτή η λήψη στην Κω, το 1960, όπου γίνεται “Ξεφόρτωμα καρπουζιών”. Μετά το θάνατό του οργανώθηκε φωτογραφική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη (3/12/08-11/1/09) με τίτλο «Η Ελλάδα μέσα από το φακό του Ζακ Λακαριέρ». Παρουσιάστηκαν 100 φωτογραφίες, χωρισμένες σε δύο ενότητες: “Δρόμοι του ελληνικού καλοκαιριού” και “Μοναχοί και Ερημίτες του Άθω”.
Δημοσιεύθηκε στις 4 Ιουλίου 2010
Λεζάντα 2ης φωτογραφίας: Ο Ζακ Λακαριέρ στους Δελφούς το 1947. Είναι καθισμένος στην άκρη του θόλου του ναού της Αθηνάς Προναίας. “Η ημέρα εκείνη του Σεπτεμβρίου του 1947 – σημειώνει αργότερα – που μαζί με τρεις φίλους καταφέραμε να φτάσουμε στους Δελφούς, παρά τον εμφύλιο πόλεμο, και να επισκεφθούμε τον πανέρημο χώρο, υπήρξε μια από τις ωραιότερες της ζωής μου.”
Λεζάντα 3ης φωτογραφίας: Παθιασμένος ελληνιστής ο Ζακ Λακαριέρ (1925-2005) ανακάλυψε τη σύγχρονη Ελλάδα ως μόνιμος ταξιδευτής, αλλά και ως προσεκτικός παρατηρητής, από το 1947 μέχρι το 1966. Σε αυτήν την πρώτη περίοδο, την πιο γόνιμη σε ταξιδιωτικές αφηγήσεις, κουβαλούσε πάντα μαζί του φωτογραφική μηχανή, μια Leica, και στις περιπλανήσεις του αποτύπωσε εικόνες σπάνιας ευαισθησίας. Αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι αυτή η λήψη στην Κω, το 1960, όπου γίνεται “Ξεφόρτωμα καρπουζιών”. Μετά το θάνατό του οργανώθηκε φωτογραφική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη (3/12/08-11/1/09) με τίτλο «Η Ελλάδα μέσα από το φακό του Ζακ Λακαριέρ». Παρουσιάστηκαν 100 φωτογραφίες, χωρισμένες σε δύο ενότητες: “Δρόμοι του ελληνικού καλοκαιριού” και “Μοναχοί και Ερημίτες του Άθω”.
Δημοσιεύθηκε στις 4 Ιουλίου 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου