Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΡΙΣΙΑΔΗΣ - Μακρύ σχόλιο περί αρχειακής φωτογραφίας και αφανών συμμοριτών

Η φω­το­γρα­φία εί­ναι πα­γιω­μέ­νος τό­πος, χώ­ρος και χρό­νος. Απα­θα­να­τί­ζει το στιγ­μιαίο και, ε­κτός α­πό μελ­λο­ντι­κή μνή­μη, το με­τα­μορ­φώ­νει κα­μία φο­ρά σε φω­το­γρα­φι­κή ή κοι­νω­νι­κή α­ξία εμ­βλη­μα­τι­κή. Πα­ρα­δείγ­μα­τα υ­πάρ­χουν πολ­λά, με πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά το πορ­τρέ­το του Γκε­βά­ρα α­πό τον κου­βα­νό φω­το­γρά­φο Αλμπέρ­ντο Κόρ­ντα ή ε­κεί­νη, την ε­ξί­σου διά­ση­μη φω­το­γρα­φία του Ρό­μπερτ Κά­πα, με τον δη­μο­κρα­τι­κό πο­λι­το­φύ­λα­κα που δέ­χε­ται κα­τά­στη­θα τη θα­να­τη­φό­ρα βο­λή έ­ξω α­πό την Κόρ­ντο­βα και η ο­ποία α­πο­τέ­λε­σε έ­να α­πό τα εί­δω­λα του α­ντι­φα­σι­στι­κού α­γώ­να.
Εξ αυ­τού συ­νά­γε­ται ό­τι κά­θε φω­το­γρα­φι­κή α­πει­κό­νι­ση φέ­ρει δι­πλή νο­η­μα­το­δο­τι­κή και α­ξια­κή διά­στα­ση. Η μία εί­ναι η γε­νε­σιουρ­γός αι­τία, ο λό­γος, δη­λα­δή, που προέ­κυ­ψε και η άλ­λη το κι­νούν αί­τιο που ω­θεί στη δια­τή­ρη­σή της. Με το τε­λευ­ταίο, δη­λα­δή τη δια­τή­ρη­ση, το ε­κά­στο­τε “πα­ρό­ν” α­πο­κα­θι­στά ο­πτι­κή ε­πα­φή και συν­δια­λέ­γε­ται με το “πα­ρελ­θό­ν”. Σε πε­ρί­πτω­ση που τα πολ­λά ντα­ρα­βέ­ρια με το πα­ρελ­θόν θεω­ρού­νται α­νε­πι­θύ­μη­τα και η φω­το­γρα­φία πα­ρα­με­λεί­ται ή κα­τα­στρέ­φε­ται, τό­τε οι ο­πτι­κοί δε­σμοί α­πο­κό­πτο­νται και κα­νέ­να άλ­λο αρ­χεια­κό μέ­σο, ό­πως π.χ. το γρα­πτό τεκ­μή­ριο, δεν μπο­ρεί να τους υ­πο­κα­τα­στή­σει. Με λί­γα λό­για, η α­πώ­λεια δεν α­ντι­σταθ­μί­ζε­ται.
Ως προς το πό­σο, αλ­λά και το πώς δια­φυ­λάσ­σει έ­νας λαός τα πά­σης φύ­σεως αρ­χεία του, α­νά­με­σά τους και τα φω­το­γρα­φι­κά, λέ­γε­ται ό­τι α­ντα­να­κλά σε με­γά­λο βαθ­μό και τον πο­λι­τι­σμό του. Μοιά­ζει σαν χρο­ντρο­κομ­μέ­νος α­φο­ρι­σμός, ε­μπε­ριέ­χει, ό­μως, και μια δό­ση α­λή­θειας. Εάν, δη­λα­δή, υ­πο­θέ­σου­με ό­τι δεν υ­πάρ­χει μέ­ρι­μνα δια­φύ­λα­ξης και α­πό α­δια­φο­ρία κα­τα­λή­γουν στη χω­μα­τε­ρή ή, στο ό­νο­μα κά­ποιων ε­φή­με­ρων σκο­πι­μο­τή­των, ό­πως κα­κή ώ­ρα με τους φα­κέ­λους το 1989, πα­ρα­δί­δο­νται η­θε­λη­μέ­να στην κα­τα­στρο­φή, τό­τε δεν α­πέ­χει πο­λύ σε νοο­τρο­πία α­πό ε­κεί­νη των Τα­λι­μπάν, που έ­κα­ναν σκό­νη τα γι­γά­ντια γλυ­πτά του Βού­δα πριν α­πό με­ρι­κά χρό­νια. Συ­νε­πώς, η δια­φύ­λα­ξη των φω­το­γρα­φι­κών τεκ­μη­ρίων υ­περ­βαί­νει την ε­κά­στο­τε ροή των πο­λι­τι­κών ή κοι­νω­νι­κών συν­θη­κών και προσ­λαμ­βά­νει δια­χρο­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα.
Ας το κά­νου­με ό­μως πιο α­πτό, κα­τα­φεύ­γο­ντας σε πα­ρά­δειγ­μα. Υπο­θέ­του­με, λοι­πόν, ό­τι ο φω­το­γρά­φος Δη­μή­τρης Χα­ρι­σιά­δης, α­ντί α­στός, ό­πως ο­νο­μα­τί­ζα­με άλ­λο­τε τους τα­ξι­κά α­ντί­πα­λους, ή­ταν α­ρι­στε­ρών φρο­νη­μά­των φω­το­γρά­φος και ό­τι έ­να μέ­ρος α­πό τις 120.000 αρ­νη­τι­κά του αρ­χείου του πε­ριερ­χό­ταν, ύ­στε­ρα α­πό “κα­τ’ οί­κον έ­ρευ­να”, στα χέ­ρια στης Ασφά­λειας. Κρι­νό­ταν, στη συ­νέ­χεια, α­π’ τους “πε­παι­δευ­μέ­νους” α­σφα­λί­τες ως “ε­πι­κίν­δυ­νης κομ­μου­νι­στι­κής προ­πα­γάν­δας” και α­ντί να αρ­θεί η κα­τά­σχε­ση, εν­σω­μα­τω­νό­ταν και πα­ρέ­με­νε κα­τα­κρα­τη­μέ­νο στο φά­κε­λό του. Το πού θα κα­τέ­λη­γε αρ­γό­τε­ρα, με τη “σο­φή” υ­πουρ­γι­κή α­πό­φα­ση του 1989, εί­ναι αυ­το­νό­η­το. Θα του ε­ξα­σφά­λι­ζε μία και κα­λή την ευ­θα­να­σία ή, στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, μια θέ­ση σε ε­μπο­ρι­κό πά­γκο του Μο­να­στη­ρα­κίου.
Ευ­τυ­χώς πρό­κει­ται μό­νο για α­πλή υ­πό­θε­ση. Το αρ­χείο δια­σώ­ζε­ται και πα­ρα­μέ­νει α­κέ­ραιο, ό­χι μό­νο λό­γω α­στι­κής κα­τα­γω­γής του φω­το­γρά­φου. Προ­ε­κτεί­νο­ντας, ό­μως, την πλα­σμα­τι­κή υ­πό­θε­ση σε πραγ­μα­τι­κά ο­νό­μα­τα αρ­χείων, ό­χι μό­νο φω­το­γρα­φι­κών, τα ο­ποία λό­γω α­μέ­λειας ή και ά­γνοιας ε­ξα­νε­μί­στη­καν, τό­τε το θέ­μα αρ­χί­ζει να γί­νε­ται ε­πώ­δυ­νο. Κα­λύ­τε­ρα, ό­μως, να το κλεί­σου­με ε­δώ, για­τί θα μας πά­ει μα­κριά. Εκεί­νο, πά­ντως, που προέ­χει εί­ναι η διά­σω­ση των φω­το­γρα­φι­κών τεκ­μη­ρίων και πο­λύ λι­γό­τε­ρο ο τρό­πος που η κά­θε ε­πο­χή ει­σχω­ρεί στο σχο­λια­σμό τους.
Με το τε­λευ­ταίο, δη­λα­δή το σχο­λια­σμό, μπή­κα­με κιό­λας σε έ­να άλ­λο ε­πί­μα­χο πε­δίο. Ποιο; Αστός ή μη α­στός ο Χα­ρι­σιά­δης, πα­ρα­μέ­νει μάλ­λον α­διά­φο­ρο, για­τί ε­μπί­πτει πε­ρισ­σό­τε­ρο στον τρό­πο “α­νά­γνω­σης” των φω­το­γρα­φιών του και πο­λύ λι­γό­τε­ρο στις φω­το­γρα­φι­κές του προ­θέ­σεις. Πό­σο δια­φο­ρε­τι­κά, ας πού­με για πα­ρά­δειγ­μα ο Σπύ­ρος Με­λετ­ζής, θα κα­δρά­ρι­ζε τους αιχ­μά­λω­τους α­ντάρ­τες του Καρ­πε­νη­σίου με­τά την α­να­κα­τά­λη­ψη της πό­λης α­πό τον Κυ­βερ­νη­τι­κό Στρα­τό; Δί­νο­ντας έμ­φα­ση με κο­ντι­νό­τε­ρη λή­ψη στα πρό­σω­πα; Πο­λύ πι­θα­νόν, αλ­λά μό­νο εάν το α­νώ­μα­λο της πε­ρί­στα­σης του ά­φη­νε πε­ρι­θώ­ρια να πλη­σιά­σει τους “συμ­μο­ρί­τες”. Όμως και πά­λι, με το α­νό­μοιο στον τρό­πο λή­ψης, μή­πως θα έ­παιρ­νε πιο ευ­νοϊκή τρο­πή η τύ­χη που τους πε­ρί­με­νε στο Στρα­το­δι­κείο της Λα­μίας; Ού­τως ή άλ­λως, η πο­ρεία τους με­τά την αιχ­μα­λω­σία ή­ταν προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη. Κα­τ’ ε­πι­τα­γήν των κυ­βερ­νη­τι­κών και του έ­κρυθ­μου της κα­τά­στα­σης, στους πε­ρισ­σό­τε­ρους θα α­παγ­γελ­λό­ταν θα­να­τι­κή κα­τα­δί­κη και με­τά, προς ε­κτέ­λε­ση της ποι­νής, θα ο­δη­γού­ντο ά­γρια χα­ρά­μα­τα στην Ξη­ριώ­τισ­σα.
Εί­τε, λοι­πόν, λή­ψη του Με­λετ­ζή εί­τε του Χα­ρι­σιά­δη, μέ­νει ως κέρ­δος, εάν βε­βαίως το θεω­ρή­σου­με κέρ­δος, η φω­το­γρα­φι­κή τους α­πει­κό­νι­ση. Αυ­τήν, άλ­λος την κά­νει ει­κό­νι­σμα, ό­πως του Γκε­βά­ρα, κι άλ­λος την πε­τά­ει να μην τη βλέ­πει. Το ου­σιώ­δες, πά­ντως, εί­ναι ό­τι υ­πάρ­χει, έ­στω και αν α­θέ­α­τος πί­σω της κρύ­βε­ται έ­νας α­στός φω­το­ρε­πόρ­τερ. Εξάλ­λου, δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με ό­τι αυ­τό υ­πά­γε­ται στους ε­ξω­φω­το­γρα­φι­κούς πα­ρά­γο­ντες. Ό,τι, δη­λα­δή, έ­χει να μας “πει”, μας το “λέει” η ί­δια η φω­το­γρα­φία και ό­χι το ποιος την τρά­βη­ξε. Το για­τί ο φω­το­γρά­φος υ­πο­σκε­λί­ζε­ται και περ­νά­ει σε δευ­τε­ρεύου­σα θέ­ση εί­ναι πο­λύ α­πλό. Ο χρό­νος που με­σο­λά­βη­σε κα­θι­στά σή­με­ρα α­δρα­νείς τις αρ­χι­κές φω­το­γρα­φι­κές προ­θέ­σεις του. Άλλη, δη­λα­δή, ση­μα­σία προ­σέ­λα­βε η εν λό­γω φω­το­γρα­φία μέ­σα σε κεί­νους τους μι­σε­ρούς και­ρούς και ε­ντε­λώς άλ­λη α­πο­κτά σή­με­ρα. Όχι, βε­βαίως, πως προ­δί­δει ή έ­χει α­πο­βάλ­λει την ε­πο­χή της ή, α­κό­μη, ό­τι α­πο­στρέ­φε­ται τους πρώ­τους με­ρο­λη­πτι­κούς της δε­σμούς. Αντι­θέ­τως, πα­ρα­μέ­νει α­πό­λυ­τα πι­στή, αλ­λά ε­κεί­νοι οι αρ­χι­κοί λό­γοι ύ­παρ­ξης, μέ­σα α­πό τους ο­ποίους προέ­κυ­ψε, έ­χουν πλέ­ον ε­κλεί­ψει και α­πο­τε­λούν 60χρο­νο πα­ρελ­θόν. Ή, για να το πού­με δια­φο­ρε­τι­κά, οι πλη­γές του Εμφυ­λίου, του­λά­χι­στον φαι­νο­με­νι­κά έ­χουν κλεί­σει. Έτσι σκύ­βο­ντας σή­με­ρα πά­νω της, πα­σχί­ζου­με να συλ­λά­βου­με, ό­χι μό­νο ο­πτι­κά, έ­να α­πει­ρο­στό α­πό το γε­νι­κό ά­θροι­σμα του εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κού φαι­νο­μέ­νου. Με άλ­λα λό­για, γι­νό­μα­στε α­πο­δέ­κτες και κα­τα­νο­εί­ται, στο βαθ­μό που μπο­ρεί να κα­τα­νο­εί­ται, το φω­το­γρα­φι­κό της πε­ριε­χό­με­νο. Αυ­τή α­κρι­βώς εί­ναι και η α­ξία τής κά­θε αρ­χεια­κής φω­το­γρα­φίας. Το αν για κά­ποιον ή για κά­ποιους η α­πτό­η­τη α­με­τα­κι­νη­σία του φω­το­γρα­φι­κού ει­δώ­λου μπο­ρεί να προσ­λαμ­βά­νει κα­μιά φο­ρά ε­πί­και­ρο χα­ρα­κτή­ρα, αυ­τό σχε­τί­ζε­ται με το ει­κο­νι­ζό­με­νο εί­δω­λο. Εδώ, ό­μως, πέ­σα­με σε ει­δι­κή πε­ρί­πτω­ση. Βρέ­θη­κε ίν­δαλ­μα, ό­πως π.χ ο Βε­λου­χιώ­της του Με­λετ­ζή ή ο Γκε­βά­ρα του Κόρ­ντα και πρό­κει­ται για τη λε­γό­με­νη α­πό τους ει­δή­μο­νες α­να­νο­η­μα­το­δό­τη­ση της φω­το­γρα­φίας. Δεν έ­χουν, ό­μως, ό­λες οι φω­το­γρα­φίες το ί­διο σου­ξέ. Οι δυο προ­η­γού­με­νες συ­γκα­τα­λέ­γο­νται α­νά­με­σα στις ευ­τυ­χείς ε­ξαι­ρέ­σεις, που κα­τα­ξιώ­νο­νται λό­γω του συμ­βο­λι­κού φορ­τίου των ει­κο­νι­ζό­με­νων προ­σώ­πων. Στη με­γά­λη τους πλειο­ψη­φία δια­γρά­φουν έ­ναν φω­τει­νό κύ­κλο, λά­μπουν έ­να διά­στη­μα ό­πως οι διάτ­το­ντες α­στέ­ρες και με­τά η δό­ξα τους σβή­νει μέ­σα σε σκο­τει­νά ντου­λά­πια αρ­χείων. Εάν πο­τέ τις ξε­θά­ψει κα­νείς α­π’ τα σκο­τά­δια, τό­τε ξα­να­λά­μπουν, δια­φο­ρε­τι­κά μέ­νουν σε πα­ρα­τε­τα­μέ­νη α­φά­νεια. Έτσι, πά­ντως, α­να­κυ­κλώ­νε­ται η αρ­χεια­κή φω­το­γρα­φία και εμ­φα­νί­ζε­ται εν νέ­ου ως ε­νερ­γή α­ξία. Μό­νο που σ’ αυ­τήν την α­να­κύ­κλω­ση δια­φο­ρε­τι­κή ση­μα­σία α­πο­κτά έ­να στιγ­μιό­τυ­πο του Ζα­χα­ριά­δη την ί­δια ε­πο­χή στο Γράμ­μο, α­πό τους “συμ­μο­ρί­τες” του Καρ­πε­νη­σίου, που δεν ή­ταν πα­ρά η “ψι­λή μα­ρί­δα” στο αι­μο­βό­ρο το­πίο του Εμφυ­λίου. Ιε­ραρ­χι­κά τα­ξι­νο­μού­νται σε υ­πο­δεέ­στε­ρη βαθ­μί­δα, ε­πει­δή ως βα­σι­κός συ­ντε­λε­στής ει­σέρ­χε­ται έ­νας α­κό­μη ε­ξω­φω­το­γρα­φι­κός πα­ρά­γο­ντας. Η τα­ξι­νό­μη­ση γί­νε­ται με σα­φείς υ­πο­δεί­ξεις της Κλειώς (Μού­σα της Ιστο­ρίας) και ό­πως φαί­νε­ται δεν της πε­ρισ­σεύει κα­θό­λου χώ­ρος για την “ψι­λή μα­ρί­δα”, πα­ρά μό­νο κα­τά προ­σέγ­γι­ση στα­τι­στι­κά α­θροί­σμα­τα μα­ζί με πα­ρή­γο­ρες η­θι­κο­λο­γίες. Βε­βαίως, η ι­σχύου­σα ι­στο­ριο­γρα­φι­κή λο­γι­κή δεν μι­λά­ει με χρη­σμούς. Απο­φαί­νε­ται πιο ξε­κά­θα­ρα και λέει ό­τι πρό­σω­πα και πρά­ξεις α­ξιο­λο­γού­νται, φω­τί­ζο­νται και προ­βάλ­λο­νται δια­φο­ρε­τι­κά. Τό­σο α­πλά, τό­σο δη­μο­κρα­τι­κά μέ­νουν α­πέ­ξω, α­πο­τε­λώ­ντας ο έ­νας ι­στο­ρι­κό κε­φά­λαιο και ε­κεί­νοι α­πρό­σω­πα στα­τι­στι­κά νού­με­ρα.
Εάν πά­λι μπού­με στην ί­δια τη φω­το­γρα­φία και τους α­να­ζη­τή­σου­με με α­μι­γείς φω­το­γρα­φι­κούς ό­ρους, ού­τε ε­κεί έ­χουν κα­λύ­τε­ρη τύ­χη. Πρό­κει­ται μεν για άρ­τια, αλ­λά μάλ­λον α­νε­πι­τή­δευ­τη λή­ψη. Φω­το­γρα­φι­κά ε­ντάσ­σε­ται στο γε­νι­κού χα­ρα­κτή­ρα πε­ρι­γρα­φι­κό στιγ­μιό­τυ­πο. Το βλέμ­μα βρί­σκει στα­θε­ρό ση­μείο πα­ρα­τή­ρη­σης και πε­ριερ­γά­ζε­ται τον συ­μπα­γή ό­γκο του στρα­τιω­τι­κού τζαίη­μς, με μια ά­μορ­φη μά­ζα στοι­βαγ­μέ­νων αν­θρώ­πων. Λό­γω ο­πί­σθιας λή­ψης, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι εί­ναι πλά­τη. Σε ό­σους λί­γους ε­ντο­πί­ζο­νται πρό­σω­πα, δύ­σκο­λα α­νι­χνεύο­νται α­το­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Το χιο­νι­σμέ­νο σκη­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον, οι φλου­τα­ρι­σμέ­νοι ό­γκοι άλ­λων ο­χη­μά­των της στρα­τιω­τι­κής φά­λαγ­γας, κα­θώς και μια όρ­θια φι­γού­ρα α­ρι­στε­ρά, α­πο­τε­λούν συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά στοι­χεία. Έχου­με, βε­βαίως, α­πει­κό­νι­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ό­πως α­κρι­βώς ή­ταν, αλ­λά, η­θε­λη­μέ­να ή ό­χι, α­που­σιά­ζουν οι δρα­μα­τι­κοί τό­νοι. Εάν, μά­λι­στα, ε­ξα­λει­φθεί και ο τίτ­λος, τό­τε δια­γρά­φε­ται κά­θε υ­πο­νοού­με­νο και φω­το­γρα­φι­κά το θέ­μα α­πο­δρα­μα­το­ποιεί­ται πλή­ρως. Το μό­νο που α­πο­μέ­νει εί­ναι η α­νε­παί­σθη­τη ε­λε­γεια­κή με­λαγ­χο­λία του χιο­νιού και το δυσ­διά­κρι­το προ­φίλ δύο γυ­ναι­κών στα α­ρι­στε­ρά της κα­ρό­τσας. Οπό­τε, ού­τε φω­το­γρα­φι­κά μέ­νουν κερ­δι­σμέ­νοι. Εν ο­λί­γοις, βγαί­νουν α­πό πα­ντού χα­μέ­νοι.
Δί­καιο ή ά­δι­κο, πρό­κει­ται, πά­ντως, για το βα­ρύ πα­ρα­πέ­τα­σμα που πέ­φτε και α­πο­κρύ­πτει τη μά­ζα των α­φα­νών. Το ό,τι ε­δώ φω­το­γρα­φι­κά α­πό­μει­ναν τα ί­χνη τους εί­ναι, α­κό­μη κι αυ­τό, α­πό κα­θα­ρή σύ­μπτω­ση. Στάθ­μευ­σε για λί­γο στη χιο­νι­σμέ­νη πλα­τεία της πό­λης το τζαίη­μς με τα ε­πι­νί­κια θη­ρά­μα­τα του Κυ­βερ­νη­τι­κού Στρα­τού, το πή­ρε χα­μπά­ρι ή ει­δο­ποιή­θη­κε ο Χα­ρι­σιά­δης, α­κρο­βο­λί­στη­κε στα 4-5 μέ­τρα και με δια­γώ­νια σκό­πευ­ση έ­κα­νε μια λή­ψη. Για­τί λί­γο πιο κο­ντι­νή, ώ­στε να κερ­δί­σει κά­τι ευ­κρι­νέ­στε­ρο α­πό τα πρό­σω­πα, εί­ναι έ­να ε­ρώ­τη­μα. Πι­θα­νόν να του “μπού­κω­νε” την ό­λη σύν­θε­ση του κά­δρου ή να μην του “έ­βγαι­να­ν” οι συμ­με­τρίες. Ή μή­πως εν­συ­νεί­δη­τα και ό­χι α­πό φω­το­γρα­φι­κό έν­στι­κτο κρά­τη­σε α­πό­στα­ση α­σφά­λειας, α­πο­στα­σιο­ποίη­σης ό­πως λέ­γε­ται, α­πό το θέ­μα; Κα­νείς δεν ξέ­ρει και ού­τε θα μά­θου­με πο­τέ ποια πα­ρά­με­τρος τον δέ­σμευε και στά­θη­κε α­πο­τρε­πτι­κή. Οποια­δή­πο­τε ό­μως και να ή­ταν, μπή­κε τε­λι­κά στη μέ­ση και ό­λοι μα­ζί οι “ά­ξε­στοι κα­τσα­πλιά­δες” του Καρ­πε­νη­σίου βυ­θί­στη­καν α­πρό­σω­πα στο βα­θύ χά­ος της α­νω­νυ­μίας.
Κα­κά τα ψέ­μα­τα, αλ­λά εί­τε το θέ­λου­με εί­τε ό­χι, α­πο­τε­λού­σαν τους κο­μπάρ­σους ή, πιο σω­στά, το με­γά­λο χο­ρό στο εμ­φύ­λιο δρά­μα που παί­χτη­κε. Οι πρω­τα­γω­νι­στές ή­ταν άλ­λοι και ως προς αυ­τό ο θε­α­τρι­κός, ο ι­στο­ρι­κός και γε­νι­κώς ο ο­ποιοσ­δή­πο­τε κα­νό­νας δε δέ­χε­ται πα­ρεκ­κλί­σεις. Έτσι, εί­τε το θέ­λου­με εί­τε ό­χι, έ­χουν ε­ξο­ρι­στεί και α­νή­κουν στο με­γά­λο βα­σί­λειο των α­νω­νύ­μων. Φαί­νε­ται, ό­μως, ό­τι εκ φύ­σεως ο άν­θρω­πος δια­τη­ρεί βα­θιές ρί­ζες στην α­νω­νυ­μία. Ευ­τυ­χώς, για­τί αν ό­λοι α­νε­ξαι­ρέ­τως έ­μπαι­ναν σε πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο και α­πο­θεώ­νο­νταν ως ση­μαί­νου­σες δια­ση­μό­τη­τες, τό­τε ο κό­σμος θα κα­τα­ντού­σε ε­πι­κίν­δυ­νο φρε­νο­κο­μείο. Δό­ξα, λοι­πόν, και τι­μή σε ό­λους τους ρι­ζω­μέ­νους βα­θιά στην α­νω­νυ­μία του ελ­λη­νι­κού Εμφυ­λίου.
Πέ­τρος Κα­λα­βρός

Υ. Γ.: Ου­δείς αρ­νεί­ται ό­τι οι ά­ση­μοι “συμ­μο­ρί­τες” του Καρ­πε­νη­σίου μπο­ρεί να ι­δω­θούν και υ­πό άλ­λο πρί­σμα, για­τί κά­θε φω­το­γρα­φι­κή α­πει­κό­νι­ση υ­πο­κρύ­πτει στοι­χεία, που ό­σο και να πα­σχί­ζου­με να τα συλ­λά­βου­με, ε­κεί­να δια­φεύ­γουν. Εξαρ­τά­ται ό­μως, και εί­ναι ευ­θέως α­νά­λο­γο με το πού θα δώ­σει ο κά­θε α­πο­δέ­κτης το βά­ρος. Πά­ντως, δεν κρί­να­με, ού­τε συμ­ψη­φί­σα­με το αι­σθη­τι­κό α­πο­τέ­λε­σμα. Αυ­τό εί­ναι άλ­λο θέ­μα ή αλ­λου­νού παπ­πά ευαγ­γέ­λιο. Επί­σης, δεν ε­πε­κτα­θή­κα­με κα­θό­λου στον ί­διο το Χα­ρι­σιά­δη για δύο λό­γους. Ο έ­νας εί­ναι ε­πει­δή ο χώ­ρος της σε­λί­δας σπα­τα­λή­θη­κε σχο­λιά­ζο­ντας μό­νο μια φω­το­γρα­φία και ο άλ­λος, ε­πει­δή η­με­ρή­σιος και πε­ριο­δι­κός Τύ­πος του ε­πι­φύ­λα­ξε την ο­φει­λό­με­νη υ­πο­δο­χή. Ένα α­κό­μη γε­νι­κό­λο­γο κεί­με­νο το θεω­ρή­σα­με πε­ριτ­τή φλυα­ρία. Εξάλ­λου, στο χο­ντρό παι­χνί­δι της πλη­ρο­φό­ρη­σης εί­μα­στε α­πό χέ­ρι χα­μέ­νοι. Του ο­φεί­λου­με, πά­ντως, χά­ρη, για­τί ως φω­το­γρά­φος συ­γκρά­τη­σε, έ­στω και ως θο­λές σκιές, το ε­φή­με­ρο ε­κεί­νων των ο­ρε­σί­βιων υ­πάρ­ξεων μέ­σα στο τρα­γι­κό σκη­νι­κό του Εμφυ­λίου. Πλη­ρο­φο­ρια­κά μό­νο ση­μειώ­νου­με ό­τι η έκ­θε­σή του στο Μου­σείο Μπε­νά­κη (κτή­ριο ο­δού Πει­ραιώς 138) λει­τουρ­γεί έως τις 18 Απρι­λίου. Τη συ­νο­δεύει και σχε­τι­κή πο­λυ­σέ­λι­δη μο­νο­γρα­φία - λεύ­κω­μα (Φω­το­γρα­φι­κόν Πρα­κτο­ρείον «Δ. Α. Χα­ρι­σιά­δης»). Αυ­τή α­κρι­βώς έ­δω­σε την πρώ­τη α­φορ­μή και α­πό ε­κεί α­πορ­ρέει ο σχοι­νο­τε­νής σχο­λια­σμός.
Π. Κ.