Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Συζεύξεις, συμβιώσεις, μεταστροφές

Οι στρο­φές της εγ­χώ­ριας πε­ζο­γρα­φίας προς συ­γκε­κρι­μέ­να θέ­μα­τα δεν εί­ναι και­νούρ­γιο φαι­νό­με­νο. Εμφα­νί­ζε­ται μάλ­λον ως ε­πα­κό­λου­θο κοι­νω­νι­κών τά­σεων, κυ­ρίως, ι­δε­ο­λο­γι­κών και οι­κο­νο­μι­κών. Με το γύ­ρι­σμα του αιώ­να, ω­στό­σο, αυ­τές οι με­τα­στρο­φές εν­δια­φέ­ρο­ντος έ­γι­ναν συ­χνό­τε­ρες. Συμ­βάλ­λει, πι­θα­νώς, η αύ­ξη­ση του εκ­δο­τι­κού ρυθ­μού των συγ­γρα­φέων και ταυ­τό­χρο­να, η πλή­θυν­σή τους, με την πα­ρα­τη­ρού­με­νη συρ­ροή νέων. Εντεί­νε­ται έ­τσι η α­να­ζή­τη­ση θε­μα­το­γρα­φίας, ε­πι­και­ρι­κού χα­ρα­κτή­ρα, ελ­κυ­στι­κής για έ­να ό­σο το δυ­να­τόν ευ­ρύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό. Πα­ράλ­λη­λα, ε­πε­κτεί­νε­ται η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση με­τα­ξύ συγ­γρα­φέων, που μπο­ρεί, ό­χι σπά­νια, να πά­ρει και λαν­θά­νου­σα μορ­φή δια­γκω­νι­σμού. Αυ­τό το λαν­θά­νον στοι­χείο κα­τα­γρά­φε­ται στην τρέ­χου­σα πε­ζο­γρα­φία ως μία ε­ντό­πια και συγ­χρο­νι­κή δια­κει­με­νι­κό­τη­τα. Κα­θώς, μά­λι­στα, τα εν λό­γω δά­νεια συ­χνά α­φο­ρούν με­ρι­κούς δια­κρι­τούς έως και ε­ντυ­πω­τι­κούς, θε­μα­τι­κούς πυ­ρή­νες, ελ­κύουν την προ­σο­χή α­κό­μη και του πε­ρι­στα­σια­κού α­να­γνώ­στη, α­νε­ξάρ­τη­τα αν πα­ρα­κά­μπτο­νται α­πό την κρι­τι­κή, μάλ­λον λό­γω δια­κρι­τι­κό­τη­τας.
  Μία πα­ρό­μοια στρο­φή, που α­πο­δεί­χτη­κε μα­κρο­χρό­νια και α­πέ­κτη­σε πο­λυά­ριθ­μους θια­σώ­τες, ή­ταν η μυ­θο­πλα­στι­κή εκ­με­τάλ­λευ­ση της δε­κα­ε­τίας του ’40, με κυ­ρίαρ­χη την πε­ρίο­δο του Εμφυ­λίου. Εί­κο­σι χρό­νια με­τά τα πρώ­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, που υιο­θέ­τη­σαν τη με­τα­νεω­τε­ρι­κή –ή μή­πως με­τα-α­να­θεω­ρη­τι­κή;–ο­πτι­κή ε­πά­νω σ’ ε­κεί­νη την τραυ­μα­τι­κή σε ε­θνι­κό ε­πί­πε­δο ε­μπει­ρία, η συ­γκε­κρι­μέ­νη ε­μπό­λε­μη δε­κα­ε­τία ε­ξα­κο­λου­θεί, ί­σως πλέ­ον σε μι­κρό­τε­ρο βαθ­μό, να τρο­φο­δο­τεί την πε­ζο­γρα­φία. Αν και ε­κεί­νο, που κυ­ρίως έ­μει­νε α­πό αυ­τήν την μυ­θο­πλα­στι­κή τά­ση, εί­ναι η με­τα­νεω­τε­ρι­κή ο­πτι­κή, που ε­πε­κτά­θη­κε σε ό­λο το εύ­ρος των κο­ντά 200 ε­τών νε­ο­ελ­λη­νι­κής ι­στο­ρίας, ξα­κρί­ζο­ντας για μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­να­θεώ­ρη­ση, α­πό τα πρό­σω­πα και τα συμ­βά­ντα, τις κο­ρυ­φώ­σεις. Χρειά­στη­κε να έρ­θει και δη, να στρογ­γυ­λο­κα­θί­σει, η κρί­ση, με το ε­ντυ­πω­σια­κά α­να­πε­πτα­μέ­νο θε­μα­τι­κό φά­σμα, α­πό τα ζω­τι­κά της ε­πι­βίω­σης μέ­χρι τις ι­δε­ο­λο­γι­κές α­να­ψη­λα­φή­σεις, για να πα­ρα­με­ρι­στούν οι με­τα­νεω­τε­ρι­κές α­πο­μυ­θο­ποιή­σεις. Κα­θο­ρι­στι­κός πρέ­πει να στά­θη­κε ο ρό­λος του α­να­γνω­στι­κού κοι­νού, που ζη­τού­σε “ζω­ντα­νές” ι­στο­ρίες, ως συ­μπλή­ρω­μα α­να­ψυ­χής στην φύ­σει τε­ρα­το­λό­γο τη­λε­ο­πτι­κή ε­νη­μέ­ρω­ση.
Η πε­ζο­γρα­φία της κρί­σης, ό­πως την έ­χουν ή­δη βα­φτί­σει, πα­ρα­κο­λου­θεί την κρί­ση α­πό το ξε­κί­νη­μά της. Αν θεω­ρη­θεί ως α­φε­τη­ρία η α­να­κοί­νω­ση της έ­ντα­ξης της χώ­ρας στο ΔΝΤ α­πό τον τό­τε πρω­θυ­πουρ­γό, στις 23 Απρ. 2010, α­πό το α­κρι­τι­κό Κα­στε­λό­ρι­ζο, τό­τε, ως πρώ­το βι­βλίο της εν λό­γω κα­τη­γο­ρίας, θα πρέ­πει να εγ­γρα­φεί η νου­βέ­λα του Γιάν­νη Μα­κρι­δά­κη, «Λα­γού μαλ­λί». Κα­θώς η κρί­ση, α­ντί να υ­πο­χω­ρή­σει, δυ­νά­μω­νε και ε­πε­κτει­νό­ταν, άρ­χι­σαν να πλη­θαί­νουν τα σχε­τι­κά πε­ζά. Ορι­σμέ­να ε­πι­κε­ντρώ­νο­νταν σε κά­ποια α­πό τα ε­πι­μέ­ρους συμ­βά­ντα, κο­ντά ό­μως σε αυ­τά, πολ­λά πε­ζά με δια­φο­ρε­τι­κή ε­στία­ση, ε­πέ­λε­γαν το σκη­νι­κό της κρί­σης ως φό­ντο. Η φαι­νο­με­νι­κή ευ­κο­λία ε­νός θέ­μα­τος, που πα­ρέ­με­νε στο κέ­ντρο της ε­πι­και­ρό­τη­τας, προ­σέλ­κυ­σε αρ­χι­κά τους νεό­τε­ρους συγ­γρα­φείς, πα­ρα­κι­νώ­ντας και αρ­κε­τούς πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­κό­μη στα “θρα­νία” των σε­μι­να­ρίων δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής. Στη συ­νέ­χεια, προέ­κυ­ψαν διη­γή­μα­τα, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, μέ­χρι συλ­λο­γές ι­στο­ριών και συ­να­γω­γές διη­γη­μά­των πε­ρισ­σό­τε­ρων συγ­γρα­φέων. Με τα πρό­σφα­τα μπε­στ-σέ­λερ της Ρέ­ας Γα­λα­νά­κη, «Η ά­κρα τα­πεί­νω­ση», ε­στια­σμέ­νο στην κρί­ση, και της Ιωάν­νας Κα­ρυ­στιά­νη, «Το φα­ράγ­γι», πλα­γίως συ­σχε­τι­σμέ­νο, ό­λα δεί­χνουν πως η πε­ζο­γρα­φία της κρί­σης δεν έ­χει κλεί­σει τον κύ­κλο της.  Αντι­θέ­τως,  συ­νε­χί­ζε­ται.
Στην πρό­σφα­τη σο­δειά, ω­στό­σο, αρ­χί­ζει να δια­κρί­νε­ται ευ­κρι­νέ­στε­ρα, μία α­πό ε­δώ και αρ­κε­τό και­ρό εκ­κο­λα­πτό­με­νη τά­ση, που συν­δυά­ζε­ται με αλ­λα­γή ο­πτι­κής, αυ­τή τη φο­ρά, ό­χι σε ε­πί­πε­δο ι­δε­ο­λο­γίας, ό­πως στην πε­ρί­πτω­ση των α­να­σκευα­σμέ­νων ι­στο­ρι­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των, αλ­λά στο χώ­ρο των η­θών. Εί­ναι μία στρο­φή της πε­ζο­γρα­φίας, αν, βε­βαίως, ε­ξε­λι­χθεί σε στρο­φή, προς τον ε­ρω­τι­κό το­μέα. Όπως φαί­νε­ται, ως α­ντι­στάθ­μι­σμα στην γε­νι­κό­τε­ρη ψυ­χο­συ­ναι­σθη­μα­τι­κή και δια­νο­η­τι­κή κα­τα­πό­νη­ση α­πό την κρί­ση, δεν προ­σέλ­κυ­σε το πρό­τυ­πο των ρο­μά­ντσων, αλ­λά η σε­ξουα­λι­κή ό­ψη των αι­σθη­μα­τι­κών ι­στο­ριών. Πρό­κει­ται, ό­μως, για πα­ρε­πό­με­νο της κρί­σης, α­ντί­στοι­χο με ε­κεί­νο της κα­τά­κλυ­σης των α­στι­κών κέ­ντρων α­πό χώ­ρους πό­σης και ε­στία­σης; Ή, εί­ναι και ε­πα­κό­λου­θο των κοι­νω­νι­κών αλ­λα­γών σε θέ­μα­τα ε­πα­να­προσ­διο­ρι­σμού του φυ­σιο­λο­γι­κού στις σε­ξουα­λι­κές πρά­ξεις και ορ­μές; Αυ­τό το δεύ­τε­ρο ε­ρώ­τη­μα προ­κύ­πτει ως πι­θα­νό, δε­δο­μέ­νου ό­τι ο θό­ρυ­βος, που προ­κα­λεί το «Σύμ­φω­νο συμ­βίω­σης ο­μο­φύ­λων», ε­πι­σκία­σε ή μάλ­λον δια­σκέ­δα­σε την α­φό­ρη­τη ε­πι­και­ρό­τη­τα της κρί­σης. Κά­πως έ­τσι, πλή­θυ­ναν και στην πε­ζο­γρα­φία οι ο­μο­φυ­λό­φι­λοι έ­ρω­τες, κα­θώς και άλ­λες  σε­ξουα­λι­κές α­πο­κλί­σεις. Ως γνω­στόν, ό,τι α­πα­σχο­λεί τα ΜΜΕ, ε­πη­ρεά­ζει έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό και βε­βαίως, τους συγ­γρα­φείς. Κα­θώς έ­χουν τις κε­ραίες τους τε­ντω­μέ­νες, α­ντι­λή­φθη­καν τά­χι­στα πως έ­χουν πλέ­ον το ε­λεύ­θε­ρο να πλά­θουν “βι­τσιό­ζους” ή­ρωες και να πε­ρι­γρά­φουν τις λε­γό­με­νες άλ­λο­τε “α­νω­μα­λίες”, χω­ρίς να φο­βού­νται πως τα βι­βλία τους θα α­πε­μπο­λη­θούν α­πό τα σχο­λι­κά εγ­χει­ρί­δια. 
Άλλω­στε, πριν α­πό τους συγ­γρα­φείς, πρώ­τοι οι νεό­τε­ροι λε­ξι­κο­γρά­φοι φρό­ντι­σαν να α­πο­κα­θά­ρουν τους ο­ρι­σμούς ο­ρι­σμέ­νων λέ­ξεων, με πρώ­τον αυ­τόν της ο­μο­φυ­λο­φι­λίας, α­πό σπι­λω­τι­κές συν­δη­λώ­σεις, ώ­στε να συμ­βα­δί­ζουν με το ση­με­ρι­νό πο­λι­τι­κώς ορ­θό. Λ.χ., το «Λε­ξι­κό της Πρωίας», του 1933, ο­ρί­ζει την ο­μο­φυ­λο­φι­λία ως γε­νε­τή­σιο δια­στρο­φή. Το «Μέ­γα λε­ξι­κόν της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σης» του Δ. Δη­μη­τρά­κου, που εκ­δί­δει τον πρώ­το τό­μο το 1936 και τον έ­να­το το 1950, στον έ­κτο τό­μο, υιο­θε­τεί για την ο­μο­φυ­λο­φι­λία τον ί­διο α­κρι­βώς ο­ρι­σμό. Ού­τε το «Λε­ξι­κόν της νέ­ας ελ­λη­νι­κής γλώσ­σης» του Ιωαν. Στα­μα­τά­κου, έκ­δο­ση του 1971, δια­φο­ρο­ποιεί­ται. Ωστό­σο, τα δυο «Λε­ξι­κά της κοι­νής νε­ο­ελ­λη­νι­κής», του Ιδρύ­μα­τος Μ. Τρια­ντα­φυλ­λί­δη και του Γ. Μπα­μπι­νιώ­τη, εκ­δό­σεις του 1998, πα­ρα­κά­μπτουν τα πε­ρί δια­στρο­φής, με τον πε­ρι­γρα­φι­κό ο­ρι­σμό, που πα­ρα­τί­θε­ται ε­πε­ξη­γη­μα­τι­κά και στα πα­λαιό­τε­ρα λε­ξι­κά: “σε­ξουα­λι­κή σχέ­ση α­τό­μου προς ά­το­μο του ι­δίου φύ­λου”. Δια­τη­ρούν, πά­ντως, για άλ­λες πα­ρεκ­κλί­σεις, ό­πως, λ.χ., για την κο­προ­λα­γνεία (στου Τρια­ντα­φυλ­λί­δη με ει, κα­θώς η λα­τι­νι­κή εκ­δο­χή coprolagnea ε­τυ­μο­λο­γεί­ται ως δά­νειο της ελ­λη­νι­κής, στου Μπα­μπι­νιώ­τη, με ι, ε­τυ­μο­λο­γώ­ντας τη λέ­ξη α­πό την αγ­γλι­κή, coprolagnia), τη λέ­ξη δια­στρο­φή. Με ει α­πα­ντά­ται η λέ­ξη και στην ε­γκυ­κλο­παί­δεια Πά­πυ­ρος-Λα­ρούς-Μπρι­τάν­νι­κα. Εκεί, ό­μως, ο­ρί­ζε­ται ως σε­ξουα­λι­κή α­πό­κλι­ση, ε­νώ, για την ο­μο­φυ­λο­φι­λία ε­πι­λέ­γε­ται η πε­ρι­γρα­φι­κή α­πό­δο­ση.  Στου Μπα­μπι­νιώ­τη, κα­τα­χω­ρεί­ται, για πρώ­τη φο­ρά σε ελ­λη­νι­κό λε­ξι­κό ή και ε­γκυ­κλο­παί­δεια, η λέ­ξη ου­ρο­λα­γνία, ε­πί­σης με ι ως αγ­γλι­κό δά­νειο.
Μην βια­στεί­τε να πε­ρι­γε­λά­σε­τε την λε­ξι­κο­γρα­φι­κή μας ε­ντρύ­φη­ση. Αν την συμ­με­ρί­ζο­νταν οι συ­ντά­κτες του πε­ρι­βό­η­του Συμ­φώ­νου, και βε­βαίως οι πο­λι­τι­κοί, κα­θώς και οι εκ­κλη­σια­στι­κοί πα­ρά­γο­ντες, δεν θα διέ­πρατ­ταν αυ­τήν τη με­γά­λη α­δι­κία α­πέ­να­ντι σε μία μειο­ψη­φία, που μό­νη της α­μαρ­τία στά­θη­κε η μη α­νο­χή άλ­λου κά­τω α­πό την ί­δια στέ­γη. Να θυ­μί­σου­με πως η πρω­ταρ­χι­κή υ­πο­χρέω­ση των έγ­γα­μων εί­ναι η συ­γκα­τοί­κη­ση. Αυ­στη­ρό το οι­κο­γε­νεια­κό δί­κιο, α­να­γνω­ρί­ζει ως αυ­το­τε­λή, ό­πως λέ­γε­ται, λό­γο δια­ζυ­γίου την ε­γκα­τά­λει­ψη της συ­ζυ­γι­κής στέ­γης. Αυ­τή η δέ­σμευ­ση, με το πε­ρι­βό­η­το Σύμ­φω­νο, ε­πε­κτεί­νε­ται σε ό­λες τις συ­γκα­τοι­κή­σεις δύο α­τό­μων, που πλη­ρούν του­λά­χι­στον το έ­να α­πό τα ε­ξής δυο: να εί­ναι του αυ­τού βιο­λο­γι­κού φύ­λου ή ο­μο­ε­θνείς. Για πα­ρά­δειγ­μα, δεν προ­στα­τεύε­ται α­πό το Σύμ­φω­νο η συμ­βίω­ση Έλλη­να με αλ­λο­δα­πή, αλ­λά αυ­τοί έ­χουν τον πο­λι­τι­κό γά­μο. Δεν θα αρ­γή­σει κά­ποιος μο­νή­ρης να κα­τα­φύ­γει στο Ευ­ρω­παϊκό Δι­κα­στή­ριο, ο­πό­τε θα γί­νει με­γα­λύ­τε­ρος θό­ρυ­βος και βε­βαίως, θα προ­κύ­ψουν νέα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Προς το πα­ρόν, ας δού­με, με βά­ση το τρέ­χον πο­λι­τι­κώς ορ­θό, τι δεν θεω­ρεί­ται πλέ­ον “δια­στρο­φή”, για να γνω­ρί­ζουν και οι συγ­γρα­φείς τις κόκ­κι­νες γραμ­μές των σχο­λι­κών βι­βλίων. Κά­πο­τε, εί­θε ό­σο το δυ­να­τόν αρ­γό­τε­ρα, θα φύ­γει η γαλ­λι­κή φι­νέ­τσα α­πό το ΥΠ­ΠΟ και μπο­ρεί να ε­πα­νέλ­θει τρι­πο­λι­τσιώ­τι­κη μα­γκού­ρα.
Οπως και να έ­χει, η στρο­φή της πε­ζο­γρα­φίας προς τα ε­ρω­τι­κά δεν συ­νά­ντη­σε α­ντι­δρά­σεις, ό­πως η πα­λαιό­τε­ρη στα χω­ρία της Ιστο­ρίας. Οι συγ­γρα­φείς, με­τά τα πρώ­τα α­νοίγ­μα­τα, μάλ­λον διε­ρευ­νη­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα, προς μία ε­λευ­θε­ριά­ζου­σα ο­πτι­κή, ε­γκα­τέ­λει­ψαν την ε­πι­φυ­λα­κτι­κό­τη­τα του υ­παι­νι­κτι­κού και ελ­λει­πτι­κού λό­γου. Οι υ­πο­θέ­σεις των πε­ζών τους έ­γι­ναν τολ­μη­ρό­τε­ρες, οι πε­ρι­γρα­φές ω­μό­τε­ρες, ο ρε­α­λι­σμός σκλη­ρό­τε­ρος. Ως θέ­μα η αν­δρι­κή ο­μο­φυ­λο­φι­λία, που ή­ταν για χρό­νια η πιο συ­χνά α­πα­ντώ­με­νη μορ­φή ο­μο­φυ­λο­φι­λίας, έ­χει υ­πο­χω­ρή­σει, πα­ρα­χω­ρώ­ντας την πρώ­τη θέ­ση στον λε­σβια­σμό. Στην πε­ζο­γρα­φι­κή σο­δειά του 2015, κα­τα­γρά­φου­με τον λε­σβια­κό έ­ρω­τα στο μυ­θι­στό­ρη­μα, «Η Αλε­ξάν­δρα», του Ανδρέα Μή­τσου, που θα ή­ταν μάλ­λον ε­ντε­λέ­στε­ρο χω­ρίς αυ­τόν. Άλλη σκευή α­παι­τεί η πε­ρι­γρα­φή του α­φη­γη­τή να παίρ­νει μά­τι, ό­πως σε έ­να α­πό τα πρώ­τα του διη­γή­μα­τα, και άλ­λη το πλά­σι­μο γυ­ναι­κείου ο­μο­φυ­λό­φι­λου χα­ρα­κτή­ρα. Επί­σης, τα λε­σβια­κά διη­γή­μα­τα της Έλ. Μα­ρού­τσου, στη συλ­λο­γή, «Οι χυ­δαίες ορ­χι­δέες», και ως διάν­θι­σμα, την μο­νό­πλευ­ρη ε­ρω­τι­κή έλ­ξη προς τη φί­λη της, στο μυ­θι­στό­ρη­μα, «Ήμι­συ του πα­ντός» της Δ. Κολ­λιά­κου.
Στην τρέ­χου­σα πα­ρα­γω­γή, ω­στό­σο, η πιο α­ρε­στή μορ­φή ο­μο­φυ­λο­φι­λίας εί­ναι η ρέ­που­σα προς την παι­δε­ρα­στία, ό­που, συ­χνό­τε­ρα, πρό­κει­ται για ά­το­μο στην ε­φη­βεία. Θυ­μί­ζου­με α­πό την σο­δειά του 2014, το  μυ­θι­στό­ρη­μα, «7 θυ­μοί», του Χρή­στου Βού­που­ρα. Και βε­βαίως, το πρό­σφα­το του Μέ­νη Κου­μα­ντα­ρέα, «Η σει­ρή­να της ε­ρή­μου». Πα­ρα­μέ­νο­ντας στην σε­ξουα­λι­κή α­πό­κλι­ση της ο­μο­φυ­λο­φι­λίας, έ­να άλ­λο ση­μείο, που δεν φαί­νε­ται δευ­τε­ρεύον, στο ο­ποίο δια­φο­ρο­ποιεί­ται η πρό­σφα­τη πε­ζο­γρα­φι­κή τά­ση α­πό την α­πο­κα­λού­με­νη “γκέι λο­γο­τε­χνία”, εί­ναι η σε­ξουα­λι­κή ταυ­τό­τη­τα του συγ­γρα­φέα. Πα­λαιό­τε­ρα, που ο βιο­γρα­φι­σμός α­πο­τε­λού­σε μέ­ρος της κρι­τι­κής προ­σέγ­γι­σης, ή­ταν γνω­στό πως η ο­μο­φυ­λό­φι­λη λο­γο­τε­χνία γρα­φό­ταν, κυ­ρίως, με βά­ση προ­σω­πι­κές ε­μπει­ρίες. Στα ση­με­ρι­νά πε­ζά, α­πό ό­σο γνω­ρί­ζου­με και λό­γω του ό­τι η ο­μο­φυ­λό­φι­λη ταυ­τό­τη­τα δεν α­πο­κρύ­βε­ται πλέ­ον, αυ­τός ο κα­νό­νας δεν ι­σχύει. Άλλω­στε, τα α­νοίγ­μα­τα των συγ­γρα­φέων προς σε­ξουα­λι­κές α­πο­κλί­σεις, που ε­ξα­κο­λου­θούν, του­λά­χι­στον λε­ξι­κο­γρα­φι­κά, να α­πο­δί­δο­νται ως στρε­βλώ­σεις του σε­ξουα­λι­κού εν­στί­κτου ή και ψυ­χο­πα­θο­λο­γι­κές δια­στρο­φές, δεί­χνουν πως θα πρέ­πει να πρό­κει­ται για α­να­ζη­τή­σεις, μα­κράν του βιω­μα­τι­κού πε­δίου.
Έδα­φος κερ­δί­ζει και η αι­μο­μι­ξία, που ξε­κί­νη­σε α­πό θείους και α­νί­ψια, ως τρυ­φε­ρές ο­μο­φυ­λό­φι­λες ε­πα­φές ή και α­σελ­γείς ε­τε­ρο­φυ­λό­φι­λες. Συν τω χρό­νω, το εν­δια­φέ­ρον των συγ­γρα­φέων στρά­φη­κε στις σε­ξουα­λι­κές σχέ­σεις με­τα­ξύ εξ αί­μα­τος συγ­γε­νών πρώ­του βαθ­μού, του­τέ­στιν γο­νέων με­τά τέ­κνων. Από τους τέσ­σε­ρις συν­δυα­σμούς, στην πρό­σφα­τη πε­ζο­γρα­φία κα­τα­γρά­φο­νται οι τρεις. Μέ­νει τα­μπού η σχέ­ση πα­τή­ρ-υιός, που πέ­ρα­σε στον κι­νη­μα­το­γρά­φο, στην εκ­δο­χή, ο υιός τρα­βε­στί-ο πα­τήρ εν α­γνοία της ταυ­τό­τη­τας του ε­ρω­τι­κού συ­ντρό­φου του. Στην εν λό­γω α­πό­κλι­ση, θα ε­πα­νέλ­θου­με με α­φορ­μή τη συλ­λο­γή, «Τα ό­νει­ρα μού δέ­λουν», του Σω­τή­ρη Δη­μη­τρίου. Για να ο­λο­κλη­ρώ­σου­με, ό­μως, με τις πιο σκαν­δα­λιά­ρι­κες πε­ρι­πτώ­σεις της πρό­σφα­της ε­ρω­τι­κής στρο­φής, κα­τα­γρά­φου­με στα  και­νο­φα­νή, του­λά­χι­στον στα κα­θ’ η­μάς, την ου­ρο­λα­γνία ή και ου­ρο­φι­λία, ό­που, σύμ­φω­να με τον ο­ρι­σμό, η σε­ξουα­λι­κή διέ­γερ­ση προ­κα­λεί­ται α­πό τη θέα, την ό­σφρη­ση ή και την κα­τά­πο­ση ού­ρων, συ­χνό­τε­ρα, πρό­κει­ται για υ­γρά προ­σφι­λούς προ­σώ­που. Σε δυο πρό­σφα­τα βι­βλία, το μυ­θι­στό­ρη­μα της Ε. Σω­τη­ρο­πού­λου, «Τι μέ­νει α­πό τη νύ­χτα», και τα διη­γή­μα­τα του Δη­μη­τρίου, πε­ρι­γρά­φο­νται πε­ρι­στα­τι­κά βρώ­σης τρο­φί­μου ή πι­πι­λί­σμα­τος πράγ­μα­τος, ε­μπο­τι­σμέ­νου στα σω­μα­τι­κά υ­γρά.
Όταν α­νοί­γεις το πα­ρά­θυ­ρο σε νέ­ους α­νέ­μους, κά­ποιες πρώ­τες ε­πι­ση­μάν­σεις με κρι­τι­κή διά­θε­ση εί­ναι μάλ­λον α­να­γκαίες. Βε­βαίως, μό­νο α­πό αι­σθη­τι­κής πλευ­ράς, κα­θώς οι θε­μα­τι­κές ε­πι­λο­γές α­νή­κουν πλέ­ον στο α­πυ­ρό­βλη­το. Ου­δείς κρι­τι­κός κα­τα­φεύ­γει σή­με­ρα στη χρή­ση του ξε­χα­σμέ­νου ό­ρου “α­σε­μνο­λο­γία”. Αυ­τός βρί­σκε­ται βα­θιά θαμ­μέ­νος στα νε­κρο­τα­φεία των λε­ξι­κών. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/2/2016.

Φωτο:  Ένα από τα 12 σχέδια του Νταίηβιντ Χώκνεϋ για 14 ερωτικά ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη, σε αγγλική μετάφραση του 1967.