Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Πουλί σεμνό του φθινοπώρου...

Μί­χος Κά­ρης «Υστε­ρό­γρα­φα»
Εκδό­σεις Πο­τα­μός Αθή­να, 2008

Η λο­γο­τε­χνία του αλ­βα­νι­κού Με­τώ­που έ­χει να ε­πι­δεί­ξει μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ποίη­ση, χρο­νι­κά, μαρ­τυ­ρίες. Μό­νο η σχε­τι­κή διη­γη­μα­το­γρα­φία φαί­νε­ται να υ­στε­ρεί, πα­ρα­μέ­νο­ντας, έως σή­με­ρα, πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νη. Μο­να­δι­κή, ί­σως, ε­ξαί­ρε­ση α­πο­τε­λεί η πε­ρί­πτω­ση του Γε­ρά­σι­μου Γρη­γό­ρη, που έ­χει κά­πως σχο­λια­στεί. Μια άλ­λη πε­ρί­πτω­ση, πα­ντε­λώς α­γνο­η­μέ­νη, εί­ναι ο Μί­χος Κά­ρης, τον ο­ποίο ε­πα­να­φέ­ρει στο προ­σκή­νιο το πρό­σφα­το βι­βλίο, α­κρι­βώς, με έ­να α­φή­γη­μα α­πό τον Πό­λε­μο του ’40. Το «Όρχος Πυ­ρο­μα­χι­κών», ό­πως τιτ­λο­φο­ρεί­ται. Πρό­κει­ται για σε­λί­δες η­με­ρο­λο­γίου του ί­διου του συγ­γρα­φέα α­πό το αλ­βα­νι­κό Μέ­τω­πο. Ωστό­σο, με την σπον­δυ­λω­τή μορ­φή που έ­χει, κα­θώς χω­ρί­ζε­ται σε εί­κο­σι μέ­ρη, θα μπο­ρού­σε να ε­κλη­φθεί και ως συλ­λο­γή διη­γη­μά­των.
Με πα­ρα­στα­τι­κό τρό­πο α­νι­στο­ρού­νται τα δει­νά ε­νός ε­πί­στρα­του που κλή­θη­κε α­πό τους πρώ­τους, α­μέ­σως με­τά την κή­ρυ­ξη του Πο­λέ­μου. Μέ­σα σε λι­γό­τε­ρο α­πό τρεις μέ­ρες βρέ­θη­κε α­πό πο­λί­της στην Αθή­να στη ζώ­νη των ε­πι­χει­ρή­σεων. Αν και α­πέ­φυ­γε τη γραμ­μή πυ­ρός, α­φού, α­ντί ό­πλου, τού έ­δω­σαν μου­λά­ρι, ο α­γώ­νας που κα­λεί­το να δώ­σει δεν ή­ταν κα­θό­λου α­με­λη­τέ­ος. Μου­λα­ράς, ό­πως τους α­πο­κα­λού­σαν τό­τε, έ­πρε­πε να τα βγά­λει πέ­ρα με έ­να κα­μπί­σιο ζω­ντα­νό, ο­λωσ­διό­λου α­κα­τάλ­λη­λο για το κα­κο­τρά­χα­λο των αλ­βα­νι­κών βου­νών, που γί­νο­νταν α­προ­σπέ­λα­στα το χει­μώ­να. Το­πο­θε­τη­μέ­νος στα με­τα­γω­γι­κά, στον όρ­χο πυ­ρο­μα­χι­κών, η α­πο­στο­λή του ή­ταν να με­τα­φέ­ρει ο­βί­δες και προ­μή­θειες στη γραμ­μή του Με­τώ­που, ό­που έ­δι­νε τη μά­χη το ο­ρει­βα­τι­κό πυ­ρο­βο­λι­κό. Η βά­ση στρα­το­πέ­δευ­σής του βρι­σκό­ταν κο­ντά στη Μο­σχό­πο­λη. Στις δύ­σκο­λες δια­δρο­μές που εί­χε να κά­νει, ή­ταν και η πο­ρεία μέ­χρι την Κο­ρυ­τσά.
Η α­φή­γη­ση προ­χω­ρά με τη λε­πτο­με­ρή πα­ρά­θε­ση συμ­βά­ντων, μα­ζί με σκέ­ψεις και κά­ποιες στι­χο­μυ­θίες, σκια­γρα­φώ­ντας με ε­νάρ­γεια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κούς τύ­πους φα­ντά­ρων. Χω­ρίς η­ρωϊκές ε­ξάρ­σεις, πε­ρι­γρά­φο­νται σκη­νές πο­ρείας και α­νά­παυ­λας, ό­που ει­κό­νες πλή­ρους κα­τάρ­ρευ­σης α­πό τις κα­κου­χίες ε­ναλ­λάσ­σο­νται με άλ­λες ψυ­χι­κής α­νά­τα­σης, ό­πως η υ­πο­δο­χή που ε­πε­φύ­λα­ξαν στους στρα­τιώ­τες οι κά­τοι­κοι της μό­λις α­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νης Κο­ρυ­τσάς. Το βα­ρύ κλί­μα έρ­χο­νται να δια­σκε­δά­σουν τα σου­σού­μια των φα­ντά­ρων, ό­πως το­νί­ζο­νται μέ­σα α­πό τη διή­γη­ση κά­ποιων πε­ρι­στα­τι­κών. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του α­φη­γη­τή εί­ναι η αμ­φι­τα­λά­ντευ­σή του α­νά­με­σα σε δυο εκ δια­μέ­τρου α­ντί­θε­τες δια­θέ­σεις. Από τη μια, το πεί­σμα του να φέ­ρει σε πέ­ρας μια α­πο­στο­λή και α­πό την άλ­λη, έ­να αί­σθη­μα μα­ταιό­τη­τας, που κο­ρυ­φώ­νε­ται στο τέ­λος με το ε­ρώ­τη­μα, “για­τί τό­σος πό­νος”. Κι αυ­τό συμ­βαί­νει, ό­ταν ε­πι­στρέ­φει α­πό το Μέ­τω­πο, με­τά α­πό τέσ­σε­ρις μή­νες, α­νά­πη­ρος. Αν και το ε­ντυ­πω­σια­κό­τε­ρο τμή­μα της α­φή­γη­σης α­φο­ρά κά­ποιες α­πο­στο­λές, που δεί­χνουν τον τρό­πο που πο­λέ­μη­σαν οι έλ­λη­νες στρα­τιώ­τες. “Δί­χως βα­ρυ­γκό­μια και δί­χως σα­μα­τά”, σαν σε “τα­μέ­νο σκο­πό”. Ακό­μη κι ό­ταν μια α­πο­στο­λή φαι­νό­ταν ά­σκο­πη, η δια­τα­γή ε­ξε­τε­λεί­το. Πα­ρά­δειγ­μα, η με­τα­φο­ρά νε­κρού α­πό το χει­ρουρ­γείο της πρώ­της γραμ­μής σε έ­να έ­ρη­μο μο­να­στή­ρι για να τα­φεί δί­πλα σε άλ­λους φα­ντά­ρους, που εί­χαν σκο­τω­θεί σε μά­χη ε­πί τό­που. Στο διή­γη­μα ξε­τυ­λί­γε­ται η ο­λο­νύ­χτια πο­ρεία για τη με­τα­φο­ρά του φο­ρείου μέ­σα α­πό γι­δό­στρα­τες. Την τρα­γι­κό­τη­τα της κα­τά­στα­σης ε­λα­φρύ­νουν κω­μι­κές σκη­νές, ό­πως, ό­ταν ο νε­κρός γλυ­στρά­ει α­πό το φο­ρείο, και ό­λοι μα­ζί, ζώ­ντες και νε­κροί, κου­τρου­βα­λιά­ζο­νται α­γκα­λια­σμέ­νοι. Ως ει­ρω­νι­κή κα­τα­κλεί­δα έρ­χε­ται η τα­φή χω­ρίς ού­τε καν έ­να σταυ­ρό με το ό­νο­μά του, δί­πλα σε έ­ναν τυ­χε­ρό­τε­ρο, που στο σταυ­ρό του εί­ναι γραμ­μέ­νο, «Νι­κό­λα­ος Ανδρέ­ου, α­π’ την Ηλεία, τά­δε κλά­σης ιπ­πι­κού».
Το α­φή­γη­μα πρω­το­εκ­δό­θη­κε το 1984, με τον πλή­ρη τίτ­λο «10ος Όρχος Πυ­ρο­μα­χι­κών», α­πό τον εκ­δο­τι­κό οί­κο της οι­κο­γέ­νειας Βρετ­τά­κου, «Τρία Φύλ­λα», μια και ο Κά­ρης εί­χε πα­ντρευ­τεί την α­δελ­φή του Νι­κη­φό­ρου Βρετ­τά­κου. Μα­ζί με άλ­λα διη­γή­μα­τα, δη­μο­σιευ­μέ­να σε πε­ριο­δι­κά, συ­νι­στά τη συμ­βο­λή του Κά­ρη σε μια λο­γο­τε­χνία που α­πο­τυ­πώ­νει τους “αν­θρώ­πους εν πο­λέ­μω”. Όσο για την έκ­δο­ση του πρό­σφα­του βι­βλίου του Κά­ρη, αυ­τή εμ­φα­νί­ζε­ται ως ε­πε­τεια­κή, α­φού, στις 19 Σε­πτεμ­βρίου 2008, συ­μπλη­ρώ­θη­καν ε­κα­τό χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του. Το πι­θα­νό­τε­ρο, ο­φεί­λε­ται σε συγ­γε­νι­κή πρω­το­βου­λία, κα­θώς, στο πρώ­το μέ­ρος του βι­βλίου, δη­μο­σιεύε­ται α­νέκ­δο­το χει­ρό­γρα­φό του, που βρέ­θη­κε με­τά το θά­να­τό του, το 1987.
Στους πε­ζο­γρά­φους του Με­σο­πο­λέ­μου κα­τα­τάσ­σε­ται ο Μί­χος Κά­ρης, με πρώ­τη εμ­φά­νι­ση το 1934, στις σε­λί­δες της «Νέ­ας Εστίας», με το διή­γη­μα «Ν’ αν­θί­ση, να καρ­πί­ση». Εί­ναι μεν η πρώ­τη του δη­μο­σίευ­ση, ό­μως ε­ντυ­πω­σιά­ζει, έ­τσι ό­πως α­πο­τυ­πώ­νει τις α­πο­χρώ­σεις του γυ­ναι­κείου ψυ­χι­σμού. Συ­νο­μή­λι­κος του Γε­ρά­σι­μου Γρη­γό­ρη, κι αυ­τός με πρώ­το βι­βλίο μια συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, α­πό τις εκ­δό­σεις Γκο­βό­στη. Το 1938 εκ­δό­θη­κε του Κά­ρη, το 1939 του Γρη­γό­ρη. Με άλ­λα λό­για, έ­νας α­κό­μη α­πό τα πα­ρα­λει­πό­με­να της γε­νιάς του ’30, που ό­λα δεί­χνουν πως χρειά­ζο­νται μια προ­σε­κτι­κό­τε­ρη α­νί­χνευ­ση. Το πρό­σφα­το «Λε­ξι­κό Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας», πα­ρά το πλή­θος των κα­τα­γε­γραμ­μέ­νων προ­σώ­πων, δεν τον μνη­μο­νεύει, ό­πως, άλ­λω­στε, και οι πα­λαιό­τε­ρες ι­στο­ρίες της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Η πρό­σφα­τη του Αλέξ. Αργυ­ρίου, δε­δο­μέ­νου ό­τι στη­ρί­ζε­ται ι­σο­βα­ρώς στα εκ­δι­δό­με­να βι­βλία και τα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, α­να­φέ­ρει διη­γή­μα­τά του σε πέ­ντε πε­ριο­δι­κά κα­τά την πε­ρίο­δο 1937-1949, ε­νώ στους τε­λευ­ταίους τό­μους δί­νο­νται τα βιο­γρα­φι­κά του χω­ρίς α­ξιο­λό­γη­ση του συγ­γρα­φέα. Η α­πο­δελ­τίω­ση των α­θη­ναϊκών πε­ριο­δι­κών της πε­ριό­δου 1934-1940 α­πό την ο­μά­δα του Χ. Λ. Κα­ρά­ο­γλου προ­σθέ­τει έ­να ε­πι­πλέ­ον λο­γο­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό. Και τέ­λος, η με­λέ­τη της Αλε­ξάν­δρας Μπου­φέα για «Τα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά της Κα­το­χής» δί­νει έ­να α­κό­μη διή­γη­μα του Κά­ρη στα «Καλ­λι­τε­χνι­κά Νέ­α». Η Μπου­φέα προ­σθέ­τει την πλη­ρο­φο­ρία πως το Μί­χος Κά­ρης εί­ναι ψευ­δώ­νυ­μο του Μι­χά­λη Κα­ρυ­στι­νού, ό­πως α­να­φέ­ρε­ται και στο λε­ξι­κό ψευ­δω­νύ­μων του Κυ­ριά­κου Ντε­λό­που­λου. Ωστό­σο, στο αυ­το­βιο­γρα­φι­κό κεί­με­νο του πρό­σφα­του βι­βλίου, ο ί­διος μνη­μο­νεύει ως πα­τρώ­νυ­μο το Μπα­φα­λού­κας, ε­νώ ου­δό­λως α­να­φέ­ρει το Κα­ρυ­στι­νός. Δί­νει μό­νο την πλη­ρο­φο­ρία πως ο πα­τέ­ρας του, Κώ­στας Μπα­φα­λού­κας, κα­τα­γό­ταν α­πό μια εκ των τριών γει­το­νι­κών πε­ριο­χών, Κά­ρυ­στο-Κύ­μη-Σκύ­ρο. Δεν γνώ­ρι­ζε α­πό ποια α­κρι­βώς, για­τί ο πα­τέ­ρας του πέ­θα­νε λί­γους μή­νες με­τά τη δι­κή του γέν­νη­ση και η εύ­πο­ρη οι­κο­γέ­νειά του, που κρα­τού­σε α­πό ευ­βο­είς κα­ρα­βο­κύ­ρη­δες, έ­κο­ψε κά­θε δε­σμό με τη μη­τέ­ρα του. Αλλά ο Κώ­στας Μπα­φα­λού­κας τυ­χαί­νει να εί­ναι γνω­στός ζω­γρά­φος και έ­νας α­πό τους πα­ρα­γω­γι­κό­τε­ρους ξυ­λο­γρά­φους στα τέ­λη του 19ου αιώ­να, με α­πο­τέ­λε­σμα να μην μεί­νει στα πα­ρα­λει­πό­με­να ό­πως ο γιος του. Έχει κα­τα­χω­ρη­θεί με το ψευ­δώ­νυ­μο Κώ­στας Κα­ρυ­στι­νός, ε­μπνευ­σμέ­νο προ­φα­νώς α­πό τη γε­νέ­τει­ρά του. Δη­λα­δή, πρό­κει­ται για μια α­κό­μη πε­ρί­πτω­ση, που το ψευ­δώ­νυ­μο ε­νός μέ­λους της οι­κο­γέ­νειας υιο­θε­τεί­ται ως ε­πί­θε­το α­πό τα υ­πό­λοι­πα. Μό­νο που ο Κά­ρης πρω­το­τύ­πη­σε και α­πό το εξ α­ντα­να­κλά­σεως ψευ­δώ­νυ­μο έ­πλα­σε δια συ­γκο­πής έ­να δι­κό του.
Το χει­ρό­γρα­φο τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Υστε­ρό­γρα­φα» και γρά­φτη­κε τον Ια­νουά­ριο του 1971, ό­ταν ο Κά­ρης συ­ντα­ξιο­δο­τή­θη­κε α­πό το Συμ­βού­λιο της Επι­κρα­τείας, ό­που ερ­γά­στη­κε ως κλη­τή­ρας κο­ντά εί­κο­σι χρό­νια. Πα­ρό­λο που στον πρό­λο­γο διευ­κρι­νί­ζε­ται πως πρό­κει­ται για “α­νε­πε­ξέρ­γα­στο λο­γο­τε­χνι­κό υ­λι­κό”, η α­φή­γη­ση, με τον πα­ρα­στα­τι­κό τρό­πο που α­να­σταί­νει τους προ­γό­νους του και στη συ­νέ­χεια, τα α­φε­ντι­κά και τους φί­λους του, κα­θι­στά α­με­λη­τέες τις ό­ποιες α­σά­φειες γεν­νούν τα πη­δή­μα­τα της μνή­μης του συγ­γρα­φέα. Η ι­στο­ρία του Κά­ρη ξε­κι­νά­ει α­πό τους Γκά­γκα­ρους Αθη­ναίους, ό­πως η προ­για­γιά του, α­πό την πλευ­ρά της μη­τέ­ρας του, που πή­ρε για προί­κα έ­να σπί­τι στο τέ­λος της ο­δού Ρα­γκα­βά, α­κρι­βώς κά­τω α­πό την Ακρό­πο­λη. Ένα βό­λι των Τούρ­κων, που ή­ταν τα­μπου­ρω­μέ­νοι στην Ακρό­πο­λη, σκό­τω­σε τον προ­πάπ­πο του, έ­ναν “α­ντρά­κλα­ρο, με φου­στα­νέ­λα και χρυ­σό κο­ντο­ζώ­νι”, που εί­χε κα­τέ­βει α­πό τη Βό­ρεια Ήπει­ρο. Η διή­γη­ση συ­νε­χί­ζει με τη για­γιά Θε­ο­χά­ραι­να, πα­ντρε­μέ­νη με σα­ντο­ρι­νιό καϊκτσή, που κα­τέ­λη­ξε πε­ρι­βο­λά­ρης με μπο­στά­νι “στην Αγια-Λε­ού­σα, με­τά την Καλ­λι­θέ­α”. Έναν ω­ραίο τύ­πο, με το τσι­γά­ρο μό­νι­μα στα χεί­λη, που ξα­πό­σται­νε στην τα­βέρ­να του Γκιου­λέ­κα.
Μια άλ­λη τα­βέρ­να, που α­πο­τε­λεί βα­σι­κό κε­φά­λαιο στα «Υστε­ρό­γρα­φα» αλ­λά και στη ζωή του Κά­ρη, ό­ταν γύ­ρι­σε α­πό το Μέ­τω­πο και προ­σπα­θού­σε να ε­πι­βιώ­σει, εί­ναι το «Με­θυ­σμέ­νο Κα­ρά­βι», που ά­νοι­ξε το 1942 και κρά­τη­σε μια ει­κο­σα­ε­τία. Υπήρ­ξε έ­να α­πό τα α­γα­πη­μέ­να στέ­κια συγ­γρα­φέων κυ­ρίως, αλ­λά και καλ­λι­τε­χνών. Ο Κά­ρης α­να­φέ­ρει κα­μιά ει­κο­σα­ριά ο­νό­μα­τα, με πρώ­το, αυ­τό του Δη­μο­σθέ­νη Βου­τυ­ρά. Η τα­βέρ­να βρι­σκό­ταν στην ο­δό Αφρο­δί­της 7, στην Πλά­κα. Το 1962, που την έ­κλει­σε, το οί­κη­μα γκρε­μί­στη­κε και ξα­να­κτί­στη­κε ως κα­τοι­κία του γνω­στού αρ­χι­τέ­κτο­να Κλέω­να Κρα­ντο­νέλ­λη. Ανα­φέ­ρε­ται ως δείγ­μα του “νέ­ο-μπρου­τα­λι­σμού” της ε­πο­χής, που υ­πο­τί­θε­ται πως στη­ρί­χτη­κε στα τυ­πι­κά γνω­ρί­σμα­τα των πλα­κιώ­τι­κων σπι­τιών για την κα­τα­σκευή κυ­βό­σχη­μων κα­τοι­κιών α­πό σκυ­ρό­δε­μα.
Ο Κά­ρης και η μη­τέ­ρα του, μια λε­βε­ντο­γυ­ναί­κα που ή­θε­λε να γί­νει δα­σκά­λα αλ­λά τα α­δέλ­φια της δεν την ά­φη­σαν, έ­ζη­σαν μέ­σα στην α­νέ­χεια. Ωστό­σο, με την ε­πι­μο­νή του και τη συ­μπα­ρά­στα­ση της μη­τέ­ρας του κα­τόρ­θω­σε να τε­λειώ­σει το Σχο­λαρ­χείο και με­τά, τη Νυ­χτε­ρι­νή Σχο­λή του Συλ­λό­γου Εμπο­ροϋπαλ­λή­λων, ε­νώ ταυ­τό­χρο­να ερ­γα­ζό­ταν σε ό­ποια δου­λειά εύ­ρι­σκε. Από μιας αρ­χής, έ­γρα­φε με­τά μα­νίας διη­γή­μα­τα. Η πρώ­τη συλ­λο­γή του εκ­δό­θη­κε το 1938 και τον τίτ­λο, «Όταν βρα­δυά­ζει», τον έ­δω­σε ο φί­λος του Γιάν­νης Ρί­τσος, που του α­φιέ­ρω­σε και έ­να ποίη­μα: «Ήρθε κα­θώς έ­να που­λί σε­μνό του φθι­νο­πώ­ρου / και στά­θη πλάϊ μας γα­λη­νός χλω­μός και λί­γο α­δέ­ξιος. / Μέ­σα στα μά­τια έ­πλε­αν κά­ποια σκι­σμέ­να ι­στία / μια τρι­κυ­μία χω­ρίς κραυ­γές, χω­ρίς λυγ­μούς και βόγ­γους...» Η δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή, «Εφιάλ­τες», εκ­δό­θη­κε κι αυ­τή α­πό τον Γκο­βό­στη, το 1940. Η τρί­τη, «Που­λιά στον χει­μώ­να», α­πό τις εκ­δό­σεις Μαυ­ρί­δης, το 1953. Η τέ­ταρ­τη, «Πι­κρό μέ­λι», στού Φέ­ξη, το 1964. Η πέ­μπτη, «Οδοι­πό­ροι της α­γω­νίας», α­πό τις εκ­δό­σεις Ιωλ­κός, το 1979. Η έ­κτη,«Σπο­ρα­δι­κές κα­ται­γί­δες», το 1981. Και η έ­βδο­μη και τε­λευ­ταία, «10ος Όρχος Πυ­ρο­μα­χι­κών», το 1984. Αυ­τά, με κά­θε ε­πι­φύ­λα­ξη, κα­θώς στην πρό­σφα­τη έκ­δο­ση δεν υ­πάρ­χει φρο­ντί­δα για έ­να πλή­ρες βιο­γρα­φι­κό. Αντ’ αυ­τού, πα­ρα­τί­θε­νται έ­νας γε­νι­κός πρό­λο­γος και ως ε­πί­λο­γος, κεί­με­νο του ί­διου του Κά­ρη, γραμ­μέ­νο στις αρ­χές του 1986.
Εκτός α­πό τις α­φη­γή­σεις του Με­τώ­που, τα διη­γή­μα­τα του Κά­ρη εί­ναι κοι­νω­νι­κά, και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, του α­θη­ναϊκού ά­στεως, με προ­τί­μη­ση στους δρο­μί­σκους και τις γει­το­νιές κά­τω α­πό το βρά­χο του Κά­στρου. Πε­ρι­γρά­φουν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κούς τύ­πους και δί­νουν ει­κό­νες της κα­θη­με­ρι­νής ζωής α­πό το Με­σο­πό­λε­μο και τη δε­κα­ε­τία του ’40. Ο συγ­γρα­φέ­ας α­πο­φεύ­γει τη δρα­μα­το­ποίη­ση, πα­ρα­μέ­νο­ντας έ­νας ευαί­σθη­τος πα­ρα­τη­ρη­τής του κό­σμου μέ­σα στον ο­ποίο έ­ζη­σε.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου