«Ένα μολύβι στο κομοδίνο»
Εκδόσεις Κέδρος
Νοέμβριος 2010
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για το διήγημα, που δημοσιεύεται στα καθ’ ημάς κατά την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα. Πολλοί είναι εκείνοι, που γράφουν για μαστόρους του είδους αλλά και για ταλαντούχους εκκολαπτόμενους. Κοντά στα άλλα, καταρτίζουν και καταλόγους διηγηματογράφων, όπου, κατά την ελαφρώς χυδαία λαϊκή ρήση, μπερδεύουν γραβάτες με σώβρακα. Όλες οι ιστορίες δεν είναι διηγήματα. Με τη μεζούρα, μετρώντας τις σελίδες, δεν γίνονται οι ειδολογικές κατατάξεις. Το υπόλοιπο που μένει, αν αφαιρέσουμε μυθιστόρημα και νουβέλα, ορίζεται, απλώς και μόνο, ως σύντομη ιστορία. Κι ας μη βιαστούν οι αγγλόγλωσσοι να μας επαναφέρουν στην τάξη, θυμίζοντάς μας ότι σύντομη ιστορία ή και απλώς, ιστορία, αγγλιστί, σημαίνει διήγημα. Τι να κάνουμε; Η ελληνική φαίνεται να έχει, σε αυτήν την περίπτωση, λεκτικό πλεόνασμα. Η λέξη διήγημα δεν έχει ακριβές αντίστοιχο στις άλλες, τουλάχιστον ευρωπαϊκές, γλώσσες. Αποδίδεται, βεβαίως, ως ιστορία, σύντομη ιστορία ή και αφήγημα, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτούς τους όρους. Θα λέγαμε ότι τους εμπεριέχει, χωρίς να εξαντλείται σε αυτούς το εννοιολογικό της περιεχόμενο. Το ίδιο, άλλωστε, συμβαίνει και με τον όρο λογοτεχνία, που δεν αντιστοιχεί στον όρο γράμματα. Για κακή μας τύχη, στα βαφτίσια του είδους, επικράτησε ο ομηριστής Ιωάννης Πανταζίδης έναντι του ευρωπαϊστή Ασώπιου. Αν είχαμε υιοθετήσει την ουδέτερη λέξη γράμματα, λατινιστί literatura και τα παράγωγά της στις λατινογενείς γλώσσες, θα χώραγαν σε αυτήν τα πάντα. Όλων των ειδών οι ιστορίες και απαξάπαντα τα μυθιστορήματα, ευπώλητα και μη. Το πολύ πολύ να προσθέταμε και κανέναν επιθετικό προσδιορισμό. Όπως, για παράδειγμα, το ελαφρός, που τότε θα ταίριαζε. Ενώ, η λέξη λογοτεχνία μας δένει τα χέρια. Έρχεται και ορίζει από μόνη της, την περιοχή της επικράτειάς της. Μας δεσμεύει να εντάσσουμε σε αυτήν εκείνα και μόνο τα πεζά που είναι έργα τέχνης του λόγου. Έτσι, ξεμπερδεύουμε και με τους καταλόγους των ευπώλητων, που, κάτω από τον τίτλο “ελληνική λογοτεχνία”, παραθέτουν τα πρωτεύοντα σε πωλήσεις μυθιστορήματα, όπου αναζητάς με το φανάρι ένα βιβλίο που να εμπεριέχει έστω και ψήγματα λογοτεχνίας.
Πάντως, με τις πληθωριστικές τάσεις που παρατηρούνται, καιρός είναι να εκμεταλλευτούμε αυστηρότερα ορισμένους όρους, όπως το διήγημα και η λογοτεχνία. Τώρα, που ολοένα και πληθαίνουν οι ιστορίες, καθώς υπεραυξάνονται οι συγγραφείς, χάρις και στον πολλαπλασιασμό των σχολών δημιουργικής γραφής. Σαν, δηλαδή, οι συγγραφείς στην Ελλάδα να ήταν είδος σε ανεπάρκεια, που χρειαζόταν υποστήριξη. Αν και είναι άξιο απορίας, τι υποστήριξη μπορεί να προσφέρει ένας διδάσκων, που ο ίδιος, κρίνοντας από τα βιβλία του, έχει δυσκολίες με την αφήγηση και το στήσιμο μιας ιστορίας. Δεδομένης, όμως, της μεγάλης ζήτησης, δεν είναι και λίγοι εκείνοι εκ των δασκάλων γραφής, που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Ύστερα, μεγαλώνει και ο επαγγελματισμός των συγγραφέων, που τους επιβάλλει το τακτικό εκδοτικό παρών. Όπως και να το κάνουμε, ένα μυθιστόρημα δεν είναι αυγό, να κάνεις ένα την ημέρα. Ενώ, για μια ιστορία, όλο και κάτι γίνεται. Βοηθούν και τα έντυπα, που τις ζητούν ή και τις παραγγέλνουν χονδρικά. Κάπως έτσι προκύπτουν, στο ενδιάμεσο των μυθιστορημάτων, οι συλλογές ιστοριών, που εκδίδονται ψευδεπίγραφα ως συλλογές διηγημάτων. Κατά την ρήση, που ισχύει για πρόσωπα και πράγματα, είσαι ότι δηλώνεις. Ακόμη και η εφορία, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, δούλευε με αυτήν την αρχή.
Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο χαρακτηριστικό των καταλόγων με διηγηματογράφους, που κατά καιρούς καταρτίζονται. Ενώ βρίσκεις σε αυτούς μυθιστοριογράφους, που έτυχε να εκδώσουν και μια δυο συλλογές ιστοριών, ή, επίσης, νεότερους συγγραφείς, που ξεκίνησαν με μια συλλογή, για να μεταπηδήσουν από το επόμενο βιβλίο στο μυθιστόρημα και εκεί, κατά κανόνα, να στεριώσουν, απουσιάζουν συγγραφείς, που, μέσα από τα βιβλία τους, συστήνονται ως διηγηματογράφοι. Δεν εννοούμε, προφανώς, το πλήθος των συλλογών τους, αντιθέτως, αυτό, στους γνήσιους διηγηματογράφους, είναι μικρό, αλλά τους τρόπους γραφής. Συνήθως συμπεριλαμβάνονται όσοι απασχολούν τον Τύπο, κυρίως με συνεντεύξεις. Το ίδιο το βιβλίο βαραίνει μόνο αν έχει επικαιρικό θέμα. Περισσότερο καθοριστικός είναι ο ρόλος του εκδότη. Γεγονός που γίνεται πρόδηλο, όταν ο συγγραφέας αλλάζει εκδοτικό οίκο. Μετοικεσία, που, τον τελευταίο καιρό, γίνεται, όλο και συχνότερα, με πρωταρχικό όρο την προβολή και δευτερευόντως, τα συγγραφικά ποσοστά. Όπως και να έχει, ανάμεσα στους αφανείς, πρώτοι και καλύτεροι είναι οι κατοικούντες στην επαρχία. Χάριν παιδιάς, ας αναφέρουμε τα δυο άκρα του φάσματος προβολής. Στη μια άκρη βρίσκονται οι κάτοικοι, λ.χ., Βέροιας, Καστοριάς ή και της τυχούσας νήσου και στην άλλη, ο εγκατεστημένος στην Γηραιά Αλβιόνα. Ειδικά, η Αγγλία μαγνητίζει πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Μάλλον θα πρόκειται για εναπομείνασα έξη του συλλογικού υποσυνείδητου.
Κατά τα άλλα, ο χώρος του διηγήματος στάθηκε ανέκαθεν ανδροκρατούμενος. Μια από τις λιγοστές θήλειες παρουσίες σε αυτόν είναι η Νίκη Τρουλλινού. Κάτοικος Κρήτης, εξέδωσε την πρώτη της συλλογή το 1995, ιδίοις αναλώμασιν, στο Ηράκλειο. Επειδή, όμως, οι εκδόσεις της επαρχίας, της Θεσσαλονίκης συμπεριλαμβανομένης, δεν απασχολούν την Αθήνα, ως πρώτη εμφάνισή της θεωρήθηκε η δεύτερη συλλογή, «Μαράλ όπως Μαρία» του 2002. Ακολούθησε μια τρίτη, το 2006, «Και φύσηξε νοτιάς…» Και οι δυο αυτές συλλογές κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό». Τρία χρόνια αργότερα, μετακινήθηκε στις εκδόσεις «Κέδρος», όπου και εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, «Μ’ ένα καφάσι μπίρες». Για τις δυο αθηναϊκές συλλογές διηγημάτων είχαμε γράψει τα καλύτερα, ενώ, για το μυθιστόρημα, είχαμε μάλλον εξαντλήσει την αυστηρότητά μας. Ας όψεται η απογοήτευσή μας. Είχαμε πιστέψει ότι η Τρουλλινού, με το γερό σκαρί της Κρητικιάς, θα άντεχε την βαριά καλογερική της διηγηματογραφίας. Τελικά, τον πήχυ μιας βιβλιοκρισίας τον ορίζει ο ίδιος ο συγγραφέας, κι ας μην το αντιλαμβάνεται. Αλλιώς αντιμετωπίζεις το βιβλίο ενός επαγγελματία συγγραφέα, που εκδίδει χρόνο παρά χρόνο. Αλλιώς του μυθιστοριογράφου, που ξέμεινε από ιδέες και αποφάσισε να συγκεντρώσει τις δημοσιευμένες ιστορίες του. Αλλιώς του ερχόμενου από άλλο επαγγελματικό ή και καλλιτεχνικό χώρο, που ανακάλυψε ότι διαθέτει κι αυτός ενδιαφέρουσες εμπειρίες και είπε να δοκιμάσει την τύχη του και στην αγορά βιβλίου. Και αλλιώς, την αμιγώς λογοτεχνική περίπτωση.
Τελικά, η Τρουλλινού εξέδωσε στον καινούριο της εκδότη και την πρώτη της συλλογή διηγημάτων, την ηρακλειώτικη. Σύμφωνα με τον κολοφώνα, εκδόθηκαν μόλις 500 αντίτυπα. Πρόκειται για πέντε διηγήματα μετά “επιλόγου”. Στην καταληκτική “σημείωση”, αναφέρει ότι δεν άλλαξε τίποτα σε σχέση με την πρώτη έκδοση. Ως γνωστόν, οι περισσότεροι συγγραφείς ξεκινούν με πρωτόλεια. Ορισμένοι, όμως, εμφανίζονται σαν έτοιμοι από καιρό. Κυρίως, όσοι εκδίδουν το πρώτο τους βιβλίο σε κάπως μεγαλύτερη ηλικία, όπως η Τρουλλινού. Κι αυτό έρχεται να αποδείξει η έως σήμερα λανθάνουσα πρώτη της συλλογή.
Σε ένα διήγημα, η αφηγήτρια ανιστορεί μια επίσκεψη σε νεκροταφείο, με αφορμή την κηδεία μιας θείας της. Σε μόλις δυο σελίδες απλώνεται η περιγραφή του επαρχιακού κοιμητηρίου. Αρκούν για να σχηματιστεί το σκηνικό, με τις λέξεις να μεταφέρουν το αίσθημα ματαιότητας και μαζί μια πικρίζουσα ειρωνεία. Στο υπόλοιπο διήγημα, κοιτάζοντας η αφηγήτρια την αποθανούσα, ύπτια και ατάραχη, την κατακλύζουν οι μνήμες. Ουσιαστικά, τα παιδικά της χρόνια ανακαλεί. Όλα εκείνα, που τότε της φαίνονταν σημαντικά και μεγάλα. Από την νεκρή έχουν μείνει μόνο κάποιες ασήμαντες λεπτομέρειες: Ένα βλέμμα, μια κουβέντα και κυρίως, τα κουτσομπολιά, μαζί με μια δική της απορία. Ήταν η θείτσα παρθένα, για δεν ήταν; Ενώ, στην αφήγηση, παρεισφρέουν νύξεις για τη στάση των ντόπιων απέναντι στους πρόσφυγες από την Σμύρνη.
Η Τρουλλινού γνωρίζει την τέχνη της πύκνωσης και της μεταφοράς. Σε ένα διήγημα περιγράφει μια παράξενη ταφή. Μια κοπέλα προσπαθεί να παρακάμψει τα γραφειοκρατικά κωλύματα και να θάψει ένα δεξί πόδι. Σύμφωνα με την άδεια ταφής, που με δυσκολία εξασφάλισε, “αφαιρέθη κατά την χειρουργική επέμβαση”. Πηγαίνοντας στο νεκροταφείο θυμάται τις ιστορίες που ο αλλοτινός κάτοχος του ποδιού της έλεγε. Εκείνος είχε γνωρίσει την Σμύρνη στις καλές της ημέρες. Μόλις που πρόλαβε να φύγει στην Καταστροφή. Με τις ιστορίες του για τα κατορθώματα του Τσακιντζή και τους κήπους του Αϊδινιού είχε μεγαλώσει. Τώρα, τις ανακαλεί, με την παραπονεμένη επωδό “μου ’ταξες πολλά”, γεμάτες κενά και αποσιωπητικά, να ανακατεύουν τα συμβάντα με τα παραμύθια. Τελικά, είναι πια πολύ αργά για τις πραγματικές ιστορίες.
Το θέμα της Τρουλλινού, από την αρχή, ήταν ο επιλεκτικός και περίπλοκος τρόπος, που δουλεύει η μνήμη, με ασυνείδητο αλλά σταθερό οδηγό το αίσθημα. Στο μεγαλύτερο διήγημα, αφηγείται με πλάγιο τρόπο την ιστορία ενός ειδυλλίου, που ξεκίνησε ρομαντικά, μεσούσης της Δικτατορίας, στο κλίμα παρανομίας εκείνης της εποχής, και τελείωσε με ένα διαζύγιο, που ρυθμίστηκε δια αλληλογραφίας, με την ανταλλαγή σημειωμάτων. Η ερωτική ιστορία δεν είναι παρά η αφορμή για να φανεί το πώς εκείνοι οι επαναστατημένοι νέοι έγιναν “γιάπηδες”. Το διήγημα προδίδει το πολιτικοποιημένο προφίλ της συγγραφέως, που δηλώθηκε ευκρινέστερα στο μυθιστόρημά της. Ένα καλύτερο παράδειγμα, πάντα ως προς τη μνήμη, είναι το διήγημα με τίτλο το «Μπαούλο». Πρώτα η περιγραφή των μεγάλων μπαούλων, που φτιάχναν κάποτε οι μάστοροι, και μετά, η αφήγηση των ίδιων των μαστόρων, που η τέχνη τους πήγαινε από πατέρα σε γιο, ενώ, ένθετη τοποθετείται η αφήγηση μιας γυναίκας, που βλέπει τα μπαούλα να αλλάζουν τόπους. Τελικά, συναρπαστικότερες από τις ανθρώπινες περιπέτειες αποδεικνύονται εκείνες του τελευταίου μπαούλου, που πούλησε ο μάστορας, καθώς σε αυτές μπλέκονται οι τύχες των αλλοτινών μεταναστών σε Αμερική και Αυστραλία.
Τελικά, αν θέλει κάποιος έναν μπούσουλα, για το ξεδιάλεγμα της ήρας από το στάρι, στην περίπτωσή μας του διηγήματος από τις ιστορίες, δεν χρειάζεται να αναζητήσει θέματα και μορφικές καινοτομίες. Αρκεί, διαβάζοντας τις λίγες σελίδες ενός διηγήματος, να μεταγγίζεται λεπταίσθητη συγκίνηση. Η συμβουλή μας, πάντως, είναι να μην ανατρέξει στον κατάλογο των βραβευμένων με κρατικό λογοτεχνικό βραβείο διηγήματος, γιατί θα μπερδευτεί. Συχνά, το βραβείο διηγήματος δίνεται σε γνωστούς μυθιστοριογράφους για τη μια συλλογή ιστοριών, που παρεμπιπτόντως εξέδωσαν. Ένας, μάλιστα, από τους τελευταίους βραβευμένους, σε μια σπάνια κρίσης αυτογνωσίας, έψεξε την κριτική επιτροπή, ότι τον τίμησε με το λάθος βραβείο. Από την άλλη, οι σημαντικότεροι διηγηματογράφοι όλων των κλάσεων απουσιάζουν. Μέχρι του σημείου, η μη βράβευση με κρατικό βραβείο διηγήματος να συνιστά ένα πρώτο κριτήριο αξιολόγησης και πρόκριμα για την κατάταξη στη λίστα των λεπτουργών της λογοτεχνίας.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/2/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου