Εξ αυτού συνάγεται ότι κάθε φωτογραφική απεικόνιση φέρει διπλή νοηματοδοτική και αξιακή διάσταση. Η μία είναι η γενεσιουργός αιτία, ο λόγος, δηλαδή, που προέκυψε και η άλλη το κινούν αίτιο που ωθεί στη διατήρησή της. Με το τελευταίο, δηλαδή τη διατήρηση, το εκάστοτε “παρόν” αποκαθιστά οπτική επαφή και συνδιαλέγεται με το “παρελθόν”. Σε περίπτωση που τα πολλά νταραβέρια με το παρελθόν θεωρούνται ανεπιθύμητα και η φωτογραφία παραμελείται ή καταστρέφεται, τότε οι οπτικοί δεσμοί αποκόπτονται και κανένα άλλο αρχειακό μέσο, όπως π.χ. το γραπτό τεκμήριο, δεν μπορεί να τους υποκαταστήσει. Με λίγα λόγια, η απώλεια δεν αντισταθμίζεται.
Ως προς το πόσο, αλλά και το πώς διαφυλάσσει ένας λαός τα πάσης φύσεως αρχεία του, ανάμεσά τους και τα φωτογραφικά, λέγεται ότι αντανακλά σε μεγάλο βαθμό και τον πολιτισμό του. Μοιάζει σαν χροντροκομμένος αφορισμός, εμπεριέχει, όμως, και μια δόση αλήθειας. Εάν, δηλαδή, υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει μέριμνα διαφύλαξης και από αδιαφορία καταλήγουν στη χωματερή ή, στο όνομα κάποιων εφήμερων σκοπιμοτήτων, όπως κακή ώρα με τους φακέλους το 1989, παραδίδονται ηθελημένα στην καταστροφή, τότε δεν απέχει πολύ σε νοοτροπία από εκείνη των Ταλιμπάν, που έκαναν σκόνη τα γιγάντια γλυπτά του Βούδα πριν από μερικά χρόνια. Συνεπώς, η διαφύλαξη των φωτογραφικών τεκμηρίων υπερβαίνει την εκάστοτε ροή των πολιτικών ή κοινωνικών συνθηκών και προσλαμβάνει διαχρονικό χαρακτήρα.
Ας το κάνουμε όμως πιο απτό, καταφεύγοντας σε παράδειγμα. Υποθέτουμε, λοιπόν, ότι ο φωτογράφος Δημήτρης Χαρισιάδης, αντί αστός, όπως ονοματίζαμε άλλοτε τους ταξικά αντίπαλους, ήταν αριστερών φρονημάτων φωτογράφος και ότι ένα μέρος από τις 120.000 αρνητικά του αρχείου του περιερχόταν, ύστερα από “κατ’ οίκον έρευνα”, στα χέρια στης Ασφάλειας. Κρινόταν, στη συνέχεια, απ’ τους “πεπαιδευμένους” ασφαλίτες ως “επικίνδυνης κομμουνιστικής προπαγάνδας” και αντί να αρθεί η κατάσχεση, ενσωματωνόταν και παρέμενε κατακρατημένο στο φάκελό του. Το πού θα κατέληγε αργότερα, με τη “σοφή” υπουργική απόφαση του 1989, είναι αυτονόητο. Θα του εξασφάλιζε μία και καλή την ευθανασία ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια θέση σε εμπορικό πάγκο του Μοναστηρακίου.
Ευτυχώς πρόκειται μόνο για απλή υπόθεση. Το αρχείο διασώζεται και παραμένει ακέραιο, όχι μόνο λόγω αστικής καταγωγής του φωτογράφου. Προεκτείνοντας, όμως, την πλασματική υπόθεση σε πραγματικά ονόματα αρχείων, όχι μόνο φωτογραφικών, τα οποία λόγω αμέλειας ή και άγνοιας εξανεμίστηκαν, τότε το θέμα αρχίζει να γίνεται επώδυνο. Καλύτερα, όμως, να το κλείσουμε εδώ, γιατί θα μας πάει μακριά. Εκείνο, πάντως, που προέχει είναι η διάσωση των φωτογραφικών τεκμηρίων και πολύ λιγότερο ο τρόπος που η κάθε εποχή εισχωρεί στο σχολιασμό τους.
Με το τελευταίο, δηλαδή το σχολιασμό, μπήκαμε κιόλας σε ένα άλλο επίμαχο πεδίο. Ποιο; Αστός ή μη αστός ο Χαρισιάδης, παραμένει μάλλον αδιάφορο, γιατί εμπίπτει περισσότερο στον τρόπο “ανάγνωσης” των φωτογραφιών του και πολύ λιγότερο στις φωτογραφικές του προθέσεις. Πόσο διαφορετικά, ας πούμε για παράδειγμα ο Σπύρος Μελετζής, θα καδράριζε τους αιχμάλωτους αντάρτες του Καρπενησίου μετά την ανακατάληψη της πόλης από τον Κυβερνητικό Στρατό; Δίνοντας έμφαση με κοντινότερη λήψη στα πρόσωπα; Πολύ πιθανόν, αλλά μόνο εάν το ανώμαλο της περίστασης του άφηνε περιθώρια να πλησιάσει τους “συμμορίτες”. Όμως και πάλι, με το ανόμοιο στον τρόπο λήψης, μήπως θα έπαιρνε πιο ευνοϊκή τροπή η τύχη που τους περίμενε στο Στρατοδικείο της Λαμίας; Ούτως ή άλλως, η πορεία τους μετά την αιχμαλωσία ήταν προδιαγεγραμμένη. Κατ’ επιταγήν των κυβερνητικών και του έκρυθμου της κατάστασης, στους περισσότερους θα απαγγελλόταν θανατική καταδίκη και μετά, προς εκτέλεση της ποινής, θα οδηγούντο άγρια χαράματα στην Ξηριώτισσα.
Είτε, λοιπόν, λήψη του Μελετζή είτε του Χαρισιάδη, μένει ως κέρδος, εάν βεβαίως το θεωρήσουμε κέρδος, η φωτογραφική τους απεικόνιση. Αυτήν, άλλος την κάνει εικόνισμα, όπως του Γκεβάρα, κι άλλος την πετάει να μην τη βλέπει. Το ουσιώδες, πάντως, είναι ότι υπάρχει, έστω και αν αθέατος πίσω της κρύβεται ένας αστός φωτορεπόρτερ. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό υπάγεται στους εξωφωτογραφικούς παράγοντες. Ό,τι, δηλαδή, έχει να μας “πει”, μας το “λέει” η ίδια η φωτογραφία και όχι το ποιος την τράβηξε. Το γιατί ο φωτογράφος υποσκελίζεται και περνάει σε δευτερεύουσα θέση είναι πολύ απλό. Ο χρόνος που μεσολάβησε καθιστά σήμερα αδρανείς τις αρχικές φωτογραφικές προθέσεις του. Άλλη, δηλαδή, σημασία προσέλαβε η εν λόγω φωτογραφία μέσα σε κείνους τους μισερούς καιρούς και εντελώς άλλη αποκτά σήμερα. Όχι, βεβαίως, πως προδίδει ή έχει αποβάλλει την εποχή της ή, ακόμη, ότι αποστρέφεται τους πρώτους μεροληπτικούς της δεσμούς. Αντιθέτως, παραμένει απόλυτα πιστή, αλλά εκείνοι οι αρχικοί λόγοι ύπαρξης, μέσα από τους οποίους προέκυψε, έχουν πλέον εκλείψει και αποτελούν 60χρονο παρελθόν. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, οι πληγές του Εμφυλίου, τουλάχιστον φαινομενικά έχουν κλείσει. Έτσι σκύβοντας σήμερα πάνω της, πασχίζουμε να συλλάβουμε, όχι μόνο οπτικά, ένα απειροστό από το γενικό άθροισμα του εμφυλιοπολεμικού φαινομένου. Με άλλα λόγια, γινόμαστε αποδέκτες και κατανοείται, στο βαθμό που μπορεί να κατανοείται, το φωτογραφικό της περιεχόμενο. Αυτή ακριβώς είναι και η αξία τής κάθε αρχειακής φωτογραφίας. Το αν για κάποιον ή για κάποιους η απτόητη αμετακινησία του φωτογραφικού ειδώλου μπορεί να προσλαμβάνει καμιά φορά επίκαιρο χαρακτήρα, αυτό σχετίζεται με το εικονιζόμενο είδωλο. Εδώ, όμως, πέσαμε σε ειδική περίπτωση. Βρέθηκε ίνδαλμα, όπως π.χ ο Βελουχιώτης του Μελετζή ή ο Γκεβάρα του Κόρντα και πρόκειται για τη λεγόμενη από τους ειδήμονες ανανοηματοδότηση της φωτογραφίας. Δεν έχουν, όμως, όλες οι φωτογραφίες το ίδιο σουξέ. Οι δυο προηγούμενες συγκαταλέγονται ανάμεσα στις ευτυχείς εξαιρέσεις, που καταξιώνονται λόγω του συμβολικού φορτίου των εικονιζόμενων προσώπων. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία διαγράφουν έναν φωτεινό κύκλο, λάμπουν ένα διάστημα όπως οι διάττοντες αστέρες και μετά η δόξα τους σβήνει μέσα σε σκοτεινά ντουλάπια αρχείων. Εάν ποτέ τις ξεθάψει κανείς απ’ τα σκοτάδια, τότε ξαναλάμπουν, διαφορετικά μένουν σε παρατεταμένη αφάνεια. Έτσι, πάντως, ανακυκλώνεται η αρχειακή φωτογραφία και εμφανίζεται εν νέου ως ενεργή αξία. Μόνο που σ’ αυτήν την ανακύκλωση διαφορετική σημασία αποκτά ένα στιγμιότυπο του Ζαχαριάδη την ίδια εποχή στο Γράμμο, από τους “συμμορίτες” του Καρπενησίου, που δεν ήταν παρά η “ψιλή μαρίδα” στο αιμοβόρο τοπίο του Εμφυλίου. Ιεραρχικά ταξινομούνται σε υποδεέστερη βαθμίδα, επειδή ως βασικός συντελεστής εισέρχεται ένας ακόμη εξωφωτογραφικός παράγοντας. Η ταξινόμηση γίνεται με σαφείς υποδείξεις της Κλειώς (Μούσα της Ιστορίας) και όπως φαίνεται δεν της περισσεύει καθόλου χώρος για την “ψιλή μαρίδα”, παρά μόνο κατά προσέγγιση στατιστικά αθροίσματα μαζί με παρήγορες ηθικολογίες. Βεβαίως, η ισχύουσα ιστοριογραφική λογική δεν μιλάει με χρησμούς. Αποφαίνεται πιο ξεκάθαρα και λέει ότι πρόσωπα και πράξεις αξιολογούνται, φωτίζονται και προβάλλονται διαφορετικά. Τόσο απλά, τόσο δημοκρατικά μένουν απέξω, αποτελώντας ο ένας ιστορικό κεφάλαιο και εκείνοι απρόσωπα στατιστικά νούμερα.
Εάν πάλι μπούμε στην ίδια τη φωτογραφία και τους αναζητήσουμε με αμιγείς φωτογραφικούς όρους, ούτε εκεί έχουν καλύτερη τύχη. Πρόκειται μεν για άρτια, αλλά μάλλον ανεπιτήδευτη λήψη. Φωτογραφικά εντάσσεται στο γενικού χαρακτήρα περιγραφικό στιγμιότυπο. Το βλέμμα βρίσκει σταθερό σημείο παρατήρησης και περιεργάζεται τον συμπαγή όγκο του στρατιωτικού τζαίημς, με μια άμορφη μάζα στοιβαγμένων ανθρώπων. Λόγω οπίσθιας λήψης, οι περισσότεροι είναι πλάτη. Σε όσους λίγους εντοπίζονται πρόσωπα, δύσκολα ανιχνεύονται ατομικά χαρακτηριστικά. Το χιονισμένο σκηνικό περιβάλλον, οι φλουταρισμένοι όγκοι άλλων οχημάτων της στρατιωτικής φάλαγγας, καθώς και μια όρθια φιγούρα αριστερά, αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία. Έχουμε, βεβαίως, απεικόνιση της πραγματικότητας όπως ακριβώς ήταν, αλλά, ηθελημένα ή όχι, απουσιάζουν οι δραματικοί τόνοι. Εάν, μάλιστα, εξαλειφθεί και ο τίτλος, τότε διαγράφεται κάθε υπονοούμενο και φωτογραφικά το θέμα αποδραματοποιείται πλήρως. Το μόνο που απομένει είναι η ανεπαίσθητη ελεγειακή μελαγχολία του χιονιού και το δυσδιάκριτο προφίλ δύο γυναικών στα αριστερά της καρότσας. Οπότε, ούτε φωτογραφικά μένουν κερδισμένοι. Εν ολίγοις, βγαίνουν από παντού χαμένοι.
Δίκαιο ή άδικο, πρόκειται, πάντως, για το βαρύ παραπέτασμα που πέφτε και αποκρύπτει τη μάζα των αφανών. Το ό,τι εδώ φωτογραφικά απόμειναν τα ίχνη τους είναι, ακόμη κι αυτό, από καθαρή σύμπτωση. Στάθμευσε για λίγο στη χιονισμένη πλατεία της πόλης το τζαίημς με τα επινίκια θηράματα του Κυβερνητικού Στρατού, το πήρε χαμπάρι ή ειδοποιήθηκε ο Χαρισιάδης, ακροβολίστηκε στα 4-5 μέτρα και με διαγώνια σκόπευση έκανε μια λήψη. Γιατί λίγο πιο κοντινή, ώστε να κερδίσει κάτι ευκρινέστερο από τα πρόσωπα, είναι ένα ερώτημα. Πιθανόν να του “μπούκωνε” την όλη σύνθεση του κάδρου ή να μην του “έβγαιναν” οι συμμετρίες. Ή μήπως ενσυνείδητα και όχι από φωτογραφικό ένστικτο κράτησε απόσταση ασφάλειας, αποστασιοποίησης όπως λέγεται, από το θέμα; Κανείς δεν ξέρει και ούτε θα μάθουμε ποτέ ποια παράμετρος τον δέσμευε και στάθηκε αποτρεπτική. Οποιαδήποτε όμως και να ήταν, μπήκε τελικά στη μέση και όλοι μαζί οι “άξεστοι κατσαπλιάδες” του Καρπενησίου βυθίστηκαν απρόσωπα στο βαθύ χάος της ανωνυμίας.
Κακά τα ψέματα, αλλά είτε το θέλουμε είτε όχι, αποτελούσαν τους κομπάρσους ή, πιο σωστά, το μεγάλο χορό στο εμφύλιο δράμα που παίχτηκε. Οι πρωταγωνιστές ήταν άλλοι και ως προς αυτό ο θεατρικός, ο ιστορικός και γενικώς ο οποιοσδήποτε κανόνας δε δέχεται παρεκκλίσεις. Έτσι, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχουν εξοριστεί και ανήκουν στο μεγάλο βασίλειο των ανωνύμων. Φαίνεται, όμως, ότι εκ φύσεως ο άνθρωπος διατηρεί βαθιές ρίζες στην ανωνυμία. Ευτυχώς, γιατί αν όλοι ανεξαιρέτως έμπαιναν σε πρωταγωνιστικό ρόλο και αποθεώνονταν ως σημαίνουσες διασημότητες, τότε ο κόσμος θα καταντούσε επικίνδυνο φρενοκομείο. Δόξα, λοιπόν, και τιμή σε όλους τους ριζωμένους βαθιά στην ανωνυμία του ελληνικού Εμφυλίου.
Υ. Γ.: Ουδείς αρνείται ότι οι άσημοι “συμμορίτες” του Καρπενησίου μπορεί να ιδωθούν και υπό άλλο πρίσμα, γιατί κάθε φωτογραφική απεικόνιση υποκρύπτει στοιχεία, που όσο και να πασχίζουμε να τα συλλάβουμε, εκείνα διαφεύγουν. Εξαρτάται όμως, και είναι ευθέως ανάλογο με το πού θα δώσει ο κάθε αποδέκτης το βάρος. Πάντως, δεν κρίναμε, ούτε συμψηφίσαμε το αισθητικό αποτέλεσμα. Αυτό είναι άλλο θέμα ή αλλουνού παππά ευαγγέλιο. Επίσης, δεν επεκταθήκαμε καθόλου στον ίδιο το Χαρισιάδη για δύο λόγους. Ο ένας είναι επειδή ο χώρος της σελίδας σπαταλήθηκε σχολιάζοντας μόνο μια φωτογραφία και ο άλλος, επειδή ημερήσιος και περιοδικός Τύπος του επιφύλαξε την οφειλόμενη υποδοχή. Ένα ακόμη γενικόλογο κείμενο το θεωρήσαμε περιττή φλυαρία. Εξάλλου, στο χοντρό παιχνίδι της πληροφόρησης είμαστε από χέρι χαμένοι. Του οφείλουμε, πάντως, χάρη, γιατί ως φωτογράφος συγκράτησε, έστω και ως θολές σκιές, το εφήμερο εκείνων των ορεσίβιων υπάρξεων μέσα στο τραγικό σκηνικό του Εμφυλίου. Πληροφοριακά μόνο σημειώνουμε ότι η έκθεσή του στο Μουσείο Μπενάκη (κτήριο οδού Πειραιώς 138) λειτουργεί έως τις 18 Απριλίου. Τη συνοδεύει και σχετική πολυσέλιδη μονογραφία - λεύκωμα (Φωτογραφικόν Πρακτορείον «Δ. Α. Χαρισιάδης»). Αυτή ακριβώς έδωσε την πρώτη αφορμή και από εκεί απορρέει ο σχοινοτενής σχολιασμός.
Ως προς το πόσο, αλλά και το πώς διαφυλάσσει ένας λαός τα πάσης φύσεως αρχεία του, ανάμεσά τους και τα φωτογραφικά, λέγεται ότι αντανακλά σε μεγάλο βαθμό και τον πολιτισμό του. Μοιάζει σαν χροντροκομμένος αφορισμός, εμπεριέχει, όμως, και μια δόση αλήθειας. Εάν, δηλαδή, υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει μέριμνα διαφύλαξης και από αδιαφορία καταλήγουν στη χωματερή ή, στο όνομα κάποιων εφήμερων σκοπιμοτήτων, όπως κακή ώρα με τους φακέλους το 1989, παραδίδονται ηθελημένα στην καταστροφή, τότε δεν απέχει πολύ σε νοοτροπία από εκείνη των Ταλιμπάν, που έκαναν σκόνη τα γιγάντια γλυπτά του Βούδα πριν από μερικά χρόνια. Συνεπώς, η διαφύλαξη των φωτογραφικών τεκμηρίων υπερβαίνει την εκάστοτε ροή των πολιτικών ή κοινωνικών συνθηκών και προσλαμβάνει διαχρονικό χαρακτήρα.
Ας το κάνουμε όμως πιο απτό, καταφεύγοντας σε παράδειγμα. Υποθέτουμε, λοιπόν, ότι ο φωτογράφος Δημήτρης Χαρισιάδης, αντί αστός, όπως ονοματίζαμε άλλοτε τους ταξικά αντίπαλους, ήταν αριστερών φρονημάτων φωτογράφος και ότι ένα μέρος από τις 120.000 αρνητικά του αρχείου του περιερχόταν, ύστερα από “κατ’ οίκον έρευνα”, στα χέρια στης Ασφάλειας. Κρινόταν, στη συνέχεια, απ’ τους “πεπαιδευμένους” ασφαλίτες ως “επικίνδυνης κομμουνιστικής προπαγάνδας” και αντί να αρθεί η κατάσχεση, ενσωματωνόταν και παρέμενε κατακρατημένο στο φάκελό του. Το πού θα κατέληγε αργότερα, με τη “σοφή” υπουργική απόφαση του 1989, είναι αυτονόητο. Θα του εξασφάλιζε μία και καλή την ευθανασία ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια θέση σε εμπορικό πάγκο του Μοναστηρακίου.
Ευτυχώς πρόκειται μόνο για απλή υπόθεση. Το αρχείο διασώζεται και παραμένει ακέραιο, όχι μόνο λόγω αστικής καταγωγής του φωτογράφου. Προεκτείνοντας, όμως, την πλασματική υπόθεση σε πραγματικά ονόματα αρχείων, όχι μόνο φωτογραφικών, τα οποία λόγω αμέλειας ή και άγνοιας εξανεμίστηκαν, τότε το θέμα αρχίζει να γίνεται επώδυνο. Καλύτερα, όμως, να το κλείσουμε εδώ, γιατί θα μας πάει μακριά. Εκείνο, πάντως, που προέχει είναι η διάσωση των φωτογραφικών τεκμηρίων και πολύ λιγότερο ο τρόπος που η κάθε εποχή εισχωρεί στο σχολιασμό τους.
Με το τελευταίο, δηλαδή το σχολιασμό, μπήκαμε κιόλας σε ένα άλλο επίμαχο πεδίο. Ποιο; Αστός ή μη αστός ο Χαρισιάδης, παραμένει μάλλον αδιάφορο, γιατί εμπίπτει περισσότερο στον τρόπο “ανάγνωσης” των φωτογραφιών του και πολύ λιγότερο στις φωτογραφικές του προθέσεις. Πόσο διαφορετικά, ας πούμε για παράδειγμα ο Σπύρος Μελετζής, θα καδράριζε τους αιχμάλωτους αντάρτες του Καρπενησίου μετά την ανακατάληψη της πόλης από τον Κυβερνητικό Στρατό; Δίνοντας έμφαση με κοντινότερη λήψη στα πρόσωπα; Πολύ πιθανόν, αλλά μόνο εάν το ανώμαλο της περίστασης του άφηνε περιθώρια να πλησιάσει τους “συμμορίτες”. Όμως και πάλι, με το ανόμοιο στον τρόπο λήψης, μήπως θα έπαιρνε πιο ευνοϊκή τροπή η τύχη που τους περίμενε στο Στρατοδικείο της Λαμίας; Ούτως ή άλλως, η πορεία τους μετά την αιχμαλωσία ήταν προδιαγεγραμμένη. Κατ’ επιταγήν των κυβερνητικών και του έκρυθμου της κατάστασης, στους περισσότερους θα απαγγελλόταν θανατική καταδίκη και μετά, προς εκτέλεση της ποινής, θα οδηγούντο άγρια χαράματα στην Ξηριώτισσα.
Είτε, λοιπόν, λήψη του Μελετζή είτε του Χαρισιάδη, μένει ως κέρδος, εάν βεβαίως το θεωρήσουμε κέρδος, η φωτογραφική τους απεικόνιση. Αυτήν, άλλος την κάνει εικόνισμα, όπως του Γκεβάρα, κι άλλος την πετάει να μην τη βλέπει. Το ουσιώδες, πάντως, είναι ότι υπάρχει, έστω και αν αθέατος πίσω της κρύβεται ένας αστός φωτορεπόρτερ. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό υπάγεται στους εξωφωτογραφικούς παράγοντες. Ό,τι, δηλαδή, έχει να μας “πει”, μας το “λέει” η ίδια η φωτογραφία και όχι το ποιος την τράβηξε. Το γιατί ο φωτογράφος υποσκελίζεται και περνάει σε δευτερεύουσα θέση είναι πολύ απλό. Ο χρόνος που μεσολάβησε καθιστά σήμερα αδρανείς τις αρχικές φωτογραφικές προθέσεις του. Άλλη, δηλαδή, σημασία προσέλαβε η εν λόγω φωτογραφία μέσα σε κείνους τους μισερούς καιρούς και εντελώς άλλη αποκτά σήμερα. Όχι, βεβαίως, πως προδίδει ή έχει αποβάλλει την εποχή της ή, ακόμη, ότι αποστρέφεται τους πρώτους μεροληπτικούς της δεσμούς. Αντιθέτως, παραμένει απόλυτα πιστή, αλλά εκείνοι οι αρχικοί λόγοι ύπαρξης, μέσα από τους οποίους προέκυψε, έχουν πλέον εκλείψει και αποτελούν 60χρονο παρελθόν. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, οι πληγές του Εμφυλίου, τουλάχιστον φαινομενικά έχουν κλείσει. Έτσι σκύβοντας σήμερα πάνω της, πασχίζουμε να συλλάβουμε, όχι μόνο οπτικά, ένα απειροστό από το γενικό άθροισμα του εμφυλιοπολεμικού φαινομένου. Με άλλα λόγια, γινόμαστε αποδέκτες και κατανοείται, στο βαθμό που μπορεί να κατανοείται, το φωτογραφικό της περιεχόμενο. Αυτή ακριβώς είναι και η αξία τής κάθε αρχειακής φωτογραφίας. Το αν για κάποιον ή για κάποιους η απτόητη αμετακινησία του φωτογραφικού ειδώλου μπορεί να προσλαμβάνει καμιά φορά επίκαιρο χαρακτήρα, αυτό σχετίζεται με το εικονιζόμενο είδωλο. Εδώ, όμως, πέσαμε σε ειδική περίπτωση. Βρέθηκε ίνδαλμα, όπως π.χ ο Βελουχιώτης του Μελετζή ή ο Γκεβάρα του Κόρντα και πρόκειται για τη λεγόμενη από τους ειδήμονες ανανοηματοδότηση της φωτογραφίας. Δεν έχουν, όμως, όλες οι φωτογραφίες το ίδιο σουξέ. Οι δυο προηγούμενες συγκαταλέγονται ανάμεσα στις ευτυχείς εξαιρέσεις, που καταξιώνονται λόγω του συμβολικού φορτίου των εικονιζόμενων προσώπων. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία διαγράφουν έναν φωτεινό κύκλο, λάμπουν ένα διάστημα όπως οι διάττοντες αστέρες και μετά η δόξα τους σβήνει μέσα σε σκοτεινά ντουλάπια αρχείων. Εάν ποτέ τις ξεθάψει κανείς απ’ τα σκοτάδια, τότε ξαναλάμπουν, διαφορετικά μένουν σε παρατεταμένη αφάνεια. Έτσι, πάντως, ανακυκλώνεται η αρχειακή φωτογραφία και εμφανίζεται εν νέου ως ενεργή αξία. Μόνο που σ’ αυτήν την ανακύκλωση διαφορετική σημασία αποκτά ένα στιγμιότυπο του Ζαχαριάδη την ίδια εποχή στο Γράμμο, από τους “συμμορίτες” του Καρπενησίου, που δεν ήταν παρά η “ψιλή μαρίδα” στο αιμοβόρο τοπίο του Εμφυλίου. Ιεραρχικά ταξινομούνται σε υποδεέστερη βαθμίδα, επειδή ως βασικός συντελεστής εισέρχεται ένας ακόμη εξωφωτογραφικός παράγοντας. Η ταξινόμηση γίνεται με σαφείς υποδείξεις της Κλειώς (Μούσα της Ιστορίας) και όπως φαίνεται δεν της περισσεύει καθόλου χώρος για την “ψιλή μαρίδα”, παρά μόνο κατά προσέγγιση στατιστικά αθροίσματα μαζί με παρήγορες ηθικολογίες. Βεβαίως, η ισχύουσα ιστοριογραφική λογική δεν μιλάει με χρησμούς. Αποφαίνεται πιο ξεκάθαρα και λέει ότι πρόσωπα και πράξεις αξιολογούνται, φωτίζονται και προβάλλονται διαφορετικά. Τόσο απλά, τόσο δημοκρατικά μένουν απέξω, αποτελώντας ο ένας ιστορικό κεφάλαιο και εκείνοι απρόσωπα στατιστικά νούμερα.
Εάν πάλι μπούμε στην ίδια τη φωτογραφία και τους αναζητήσουμε με αμιγείς φωτογραφικούς όρους, ούτε εκεί έχουν καλύτερη τύχη. Πρόκειται μεν για άρτια, αλλά μάλλον ανεπιτήδευτη λήψη. Φωτογραφικά εντάσσεται στο γενικού χαρακτήρα περιγραφικό στιγμιότυπο. Το βλέμμα βρίσκει σταθερό σημείο παρατήρησης και περιεργάζεται τον συμπαγή όγκο του στρατιωτικού τζαίημς, με μια άμορφη μάζα στοιβαγμένων ανθρώπων. Λόγω οπίσθιας λήψης, οι περισσότεροι είναι πλάτη. Σε όσους λίγους εντοπίζονται πρόσωπα, δύσκολα ανιχνεύονται ατομικά χαρακτηριστικά. Το χιονισμένο σκηνικό περιβάλλον, οι φλουταρισμένοι όγκοι άλλων οχημάτων της στρατιωτικής φάλαγγας, καθώς και μια όρθια φιγούρα αριστερά, αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία. Έχουμε, βεβαίως, απεικόνιση της πραγματικότητας όπως ακριβώς ήταν, αλλά, ηθελημένα ή όχι, απουσιάζουν οι δραματικοί τόνοι. Εάν, μάλιστα, εξαλειφθεί και ο τίτλος, τότε διαγράφεται κάθε υπονοούμενο και φωτογραφικά το θέμα αποδραματοποιείται πλήρως. Το μόνο που απομένει είναι η ανεπαίσθητη ελεγειακή μελαγχολία του χιονιού και το δυσδιάκριτο προφίλ δύο γυναικών στα αριστερά της καρότσας. Οπότε, ούτε φωτογραφικά μένουν κερδισμένοι. Εν ολίγοις, βγαίνουν από παντού χαμένοι.
Δίκαιο ή άδικο, πρόκειται, πάντως, για το βαρύ παραπέτασμα που πέφτε και αποκρύπτει τη μάζα των αφανών. Το ό,τι εδώ φωτογραφικά απόμειναν τα ίχνη τους είναι, ακόμη κι αυτό, από καθαρή σύμπτωση. Στάθμευσε για λίγο στη χιονισμένη πλατεία της πόλης το τζαίημς με τα επινίκια θηράματα του Κυβερνητικού Στρατού, το πήρε χαμπάρι ή ειδοποιήθηκε ο Χαρισιάδης, ακροβολίστηκε στα 4-5 μέτρα και με διαγώνια σκόπευση έκανε μια λήψη. Γιατί λίγο πιο κοντινή, ώστε να κερδίσει κάτι ευκρινέστερο από τα πρόσωπα, είναι ένα ερώτημα. Πιθανόν να του “μπούκωνε” την όλη σύνθεση του κάδρου ή να μην του “έβγαιναν” οι συμμετρίες. Ή μήπως ενσυνείδητα και όχι από φωτογραφικό ένστικτο κράτησε απόσταση ασφάλειας, αποστασιοποίησης όπως λέγεται, από το θέμα; Κανείς δεν ξέρει και ούτε θα μάθουμε ποτέ ποια παράμετρος τον δέσμευε και στάθηκε αποτρεπτική. Οποιαδήποτε όμως και να ήταν, μπήκε τελικά στη μέση και όλοι μαζί οι “άξεστοι κατσαπλιάδες” του Καρπενησίου βυθίστηκαν απρόσωπα στο βαθύ χάος της ανωνυμίας.
Κακά τα ψέματα, αλλά είτε το θέλουμε είτε όχι, αποτελούσαν τους κομπάρσους ή, πιο σωστά, το μεγάλο χορό στο εμφύλιο δράμα που παίχτηκε. Οι πρωταγωνιστές ήταν άλλοι και ως προς αυτό ο θεατρικός, ο ιστορικός και γενικώς ο οποιοσδήποτε κανόνας δε δέχεται παρεκκλίσεις. Έτσι, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχουν εξοριστεί και ανήκουν στο μεγάλο βασίλειο των ανωνύμων. Φαίνεται, όμως, ότι εκ φύσεως ο άνθρωπος διατηρεί βαθιές ρίζες στην ανωνυμία. Ευτυχώς, γιατί αν όλοι ανεξαιρέτως έμπαιναν σε πρωταγωνιστικό ρόλο και αποθεώνονταν ως σημαίνουσες διασημότητες, τότε ο κόσμος θα καταντούσε επικίνδυνο φρενοκομείο. Δόξα, λοιπόν, και τιμή σε όλους τους ριζωμένους βαθιά στην ανωνυμία του ελληνικού Εμφυλίου.
Πέτρος Καλαβρός
Υ. Γ.: Ουδείς αρνείται ότι οι άσημοι “συμμορίτες” του Καρπενησίου μπορεί να ιδωθούν και υπό άλλο πρίσμα, γιατί κάθε φωτογραφική απεικόνιση υποκρύπτει στοιχεία, που όσο και να πασχίζουμε να τα συλλάβουμε, εκείνα διαφεύγουν. Εξαρτάται όμως, και είναι ευθέως ανάλογο με το πού θα δώσει ο κάθε αποδέκτης το βάρος. Πάντως, δεν κρίναμε, ούτε συμψηφίσαμε το αισθητικό αποτέλεσμα. Αυτό είναι άλλο θέμα ή αλλουνού παππά ευαγγέλιο. Επίσης, δεν επεκταθήκαμε καθόλου στον ίδιο το Χαρισιάδη για δύο λόγους. Ο ένας είναι επειδή ο χώρος της σελίδας σπαταλήθηκε σχολιάζοντας μόνο μια φωτογραφία και ο άλλος, επειδή ημερήσιος και περιοδικός Τύπος του επιφύλαξε την οφειλόμενη υποδοχή. Ένα ακόμη γενικόλογο κείμενο το θεωρήσαμε περιττή φλυαρία. Εξάλλου, στο χοντρό παιχνίδι της πληροφόρησης είμαστε από χέρι χαμένοι. Του οφείλουμε, πάντως, χάρη, γιατί ως φωτογράφος συγκράτησε, έστω και ως θολές σκιές, το εφήμερο εκείνων των ορεσίβιων υπάρξεων μέσα στο τραγικό σκηνικό του Εμφυλίου. Πληροφοριακά μόνο σημειώνουμε ότι η έκθεσή του στο Μουσείο Μπενάκη (κτήριο οδού Πειραιώς 138) λειτουργεί έως τις 18 Απριλίου. Τη συνοδεύει και σχετική πολυσέλιδη μονογραφία - λεύκωμα (Φωτογραφικόν Πρακτορείον «Δ. Α. Χαρισιάδης»). Αυτή ακριβώς έδωσε την πρώτη αφορμή και από εκεί απορρέει ο σχοινοτενής σχολιασμός.
Π. Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου