Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Περί Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων σχόλια

Στις 14 Φε­βρουα­ρίου α­να­κοι­νώ­θη­καν α­πό τη Διεύ­θυν­ση Γραμ­μά­των της Γε­νι­κής Διεύ­θυν­σης Σύγ­χρο­νου Πο­λι­τι­σμού του ΥΠ­ΠΟΤ τα Κρα­τι­κά Βρα­βεία Λο­γο­τε­χνίας 2010, που α­φο­ρούν ό­σα βι­βλία εκ­δό­θη­καν ε­ντός του 2009. Θα έ­πρε­πε να εί­χαν α­να­κοι­νω­θεί ε­ντός του 2010. Το γε­γο­νός, ό­μως, ό­τι άρ­γη­σαν κο­ντά δυο μή­νες, δεν πι­στεύου­με ό­τι έ­βλα­ψε τη λο­γο­τε­χνία. Τα λο­γο­τε­χνι­κά βι­βλία δεν εί­ναι ψω­μά­κια για να μπα­για­τέ­ψουν στο εν­διά­με­σο, ού­τε και βι­βλία του πε­ρι­πτέ­ρου –ευ­πώ­λη­τα τα λέ­με σή­με­ρα– για να έ­χουν ξε­χα­στεί. Αλλού εί­ναι το πρό­βλη­μα. Στην Κρι­τι­κή Επι­τρο­πή, που δη­μιουρ­γεί την ε­ντύ­πω­ση ό­τι έ­χει σύγ­χυ­ση ως προς το τι α­κρι­βώς βρα­βεύει. Κι αυ­τό βλά­πτει σο­βα­ρά τη λο­γο­τε­χνία.
Κρα­τι­κό Βρα­βείο Λο­γο­τε­χνίας δεν ση­μαί­νει κα­λό ή έ­στω, πο­λύ κα­λό βι­βλίο, αλ­λά το κα­λύ­τε­ρο του έ­τους. Θα πεί κα­νείς και πώς α­πο­φαι­νό­μα­στε ό­τι τα βρα­βευ­θέ­ντα δεν εί­ναι τα ά­ρι­στα. Μα για­τί, α­πλού­στα­τα, ού­τε η Κρι­τι­κή Επι­τρο­πή δια­τεί­νε­ται κά­τι τέ­τοιο. Δεν ε­πι­κα­λεί­ται την υ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τα του λο­γο­τε­χνι­κού γού­στου, υ­πε­ρα­σπι­ζό­με­νη ό­τι κα­τέ­λη­ξε στα κα­λύ­τε­ρα, κα­ταρ­τί­ζο­ντας τους “βρα­χείς κα­τα­λό­γους” και στη συ­νέ­χεια, προ­κρί­νο­ντας α­πό αυ­τούς τα βρα­βευ­θέ­ντα. Γνω­ρί­ζει ό­τι οι “βρα­χείς κα­τά­λο­γοι”, που προ­τεί­νει, δεν συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νουν πα­ρά μό­νο εν μέ­ρει τα βι­βλία που ξε­χώ­ρι­σαν. Αλλά α­δια­φο­ρεί. Για­τί έ­χει λη­σμο­νή­σει ό­τι βρα­βεύει βι­βλία. Η Κρι­τι­κή Επι­τρο­πή φαί­νε­ται ό­τι θέ­λει να βρα­βεύει πρό­σω­πα. Αυ­τά γνω­ρί­ζει. Στην α­να­κοί­νω­ση α­να­φέ­ρε­ται ό­τι η βρά­βευ­ση ε­πι­τεύχ­θη­κε “με­τά α­πό ε­πα­νει­λημ­μέ­νες συ­νε­δρίες και μα­κρές συ­ζη­τή­σεις”. Το ε­ρώ­τη­μα εί­ναι, κα­τά πό­σο σε αυ­τές τις συ­νε­δρίες συ­ζη­τή­θη­καν βι­βλία και ό­χι πρό­σω­πα. Για­τί αν συ­ζη­τή­θη­καν, πράγ­μα­τι, τα βι­βλία ε­ρή­μην των συγ­γρα­φέων τους, ό­πως, σε ο­ρι­σμέ­νους δια­γω­νι­σμούς, που το ό­νο­μα του συγ­γρα­φέα πα­ρα­μέ­νει μέ­χρι τέ­λους α­πόρ­ρη­το, τό­τε τα κρι­τή­ρια α­ξιο­λό­γη­σης θα πρέ­πει να εί­ναι πο­λύ πρω­τό­τυ­πα και θα ά­ξι­ζε να τα μά­θου­με.
Κά­θε χρό­νο, μέ­σα α­πό συ­ζη­τή­σεις, βι­βλιο­κρι­σίες, ε­τή­σιους α­πο­λο­γι­σμούς δη­μιουρ­γεί­ται έ­νας ά­τυ­πος κα­τά­λο­γος των λο­γο­τε­χνι­κών βι­βλίων του έ­τους. Ας πού­με, κά­τι σαν ε­τή­σιος “λο­γο­τε­χνι­κός κα­νό­νας”. Κα­τά κά­ποιο τρό­πο, αυ­τά εί­ναι τα λο­γο­τε­χνι­κά βι­βλία, που α­πο­λαμ­βά­νουν της γε­νι­κό­τε­ρης α­πο­δο­χής και στα ο­ποία συ­ναι­νεί η ευ­ρύ­τε­ρη λο­γο­τε­χνι­κή κοι­νό­τη­τα. Όχι ό­τι λεί­πουν οι α­ντι­γνω­μίες, ό­μως υ­πάρ­χει συμ­φω­νία ως προς το γε­γο­νός ό­τι έ­να συ­γκε­κρι­μέ­νο βι­βλίο εί­ναι ση­μα­ντι­κό. Ένας δεί­κτης που, εν μέ­ρει, α­πο­τυ­πώ­νει αυ­τόν τον κα­τά­λο­γο, ό­σο α­φο­ρά τα πε­ζο­γρα­φι­κά του­λά­χι­στον βι­βλία, εί­ναι η βά­ση της Βι­βλιοΝε­τ, ό­που κα­τα­γρά­φο­νται οι κρι­τι­κές, που δη­μο­σιεύ­θη­καν για κά­θε βι­βλίο. Αρκε­τά πλή­ρης, αν και δεν συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει τις βι­βλιο­κρι­σίες ο­ρι­σμέ­νων ση­μα­ντι­κών λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κών. Σε αυ­τόν, τον, τρό­πον τι­νά, “λο­γο­τε­χνι­κό κα­νό­να” πα­ρει­σφρέ­ουν μέ­τρια βι­βλία ε­πι­φα­νών συγ­γρα­φέων, ε­νώ λαν­θά­νουν κα­λά βι­βλία λι­γό­τε­ρο γνω­στών συγ­γρα­φέων. Πρό­κει­ται για μια εν­δο­γε­νή α­δυ­να­μία, που θα πρέ­πει πά­ντο­τε να προ­σμε­τρά­ται κα­τά την ε­ξα­γω­γή των ό­ποιων συ­μπε­ρα­σμά­των.
Αυ­τόν τον ά­τυ­πο “λο­γο­τε­χνι­κό κα­νό­να”, η Κρι­τι­κή Επι­τρο­πή θέ­λου­με να πι­στεύου­με ό­τι τον γνω­ρί­ζει. Σχη­μα­το­ποιού­με, βε­βαίως, ό­ταν α­να­φε­ρό­μα­στε στην Κρι­τι­κή Επι­τρο­πή ως ο­μοιο­γε­νές σύ­νο­λο. Όλα τα μέ­λη της δεν εί­ναι το ί­διο “δια­βα­σμέ­να”. Δυο τρία μπο­ρεί να εί­ναι και τε­λείως “α­διά­βα­στα”. Όπως και να έ­χει, τα βι­βλία, που τα μέ­λη της Επι­τρο­πής δια­βά­ζουν, εί­ναι, κα­τά κα­νό­να, με­τρη­μέ­να. Για τα υ­πό­λοι­πα σχη­μα­τί­ζουν γνώ­μη α­πό δεύ­τε­ρο χέ­ρι. Εί­τε με προ­φο­ρι­κή ε­νη­μέ­ρω­ση εί­τε α­πό ό­σα έ­χουν γρα­φεί στον Τύ­πο. Το βα­σι­κό, ό­μως, εί­ναι ό­τι τα μέ­λη της Επι­τρο­πής ξε­κι­νούν με συ­γκε­κρι­μέ­νες προ­τι­μή­σεις και α­πο­κλει­σμούς. Οι ε­πι­τρο­πές των Κρα­τι­κών Βρα­βείων λει­τουρ­γούν α­πα­ρέ­γκλι­τα, ε­δώ και δε­κα­ε­τίες, λί­γο πο­λύ, με την ί­δια λο­γι­κή. Κά­θε μέ­λος, για κά­ποια βρα­βεία, έ­χει τον α­γα­πη­μέ­νο του υ­πο­ψή­φιο. Κα­τά τις συ­νε­δρίες ή και πριν καν ξε­κι­νή­σουν, τα μέ­λη συ­να­σπί­ζο­νται σε ο­μά­δες κοι­νών, τρό­πον τι­νά, προ­τι­μή­σεων. Όλα αυ­τά δεν εί­ναι και­νο­φα­νή. Μό­νο που στην πρό­σφα­τη Κρι­τι­κή Επι­τρο­πή, πι­θα­νώς λό­γω α­δε­ξιό­τη­τας των με­λών, που δεν διέ­θε­ταν την ε­μπει­ρία πα­λαιό­τε­ρων με μα­κρό­χρο­νη θη­τεία σε κρι­τι­κές ε­πι­τρο­πές, δεν κα­λύ­φθη­καν με τις συ­νή­θεις δι­πλω­μα­τι­κές κι­νή­σεις, ού­τε με πρα­κτι­κά των συ­νε­δριών, έ­στω και “μαϊμού­δες”, ό­πως ε­κεί­να που προ­κύ­πτουν εκ των υ­στέ­ρων. Αυ­τή τη φο­ρά, τα εν κρυ­πτώ δια­τρέ­ξα­ντα έ­γι­ναν ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στά. Συ­νέ­τει­νε και η στι­βα­ρή προ­σω­πι­κό­τη­τα του προέ­δρου, που με­γά­λω­σε τη δυ­σα­ρέ­σκεια των με­λών, κα­τα­στρέ­φο­ντας μέ­σα στην Επι­τρο­πή το συ­ναι­νε­τι­κό πνεύ­μα. Επί μια τριε­τία πα­ρέ­μει­νε ο ί­διος πρό­ε­δρος, ε­νώ, κά­θε χρό­νο, μέ­λη πα­ραι­τού­νται ή και α­πο­μα­κρύ­νο­νται α­πό τον πρό­ε­δρο, για να συ­μπλη­ρω­θούν με άλ­λα, που, με τη σει­ρά τους, α­πο­χω­ρούν το ε­πό­με­νο έ­τος. Όπως φαί­νε­ται, ο πρό­ε­δρος υ­πο­τί­μη­σε την α­νε­κτι­κό­τη­τα των με­λών, ζη­τώ­ντας, με­τα­ξύ άλ­λων, να μο­νο­πω­λή­σει το με­γά­λο “φι­λέ­το” των Κρα­τι­κών Βρα­βείων Λο­γο­τε­χνίας, δη­λα­δή το Με­γά­λο Βρα­βείο. Επί δυο έ­τη το κα­τόρ­θω­σε. Στο τρί­το συ­νά­ντη­σε σθε­να­ρή α­ντί­στα­ση.

Βρα­βεία πε­ζο­γρα­φίας

Ας δού­με, ό­μως, α­να­λυ­τι­κό­τε­ρα τις πρό­σφα­τες βρα­βεύ­σεις, ξε­κι­νώ­ντας α­πό τα δυο βρα­βεία πε­ζο­γρα­φίας: βρα­βείο διη­γή­μα­τος και βρα­βείο μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Ο “βρα­χύς κα­τά­λο­γος” για το βρα­βείο διη­γή­μα­τος εί­ναι, κα­τά αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά, ό­πως κοι­νο­ποιή­θη­κε: Κώ­στας Ακρί­βος, «Τε­λε­τές ε­νη­λι­κίω­σης» (Με­ταίχ­μιο), Δή­μη­τρα Κολ­λιά­κου «Η αρ­ρώ­στια των βου­νών» (Πα­τά­κης), Πα­να­γιώ­της Κου­σα­θα­νάς «Λο­ξές ι­στο­ρίες που τε­λειώ­νουν με ε­ρω­τη­μα­τι­κό» (Ίνδι­κτος), Ανδρέ­ας Μή­τσου «Η ε­λε­η­μο­σύ­νη των γυ­ναι­κών» (Κα­στα­νιώ­της), Γιώρ­γος Σκα­μπαρ­δώ­νης «Με­τα­ξύ σφύ­ρας και Αλιάκ­μο­νος» (Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα).
Ο α­ντί­στοι­χος κα­τά­λο­γος του “λο­γο­τε­χνι­κού κα­νό­να” θα μπο­ρού­σε να εί­ναι, κα­τά αυ­θαί­ρε­τη σει­ρά:
Η. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος «Ο θη­σαυ­ρός των α­η­δο­νιών και άλ­λα διη­γή­μα­τα» (Γα­βριη­λί­δης), Σω­τή­ρης Δη­μη­τρίου «Τα ζύ­για του προ­σώ­που» (Πα­τά­κης), Ανδρέ­ας Μή­τσου «Η ε­λε­η­μο­σύ­νη των γυ­ναι­κών» (Κα­στα­νιώ­της), Γιώρ­γος Σκα­μπαρ­δώ­νης «Με­τα­ξύ σφύ­ρας και Αλιάκ­μο­νος» (Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα), Γιάν­νης Μα­κρι­δά­κης «Η δε­ξιά τσέ­πη του ρά­σου» (Εστία). Να θυ­μί­σου­με ό­τι το βι­βλίο του Μα­κρι­δά­κη εί­ναι νου­βέ­λα, που έ­χει, ό­μως, υ­παχ­θεί, ως εί­δος, στο βρα­βείο διη­γή­μα­τος. Σε αυ­τόν τον αυ­το­σχέ­διο κα­τά­λο­γο, θα προ­σθέ­τα­με τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του Ηλία Πα­πα­μό­σχου, «Λει­ψή α­ριθ­μη­τι­κή», ως έ­να κα­λό βι­βλίο λι­γό­τε­ρο γνω­στού συγ­γρα­φέα. Πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι οι δυο κα­τά­λο­γοι συ­μπί­πτουν σε δυο συγ­γρα­φείς, τον Μή­τσου και τον Σκα­μπαρ­δώ­νη. Σύμ­φω­να με τις διαρ­ρέ­ου­σες φή­μες, για­τί α­να­γκα­στι­κά η ι­στο­ρία των Κρα­τι­κών Βρα­βείων Λο­γο­τε­χνίας με αυ­τές γρά­φε­ται, έ­να στοι­χείο α­να­χαί­τι­σης για τη βρά­βευ­ση αυ­τών των δυο συγ­γρα­φέων, εί­ναι ό­τι εί­χαν βρα­βευ­τεί στο πα­ρελ­θόν.
Τε­λι­κά, το βρα­βείο δό­θη­κε σε έ­τε­ρο υ­πο­ψή­φιο, ε­πί­σης βρα­βευ­μέ­νο στο πα­ρελ­θόν και δη, πιο πρό­σφα­τα, μό­λις το 2003, τον Πα­να­γιώ­τη Κου­σα­θα­νά, για έ­να κα­λό βι­βλίο, το ο­ποίο και εί­χα­με πα­ρου­σιά­σει. Η κρι­τι­κή μας ή­ταν μια α­πό τις λι­γο­στές κα­τα­γραμ­μέ­νες βι­βλιο­κρι­σίες που έ­λα­βε. Ωστό­σο, δεν εί­ναι το κα­λύ­τε­ρο. Ο Κου­σα­θα­νάς εί­ναι πρω­τί­στως ποιη­τής, που έ­χει εκ­δώ­σει α­ξιό­λο­γα βι­βλία για τον πο­λι­τι­σμό και την ι­στο­ρία του γε­νέ­θλιου τό­που του, της Μυ­κό­νου, για τα ο­ποία και έ­χει βρα­βευ­τει. Πα­ρα­μέ­νει, ό­μως, έ­νας “α­ου­τσάϊντε­ρ” στο χώ­ρο του διη­γή­μα­τος. Μια χρο­νιά, ό­πως το 2009, με πο­λύ κα­λά διη­γή­μα­τα δό­κι­μων συγ­γρα­φέων, δεν υ­πήρ­χε λό­γος το βρα­βείο να δο­θεί στην ο­πι­σθο­φυ­λα­κή. Αυ­τό μας θυ­μί­ζει έ­ναν άλ­λο “α­ου­τσάϊντε­ρ”, κι ε­κεί­νος α­πό το χώ­ρο της ποίη­σης. Τον Μα­νό­λη Πρα­τι­κά­κη. Να βρέ­θη­κε ά­ρα­γε το πο­λύ κα­λό βι­βλίο του, «Αφη­γή­μα­τα ε­νός ψυ­χιά­τρου», σε κά­ποια φά­ση, στον κα­τά­λο­γο των υ­πο­ψη­φίω­ν;
Ο “βρα­χύς κα­τά­λο­γος” για το βρα­βείο μυ­θι­στο­ρή­μα­τος εί­ναι κα­τά αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά: Πα­να­γιώ­της Αγα­πη­τός «Μέ­δου­σα α­πό σμάλ­το» (Άγρα), Ρέα Γα­λα­νά­κη «Φω­τιές του Ιού­δα, στά­χτες του Οι­δί­πο­δα» (Κα­στα­νιώ­της), Βα­σι­λι­κή Ηλιο­πού­λου «Σμιθ» (Πό­λις), Τη­λέ­μα­χος Κώ­τσιας «Στην α­πέ­να­ντι όχ­θη» (Ψυ­χο­γιός), Αλέ­ξης Πάρ­νης «Η ο­δύσ­σεια των δι­δύ­μων» (Κα­στα­νιώ­της), Έρση Σω­τη­ρο­πού­λου «Εύα» (Πα­τά­κης). Ο α­ντί­στοι­χος κα­τά­λο­γος του ”λο­γο­τε­χνι­κού κα­νό­να” θα μπο­ρού­σε να εί­ναι: Βα­σί­λης Γκου­ρο­γιάν­νης «Κόκ­κι­νο στην πρά­σι­νη γραμ­μή» (Με­ταίχ­μιο), Νί­κος Δαβ­βέ­τας «Η ε­βραία νύ­φη» (Κέ­δρος), Έρση Σω­τη­ρο­πού­λου «Εύα» (Πα­τά­κης), Παύ­λος Μά­τε­σις «Graffito» (Κα­στα­νιώ­της), Ρέα Γα­λα­νά­κη «Φω­τιές του Ιού­δα, στά­χτες του Οι­δί­πο­δα» (Κα­στα­νιώ­της).
Το βρα­βείο μυ­θι­στο­ρή­μα­τος δό­θη­κε στην Βα­σι­λι­κή Ηλιο­πού­λου, κι αυ­τή “α­ου­τσάϊντε­ρ” α­πό τον χώ­ρο του κι­νη­μα­το­γρά­φου, για το πρώ­το της μυ­θι­στό­ρη­μα και α­ναμ­φι­βό­λως, το κα­λύ­τε­ρο α­πό τα τρία βι­βλία της. Όχι, ό­μως, το κα­λύ­τε­ρο της χρο­νιάς, σε μια χρο­νιά που δεν έ­λει­ψαν τα κα­λά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ώ­ρι­μων συγ­γρα­φέων.
Στους “βρα­χείς κα­τα­λό­γους” της Επι­τρο­πής για την πε­ζο­γρα­φία, πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι προ­τι­μή­θη­καν βι­βλία χω­ρίς μορ­φι­κές και­νο­το­μίες, τα ο­ποία θε­μα­τι­κά δεν αγ­γί­ζουν ε­πί­μα­χα προ­βλή­μα­τα και τρέ­χο­ντες προ­βλη­μα­τι­σμούς.

Βρα­βείο ποίη­σης

Για την ποίη­ση, η βρα­χεία λί­στα με­γα­λώ­νει: Ορέ­στης Αλε­ξά­κης, «Το άλ­μπουμ των α­πο­κομ­μά­των» (Γα­βριη­λί­δης), Χά­ρης Βλα­βια­νός «Δια­κο­πές στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: Ποιή­μα­τα /σχε­διά­σμα­τα/με­τα­γρα­φές» (Πα­τά­κης), Γιώρ­γος Γεωρ­γού­σης «Τα πα­λαιά χιό­νια» (Γα­βριη­λί­δης), Έλσα Κορ­νέ­τη «Ένα μπου­κέ­το ψα­ρο­κό­κα­λα» (Γα­βριη­λί­δης), Δη­μή­τρης Κο­σμό­που­λος «Βρα­χύ χρο­νι­κό» (Κέ­δρος), Πά­νος Κυ­πα­ρίσ­σης «Μαύ­ρο Βαμ­βά­κι» (Με­λά­νι), Πα­ντε­λής Μπου­κά­λας «Ρή­μα­τα» (Άγρα).
Εδώ, για πολ­λούς και ποι­κί­λους λό­γους, ο “λο­γο­τε­χνι­κός κα­νό­νας” ε­πη­ρεά­ζε­ται κι αυ­τός, σε με­γά­λο βαθ­μό, α­πό τα πρό­σω­πα. Προ­κα­λεί, πά­ντως, α­πο­ρία η πα­ρου­σία μιας νεό­τα­της ποιή­τριας, ό­πως η Έλσα Κορ­νέ­τη, με πρώ­τη εμ­φά­νι­ση το κα­λο­καί­ρι του 2007, και η α­που­σία ο­ρι­σμέ­νων πο­λύ κα­λών συλ­λο­γώ­ν: Γιάν­νης Πα­τί­λης «Ακτή Καλ­λι­μα­σιώ­τη και άλ­λα ποιή­μα­τα», Γιάν­νης Βαρ­βέ­ρης «Ο άν­θρω­πος μό­νος», Κώ­στας Πα­πα­γεωρ­γίου «Η λύ­πη των άλ­λων».
Το βρα­βείο ποίη­σης α­πο­νε­μή­θη­κε στον Πα­ντε­λή Μπου­κά­λα. Το βρα­βείο του «Δια­βά­ζω» εί­χε α­πο­νε­μη­θεί στον Χά­ρη Βλα­βια­νό. Δυο νεό­τε­ροι ποιη­τές, που πα­ρα­μέ­ρι­σαν τους λί­γο με­γα­λύ­τε­ρους, της γε­νιάς του ’70, πα­ρό­τι οι πρε­σβύ­τε­ροι εμ­φα­νί­στη­καν με πο­λύ κα­λά βι­βλία. Μό­νο μια πα­ρα­τή­ρη­ση, σχε­τι­κά με τη συ­γκε­κρι­μέ­νη βρά­βευ­ση, που δεν έ­χει σχέ­ση με το βρα­βευ­μέ­νο βι­βλίο ού­τε με τον ποιη­τή, αλ­λά α­φο­ρά α­πο­κλει­στι­κά και μό­νο τους κρι­τές. Σύμ­φω­να με τις φή­μες, ή­ταν το μό­νο βρα­βείο που α­πο­νε­μή­θη­κε ο­μό­φω­να. Μας γεν­νιέ­ται η α­πο­ρία, αν συ­νέ­τει­νε και ως ποιο βαθ­μό η ι­διό­τη­τα του Μπου­κά­λα ως βι­βλιο­κρι­τι­κού της ποίη­σης και υ­πεύ­θυ­νου της πλέ­ον έ­γκρι­της και μα­κρό­βιας σε­λί­δας βι­βλίου.

Λοι­πά βρα­βεία

Και για το Βρα­βείο Δο­κι­μίου – Κρι­τι­κής ο “βρα­χύς κα­τά­λο­γος” με­γα­λώ­νει: Δη­μή­τρης Ν. Λα­μπρέλ­λης «Η ε­πί­δρα­ση του Νί­τσε στην Ελλά­δα. “Τέ­χνη” και “Διό­νυ­σος”, Βλα­στός και Κα­ζα­ντζά­κης» (Πα­πα­ζή­σης), Διο­νύ­σης Κ. Μα­γκλι­βέ­ρας «Η α­ξιο­πρέ­πεια του αν­θρώ­που: Στο­χα­σμοί σε θέ­μα­τα των και­ρών μας» (Πα­πα­ζή­σης), Δ.Ν. Μα­ρω­νί­της «Τά­κης Σι­νό­που­λος – Μίλ­τος Σα­χτού­ρης: Με­λε­τή­μα­τα» (Πα­τά­κης), Πα­να­γιώ­της Νού­τσος «Δη­μή­τρης Χατ­ζής: Το δι­πλό βι­βλίο» (Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα), Νί­κος Σα­ρα­ντά­κος «Οι λέ­ξεις έ­χουν τη δι­κή τους ι­στο­ρία: Τριά­ντα συν μια ι­στο­ρίες λέ­ξεων που ί­σως να σας έ­χουν α­πα­σχο­λή­σει» (Ει­κο­στού Πρώ­του), Άγγε­λος Χα­νιώ­της «Θε­α­τρι­κό­τη­τα και δη­μό­σιος βίος στον ελ­λη­νι­στι­κό κό­σμο» (Πα­νε­πι­στη­μια­κές Εκδό­σεις Κρή­της), Γιάν­νης Ψυ­χο­παί­δης «Νό­στος: Μι­κρά κεί­με­να για την τέ­χνη» (Κέ­δρος).
Το βρα­βείο δό­θη­κε στον Άγγε­λο Χα­νιώ­τη. Ωστό­σο, τα μό­να βι­βλία, που α­νή­κουν σε αυ­τήν την κα­τη­γο­ρία εί­ναι του Μα­ρω­νί­τη και του Νού­τσου. Τα υ­πό­λοι­πα θα μπο­ρού­σαν να εί­ναι υ­πο­ψή­φια για βρα­βείο, γε­νι­κώς και α­ο­ρί­στως, δο­κι­μίου, ό­χι, ό­μως, λο­γο­τε­χνι­κού.
Για το Βρα­βείο Χρο­νι­κού – Μαρ­τυ­ρίας ο “βρα­χύς κα­τά­λο­γος” πε­ριο­ρί­ζε­ται στην πε­ντά­δα: Γιώρ­γος Βέ­ης «Από το Τό­κιο στο Χαρ­τού­μ: Μαρ­τυ­ρίες, συν­δη­λώ­σεις» (Κέ­δρος), Σα­ρά­ντος Ι. Καρ­γά­κος «Λι­βύη: α­να­ζη­τώ­ντας το χα­μέ­νο “σίλ­φιο” στην ελ­λη­νι­κή Κυ­ρή­νη» (Ι. Σι­δέ­ρης), Δη­μή­τρης Νι­κο­ρέτ­ζος «Ο ά­γνω­στος Ελύ­της της Μυ­τι­λή­νης» (Αιο­λί­δα), Σώ­τη Τρια­ντα­φύλ­λου «Ο χρό­νος πά­λι» (Πα­τά­κης), Αγα­μέ­μνων Φα­ρά­κος «Πώς δε­νό­ταν το α­τσά­λι: Τα πι­κρά, με­γά­λα, ω­ραία, χρό­νια» (Ιωλ­κός).
Το βρα­βείο δό­θη­κε στον Γιώρ­γο Βέη, που εί­χε τι­μη­θεί και το 2000 για βι­βλίο του ί­διου τύ­που. Κα­τά τα άλ­λα, πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι α­που­σιά­ζουν κα­λά βι­βλία μαρ­τυ­ρίας.
Σύμ­φω­να πά­ντα με τις φή­μες, ο­ρι­σμέ­να βι­βλία α­πο­κλεί­στη­καν, για­τί δεν κα­τα­τέ­θη­καν α­πό τους εκ­δό­τες τους ε­γκαί­ρως, δη­λα­δή ε­ντός του 2009, στην Εθνι­κή Βι­βλιο­θή­κη. Πρό­κει­ται για μια γρα­φειο­κρα­τι­κή διά­τα­ξη, που πα­ρου­σιά­ζε­ται συ­χνά ως πρό­σκομ­μα στη βρά­βευ­ση κα­λών βι­βλίων και την ο­ποία κα­ταρ­γεί ο και­νού­ριος νό­μος. Δε­δο­μέ­νου ό­τι ο εν λό­γω νό­μος ψη­φί­στη­κε στις 12.1.2011, θα μπο­ρού­σε να έ­χει α­να­δρο­μι­κή ι­σχύ. Εκεί­νο, πά­ντως, που προ­κα­λεί α­πο­ρία εί­ναι πως τυ­χαί­νει μι­κροί εκ­δό­τες, που εί­ναι θέ­μα αν έ­χουν έ­να το πο­λύ δυο βρα­βεύ­σι­μα βι­βλία, να εί­ναι ε­κεί­νοι που κα­τά κα­νό­να α­με­λούν την προ­βλε­πό­με­νη α­πό το νό­μο κα­τά­θε­ση α­ντι­τύ­που στην Εθνι­κή Βι­βλιο­θή­κη.

Με­γά­λο Βρα­βείο

Σύμ­φω­να με την ε­πί­ση­μη α­να­κοί­νω­ση και τα έ­ξι βρα­βεία, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του Με­γά­λου, δό­θη­καν “κα­τά πλειο­ψη­φία”. Ας α­κού­σου­με, ό­μως, τις φή­μες, που εί­ναι συ­χνά στα κα­θ’ η­μάς πε­ρισ­σό­τε­ρο έ­γκυ­ρες. Το Με­γά­λο Βρα­βείο α­πο­νε­μή­θη­κε στην Κι­κή Δη­μου­λά, με τέσ­σε­ρις ψή­φους στους ο­κτώ. Η πλειο­ψη­φία ε­πι­τεύχ­θη­κε με τη δι­πλή ψή­φο του προέ­δρου. Στην ε­πί­ση­μη α­να­κοί­νω­ση, δεν α­να­φέ­ρε­ται η α­που­σία κα­νε­νός μέ­λους. Απου­σία­ζε, ω­στό­σο, ο α­ντι­πρό­ε­δρος της Επι­τρο­πής, Βαγ­γέ­λης Αθα­να­σό­που­λος. Θυ­μί­ζου­με ό­τι η Κρι­τι­κή Επι­τρο­πή, με βά­ση τον προ­η­γού­με­νο νό­μο, α­παρ­τι­ζό­ταν α­πό τρεις πα­νε­πι­στη­μια­κούς, τρεις κρι­τι­κούς λο­γο­τε­χνίας και τρεις συγ­γρα­φείς. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη Επι­τρο­πή εί­χε τέσ­σε­ρις πα­νε­πι­στη­μια­κούς (Παν. Μα­στρο­δη­μή­τρης πρό­ε­δρος, Β. Αθα­να­σό­που­λος α­ντι­πρό­ε­δρος, Γ. Ανδρειω­μέ­νος, Β. Πά­τσιου), δυο κρι­τι­κούς (Χ. Δη­μα­κο­πού­λου, Κ. Σχι­νά) και τρεις συγ­γρα­φείς (Γ. Λε­ο­νάρ­δος, Θ. Νιάρ­χος, Κ. Χατ­ζηα­ντω­νίου), ό­που ο πρό­ε­δρος συμ­με­τεί­χε και με την ι­διό­τη­τα του κρι­τι­κού.
Η τε­λευ­ταία συ­νε­δρία α­να­βλή­θη­κε κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη. Μια ε­πι­πλέ­ον α­να­βο­λή δεν θα έ­βλα­πτε. Αντι­θέ­τως, η α­που­σία α­πό αυ­τήν του α­ντι­προέ­δρου ε­πι­σκία­σε την αί­γλη του Με­γά­λου Βρα­βείου. Επι­προ­σθέ­τως, γεν­νιέ­ται η υ­πο­ψία ό­τι μπο­ρεί να ε­πρό­κει­το για ε­σκεμ­μέ­νη α­που­σία. Ο α­ντι­πρό­ε­δρος διευ­θύ­νει τις εκ­δό­σεις του Ιδρύ­μα­τος Ου­ρά­νη, το ο­ποίο κη­δε­μο­νεύε­ται α­πό την Ακα­δη­μία Αθη­νών. Για­τί να μην ε­πι­λέ­ξει τη στά­ση του Πό­ντιου Πι­λά­του, σε μια κρί­ση, στην ο­ποία ε­μπλε­κό­ταν προ­σω­πι­κά. Ωστό­σο, το Με­γά­λο Βρα­βείο εί­θι­σται να α­πο­νέ­με­ται με ευ­ρεία συ­ναί­νε­ση. Για­τί οι τι­μώ­με­νοι εί­ναι πνευ­μα­τι­κοί άν­θρω­ποι, συ­νή­θως κο­ρυ­φαίοι, οι ο­ποίοι μάλ­λον τι­μούν τον θε­σμό πα­ρά τι­μώ­νται οι ί­διοι α­πό αυ­τόν. Από την άλ­λη, α­νέ­κα­θεν, το Με­γά­λο Βρα­βείο, λί­γο πο­λύ, το α­πο­φά­σι­ζε ο πρό­ε­δρος ή έ­στω, η δι­κή του γνώ­μη βά­ραι­νε. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, με βά­ση πά­ντο­τε τις φή­μες, ο πρό­ε­δρος φαί­νε­ται ό­τι εί­χε α­πο­φα­σί­σει, ευ­θύς εξ αρ­χής, Δη­μου­λά. Όσες προ­τά­σεις έ­γι­ναν, μάλ­λον στό­χευαν να προ­σβά­λουν την “η­γε­μο­νία” του προέ­δρου πα­ρά να αμ­φι­σβη­τή­σουν την υ­πο­ψή­φια. Έτσι, ό­μως, ε­ξέ­θε­σαν ε­πι­φα­νή πρό­σω­πα. Δα­σκά­λους κύ­ρους, ό­πως ο Δ. Ν. Μα­ρω­νί­της, στον ο­ποίο το Με­γά­λο Βρα­βείο θα α­να­με­νό­ταν να εί­χε α­πο­νε­μη­θεί ε­δώ και χρό­νια.
Η πρό­τα­ση, ό­μως, που υ­πο­βί­βα­σε την ό­λη δια­δι­κα­σία σχε­δόν σε πε­ζο­δρο­μια­κό ε­πί­πε­δο, ή­ταν ε­κεί­νη της τε­λευ­ταίας συ­νε­δρίας. Ένας α­πό τους πα­νε­πι­στη­μια­κούς εί­χε την φα­ει­νή ι­δέα να προ­τεί­νει ως υ­πο­ψή­φιο έ­ναν ε­πί­σης Ακα­δη­μαϊκό. Δυο Ακα­δη­μαϊκούς έ­χου­με, ό­λους κι ό­λους, α­πό το χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας, κι αυ­τούς τους κα­τε­βά­σα­με σε α­να­μέ­τρη­ση τύ­που “κο­κο­ρο­μα­χίας”. Και ο πρό­ε­δρος, α­ντί να δια­φυ­λά­ξει τους υ­πο­ψή­φιους, α­να­κη­ρύσ­σο­ντας, λ.χ., ά­κυ­ρη την ψη­φο­φο­ρία, ε­πέ­μει­νε πει­σμα­τι­κά στο πρό­σω­πο, που ε­ξαρ­χής εί­χε ει­ση­γη­θεί. Το α­πο­τέ­λε­σμα ή­ταν τον Θα­νά­ση Βαλ­τι­νό, που άλ­λες χώ­ρες θα κα­τέ­βα­λαν κά­θε προ­σπά­θεια να τον προ­βά­λουν για υ­ψη­λές διε­θνείς δια­κρί­σεις, ε­μείς να τον α­φή­νου­με “με­τα­ξε­τα­στέ­ο”. Και α­πό την άλ­λη, την Κι­κή Δη­μου­λά, που σή­με­ρα, τα παι­διά του Λυ­κείου την μα­θαί­νουν ως ι­σό­τι­μη ε­νός Διο­νυ­σίου Σο­λω­μού, ε­μείς να την βρα­βεύου­με χα­τι­ρι­κά.
Το γε­νι­κό­τε­ρο συ­μπέ­ρα­σμα και δί­δαγ­μα εί­ναι ό­τι η α­ξία των Κρα­τι­κών Βρα­βείων Λο­γο­τε­χνίας ε­ξαρ­τά­ται α­πό την Κρι­τι­κή Επι­τρο­πή. Ο νέ­ος νό­μος, ο ο­ποίος πολ­λά αλ­λά­ζει, για την Κρι­τι­κή Επι­τρο­πή α­να­φέ­ρει τα ε­ξής: «Τρο­πο­ποιεί­ται η σύν­θε­ση των Επι­τρο­πών ώ­στε να α­πο­δε­σμευ­θούν α­πό α­γκυ­λώ­σεις, να γί­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο πλου­ρα­λι­στι­κές και α­νοι­χτές στην κοι­νω­νία και, ι­δίως, τις νέες τά­σεις στο χώ­ρο του βι­βλίου.» Με αυ­τή τη γε­νι­κή και αό­ρι­στη δια­τύ­πω­ση, τι ά­ρα­γε μπο­ρεί να εν­νο­εί ο νο­μο­θέ­της;
Συγ­χα­ρη­τή­ρια στους βρα­βευ­μέ­νους. Και του χρό­νου με υ­γεία.


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 20/2/2011

Διηγηματογράφοι: οι λεπτουργοί της λογοτεχνίας

Νί­κη Τρουλ­λι­νού
«Ένα μο­λύ­βι στο κο­μο­δί­νο»
Εκδό­σεις Κέ­δρος
Νοέμ­βριος 2010

Πο­λύς λό­γος γί­νε­ται τε­λευ­ταία για το διή­γη­μα, που δη­μο­σιεύε­ται στα κα­θ’ η­μάς κα­τά την πρώ­τη δε­κα­ε­τία του νέ­ου αιώ­να. Πολ­λοί εί­ναι ε­κεί­νοι, που γρά­φουν για μα­στό­ρους του εί­δους αλ­λά και για τα­λα­ντού­χους εκ­κο­λα­πτό­με­νους. Κο­ντά στα άλ­λα, κα­ταρ­τί­ζουν και κα­τα­λό­γους διη­γη­μα­το­γρά­φων, ό­που, κα­τά την ε­λα­φρώς χυ­δαία λαϊκή ρή­ση, μπερ­δεύουν γρα­βά­τες με σώ­βρα­κα. Όλες οι ι­στο­ρίες δεν εί­ναι διη­γή­μα­τα. Με τη με­ζού­ρα, με­τρώ­ντας τις σε­λί­δες, δεν γί­νο­νται οι ει­δο­λο­γι­κές κα­τα­τά­ξεις. Το υ­πό­λοι­πο που μέ­νει, αν α­φαι­ρέ­σου­με μυ­θι­στό­ρη­μα και νου­βέ­λα, ο­ρί­ζε­ται, α­πλώς και μό­νο, ως σύ­ντο­μη ι­στο­ρία. Κι ας μη βια­στούν οι αγ­γλό­γλωσ­σοι να μας ε­πα­να­φέ­ρουν στην τά­ξη, θυ­μί­ζο­ντάς μας ό­τι σύ­ντο­μη ι­στο­ρία ή και α­πλώς, ι­στο­ρία, αγ­γλι­στί, ση­μαί­νει διή­γη­μα. Τι να κά­νου­με; Η ελ­λη­νι­κή φαί­νε­ται να έ­χει, σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, λε­κτι­κό πλεό­να­σμα. Η λέ­ξη διή­γη­μα δεν έ­χει α­κρι­βές α­ντί­στοι­χο στις άλ­λες, του­λά­χι­στον ευ­ρω­παϊκές, γλώσ­σες. Απο­δί­δε­ται, βε­βαίως, ως ι­στο­ρία, σύ­ντο­μη ι­στο­ρία ή και α­φή­γη­μα, αλ­λά δεν ταυ­τί­ζε­ται με αυ­τούς τους ό­ρους. Θα λέ­γα­με ό­τι τους ε­μπε­ριέ­χει, χω­ρίς να ε­ξαν­τλεί­ται σε αυ­τούς το εν­νοιο­λο­γι­κό της πε­ριε­χό­με­νο. Το ί­διο, άλ­λω­στε, συμ­βαί­νει και με τον ό­ρο λο­γο­τε­χνία, που δεν α­ντι­στοι­χεί στον ό­ρο γράμ­μα­τα. Για κα­κή μας τύ­χη, στα βα­φτί­σια του εί­δους, ε­πι­κρά­τη­σε ο ο­μη­ρι­στής Ιωάν­νης Πα­ντα­ζί­δης έ­να­ντι του ευ­ρω­παϊστή Ασώ­πιου. Αν εί­χα­με υιο­θε­τή­σει την ου­δέ­τε­ρη λέ­ξη γράμ­μα­τα, λα­τι­νι­στί literatura και τα πα­ρά­γω­γά της στις λα­τι­νο­γε­νείς γλώσ­σες, θα χώ­ρα­γαν σε αυ­τήν τα πά­ντα. Όλων των ει­δών οι ι­στο­ρίες και α­πα­ξά­πα­ντα τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ευ­πώ­λη­τα και μη. Το πο­λύ πο­λύ να προ­σθέ­τα­με και κα­νέ­ναν ε­πι­θε­τι­κό προσ­διο­ρι­σμό. Όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, το ε­λα­φρός, που τό­τε θα ταί­ρια­ζε. Ενώ, η λέ­ξη λο­γο­τε­χνία μας δέ­νει τα χέ­ρια. Έρχε­ται και ο­ρί­ζει α­πό μό­νη της, την πε­ριο­χή της ε­πι­κρά­τειάς της. Μας δε­σμεύει να ε­ντάσ­σου­με σε αυ­τήν ε­κεί­να και μό­νο τα πε­ζά που εί­ναι έρ­γα τέ­χνης του λό­γου. Έτσι, ξε­μπερ­δεύου­με και με τους κα­τα­λό­γους των ευ­πώ­λη­των, που, κά­τω α­πό τον τίτ­λο “ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία”, πα­ρα­θέ­τουν τα πρω­τεύο­ντα σε πω­λή­σεις μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ό­που α­να­ζη­τάς με το φα­νά­ρι έ­να βι­βλίο που να ε­μπε­ριέ­χει έ­στω και ψήγ­μα­τα λο­γο­τε­χνίας.
Πά­ντως, με τις πλη­θω­ρι­στι­κές τά­σεις που πα­ρα­τη­ρού­νται, και­ρός εί­ναι να εκ­με­ταλ­λευ­τού­με αυ­στη­ρό­τε­ρα ο­ρι­σμέ­νους ό­ρους, ό­πως το διή­γη­μα και η λο­γο­τε­χνία. Τώ­ρα, που ο­λοέ­να και πλη­θαί­νουν οι ι­στο­ρίες, κα­θώς υ­πε­ραυ­ξά­νο­νται οι συγ­γρα­φείς, χά­ρις και στον πολ­λα­πλα­σια­σμό των σχο­λών δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής. Σαν, δη­λα­δή, οι συγ­γρα­φείς στην Ελλά­δα να ή­ταν εί­δος σε α­νε­πάρ­κεια, που χρεια­ζό­ταν υ­πο­στή­ρι­ξη. Αν και εί­ναι ά­ξιο α­πο­ρίας, τι υ­πο­στή­ρι­ξη μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει έ­νας δι­δά­σκων, που ο ί­διος, κρί­νο­ντας α­πό τα βι­βλία του, έ­χει δυ­σκο­λίες με την α­φή­γη­ση και το στή­σι­μο μιας ι­στο­ρίας. Δε­δο­μέ­νης, ό­μως, της με­γά­λης ζή­τη­σης, δεν εί­ναι και λί­γοι ε­κεί­νοι εκ των δα­σκά­λων γρα­φής, που α­νή­κουν σε αυ­τήν την κα­τη­γο­ρία. Ύστε­ρα, με­γα­λώ­νει και ο ε­παγ­γελ­μα­τι­σμός των συγ­γρα­φέων, που τους ε­πι­βάλ­λει το τα­κτι­κό εκ­δο­τι­κό πα­ρών. Όπως και να το κά­νου­με, έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα δεν εί­ναι αυ­γό, να κά­νεις έ­να την η­μέ­ρα. Ενώ, για μια ι­στο­ρία, ό­λο και κά­τι γί­νε­ται. Βο­η­θούν και τα έ­ντυ­πα, που τις ζη­τούν ή και τις πα­ραγ­γέλ­νουν χον­δρι­κά. Κά­πως έ­τσι προ­κύ­πτουν, στο εν­διά­με­σο των μυ­θι­στο­ρη­μά­των, οι συλ­λο­γές ι­στο­ριών, που εκ­δί­δο­νται ψευ­δε­πί­γρα­φα ως συλ­λο­γές διη­γη­μά­των. Κα­τά την ρή­ση, που ι­σχύει για πρό­σω­πα και πράγ­μα­τα, εί­σαι ό­τι δη­λώ­νεις. Ακό­μη και η ε­φο­ρία, του­λά­χι­στον μέ­χρι πρό­τι­νος, δού­λευε με αυ­τήν την αρ­χή.
Υπάρ­χει, ό­μως, και έ­να άλ­λο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των κα­τα­λό­γων με διη­γη­μα­το­γρά­φους, που κα­τά και­ρούς κα­ταρ­τί­ζο­νται. Ενώ βρί­σκεις σε αυ­τούς μυ­θι­στο­ριο­γρά­φους, που έ­τυ­χε να εκ­δώ­σουν και μια δυο συλ­λο­γές ι­στο­ριών, ή, ε­πί­σης, νεό­τε­ρους συγ­γρα­φείς, που ξε­κί­νη­σαν με μια συλ­λο­γή, για να με­τα­πη­δή­σουν α­πό το ε­πό­με­νο βι­βλίο στο μυ­θι­στό­ρη­μα και ε­κεί, κα­τά κα­νό­να, να στε­ριώ­σουν, α­που­σιά­ζουν συγ­γρα­φείς, που, μέ­σα α­πό τα βι­βλία τους, συ­στή­νο­νται ως διη­γη­μα­το­γρά­φοι. Δεν εν­νοού­με, προ­φα­νώς, το πλή­θος των συλ­λο­γών τους, α­ντι­θέ­τως, αυ­τό, στους γνή­σιους διη­γη­μα­το­γρά­φους, εί­ναι μι­κρό, αλ­λά τους τρό­πους γρα­φής. Συ­νή­θως συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται ό­σοι α­πα­σχο­λούν τον Τύ­πο, κυ­ρίως με συ­νε­ντεύ­ξεις. Το ί­διο το βι­βλίο βα­ραί­νει μό­νο αν έ­χει ε­πι­και­ρι­κό θέ­μα. Πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­θο­ρι­στι­κός εί­ναι ο ρό­λος του εκ­δό­τη. Γε­γο­νός που γί­νε­ται πρό­δη­λο, ό­ταν ο συγ­γρα­φέ­ας αλ­λά­ζει εκ­δο­τι­κό οί­κο. Με­τοι­κε­σία, που, τον τε­λευ­ταίο και­ρό, γί­νε­ται, ό­λο και συ­χνό­τε­ρα, με πρω­ταρ­χι­κό ό­ρο την προ­βο­λή και δευ­τε­ρευό­ντως, τα συγ­γρα­φι­κά πο­σο­στά. Όπως και να έ­χει, α­νά­με­σα στους α­φα­νείς, πρώ­τοι και κα­λύ­τε­ροι εί­ναι οι κα­τοι­κού­ντες στην ε­παρ­χία. Χά­ριν παι­διάς, ας α­να­φέ­ρου­με τα δυο ά­κρα του φά­σμα­τος προ­βο­λής. Στη μια ά­κρη βρί­σκο­νται οι κά­τοι­κοι, λ.χ., Βέ­ροιας, Κα­στο­ριάς ή και της τυ­χού­σας νή­σου και στην άλ­λη, ο ε­γκα­τε­στη­μέ­νος στην Γη­ραιά Αλβιό­να. Ει­δι­κά, η Αγγλία μα­γνη­τί­ζει πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη ευ­ρω­παϊκή χώ­ρα. Μάλ­λον θα πρό­κει­ται για ε­να­πο­μεί­να­σα έ­ξη του συλ­λο­γι­κού υ­πο­συ­νεί­δη­του.
Κα­τά τα άλ­λα, ο χώ­ρος του διη­γή­μα­τος στά­θη­κε α­νέ­κα­θεν αν­δρο­κρα­τού­με­νος. Μια α­πό τις λι­γο­στές θή­λειες πα­ρου­σίες σε αυ­τόν εί­ναι η Νί­κη Τρουλ­λι­νού. Κά­τοι­κος Κρή­της, ε­ξέ­δω­σε την πρώ­τη της συλ­λο­γή το 1995, ι­δίοις α­να­λώ­μα­σιν, στο Ηρά­κλειο. Επει­δή, ό­μως, οι εκ­δό­σεις της ε­παρ­χίας, της Θεσ­σα­λο­νί­κης συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης, δεν α­πα­σχο­λούν την Αθή­να, ως πρώ­τη εμ­φά­νι­σή της θεω­ρή­θη­κε η δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή, «Μα­ράλ ό­πως Μα­ρία» του 2002. Ακο­λού­θη­σε μια τρί­τη, το 2006, «Και φύ­ση­ξε νο­τιάς…» Και οι δυο αυ­τές συλ­λο­γές κυ­κλο­φό­ρη­σαν α­πό τις εκ­δό­σεις «Το Ρο­δα­κιό». Τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, με­τα­κι­νή­θη­κε στις εκ­δό­σεις «Κέ­δρος», ό­που και ε­ξέ­δω­σε το πρώ­το της μυ­θι­στό­ρη­μα, «Μ’ έ­να κα­φά­σι μπί­ρες». Για τις δυο α­θη­ναϊκές συλ­λο­γές διη­γη­μά­των εί­χα­με γρά­ψει τα κα­λύ­τε­ρα, ε­νώ, για το μυ­θι­στό­ρη­μα, εί­χα­με μάλ­λον ε­ξαν­τλή­σει την αυ­στη­ρό­τη­τά μας. Ας ό­ψε­ται η α­πο­γοή­τευ­σή μας. Εί­χα­με πι­στέ­ψει ό­τι η Τρουλ­λι­νού, με το γε­ρό σκα­ρί της Κρη­τι­κιάς, θα ά­ντε­χε την βα­ριά κα­λο­γε­ρι­κή της διη­γη­μα­το­γρα­φίας. Τε­λι­κά, τον πή­χυ μιας βι­βλιο­κρι­σίας τον ο­ρί­ζει ο ί­διος ο συγ­γρα­φέ­ας, κι ας μην το α­ντι­λαμ­βά­νε­ται. Αλλιώς α­ντι­με­τω­πί­ζεις το βι­βλίο ε­νός ε­παγ­γελ­μα­τία συγ­γρα­φέα, που εκ­δί­δει χρό­νο πα­ρά χρό­νο. Αλλιώς του μυ­θι­στο­ριο­γρά­φου, που ξέ­μει­νε α­πό ι­δέες και α­πο­φά­σι­σε να συ­γκε­ντρώ­σει τις δη­μο­σιευ­μέ­νες ι­στο­ρίες του. Αλλιώς του ερ­χό­με­νου α­πό άλ­λο ε­παγ­γελ­μα­τι­κό ή και καλ­λι­τε­χνι­κό χώ­ρο, που α­να­κά­λυ­ψε ό­τι δια­θέ­τει κι αυ­τός εν­δια­φέ­ρου­σες ε­μπει­ρίες και εί­πε να δο­κι­μά­σει την τύ­χη του και στην α­γο­ρά βι­βλίου. Και αλ­λιώς, την α­μι­γώς λο­γο­τε­χνι­κή πε­ρί­πτω­ση.
Τε­λι­κά, η Τρουλ­λι­νού ε­ξέ­δω­σε στον και­νού­ριο της εκ­δό­τη και την πρώ­τη της συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, την η­ρα­κλειώ­τι­κη. Σύμ­φω­να με τον κο­λο­φώ­να, εκ­δό­θη­καν μό­λις 500 α­ντί­τυ­πα. Πρό­κει­ται για πέ­ντε διη­γή­μα­τα με­τά “ε­πι­λό­γου”. Στην κα­τα­λη­κτι­κή “ση­μείω­ση”, α­να­φέ­ρει ό­τι δεν άλ­λα­ξε τί­πο­τα σε σχέ­ση με την πρώ­τη έκ­δο­ση. Ως γνω­στόν, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι συγ­γρα­φείς ξε­κι­νούν με πρω­τό­λεια. Ορι­σμέ­νοι, ό­μως, εμ­φα­νί­ζο­νται σαν έ­τοι­μοι α­πό και­ρό. Κυ­ρίως, ό­σοι εκ­δί­δουν το πρώ­το τους βι­βλίο σε κά­πως με­γα­λύ­τε­ρη η­λι­κία, ό­πως η Τρουλ­λι­νού. Κι αυ­τό έρ­χε­ται να α­πο­δεί­ξει η έως σή­με­ρα λαν­θά­νου­σα πρώ­τη της συλ­λο­γή.
Σε έ­να διή­γη­μα, η α­φη­γή­τρια α­νι­στο­ρεί μια ε­πί­σκε­ψη σε νε­κρο­τα­φείο, με α­φορ­μή την κη­δεία μιας θείας της. Σε μό­λις δυο σε­λί­δες α­πλώ­νε­ται η πε­ρι­γρα­φή του ε­παρ­χια­κού κοι­μη­τη­ρίου. Αρκούν για να σχη­μα­τι­στεί το σκη­νι­κό, με τις λέ­ξεις να με­τα­φέ­ρουν το αί­σθη­μα μα­ταιό­τη­τας και μα­ζί μια πι­κρί­ζου­σα ει­ρω­νεία. Στο υ­πό­λοι­πο διή­γη­μα, κοι­τά­ζο­ντας η α­φη­γή­τρια την α­πο­θα­νού­σα, ύ­πτια και α­τά­ρα­χη, την κα­τα­κλύ­ζουν οι μνή­μες. Ου­σια­στι­κά, τα παι­δι­κά της χρό­νια α­να­κα­λεί. Όλα ε­κεί­να, που τό­τε της φαί­νο­νταν ση­μα­ντι­κά και με­γά­λα. Από την νε­κρή έ­χουν μεί­νει μό­νο κά­ποιες α­σή­μα­ντες λε­πτο­μέ­ρειες: Ένα βλέμ­μα, μια κου­βέ­ντα και κυ­ρίως, τα κου­τσο­μπο­λιά, μα­ζί με μια δι­κή της α­πο­ρία. Ήταν η θεί­τσα παρ­θέ­να, για δεν ή­τα­ν; Ενώ, στην α­φή­γη­ση, πα­ρει­σφρέ­ουν νύ­ξεις για τη στά­ση των ντό­πιων α­πέ­να­ντι στους πρό­σφυ­γες α­πό την Σμύρ­νη.
Η Τρουλ­λι­νού γνω­ρί­ζει την τέ­χνη της πύ­κνω­σης και της με­τα­φο­ράς. Σε έ­να διή­γη­μα πε­ρι­γρά­φει μια πα­ρά­ξε­νη τα­φή. Μια κο­πέ­λα προ­σπα­θεί να πα­ρα­κάμ­ψει τα γρα­φειο­κρα­τι­κά κω­λύ­μα­τα και να θά­ψει έ­να δε­ξί πό­δι. Σύμ­φω­να με την ά­δεια τα­φής, που με δυ­σκο­λία ε­ξα­σφά­λι­σε, “α­φαι­ρέ­θη κα­τά την χει­ρουρ­γι­κή ε­πέμ­βα­ση”. Πη­γαί­νο­ντας στο νε­κρο­τα­φείο θυ­μά­ται τις ι­στο­ρίες που ο αλ­λο­τι­νός κά­το­χος του πο­διού της έ­λε­γε. Εκεί­νος εί­χε γνω­ρί­σει την Σμύρ­νη στις κα­λές της η­μέ­ρες. Μό­λις που πρό­λα­βε να φύ­γει στην Κα­τα­στρο­φή. Με τις ι­στο­ρίες του για τα κα­τορ­θώ­μα­τα του Τσα­κι­ντζή και τους κή­πους του Αϊδι­νιού εί­χε με­γα­λώ­σει. Τώ­ρα, τις α­να­κα­λεί, με την πα­ρα­πο­νε­μέ­νη ε­πω­δό “μου ’τα­ξες πολ­λά”, γε­μά­τες κε­νά και α­πο­σιω­πη­τι­κά, να α­να­κα­τεύουν τα συμ­βά­ντα με τα πα­ρα­μύ­θια. Τε­λι­κά, εί­ναι πια πο­λύ αρ­γά για τις πραγ­μα­τι­κές ι­στο­ρίες.
Το θέ­μα της Τρουλ­λι­νού, α­πό την αρ­χή, ή­ταν ο ε­πι­λε­κτι­κός και πε­ρί­πλο­κος τρό­πος, που δου­λεύει η μνή­μη, με α­συ­νεί­δη­το αλ­λά στα­θε­ρό ο­δη­γό το αί­σθη­μα. Στο με­γα­λύ­τε­ρο διή­γη­μα, α­φη­γεί­ται με πλά­γιο τρό­πο την ι­στο­ρία ε­νός ει­δυλ­λίου, που ξε­κί­νη­σε ρο­μα­ντι­κά, με­σού­σης της Δι­κτα­το­ρίας, στο κλί­μα πα­ρα­νο­μίας ε­κεί­νης της ε­πο­χής, και τε­λείω­σε με έ­να δια­ζύ­γιο, που ρυθ­μί­στη­κε δια αλ­λη­λο­γρα­φίας, με την α­νταλ­λα­γή ση­μειω­μά­των. Η ε­ρω­τι­κή ι­στο­ρία δεν εί­ναι πα­ρά η α­φορ­μή για να φα­νεί το πώς ε­κεί­νοι οι ε­πα­να­στα­τη­μέ­νοι νέ­οι έ­γι­ναν “γιά­πη­δες”. Το διή­γη­μα προ­δί­δει το πο­λι­τι­κο­ποιη­μέ­νο προ­φίλ της συγ­γρα­φέως, που δη­λώ­θη­κε ευ­κρι­νέ­στε­ρα στο μυ­θι­στό­ρη­μά της. Ένα κα­λύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα, πά­ντα ως προς τη μνή­μη, εί­ναι το διή­γη­μα με τίτ­λο το «Μπα­ού­λο». Πρώ­τα η πε­ρι­γρα­φή των με­γά­λων μπα­ού­λων, που φτιά­χναν κά­πο­τε οι μά­στο­ροι, και με­τά, η α­φή­γη­ση των ί­διων των μα­στό­ρων, που η τέ­χνη τους πή­γαι­νε α­πό πα­τέ­ρα σε γιο, ε­νώ, έν­θε­τη το­πο­θε­τεί­ται η α­φή­γη­ση μιας γυ­ναί­κας, που βλέ­πει τα μπα­ού­λα να αλ­λά­ζουν τό­πους. Τε­λι­κά, συ­ναρ­πα­στι­κό­τε­ρες α­πό τις αν­θρώ­πι­νες πε­ρι­πέ­τειες α­πο­δει­κνύο­νται ε­κεί­νες του τε­λευ­ταίου μπα­ού­λου, που πού­λη­σε ο μά­στο­ρας, κα­θώς σε αυ­τές μπλέ­κο­νται οι τύ­χες των αλ­λο­τι­νών με­τα­να­στών σε Αμε­ρι­κή και Αυ­στρα­λία.
Τε­λι­κά, αν θέ­λει κά­ποιος έ­ναν μπού­σου­λα, για το ξε­διά­λεγ­μα της ή­ρας α­πό το στά­ρι, στην πε­ρί­πτω­σή μας του διη­γή­μα­τος α­πό τις ι­στο­ρίες, δεν χρειά­ζε­ται να α­να­ζη­τή­σει θέ­μα­τα και μορ­φι­κές και­νο­το­μίες. Αρκεί, δια­βά­ζο­ντας τις λί­γες σε­λί­δες ε­νός διη­γή­μα­τος, να με­ταγ­γί­ζε­ται λε­πταί­σθη­τη συ­γκί­νη­ση. Η συμ­βου­λή μας, πά­ντως, εί­ναι να μην α­να­τρέ­ξει στον κα­τά­λο­γο των βρα­βευ­μέ­νων με κρα­τι­κό λο­γο­τε­χνι­κό βρα­βείο διη­γή­μα­τος, για­τί θα μπερ­δευ­τεί. Συ­χνά, το βρα­βείο διη­γή­μα­τος δί­νε­ται σε γνω­στούς μυ­θι­στο­ριο­γρά­φους για τη μια συλ­λο­γή ι­στο­ριών, που πα­ρε­μπι­πτό­ντως ε­ξέ­δω­σαν. Ένας, μά­λι­στα, α­πό τους τε­λευ­ταίους βρα­βευ­μέ­νους, σε μια σπά­νια κρί­σης αυ­το­γνω­σίας, έ­ψε­ξε την κρι­τι­κή ε­πι­τρο­πή, ό­τι τον τί­μη­σε με το λά­θος βρα­βείο. Από την άλ­λη, οι ση­μα­ντι­κό­τε­ροι διη­γη­μα­το­γρά­φοι ό­λων των κλά­σεων α­που­σιά­ζουν. Μέ­χρι του ση­μείου, η μη βρά­βευ­ση με κρα­τι­κό βρα­βείο διη­γή­μα­τος να συ­νι­στά έ­να πρώ­το κρι­τή­ριο α­ξιο­λό­γη­σης και πρό­κρι­μα για την κα­τά­τα­ξη στη λί­στα των λε­πτουρ­γών της λο­γο­τε­χνίας.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δη­μο­σιεύ­θη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα "Η Επο­χή" στις 13/2/2011