Μαρία Μπέϊκου
«Αφού με ρωτάτε,
να θυμηθώ...»
Πρόλογος: Τασούλα Βερβενιώτη
Εκδόσεις Καστανιώτη
Ιούνιος 2010
Τη δόξα του Γεωργίου Τερτσέτη φαίνεται πως εζήλωσε, για τα καλά, η Τασούλα Βερβενιώτη. Αν εκείνος συνέβαλε στην καταγραφή των απομνημονευμάτων των αγωνιστών της Επανάστασης, αυτή φαίνεται ότι βάλθηκε να καταγράφει τον βίο και την πολιτεία των αγωνιστριών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Μετά την Σταματία Μπαρμπάτση, της οποίας την αυτοβιογραφική αφήγηση εξέδωσε το 2003 στο «Διπλό βιβλίο. Η αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση. Η ιστορική ανάγνωση», για το οποίο και τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου, σειρά πήρε η Μαρία Μπέϊκου. Και δεν αποκλείεται, κατά το παράδειγμα του Τερτσέτη, που δεν αρκέστηκε στα απομνημονεύματα των Κολοκοτρώνη και Νικηταρά, να υπάρξει και συνέχεια. Από μια άποψη, ευκταίο θα ήταν, αντί μιας ιστορικού, να είχε εμφανιστεί κάποιος αρσενικός απόγονος του Τερτσέτη, γιατί, όπως και να το κάνουμε, οι πόλεμοι, τουλάχιστον προσώρας, είναι έργο των ανδρών. Από την άλλη, οι θεωρητικοί της μεταμοντέρνας εποχής έχουν αποφανθεί, ότι πρέπει να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στις μειονότητες και τις αποσιωπημένες πλευρές της Ιστορίας. Τουτέστιν η πρόταξη δίνεται ασυζητητί στις γυναίκες και τον Εμφύλιο. Σε αυτόν τον δεύτερο, γιατί εκτιμάται ότι στάθηκε η οδυνηρή και δυσάρεστη περίοδος της δεκαετίας του ’40. Ακόμη και ντροπιαστική, κατά την κρίση ορισμένων νεότερων ιστορικών.
Βεβαίως, αυτή η κατευθυντήρια γραμμή έρευνας μπορεί και να σημαίνει ότι βάζουμε το κάρο μπροστά από το άλογο. Ένα παράδειγμα δίνει η περίπτωση του ζεύγους Γεωργούλα και Μαρίας Μπέϊκου. Στην εισαγωγή του βιβλίου, αλλά και στο καταληκτικό κεφάλαιο, η Μαρία Μπέϊκου γράφει ότι παρέδωσε το αρχείο του συζύγου της, που πέθανε στη Μόσχα το 1975, στα Α.Σ.Κ.Ι., το 1996, για “να αξιοποιηθεί και να λειτουργήσει ως ιστορικό εργαλείο”. Θυμάται να της λένε οι τότε υπεύθυνοι “ότι ήταν ένα από τα σπουδαιότερα και μεγαλύτερα αρχεία που είχαν”. Μέσα στο αρχείο είχε εντοπιστεί το ημερολόγιο, που εκείνη κρατούσε ως αξιωματικός του Δημοκρατικού Στρατού, από τις 13 Δεκεμβρίου 1948 μέχρι την άφιξή της στην Τασκένδη, και το οποίο αποτελεί τον πολύτιμο πυρήνα του βιβλίου της. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, το αρχείο βρίσκεται ταξινομημένο σε 35 “κουτιά”, με την επισύναψη “συνοπτικού καταλόγου” και εξασφαλισμένη την ελεύθερη πρόσβαση, όπως ισχύει για τα περισσότερα αρχεία των Α.Σ.Κ.Ι. Περαιτέρω, όμως, αξιοποίηση, από όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, δεν έγινε. Γραμματέας διαφώτισης της ΧΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. ο Γεωργούλας Μπέϊκος, εμπνευστής και συντάκτης του Κώδικα Αυτοδιοικήσεως και Λαϊκής Δικαιοσύνης, ενός συστήματος λαϊκής εξουσίας, που εφαρμόστηκε σε χωριά της Ελεύθερης Ελλάδας, όπως και συγγραφέας σχετικού βιβλίου («Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα», ΘΕΜΕΛΙΟ, 1979), υπήρξε ένα πολύπλευρα σημαντικό πρόσωπο της Αντίστασης. Δυστυχώς, όμως, γι’ αυτόν, δεν ανήκε σε κανενός είδους μειονότητα. Ούτε στον Εμφύλιο συμμετείχε, καθώς, καταδικασμένος σε θάνατο, έμεινε στη φυλακή από το 1946 έως το 1959.
Λέγεται ότι ο Τερτσέτης γινόταν πιεστικός στους αγωνιστές με τις παροτρύνσεις του. Το ίδιο, όπως φαίνεται, και η Βερβενιώτη στις αγωνίστριες της Κατοχής και του Εμφυλίου, που αποτέλεσαν το θέμα της διδακτορικής διατριβής της και το αμετάθετο ερευνητικό της αντικείμενο κατά την ενδιάμεση εικοσαετία. Κατά τα άλλα, εκείνος μνημονεύεται ως απλός απομνημονευματογράφος. Αγράμματοι όντας οι οπλαρχηγοί της Επανάστασης, τα απομνημονεύματά τους τα έγραφε ο ζακύνθιος ιστορικός καθ’ υπαγόρευση. Στην περίπτωση, ωστόσο, του εγγράμματου Φωτάκου περιορίστηκε σε καθημερινές παρακινήσεις, σύμφωνα με την επιστολή του ίδιου του Φωτάκου προς Τερτσέτη, την οποία και προτάσσει στα απομνημονεύματά του. Το κατά πόσο αυτή η διαμεσολάβησή του κατά τη συγγραφή επηρέασε τις μνήμες των γηραιών αγωνιστών αγνοούμε αν έχει ποτέ απασχολήσει τους ιστορικούς. Ενάμισι αιώνα αργότερα, η Βερβενιώτη, ως νεότερος ιστορικός, που κινείται στο πεδίο της προφορικής Ιστορίας, γνωρίζει τα περιθώρια αξιοπιστίας μιας συνέντευξης. Διαφέρει κάποιος, που γράφει τα του βίου του από μεράκι ή ακόμη και για λόγους υστεροφημίας, από εκείνον, που έχει παρακινηθεί από ένα τρίτο πρόσωπο. Πόσω μάλλον αν αυτό το πρόσωπο είναι ένας ιστορικός και όχι κάποιος συναγωνιστής ή παλαιός σύντροφος. Σε αυτήν την περίπτωση, φυσικό είναι να επηρεάζεται και να κατευθύνεται από τον ιστορικό, απέναντι στον οποίο θα πρέπει να αισθάνεται κατά κανόνα μειονεκτικά, και να προσαρμόζει κατάλληλα παρελθοντικές ιδεολογικές απόψεις και εκτιμήσεις.
Όλα αυτά τα έχει διεξοδικά αναλύσει η Βερβενιώτη στο άρθρο της «Γραφές γυναικών για τον ελληνικό Εμφύλιο», που δημοσιεύτηκε προ διετίας στον συλλογικό τόμο «Η εποχή της σύγχυσης. Η δεκαετία του ’40 και η ιστοριογραφία» και στο οποίο στηρίχτηκε ως επί το πλείστον η εισαγωγή της στο βιβλίο της Μπέϊκου. Εκεί τονίζεται και η διαφορετική προθυμία, που δείχνουν οι αγωνίστριες να δώσουν συνεντεύξεις ή να αφηγηθούν τη δράση τους. Καθοριστικός παράγων στέκεται το μορφωτικό τους επίπεδο, όπως και ο τόπος καταγωγής τους. Γι’ αυτό και η ίδια, στα δυο βιβλία της, υιοθέτησε διαφορετικό τρόπο προσέγγισης. Στην περίπτωση της Μπαρμπάτση, που ήταν, κατά τη διατύπωση της ιστορικού, μια “απλή” αγωνίστρια, συνδύασε την γραμμένη, κατά προτροπή της, αφήγηση με το υλικό των συνεντεύξεων. Ενώ, στο βιβλίο της “επιφανούς” Μπέϊκου στηρίχτηκε σε συνεντεύξεις, που δόθηκαν στην περίοδο κοντά μιας δεκαπενταετίας. Όπως αναφέρεται, εργάστηκαν από κοινού στη σύνθεση μιας ενιαίας αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο, που αρχίζει από τα παιδικά χρόνια της Μπέϊκου και φθάνει μέχρι σήμερα. Η αφήγηση φαίνεται ότι δημιουργήθηκε με κοπτοραπτική των συνεντεύξεων, όπου η ανάμιξη της ιστορικού θα πρέπει να υπήρξε καθοριστική.
Εκτός από τον πρόλογο της Βερβενιώτη και την εισαγωγή της Μπέϊκου, αυτή η αφήγηση ζωής χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, με τη δράση στον Δημοκρατικό Στρατό να περιορίζεται μόνο στο δεύτερο μέρος. Εκεί παρατίθεται και το ημερολόγιο, το οποίο, κρίνοντας από τα αποσιωπητικά που παρεμβάλλονται σε πολλά σημεία, θα πρέπει να δημοσιεύεται περικομμένο. Κατά πόσο αυτό οφείλεται σε αυτολογοκρισία ή έγινε για οικονομία λόγου μένει ζητούμενο. Οι ημερολογιακές, πάντως, καταχωρήσεις διακόπτονται από δικά της σημερινά σχόλια, ενώ προτάσσεται η συνέχεια της αυτοβιογραφικής αφήγησης, με τίτλο «Στον Δημοκρατικό Στρατό της Ρούμελης». Έχει προηγηθεί το πρώτο μέρος, όπου διηγείται τα παιδικά της χρόνια και τη συμμετοχή της στην ΕΠΟΝ, στην Ιστιαία Ευβοίας, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, την απόδρασή της από το σπίτι, δεκαεπτάχρονη φοιτήτρια της Ιατρικής, και την ένταξή της στην ΧΙΙΙ Μεραρχία του ΕΛΑΣ, την απελευθέρωση, το Δεκέμβρη του ’44, όταν τμήματα της μεραρχίας της κατέβηκαν μέχρι την Χασιά και χωρίς να τους επιτραπεί να λάβουν μέρος στις μάχες υποχώρησαν, και τέλος, την εξάπλωση της τρομοκρατίας και εκών άκων “την άνοδο στο βουνό”. Εκεί κάπου στο ενδιάμεσο, μόλις που πρόλαβε να παντρευτεί τον Γεωργούλα Μπέϊκο, Νοέμβριο 1945. Στα δυο τελευταία μέρη και τον επίλογο, ξεδιπλώνεται η κατοπινή ζωή της: Αλβανία -Τασκένδη- Μόσχα-Αθήνα.
Η αγωνιστική δράση της Μπέϊκου δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Εξ αρχής, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, παρόλο που δεν είχε εκπαίδευση ούτε καμιά εμπειρία από μάχες, τοποθετήθηκε καπετάνισσα και γραμματέας του κόμματος στη διμοιρία γυναικών, με κύρια ευθύνη του τομέα διαφώτισης. Στον Δημοκρατικό Στρατό, όταν συγκροτήθηκε το αρχηγείο Ρούμελης, που είχε ονομαστεί ΙΙ Μεραρχία, βρέθηκε υπεύθυνη γυναικών όλης της μεραρχίας, με διοικητή τον Διαμαντή. Πήρε, όμως, μέρος και σε μάχες. Στη γιορτή της, Δεκαπενταύγουστο του 1944, στρατοπεδευμένοι έξω από το Καρπενήσι, η ευχή ήταν: “χρόνια πολλά και καλές μάχες”. Στον Δημοκρατικό Στρατό, θυμάται “τη μάχη του χώρου, τη μάχη στο Πυργούλι, τη μάχη στην Καρδίτσα, τη μάχη στο Καρπενήσι”. Θυμάται την ομιλία της, ως εκπρόσωπος της μεραρχίας της, στην Συνδιάσκεψη Γυναικών, που έγινε στο Βίτσι Μάρτιο 1949 και η οποία δημοσιεύεται στο βιβλίο. Δεν ανακαλεί, ωστόσο “τη μεγάλη πορεία ενός μηνός από τη Ρούμελη στο Βίτσι για τη Συνδιάσκεψη”.
Είναι κρίμα, λοιπόν, η έμφαση στην αφήγηση της ζωής της να δίνεται στη γυναικεία της φύση και κατά πόσο αυτή επηρέασε την οντότητά της ως αγωνίστρια. Κι αυτό, γιατί, προφανώς, εκεί επικέντρωσε, για άλλη μια φορά, τις ερωτήσεις της η ιστορικός. Επανέρχονται θέματα ένδυσης, όπως το δύσκολο πέρασμα από τη φούστα στο παντελόνι, καθαριότητας και εμμηνόρροιας, προπαντός, οι σχέσεις με τους συναγωνιστές. Έτσι, για τον Άρη Βελουχιώτη, το κορυφαίο πρόσωπο του ΕΛΑΣ, συναντάμε μόλις δυο σχόλια: “... παρότι νέοι, τα αισθήματα τα σκέπαζε η λογική και η απαγόρευση. Είχαμε έναν πουριτανισμό, μπορεί να πει κανείς... Από τη στιγμή που ο Άρης είχε σκοτώσει αντάρτη επειδή πήγε με μια γυναίκα, κανένας δεν είχε σχέσεις. Δεν επιτρέπαμε σε κανέναν να μολύνει τον αγώνα. Έτσι σκεφτόμασταν. Όλα αυτά έπρεπε να μείνουν στο περιθώριο μέχρι την απελευθέρωση. Αν δεν ήθελες να προσαρμοστείς έφευγες. Στη διμοιρία μας δεν είχαμε κανένα παρατράγουδο.” Και λίγο παρακάτω: “Ο Άρης δεν ήθελε γυναίκες με όπλο στο χέρι στον ΕΛΑΣ. Είχε όλο του το μεγαλείο και δεν είναι καθόλου κακό να πούμε ότι είχε και μερικά ελαττώματα. Κρίμα που ο Γεωργούλας δεν πρόλαβε να τελειώσει αυτό που είχε αρχίσει να γράφει για τον Άρη και θα απεικόνιζε όλη του την προσωπικότητα...” Εδώ, παρεμπιπτόντως, θα αναμενόταν κάποια διευκρίνιση, αν αυτή η ημιτελής βιογραφία βρίσκεται στο κατατεθειμένο αρχείο στα Α.Σ.Κ.Ι. Υπάρχει ένα ακόμη σχόλιο για τον Άρη, που δεν πειθάρχησε στη Συμφωνία της Βάρκιζας και “βγήκε ξανά στο Βουνό”: “Η πράξη του αυτή ήταν απειθαρχία στο κόμμα και είχε συνέπειες. Το κόμμα τού ’δωσε συγκεκριμένη εντολή κι εκείνος... δεν πειθάρχησε...”.
Οι γενικής, πάντως, φύσεως εκτιμήσεις αποφεύγονται. Λ.χ., αφηγούμενη όσα συνέβησαν τις παραμονές των Δεκεμβριανών, αναφέρει: “...τμήματα της μεραρχίας είχαν διασκορπιστεί σε άλλες κατευθύνσεις. Είχαν πάει στις συγκρούσεις με τον Ζέρβα στην Ήπειρο. Το γιατί έγινε αυτό είναι ένα θέμα που πιστεύω πως θα το ψάξει η ιστορία”. Συχνά ο τόνος της αφήγησης δείχνει απολογητικός: “Εμείς, οι μαχητές, δεν ξέραμε. Ό,τι μας λέγανε το πιστεύαμε. Και αποδείχθηκαν τα περισσότερα λαθεμένα.” Ιδίως, όταν κάνει λόγο για τις επιστρατεύσεις και τη σκοπιμότητα του αγώνα που διεξήγαγε ο Δημοκρατικός Στρατός. Ενώ παραλείπει κάποια σημαντικά γεγονότα, όπως το τέλος του αγαπημένου της καπετάνιου Διαμαντή, για τον οποίον λέγανε “είναι ο Διαμαντής εδώ, θα το περάσουμε κι αυτό”. Σχετικά αναφέρει εσφαλμένα, με αφορμή το θάνατο του μικρότερου αδελφού του Γεωργούλα, του Παύλου, πως “τον είχε στείλει, μαζί με τον Διαμαντή, ο Ζαχαριάδης στη Ρούμελη, στο πλαίσιο του σχεδίου «το όπλο παρά πόδα», σε μια αποστολή αυτοκτονίας, και πράγματι, όταν τον περικύκλωσαν, ο Παύλος αυτοκτόνησε”. Αυτό συνέβη άνοιξη του 1950 και ο Παύλος Μπέϊκος πήρε απλώς εντολή να παραμείνει στη Ν. Ελλάδα, ενώ ο Διαμαντής είχε ήδη σκοτωθεί
(= 21 Ιουν. 1949, περιοχή χωριού Μάρμαρα Φθιώτιδος), και μαζί του κατέρρευσε το δεύτερο αντάρτικο στη Ρούμελη. Προφανώς πρόκειται για παραδρομή, που θα μπορούσε να διορθώσει η ιστορικός, δίνοντας κάποιες επιπλέον πληροφορίες για τον θάνατό του Διαμαντή, που ορισμένες μαρτυρίες φέρουν το τέλος του κατ’ εικόνα και ομοίωσιν εκείνου του Καραϊσκάκη.
Μια παρόμοια αυτοβιογραφική αφήγηση, που στρώθηκε έτσι ώστε να είναι γλαφυρή, θα μπορούσε να προσφέρει σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, εκτός από ψυχαγωγία, και κάποιες πληροφορίες για όλα αυτά τα πρόσωπα και τα γεγονότα που παρελαύνουν στην αφήγηση. Δεν θα επιβάρυνε πολύ την έκδοση ένας χάρτης
–ποιος γνωρίζει κατά που πέφτει, λ.χ., το Πυργούλι– και επιλεκτικά, ορισμένες υποσελίδιες σημειώσεις. Γιατί, πολύ φοβόμαστε, ότι οι αναγνώστες θα συγκρατήσουν μόνο το ανέκδοτο με τους Εγγλέζους, που έριχναν τις δεξιές αρβύλες στη Ρούμελη και τις αριστερές στη Μακεδονία. Όσο για τις αναγνώστριες, κυρίως τις νεαρές, θα τους μείνει “ότι η Ρούλα Ζαχαριάδη ήταν πολύ ωραία γυναίκα” και το άρωμα που φορούσε “ήτανε νούμερο 5 Σανέλ”. Διακινδυνεύουμε την εικασία, ότι, αν η Μαρία Μπέϊκου έγραφε εξ ιδίας βουλήσεως την αυτοβιογραφία της και όχι κατά ελεγχόμενη προτροπή, όπως δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου, θα ήταν αρκετά ή και πολύ διαφορετική. Αυτή η εκτίμησή μας στηρίζεται στο ημερολόγιό της, αλλά και τα τμήματα της αφήγησης, στα οποία δεν αυτολογοκρίνεται. Εκεί, προβάλλει μια κεφάτη και δυναμική γυναίκα, σίγουρη για τις πεποιθήσεις της. Άλλωστε, αυτό το αποδεικνύει και ο τρόπος που αντεπεξήλθε στις δυσκολίες, καθώς και το γεγονός πως τα κατάφερε σε ό,τι καταπιάστηκε.
«Αφού με ρωτάτε,
να θυμηθώ...»
Πρόλογος: Τασούλα Βερβενιώτη
Εκδόσεις Καστανιώτη
Ιούνιος 2010
Τη δόξα του Γεωργίου Τερτσέτη φαίνεται πως εζήλωσε, για τα καλά, η Τασούλα Βερβενιώτη. Αν εκείνος συνέβαλε στην καταγραφή των απομνημονευμάτων των αγωνιστών της Επανάστασης, αυτή φαίνεται ότι βάλθηκε να καταγράφει τον βίο και την πολιτεία των αγωνιστριών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Μετά την Σταματία Μπαρμπάτση, της οποίας την αυτοβιογραφική αφήγηση εξέδωσε το 2003 στο «Διπλό βιβλίο. Η αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση. Η ιστορική ανάγνωση», για το οποίο και τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου, σειρά πήρε η Μαρία Μπέϊκου. Και δεν αποκλείεται, κατά το παράδειγμα του Τερτσέτη, που δεν αρκέστηκε στα απομνημονεύματα των Κολοκοτρώνη και Νικηταρά, να υπάρξει και συνέχεια. Από μια άποψη, ευκταίο θα ήταν, αντί μιας ιστορικού, να είχε εμφανιστεί κάποιος αρσενικός απόγονος του Τερτσέτη, γιατί, όπως και να το κάνουμε, οι πόλεμοι, τουλάχιστον προσώρας, είναι έργο των ανδρών. Από την άλλη, οι θεωρητικοί της μεταμοντέρνας εποχής έχουν αποφανθεί, ότι πρέπει να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στις μειονότητες και τις αποσιωπημένες πλευρές της Ιστορίας. Τουτέστιν η πρόταξη δίνεται ασυζητητί στις γυναίκες και τον Εμφύλιο. Σε αυτόν τον δεύτερο, γιατί εκτιμάται ότι στάθηκε η οδυνηρή και δυσάρεστη περίοδος της δεκαετίας του ’40. Ακόμη και ντροπιαστική, κατά την κρίση ορισμένων νεότερων ιστορικών.
Βεβαίως, αυτή η κατευθυντήρια γραμμή έρευνας μπορεί και να σημαίνει ότι βάζουμε το κάρο μπροστά από το άλογο. Ένα παράδειγμα δίνει η περίπτωση του ζεύγους Γεωργούλα και Μαρίας Μπέϊκου. Στην εισαγωγή του βιβλίου, αλλά και στο καταληκτικό κεφάλαιο, η Μαρία Μπέϊκου γράφει ότι παρέδωσε το αρχείο του συζύγου της, που πέθανε στη Μόσχα το 1975, στα Α.Σ.Κ.Ι., το 1996, για “να αξιοποιηθεί και να λειτουργήσει ως ιστορικό εργαλείο”. Θυμάται να της λένε οι τότε υπεύθυνοι “ότι ήταν ένα από τα σπουδαιότερα και μεγαλύτερα αρχεία που είχαν”. Μέσα στο αρχείο είχε εντοπιστεί το ημερολόγιο, που εκείνη κρατούσε ως αξιωματικός του Δημοκρατικού Στρατού, από τις 13 Δεκεμβρίου 1948 μέχρι την άφιξή της στην Τασκένδη, και το οποίο αποτελεί τον πολύτιμο πυρήνα του βιβλίου της. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, το αρχείο βρίσκεται ταξινομημένο σε 35 “κουτιά”, με την επισύναψη “συνοπτικού καταλόγου” και εξασφαλισμένη την ελεύθερη πρόσβαση, όπως ισχύει για τα περισσότερα αρχεία των Α.Σ.Κ.Ι. Περαιτέρω, όμως, αξιοποίηση, από όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, δεν έγινε. Γραμματέας διαφώτισης της ΧΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. ο Γεωργούλας Μπέϊκος, εμπνευστής και συντάκτης του Κώδικα Αυτοδιοικήσεως και Λαϊκής Δικαιοσύνης, ενός συστήματος λαϊκής εξουσίας, που εφαρμόστηκε σε χωριά της Ελεύθερης Ελλάδας, όπως και συγγραφέας σχετικού βιβλίου («Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα», ΘΕΜΕΛΙΟ, 1979), υπήρξε ένα πολύπλευρα σημαντικό πρόσωπο της Αντίστασης. Δυστυχώς, όμως, γι’ αυτόν, δεν ανήκε σε κανενός είδους μειονότητα. Ούτε στον Εμφύλιο συμμετείχε, καθώς, καταδικασμένος σε θάνατο, έμεινε στη φυλακή από το 1946 έως το 1959.
Λέγεται ότι ο Τερτσέτης γινόταν πιεστικός στους αγωνιστές με τις παροτρύνσεις του. Το ίδιο, όπως φαίνεται, και η Βερβενιώτη στις αγωνίστριες της Κατοχής και του Εμφυλίου, που αποτέλεσαν το θέμα της διδακτορικής διατριβής της και το αμετάθετο ερευνητικό της αντικείμενο κατά την ενδιάμεση εικοσαετία. Κατά τα άλλα, εκείνος μνημονεύεται ως απλός απομνημονευματογράφος. Αγράμματοι όντας οι οπλαρχηγοί της Επανάστασης, τα απομνημονεύματά τους τα έγραφε ο ζακύνθιος ιστορικός καθ’ υπαγόρευση. Στην περίπτωση, ωστόσο, του εγγράμματου Φωτάκου περιορίστηκε σε καθημερινές παρακινήσεις, σύμφωνα με την επιστολή του ίδιου του Φωτάκου προς Τερτσέτη, την οποία και προτάσσει στα απομνημονεύματά του. Το κατά πόσο αυτή η διαμεσολάβησή του κατά τη συγγραφή επηρέασε τις μνήμες των γηραιών αγωνιστών αγνοούμε αν έχει ποτέ απασχολήσει τους ιστορικούς. Ενάμισι αιώνα αργότερα, η Βερβενιώτη, ως νεότερος ιστορικός, που κινείται στο πεδίο της προφορικής Ιστορίας, γνωρίζει τα περιθώρια αξιοπιστίας μιας συνέντευξης. Διαφέρει κάποιος, που γράφει τα του βίου του από μεράκι ή ακόμη και για λόγους υστεροφημίας, από εκείνον, που έχει παρακινηθεί από ένα τρίτο πρόσωπο. Πόσω μάλλον αν αυτό το πρόσωπο είναι ένας ιστορικός και όχι κάποιος συναγωνιστής ή παλαιός σύντροφος. Σε αυτήν την περίπτωση, φυσικό είναι να επηρεάζεται και να κατευθύνεται από τον ιστορικό, απέναντι στον οποίο θα πρέπει να αισθάνεται κατά κανόνα μειονεκτικά, και να προσαρμόζει κατάλληλα παρελθοντικές ιδεολογικές απόψεις και εκτιμήσεις.
Όλα αυτά τα έχει διεξοδικά αναλύσει η Βερβενιώτη στο άρθρο της «Γραφές γυναικών για τον ελληνικό Εμφύλιο», που δημοσιεύτηκε προ διετίας στον συλλογικό τόμο «Η εποχή της σύγχυσης. Η δεκαετία του ’40 και η ιστοριογραφία» και στο οποίο στηρίχτηκε ως επί το πλείστον η εισαγωγή της στο βιβλίο της Μπέϊκου. Εκεί τονίζεται και η διαφορετική προθυμία, που δείχνουν οι αγωνίστριες να δώσουν συνεντεύξεις ή να αφηγηθούν τη δράση τους. Καθοριστικός παράγων στέκεται το μορφωτικό τους επίπεδο, όπως και ο τόπος καταγωγής τους. Γι’ αυτό και η ίδια, στα δυο βιβλία της, υιοθέτησε διαφορετικό τρόπο προσέγγισης. Στην περίπτωση της Μπαρμπάτση, που ήταν, κατά τη διατύπωση της ιστορικού, μια “απλή” αγωνίστρια, συνδύασε την γραμμένη, κατά προτροπή της, αφήγηση με το υλικό των συνεντεύξεων. Ενώ, στο βιβλίο της “επιφανούς” Μπέϊκου στηρίχτηκε σε συνεντεύξεις, που δόθηκαν στην περίοδο κοντά μιας δεκαπενταετίας. Όπως αναφέρεται, εργάστηκαν από κοινού στη σύνθεση μιας ενιαίας αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο, που αρχίζει από τα παιδικά χρόνια της Μπέϊκου και φθάνει μέχρι σήμερα. Η αφήγηση φαίνεται ότι δημιουργήθηκε με κοπτοραπτική των συνεντεύξεων, όπου η ανάμιξη της ιστορικού θα πρέπει να υπήρξε καθοριστική.
Εκτός από τον πρόλογο της Βερβενιώτη και την εισαγωγή της Μπέϊκου, αυτή η αφήγηση ζωής χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, με τη δράση στον Δημοκρατικό Στρατό να περιορίζεται μόνο στο δεύτερο μέρος. Εκεί παρατίθεται και το ημερολόγιο, το οποίο, κρίνοντας από τα αποσιωπητικά που παρεμβάλλονται σε πολλά σημεία, θα πρέπει να δημοσιεύεται περικομμένο. Κατά πόσο αυτό οφείλεται σε αυτολογοκρισία ή έγινε για οικονομία λόγου μένει ζητούμενο. Οι ημερολογιακές, πάντως, καταχωρήσεις διακόπτονται από δικά της σημερινά σχόλια, ενώ προτάσσεται η συνέχεια της αυτοβιογραφικής αφήγησης, με τίτλο «Στον Δημοκρατικό Στρατό της Ρούμελης». Έχει προηγηθεί το πρώτο μέρος, όπου διηγείται τα παιδικά της χρόνια και τη συμμετοχή της στην ΕΠΟΝ, στην Ιστιαία Ευβοίας, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, την απόδρασή της από το σπίτι, δεκαεπτάχρονη φοιτήτρια της Ιατρικής, και την ένταξή της στην ΧΙΙΙ Μεραρχία του ΕΛΑΣ, την απελευθέρωση, το Δεκέμβρη του ’44, όταν τμήματα της μεραρχίας της κατέβηκαν μέχρι την Χασιά και χωρίς να τους επιτραπεί να λάβουν μέρος στις μάχες υποχώρησαν, και τέλος, την εξάπλωση της τρομοκρατίας και εκών άκων “την άνοδο στο βουνό”. Εκεί κάπου στο ενδιάμεσο, μόλις που πρόλαβε να παντρευτεί τον Γεωργούλα Μπέϊκο, Νοέμβριο 1945. Στα δυο τελευταία μέρη και τον επίλογο, ξεδιπλώνεται η κατοπινή ζωή της: Αλβανία -Τασκένδη- Μόσχα-Αθήνα.
Η αγωνιστική δράση της Μπέϊκου δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Εξ αρχής, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, παρόλο που δεν είχε εκπαίδευση ούτε καμιά εμπειρία από μάχες, τοποθετήθηκε καπετάνισσα και γραμματέας του κόμματος στη διμοιρία γυναικών, με κύρια ευθύνη του τομέα διαφώτισης. Στον Δημοκρατικό Στρατό, όταν συγκροτήθηκε το αρχηγείο Ρούμελης, που είχε ονομαστεί ΙΙ Μεραρχία, βρέθηκε υπεύθυνη γυναικών όλης της μεραρχίας, με διοικητή τον Διαμαντή. Πήρε, όμως, μέρος και σε μάχες. Στη γιορτή της, Δεκαπενταύγουστο του 1944, στρατοπεδευμένοι έξω από το Καρπενήσι, η ευχή ήταν: “χρόνια πολλά και καλές μάχες”. Στον Δημοκρατικό Στρατό, θυμάται “τη μάχη του χώρου, τη μάχη στο Πυργούλι, τη μάχη στην Καρδίτσα, τη μάχη στο Καρπενήσι”. Θυμάται την ομιλία της, ως εκπρόσωπος της μεραρχίας της, στην Συνδιάσκεψη Γυναικών, που έγινε στο Βίτσι Μάρτιο 1949 και η οποία δημοσιεύεται στο βιβλίο. Δεν ανακαλεί, ωστόσο “τη μεγάλη πορεία ενός μηνός από τη Ρούμελη στο Βίτσι για τη Συνδιάσκεψη”.
Είναι κρίμα, λοιπόν, η έμφαση στην αφήγηση της ζωής της να δίνεται στη γυναικεία της φύση και κατά πόσο αυτή επηρέασε την οντότητά της ως αγωνίστρια. Κι αυτό, γιατί, προφανώς, εκεί επικέντρωσε, για άλλη μια φορά, τις ερωτήσεις της η ιστορικός. Επανέρχονται θέματα ένδυσης, όπως το δύσκολο πέρασμα από τη φούστα στο παντελόνι, καθαριότητας και εμμηνόρροιας, προπαντός, οι σχέσεις με τους συναγωνιστές. Έτσι, για τον Άρη Βελουχιώτη, το κορυφαίο πρόσωπο του ΕΛΑΣ, συναντάμε μόλις δυο σχόλια: “... παρότι νέοι, τα αισθήματα τα σκέπαζε η λογική και η απαγόρευση. Είχαμε έναν πουριτανισμό, μπορεί να πει κανείς... Από τη στιγμή που ο Άρης είχε σκοτώσει αντάρτη επειδή πήγε με μια γυναίκα, κανένας δεν είχε σχέσεις. Δεν επιτρέπαμε σε κανέναν να μολύνει τον αγώνα. Έτσι σκεφτόμασταν. Όλα αυτά έπρεπε να μείνουν στο περιθώριο μέχρι την απελευθέρωση. Αν δεν ήθελες να προσαρμοστείς έφευγες. Στη διμοιρία μας δεν είχαμε κανένα παρατράγουδο.” Και λίγο παρακάτω: “Ο Άρης δεν ήθελε γυναίκες με όπλο στο χέρι στον ΕΛΑΣ. Είχε όλο του το μεγαλείο και δεν είναι καθόλου κακό να πούμε ότι είχε και μερικά ελαττώματα. Κρίμα που ο Γεωργούλας δεν πρόλαβε να τελειώσει αυτό που είχε αρχίσει να γράφει για τον Άρη και θα απεικόνιζε όλη του την προσωπικότητα...” Εδώ, παρεμπιπτόντως, θα αναμενόταν κάποια διευκρίνιση, αν αυτή η ημιτελής βιογραφία βρίσκεται στο κατατεθειμένο αρχείο στα Α.Σ.Κ.Ι. Υπάρχει ένα ακόμη σχόλιο για τον Άρη, που δεν πειθάρχησε στη Συμφωνία της Βάρκιζας και “βγήκε ξανά στο Βουνό”: “Η πράξη του αυτή ήταν απειθαρχία στο κόμμα και είχε συνέπειες. Το κόμμα τού ’δωσε συγκεκριμένη εντολή κι εκείνος... δεν πειθάρχησε...”.
Οι γενικής, πάντως, φύσεως εκτιμήσεις αποφεύγονται. Λ.χ., αφηγούμενη όσα συνέβησαν τις παραμονές των Δεκεμβριανών, αναφέρει: “...τμήματα της μεραρχίας είχαν διασκορπιστεί σε άλλες κατευθύνσεις. Είχαν πάει στις συγκρούσεις με τον Ζέρβα στην Ήπειρο. Το γιατί έγινε αυτό είναι ένα θέμα που πιστεύω πως θα το ψάξει η ιστορία”. Συχνά ο τόνος της αφήγησης δείχνει απολογητικός: “Εμείς, οι μαχητές, δεν ξέραμε. Ό,τι μας λέγανε το πιστεύαμε. Και αποδείχθηκαν τα περισσότερα λαθεμένα.” Ιδίως, όταν κάνει λόγο για τις επιστρατεύσεις και τη σκοπιμότητα του αγώνα που διεξήγαγε ο Δημοκρατικός Στρατός. Ενώ παραλείπει κάποια σημαντικά γεγονότα, όπως το τέλος του αγαπημένου της καπετάνιου Διαμαντή, για τον οποίον λέγανε “είναι ο Διαμαντής εδώ, θα το περάσουμε κι αυτό”. Σχετικά αναφέρει εσφαλμένα, με αφορμή το θάνατο του μικρότερου αδελφού του Γεωργούλα, του Παύλου, πως “τον είχε στείλει, μαζί με τον Διαμαντή, ο Ζαχαριάδης στη Ρούμελη, στο πλαίσιο του σχεδίου «το όπλο παρά πόδα», σε μια αποστολή αυτοκτονίας, και πράγματι, όταν τον περικύκλωσαν, ο Παύλος αυτοκτόνησε”. Αυτό συνέβη άνοιξη του 1950 και ο Παύλος Μπέϊκος πήρε απλώς εντολή να παραμείνει στη Ν. Ελλάδα, ενώ ο Διαμαντής είχε ήδη σκοτωθεί
(= 21 Ιουν. 1949, περιοχή χωριού Μάρμαρα Φθιώτιδος), και μαζί του κατέρρευσε το δεύτερο αντάρτικο στη Ρούμελη. Προφανώς πρόκειται για παραδρομή, που θα μπορούσε να διορθώσει η ιστορικός, δίνοντας κάποιες επιπλέον πληροφορίες για τον θάνατό του Διαμαντή, που ορισμένες μαρτυρίες φέρουν το τέλος του κατ’ εικόνα και ομοίωσιν εκείνου του Καραϊσκάκη.
Μια παρόμοια αυτοβιογραφική αφήγηση, που στρώθηκε έτσι ώστε να είναι γλαφυρή, θα μπορούσε να προσφέρει σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, εκτός από ψυχαγωγία, και κάποιες πληροφορίες για όλα αυτά τα πρόσωπα και τα γεγονότα που παρελαύνουν στην αφήγηση. Δεν θα επιβάρυνε πολύ την έκδοση ένας χάρτης
–ποιος γνωρίζει κατά που πέφτει, λ.χ., το Πυργούλι– και επιλεκτικά, ορισμένες υποσελίδιες σημειώσεις. Γιατί, πολύ φοβόμαστε, ότι οι αναγνώστες θα συγκρατήσουν μόνο το ανέκδοτο με τους Εγγλέζους, που έριχναν τις δεξιές αρβύλες στη Ρούμελη και τις αριστερές στη Μακεδονία. Όσο για τις αναγνώστριες, κυρίως τις νεαρές, θα τους μείνει “ότι η Ρούλα Ζαχαριάδη ήταν πολύ ωραία γυναίκα” και το άρωμα που φορούσε “ήτανε νούμερο 5 Σανέλ”. Διακινδυνεύουμε την εικασία, ότι, αν η Μαρία Μπέϊκου έγραφε εξ ιδίας βουλήσεως την αυτοβιογραφία της και όχι κατά ελεγχόμενη προτροπή, όπως δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου, θα ήταν αρκετά ή και πολύ διαφορετική. Αυτή η εκτίμησή μας στηρίζεται στο ημερολόγιό της, αλλά και τα τμήματα της αφήγησης, στα οποία δεν αυτολογοκρίνεται. Εκεί, προβάλλει μια κεφάτη και δυναμική γυναίκα, σίγουρη για τις πεποιθήσεις της. Άλλωστε, αυτό το αποδεικνύει και ο τρόπος που αντεπεξήλθε στις δυσκολίες, καθώς και το γεγονός πως τα κατάφερε σε ό,τι καταπιάστηκε.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου