Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Η πρώτη φορά

Σκί­τσο Κων. Μα­λέα 

Ως προοί­μιο θα μπο­ρού­σα­με να πα­ρα­θέ­σου­με πα­ραλ­λαγ­μέ­νους τους γνω­στούς στί­χους του Μι­χά­λη Κα­τσα­ρού: «Μην α­με­λή­σε­τε./ Πάρ­τε μα­ζί σας “ελ­λη­νι­κό” Κα­βά­φη./ Το μέλ­λον θα έ­χει πο­λύ ε­ρω­τι­κό.» Στρογ­γυ­λή Τρά­πε­ζα με­θαύ­ριο, εκ­δή­λω­ση τέ­λη Ια­νουα­ρίου και βλέ­που­με. Με­τρού­με στις συμ­με­το­χές: τέσ­σε­ρις πα­νε­πι­στη­μια­κούς, έ­ναν ει­κα­στι­κό, τρεις μυ­θι­στο­ριο­γρά­φους, έ­ναν ποιη­τή, έ­ναν με­τα­φρα­στή, της αλ­λο­δα­πής και της η­με­δα­πής, διά­ση­μους αλ­λά και ά­γνω­στους στο ευ­ρύ κοι­νό. Πρώ­τη φο­ρά, εν Αθή­ναις, τό­σος πο­λύς ε­ρω­τι­κός Κα­βά­φης και τό­σο ά­φα­ντος ο “ελ­λη­νι­κός”. Θέ­λει θυ­σίες η πα­γκο­σμιο­ποίη­ση. Αλλά “μη φο­βά­στε την πα­γκο­σμιο­ποίη­ση”, το εί­πε και ο Όσκαρ Λα­φο­νταίν. Δη­μιουρ­γεί για ό­λες τις χώ­ρες ευ­και­ρίες. Για την Ελλά­δα υ­πάρ­χει πά­ντα η ποίη­ση. Χά­ρις στα κι­νή­μα­τα των άλ­λο­τε πο­τέ κα­τα­πιε­σμέ­νων, προ­χω­ρού­με με Κα­βά­φη και Δη­μου­λά για πα­γκό­σμιου βε­λη­νε­κούς δια­κρί­σεις. Άλλω­στε για ό­λα τα πράγ­μα­τα υ­πάρ­χει η πρώ­τη φο­ρά. 
Τα δη­μο­σιεύ­μα­τα για τον Κα­βά­φη, ε­πε­τεια­κά και μη, συ­χνά α­να­φέ­ρο­νται στην “πρώ­τη φο­ρά” για διά­φο­ρες πρά­ξεις του, ό­πως το πρώ­το ποίη­μα ή το πρώ­το δη­μο­σίευ­μα. Σε χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά δεύ­τε­ρη εμ­φα­νί­ζε­ται η “πρώ­τη ο­μο­φυ­λο­φι­λι­κή ε­ρω­τι­κή ε­πα­φή”, ό­πως την α­πο­κα­λούν. Αυ­τή εί­ναι και η μο­να­δι­κή “πρώ­τη φο­ρά” του ι­διω­τι­κού βίου εν μέ­σω των τεκ­μη­ριω­μέ­νων του δη­μό­σιου. Υπάρ­χει στο “σχε­δία­σμα χρο­νο­γρα­φίας του βίου του Κα­βά­φη”, που δη­μο­σίευ­σε το 1963 ο Στρα­τής Τσίρ­κας. Την α­ντι­γρά­φει α­πό το χει­ρό­γρα­φο της Ρί­κας Σε­γκο­πού­λου-Αγαλ­λια­νού, που πα­ρα­μέ­νει α­νέκ­δο­το: “Ο ο­μο­σε­ξουα­λι­σμός άρ­χι­σε να εκ­δη­λώ­νε­ται στα 1883 με τον ε­ξά­δελ­φό του Γ. Ψύλ­λια­ρη στην Πό­λη.” Η φρά­ση ε­πι­δέ­χε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρες της μιας ερ­μη­νείας, ό­πως σχο­λιά­ζει ο βιο­γρά­φος του Ρό­μπερτ Λί­ντε­λ, α­να­φέ­ρο­ντας πως αυ­τή εί­ναι η μο­να­δι­κή πη­γή για τα προ­σω­πι­κά του σε ε­κεί­νη την πε­ρίο­δο.  
Στο Χρο­νο­λό­γιο του 1983 και την με­τέ­πει­τα Εργο­βιο­γρα­φία, η φρά­ση χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται “μαρ­τυ­ρία” της Σε­γκο­πού­λου, προσ­δί­δο­ντάς της βα­ρύ­τη­τα γε­γο­νό­τος. Ωστό­σο, σε πα­ρό­μοιες διη­γή­σεις, η με­γά­λη χρο­νι­κή α­πό­στα­ση (η Αγαλ­λια­νού γνω­ρί­ζει τον Κα­βά­φη το 1926, που πα­ντρεύε­ται τον Αλέ­κο Σε­γκό­που­λο, ο ο­ποίος τον εί­χε γνω­ρί­σει γύ­ρω στο 1917) πα­ραλ­λάσ­σει τα γε­γο­νό­τα σύμ­φω­να με το ε­πι­θυ­μη­τό με­τα­γε­νέ­στε­ρων χρό­νων. Τό­τε, άλ­λω­στε, ού­τε καν υ­πήρ­χαν οι λέ­ξεις ο­μο­σε­ξουα­λι­σμός και ο­μο­φυ­λο­φι­λία. Εμφα­νί­στη­καν την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία του 19ου αι. προς α­πό­δο­ση της γερ­μα­νι­κής λέ­ξης homosexuelitat, άρ­τι πλα­σθεί­σας α­πό το αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό ο­μός και το λα­τι­νι­κό sexus. Το ε­πί­θη­μα φι­λία α­πα­ντά­ται μό­νο στην ελ­λη­νι­κή. 
Προ­φα­νώς, οι ε­τυ­μο­λο­γίες δεν κα­θο­ρί­ζουν τις ο­νο­μα­τι­ζό­με­νες πρά­ξεις, αμ­φό­τε­ρες, ό­μως, έ­χουν την ι­στο­ρία τους, που δεν θα πρέ­πει να πα­ρα­γρά­φε­ται ό­ταν πρό­κει­ται για πα­λαιό­τε­ρα τεκ­μή­ρια. “Ο Κα­βά­φης δεν υ­πήρ­ξε διό­λου συ­ντε­λε­στι­κός στην ε­πι­τυ­χία των προ­σπα­θειών των ε­πί­δο­ξων βιο­γρά­φων του”, γρά­φει η Σε­γκο­πού­λου. Ακό­μη και οι λι­γο­στές η­με­ρο­λο­για­κές του ση­μειώ­σεις α­πό τα νε­α­νι­κά του χρό­νια εί­ναι κρυ­πτι­κές. Ας μην λη­σμο­νού­με, πως, προ­τού ό­λα γί­νουν “εύ­θυ­μα” (μέ­χρι το 1967 οι “γκέι” διώ­κο­νταν ποι­νι­κά στην Αγγλία και μέ­χρι το 1990, ο Πα­γκό­σμιος Οργα­νι­σμός Υγείας τους κα­τέ­τασ­σε στους α­σθε­νείς), υ­πήρ­χε το βά­σα­νο της ε­νο­χής και της α­μαρ­τίας. Πα­λαιό­τε­ροι με­λε­τη­τές προ­σπά­θη­σαν να φω­τί­σουν την κρυ­πτι­κό­τη­τά του στο συ­γκε­κρι­μέ­νο θέ­μα. Με το θά­να­το των Κ. Θ. Δη­μα­ρά και Γ. Π. Σαβ­βί­δη, ά­νοι­ξαν οι πύ­λες στον ο­λο­κλη­ρω­τι­κό βιο­γρα­φι­σμό. Για τις νεό­τε­ρες γε­νιές με­λε­τη­τών, υ­πάρ­χει μό­νο το έρ­γο του Κα­βά­φη, που δια­βά­ζε­ται ως αυ­το­βιο­γρα­φι­κό “ε­νός γκέι ποιη­τή”, για τον ο­ποίο “η ο­μο­φυ­λο­φι­λία του ή­ταν κά­τι φυ­σι­κό”, ό­πως συ­νο­ψί­ζει ο τε­λευ­ταίος α­με­ρι­κα­νός με­τα­φρα­στής α­πά­ντων των ποιη­μά­των του. 

Δι’ αλ­λη­λο­γρα­φίας

Εμείς θα α­να­φερ­θού­με σε μία α­μνη­μό­νευ­τη “πρώ­τη φο­ρά” του δη­μό­σιου βίου του, α­θη­νο­κε­ντρι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Μας βά­ζει σε πει­ρα­σμό να σχολιάσουμε το πό­τε εμ­φα­νί­στη­κε για “πρώ­τη φο­ρά” στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο το ό­νο­μα Κα­βά­φης και πό­σες φο­ρές α­κο­λού­θη­σαν, πριν ο ί­διος α­φι­χθεί στην α­πο­βά­θρα του Πει­ραιά στις 3 Ιουν. 1901. Το ε­πώ­νυ­μο, με το μι­κρό ό­νο­μα ο­λο­γρά­φως και το εν­διά­με­σο αρ­χι­κό Φ, πα­ρου­σιά­στη­κε στις 30 Μαρ. 1891, σε άρ­θρο με τίτ­λο «Τα Ελγί­νεια Μάρ­μα­ρα». Την προ­η­γού­με­νη, 29 Μαρ., στο τεύ­χος της 10ης Απρ. (σύμ­φω­να με το νέο η­με­ρο­λό­γιο που ί­σχυε στην Αί­γυ­πτο –πα­γί­δα για τους βι­βλιο­γρά­φους του Κα­βά­φη) τρί­γλωσ­σου δε­κα­πεν­θή­με­ρου πε­ριο­δι­κού της Αλε­ξάν­δρειας, εί­χε δη­μο­σιευ­θεί άρ­θρο στα αγ­γλι­κά, με τίτ­λο «Give back the Elgin Marbles» και την υ­πο­γρα­φή C. F. Cavafy. Το δυο κεί­με­να πα­ρου­σιά­ζουν μι­κρές δια­φο­ρές, ε­νώ αλ­λά­ζει η τε­λευ­ταία πα­ρά­γρα­φος, η ο­ποία στην ελ­λη­νι­κή εκ­δο­χή γί­νε­ται κα­τα­φα­νώς ει­ρω­νι­κή. Στις 29 Απρ., υ­πήρ­ξε συ­νέ­χεια του ελ­λη­νό­γλωσ­σου άρ­θρου με έ­να δεύ­τε­ρο, «Νεώ­τε­ρα πε­ρί των Ελγι­νείων μαρ­μά­ρων». Το έ­ντυ­πο δη­μο­σίευ­σης αμ­φο­τέ­ρων εί­ναι η α­θη­ναϊκή ε­φη­με­ρί­δα «Η Εθνι­κή», για την ο­ποία οι σχε­τι­κές πη­γές δεν δί­νουν κα­θό­λου στοι­χεία. Πρό­κει­ται για κα­θη­με­ρι­νή ε­φη­με­ρί­δα, χω­ρίς κυ­ρια­κά­τι­κο φύλ­λο, που κυ­κλο­φό­ρη­σε μέ­σα στη διε­τία 1890-1891. Πι­θα­νώς, α­νή­κε στην οι­κο­γέ­νεια που ε­ξέ­δι­δε την α­λε­ξαν­δρι­νή ε­φη­με­ρί­δα «Τη­λέ­γρα­φος».
Εντός του 1891, στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο υ­πάρ­χουν δυο α­να­φο­ρές σε άλ­λα μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας Κα­βά­φη, ε­νώ η ε­πό­με­νη στον ί­διον πα­ρου­σιά­στη­κε στις 30 Σεπ. του ι­δίου έ­τους. Εμφα­νί­ζε­ται στη στή­λη «Συ­ζη­τή­σεις» του πε­ριο­δι­κού «Αττι­κόν Μου­σείον», που ε­ξέ­δι­δε ο λό­γιος Σκο­πε­λί­της Νι­κό­λα­ος Γ. Ιγγλέ­σης. Πρό­κει­ται για α­πά­ντη­ση του πε­ριο­δι­κού στην α­πο­στο­λή ποιή­μα­τος προς δη­μο­σίευ­ση. Σύ­ντο­μη αλ­λά με α­ξιο­λο­γι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις, α­πο­τε­λεί την πρώ­τη κρι­τι­κή μνεία για τον Κα­βά­φη. Η εν λό­γω στή­λη εί­ναι α­νυ­πό­γρα­φη, αλ­λά υ­πάρ­χουν ι­κα­νές εν­δεί­ξεις ό­τι υ­πεύ­θυ­νος ή­ταν ο 29χρο­νος τό­τε Ιωάν­νης Πο­λέ­μης. Ήδη α­να­γνω­ρι­σμέ­νος ποιη­τής, μό­λις εί­χε ε­πι­στρέ­ψει α­πό το Πα­ρί­σι, ό­που πα­ρα­κο­λού­θη­σε για δυο χρό­νια μα­θή­μα­τα Ιστο­ρίας της Τέ­χνης και Αι­σθη­τι­κής. Οι α­πα­ντή­σεις της στή­λης έ­χουν τον γαλ­λι­κό αέ­ρα του θεω­ρη­τι­κού πε­ρί τα λο­γο­τε­χνι­κά. Ενδει­κτι­κή η α­πά­ντη­ση στον Κα­βά­φη: Το ποίη­μά σας “θα ή­το ί­σως ω­ραιό­τε­ρον αν δεν ε­κά­μνε­τε τό­σην κα­τά­χρη­σιν του συ­στή­μα­τος ε­κεί­νου της γαλ­λι­κής στι­χουρ­γίας τού να με­τα­βαί­νω­σιν αι προ­τά­σεις α­πό του ε­νός στί­χου εις τον έ­τε­ρο­ν”. Η στή­λη ξε­κι­νά στο τεύ­χος της 15ης Ιουλ. 1891, ταυ­τό­χρο­να με την α­να­γρα­φή του ο­νό­μα­τος του Πο­λέ­μη στο ε­ξώ­φυλ­λο με την ι­διό­τη­τα του συν­διευ­θυ­ντή. Εί­ναι το ε­ναρ­κτή­ριο τεύ­χος του τέ­ταρ­του έ­τους της δεύ­τε­ρης πε­ριό­δου, ό­που ο Ιγγλέ­σης α­πο­φά­σι­σε αλ­λα­γές. Μείω­σε τη συ­χνό­τη­τα κυ­κλο­φο­ρίας του, α­πό τρεις φο­ρές το μή­να σε δύο και πή­ρε ε­ταί­ρο τον Πο­λέ­μη, α­να­θέ­το­ντάς του “την ευ­θύ­νη και την διεύ­θυν­ση της ύ­λης”. Πά­ντως, ο Κα­βά­φης δεν συ­γκρά­τη­σε το ό­νο­μά του. Κα­τά τη συ­νά­ντη­σή τους στην Αθή­να, σε ε­κεί­νο το πρώ­το τα­ξί­δι του, α­πο­ρεί που ο Πο­λέ­μης τον γνώ­ρι­ζε κα­τ’ ό­νο­μα. Ενώ, καί­τοι μό­λις με­ρι­κούς μή­νες με­γα­λύ­τε­ρός του, τον υ­πο­λο­γί­ζει για ε­ξη­ντά­ρη. Πα­ρα­τη­ρή­σεις που α­πο­κα­λύ­πτουν τι πρό­σε­χε και με ποιόν τρό­πο.
Στο ε­πό­με­νο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού, στις 15 Οκτ. 1891, σε μη πε­ρίο­πτη θέ­ση, δη­μο­σιεύ­τη­κε το πρώ­το ποίη­μα του Κα­βά­φη σε α­θη­ναϊκό έ­ντυ­πο, «Κτί­σται». Το ποίη­μα θα α­πο­τε­λέ­σει και το πρώ­το μο­νό­φυλ­λο του Κα­βά­φη, χω­ρίς χρο­νο­λο­γία ε­κτύ­πω­σης. Ο Σαβ­βί­δης πι­θα­νο­λο­γεί ό­τι το έ­φε­ρε ο εν­θου­σια­σμός της ευ­νοϊκής α­πά­ντη­σης εξ Αθη­νών, το­πο­θε­τώ­ντας την ε­κτύ­πω­ση πριν τη δη­μο­σίευ­ση του ποιή­μα­τος. Στη Βι­βλιο­γρα­φία Δα­σκα­λό­που­λου, με βά­ση ι­διό­χει­ρη χρο­νο­λό­γη­ση του Κα­βά­φη σε σω­ζό­με­νο α­ντί­τυ­πο, το­πο­θε­τεί­ται Σεπ. 1892. Αν α­πο­δε­χθού­με τη δεύ­τε­ρη χρο­νο­λό­γη­ση, η ε­πι­λο­γή του ποιή­μα­τος για το πρώ­το μο­νό­φυλ­λο α­πο­κτά α­ξιο­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα, κα­θώς, εν­δια­μέ­σως, έ­χουν δη­μο­σιευ­τεί α­κό­μη τρία ποιή­μα­τά του σε α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα. Διό­λου, ό­μως, α­πί­θα­νο, το χρο­νο­λο­γη­μέ­νο α­ντί­τυ­πο να προέρ­χε­ται α­πό δεύ­τε­ρο “τρά­βηγ­μα”.  Το δεύ­τε­ρο ποίη­μα, «Λό­γος και σι­γή», δη­μο­σιεύ­τη­κε στις 15 Ιαν. 1892, στρι­μωγ­μέ­νο κά­τω α­πό ια­τρι­κής φύ­σεως άρ­θρο, και μό­νο το τρί­το, «Σα­μ-ε­λ-Νε­σίμ», στις 29 Φεβ. 1892, α­πλώ­νε­ται σε σε­λί­δα. Στις «Συ­ζη­τή­σεις» δεν υ­πάρ­χει άλ­λη α­να­φο­ρά, ού­τε στο πε­ριο­δι­κό άλ­λο ποίη­μα. Όχι λό­γω δυ­σα­ρέ­σκειας του Κα­βά­φη, αλ­λά για­τί το πε­ριο­δι­κό, με­τά δυο τεύ­χη, ε­ξέ­πνευ­σε. Πα­ρα­δό­ξως, στο λήμ­μα της «Εγκυ­κλο­παί­δειας του Ελλη­νι­κού Τύ­που», δεν συ­γκρα­τεί­ται αυ­τή η πρώ­τη εμ­φά­νι­ση Κα­βά­φη στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο. 
Το κα­λο­καί­ρι του 1892, ο ποιη­τής δο­κι­μά­ζει την τύ­χη του σε έ­να δεύ­τε­ρο α­θη­ναϊκό πε­ριο­δι­κό. Επέ­λε­ξε το προ διε­τίας ι­δρυ­θέν «Η Φύ­σις»  του Φρα­γκί­σκου Μ. Πρί­ντε­ζη, ι­διο­κτή­τη ε­νός α­πό τα τρία γνω­στά τσι­γκο­γρα­φεία της ε­πο­χής. Ενδια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει η αλ­λη­λο­γρα­φία του Κα­βά­φη με το πε­ριο­δι­κό, ό­πως ει­κά­ζε­ται α­πό τις α­πα­ντή­σεις της Σύ­ντα­ξης. Το α­νά­λα­φρα πε­ρι­παι­κτι­κό ύ­φος τους πα­ρα­πέ­μπει στον εκ­δό­τη, που κα­λύ­πτει με κεί­με­νά του με­γά­λο μέ­ρος της ύ­λης. Στο πε­ριο­δι­κό, δη­μο­σιεύ­θη­καν τέσ­σε­ρα ποιή­μα­τα, ε­νώ εί­χε α­πο­στεί­λει του­λά­χι­στον πέ­ντε. Αρχι­κά η α­πά­ντη­ση εί­ναι στε­ρεό­τυ­πη, “ε­πι­στο­λή με­τά ποιη­μα­τίου ε­λή­φθη­σα­ν”. Με­τά τη δη­μο­σίευ­ση του πρώ­του ποιή­μα­τος, «Αοι­δός», στις 15 Αυγ. 1892, η α­πά­ντη­ση παίρ­νει παι­γνιώ­δη χα­ρα­κτή­ρα για να έρ­θει στο ψα­χνό: “Επι­στο­λή και «Βακ­χι­κόν» ε­λή­φθη­σαν και μο­λο­νό­τι δεν εί­με­θα φί­λοι του, μας ή­ρε­σε, α­φού χύ­νει χα­ράν και έ­παρ­σιν εν τω δη­λη­τη­ρίω. Αλλά εγ­γρά­φε­τέ μας και κα­νέ­να συν­δρο­μη­τή να δια­λύη και τα δη­λη­τή­ρια της δη­μο­σιο­γρα­φίας.” Το ποίη­μα δη­μο­σιεύ­τη­κε με­τά τρία φύλ­λα, στις 15 Νοε. και ο Κα­βά­φης α­πέ­στει­λε έ­να α­κό­μη. Αυ­τή τη φο­ρά, η α­πά­ντη­ση, στις 24 Ιαν. 1893, θέ­τει ευ­θέως το ζη­τού­με­νο: “Επι­στο­λή και ποίη­μα­τιον ε­λή­φθη­σαν. Έχει κα­λώς. Συν­δρο­μη­τάς δεν ε­λά­βο­μεν έ­τι. Ανα­μέ­νο­μεν τι­νάς.” Αυ­τό το “ποιη­μά­τιο­ν” θα πρέ­πει να εί­ναι το «Vulnerant omnes, ultima necat», που πα­ρου­σιά­στη­κε στις 28 Φεβ. Τα­κτι­κός ο Κα­βά­φης, έ­στει­λε τη συν­δρο­μή του για το τέ­ταρ­το έ­τος που άρ­χι­ζε τον Απρ., αλ­λά με­τά πα­ρα­πό­νων. Στις 20 Ιουν., τον πλη­ρο­φο­ρούν ό­τι έ­λα­βαν έ­να α­κό­μη “ποιη­μά­τιο­ν”, ε­πα­να­λαμ­βά­νο­ντας ό­τι α­να­μέ­νουν συν­δρο­μη­τές. Πρό­κει­ται για το «Κα­λός και κα­κός και­ρός», που δη­μο­σιεύ­τη­κε στις 5 Σεπ. 
Στον πέ­μπτο χρό­νο, α­πό την 1η Μαΐ. μέ­χρι τις 23 Οκτ. 1894, ο Πρί­ντε­ζης δη­μο­σίευ­σε σε συ­νέ­χειες τις “α­να­μνή­σεις” του α­πό τα­ξί­δι, που έ­κα­νε ε­κεί­νη την πε­ρίο­δο στην Αί­γυ­πτο. Όπως πλη­ρο­φο­ρεί, σκο­πός του τα­ξι­διού δεν ή­ταν να γνω­ρί­σει τη χώ­ρα αλ­λά τους συν­δρο­μη­τές του πε­ριο­δι­κού, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει “τους πο­λυ­πλη­θέ­στε­ρους και φι­λο­μου­σό­τε­ρους”. Η κα­τα­κλεί­δα της σχέ­σης Κα­βά­φη-Πρί­ντε­ζη βρί­σκε­ται στην τε­λευ­ταία συ­νέ­χεια των “α­να­μνή­σεω­ν”. Γρά­φει πως “τον γνώ­ρι­σε προ­σω­πι­κώς απ’ αρ­χής της εις Αλε­ξάν­δρεια α­πο­βι­βά­σεώς του”, αλ­λά δεν τον α­νέ­φε­ρε νω­ρί­τε­ρα “ό­πως σχη­μα­τί­σει τε­λείαν πε­ρί αυ­τού γνώ­μη”. Ωστό­σο, τον πε­ρι­γρά­φει με τα κα­λύ­τε­ρα λό­για, προ­σθέ­το­ντας ό­τι “κα­τά την τε­λευ­ταίαν στιγ­μή του έ­σφιγ­γε την χεί­ρα και ηύ­χε­το τα­χέως να τον έ­βλε­πε”. Πε­ριέρ­γως, ο Κα­βά­φης άλ­λο “ποιη­μά­τιον” δεν έ­στει­λε, ε­νώ  το πε­ριο­δι­κό μα­κρο­η­μέ­ρευ­σε. Για δυο και πλέ­ον χρό­νια, δεν ε­ντο­πί­ζε­ται ποίη­μά του σε α­θη­ναϊκό έ­ντυ­πο.

Μέ­σω γνω­ρι­μιώ­ν

Στην τριε­τία 1894-1896, δη­μο­σιεύει ποιή­μα­τα κά­θε χρό­νο και σε έ­να δια­φο­ρε­τι­κό έ­ντυ­πο της Αλε­ξάν­δρειας, στο ο­ποίο δεν ε­πα­νεμ­φα­νί­ζε­ται αρ­γό­τε­ρα: τον πρώ­το, στον μο­να­δι­κό τό­μο του «Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νου Αι­γυ­πτια­κού Ημε­ρο­λογίου του έ­τους 1895» του Γ. Β. Τσο­κό­που­λου, τον δεύ­τε­ρο, στο βρα­χύ­βιο πε­ριο­δι­κό «Ει­κο­στός Αιών» που εί­χε ξε­κι­νή­σει ε­κεί­νο το έ­τος με διευ­θυ­ντή τον Τσο­κό­που­λο, και τον τρί­το, στο πε­ριο­δι­κό «Κό­σμος» του Αι­γυ­πτιώ­τη Γιάν­νη Γκί­κα και του Κερ­κυ­ραίου Ιωάν­νη Ζερ­βού, που ε­πί­σης μό­λις εί­χε ξε­κι­νή­σει. Τον τρί­το, ό­μως, χρό­νο ε­πα­νεμ­φα­νί­ζε­ται με ποιή­μα­τα σε δυο α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα, χά­ρις στους εκ­δό­τες των α­λε­ξαν­δρι­νών πε­ριο­δι­κών. Το πρώ­το εί­ναι η ε­φη­με­ρί­δα «Το Άστυ», με διευ­θυ­ντή τον Δη­μή­τρη Κα­κλα­μά­νο, ό­που α­να­δη­μο­σιεύ­τη­κε α­πό το πε­ριο­δι­κό «Κό­σμος» το ποίη­μα «Ωδή και ε­λε­γεία των ο­δών», στις 6 Μαϊ., δη­λα­δή εί­κο­σι μέ­ρες με­τά την πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση. Ενώ, στις 13 Οκτ., δη­μο­σιεύ­τη­κε και έ­να δεύ­τε­ρο, το «Μνή­μη». Πι­θα­νό­τε­ρος σύν­δε­σμος ο Ζερ­βός, που έ­χει στε­νές σχέ­σεις με τον δη­μο­σιο­γρα­φι­κό κό­σμο της Αθή­νας και τον Κα­κλα­μά­νο. Στο πρώ­το ποίη­μα εμ­φα­νί­ζε­ται στην υ­πο­γρα­φή για τε­λευ­ταία φο­ρά το εν­διά­με­σο αρ­χι­κό Φ. Θα πε­ρά­σουν κο­ντά τέσ­σε­ρα χρό­νια μέ­χρι να α­ντι­κα­τα­στα­θεί α­πό το γνω­στό Π. Το δεύ­τε­ρο έ­ντυ­πο εί­ναι η ε­βδο­μα­διαία ε­πι­θεώ­ρη­ση «Τα Ολύ­μπια», ό­που ο Τσο­κό­που­λος δη­μο­σιεύει σε τέσ­σε­ρις συ­νέ­χειες τις «Αι­γυ­πτια­κές α­να­μνή­σεις» του. Στην τε­λευ­ταία α­πό αυ­τές, α­να­φέ­ρει ε­γκω­μια­στι­κά τον Κα­βά­φη, πα­ρα­θέ­το­ντας και κα­βα­φι­κό ποίη­μα. Εί­ναι αυ­τό που δη­μο­σίευ­σε προ­η­γου­μέ­νως στο Ημε­ρο­λό­γιο του 1895.
Στα τέ­λη του 1897, ο Κα­βά­φης δη­μο­σιεύει σε δυο α­κό­μη α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα. Στην ε­φη­με­ρί­δα «Νε­ο­λό­γος» του Σταύ­ρου Βου­τυ­ρά, που, εκ­διω­χθείς α­πό την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, εί­χε με­τα­φέ­ρει α­πό τον Σεπ. την ε­φη­με­ρί­δα του στην Αθή­να. Η φι­λία του Βου­τυ­ρά με τον παπ­πού του Κα­βά­φη Γεωρ­γά­κη Φω­τιά­δη έ­φε­ρε τη δη­μο­σίευ­ση του ποιή­μα­τος, «Η αρ­χαία τρα­γω­δία», στις 7 Δεκ., κο­ντά δυο χρό­νια με­τά το θά­να­το του Φω­τιά­δη. Το δεύ­τε­ρο έ­ντυ­πο εί­ναι το «Εθνι­κόν Ημε­ρο­λό­γιον» του Κων­στα­ντί­νου Φ. Σκό­κου, στο ο­ποίο, ε­πί έ­ντε­κα χρό­νια, δη­μο­σίευε σε κά­θε τό­μο έ­να ή δυο ποιή­μα­τα. Εκτός α­πό τον πρώ­το τό­μο, του 1898, που κυ­κλο­φο­ρεί τέ­λος 1897, ως εί­θι­σται με τα ε­τή­σια η­με­ρο­λό­για, ό­που δη­μο­σιεύει τρία ποιή­μα­τα. Από αυ­τά τα δυο, «Τα ά­λο­γα του Αχιλ­λέως» και «Ένας γέ­ρος», εί­ναι τα πρώ­τα μη α­πο­κη­ρυγ­μέ­να που ο Κα­βά­φης δη­μο­σίευ­σε σε έ­ντυ­πο. Ως το πρώ­το, ω­στό­σο, δη­μο­σιευ­μέ­νο α­πό τα ποιή­μα­τα “του κα­νό­να”, φέ­ρε­ται το «Τεί­χη», που κυ­κλο­φό­ρη­σε μα­ζί με την αγ­γλι­κή με­τά­φρα­ση σε μο­νό­φυλ­λο. Δε­δο­μέ­νου ό­τι το μο­νό­φυλ­λο εί­ναι α­χρο­νο­λό­γη­το, με μό­νες α­να­γρα­φό­με­νες η­με­ρο­μη­νίες, εκείνες της γρα­φής του ποιή­μα­τος και της με­τά­φρα­σής του, στις 16 Ιαν. 1897, μέ­νει ζη­τού­με­νο το πό­τε κυ­κλο­φό­ρη­σε. Στους ε­πό­με­νους τρεις τό­μους του Ημε­ρο­λο­γίου του Σκό­κου, μέ­χρι α­φί­ξεώς του στην Αθή­να, δη­μο­σίευ­σε: δυο στον τό­μο του 1899, το «Η κη­δεία του Σαρ­πη­δό­νος» μη α­πο­κη­ρυγ­μέ­νο, έ­να στον ε­πό­με­νο, τα «Κε­ριά», ε­πί­σης μη α­πο­κη­ρυγ­μέ­νο, και έ­να α­πο­κη­ρυγ­μέ­νο στον με­θε­πό­με­νο. 

Πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος

Σε αυ­τήν την πρώ­τη α­θη­ναϊκή πε­ρίο­δο, ο Κα­βά­φης α­ντι­με­τω­πί­στη­κε στην πρω­τεύου­σα ως πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος. Ωστό­σο, εί­ναι προ­φα­νές ό­τι ο ί­διος δί­νει προ­τε­ραιό­τη­τα στις α­θη­ναϊκές δη­μο­σιεύ­σεις. Δη­μο­σίευ­σε σε ε­πτά α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα –τρεις ε­φη­με­ρί­δες, τρία πε­ριο­δι­κά και έ­να η­με­ρο­λό­γιο– δυο πε­ζά και 18 ποιή­μα­τα, τα δε­κα­τέσ­σε­ρα σε πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση ε­πί συ­νό­λου 26 ποιη­μά­των. Ενώ, α­πό τα ε­πτά συ­νο­λι­κά πρω­το­δη­μο­σιευ­μέ­να “του κα­νό­να”, τα τέσ­σε­ρα εί­ναι στο Ημε­ρο­λό­γιο του Σκό­κου, δυο σε μο­νό­φυλ­λα και μό­λις έ­να σε α­λε­ξαν­δρι­νό έ­ντυ­πο. Όσο για το ό­νο­μά του, με το Κων­στα­ντί­νος ο­λο­γρά­φως, εμ­φα­νί­ζε­ται στα δυο ελ­λη­νό­γλωσ­σα πε­ριο­δι­κά της Λει­ψίας (Έσπε­ρος - Κλειώ) και στα δυο πρώ­τα α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα (εφ. Εθνι­κή - Αττι­κόν Μου­σείον). Η α­ντα­πό­κρι­ση δεί­χνει πε­νι­χρή. Με­τρά­με: την ευ­νοϊκή κρί­ση του Πο­λέ­μη, τις α­να­φο­ρές στις “α­να­μνή­σεις” Τσο­κό­που­λου - Πρί­ντε­ζη και το εκ­θεια­στι­κό προοί­μιο του Σκό­κου για το κα­λω­σό­ρι­σμα στο Ημε­ρο­λό­γιό του. 
Μή­πως γι’ αυ­τό α­πο­φα­σί­ζει το πρώ­το τα­ξί­δι στην Αθή­να; Το η­με­ρο­λό­γιο ε­κεί­νου του τα­ξι­διού δεν δεί­χνει κά­τι σχε­τι­κό. Οι μό­νες προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νες ε­πι­σκέ­ψεις εί­ναι στον Σκό­κο και τον εκ­δό­τη του πε­ριο­δι­κού «Πα­να­θή­ναια» Κί­μω­να Μι­χα­η­λί­δη. Τις έ­κα­νε μό­λις έ­φθα­σε. Δεν βρή­κε τον Μι­χα­η­λί­δη, αλ­λά ά­φη­σε να πε­ρά­σει έ­να ει­κο­σαή­με­ρο πριν ξα­να­προ­σπα­θή­σει. Στη δεύ­τε­ρη ε­πί­σκε­ψη, στα γρα­φεία του πε­ριο­δι­κού, γνώ­ρι­σε τον Ξε­νό­που­λο. Τυ­χαία η συ­νά­ντη­σή τους ό­πως και η γνω­ρι­μία με τον Πο­λέ­μη, μό­νο που αυ­τός τον κα­τέ­κτη­σε με το ζα­κύν­θιο τα­μπε­ρα­μέ­ντο του. Τη σχέ­ση του με τον Ξε­νό­που­λο, την α­να­συ­νέ­θε­σε σε βι­βλιά­ριο ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, μη φει­δό­με­νος ει­ρω­νι­κών νύ­ξεων για τις προ­θέ­σεις και την τα­κτι­κή του Ξε­νό­που­λου. Εκεί­νος, πά­ντως, με το άρ­θρο του στα «Πα­να­θή­ναια», στις 30 Νοε. 1903, πα­ρό­τι αρ­γο­πο­ρη­μέ­νο και πα­ρα­κι­νού­με­νο και α­πό τη δεύ­τε­ρη ε­πί­σκε­ψη του Κα­βά­φη κα­τά το ε­πό­με­νο τα­ξί­δι του, ε­ξα­σφά­λι­σε τον τίτ­λο του “πα­τε­ντα­ρι­σμέ­νου προ­φή­τη” του, κα­τά την έκ­φρα­ση του Σαβ­βί­δη.
“Ιστο­ρι­κό” χα­ρα­κτη­ρί­ζουν το άρ­θρο του, ό­πως και ε­κεί­νο του Φόρ­στερ 15 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, κα­θώς αμ­φό­τε­ρα συ­νι­στούν την πρώ­τη κρι­τι­κή πα­ρου­σία­ση του Κα­βά­φη στο ελ­λη­νό­γλωσ­σο και το αγ­γλό­γλωσ­σο κοι­νό α­ντι­στοί­χως. Πα­ρα­κά­μπτουν, ό­μως, την αλ­λα­γή της στά­σης τους. Ιδίως του Ζα­κύν­θιου, που δεν άρ­γη­σε να εκ­δη­λω­θεί. Τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν αρ­χί­ζουν τα σκω­πτι­κά σχό­λια των δη­μο­τι­κι­στών, ε­λίσ­σε­ται δι­πλω­μα­τι­κά. Συμ­φω­νεί ου­σια­στι­κά μα­ζί τους, πως το ποίη­μα «Ο Βα­σι­λεύς Δη­μή­τριος» εί­ναι “φρι­κτό”, αλ­λά ε­πι­μέ­νει ό­τι έ­χει γρά­ψει και πέ­ντε-έ­ξι “έμ­μορ­φα”. Στο πρό­σφα­το α­φιέ­ρω­μα στον Κα­βά­φη του πε­ριο­δι­κού «Το Δέ­ντρο», η Μ. Στα­σι­νο­πού­λου κρα­τά μό­νο τον έ­παι­νο για να δεί­ξει τη “με­γα­λο­σύ­νη” του Κα­βά­φη. Δη­μο­σιο­σχε­σί­της ο Ξε­νό­που­λος, ό­ταν ε­παι­νεί τον ά­γνω­στο Κα­βά­φη, ε­πι­ζη­τά να ε­ντυ­πω­σιά­σει. Όταν, ό­μως, το main stream αρ­χί­ζει τον πό­λε­μο, α­να­δι­πλώ­νε­ται. Επα­νέρ­χε­ται αρ­γό­τε­ρα για να διεκ­δι­κή­σει τη θέ­ση του πρώ­του α­πο­στό­λου.
Αυ­τά τα α­να­φρο­δι­σια­κά για την “πρώ­τη φο­ρά” του Κα­βά­φη στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/11/2013

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Το Νό­μπελ και η ε­γκυ­ρό­τη­τα των βρα­βεύ­σεων


Άλφρε­ντ Νό­μπε­λ

Σύμ­φω­να με το πνεύ­μα της ε­πο­χής μας, α­νά­με­σα στα κα­λά που προέ­κυ­ψαν α­πό την πα­γκο­σμιο­ποίη­ση εί­ναι η πρό­τα­ξη της α­πο­μυ­θο­ποίη­σης. Το πό­σο ω­φέ­λι­μη στά­θη­κε σε α­το­μι­κό, ε­θνι­κό και διε­θνι­κό ε­πί­πε­δο το βλέ­που­με στην πρά­ξη με την α­πο­κά­θαρ­ση α­πό τους μύ­θους της Ιστο­ρίας. Και­ρός, λοι­πόν, εί­ναι να α­σχο­λη­θού­με και με τους μύ­θους, που συ­σκο­τί­ζουν τα πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα, σε άλ­λους το­μείς ή και θε­σμούς. Με α­φορ­μή την τρέ­χου­σα ε­πι­και­ρό­τη­τα, έ­νας προς ε­ξέ­τα­ση θε­σμός εί­ναι ο προ­σφι­λής θε­σμός των βρα­βείων. Όπως οι πε­ρισ­σό­τε­ροι θε­σμοί, στη­ρί­ζε­ται κι αυ­τός στο κύ­ρος του, που, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, εί­ναι συ­σχε­τι­σμέ­νο με τον τρό­πο ε­πι­λο­γής των υ­πο­ψη­φίων προς βρά­βευ­ση. Τα ση­μα­ντι­κά, ό­πως τα κρα­τι­κά σε ε­θνι­κό ε­πί­πε­δο και τα Νό­μπελ σε διε­θνές, ο­φεί­λουν την ε­γκυ­ρό­τη­τά τους στην γε­νι­κώς α­πο­δε­κτή ά­πο­ψη, ό­τι βα­σί­ζο­νται σε α­με­ρό­λη­πτα κρι­τή­ρια. Ενδει­κτι­κό του πό­σο α­ντέ­χει αυ­τή η θεώ­ρη­ση εί­ναι ό­σα γρά­φο­νται στον Τύ­πο πριν και με­τά μια βρά­βευ­ση, α­πό τις προ­βλέ­ψεις και τα στοι­χή­μα­τα μέ­χρι τη δι­θυ­ραμ­βι­κή προ­βο­λή του έρ­γου του ε­κά­στο­τε βρα­βευ­μέ­νου.
Κι ό­μως, ό­σο κα­θη­συ­χα­στι­κή κι αν εί­ναι η πί­στη στην α­με­ρο­λη­ψία, συ­χνά δεν εί­ναι πα­ρά έ­νας μύ­θος. Και ό­πως εί­ναι α­να­με­νό­με­νο, πα­ρό­μοιοι ε­ξω­ραϊστι­κοί μύ­θοι α­πο­βαί­νουν αν­θε­κτι­κό­τε­ροι σε χώ­ρους, που, α­πό τη φύ­ση τους, ε­πι­τρέ­πουν με­γα­λύ­τε­ρα πε­ρι­θώ­ρια υ­πο­κει­με­νι­σμού, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, αυ­τός της λο­γο­τε­χνίας. Για­τί, ό­πως και να το κά­νου­με, η α­πό­φαν­ση ό­τι η δαφ­νο­στε­φής του βρα­βείου Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνίας Alice Munro εί­ναι “master of the contemporary short story” δεν δια­θέ­τει τη στέ­ρεα βά­ση της πει­ρα­μα­τι­κής ε­πι­βε­βαίω­σης, που δί­νει η ύ­παρ­ξη του σω­μα­τι­δίου Χι­γκς στην ε­φε­τι­νή α­πο­νο­μή του Νό­μπελ Φυ­σι­κής σε ε­κεί­νους που δια­τύ­πω­σαν, πριν α­πό μι­σό αιώ­να, τη μα­θη­μα­τι­κή θεω­ρία που το προέ­βλε­πε. Άλλω­στε, η αι­σθη­τι­κή εί­ναι δυσ­πρό­σι­τος χώ­ρος, σε α­ντί­θε­ση, λ.χ., με τον ευ­κο­λό­τε­ρα προ­σβά­σι­μο ι­δε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κό.

Προ­πο­λε­μι­κά

Αρκεί μια μα­τιά στον πί­να­κα των δαφ­νο­στε­φών κα­τά τα 113 έ­τη α­πο­νο­μής των Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνίας, για να φα­νεί πό­σο και α­πό πό­τε άρ­χι­σαν να υ­πο­χω­ρούν τα λο­γο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια και να πα­ρεμ­βάλ­λο­νται ε­ξω­λο­γο­τε­χνι­κοί πα­ρά­γο­ντες. Μέ­χρι τον Β΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, 1901-1939, υ­πήρ­ξαν 36 βρα­βεύ­σεις (1914, 1918, 1935 δεν α­πο­νε­μή­θη­κε) και 38 βρα­βευ­μέ­νοι (1904 και 1917 μοι­ρά­στη­κε σε δυο). Χω­ρι­σμέ­νοι α­νά ή­πει­ρο, προ­κύ­πτουν 34 Ευ­ρω­παίοι, τρεις Αμε­ρι­κα­νοί και έ­νας Ινδός. Για πρώ­τη φο­ρά δί­νε­ται σε μη Ευ­ρω­παίο το 1913. Αντι­προ­σω­πεύε­ται α­πό τον άλ­λο­τε γνω­στό Ινδό ποιη­τή Τα­γκό­ρ, που συ­νι­στού­σε ε­ξαι­ρε­τι­κή πε­ρί­πτω­ση, διά­ση­μος σε Αγγλία και Η­ΠΑ, με την κο­ρυ­φαία ποιη­τι­κή συλ­λο­γή του να εκ­δί­δε­ται στα αγ­γλι­κά και να με­τα­φρά­ζε­ται την ε­πό­με­νη χρο­νιά στα γαλ­λι­κά α­πό τον Αντρέ Ζι­ντ. Συ­νε­πώς, τα προ­πο­λε­μι­κά Νό­μπελ εί­ναι σχε­δόν α­πο­κλει­στι­κά ευ­ρω­παϊκά (14 χώ­ρες τι­μώ­νται, μια α­πό αυ­τές η ΕΣ­ΣΔ αλ­λά με συγ­γρα­φέα ε­γκα­τε­στη­μέ­νο στο Πα­ρί­σι), με τους τρεις α­με­ρι­κα­νούς να έρ­χο­νται αρ­γά, μέ­σα στη δε­κα­ε­τία του ’30 (1930, 1936, 1938). Πα­ρα­μέ­νουν, δη­λα­δή, ευ­ρω­παϊκά ό­σο, ε­πί­σης και αν­δρι­κά, με μό­νο τέσ­σε­ρις γυ­ναί­κες. Η πρώ­τη εί­ναι Σουη­δέ­ζα και α­πο­τε­λεί το πρώ­το Νό­μπελ της διορ­γα­νώ­τριας χώ­ρας.

Με­τα­πο­λε­μι­κή γεω­γρα­φία

Με­τά τον Πό­λε­μο (1940-1943 δεν α­πο­νε­μή­θη­κε), α­πό το 1944 μέ­χρι το 2013, υ­πήρ­ξαν 70 βρα­βεύ­σεις και 72 βρα­βευ­μέ­νοι ( 1966, 1974 μοι­ρά­στη­κε). Αυ­τήν την ε­βδο­μη­κο­ντα­ε­τία έρ­χε­ται η πτώ­ση του Τεί­χους του Βε­ρο­λί­νου να την χω­ρί­σει σε δυο πε­ριό­δους: 1944-1989, 1990-2013. Στα πρώ­τα 46 χρό­νια, οι 48 νο­μπε­λί­στες εί­ναι 32 Ευ­ρω­παίοι (14 χώ­ρες τι­μώ­νται αλ­λά δια­φο­ρο­ποιού­νται α­πό τις ι­σά­ριθ­μες προ­πο­λε­μι­κές, α­που­σιά­ζουν οι Νορ­βη­γία, Βέλ­γιο, Φιν­λαν­δία, Πο­λω­νία, ε­νώ προ­στί­θε­νται οι Ισλαν­δία, Γιου­γκοσ­λα­βία, Ελλά­δα, Τσε­χία), έ­ντε­κα α­πό την α­με­ρι­κα­νι­κή ή­πει­ρο (ε­πτά Η­ΠΑ, έ­νας Κε­ντρι­κή Αμε­ρι­κή και τρεις Λα­τι­νι­κή) και πέ­ντε α­πό τις άλ­λες τρεις η­πεί­ρους, α­πό δυο Αφρι­κή (Νι­γη­ρία, Αί­γυ­πτος) και Ασία (Ισραή­λ, Ια­πω­νία) και έ­νας Αυ­στρα­λία. Όπως φαί­νε­ται, το Νό­μπε­λ, α­πό τον και­ρό του Ψυ­χρού Πο­λέ­μου μέ­χρι την κα­τάρ­ρευ­ση του σο­βιε­τι­κού μπλο­κ, πα­ρα­μέ­νει ευ­ρω­κε­ντρι­κό, με ου­σια­στι­κά α­πο­κλει­σμέ­νο το α­να­το­λι­κό μπλο­κ, πλην των τι­μώ­με­νων α­ντι­φρο­νού­ντων. Η Ελλά­δα ει­σέρ­χε­ται στο Πάν­θε­ον του Νό­μπελ 17η, το 1963, αλ­λά βρα­βεύε­ται σε σχε­τι­κά μι­κρή α­πό­στα­ση για δεύ­τε­ρη φο­ρά το 1979, πριν την εί­σο­δο της 18ης χώ­ρας, της Τσε­χίας, το 1984. Δυ­τι­κο­ευ­ρω­παϊκό και έ­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο αν­δρι­κό, κα­θώς, σε αυ­τήν την πε­ρίο­δο προ­στί­θε­νται μό­λις δυο γυ­ναί­κες, μά­λι­στα, η μια α­πό αυ­τές μοι­ρά­ζε­ται το βρα­βείο. Το πο­σο­στό α­πό 10,5% πέ­φτει σε 4,175% και ε­πί του συ­νό­λου, α­πό το 1901 μέ­χρι και το 1989, με έ­ξι βρα­βευ­μέ­νες υ­πο­λεί­πε­ται του 7%. 

Πα­γκο­σμιο­ποίη­ση

Κα­τά τη δεύ­τε­ρη πε­ρίο­δο, αυ­τήν της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης, εί­ναι εμ­φα­νής η τά­ση της κρι­τι­κής ε­πι­τρο­πής να α­νοί­ξει τη βρά­βευ­ση και προς τον υ­πό­λοι­πο κό­σμο, α­γκα­λιά­ζο­ντας ταυ­τό­χρο­να και τα δυο φύλ­λα. Ιδιαί­τε­ρα, στο θέ­μα των γυ­ναι­κών, η ε­πι­τρο­πή α­πο­νο­μής δεί­χνει να ε­φαρ­μό­ζει κά­τι σαν την πο­σό­στω­ση των κομ­μά­των στην Ελλά­δα. Στις έ­ξι δαφ­νο­στε­φείς προ­στέ­θη­καν, μέ­σα σε 24 χρό­νια, άλ­λες ε­πτά: τρεις την πρώ­τη δε­κα­ε­τία, και στη συ­νέ­χεια, α­πό μια κά­θε δυο με τέσ­σε­ρα χρό­νια. Με άλ­λα λό­για, το φύλ­λο εμ­φα­νί­ζε­ται ως ο πρώ­τος ε­ξω­λο­γο­τε­χνι­κός πα­ρά­γο­ντας. Ένας δεύ­τε­ρος, εί­ναι η χώ­ρα προέ­λευ­σης, με προ­τί­μη­ση στις ε­κτός Ευ­ρώ­πης και Η­ΠΑ. Ενώ, έ­νας τρί­τος, πα­ρα­μέ­νει ο ι­δε­ο­λο­γι­κοπο­λι­τι­κός, αν και συν τω χρό­νω, δια­φο­ρο­ποιεί­ται. Στους 24 βρα­βευ­μέ­νους, οι δέ­κα έρ­χο­νται α­πό ε­πτά νέες χώ­ρες, δυο Νό­τια Αφρι­κή (μια γυ­ναί­κα), δυο μέ­σα στον τρέ­χο­ντα αιώ­να α­πό την α­να­δυό­με­νη Κί­να, πέ­ντε α­πό την α­με­ρι­κά­νι­κη ή­πει­ρο (Με­ξι­κό, Ου­ρου­γουάη, Τρι­νι­ντά­ντ, Πε­ρού, Κα­να­δά) και έ­νας α­πό την Τουρ­κία. 
    Τα υ­πό­λοι­πα 14 πη­γαί­νουν, έ­να δεύ­τε­ρο στην Ια­πω­νία με­τά 26 χρό­νια α­πό το πρώ­το, έ­να στις Η­ΠΑ σε γυ­ναί­κα, που φτά­νει τους έ­ντε­κα δαφ­νο­στε­φείς, κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας τη δεύ­τε­ρη θέ­ση με­τά τη Γαλ­λία, τρία σε ευ­ρω­παϊκές χώ­ρες που δεν εί­χαν τι­μη­θεί (Πορ­το­γα­λία, Ουγ­γα­ρία, Αυ­στρία), το έ­να α­πό αυ­τά σε γυ­ναί­κα, και εν­νέα στις ευ­ρω­παϊκές χώ­ρες, που πα­ρα­μέ­νουν πρώ­τες σε Νό­μπε­λ: έ­να στη Γαλ­λία, δυο το έ­να σε γυ­ναί­κα στη Με­γά­λη Βρε­τα­νία, δυο το έ­να σε γυ­ναί­κα στη Γερ­μα­νία, και α­πό έ­να στις Σουη­δία, Ιτα­λία, Ιρλαν­δία, Πο­λω­νία. Για να μην πα­ρα­πο­νιό­μα­στε, θυ­μί­ζου­με ό­τι, στις 21 ευ­ρω­παϊκές χώ­ρες του Πάν­θε­ον, ο­κτώ έ­χουν α­πο­σπά­σει έ­να Νό­μπε­λ, τρεις (Δα­νία, Ελβε­τία, Ελλά­δα) δι­πλό, η Νορ­βη­γία τρι­πλό, τρεις (Πο­λω­νία, Ιρλαν­δία, ΕΣ­ΣΔ) τέσ­σε­ρα, η Ισπα­νία πέ­ντε, η Ιτα­λία έ­ξι, Γερ­μα­νία και Σουη­δία ο­κτώ, Με­γά­λη Βρε­τα­νία 10, Γαλ­λία 13.

Alice Munro

  Πα­ρά τα πρω­τεία της Γαλ­λίας, την πρώ­τη θέ­ση κα­τέ­χει η αγ­γλό­φω­νη λο­γο­τε­χνία, με δι­πλά­σιο α­ριθ­μό βρα­βεύ­σεων σε σχέ­ση με τη γαλ­λι­κή και την σχε­δόν ι­σο­βαθ­μού­σα γερ­μα­νι­κή. Η προ­τί­μη­ση της ε­πι­τρο­πής στην αγ­γλό­φω­νη λο­γο­τε­χνία ε­ξη­γεί, εν μέ­ρει, την πρό­κρι­ση αγ­γλό­φω­νου για το πρώ­το Νό­μπελ του Κα­να­δά. Κα­τά τα άλ­λα, η πο­λι­τι­κή γεω­γρα­φία της κα­τα­νο­μής των βρα­βείων δεί­χνει πως ό­σοι δια­μορ­φώ­νουν τις πι­θα­νό­τη­τες των ε­πί­δο­ξων προς βρά­βευ­ση και κα­τευ­θύ­νουν τον τζό­γο των στοι­χη­μά­των πα­ρα­μέ­νουν στο μύ­θο των λο­γο­τε­χνι­κών ή και α­γο­ραίων κρι­τη­ρίων. Έτσι, προ­κύ­πτει ως πρώ­το φα­βο­ρί ο Χα­ρού­κι Μου­ρα­κά­μι και ε­πα­νέρ­χε­ται ο Φί­λιπ Ροθ. Αντ’ αυ­τών, ό­μως, βρα­βεύε­ται η Alice Munro, που το ό­νο­μά της α­που­σιά­ζει α­πό έ­γκρι­τες ε­γκυ­κλο­παί­δειες, ό­πως η Πά­πυ­ρος-Λα­ρούς-Μπρι­τά­νι­κα. Ανε­ξάρ­τη­τα, ό­μως, του σκε­πτι­κού της ε­πι­τρο­πής, η ε­πί­ση­μη α­να­κοί­νω­ση ε­πι­κα­λεί­ται πά­ντο­τε λο­γο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη συγ­γρα­φέ­ας ε­πε­λέ­γη ως “master of the contemporary short story”. 
Εδώ, κρα­τά­με το ό­νο­μα της συγ­γρα­φέως, τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό “master” και τον ει­δο­λο­γι­κό προσ­διο­ρι­σμό “short story” στα αγ­γλι­κά, κα­θώς έ­χουν α­πο­δο­θεί στα ελ­λη­νι­κά κα­τά πε­ρισ­σό­τε­ρους του ε­νός τρό­πους. Το ό­νο­μα με­τα­φέρ­θη­κε ως Μον­ρό στα με­τα­φρα­σμέ­να βι­βλία της, ή και ως Μουν­ρό σε δη­μο­σιο­γρα­φι­κά άρ­θρα, ε­νώ το τρί­το ε­ναλ­λα­κτι­κό Μαν­ρό α­πα­ντά­ται μό­νο σε ε­γκυ­κλο­παί­δειες. Για τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό “master”, δο­κι­μά­στη­καν ό­λες οι δυ­να­τές α­πο­δό­σεις: μα­στό­ρισ­σα, με­τρ, αυ­θε­ντία, κο­ρυ­φαία, βα­σί­λισ­σα. Όσο για τον ει­δο­λο­γι­κό προσ­διο­ρι­σμό “short story”, οι γη­γε­νείς δη­μο­σιο­γρά­φοι, μη έ­χο­ντας ε­πί­γνω­ση της ου­σια­στι­κής δια­φο­ράς α­νά­με­σα στην “short story” και το διή­γη­μα, τον α­πέ­δω­σαν ως διή­γη­μα. Άγγλοι θεω­ρη­τι­κοί, ω­στό­σο, δυ­σα­να­σχε­τούν με την έλ­λει­ψη ε­νός ι­διαί­τε­ρου ό­ρου για την α­λά Πόε “short story”, που συ­νι­στά αυ­το­τε­λές λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος και θα πρέ­πει να α­ντι­δια­στέλ­λε­ται α­πό την “short story”. Η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, ω­στό­σο, έ­χει το πλε­ο­νέ­κτη­μα να δια­θέ­τει, πέ­ραν της πε­ρι­φρα­στι­κής δια­τύ­πω­σης, τη λέ­ξη διή­γη­μα. Δη­λα­δή, έ­να λε­κτι­κό πλεό­να­σμα, που μέ­νει α­χρη­σι­μο­ποίη­το, ε­νώ ε­πι­τρέ­πει την α­κρι­βέ­στε­ρη διά­κρι­ση και την πρό­κρι­ση των πραγ­μα­τι­κών μα­στό­ρων του εί­δους. 

“Our Chekhov”

  Οι ι­στο­ρίες της Munro δεν ε­ντάσ­σο­νται στην κα­τη­γο­ρία του διη­γή­μα­τος. Πρό­κει­ται για σύ­ντο­μες ι­στο­ρίες, που δια­φο­ρο­ποιού­νται α­πό τη νου­βέ­λα και το μυ­θι­στό­ρη­μα μό­νο ως προς την έ­κτα­ση. Άλλω­στε τις έ­χουν α­πο­κα­λέ­σει “long short stories” και “novels in miniature”. Οι ι­στο­ρίες της ε­πι­δέ­χο­νται ά­πλω­μα, το ο­ποίο και έ­γι­νε κα­τά το πέ­ρα­σμα ο­ρι­σμέ­νων α­πό την πρώ­τη δη­μο­σίευ­σή τους σε πε­ριο­δι­κό στη συ­μπε­ρί­λη­ψή τους σε συλ­λο­γή. Όσο για τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό της ε­πί­ση­μης α­να­κοί­νω­σης της Σουη­δι­κής Ακα­δη­μίας πως πρό­κει­ται για τον Τσέ­χωφ του Κα­να­δά, αυ­τός μάλ­λον στό­χευε στη στή­ρι­ξη του ε­πι­χει­ρή­μα­τος της λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τας, αν­τλη­μέ­νος α­πό τις α­πο­φάν­σεις των Κα­να­δών κρι­τι­κών. Από τα εν λό­γω κεί­με­να, εί­ναι σα­φές ό­τι η σύ­γκρι­ση α­φο­ρά το πε­ριε­χό­με­νο και ό­χι τη μορ­φή και την έ­κτα­ση. Ύστε­ρα δια­τυ­πώ­νε­ται μέ­σα στα ε­θνι­κά πλαί­σια, ό­που τα μέ­τρα σύ­γκρι­σης εί­ναι κα­τά κα­νό­να δια­φο­ρε­τι­κά. Εν μέ­σω μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κών “πο­τα­μών γυ­ναι­κείας ευαι­σθη­σίας”, δια­κρί­νο­νται σαν “ρυά­κια” οι ι­στο­ρίες της Munro, ε­πι­σύ­ρο­ντας θαυ­μα­στι­κές εκ­φρά­σεις ε­θνι­κής υ­πε­ρη­φά­νειας της μορ­φής “our Chekhov”.  
Δεν ή­μα­σταν πα­ρό­ντες και σε 50 χρό­νια που θα α­νοί­ξουν τα Πρα­κτι­κά θα ή­μα­στε πά­λι α­πό­ντες. Ει­κά­ζου­με, ό­μως, ό­τι το ό­νο­μα της Munro έ­πε­σε στο τρα­πέ­ζι σαν πρό­τα­ση με πε­ρισ­σό­τε­ρα του ε­νός α­τού: α) το φύλ­λο, κα­θώς εί­χαν ή­δη πε­ρά­σει τέσ­σε­ρα χρό­νια α­πό την προ­η­γού­με­νη βρά­βευ­ση γυ­ναί­κας και η ε­πι­τρο­πή διή­νυε τον τρί­το και τε­λευ­ταίο χρό­νο της θη­τείας της. β) τη χώ­ρα προέ­λευ­σης, ο Κα­να­δάς ή­ταν η μο­να­δι­κή χώ­ρα α­πό το τέως κλα­μπ των ο­κτώ ι­σχυ­ρό­τε­ρων του κό­σμου, που εί­χε μεί­νει ε­κτός του Πάν­θε­ου. Και γ) την η­λι­κία, για­τί μίας μορ­φής ά­τυ­πη ε­πε­τη­ρί­δα κρα­τά­νε και τα Νό­μπελ. 
Σε αυ­τά προ­στί­θε­ται η υ­πο­στή­ρι­ξη της χώ­ρας της, κά­τι που, δυ­στυ­χώς, στε­ρού­νται ό­σοι Έλλη­νες πε­ζο­γρά­φοι θα μπο­ρού­σαν να α­πο­τε­λούν σο­βα­ρές υ­πο­ψη­φιό­τη­τες. Αυ­τό το δεί­χνουν και οι κα­τά­λο­γοι υ­πο­ψη­φίων, που κα­ταρ­τί­ζο­νται με βά­ση τους προ­τει­νό­με­νους α­πό α­νώ­τα­τα ι­δρύ­μα­τα και ε­ται­ρείες λο­γο­τε­χνών. Μό­νο ο Βα­σί­λης Αλε­ξά­κης εμ­φα­νί­ζε­ται, κι αυ­τός χά­ρις σε γαλ­λι­κή μέ­ρι­μνα. Τέ­λος, το έρ­γο της δεν έ­χει πο­λι­τι­κή χροιά, ό­πως των Ντόρ­ρις Λέσ­σιν­γκ και Χέρ­τα Μί­λε­ρ, ού­τε εί­ναι προ­κλη­τι­κό κα­θώς της Ελφρί­ντε Γέ­λι­νε­κ, που α­νά­γκα­σε δυο μέ­λη της ε­πι­τρο­πής σε πα­ραί­τη­ση. Πα­λαιό­τε­ρα, αυ­τό το στοι­χείο θα λει­τουρ­γού­σε αρ­νη­τι­κά, σή­με­ρα, ό­μως, φαί­νε­ται να α­πο­τε­λεί α­τού. Η ε­πι­λο­γή της θα μπο­ρού­σε να δη­λώ­νει στρο­φή προς τους α­θό­ρυ­βους. Άλλω­στε και η α­πο­μυ­θο­ποίη­ση της Ιστο­ρίας στον με­τρια­σμό του θο­ρύ­βου, που προ­κα­λούν ά­το­μα και διε­νέ­ξεις, δεν α­πο­σκο­πεί; Ένα Νό­μπελ δεν ι­σο­δυ­να­μεί μό­νο με υ­ψη­λό χρη­μα­τι­κό έ­πα­θλο, που, α­πό μια η­λι­κία του βρα­βευ­μέ­νου και ύ­στε­ρα, χά­νει μέ­ρος της α­ξίας του, αλ­λά και με υ­ψη­λό κύ­ρος, του­τέ­στιν μία μορ­φή ε­ξου­σίας. Στην πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νη ε­πο­χή, που θέ­λει να συ­γκε­ντρώ­σει σε μια ο­λι­γά­ριθ­μη ο­μά­δα τον ε­ξου­σια­στι­κό λό­γο, η εκ­χώ­ρη­ση ε­νός Νό­μπελ χρειά­ζε­ται με­γα­λύ­τε­ρη προ­σο­χή. 
Εφέ­τος συ­μπλη­ρώ­νο­νται 180 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του Άλφρε­ντ Νό­μπε­λ, που πέ­ρα­σε ο­λό­κλη­ρη τη ζωή του, α­πό έ­φη­βος μέ­χρι τα 63 που α­πε­βίω­σε, μέ­σα στο θό­ρυ­βο, πει­ρα­μα­τι­ζό­με­νος με ε­κρη­κτι­κές ύ­λες.  Ποιη­τής ή­θε­λε να γί­νει ο Νό­μπε­λ, αλ­λά υ­πε­ρί­σχυ­σε η πα­τρι­κή θέ­λη­ση. Πα­ρέ­μει­νε, πά­ντως, μια ρο­μα­ντι­κή ποιη­τι­κή ι­διο­συ­γκρα­σία, εν­δο­στρε­φής και μο­νή­ρης. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 10/11/2013.