Στις 14 Φεβρουαρίου ανακοινώθηκαν από τη Διεύθυνση Γραμμάτων της Γενικής Διεύθυνσης Σύγχρονου Πολιτισμού του ΥΠΠΟΤ τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2010, που αφορούν όσα βιβλία εκδόθηκαν εντός του 2009. Θα έπρεπε να είχαν ανακοινωθεί εντός του 2010. Το γεγονός, όμως, ότι άργησαν κοντά δυο μήνες, δεν πιστεύουμε ότι έβλαψε τη λογοτεχνία. Τα λογοτεχνικά βιβλία δεν είναι ψωμάκια για να μπαγιατέψουν στο ενδιάμεσο, ούτε και βιβλία του περιπτέρου –ευπώλητα τα λέμε σήμερα– για να έχουν ξεχαστεί. Αλλού είναι το πρόβλημα. Στην Κριτική Επιτροπή, που δημιουργεί την εντύπωση ότι έχει σύγχυση ως προς το τι ακριβώς βραβεύει. Κι αυτό βλάπτει σοβαρά τη λογοτεχνία.
Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας δεν σημαίνει καλό ή έστω, πολύ καλό βιβλίο, αλλά το καλύτερο του έτους. Θα πεί κανείς και πώς αποφαινόμαστε ότι τα βραβευθέντα δεν είναι τα άριστα. Μα γιατί, απλούστατα, ούτε η Κριτική Επιτροπή διατείνεται κάτι τέτοιο. Δεν επικαλείται την υποκειμενικότητα του λογοτεχνικού γούστου, υπερασπιζόμενη ότι κατέληξε στα καλύτερα, καταρτίζοντας τους “βραχείς καταλόγους” και στη συνέχεια, προκρίνοντας από αυτούς τα βραβευθέντα. Γνωρίζει ότι οι “βραχείς κατάλογοι”, που προτείνει, δεν συμπεριλαμβάνουν παρά μόνο εν μέρει τα βιβλία που ξεχώρισαν. Αλλά αδιαφορεί. Γιατί έχει λησμονήσει ότι βραβεύει βιβλία. Η Κριτική Επιτροπή φαίνεται ότι θέλει να βραβεύει πρόσωπα. Αυτά γνωρίζει. Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι η βράβευση επιτεύχθηκε “μετά από επανειλημμένες συνεδρίες και μακρές συζητήσεις”. Το ερώτημα είναι, κατά πόσο σε αυτές τις συνεδρίες συζητήθηκαν βιβλία και όχι πρόσωπα. Γιατί αν συζητήθηκαν, πράγματι, τα βιβλία ερήμην των συγγραφέων τους, όπως, σε ορισμένους διαγωνισμούς, που το όνομα του συγγραφέα παραμένει μέχρι τέλους απόρρητο, τότε τα κριτήρια αξιολόγησης θα πρέπει να είναι πολύ πρωτότυπα και θα άξιζε να τα μάθουμε.
Κάθε χρόνο, μέσα από συζητήσεις, βιβλιοκρισίες, ετήσιους απολογισμούς δημιουργείται ένας άτυπος κατάλογος των λογοτεχνικών βιβλίων του έτους. Ας πούμε, κάτι σαν ετήσιος “λογοτεχνικός κανόνας”. Κατά κάποιο τρόπο, αυτά είναι τα λογοτεχνικά βιβλία, που απολαμβάνουν της γενικότερης αποδοχής και στα οποία συναινεί η ευρύτερη λογοτεχνική κοινότητα. Όχι ότι λείπουν οι αντιγνωμίες, όμως υπάρχει συμφωνία ως προς το γεγονός ότι ένα συγκεκριμένο βιβλίο είναι σημαντικό. Ένας δείκτης που, εν μέρει, αποτυπώνει αυτόν τον κατάλογο, όσο αφορά τα πεζογραφικά τουλάχιστον βιβλία, είναι η βάση της ΒιβλιοΝετ, όπου καταγράφονται οι κριτικές, που δημοσιεύθηκαν για κάθε βιβλίο. Αρκετά πλήρης, αν και δεν συμπεριλαμβάνει τις βιβλιοκρισίες ορισμένων σημαντικών λογοτεχνικών περιοδικών. Σε αυτόν, τον, τρόπον τινά, “λογοτεχνικό κανόνα” παρεισφρέουν μέτρια βιβλία επιφανών συγγραφέων, ενώ λανθάνουν καλά βιβλία λιγότερο γνωστών συγγραφέων. Πρόκειται για μια ενδογενή αδυναμία, που θα πρέπει πάντοτε να προσμετράται κατά την εξαγωγή των όποιων συμπερασμάτων.
Αυτόν τον άτυπο “λογοτεχνικό κανόνα”, η Κριτική Επιτροπή θέλουμε να πιστεύουμε ότι τον γνωρίζει. Σχηματοποιούμε, βεβαίως, όταν αναφερόμαστε στην Κριτική Επιτροπή ως ομοιογενές σύνολο. Όλα τα μέλη της δεν είναι το ίδιο “διαβασμένα”. Δυο τρία μπορεί να είναι και τελείως “αδιάβαστα”. Όπως και να έχει, τα βιβλία, που τα μέλη της Επιτροπής διαβάζουν, είναι, κατά κανόνα, μετρημένα. Για τα υπόλοιπα σχηματίζουν γνώμη από δεύτερο χέρι. Είτε με προφορική ενημέρωση είτε από όσα έχουν γραφεί στον Τύπο. Το βασικό, όμως, είναι ότι τα μέλη της Επιτροπής ξεκινούν με συγκεκριμένες προτιμήσεις και αποκλεισμούς. Οι επιτροπές των Κρατικών Βραβείων λειτουργούν απαρέγκλιτα, εδώ και δεκαετίες, λίγο πολύ, με την ίδια λογική. Κάθε μέλος, για κάποια βραβεία, έχει τον αγαπημένο του υποψήφιο. Κατά τις συνεδρίες ή και πριν καν ξεκινήσουν, τα μέλη συνασπίζονται σε ομάδες κοινών, τρόπον τινά, προτιμήσεων. Όλα αυτά δεν είναι καινοφανή. Μόνο που στην πρόσφατη Κριτική Επιτροπή, πιθανώς λόγω αδεξιότητας των μελών, που δεν διέθεταν την εμπειρία παλαιότερων με μακρόχρονη θητεία σε κριτικές επιτροπές, δεν καλύφθηκαν με τις συνήθεις διπλωματικές κινήσεις, ούτε με πρακτικά των συνεδριών, έστω και “μαϊμούδες”, όπως εκείνα που προκύπτουν εκ των υστέρων. Αυτή τη φορά, τα εν κρυπτώ διατρέξαντα έγιναν ευρύτερα γνωστά. Συνέτεινε και η στιβαρή προσωπικότητα του προέδρου, που μεγάλωσε τη δυσαρέσκεια των μελών, καταστρέφοντας μέσα στην Επιτροπή το συναινετικό πνεύμα. Επί μια τριετία παρέμεινε ο ίδιος πρόεδρος, ενώ, κάθε χρόνο, μέλη παραιτούνται ή και απομακρύνονται από τον πρόεδρο, για να συμπληρωθούν με άλλα, που, με τη σειρά τους, αποχωρούν το επόμενο έτος. Όπως φαίνεται, ο πρόεδρος υποτίμησε την ανεκτικότητα των μελών, ζητώντας, μεταξύ άλλων, να μονοπωλήσει το μεγάλο “φιλέτο” των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας, δηλαδή το Μεγάλο Βραβείο. Επί δυο έτη το κατόρθωσε. Στο τρίτο συνάντησε σθεναρή αντίσταση.
Ας δούμε, όμως, αναλυτικότερα τις πρόσφατες βραβεύσεις, ξεκινώντας από τα δυο βραβεία πεζογραφίας: βραβείο διηγήματος και βραβείο μυθιστορήματος. Ο “βραχύς κατάλογος” για το βραβείο διηγήματος είναι, κατά αλφαβητική σειρά, όπως κοινοποιήθηκε: Κώστας Ακρίβος, «Τελετές ενηλικίωσης» (Μεταίχμιο), Δήμητρα Κολλιάκου «Η αρρώστια των βουνών» (Πατάκης), Παναγιώτης Κουσαθανάς «Λοξές ιστορίες που τελειώνουν με ερωτηματικό» (Ίνδικτος), Ανδρέας Μήτσου «Η ελεημοσύνη των γυναικών» (Καστανιώτης), Γιώργος Σκαμπαρδώνης «Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος» (Ελληνικά Γράμματα).
Ο αντίστοιχος κατάλογος του “λογοτεχνικού κανόνα” θα μπορούσε να είναι, κατά αυθαίρετη σειρά:
Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος «Ο θησαυρός των αηδονιών και άλλα διηγήματα» (Γαβριηλίδης), Σωτήρης Δημητρίου «Τα ζύγια του προσώπου» (Πατάκης), Ανδρέας Μήτσου «Η ελεημοσύνη των γυναικών» (Καστανιώτης), Γιώργος Σκαμπαρδώνης «Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος» (Ελληνικά Γράμματα), Γιάννης Μακριδάκης «Η δεξιά τσέπη του ράσου» (Εστία). Να θυμίσουμε ότι το βιβλίο του Μακριδάκη είναι νουβέλα, που έχει, όμως, υπαχθεί, ως είδος, στο βραβείο διηγήματος. Σε αυτόν τον αυτοσχέδιο κατάλογο, θα προσθέταμε τη συλλογή διηγημάτων του Ηλία Παπαμόσχου, «Λειψή αριθμητική», ως ένα καλό βιβλίο λιγότερο γνωστού συγγραφέα. Παρατηρούμε ότι οι δυο κατάλογοι συμπίπτουν σε δυο συγγραφείς, τον Μήτσου και τον Σκαμπαρδώνη. Σύμφωνα με τις διαρρέουσες φήμες, γιατί αναγκαστικά η ιστορία των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας με αυτές γράφεται, ένα στοιχείο αναχαίτισης για τη βράβευση αυτών των δυο συγγραφέων, είναι ότι είχαν βραβευτεί στο παρελθόν.
Τελικά, το βραβείο δόθηκε σε έτερο υποψήφιο, επίσης βραβευμένο στο παρελθόν και δη, πιο πρόσφατα, μόλις το 2003, τον Παναγιώτη Κουσαθανά, για ένα καλό βιβλίο, το οποίο και είχαμε παρουσιάσει. Η κριτική μας ήταν μια από τις λιγοστές καταγραμμένες βιβλιοκρισίες που έλαβε. Ωστόσο, δεν είναι το καλύτερο. Ο Κουσαθανάς είναι πρωτίστως ποιητής, που έχει εκδώσει αξιόλογα βιβλία για τον πολιτισμό και την ιστορία του γενέθλιου τόπου του, της Μυκόνου, για τα οποία και έχει βραβευτει. Παραμένει, όμως, ένας “αουτσάϊντερ” στο χώρο του διηγήματος. Μια χρονιά, όπως το 2009, με πολύ καλά διηγήματα δόκιμων συγγραφέων, δεν υπήρχε λόγος το βραβείο να δοθεί στην οπισθοφυλακή. Αυτό μας θυμίζει έναν άλλο “αουτσάϊντερ”, κι εκείνος από το χώρο της ποίησης. Τον Μανόλη Πρατικάκη. Να βρέθηκε άραγε το πολύ καλό βιβλίο του, «Αφηγήματα ενός ψυχιάτρου», σε κάποια φάση, στον κατάλογο των υποψηφίων;
Ο “βραχύς κατάλογος” για το βραβείο μυθιστορήματος είναι κατά αλφαβητική σειρά: Παναγιώτης Αγαπητός «Μέδουσα από σμάλτο» (Άγρα), Ρέα Γαλανάκη «Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα» (Καστανιώτης), Βασιλική Ηλιοπούλου «Σμιθ» (Πόλις), Τηλέμαχος Κώτσιας «Στην απέναντι όχθη» (Ψυχογιός), Αλέξης Πάρνης «Η οδύσσεια των διδύμων» (Καστανιώτης), Έρση Σωτηροπούλου «Εύα» (Πατάκης). Ο αντίστοιχος κατάλογος του ”λογοτεχνικού κανόνα” θα μπορούσε να είναι: Βασίλης Γκουρογιάννης «Κόκκινο στην πράσινη γραμμή» (Μεταίχμιο), Νίκος Δαββέτας «Η εβραία νύφη» (Κέδρος), Έρση Σωτηροπούλου «Εύα» (Πατάκης), Παύλος Μάτεσις «Graffito» (Καστανιώτης), Ρέα Γαλανάκη «Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα» (Καστανιώτης).
Το βραβείο μυθιστορήματος δόθηκε στην Βασιλική Ηλιοπούλου, κι αυτή “αουτσάϊντερ” από τον χώρο του κινηματογράφου, για το πρώτο της μυθιστόρημα και αναμφιβόλως, το καλύτερο από τα τρία βιβλία της. Όχι, όμως, το καλύτερο της χρονιάς, σε μια χρονιά που δεν έλειψαν τα καλά μυθιστορήματα ώριμων συγγραφέων.
Στους “βραχείς καταλόγους” της Επιτροπής για την πεζογραφία, παρατηρούμε ότι προτιμήθηκαν βιβλία χωρίς μορφικές καινοτομίες, τα οποία θεματικά δεν αγγίζουν επίμαχα προβλήματα και τρέχοντες προβληματισμούς.
Για την ποίηση, η βραχεία λίστα μεγαλώνει: Ορέστης Αλεξάκης, «Το άλμπουμ των αποκομμάτων» (Γαβριηλίδης), Χάρης Βλαβιανός «Διακοπές στην πραγματικότητα: Ποιήματα /σχεδιάσματα/μεταγραφές» (Πατάκης), Γιώργος Γεωργούσης «Τα παλαιά χιόνια» (Γαβριηλίδης), Έλσα Κορνέτη «Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα» (Γαβριηλίδης), Δημήτρης Κοσμόπουλος «Βραχύ χρονικό» (Κέδρος), Πάνος Κυπαρίσσης «Μαύρο Βαμβάκι» (Μελάνι), Παντελής Μπουκάλας «Ρήματα» (Άγρα).
Εδώ, για πολλούς και ποικίλους λόγους, ο “λογοτεχνικός κανόνας” επηρεάζεται κι αυτός, σε μεγάλο βαθμό, από τα πρόσωπα. Προκαλεί, πάντως, απορία η παρουσία μιας νεότατης ποιήτριας, όπως η Έλσα Κορνέτη, με πρώτη εμφάνιση το καλοκαίρι του 2007, και η απουσία ορισμένων πολύ καλών συλλογών: Γιάννης Πατίλης «Ακτή Καλλιμασιώτη και άλλα ποιήματα», Γιάννης Βαρβέρης «Ο άνθρωπος μόνος», Κώστας Παπαγεωργίου «Η λύπη των άλλων».
Το βραβείο ποίησης απονεμήθηκε στον Παντελή Μπουκάλα. Το βραβείο του «Διαβάζω» είχε απονεμηθεί στον Χάρη Βλαβιανό. Δυο νεότεροι ποιητές, που παραμέρισαν τους λίγο μεγαλύτερους, της γενιάς του ’70, παρότι οι πρεσβύτεροι εμφανίστηκαν με πολύ καλά βιβλία. Μόνο μια παρατήρηση, σχετικά με τη συγκεκριμένη βράβευση, που δεν έχει σχέση με το βραβευμένο βιβλίο ούτε με τον ποιητή, αλλά αφορά αποκλειστικά και μόνο τους κριτές. Σύμφωνα με τις φήμες, ήταν το μόνο βραβείο που απονεμήθηκε ομόφωνα. Μας γεννιέται η απορία, αν συνέτεινε και ως ποιο βαθμό η ιδιότητα του Μπουκάλα ως βιβλιοκριτικού της ποίησης και υπεύθυνου της πλέον έγκριτης και μακρόβιας σελίδας βιβλίου.
Και για το Βραβείο Δοκιμίου – Κριτικής ο “βραχύς κατάλογος” μεγαλώνει: Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης «Η επίδραση του Νίτσε στην Ελλάδα. “Τέχνη” και “Διόνυσος”, Βλαστός και Καζαντζάκης» (Παπαζήσης), Διονύσης Κ. Μαγκλιβέρας «Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου: Στοχασμοί σε θέματα των καιρών μας» (Παπαζήσης), Δ.Ν. Μαρωνίτης «Τάκης Σινόπουλος – Μίλτος Σαχτούρης: Μελετήματα» (Πατάκης), Παναγιώτης Νούτσος «Δημήτρης Χατζής: Το διπλό βιβλίο» (Ελληνικά Γράμματα), Νίκος Σαραντάκος «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία: Τριάντα συν μια ιστορίες λέξεων που ίσως να σας έχουν απασχολήσει» (Εικοστού Πρώτου), Άγγελος Χανιώτης «Θεατρικότητα και δημόσιος βίος στον ελληνιστικό κόσμο» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), Γιάννης Ψυχοπαίδης «Νόστος: Μικρά κείμενα για την τέχνη» (Κέδρος).
Το βραβείο δόθηκε στον Άγγελο Χανιώτη. Ωστόσο, τα μόνα βιβλία, που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία είναι του Μαρωνίτη και του Νούτσου. Τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να είναι υποψήφια για βραβείο, γενικώς και αορίστως, δοκιμίου, όχι, όμως, λογοτεχνικού.
Για το Βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας ο “βραχύς κατάλογος” περιορίζεται στην πεντάδα: Γιώργος Βέης «Από το Τόκιο στο Χαρτούμ: Μαρτυρίες, συνδηλώσεις» (Κέδρος), Σαράντος Ι. Καργάκος «Λιβύη: αναζητώντας το χαμένο “σίλφιο” στην ελληνική Κυρήνη» (Ι. Σιδέρης), Δημήτρης Νικορέτζος «Ο άγνωστος Ελύτης της Μυτιλήνης» (Αιολίδα), Σώτη Τριανταφύλλου «Ο χρόνος πάλι» (Πατάκης), Αγαμέμνων Φαράκος «Πώς δενόταν το ατσάλι: Τα πικρά, μεγάλα, ωραία, χρόνια» (Ιωλκός).
Το βραβείο δόθηκε στον Γιώργο Βέη, που είχε τιμηθεί και το 2000 για βιβλίο του ίδιου τύπου. Κατά τα άλλα, παρατηρούμε ότι απουσιάζουν καλά βιβλία μαρτυρίας.
Σύμφωνα πάντα με τις φήμες, ορισμένα βιβλία αποκλείστηκαν, γιατί δεν κατατέθηκαν από τους εκδότες τους εγκαίρως, δηλαδή εντός του 2009, στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Πρόκειται για μια γραφειοκρατική διάταξη, που παρουσιάζεται συχνά ως πρόσκομμα στη βράβευση καλών βιβλίων και την οποία καταργεί ο καινούριος νόμος. Δεδομένου ότι ο εν λόγω νόμος ψηφίστηκε στις 12.1.2011, θα μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ. Εκείνο, πάντως, που προκαλεί απορία είναι πως τυχαίνει μικροί εκδότες, που είναι θέμα αν έχουν ένα το πολύ δυο βραβεύσιμα βιβλία, να είναι εκείνοι που κατά κανόνα αμελούν την προβλεπόμενη από το νόμο κατάθεση αντιτύπου στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση και τα έξι βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Μεγάλου, δόθηκαν “κατά πλειοψηφία”. Ας ακούσουμε, όμως, τις φήμες, που είναι συχνά στα καθ’ ημάς περισσότερο έγκυρες. Το Μεγάλο Βραβείο απονεμήθηκε στην Κική Δημουλά, με τέσσερις ψήφους στους οκτώ. Η πλειοψηφία επιτεύχθηκε με τη διπλή ψήφο του προέδρου. Στην επίσημη ανακοίνωση, δεν αναφέρεται η απουσία κανενός μέλους. Απουσίαζε, ωστόσο, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής, Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Θυμίζουμε ότι η Κριτική Επιτροπή, με βάση τον προηγούμενο νόμο, απαρτιζόταν από τρεις πανεπιστημιακούς, τρεις κριτικούς λογοτεχνίας και τρεις συγγραφείς. Η συγκεκριμένη Επιτροπή είχε τέσσερις πανεπιστημιακούς (Παν. Μαστροδημήτρης πρόεδρος, Β. Αθανασόπουλος αντιπρόεδρος, Γ. Ανδρειωμένος, Β. Πάτσιου), δυο κριτικούς (Χ. Δημακοπούλου, Κ. Σχινά) και τρεις συγγραφείς (Γ. Λεονάρδος, Θ. Νιάρχος, Κ. Χατζηαντωνίου), όπου ο πρόεδρος συμμετείχε και με την ιδιότητα του κριτικού.
Η τελευταία συνεδρία αναβλήθηκε κατ’ επανάληψη. Μια επιπλέον αναβολή δεν θα έβλαπτε. Αντιθέτως, η απουσία από αυτήν του αντιπροέδρου επισκίασε την αίγλη του Μεγάλου Βραβείου. Επιπροσθέτως, γεννιέται η υποψία ότι μπορεί να επρόκειτο για εσκεμμένη απουσία. Ο αντιπρόεδρος διευθύνει τις εκδόσεις του Ιδρύματος Ουράνη, το οποίο κηδεμονεύεται από την Ακαδημία Αθηνών. Γιατί να μην επιλέξει τη στάση του Πόντιου Πιλάτου, σε μια κρίση, στην οποία εμπλεκόταν προσωπικά. Ωστόσο, το Μεγάλο Βραβείο είθισται να απονέμεται με ευρεία συναίνεση. Γιατί οι τιμώμενοι είναι πνευματικοί άνθρωποι, συνήθως κορυφαίοι, οι οποίοι μάλλον τιμούν τον θεσμό παρά τιμώνται οι ίδιοι από αυτόν. Από την άλλη, ανέκαθεν, το Μεγάλο Βραβείο, λίγο πολύ, το αποφάσιζε ο πρόεδρος ή έστω, η δική του γνώμη βάραινε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση πάντοτε τις φήμες, ο πρόεδρος φαίνεται ότι είχε αποφασίσει, ευθύς εξ αρχής, Δημουλά. Όσες προτάσεις έγιναν, μάλλον στόχευαν να προσβάλουν την “ηγεμονία” του προέδρου παρά να αμφισβητήσουν την υποψήφια. Έτσι, όμως, εξέθεσαν επιφανή πρόσωπα. Δασκάλους κύρους, όπως ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, στον οποίο το Μεγάλο Βραβείο θα αναμενόταν να είχε απονεμηθεί εδώ και χρόνια.
Η πρόταση, όμως, που υποβίβασε την όλη διαδικασία σχεδόν σε πεζοδρομιακό επίπεδο, ήταν εκείνη της τελευταίας συνεδρίας. Ένας από τους πανεπιστημιακούς είχε την φαεινή ιδέα να προτείνει ως υποψήφιο έναν επίσης Ακαδημαϊκό. Δυο Ακαδημαϊκούς έχουμε, όλους κι όλους, από το χώρο της λογοτεχνίας, κι αυτούς τους κατεβάσαμε σε αναμέτρηση τύπου “κοκορομαχίας”. Και ο πρόεδρος, αντί να διαφυλάξει τους υποψήφιους, ανακηρύσσοντας, λ.χ., άκυρη την ψηφοφορία, επέμεινε πεισματικά στο πρόσωπο, που εξαρχής είχε εισηγηθεί. Το αποτέλεσμα ήταν τον Θανάση Βαλτινό, που άλλες χώρες θα κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να τον προβάλουν για υψηλές διεθνείς διακρίσεις, εμείς να τον αφήνουμε “μεταξεταστέο”. Και από την άλλη, την Κική Δημουλά, που σήμερα, τα παιδιά του Λυκείου την μαθαίνουν ως ισότιμη ενός Διονυσίου Σολωμού, εμείς να την βραβεύουμε χατιρικά.
Το γενικότερο συμπέρασμα και δίδαγμα είναι ότι η αξία των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας εξαρτάται από την Κριτική Επιτροπή. Ο νέος νόμος, ο οποίος πολλά αλλάζει, για την Κριτική Επιτροπή αναφέρει τα εξής: «Τροποποιείται η σύνθεση των Επιτροπών ώστε να αποδεσμευθούν από αγκυλώσεις, να γίνουν περισσότερο πλουραλιστικές και ανοιχτές στην κοινωνία και, ιδίως, τις νέες τάσεις στο χώρο του βιβλίου.» Με αυτή τη γενική και αόριστη διατύπωση, τι άραγε μπορεί να εννοεί ο νομοθέτης;
Συγχαρητήρια στους βραβευμένους. Και του χρόνου με υγεία.
Κάθε χρόνο, μέσα από συζητήσεις, βιβλιοκρισίες, ετήσιους απολογισμούς δημιουργείται ένας άτυπος κατάλογος των λογοτεχνικών βιβλίων του έτους. Ας πούμε, κάτι σαν ετήσιος “λογοτεχνικός κανόνας”. Κατά κάποιο τρόπο, αυτά είναι τα λογοτεχνικά βιβλία, που απολαμβάνουν της γενικότερης αποδοχής και στα οποία συναινεί η ευρύτερη λογοτεχνική κοινότητα. Όχι ότι λείπουν οι αντιγνωμίες, όμως υπάρχει συμφωνία ως προς το γεγονός ότι ένα συγκεκριμένο βιβλίο είναι σημαντικό. Ένας δείκτης που, εν μέρει, αποτυπώνει αυτόν τον κατάλογο, όσο αφορά τα πεζογραφικά τουλάχιστον βιβλία, είναι η βάση της ΒιβλιοΝετ, όπου καταγράφονται οι κριτικές, που δημοσιεύθηκαν για κάθε βιβλίο. Αρκετά πλήρης, αν και δεν συμπεριλαμβάνει τις βιβλιοκρισίες ορισμένων σημαντικών λογοτεχνικών περιοδικών. Σε αυτόν, τον, τρόπον τινά, “λογοτεχνικό κανόνα” παρεισφρέουν μέτρια βιβλία επιφανών συγγραφέων, ενώ λανθάνουν καλά βιβλία λιγότερο γνωστών συγγραφέων. Πρόκειται για μια ενδογενή αδυναμία, που θα πρέπει πάντοτε να προσμετράται κατά την εξαγωγή των όποιων συμπερασμάτων.
Αυτόν τον άτυπο “λογοτεχνικό κανόνα”, η Κριτική Επιτροπή θέλουμε να πιστεύουμε ότι τον γνωρίζει. Σχηματοποιούμε, βεβαίως, όταν αναφερόμαστε στην Κριτική Επιτροπή ως ομοιογενές σύνολο. Όλα τα μέλη της δεν είναι το ίδιο “διαβασμένα”. Δυο τρία μπορεί να είναι και τελείως “αδιάβαστα”. Όπως και να έχει, τα βιβλία, που τα μέλη της Επιτροπής διαβάζουν, είναι, κατά κανόνα, μετρημένα. Για τα υπόλοιπα σχηματίζουν γνώμη από δεύτερο χέρι. Είτε με προφορική ενημέρωση είτε από όσα έχουν γραφεί στον Τύπο. Το βασικό, όμως, είναι ότι τα μέλη της Επιτροπής ξεκινούν με συγκεκριμένες προτιμήσεις και αποκλεισμούς. Οι επιτροπές των Κρατικών Βραβείων λειτουργούν απαρέγκλιτα, εδώ και δεκαετίες, λίγο πολύ, με την ίδια λογική. Κάθε μέλος, για κάποια βραβεία, έχει τον αγαπημένο του υποψήφιο. Κατά τις συνεδρίες ή και πριν καν ξεκινήσουν, τα μέλη συνασπίζονται σε ομάδες κοινών, τρόπον τινά, προτιμήσεων. Όλα αυτά δεν είναι καινοφανή. Μόνο που στην πρόσφατη Κριτική Επιτροπή, πιθανώς λόγω αδεξιότητας των μελών, που δεν διέθεταν την εμπειρία παλαιότερων με μακρόχρονη θητεία σε κριτικές επιτροπές, δεν καλύφθηκαν με τις συνήθεις διπλωματικές κινήσεις, ούτε με πρακτικά των συνεδριών, έστω και “μαϊμούδες”, όπως εκείνα που προκύπτουν εκ των υστέρων. Αυτή τη φορά, τα εν κρυπτώ διατρέξαντα έγιναν ευρύτερα γνωστά. Συνέτεινε και η στιβαρή προσωπικότητα του προέδρου, που μεγάλωσε τη δυσαρέσκεια των μελών, καταστρέφοντας μέσα στην Επιτροπή το συναινετικό πνεύμα. Επί μια τριετία παρέμεινε ο ίδιος πρόεδρος, ενώ, κάθε χρόνο, μέλη παραιτούνται ή και απομακρύνονται από τον πρόεδρο, για να συμπληρωθούν με άλλα, που, με τη σειρά τους, αποχωρούν το επόμενο έτος. Όπως φαίνεται, ο πρόεδρος υποτίμησε την ανεκτικότητα των μελών, ζητώντας, μεταξύ άλλων, να μονοπωλήσει το μεγάλο “φιλέτο” των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας, δηλαδή το Μεγάλο Βραβείο. Επί δυο έτη το κατόρθωσε. Στο τρίτο συνάντησε σθεναρή αντίσταση.
Βραβεία πεζογραφίας
Ας δούμε, όμως, αναλυτικότερα τις πρόσφατες βραβεύσεις, ξεκινώντας από τα δυο βραβεία πεζογραφίας: βραβείο διηγήματος και βραβείο μυθιστορήματος. Ο “βραχύς κατάλογος” για το βραβείο διηγήματος είναι, κατά αλφαβητική σειρά, όπως κοινοποιήθηκε: Κώστας Ακρίβος, «Τελετές ενηλικίωσης» (Μεταίχμιο), Δήμητρα Κολλιάκου «Η αρρώστια των βουνών» (Πατάκης), Παναγιώτης Κουσαθανάς «Λοξές ιστορίες που τελειώνουν με ερωτηματικό» (Ίνδικτος), Ανδρέας Μήτσου «Η ελεημοσύνη των γυναικών» (Καστανιώτης), Γιώργος Σκαμπαρδώνης «Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος» (Ελληνικά Γράμματα).
Ο αντίστοιχος κατάλογος του “λογοτεχνικού κανόνα” θα μπορούσε να είναι, κατά αυθαίρετη σειρά:
Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος «Ο θησαυρός των αηδονιών και άλλα διηγήματα» (Γαβριηλίδης), Σωτήρης Δημητρίου «Τα ζύγια του προσώπου» (Πατάκης), Ανδρέας Μήτσου «Η ελεημοσύνη των γυναικών» (Καστανιώτης), Γιώργος Σκαμπαρδώνης «Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος» (Ελληνικά Γράμματα), Γιάννης Μακριδάκης «Η δεξιά τσέπη του ράσου» (Εστία). Να θυμίσουμε ότι το βιβλίο του Μακριδάκη είναι νουβέλα, που έχει, όμως, υπαχθεί, ως είδος, στο βραβείο διηγήματος. Σε αυτόν τον αυτοσχέδιο κατάλογο, θα προσθέταμε τη συλλογή διηγημάτων του Ηλία Παπαμόσχου, «Λειψή αριθμητική», ως ένα καλό βιβλίο λιγότερο γνωστού συγγραφέα. Παρατηρούμε ότι οι δυο κατάλογοι συμπίπτουν σε δυο συγγραφείς, τον Μήτσου και τον Σκαμπαρδώνη. Σύμφωνα με τις διαρρέουσες φήμες, γιατί αναγκαστικά η ιστορία των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας με αυτές γράφεται, ένα στοιχείο αναχαίτισης για τη βράβευση αυτών των δυο συγγραφέων, είναι ότι είχαν βραβευτεί στο παρελθόν.
Τελικά, το βραβείο δόθηκε σε έτερο υποψήφιο, επίσης βραβευμένο στο παρελθόν και δη, πιο πρόσφατα, μόλις το 2003, τον Παναγιώτη Κουσαθανά, για ένα καλό βιβλίο, το οποίο και είχαμε παρουσιάσει. Η κριτική μας ήταν μια από τις λιγοστές καταγραμμένες βιβλιοκρισίες που έλαβε. Ωστόσο, δεν είναι το καλύτερο. Ο Κουσαθανάς είναι πρωτίστως ποιητής, που έχει εκδώσει αξιόλογα βιβλία για τον πολιτισμό και την ιστορία του γενέθλιου τόπου του, της Μυκόνου, για τα οποία και έχει βραβευτει. Παραμένει, όμως, ένας “αουτσάϊντερ” στο χώρο του διηγήματος. Μια χρονιά, όπως το 2009, με πολύ καλά διηγήματα δόκιμων συγγραφέων, δεν υπήρχε λόγος το βραβείο να δοθεί στην οπισθοφυλακή. Αυτό μας θυμίζει έναν άλλο “αουτσάϊντερ”, κι εκείνος από το χώρο της ποίησης. Τον Μανόλη Πρατικάκη. Να βρέθηκε άραγε το πολύ καλό βιβλίο του, «Αφηγήματα ενός ψυχιάτρου», σε κάποια φάση, στον κατάλογο των υποψηφίων;
Ο “βραχύς κατάλογος” για το βραβείο μυθιστορήματος είναι κατά αλφαβητική σειρά: Παναγιώτης Αγαπητός «Μέδουσα από σμάλτο» (Άγρα), Ρέα Γαλανάκη «Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα» (Καστανιώτης), Βασιλική Ηλιοπούλου «Σμιθ» (Πόλις), Τηλέμαχος Κώτσιας «Στην απέναντι όχθη» (Ψυχογιός), Αλέξης Πάρνης «Η οδύσσεια των διδύμων» (Καστανιώτης), Έρση Σωτηροπούλου «Εύα» (Πατάκης). Ο αντίστοιχος κατάλογος του ”λογοτεχνικού κανόνα” θα μπορούσε να είναι: Βασίλης Γκουρογιάννης «Κόκκινο στην πράσινη γραμμή» (Μεταίχμιο), Νίκος Δαββέτας «Η εβραία νύφη» (Κέδρος), Έρση Σωτηροπούλου «Εύα» (Πατάκης), Παύλος Μάτεσις «Graffito» (Καστανιώτης), Ρέα Γαλανάκη «Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα» (Καστανιώτης).
Το βραβείο μυθιστορήματος δόθηκε στην Βασιλική Ηλιοπούλου, κι αυτή “αουτσάϊντερ” από τον χώρο του κινηματογράφου, για το πρώτο της μυθιστόρημα και αναμφιβόλως, το καλύτερο από τα τρία βιβλία της. Όχι, όμως, το καλύτερο της χρονιάς, σε μια χρονιά που δεν έλειψαν τα καλά μυθιστορήματα ώριμων συγγραφέων.
Στους “βραχείς καταλόγους” της Επιτροπής για την πεζογραφία, παρατηρούμε ότι προτιμήθηκαν βιβλία χωρίς μορφικές καινοτομίες, τα οποία θεματικά δεν αγγίζουν επίμαχα προβλήματα και τρέχοντες προβληματισμούς.
Βραβείο ποίησης
Για την ποίηση, η βραχεία λίστα μεγαλώνει: Ορέστης Αλεξάκης, «Το άλμπουμ των αποκομμάτων» (Γαβριηλίδης), Χάρης Βλαβιανός «Διακοπές στην πραγματικότητα: Ποιήματα /σχεδιάσματα/μεταγραφές» (Πατάκης), Γιώργος Γεωργούσης «Τα παλαιά χιόνια» (Γαβριηλίδης), Έλσα Κορνέτη «Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα» (Γαβριηλίδης), Δημήτρης Κοσμόπουλος «Βραχύ χρονικό» (Κέδρος), Πάνος Κυπαρίσσης «Μαύρο Βαμβάκι» (Μελάνι), Παντελής Μπουκάλας «Ρήματα» (Άγρα).
Εδώ, για πολλούς και ποικίλους λόγους, ο “λογοτεχνικός κανόνας” επηρεάζεται κι αυτός, σε μεγάλο βαθμό, από τα πρόσωπα. Προκαλεί, πάντως, απορία η παρουσία μιας νεότατης ποιήτριας, όπως η Έλσα Κορνέτη, με πρώτη εμφάνιση το καλοκαίρι του 2007, και η απουσία ορισμένων πολύ καλών συλλογών: Γιάννης Πατίλης «Ακτή Καλλιμασιώτη και άλλα ποιήματα», Γιάννης Βαρβέρης «Ο άνθρωπος μόνος», Κώστας Παπαγεωργίου «Η λύπη των άλλων».
Το βραβείο ποίησης απονεμήθηκε στον Παντελή Μπουκάλα. Το βραβείο του «Διαβάζω» είχε απονεμηθεί στον Χάρη Βλαβιανό. Δυο νεότεροι ποιητές, που παραμέρισαν τους λίγο μεγαλύτερους, της γενιάς του ’70, παρότι οι πρεσβύτεροι εμφανίστηκαν με πολύ καλά βιβλία. Μόνο μια παρατήρηση, σχετικά με τη συγκεκριμένη βράβευση, που δεν έχει σχέση με το βραβευμένο βιβλίο ούτε με τον ποιητή, αλλά αφορά αποκλειστικά και μόνο τους κριτές. Σύμφωνα με τις φήμες, ήταν το μόνο βραβείο που απονεμήθηκε ομόφωνα. Μας γεννιέται η απορία, αν συνέτεινε και ως ποιο βαθμό η ιδιότητα του Μπουκάλα ως βιβλιοκριτικού της ποίησης και υπεύθυνου της πλέον έγκριτης και μακρόβιας σελίδας βιβλίου.
Λοιπά βραβεία
Και για το Βραβείο Δοκιμίου – Κριτικής ο “βραχύς κατάλογος” μεγαλώνει: Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης «Η επίδραση του Νίτσε στην Ελλάδα. “Τέχνη” και “Διόνυσος”, Βλαστός και Καζαντζάκης» (Παπαζήσης), Διονύσης Κ. Μαγκλιβέρας «Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου: Στοχασμοί σε θέματα των καιρών μας» (Παπαζήσης), Δ.Ν. Μαρωνίτης «Τάκης Σινόπουλος – Μίλτος Σαχτούρης: Μελετήματα» (Πατάκης), Παναγιώτης Νούτσος «Δημήτρης Χατζής: Το διπλό βιβλίο» (Ελληνικά Γράμματα), Νίκος Σαραντάκος «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία: Τριάντα συν μια ιστορίες λέξεων που ίσως να σας έχουν απασχολήσει» (Εικοστού Πρώτου), Άγγελος Χανιώτης «Θεατρικότητα και δημόσιος βίος στον ελληνιστικό κόσμο» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), Γιάννης Ψυχοπαίδης «Νόστος: Μικρά κείμενα για την τέχνη» (Κέδρος).
Το βραβείο δόθηκε στον Άγγελο Χανιώτη. Ωστόσο, τα μόνα βιβλία, που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία είναι του Μαρωνίτη και του Νούτσου. Τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να είναι υποψήφια για βραβείο, γενικώς και αορίστως, δοκιμίου, όχι, όμως, λογοτεχνικού.
Για το Βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας ο “βραχύς κατάλογος” περιορίζεται στην πεντάδα: Γιώργος Βέης «Από το Τόκιο στο Χαρτούμ: Μαρτυρίες, συνδηλώσεις» (Κέδρος), Σαράντος Ι. Καργάκος «Λιβύη: αναζητώντας το χαμένο “σίλφιο” στην ελληνική Κυρήνη» (Ι. Σιδέρης), Δημήτρης Νικορέτζος «Ο άγνωστος Ελύτης της Μυτιλήνης» (Αιολίδα), Σώτη Τριανταφύλλου «Ο χρόνος πάλι» (Πατάκης), Αγαμέμνων Φαράκος «Πώς δενόταν το ατσάλι: Τα πικρά, μεγάλα, ωραία, χρόνια» (Ιωλκός).
Το βραβείο δόθηκε στον Γιώργο Βέη, που είχε τιμηθεί και το 2000 για βιβλίο του ίδιου τύπου. Κατά τα άλλα, παρατηρούμε ότι απουσιάζουν καλά βιβλία μαρτυρίας.
Σύμφωνα πάντα με τις φήμες, ορισμένα βιβλία αποκλείστηκαν, γιατί δεν κατατέθηκαν από τους εκδότες τους εγκαίρως, δηλαδή εντός του 2009, στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Πρόκειται για μια γραφειοκρατική διάταξη, που παρουσιάζεται συχνά ως πρόσκομμα στη βράβευση καλών βιβλίων και την οποία καταργεί ο καινούριος νόμος. Δεδομένου ότι ο εν λόγω νόμος ψηφίστηκε στις 12.1.2011, θα μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ. Εκείνο, πάντως, που προκαλεί απορία είναι πως τυχαίνει μικροί εκδότες, που είναι θέμα αν έχουν ένα το πολύ δυο βραβεύσιμα βιβλία, να είναι εκείνοι που κατά κανόνα αμελούν την προβλεπόμενη από το νόμο κατάθεση αντιτύπου στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Μεγάλο Βραβείο
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση και τα έξι βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Μεγάλου, δόθηκαν “κατά πλειοψηφία”. Ας ακούσουμε, όμως, τις φήμες, που είναι συχνά στα καθ’ ημάς περισσότερο έγκυρες. Το Μεγάλο Βραβείο απονεμήθηκε στην Κική Δημουλά, με τέσσερις ψήφους στους οκτώ. Η πλειοψηφία επιτεύχθηκε με τη διπλή ψήφο του προέδρου. Στην επίσημη ανακοίνωση, δεν αναφέρεται η απουσία κανενός μέλους. Απουσίαζε, ωστόσο, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής, Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Θυμίζουμε ότι η Κριτική Επιτροπή, με βάση τον προηγούμενο νόμο, απαρτιζόταν από τρεις πανεπιστημιακούς, τρεις κριτικούς λογοτεχνίας και τρεις συγγραφείς. Η συγκεκριμένη Επιτροπή είχε τέσσερις πανεπιστημιακούς (Παν. Μαστροδημήτρης πρόεδρος, Β. Αθανασόπουλος αντιπρόεδρος, Γ. Ανδρειωμένος, Β. Πάτσιου), δυο κριτικούς (Χ. Δημακοπούλου, Κ. Σχινά) και τρεις συγγραφείς (Γ. Λεονάρδος, Θ. Νιάρχος, Κ. Χατζηαντωνίου), όπου ο πρόεδρος συμμετείχε και με την ιδιότητα του κριτικού.
Η τελευταία συνεδρία αναβλήθηκε κατ’ επανάληψη. Μια επιπλέον αναβολή δεν θα έβλαπτε. Αντιθέτως, η απουσία από αυτήν του αντιπροέδρου επισκίασε την αίγλη του Μεγάλου Βραβείου. Επιπροσθέτως, γεννιέται η υποψία ότι μπορεί να επρόκειτο για εσκεμμένη απουσία. Ο αντιπρόεδρος διευθύνει τις εκδόσεις του Ιδρύματος Ουράνη, το οποίο κηδεμονεύεται από την Ακαδημία Αθηνών. Γιατί να μην επιλέξει τη στάση του Πόντιου Πιλάτου, σε μια κρίση, στην οποία εμπλεκόταν προσωπικά. Ωστόσο, το Μεγάλο Βραβείο είθισται να απονέμεται με ευρεία συναίνεση. Γιατί οι τιμώμενοι είναι πνευματικοί άνθρωποι, συνήθως κορυφαίοι, οι οποίοι μάλλον τιμούν τον θεσμό παρά τιμώνται οι ίδιοι από αυτόν. Από την άλλη, ανέκαθεν, το Μεγάλο Βραβείο, λίγο πολύ, το αποφάσιζε ο πρόεδρος ή έστω, η δική του γνώμη βάραινε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση πάντοτε τις φήμες, ο πρόεδρος φαίνεται ότι είχε αποφασίσει, ευθύς εξ αρχής, Δημουλά. Όσες προτάσεις έγιναν, μάλλον στόχευαν να προσβάλουν την “ηγεμονία” του προέδρου παρά να αμφισβητήσουν την υποψήφια. Έτσι, όμως, εξέθεσαν επιφανή πρόσωπα. Δασκάλους κύρους, όπως ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, στον οποίο το Μεγάλο Βραβείο θα αναμενόταν να είχε απονεμηθεί εδώ και χρόνια.
Η πρόταση, όμως, που υποβίβασε την όλη διαδικασία σχεδόν σε πεζοδρομιακό επίπεδο, ήταν εκείνη της τελευταίας συνεδρίας. Ένας από τους πανεπιστημιακούς είχε την φαεινή ιδέα να προτείνει ως υποψήφιο έναν επίσης Ακαδημαϊκό. Δυο Ακαδημαϊκούς έχουμε, όλους κι όλους, από το χώρο της λογοτεχνίας, κι αυτούς τους κατεβάσαμε σε αναμέτρηση τύπου “κοκορομαχίας”. Και ο πρόεδρος, αντί να διαφυλάξει τους υποψήφιους, ανακηρύσσοντας, λ.χ., άκυρη την ψηφοφορία, επέμεινε πεισματικά στο πρόσωπο, που εξαρχής είχε εισηγηθεί. Το αποτέλεσμα ήταν τον Θανάση Βαλτινό, που άλλες χώρες θα κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να τον προβάλουν για υψηλές διεθνείς διακρίσεις, εμείς να τον αφήνουμε “μεταξεταστέο”. Και από την άλλη, την Κική Δημουλά, που σήμερα, τα παιδιά του Λυκείου την μαθαίνουν ως ισότιμη ενός Διονυσίου Σολωμού, εμείς να την βραβεύουμε χατιρικά.
Το γενικότερο συμπέρασμα και δίδαγμα είναι ότι η αξία των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας εξαρτάται από την Κριτική Επιτροπή. Ο νέος νόμος, ο οποίος πολλά αλλάζει, για την Κριτική Επιτροπή αναφέρει τα εξής: «Τροποποιείται η σύνθεση των Επιτροπών ώστε να αποδεσμευθούν από αγκυλώσεις, να γίνουν περισσότερο πλουραλιστικές και ανοιχτές στην κοινωνία και, ιδίως, τις νέες τάσεις στο χώρο του βιβλίου.» Με αυτή τη γενική και αόριστη διατύπωση, τι άραγε μπορεί να εννοεί ο νομοθέτης;
Συγχαρητήρια στους βραβευμένους. Και του χρόνου με υγεία.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 20/2/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου