Μάλλον οφείλουμε μια εξήγηση για τον ισχυρισμό μας πως το μέχρι χθες λανθάνον διήγημα, «Το γιαλόξυλο», δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Πατρίς», τα Χριστούγεννα του 1905, βρισκόταν κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των μελετητών. Ανήκουστο αποκάλεσαν το διήγημα, κυριολεκτώντας, ως παντελώς άγνωστο, ούτε δημοσιευμένο ούτε αναφερόμενο ως τίτλος ανεύρετου διηγήματος. Ωστόσο, στον χαρακτηρισμό λανθάνει και η τρέχουσα σημασία της λέξης, το αδιανόητο ή και το εξωφρενικό. Ανήκουστο το διήγημα, γιατί δεν το βιβλιογράφησε ο Κατσίμπαλης και οι συνεχιστές του. Πράγματι, παράξενο που ξέφυγε του Κατσίμπαλη, όταν, μάλιστα, στα συμπληρώματα της Βιβλιογραφίας του, που εκδόθηκαν το 1938, τέσσερα χρόνια μετά την κυρίως Βιβλιογραφία, υπάρχει λήμμα, σχετικό με δημοσίευμα στην εφημερίδα «Πατρίς». Γεγονός που δείχνει πως έγινε και ένας δεύτερος έλεγχος του εντύπου. Ωστόσο, το συγκεκριμένο δημοσίευμα ανήκει στην πρώτη περίοδο της εφημερίδας, δηλαδή την δεκαεξαετία (1 Δεκεμβρίου 1889-26 Οκτωβρίου 1905), που η «Πατρίς» ήταν καθημερινή πρωινή εφημερίδα του Βουκουρεστίου. Επομένως, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως η ατελής αποδελτίωση αφορά την αθηναϊκή περίοδο της εφημερίδος, που ξεκίνησε με το φύλλο της 20ης Νοεμβρίου 1905 και έκλεισε τον Αύγουστο του 1936 με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά. Καθώς, μάλιστα, το διήγημα δημοσιεύεται τα Χριστούγεννα του 1905, μια εικασία θα ήταν πως έλειπαν από το σώμα της εφημερίδος που αποδελτίωνε ο Κατσίμπαλης τα πρώτα φύλλα. Χωρίς να αποκλείεται, βεβαίως, να ήταν απλώς αφηρημένος. Λιγότερο παράξενο μας φαίνεται που δεν το εντόπισαν οι συνεχιστές του. Αλήθεια, ποιοι συνεχιστές; Ο Βαλέτας; Γιατί οι υπόλοιποι, αν δεν σφάλλουμε, βιβλιογραφούσαν, κατά κανόνα, συγκαιρινά τους έντυπα.
Από μια άποψη, το γεγονός πως δεν υπήρξε συνεχιστής του Κατσίμπαλη μοιάζει ανήκουστο. Ούτε καν τα γνωστά έντυπα, στα οποία ο Κατσίμπαλης είχε εντοπίσει διηγήματα τού Παπαδιαμάντη, δεν φαίνεται να αποδελτιώθηκαν εκ νέου, τουλάχιστον όχι συστηματικά. Κι όμως, οι εφημερίδες, στις οποίες δημοσίευσε ο Παπαδιαμάντης διηγήματα, δεν υπερβαίνουν τις δέκα, και τα περιοδικά, τα είκοσι. Όσο κι αν ακούγεται ως ανέκδοτο, όχι μόνο βιβλιογραφία Παπαδιαμάντη δεν υπάρχει, αλλά ούτε καν εργογραφία του. Διαφορετικός, όμως, είναι ο λόγος που ισχυριζόμαστε πως το διήγημα βρισκόταν κάτω από τη μύτη των ερευνητών. Απλούστατα, γιατί θα αρκούσε για τον εντοπισμό του ακόμη και μόνο μια επιλεκτική αναζήτηση. Λ.χ., η βιβλιογράφηση των εορταστικών και μόνο διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, τα οποία έχουν και τόση ζήτηση κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Μια ματιά στον χρονολογικό πίνακα δημοσίευσης των διηγημάτων δείχνει, για παράδειγμα, πως κατά την τελευταία διαμονή του στην Αθήνα, Οκτώβριο 1904 – Μάρτιο 1909, δημοσίευσε τρία χριστουγεννιάτικα το 1904 και δυο, το 1906. Θα αρκούσε κάποιος να αναρωτηθεί γιατί να μην υπάρχουν δημοσιεύσεις τα Χριστούγεννα του 1905 ή του 1907 και να ανατρέξει στα έντυπα εκείνων και μόνο των χρόνων με τα οποία ο Παπαδιαμάντης διατηρούσε κάποια σχέση.
Ένα άλλο ερώτημα, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μπούσουλας, είναι ποιες ήταν οι σχέσεις του Παπαδιαμάντη με τα έντυπα, στα οποία δημοσίευε τα διηγήματά του. Τα μισά διηγήματα δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά, όπου εργαζόταν ως μεταφραστής («Εφημερίς» 10, «Ακρόπολις» και «Νέον Πνεύμα» 24, «Το Άστυ» και το «Νέον Άστυ» 22, «Παναθήναια» 21). Αρκετά, σε μακρόβια έντυπα, στα οποία δημοσίευε με κάποια τακτικότητα, όπως το Ημερολόγιο Σκόκου και η «Εστία» (περιοδικό + εφημερίδα). Ειδάλλως, φαίνεται πως προτιμούσε τα έντυπα φίλων ή εκείνα, στα οποία κάποιοι γνωστοί μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως ενδιάμεσοι, εξασφαλίζοντάς του την αμοιβή. Όχι, όπως συνέβη με το περιοδικό της Σμύρνης «Κόσμος», όπου δεν γνώριζε κανένα και κωλυσιεργούσαν την αμοιβή του για το ένα και μοναδικό διήγημα που τους είχε στείλει.
Με αυτό το σκεπτικό, πρώτος και καλλίτερος μεταξύ των φίλων προβάλλει ο Γεράσιμος Βώκος. Και στα δυο περιοδικά που εξέδωσε ο Βώκος, «Το Περιοδικό μας» (1900-1901) και «Ο Καλλιτέχνης» (1910-1912), δημοσιεύτηκαν διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τέσσερα στο πρώτο και εννέα, μεταθανατίως, στο δεύτερο. Αλλά και πέραν αυτών, στις εφημερίδες που εργαζόταν ο Βώκος, δημοσιεύτηκαν διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Ανάμεσα σε αυτές και η «Πατρίς» του Σπύρου Σίμου. Συνομίληκοι ο Βώκος και ο Σίμος, εκ Πατρών ο πρώτος, εξ Ηπείρου ο δεύτερος, συναντήθηκαν γυμνασιόπαιδες στον Πειραιά και ξανάσμιξαν, όταν ο Σίμος επέστρεψε από το Βουκουρέστι. Ο Βώκος εμφανίζεται ανάμεσα στους πρώτους αθηναίους συνεργάτες της «Πατρίδος», εξασφαλίζοντας για το πρώτο χριστουγεννιάτικο φύλλο της το διήγημα του Παπαδιαμάντη. Μένει η απορία, γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν συνεργάστηκε στενότερα με την «Πατρίδα» παρά έδωσε μόνο ένα ακόμη διήγημα, «Το μυρολόγι της φώκιας», δυο και πλέον χρόνια αργότερα.
Από μια άποψη, το γεγονός πως δεν υπήρξε συνεχιστής του Κατσίμπαλη μοιάζει ανήκουστο. Ούτε καν τα γνωστά έντυπα, στα οποία ο Κατσίμπαλης είχε εντοπίσει διηγήματα τού Παπαδιαμάντη, δεν φαίνεται να αποδελτιώθηκαν εκ νέου, τουλάχιστον όχι συστηματικά. Κι όμως, οι εφημερίδες, στις οποίες δημοσίευσε ο Παπαδιαμάντης διηγήματα, δεν υπερβαίνουν τις δέκα, και τα περιοδικά, τα είκοσι. Όσο κι αν ακούγεται ως ανέκδοτο, όχι μόνο βιβλιογραφία Παπαδιαμάντη δεν υπάρχει, αλλά ούτε καν εργογραφία του. Διαφορετικός, όμως, είναι ο λόγος που ισχυριζόμαστε πως το διήγημα βρισκόταν κάτω από τη μύτη των ερευνητών. Απλούστατα, γιατί θα αρκούσε για τον εντοπισμό του ακόμη και μόνο μια επιλεκτική αναζήτηση. Λ.χ., η βιβλιογράφηση των εορταστικών και μόνο διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, τα οποία έχουν και τόση ζήτηση κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Μια ματιά στον χρονολογικό πίνακα δημοσίευσης των διηγημάτων δείχνει, για παράδειγμα, πως κατά την τελευταία διαμονή του στην Αθήνα, Οκτώβριο 1904 – Μάρτιο 1909, δημοσίευσε τρία χριστουγεννιάτικα το 1904 και δυο, το 1906. Θα αρκούσε κάποιος να αναρωτηθεί γιατί να μην υπάρχουν δημοσιεύσεις τα Χριστούγεννα του 1905 ή του 1907 και να ανατρέξει στα έντυπα εκείνων και μόνο των χρόνων με τα οποία ο Παπαδιαμάντης διατηρούσε κάποια σχέση.
Ένα άλλο ερώτημα, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μπούσουλας, είναι ποιες ήταν οι σχέσεις του Παπαδιαμάντη με τα έντυπα, στα οποία δημοσίευε τα διηγήματά του. Τα μισά διηγήματα δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά, όπου εργαζόταν ως μεταφραστής («Εφημερίς» 10, «Ακρόπολις» και «Νέον Πνεύμα» 24, «Το Άστυ» και το «Νέον Άστυ» 22, «Παναθήναια» 21). Αρκετά, σε μακρόβια έντυπα, στα οποία δημοσίευε με κάποια τακτικότητα, όπως το Ημερολόγιο Σκόκου και η «Εστία» (περιοδικό + εφημερίδα). Ειδάλλως, φαίνεται πως προτιμούσε τα έντυπα φίλων ή εκείνα, στα οποία κάποιοι γνωστοί μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως ενδιάμεσοι, εξασφαλίζοντάς του την αμοιβή. Όχι, όπως συνέβη με το περιοδικό της Σμύρνης «Κόσμος», όπου δεν γνώριζε κανένα και κωλυσιεργούσαν την αμοιβή του για το ένα και μοναδικό διήγημα που τους είχε στείλει.
Με αυτό το σκεπτικό, πρώτος και καλλίτερος μεταξύ των φίλων προβάλλει ο Γεράσιμος Βώκος. Και στα δυο περιοδικά που εξέδωσε ο Βώκος, «Το Περιοδικό μας» (1900-1901) και «Ο Καλλιτέχνης» (1910-1912), δημοσιεύτηκαν διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τέσσερα στο πρώτο και εννέα, μεταθανατίως, στο δεύτερο. Αλλά και πέραν αυτών, στις εφημερίδες που εργαζόταν ο Βώκος, δημοσιεύτηκαν διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Ανάμεσα σε αυτές και η «Πατρίς» του Σπύρου Σίμου. Συνομίληκοι ο Βώκος και ο Σίμος, εκ Πατρών ο πρώτος, εξ Ηπείρου ο δεύτερος, συναντήθηκαν γυμνασιόπαιδες στον Πειραιά και ξανάσμιξαν, όταν ο Σίμος επέστρεψε από το Βουκουρέστι. Ο Βώκος εμφανίζεται ανάμεσα στους πρώτους αθηναίους συνεργάτες της «Πατρίδος», εξασφαλίζοντας για το πρώτο χριστουγεννιάτικο φύλλο της το διήγημα του Παπαδιαμάντη. Μένει η απορία, γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν συνεργάστηκε στενότερα με την «Πατρίδα» παρά έδωσε μόνο ένα ακόμη διήγημα, «Το μυρολόγι της φώκιας», δυο και πλέον χρόνια αργότερα.
Μ. Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου