Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009

Ο Παπαδιαμάντης, η ατραξιόν και το άνωθεν μήνυμα

Τε­λι­κά, ο Πα­πα­δια­μά­ντης προ­σφέ­ρε­ται για κά­θε χρή­ση. Ατρα­ξιόν, μό­δα, χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο έ­θι­μο, πα­ρη­γο­ρία ψυ­χής, α­στεί­ρευ­τη πη­γή α­πό­λαυ­σης, ε­ξα­γώ­γι­μο κε­φά­λαιο. Ό,τι μπο­ρεί να βά­λει ο νους του αν­θρώ­που και λί­γα εί­ναι. Αν και Σκια­θί­της, εί­ναι ο με­γά­λος συγ­γρα­φέ­ας της πό­λης των Αθη­νών. Το μό­νο που έ­λει­πε ή­ταν έ­νας τό­πος προ­σκυ­νή­μα­τος. Ένα σπί­τι δι­κό του, μια κά­μα­ρη, ο­τι­δή­πο­τε τε­λο­σπά­ντων, που το ά­ο­κνο Υπουρ­γείο Πο­λι­τι­σμού θα α­να­κή­ρυτ­τε σε μνη­μείο. Προ ε­τών, ο σύλ­λο­γος φί­λων Πα­πα­δια­μά­ντη, ή ό­πως αλ­λιώς λέ­γε­ται, προ­σπά­θη­σε να κα­λύ­ψει το κε­νό. Ανα­καί­νι­σε εκ βά­θρων τον Άγιο Ελισ­σαίο, το εκ­κλη­σί­δριο, ό­που ο Πα­πα­δια­μά­ντης έ­ψαλ­λε, και άρ­χι­σε να διορ­γα­νώ­νει α­γρυ­πνίες. Όμως, ό­πως και να το κά­νου­με, κά­τι τέ­τοια, δεν συ­νά­δουν με το κο­σμι­κό τα­μπε­ρα­μέ­ντο του Αθη­ναίου. Ύστε­ρα, ε­νι­σχύουν το προ­φίλ του κο­σμο­κα­λό­γε­ρου, που εί­ναι α­πευ­κταίο για έ­να με­γά­λο λο­γο­τέ­χνη στην ε­πο­χή της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης.
Τη λύ­ση, ό­πως γί­νε­ται με ό­λα τα σο­βα­ρά θέ­μα­τα στη χώ­ρα μας, την έ­δω­σε η ι­διω­τι­κή πρω­το­βου­λία, κα­τορ­θώ­νο­ντας να κά­νει τον Πα­πα­δια­μά­ντη, πρω­το­σέ­λι­δο στους του­ρι­στι­κούς ο­δη­γούς της Αθή­νας. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης ό­σο ζού­σε, μπο­ρεί να μην α­πέ­κτη­σε σπί­τι στην πό­λη μας, εί­χε, ό­μως, στέ­κια. Πή­ραν, λοι­πόν, και α­να­καί­νι­σαν το διώ­ρο­φο Σαρ­ρή και Αγίων Αναρ­γύ­ρων γω­νία. Τι το α­να­καί­νι­σαν, δη­λα­δή, του άλ­λα­ξαν τα φώ­τα. Πώς αλ­λιώς θα με­τα­μορ­φω­νό­ταν “σε χώ­ρο υ­ψη­λής αι­σθη­τι­κής”. Κα­φέ μπαρ ε­στια­τό­ριο, «Στού Κα­χρι­μά­νη», ό­πως το α­πο­κά­λε­σαν. Οι δε δια­φη­μι­στι­κές κα­τα­χω­ρή­σεις σπεύ­δουν να ε­νη­με­ρώ­σουν πως σε αυ­τό το σπί­τι, ε­πί ε­ξή­ντα συ­να­πτά έ­τη, στε­γα­ζό­ταν το μπα­κά­λι­κο του Κα­χρι­μά­νη, ό­που ο διά­ση­μος συγ­γρα­φέ­ας ε­μπνεύ­στη­κε με­ρι­κά α­πό τα με­γα­λύ­τε­ρα έρ­γα του. Για να δια­σω­θεί, λέει, το πνεύ­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη, έ­γι­ναν “χει­ρο­ποίη­τες δια­κο­σμη­τι­κές ε­πεμ­βά­σεις”, έ­φυ­γε το πά­τω­μα του πρώ­του ο­ρό­φου, στο κου­φω­μέ­νο ε­σω­τε­ρι­κό δη­μιουρ­γή­θη­κε μπαλ­κο­νά­τος χώ­ρος ε­στία­σης, προ­στέ­θη­καν κα­θρέ­φτες, κη­ρο­πή­για και ό,τι άλ­λο δη­μιουρ­γεί α­τμό­σφαι­ρα. Ωστό­σο, η α­τρα­ξιόν του μα­γα­ζιού δεν εί­ναι ού­τε η ε­νη­με­ρω­μέ­νη κά­βα ού­τε η ζω­ντα­νή μου­σι­κή, αλ­λά το δεί­πνο που προ­σφέ­ρε­ται υ­πό το βλέμ­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη. Και μην πά­ει ο νους σας σε ε­κεί­νη τη φω­το­γρα­φία του Νιρ­βά­να, με το παλ­τό και τα σταυ­ρω­μέ­να χέ­ρια. Κου­στου­μα­ρι­σμέ­νος μο­στρά­ρει στη φω­το­γρα­φία ο Πα­πα­δια­μά­ντης, α­σορ­τί με το χώ­ρο, ό­πως τον α­πα­θα­νά­τι­σε ο ζω­γρά­φος Γιώρ­γος Χατ­ζό­που­λος. Στους πλη­βείους, που δεν μπο­ρούν να δια­θέ­σουν ού­τε 50 ευ­ρώ για έ­να γεύ­μα, μέ­νει η α­πο­ρία αν η με­σο­γεια­κή κου­ζί­να του σεφ προ­βλέ­πει κά­ποιο πιά­το α­λά Πα­πα­δια­μά­ντη. Λ.χ., “φα­σου­λά­δα με ψω­μία”, ή, ως σπε­σια­λι­τέ του κα­τα­στή­μα­τος, “κρέ­ας με κο­λο­κυ­θά­κια προ­φα­ντά”, που α­κού­γε­ται και λί­γο ι­τα­λι­κό.
Μό­δα στο χώ­ρο της δια­σκέ­δα­σης έ­χει γί­νει ο με­γά­λος συγ­γρα­φέ­ας της πό­λης μας. Πα­ρών ό­χι μό­νο «Στού Κα­χρι­μά­νη» αλ­λά και σε θέ­α­τρα, σε γκα­λε­ρί και βε­βαίως, σε βι­βλιο­πω­λεία. Μό­νο μπλου­ζά­κια δεν κυ­κλο­φό­ρη­σαν α­κό­μη με στά­μπα την κε­φα­λή του και το σύν­θη­μα, «Μνη­μο­νεύε­τε Πα­πα­δια­μά­ντη». Θέ­α­τρο μπο­ρεί να μην έ­γρα­ψε, αλ­λά τα διη­γή­μα­τά του, το έ­να με­τά το άλ­λο, δρα­μα­το­ποιού­νται, τα δη­μο­φι­λέ­στε­ρα, μά­λι­στα, σε πε­ρισ­σό­τε­ρες της μιάς εκ­δο­χές. Ωστό­σο, θα πρέ­πει να πα­ρα­δε­χτού­με πως αν δεν υ­πήρ­χαν ε­μπνευ­σμέ­νοι θε­α­τρώ­νες, οι θε­α­τρι­κές δια­σκευές θα εί­χαν πέ­σει προ πολ­λού στην α­φά­νεια. Για­τί, ναι μεν, οι πά­ντες α­να­γνω­ρί­ζουν πως τα διη­γή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη εί­ναι “έρ­γα ε­ξαι­ρε­τι­κής δρα­μα­τι­κής πυ­κνό­τη­τας”, ω­στό­σο, έ­να θε­α­τρι­κό έρ­γο, που δεν έ­χει το χα­ρα­κτή­ρα του σπα­ράγ­μα­τος και του συμ­φύρ­μα­τος, α­δυ­να­τεί να κα­λύ­ψει τις α­νά­γκες του ση­με­ρι­νού θε­α­τρό­φι­λου. Ενώ τα ποτ­που­ρί διη­γη­μά­των, που ε­πι­νοή­θη­καν, φαί­νε­ται πως συ­γκι­νούν βα­θύ­τα­τα τις με­τα­μο­ντέρ­νες ι­διο­συ­γκρα­σίες. Και εί­ναι α­να­με­νό­με­νο, α­φού ε­πι­λέ­γο­νται ε­κλε­κτά κομ­μά­τια α­πό δυο, τρία ή και πε­ρισ­σό­τε­ρα διη­γή­μα­τα και α­πε­λευ­θε­ρω­μέ­να α­πό τον α­φη­γη­μα­τι­κό τους ειρ­μό, α­να­κα­τώ­νο­νται προς δη­μιουρ­γία του σκη­νι­κού ε­φέ. Για να μην α­να­φερ­θού­με στο και­νο­τό­μο μίγ­μα των τρει­σή­μι­συ διη­γη­μά­των ή το ρη­ξι­κέ­λευ­θο α­μάλ­γα­μα Πα­πα­δια­μά­ντη-Μαρ­κές. Με κά­τι τέ­τοια, ο με­γά­λος συγ­γρα­φέ­ας γί­νε­ται μπρο­στά­ρης ό­χι μό­νο στο νεω­τε­ρι­κό θέ­α­τρο αλ­λά και στην α­να­βάθ­μι­ση των πε­ρι­θω­ριο­ποιη­μέ­νων συ­νοι­κιών. Για­τί ας μην ξε­χνά­με, η ση­με­ρι­νή θε­α­τρι­κή πρω­το­πο­ρία α­παι­τεί πρω­τό­τυ­πους χώ­ρους, ό­πως α­πο­θή­κες, υ­πό­γεια, συ­νερ­γεία και άλ­λα πα­ρό­μοια, που μό­νο στο πά­λαι πο­τέ υ­πο­βαθ­μι­σμέ­νο κέ­ντρο της πό­λης βρί­σκο­νται.
Αλλά και οι συ­νοι­κίες της υ­ψη­λής κοι­νω­νίας διεκ­δι­κούν τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Αφού, έ­τσι που τα ή­θε­λε η τύ­χη του, το κρα­σά­κι του το ή­πιε και στού Ψυρ­ρή και στο Κο­λω­νά­κι. Μπο­ρεί η προ­το­μή του να εί­ναι ε­ντοι­χι­σμέ­νη σε μια πα­ρά­με­ρη γω­νιά της Δε­ξα­με­νής, α­φή­νο­ντας το πλά­τω­μα στο ά­γαλ­μα του Ελύ­τη, ό­μως οι γύ­ρω χώ­ροι τέ­χνης τον Πα­πα­δια­μά­ντη τι­μούν. Αν και ο ί­διος ου­δέ­πο­τε α­σχο­λή­θη­κε με τη ζω­γρα­φι­κή, πλεί­στοι ό­σοι καλ­λι­τέ­χνες ε­μπνεύ­στη­καν και ε­ξα­κο­λου­θούν να ε­μπνέ­ο­νται, αυ­θορ­μή­τως ή κα­τά πα­ραγ­γε­λία, α­πό τη μορ­φή του και το έρ­γο του. Βο­η­θά­ει, βέ­βαια, και η ευ­ρυ­χω­ρία της πε­ζο­γρα­φίας του. Νη­σιω­τι­κά το­πία, γει­το­νιές, η­λιό­λου­στα, βρο­χε­ρά ή χιο­νι­σμέ­να μέ­ρη, νέ­οι, γριές, τα­λαι­πω­ρη­μέ­νοι, σχε­δόν τα πά­ντα μπο­ρούν να ε­κλη­φθούν ως ε­μπνευ­σμέ­να α­πό τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Κι αν το θέ­μα ε­νός πί­να­κα εί­ναι ο­λωσ­διό­λου ξέ­νο προς τον κό­σμο του, ο καλ­λι­τέ­χνης έ­χει την ευ­χέ­ρεια να προ­σθέ­σει στον τίτ­λο τη λέ­ξη Πα­πα­δια­μά­ντης, και πά­ραυ­τα, προ­κύ­πτει έ­νας α­κό­μη πί­να­κας με το σπέρ­μα του Σκια­θί­τη.
Αν, ό­μως, μα­γα­ζά­το­ρες, θε­α­τρώ­νες, γκα­λε­ρί­στες α­πο­δει­κνύο­νται ευ­ρη­μα­τι­κοί, πό­σω μάλ­λον οι εκ­δό­τες, στους ο­ποίους πρω­τί­στως α­νή­κει το ε­θνι­κό κε­φά­λαιο Πα­πα­δια­μά­ντης. Ακού­ρα­στοι ε­πα­νεκ­δί­δουν συλ­λο­γές διη­γη­μά­των του, δο­κι­μά­ζο­ντας χρο­ντρό­τε­ρο δέ­σι­μο και ε­ντυ­πω­σια­κό­τε­ρο ε­ξώ­φυλ­λο, σε μια προ­σπά­θεια να πιά­σουν την αύ­ρα του κλα­σι­κού. Το ε­πι­πλέ­ον κό­στος το ε­ξοι­κο­νο­μούν, κα­ταρ­γώ­ντας την ε­πι­μέ­λεια. Έτσι κι αλ­λιώς, α­χρεία­στη. Στα α­κα­τα­λα­βί­στι­κα του Πα­πα­δια­μά­ντη, ποιός γυ­ρεύει ψύλ­λους στ’ ά­χυ­ρα, αρ­κεί που δια­βά­ζει “μια κα­θα­για­σμέ­νη γλώσ­σα”. Επι­προ­σθέ­τως, πλου­τί­ζουν τις πα­ρα­δο­σια­κές συλ­λο­γές με νέες, που πα­ρα­με­ρί­ζουν τα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα και τα λα­μπριά­τι­κα και αν­θο­λο­γούν τα α­πο­κα­λού­με­να “σκο­τει­νά”. Τε­λευ­ταία προέ­κυ­ψε και η μό­δα των το­μι­δίων. Ισχνά βι­βλιά­ρια των τριών, των δυο, α­κό­μη καλ­λί­τε­ρα, του ε­νός διη­γή­μα­τος.
Και έρ­χε­ται κα­νείς και α­πο­ρεί ή, του­λά­χι­στον, ό­σοι πι­στοί με­τα­ξύ η­μών θα έ­πρε­πε να α­πο­ρούν και να α­να­λο­γί­ζο­νται. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης α­πό ε­κεί πά­νω που βρί­σκε­ται και τα βλέ­πει ό­λα αυ­τά, μα­κρο­θυ­μεί ή μή­πως και ορ­γί­ζε­ται, με τους αν­θρώ­πους του, που δεν τον προ­φυ­λάσ­σουν α­πό τον σα­ρω­τι­κό ά­νε­μο της με­τα­νεω­τε­ρι­κής ε­πο­χής. Και το διή­γη­μα για­τί μας το έ­στει­λε; Για­τί, δεν μπο­ρεί, αυ­τός μας το έ­στει­λε. Εβδο­μή­ντα χρό­νια κοι­μό­μα­στε ή­συ­χοι με τη βι­βλιο­γρα­φία Κα­τσί­μπα­λη και ξαφ­νι­κά, μια σκα­πά­νη, που άλ­λη Τροία α­να­ζη­τού­σε, έ­φε­ρε στο φως το διή­γη­μα. Αν αυ­τό δεν εί­ναι θαύ­μα, τι εί­ναι; Μή­πως ά­νω­θεν ση­μείο για να φα­νε­ρω­θεί η ο­λι­γω­ρία των αν­θρώ­πων του; Κά­τω α­πό τη μύ­τη τους ή­ταν το διή­γη­μα και κα­νείς δεν έ­κα­νε τον κό­πο να το α­να­ζη­τή­σει. Αντ’ αυ­τού, άν­θρω­ποι και πό­λεις ε­ρί­ζουν για την κλη­ρο­νο­μιά του. Μή­πως, στέλ­νο­ντάς μας το διή­γη­μα, ο κο­σμο­κα­λό­γε­ρος μας μη­νά­ει πως το ση­μα­ντι­κό δεν εί­ναι πού θα ε­ορ­τα­στεί η ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δα της θα­νής του αλ­λά τι θα ει­πω­θεί σε αυ­τό το Τρί­το Συ­νέ­δριο; Ποια και­νούρ­για σύν­δρο­μα θα του προ­σά­ψουν οι θεω­ρη­τι­κοί; Πό­σο θα τον πα­ρα­μορ­φώ­σουν, εν ο­νό­μα­τι “του δι­κού τους Πα­πα­δια­μά­ντη”, οι συγ­γρα­φείς; Ποια κοι­νο­το­πία θα α­να­μα­σή­σουν οι κα­θ’ έ­ξιν ο­μι­λη­τές για να μην λεί­ψουν α­πό τη φιέ­στα; Αν και ί­σως, ε­κεί­νο που φο­βά­ται η ψυ­χή του να εί­ναι τα ά­δεια χέ­ρια πολ­λών α­πό τους αν­θρώ­πους του.
M. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Το λανθάνον διήγημα

Μάλ­λον ο­φεί­λου­με μια ε­ξή­γη­ση για τον ι­σχυ­ρι­σμό μας πως το μέ­χρι χθες λαν­θά­νον διή­γη­μα, «Το για­λό­ξυ­λο», δη­μο­σιευ­μέ­νο στην ε­φη­με­ρί­δα «Πα­τρίς», τα Χρι­στού­γεν­να του 1905, βρι­σκό­ταν κυ­ριο­λε­κτι­κά κά­τω α­πό τη μύ­τη των με­λε­τη­τών. Ανή­κου­στο α­πο­κά­λε­σαν το διή­γη­μα, κυ­ριο­λε­κτώ­ντας, ως πα­ντε­λώς ά­γνω­στο, ού­τε δη­μο­σιευ­μέ­νο ού­τε α­να­φε­ρό­με­νο ως τίτ­λος α­νεύ­ρε­του διη­γή­μα­τος. Ωστό­σο, στον χα­ρα­κτη­ρι­σμό λαν­θά­νει και η τρέ­χου­σα ση­μα­σία της λέ­ξης, το α­δια­νό­η­το ή και το ε­ξω­φρε­νι­κό. Ανή­κου­στο το διή­γη­μα, για­τί δεν το βι­βλιο­γρά­φη­σε ο Κα­τσί­μπα­λης και οι συ­νε­χι­στές του. Πράγ­μα­τι, πα­ρά­ξε­νο που ξέ­φυ­γε του Κα­τσί­μπα­λη, ό­ταν, μά­λι­στα, στα συ­μπλη­ρώ­μα­τα της Βι­βλιο­γρα­φίας του, που εκ­δό­θη­καν το 1938, τέσ­σε­ρα χρό­νια με­τά την κυ­ρίως Βι­βλιο­γρα­φία, υ­πάρ­χει λήμ­μα, σχε­τι­κό με δη­μο­σίευ­μα στην ε­φη­με­ρί­δα «Πα­τρίς». Γε­γο­νός που δεί­χνει πως έ­γι­νε και έ­νας δεύ­τε­ρος έ­λεγ­χος του ε­ντύ­που. Ωστό­σο, το συ­γκε­κρι­μέ­νο δη­μο­σίευ­μα α­νή­κει στην πρώ­τη πε­ρίο­δο της ε­φη­με­ρί­δας, δη­λα­δή την δε­κα­ε­ξα­ε­τία (1 Δε­κεμ­βρίου 1889-26 Οκτω­βρίου 1905), που η «Πα­τρίς» ή­ταν κα­θη­με­ρι­νή πρωι­νή ε­φη­με­ρί­δα του Βου­κου­ρε­στίου. Επο­μέ­νως, θα μπο­ρού­σε κα­νείς να υ­πο­θέ­σει πως η α­τε­λής α­πο­δελ­τίω­ση α­φο­ρά την α­θη­ναϊκή πε­ρίο­δο της ε­φη­με­ρί­δος, που ξε­κί­νη­σε με το φύλ­λο της 20ης Νο­εμ­βρίου 1905 και έ­κλει­σε τον Αύ­γου­στο του 1936 με την ε­πι­βο­λή της δι­κτα­το­ρίας του Με­τα­ξά. Κα­θώς, μά­λι­στα, το διή­γη­μα δη­μο­σιεύε­ται τα Χρι­στού­γεν­να του 1905, μια ει­κα­σία θα ή­ταν πως έ­λει­παν α­πό το σώ­μα της ε­φη­με­ρί­δος που α­πο­δελ­τίω­νε ο Κα­τσί­μπα­λης τα πρώ­τα φύλ­λα. Χω­ρίς να α­πο­κλείε­ται, βε­βαίως, να ή­ταν α­πλώς α­φη­ρη­μέ­νος. Λι­γό­τε­ρο πα­ρά­ξε­νο μας φαί­νε­ται που δεν το ε­ντό­πι­σαν οι συ­νε­χι­στές του. Αλή­θεια, ποιοι συ­νε­χι­στές; Ο Βα­λέ­τας; Για­τί οι υ­πό­λοι­ποι, αν δεν σφάλ­λου­με, βι­βλιο­γρα­φού­σαν, κα­τά κα­νό­να, συ­γκαι­ρι­νά τους έ­ντυ­πα.
Από μια ά­πο­ψη, το γε­γο­νός πως δεν υ­πήρ­ξε συ­νε­χι­στής του Κα­τσί­μπα­λη μοιά­ζει α­νή­κου­στο. Ού­τε καν τα γνω­στά έ­ντυ­πα, στα ο­ποία ο Κα­τσί­μπα­λης εί­χε ε­ντο­πί­σει διη­γή­μα­τα τού Πα­πα­δια­μά­ντη, δεν φαί­νε­ται να α­πο­δελ­τιώ­θη­καν εκ νέ­ου, του­λά­χι­στον ό­χι συ­στη­μα­τι­κά. Κι ό­μως, οι ε­φη­με­ρί­δες, στις ο­ποίες δη­μο­σίευ­σε ο Πα­πα­δια­μά­ντης διη­γή­μα­τα, δεν υ­περ­βαί­νουν τις δέ­κα, και τα πε­ριο­δι­κά, τα εί­κο­σι. Όσο κι αν α­κού­γε­ται ως α­νέκ­δο­το, ό­χι μό­νο βι­βλιο­γρα­φία Πα­πα­δια­μά­ντη δεν υ­πάρ­χει, αλ­λά ού­τε καν ερ­γο­γρα­φία του. Δια­φο­ρε­τι­κός, ό­μως, εί­ναι ο λό­γος που ι­σχυ­ρι­ζό­μα­στε πως το διή­γη­μα βρι­σκό­ταν κά­τω α­πό τη μύ­τη των ε­ρευ­νη­τών. Απλού­στα­τα, για­τί θα αρ­κού­σε για τον ε­ντο­πι­σμό του α­κό­μη και μό­νο μια ε­πι­λε­κτι­κή α­να­ζή­τη­ση. Λ.χ., η βι­βλιο­γρά­φη­ση των ε­ορ­τα­στι­κών και μό­νο διη­γη­μά­των του Πα­πα­δια­μά­ντη, τα ο­ποία έ­χουν και τό­ση ζή­τη­ση κά­θε Χρι­στού­γεν­να και Πά­σχα. Μια μα­τιά στον χρο­νο­λο­γι­κό πί­να­κα δη­μο­σίευ­σης των διη­γη­μά­των δεί­χνει, για πα­ρά­δειγ­μα, πως κα­τά την τε­λευ­ταία δια­μο­νή του στην Αθή­να, Οκτώ­βριο 1904 – Μάρ­τιο 1909, δη­μο­σίευ­σε τρία χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα το 1904 και δυο, το 1906. Θα αρ­κού­σε κά­ποιος να α­να­ρω­τη­θεί για­τί να μην υ­πάρ­χουν δη­μο­σιεύ­σεις τα Χρι­στού­γεν­να του 1905 ή του 1907 και να α­να­τρέ­ξει στα έ­ντυ­πα ε­κεί­νων και μό­νο των χρό­νων με τα ο­ποία ο Πα­πα­δια­μά­ντης δια­τη­ρού­σε κά­ποια σχέ­ση.
Ένα άλ­λο ε­ρώ­τη­μα, που θα μπο­ρού­σε να λει­τουρ­γή­σει ως μπού­σου­λας, εί­ναι ποιες ή­ταν οι σχέ­σεις του Πα­πα­δια­μά­ντη με τα έ­ντυ­πα, στα ο­ποία δη­μο­σίευε τα διη­γή­μα­τά του. Τα μι­σά διη­γή­μα­τα δη­μο­σιεύ­τη­καν σε ε­φη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά, ό­που ερ­γα­ζό­ταν ως με­τα­φρα­στής («Εφη­με­ρίς» 10, «Ακρό­πο­λις» και «Νέ­ον Πνεύ­μα» 24, «Το Άστυ» και το «Νέ­ον Άστυ» 22, «Πα­να­θή­ναια» 21). Αρκε­τά, σε μα­κρό­βια έ­ντυ­πα, στα ο­ποία δη­μο­σίευε με κά­ποια τα­κτι­κό­τη­τα, ό­πως το Ημε­ρο­λό­γιο Σκό­κου και η «Εστία» (πε­ριο­δι­κό + ε­φη­με­ρί­δα). Ει­δάλ­λως, φαί­νε­ται πως προ­τι­μού­σε τα έ­ντυ­πα φί­λων ή ε­κεί­να, στα ο­ποία κά­ποιοι γνω­στοί μπο­ρού­σαν να χρη­σι­μεύ­σουν ως εν­διά­με­σοι, ε­ξα­σφα­λί­ζο­ντάς του την α­μοι­βή. Όχι, ό­πως συ­νέ­βη με το πε­ριο­δι­κό της Σμύρ­νης «Κό­σμος», ό­που δεν γνώ­ρι­ζε κα­νέ­να και κω­λυ­σιερ­γού­σαν την α­μοι­βή του για το έ­να και μο­να­δι­κό διή­γη­μα που τους εί­χε στεί­λει.
Με αυ­τό το σκε­πτι­κό, πρώ­τος και καλ­λί­τε­ρος με­τα­ξύ των φί­λων προ­βάλ­λει ο Γε­ρά­σι­μος Βώ­κος. Και στα δυο πε­ριο­δι­κά που ε­ξέ­δω­σε ο Βώ­κος, «Το Πε­ριο­δι­κό μας» (1900-1901) και «Ο Καλ­λι­τέ­χνης» (1910-1912), δη­μο­σιεύ­τη­καν διη­γή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη, τέσ­σε­ρα στο πρώ­το και εν­νέα, με­τα­θα­να­τίως, στο δεύ­τε­ρο. Αλλά και πέ­ραν αυ­τών, στις ε­φη­με­ρί­δες που ερ­γα­ζό­ταν ο Βώ­κος, δη­μο­σιεύ­τη­καν διη­γή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη. Ανά­με­σα σε αυ­τές και η «Πα­τρίς» του Σπύ­ρου Σί­μου. Συ­νο­μί­λη­κοι ο Βώ­κος και ο Σί­μος, εκ Πα­τρών ο πρώ­τος, εξ Ηπεί­ρου ο δεύ­τε­ρος, συ­να­ντή­θη­καν γυ­μνα­σιό­παι­δες στον Πει­ραιά και ξα­νά­σμι­ξαν, ό­ταν ο Σί­μος ε­πέ­στρε­ψε α­πό το Βου­κου­ρέ­στι. Ο Βώ­κος εμ­φα­νί­ζε­ται α­νά­με­σα στους πρώ­τους α­θη­ναίους συ­νερ­γά­τες της «Πα­τρί­δος», ε­ξα­σφα­λί­ζο­ντας για το πρώ­το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο φύλ­λο της το διή­γη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη. Μέ­νει η α­πο­ρία, για­τί ο Πα­πα­δια­μά­ντης δεν συ­νερ­γά­στη­κε στε­νό­τε­ρα με την «Πα­τρί­δα» πα­ρά έ­δω­σε μό­νο έ­να α­κό­μη διή­γη­μα, «Το μυ­ρο­λό­γι της φώ­κιας», δυο και πλέ­ον χρό­νια αρ­γό­τε­ρα.

Μ. Θ.