«Σαίξπηρ. Η βιογραφία»
Μετάφραση: Σπύρος Τσούγκος
Εκδόσεις: Μικρή Άρκτος
Δεκέμβριος 2010
Oσα γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας για τον Σαίξπηρ είναι τόσο λίγα, ώστε να προσφέρονται μάλλον για μυθιστορηματική βιογραφία παρά για πραγματική βιογραφία. Κι αυτό ιδίως όταν το έργο της βιογράφησης δεν το αναλαμβάνει ένας ειδικός, φιλόλογος ή μελετητής του θεάτρου, αλλά ένας συγγραφέας, όπως ο Πήτερ Ακρόϋντ. Όπως φαίνεται, όμως, τα τελευταία χρόνια, το αναγνωστικό κοινό προτιμά τα μη μυθοπλαστικά βιβλία, εν μέσω των οποίων, την πρωτοκαθεδρία κρατάει η βιογραφία. Γι' αυτό και ο Ακρόϋντ, που πατάει, ευθύς εξ αρχής, σε δυο βάρκες, της μυθιστοριογραφίας και της βιογράφησης, την τελευταία δεκαετία, πληθαίνει τις βιογραφίες. Στα καθ' ημάς, μη έχοντας βιογραφίες ξένων γραμμένες από Έλληνες, καλύπτουμε τη ζήτηση με μεταφράσεις. Για τον Σαίξπηρ μόνο ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, εμπνευσμένο από το θέατρό του και την εποχή του, εκδόθηκε, το 2006, ως μεταθανάτιο έργο του θεατρικού κριτικού Βάϊου Παγκουρέλη, το «Ένα κρανίο για τον Γιόρικ».
Μένει, βεβαίως, ζητούμενο, γιατί, από όλες τις βιογραφίες του Σαίξπηρ ή και ειδικότερα, από όσες εκδόθηκαν εντός του τρέχοντος αιώνα, προτιμήθηκε του Ακρόϋντ, κι ας ήταν εκείνη, που δέχτηκε τα περισσότερα πυρά της αγγλόφωνης κριτικής. Μάλλον για τον ίδιο λόγο, που προτιμήθηκαν οι δικές του βιογραφίες για τον Έλιοτ και τον Πόε. Γιατί, απλούστατα, είναι ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς του ελληνικού αναγνωστικού κοινού. Ο Ακρόϋντ άρχισε να μεταφράζεται το 1994, δηλαδή σχετικά νωρίς, αν λάβουμε υπόψη ότι εξέδωσε το πρώτο πεζογραφικό του βιβλίο το 1980. Από τότε μέχρι σήμερα, αν δεν λησμονούμε κάποιο, έχουν εκδοθεί έξι μυθιστορήματα, τρεις βιογραφίες και δυο βιβλία από τα έξι συνολικά, που έχει γράψει υπό τον γενικό τίτλο «Ταξίδια στο χρόνο».
Ο Ακρόϋντ ξεκίνησε ως ποιητής και δοκιμιογράφος, ενώ βιοποριστικά άρχισε να ασχολείται με την κριτική. Η πρώτη του βιογραφία είναι του Έζρα Πάουντ, το 1980. Εξηντάρης, σήμερα, αναφέρεται πρωτίστως ως βιογράφος και δευτερευόντως ως μυθιστοριογράφος. Άλλωστε και τα μυθιστορήματά του στηρίζονται, κατά ένα μεγάλο μέρος, σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα. Ένα καλό παράδειγμα προσφέρει το πιο πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά, «Η πτώση της Τροίας», που εμπνέεται από τις ανασκαφές του Ερρίκου Σλήμαν. Δεδομένου, όμως, ότι του δίνει τη μορφή αστυνομικού, αποφεύγει να εμπλέξει το ιστορικό πρόσωπο. Κρατάει, ωστόσο, το όνομα της συζύγου του Σλήμαν, της Σοφίας, για τη σύζυγο του ήρωά του.
Όσο αφορά τον βιογράφο Ακρόϋντ, που ενδιαφέρει εδώ, δεν επιλέγει τους βιογραφούμενους, όπως, για παράδειγμα, ο Στέφαν Τσβάϊχ, με κριτήριο το ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον της προσωπικότητάς τους, ούτε, όμως, με βάση το πόσο σημαντικοί στάθηκαν. Το πάθος του Ακρόϋντ είναι η πόλη του, το Λονδίνο. Αυτός είναι ο προνομιακός τόπος των περισσότερων μυθιστορημάτων του, ενώ οι περισσότεροι από όσους έχει βιογραφήσει είναι βέροι Λονδρέζοι, όπως και ο ίδιος. Πρώτη του αγάπη στάθηκε ο Ντίκενς. Τον βιογράφησε και εκτός αυτού, δανείστηκε την υπόθεση από το βιβλίο του «Μικρή Ντόριτ» για το πρώτο μυθιστόρημά του, «Η μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου». Δεν τον ενδιαφέρει τόσο με τι ασχολείται ο βιογραφούμενος, αρκεί εκείνος να περιδιαβαίνει τα λονδρέζικα σοκάκια. Γι' αυτό και όταν εξάντλησε τους συγγραφείς της πόλης, από τον μακρινό πρόγονό του Τζέφρεϋ Τσόσερ μέχρι τον Μπλέϊκ και τον Έλιοτ, στράφηκε σε άλλους επιφανείς του Λονδίνου, από τον Νεύτωνα μέχρι τον ουμανιστή Τόμας Μουρ ή και τον ζωγράφο Τζόζεφ Τέρνερ. Και κοντά σε αυτούς, ασχολήθηκε με τους Αμερικανούς του Λονδίνου, ξεκινώντας από τους κορυφαίους, πρώτα τον Πάουντ και πρόσφατα, τον Πόε. Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε γενικότερα, ότι ο Ακρόϋντ δείχνει ιδιαίτερο, αν όχι αποκλειστικό, ενδιαφέρον στους τόπους και δη, σε εκείνους της αγγλικής επικράτειας.
Πολλοί πιστεύουν ότι η κορυφαία των βιογραφιών του, η οποία βραβεύτηκε και αγαπήθηκε από το αγγλόφωνο κοινό, είναι του Λονδίνου, που εξέδωσε το 2000. Καθόλου τυχαία, ο τίτλος της είναι: «Λονδίνο: η βιογραφία». Και πράγματι, κρίνοντας από την προσήλωση που δείχνει σε όλα τα βιβλία του στην πόλη του Λονδίνου, η εν λόγω βιογραφία μπορεί να είναι άξια της έμφασης, που προσδίδει στον τίτλο το οριστικό άρθρο. Αντιθέτως, στους τίτλους των βιογραφιών προσώπων, φαίνεται λιγότερο φιλόδοξος, συνοδεύοντας το όνομα του βιογραφούμενου, με κάποιο χαρακτηριστικό του. Για παράδειγμα: «Τ. Σ. Έλιοτ. Ο άνθρωπος πίσω από τη μάσκα», «Πόε. Mια σύντομη ζωή». Ωστόσο, για τη βιογραφία του Σαίξπηρ, που εκδίδει πέντε χρόνια μετά τη βιογραφία του Λονδίνου, το 2005, τολμά τον ίδιο φιλόδοξο τύπο τίτλου. Είναι κάτι που ξενίζει, δεδομένου ότι, από όλους όσους βιογράφησε ο Ακρόϋντ, ο Σαίξπηρ παραμένει ο πιο σκιώδης ως πρόσωπο, καθώς ο βίος του, λίγο πολύ, λανθάνει. Όσο για τα λιγοστά γνωστά ίχνη του, είναι ακριβώς εκείνα, που έθρεψαν, κατά τους ενδιάμεσους αιώνες, τις περικοκλάδες της εικοτολογίας. Τα τελευταία, μάλιστα, χρόνια, με την άνθηση του αποκρυφισμού και των αντίστοιχων μυθιστορημάτων, αυτές γίνονται πυκνότερες και οχληρότερες, καθώς τείνουν να αλλοιώσουν τον δημιουργικό χαρακτήρα του θεατρικού συγγραφέα, που υπήρξε ο Σαίξπηρ. Διαβάζοντας, πάντως, τον κατάλογο με τους τίτλους βιογραφιών του άγγλου δραματουργού, κανείς άλλος συγγραφέας δεν έδειξε κατά την τιτλοφόρηση τόση αποκοτιά όση ο Ακρόϋντ.
Όπως και να έχει, αυτή η βιογραφία του Σαίξπηρ έχει τη σφραγίδα των βιογραφιών του Ακρόϋντ. Μόνο που σε αυτήν η αγάπη του για τους αγγλικούς τόπους, τα ήθη, τα έθιμα και την ατμόσφαιρα προγενέστερων εποχών καρπίζει αβίαστα, αφού έχει ως λίπασμα τα έργα του Σαίξπηρ. Γιατί μπορεί μεν ο Σαίξπηρ να μην αυτοβιογραφείται, όμως αντικατοπτρίζει την Αγγλία στο γύρισμα του 16ου προς τον 17ο αιώνα, την Αγγλία της Ελισάβετ και του Ιακώβου Α΄, του βασιλιά των δυο Στεμμάτων Αγγλίας-Σκωτίας, με τον οποίο γεννιέται η Μεγάλη Βρετανία. Ως συγγραφέας, ο Ακρόϋντ αποφεύγει τις μορφικές καινοτομίες. Υιοθετεί χρονολογικά ευθύγραμμες αφηγήσεις, με τις βιογραφίες του να εκκινούν από γεννήσεως του βιογραφούμενου και να φτάνουν στην τελευτή και την κηδεία του. Για την μεταθανάτια τύχη του, αφιερώνει συνήθως δυο τρεις σελίδες, που, στην περίπτωση του Σαίξπηρ, αντιστοιχούν σε ένα σύντομο τελευταίο κεφάλαιο.
Η βιογραφία του Σαίξπηρ χωρίζεται σε 9 μέρη και 91 κεφάλαια, έχοντας ως τίτλους στίχους από τα θεατρικά και ποιητικά του έργα. Εκτός από την εκτενή βιβλιογραφία, παραθέτει και πολυσέλιδες σημειώσεις για όσες φράσεις δανείστηκε από βιβλία άλλων συγγραφέων. Κατά τα άλλα, ο εννεαμερής χωρισμός της βιογραφίας παρακολουθεί μεν την χρονολογική ανέλιξη, αλλά ταυτόχρονα είναι και αμιγώς τοπικός. Το πρώτο μέρος αφιερώνεται στη γενέτειρα του Σαίξπηρ, το Στράτφορντ και κατ' επέκταση, την κομητεία του Γουόρικσερ. Εξ ου και ο τίτλος του. Τα υπόλοιπα έχουν ως τίτλους ονόματα θιάσων και δυο από αυτά, θεάτρων: του Γκλόουμπ, ελληνιστί Σφαίρα, που έφερε ως έμβλημα τον Ηρακλή να σηκώνει την υδρόγειο, και του Μπλακφράϊερς. Αν εξαιρέσουμε δυο μέρη, που είναι σύντομα και αφορούν περιόδους, που είτε τα ίχνη του Σαίξπηρ χάνονται είτε ακολουθεί περιοδεύοντες θιάσους, τα υπόλοιπα ανασταίνουν πρωτίστως το Λονδίνο της εποχής, παραθέτοντας πάσης φύσεως τοπογραφικές και δημογραφικές πληροφορίες. Και βεβαίως, περιγράφουν εξαντλητικά το αγγλικό θέατρο. Τι σήμαινε ελισαβετιανός ηθοποιός και τι θεατρικός συγγραφέας. Πώς γράφονταν τα έργα και ποια ήταν τα αγαπημένα θέματα. Ποιοι ήταν οι θίασοι, στους οποίους συμμετείχε ή εικάζεται ότι συμμετείχε ο Σαίξπηρ.
Οι εξακόσιες σελίδες του βιβλίου δίνουν το μεγαλύτερο βάρος στον περιβάλλοντα χώρο και τον θεατρικό περίγυρο του Σαίξπηρ. Έτσι κι αλλιώς, για τον ίδιο, ούτε ο χαρακτήρας του ούτε οι συνήθειές του ούτε οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις είναι γνωστές. Καμία ημερομηνία της ζωής του δεν είναι σίγουρη, εκτός από τις λιγοστές, που κατοχυρώνονται με κάποιο επίσημο έγγραφο, όπως της βάπτισης, της δικής του και των παιδιών του, ή του γάμου του. Ως βιογραφικός μπούσουλας υπάρχουν και ορισμένοι τίτλοι ιδιοκτησίας, καθώς και όσα αναγράφονται στην επιτάφια πλάκα του. Το ίδιο ομιχλώδες φαντάζει και το έργο του, με την πατρότητα ορισμένων θεατρικών του να αμφισβητείται. Αγνοούμε ακόμη και το πότε έγραψε το πρώτο του έργο. Γι' αυτό και ο Ακρόϋντ σπρώχνει την αφήγηση με ρητορικά ερωτήματα, ανοίγοντας τη βεντάλια των πιθανών εκδοχών. Αν και συχνά, για να μπορέσει να πλάσει τον ήρωά του, υιοθετεί αυθαιρέτως ορισμένες απόψεις. Κατά κανόνα, πάντως, αντλεί από τα θεατρικά έργα του Σαίξπηρ. Όσοι κρίνουν αυστηρά τη βιογραφία του Ακρόϋντ, του καταλογίζουν ότι τονίζει τον καθολικισμό του Σαίξπηρ και της οικογένειάς του και ότι είναι μάλλον υπερβολικά γενναιόδωρος στα έργα, που του αποδίδει. Τελικά, πάντως, όπως οι περισσότεροι σύγχρονοι βιογράφοι του, παρουσιάζει κι αυτός έναν Σαίξπηρ πραγματιστή, τόσο ως δημόσιο πρόσωπο στις σχέσεις του με την Αυλή και την Εκκλησία όσο και ως συγγραφέα. Όπως φαίνεται, αντί του καινοτόμου και ιδιοφυούς Σαίξπηρ, κερδίζει έδαφος η άποψη ότι στάθηκε επινοητικός αλλά και προσαρμοστικός στις δυνατότητες των θιάσων και στα γούστα του κοινού.
Για να επανέλθουμε στην πρόσφατη ελληνική έκδοση, θυμίζουμε ότι τον Ακρόϋντ, σε αντίθεση με άλλους αγγλόφωνους συγγραφείς, δεν τον μονοπώλησε ένας εκδοτικός οίκος. Τα βιβλία του βρίσκονται μοιρασμένα σε επτά εκδότες. Έκαστος εκδίδει ένα ή δυο και μετά τον εγκαταλείπει. Μόνο οι εκδόσεις Πατάκη επανήλθαν πέρυσι με τη βιογραφία του Πόε μετά τα δύο “ταξίδια στο χρόνο” του 2004. Η βιογραφία του Σαίξπηρ είναι το πρώτο βιβλίο του Ακρόϋντ από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος και τυποτεχνικά, με βάση τα σημερινά στάνταρ, δείχνει άψογη. Παρομοίως, όπως δεν έτυχε ενός εκδότη, δεν ευτύχησε να έχει έναν αποκλειστικό μεταφραστή, αλλά, μέχρι σήμερα, δέκα δοκιμάστηκαν, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία. Από τις καλύτερες μεταφράσεις είναι του Παύλου Μάτεσι για το βραβευμένο μυθιστόρημά του «Η τελευταία διαθήκη του Όσκαρ Ουάιλντ», που κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τον τίτλο, «Καληνύχτα, κύριε Όσκαρ Ουάιλντ», και της Παλμύρας Ισμυρίδου για την βραβευμένη βιογραφία του Έλιοτ. Ανάμεσα στους μεταφραστές είναι και δυο νεότεροι πεζογράφοι: ο Λύο Καλοβυρνάς, που μετέφρασε «Τα χειρόγραφα του Πλάτωνα», και η Μαρία Φακίνου, τη βιογραφία του Πόε.
Όσο για τον δέκατο μεταφραστή του Ακρόϋντ, τον Σπύρο Τσούγκο, που μετέφρασε τη βιογραφία του Σαίξπηρ, έχει ένα τουλάχιστον κοινό σημείο με τον Ακρόϋντ. Επιδίδεται στη μετάφραση βιογραφιών, μεταφράζοντας εκ παραλλήλου και μυθιστορήματα, πάντοτε εκ της αγγλικής. Η πρόσφατη μετάφραση διατηρεί την ισορροπία του πρωτότυπου μεταξύ της μυθιστορηματικής γλαφυρότητας και της δοκιμιακής ακριβολογίας. Θα χρειάζονταν, όμως, για τον έλληνα αναγνώστη, περισσότερες υποσελίδιες σημειώσεις, κυρίως ιστορικής φύσεως. Ένα πρώτο παράδειγμα δίνουν οι πρώτες γραμμές της βιογραφίας, στις οποίες αναφέρεται ότι ο Σαίξπηρ εικάζεται ότι γεννήθηκε στις 23 Απριλίου 1564, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου. Η σίγουρη ημερομηνία είναι εκείνη της βάπτισής του, τρεις ημέρες αργότερα. Ο Ακρόϋντ παρατηρεί: «Η πραγματική ημερομηνία ενδέχεται να ήταν η 21η ή η 22α Απριλίου, η σύμπτωση πάντως της εθνικής γιορτής είναι τουλάχιστον πρόσφορη.» Απορούμε πόσο γνωστό είναι στον έλληνα αναγνώστη, ότι ο Άγιος Γιώργος δεν είναι μόνο προστάτης άγιος της Αγγλίας από την εποχή του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, αλλά και ότι η εν λόγω θρησκευτική εορτή είναι και εθνική. Αντιθέτως, άλλοι βιογράφοι τεκμαίρουν ότι επιλέχθηκε η 23η Απριλίου για να συμπίπτει με την ημερομηνία θανάτου του, στις 23 Απριλίου 1616. Ο Σαίξπηρ πέθανε, όπως και ο Καβάφης, την ημέρα των γενεθλίων του, κι εκείνος μήνα Απρίλιο, στα 52 του, σε πείσμα του δαίμονα του Τυπογραφείου, που τον θέλει να έχει συμπληρώσει τα 53. Όπως και να έχει, ο έλληνας αναγνώστης, διαβάζοντας τη βιογραφία του Ακρόϋντ για τον Σαίξπηρ, θα μάθει όλα όσα θα ήθελε να γνωρίζει για το θέατρο της Γηραιάς Αλβιώνος και ακόμη περισσότερα.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 6/3/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου