Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Είκοσι δύο χρόνια μετά...

Σε α­πό­στα­ση εί­κο­σι δύο ε­τών, δυο βι­βλιο­κρι­τι­κοί δη­μο­σιεύουν έ­να άρ­θρο, ου­σια­στι­κά με τον ί­διο τίτ­λο και ε­πί του ι­δίου θέ­μα­τος, δια­κα­τε­χό­με­νοι εμ­φα­νώς α­πό πα­ρα­πλή­σια διά­θε­ση. Δεν πρό­κει­ται για δυο τυ­χό­ντες βι­βλιο­κρι­τι­κούς, αλ­λά για δυο ε­πι­φα­νείς, του­λά­χι­στον στην ε­πο­χή, που ο κα­θέ­νας δη­μο­σιεύει το άρ­θρο του. Να προ­σθέ­σου­με ό­τι ο δεύ­τε­ρος δεν α­να­φέ­ρε­ται στο πα­λαιό­τε­ρο δη­μο­σίευ­μα. Εί­τε για­τί δεν το γνω­ρί­ζει εί­τε, το πι­θα­νό­τε­ρο, για­τί το έ­χει λη­σμο­νή­σει, ο­πό­τε μπο­ρεί να πρό­κει­ται για πε­ρί­πτω­ση κρυ­πτο­μνη­σίας.
Τί­θε­ται, λοι­πόν, το ε­ρώ­τη­μα, τι μπο­ρεί να ση­μαί­νει αυ­τή η σύ­μπτω­ση; Τί­θε­ται, βε­βαίως, ε­φό­σον της α­πο­δώ­σου­με τη δέ­ου­σα ση­μα­σία και δεν την α­ντι­πα­ρέλ­θου­με, ό­πως μάλ­λον έ­κα­ναν οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­να­γνώ­στες το προ­η­γού­με­νο Σάβ­βα­το, δια­βά­ζο­ντας το πρό­σφα­το άρ­θρο. Μια πι­θα­νή α­πά­ντη­ση εί­ναι ό­τι το φαι­νό­με­νο, στο ο­ποίο α­να­φέ­ρο­νται οι δυο βι­βλιο­κρι­τι­κοί, ε­ξα­κο­λου­θεί να υ­πάρ­χει και να α­πα­σχο­λεί το χώ­ρο του βι­βλίου.
Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να. Στις 13 Νο­εμ­βρίου 1988, στη φι­λο­λο­γι­κή σε­λί­δα της ε­φη­με­ρί­δας «Η Κα­θη­με­ρι­νή», της ο­ποίας την ε­πι­μέ­λεια εί­χε τό­τε η βι­βλιο­κρι­τι­κός Ελι­σά­βετ Κοτ­ζιά, στην κε­ντρι­κή θέ­ση, που προο­ρί­ζε­ται για τη βα­σι­κή βι­βλιο­κρι­τι­κή της σε­λί­δας, δη­μο­σιεύε­ται άρ­θρο του Σπύ­ρου Τσα­κνιά, με τίτ­λο, «Γρά­ψε κι ε­σύ έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα· μπο­ρείς!» Στις 12 Μαρ­τίου 2011, στο έν­θε­το βι­βλίου της ε­φη­με­ρί­δας «Τα Νέ­α», ο Δη­μο­σθέ­νης Κούρ­το­βι­κ, στη σε­λί­δα βι­βλιο­κρι­τι­κής, την ο­ποία δια­τη­ρεί α­πό εμ­φα­νί­σεως του εν­θέ­του, δη­μο­σιεύει άρ­θρο, με τίτ­λο «Γρά­ψε κι ε­σύ έ­να, μπο­ρείς!» Εδώ, δε ε­ξυ­πα­κούε­ται “έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα” αλ­λά “έ­να μπε­στ σέ­λε­ρ”. Οπό­τε κά­ποιος θα έ­σπευ­δε να πα­ρα­τη­ρή­σει ό­τι οι δυο βι­βλιο­κρι­τι­κοί, πα­ρά τη συ­ντα­κτι­κή σύ­μπτω­ση των δύο τίτ­λων, του θαυ­μα­στι­κού συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου, δεν α­να­φέ­ρο­νται στο ί­διο θέ­μα. Η α­νά­γνω­ση, ω­στό­σο, των δυο άρ­θρων δεί­χνει ό­τι κοι­νό θέ­μα τους εί­ναι το εί­δος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που τεί­νει να κυ­ριαρ­χή­σει. Και οι δυο α­να­φέ­ρο­νται σε “συρ­μό” της ε­πο­χής τους. Δια­κα­τέ­χο­νται α­πό α­γα­νά­κτη­ση μπρο­στά σε μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που τους υ­περ­βαί­νει, την ο­ποία ε­πι­λέ­γουν να σχο­λιά­σουν με ει­ρω­νεία. Σαρ­κα­στι­κός εμ­φα­νί­ζε­ται ο Τσα­κνιάς, υ­πό­γεια πε­ρι­παι­κτι­κός ο Κούρ­το­βι­κ, κα­θώς θα πρέ­πει να λαμ­βά­νουν υ­πό­ψη τις δια­θέ­σεις του α­να­γνω­στι­κού τους κοι­νού. Αλλιώς α­ντι­με­τώ­πι­ζε ο α­να­γνώ­στης της φι­λο­λο­γι­κής σε­λί­δας της «Κα­θη­με­ρι­νής» τον εν λό­γω συρ­μό στα τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του '80 και αλ­λιώς τον α­ντι­με­τω­πί­ζει ο α­να­γνώ­στης των ση­με­ρι­νών έν­θε­των βι­βλίου, γα­λου­χη­μέ­νος στο συρ­μό των μπε­στ σέ­λερ.
Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι το ξε­κί­νη­μα του άρ­θρου του Τσα­κνιά: «Τα θρυ­λού­με­να πε­ρί του η­μί­σεως των Ελλή­νων που γρά­φουν ποιή­μα­τα ε­λέγ­χο­νται α­να­κρι­βή· ή α­φο­ρούν σε άλ­λες ε­πο­χές, ευ­γε­νέ­στε­ρες, ρο­μα­ντι­κό­τε­ρες, λι­γό­τε­ρο χρη­σι­μο­θη­ρι­κές. Ο συρ­μός σή­με­ρα α­παι­τεί τη συγ­γρα­φή μυ­θι­στο­ρη­μά­τω­ν…» Να θυ­μί­σου­με ό­τι ο Τσα­κνιάς ή­ταν ποιη­τής. Όταν έ­γρα­φε το άρ­θρο εί­χε εκ­δώ­σει έ­ξι ποιη­τι­κές συλ­λο­γές, την πρώ­τη εί­κο­σι δυο χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, και μια συλ­λο­γή διη­γη­μά­των. Έμελ­λε να εκ­δώ­σει α­κό­μη μια ποιη­τι­κή συλ­λο­γή, με τίτ­λο, «Ορα­τό­της μη­δέν». Πέ­θα­νε έ­ντε­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, Μαΐο 1999, σε η­λι­κία 70 ε­τών, ό­ταν άρ­χι­σαν να εμ­φα­νί­ζο­νται οι πρώ­τες λί­στες των μπε­στ σέ­λερ. Στο άρ­θρο του α­ντι­πα­ρέρ­χε­ται το φαι­νό­με­νο του μπε­στ σέ­λε­ρ, που δεν εί­χε α­κό­μη εν­θρο­νι­στεί με τη ση­με­ρι­νή του μορ­φή. Τό­τε υ­πήρ­χε μό­νο το μυ­θι­στό­ρη­μα που ε­πι­τύγ­χα­νε υ­ψη­λές πω­λή­σεις. Τα­ξι­νο­μεί την πε­ζο­γρα­φι­κή πα­ρα­γω­γή της ε­πο­χής σε τρεις κα­τη­γο­ρίες: α) Μυ­θι­στο­ρή­μα­τα “της α­με­του­σίω­της ε­μπει­ρίας”, τα ο­ποία γρά­φουν ό­σοι ε­κλαμ­βά­νουν ως ση­μα­ντι­κές τις ε­μπει­ρίες τους και ως έ­χουν, χω­ρίς ου­σια­στι­κή σε βά­θος ε­πε­ξερ­γα­σία και με­τα­μόρ­φω­ση, τις α­φη­γού­νται. β) “Της ι­δε­ο­λο­γι­κής α­φορ­μής και της α­πο­δει­κτι­κής πρό­θε­σης”, τα ο­ποία γρά­φουν οι τά­χα­τες δια­βα­σμέ­νοι και α­ντι­στοί­χως, προ­βλη­μα­τι­σμέ­νοι, που νο­μί­ζουν ό­τι α­να­κά­λυ­ψαν την πυ­ρί­τι­δα. Και γ) “τα ε­πα­να­στα­τι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ρή­ξης με την πε­ζο­γρα­φι­κή πα­ρά­δο­ση”, τα ο­ποία “ε­ξαρ­θρώ­νουν τον λό­γο”, “δυ­να­μι­τί­ζουν τη νο­η­μα­τι­κή αλ­λη­λου­χία”, ε­φαρ­μό­ζουν “με­τα­ψυ­χα­να­λυ­τι­κές τε­χνι­κές” και εν γέ­νει “α­νοί­γουν τους δρό­μους του με­τα-με­τα­μο­ντερ­νι­σμού”.
Ο Τσα­κνιάς ε­πι­ση­μαί­νει με διο­ρα­τι­κό­τη­τα την ευ­κο­λία, με την ο­ποία εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φε­ται το μυ­θι­στό­ρη­μα. Ταυ­τό­χρο­να, δια­βλέ­πει τους τρό­πους και τα και­νού­ρια υ­λι­κά, μέ­σω των ο­ποίων συ­γκρο­τεί­ται αυ­τός ο νέ­ος τύ­πος μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που δια­βά­ζε­ται α­πό έ­να με­γα­λύ­τε­ρο κοι­νό και βρί­σκε­ται στα ό­ρια με­τα­ξύ λο­γο­τε­χνίας και πα­λαιό­τε­ρου βι­βλίου πε­ρι­πτέ­ρου. Με τη βοή­θεια της ε­μπο­ρευ­μα­το­ποίη­σης της λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρα­γω­γής, αυ­τή η με­ταλ­λαγ­μέ­νη μορ­φή μυ­θι­στο­ρή­μα­τος έ­μελ­λε να ε­πι­κρα­τή­σει και να γί­νει ο κα­νό­νας. Εί­κο­σι δύο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στις τρεις κα­τη­γο­ρίες του Τσα­κνιά μπο­ρού­με να ε­ντά­ξου­με το με­γα­λύ­τε­ρο πο­σο­στό των μυ­θι­στο­ρη­μά­των, που εκ­δό­θη­καν κα­τά την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία του προ­η­γού­με­νου αιώ­να και την πρώ­τη του τρέ­χο­ντος. Μέ­σα α­πό αυ­τήν την ε­λα­φρά μορ­φή μυ­θι­στο­ρή­μα­τος προέ­κυ­ψε κά­ποια στιγ­μή το μπε­στ σέ­λερ. Δά­νεια λέ­ξη α­πό την αγ­γλι­κή, που έ­μει­νε σκό­πι­μα α­με­τά­φρα­στη, μην και μειω­θεί η βα­ρύ­τη­τά της. Εί­ναι το μυ­θι­στό­ρη­μα με τη με­γά­λη ε­μπο­ρι­κή ε­πι­τυ­χία, που, με τη βοή­θεια συ­νή­θως της τη­λε­ο­πτι­κής του εκ­δο­χής, γί­νε­ται σου­ξέ και κά­νει πλού­σιο εν μια νυ­κτί τον συγ­γρα­φέα του και βε­βαίως, τον εκ­δό­τη του. Προ­φα­νώς, στις κοι­νω­νίες της κα­τα­νά­λω­σης, μια πα­ρό­μοια έκ­δο­ση α­πο­τε­λεί εί­δη­ση και φέρ­νει ως ε­πα­κό­λου­θο, πλην του πλου­τι­σμού, τη δια­ση­μό­τη­τα του συγ­γρα­φέα. Το πρώ­το ελ­λη­νι­κό μπε­στ σέ­λερ προέ­κυ­ψε το 1991. Εί­ναι τα «Βαμ­μέ­να κόκ­κι­να μαλ­λιά» του Κώ­στα Μουρ­σε­λά, που ε­ντάσ­σε­ται α­κό­μη στο λο­γο­τε­χνι­κό πε­δίο. Το δεύ­τε­ρο, το 1993, «Πρό­βα νυ­φι­κού» της Ντό­ρας Γιαν­να­κο­πού­λου, αρ­χί­ζει να α­πο­μα­κρύ­νε­ται. Το τρί­το, το 1998, «Ο Ιού­δας φι­λού­σε υ­πέ­ρο­χα» της Μάϊρας Πα­πα­θα­να­σο­πού­λου έ­χει πια α­νοί­ξει τον δρό­μο του ση­με­ρι­νού μπε­στ σέ­λερ. Σε αυ­τόν σπεύ­δουν άν­θρω­ποι ό­λων των η­λι­κιών και των ε­παγ­γελ­μά­των. Πά­ντο­τε υ­πήρ­χε ο συγ­γρα­φέ­ας της προ­σκολ­λή­σεως, που τον γοή­τευε η αί­γλη του λο­γο­τέ­χνη. Όταν, ό­μως, αυ­τό που γυά­λι­ζε έ­γι­νε χρυ­σός, άρ­χι­σαν να συ­νά­ζο­νται α­γε­λη­δόν.
Εκεί­νο που δεν πρό­βλε­ψε ο Τσα­κνιάς εί­ναι ό­τι το εύ­κο­λης γρα­φής μυ­θι­στό­ρη­μα δεν θα ήλ­κυε μό­νο τους νεό­κο­πους του χώ­ρου, αλ­λά και τους δό­κι­μους, που εί­χαν ή­δη κα­τα­κτή­σει μια κά­ποια θέ­ση στο “λο­γο­τε­χνι­κό πάν­θε­ο­ν”. Το φαι­νό­με­νο του μπε­στ σέ­λερ έ­μελ­λε να λει­τουρ­γή­σει εκ­φυ­λι­στι­κά για τις συγ­γρα­φι­κές ο­μά­δες, τις πιο μά­χι­μες την ε­πο­χή της έ­κρη­ξής του, ό­πως οι ε­πο­νο­μα­ζό­με­νες γε­νιές του '70 και του '80. Όλο και πε­ρισ­σό­τε­ροι συγ­γρα­φείς άρ­χι­σαν να κά­νουν πα­ρα­χω­ρή­σεις στον α­να­γνώ­στη, ελ­πί­ζο­ντας να ε­πι­τύ­χουν μια θέ­ση στις λί­στες των μπε­στ σέ­λερ και κα­λύ­τε­ρη με­τα­χεί­ρι­ση α­πό τους εκ­δό­τες. Για­τί, στα ί­δια χρό­νια, οι σχέ­σεις συγ­γρα­φέα εκ­δό­τη άλ­λα­ξαν. Κα­θιε­ρώ­θη­καν τα συμ­βό­λαια και οι ε­κα­τέ­ρω­θεν δε­σμεύ­σεις. Οι πα­λαιό­τε­ρες σχέ­σεις πί­στης και φι­λίας θεω­ρού­νταν πλέ­ον πα­ρω­χη­μέ­νες έως και γρα­φι­κές. Αντι­στοί­χως δεί­χνουν να προ­σαρ­μό­ζο­νται οι βι­βλιο­κρι­τι­κοί. Δεν α­πο­δο­κι­μά­ζουν πλέ­ον την ευ­κο­λία γρα­φής αλ­λά την ευ­τέ­λεια, στην ο­ποία και ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται το δεύ­τε­ρο άρ­θρο , αυ­τό του Κούρ­το­βικ.
Εί­κο­σι χρό­νια νεό­τε­ρος του Τσα­κνιά ο Κούρ­το­βι­κ, ε­κτός α­πό κρι­τι­κός, εί­ναι και μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, α­πό τους μά­χι­μους στα χρό­νια της με­γά­λης με­τάλ­λα­ξης. Με τρία μυ­θι­στο­ρή­μα­τα κα­τά την ε­πί­μα­χη ει­κο­σα­ε­τία, ό­που τα δύο τε­λευ­ταία κα­τέ­λα­βαν θέ­ση στις λί­στες των μπε­στ σέ­λερ. Πι­στεύου­με λό­γω πρω­το­τυ­πίας του θέ­μα­τος και α­στυ­νο­μι­κού τύ­που πλο­κής, χω­ρίς αλ­λα­γές στον τρό­πο γρα­φής. Όπως και να έ­χει, ο Κούρ­το­βικ φαί­νε­ται να δια­χω­ρί­ζει τα μπε­στ σέ­λε­ρ, σε βι­βλία λο­γο­τε­χνίας και ευ­τε­λή. Ξε­κι­νά το άρ­θρο του, με­τα­φέ­ρο­ντας συ­ζή­τη­σή του με ε­πί­δο­ξο συγ­γρα­φέα, ο ο­ποίος ευελ­πι­στεί να “βγά­ζει κα­λά λε­φτά α­πό τα βι­βλία του”. Προ­τί­μη­σε να α­πο­τα­θεί σε έ­ναν κρι­τι­κό πα­ρά σε έ­ναν συγ­γρα­φέα μπε­στ σέ­λε­ρ, πι­στεύο­ντας ό­τι ο δεύ­τε­ρος θα τον έ­βλε­πε ως α­ντα­γω­νι­στή και δεν θα α­πε­κά­λυ­πτε τη μα­γι­κή συ­ντα­γή. Μπο­ρεί, μά­λι­στα, και να μην πα­ρα­δε­χό­ταν ό­τι υ­πάρ­χει συ­ντα­γή, φο­βού­με­νος μην και α­μαυ­ρώ­σει το συγ­γρα­φι­κό του προ­φίλ. Δεν θα α­πο­κλεία­με να πρό­κει­ται για ε­πι­νό­η­ση. Με κά­τι τέ­τοια σο­φί­σμα­τα ε­ξα­σφα­λί­ζει ο Κούρ­το­βικ την υ­ψη­λή α­να­γνω­σι­μό­τη­τα των κρι­τι­κών του. Με­τά πε­ρισ­σής ευ­γέ­νειας α­να­γνω­ρί­ζει στον συ­νο­μι­λη­τή του “πρόω­ρο ρε­α­λι­σμό” και “γειω­μέ­νους ο­ρα­μα­τι­σμούς” και στη συ­νέ­χεια, με βά­σει την μα­κρό­χρο­νη πεί­ρα του, συ­ντάσ­σει τους ο­κτώ κα­νό­νες της συγ­γρα­φής μπε­στ σέ­λερ. Πι­θα­νώς και α­πηυ­δι­σμέ­νος α­πό το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα, που μό­λις εί­χε δια­βά­σει και για το ο­ποίο κα­νο­νι­κά θα έ­πρε­πε να συ­ντά­ξει τη βι­βλιο­κρι­τι­κή του.
Προ­φα­νώς και σχη­μα­το­ποιεί, ως εί­θι­σται σε χιου­μο­ρι­στι­κά κεί­με­να. Ωστό­σο, με ο­ρι­σμέ­νους α­πό τους κα­νό­νες του γρά­φε­ται σή­με­ρα με­γά­λος α­ριθ­μός α­πό μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, που θα μπο­ρού­σαν να κα­τα­χω­ρη­θούν στις κα­τη­γο­ρίες του Τσα­κνιά και τα ο­ποία οι κρι­τι­κοί δεν ε­ντάσ­σουν στα ευ­τε­λή. Εκεί­νοι, πά­ντως, που ε­φαρ­μό­ζουν με ι­διαί­τε­ρη συ­νέ­πεια πα­ρό­μοιους κα­νό­νες εί­ναι οι δι­πλω­μα­τού­χοι των Σχο­λών Δη­μιουρ­γι­κής Γρα­φής. Πα­ρά­δειγ­μα ο δεύ­τε­ρος και τέ­ταρ­τος κα­νό­νας: “Μη λες πο­τέ με λί­γα λό­για αυ­τό που μπο­ρείς να πεις με πολ­λά”. Και “τα ου­σια­στι­κά στο κεί­με­νο πρέ­πει να συ­νο­δεύο­νται ό­σο γί­νε­ται συ­χνό­τε­ρα, ει δυ­να­τόν πά­ντο­τε, α­πό ε­πί­θε­τα”. Αν εί­χε σκε­φτεί να προ­σθέ­σει το κα­λο­λο­γι­κό στοι­χείο της πα­ρο­μοίω­σης, θα εί­χε κα­λύ­ψει τα δυο εκ­φρα­στι­κά στοι­χεία, που κυ­ρίως κο­σμούν το ση­με­ρι­νό μυ­θι­στό­ρη­μα. Αλλά και ο έ­κτος κα­νό­νας του χαί­ρει ευ­ρείας ε­φαρ­μο­γής, κα­θώς θα μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί ως ει­δι­κή πε­ρί­πτω­ση της προοι­κο­νο­μίας, που πο­λύ αγ­χώ­νει τους μυ­θι­στο­ριο­γρά­φους. Συ­χνά, οι προ­σπά­θειες, που κα­τα­βάλ­λουν ώ­στε πρό­σω­πα και δρά­ση να προοι­κο­νο­μού­νται, εί­ναι τό­σο εμ­φα­νείς, που κα­τα­λή­γουν να γε­λοιο­ποιούν το α­πο­τέ­λε­σμα. Κα­τά τον εν λό­γω έ­κτο κα­νό­να, “οι χα­ρα­κτή­ρες πρέ­πει να έ­χουν σα­φές και στα­θε­ρό η­θι­κό πρό­ση­μο”, το ο­ποίο με­θερ­μη­νεύε­ται στο πλέ­ον κα­τα­νο­η­τό ό­τι πρέ­πει “να δί­νουν στον α­να­γνώ­στη λα­βή για το ποιόν τους”.
Από ε­κεί και πέ­ρα, οι κα­νό­νες του Κούρ­το­βικ α­να­φέ­ρο­νται στην ψυ­χο­λο­γία “ε­νός πι­στού α­να­γνώ­στη μπε­στ σέ­λε­ρ”. Απο­φαί­νε­ται ό­τι, πρώ­τον, “ο πιο α­γα­πη­μέ­νος του ή­ρωας εί­ναι ο ε­αυ­τός του” και δεύ­τε­ρον, “οι ή­ρωες πρέ­πει να εί­ναι κολ­λη­μέ­νοι στον τό­πο τους, ει δυ­να­τόν στη γει­το­νιά τους”. Στοι­χειώ­δες, ει­δάλ­λως πώς θα ε­πι­τευχ­θεί ψυ­χο­λο­γι­κή ταύ­τι­ση, η ο­ποία και θα ε­πι­τρέ­ψει στον α­να­γνώ­στη να “τα­ξι­δεύει” δια­βά­ζο­ντας. Όσο για τον ό­γδοο κα­νό­να, που θέ­λει βα­σι­κό θέ­μα του μπε­στ σέ­λερ την α­γά­πη, με άλ­φα κε­φα­λαίο, και δη, την θριαμ­βεύου­σα στο τέ­λος, δεί­χνει την ε­πι­ση­μα­σμέ­νη και α­πό πα­λαιό­τε­ρα κεί­με­να του Κούρ­το­βικ προ­κα­τά­λη­ψή του α­πέ­να­ντι στο γυ­ναι­κείο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό. Πα­ρα­πλή­σια με­ρο­λη­πτι­κή στά­ση δια­κρί­νε­ται και στο πα­λαιό­τε­ρο άρ­θρο, αυ­τό του Τσα­κνιά. Ευ­τυ­χώς ή δυ­στυ­χώς, η λο­γο­τε­χνι­κή κρι­τι­κή α­νέ­κα­θεν αν­δρο­κρα­τεί­ται. Οι λι­γο­στές γυ­ναί­κες του χώ­ρου, που συ­γκρά­τη­σε η Ιστο­ρία, α­πο­τε­λούν πα­ρα­δείγ­μα­τα προς α­πο­φυ­γήν. Και ε­πα­νερ­χό­μα­στε στους κα­νό­νες, που, με­τα­ξύ των άλ­λων, σαρ­κά­ζουν και το μορ­φω­τι­κό ε­πί­πε­δο του εν λό­γω κοι­νού, συμ­βου­λεύο­ντας ό­σο το δυ­να­τόν α­πλού­στε­ρη σύ­ντα­ξη και συ­χνές ε­πα­να­λή­ψεις των βα­σι­κών πραγ­μα­το­λο­γι­κών στοι­χείων. Ο κα­λός μας, ό­μως, κρι­τι­κός, ε­πι­ζη­τώ­ντας να κο­ρυ­φώ­σει τη δια­κω­μώ­δη­ση, δεί­χνει με τον πέ­μπτο κα­νό­να πα­ντε­λή ά­γνοια της γυ­ναι­κείας ψυ­χο­σύν­θε­σης. Πα­ρο­τρύ­νει τον ε­πί­δο­ξο συγ­γρα­φέα να “μην ε­ξά­πτει τον α­να­γνώ­στη, ού­τε δυ­σά­ρε­στα αλ­λά ού­τε και πο­λύ ευ­χά­ρι­στα”, ε­ξη­γώ­ντας του ό­τι ε­κεί­νος θέ­λει να ξε­χνά­ει εύ­κο­λα το βι­βλίο για να αρ­χί­σει το ε­πό­με­νο. Δεν έ­τυ­χε πο­τέ να του α­φη­γη­θεί κά­ποια ευαί­σθη­τη ψυ­χή με το νι και με το σίγ­μα έ­να ρο­μά­ντσο; Τα ρο­μά­ντσα συ­γκι­νούν και δεν λη­σμο­νού­νται. Ο Η.Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος, σε πρό­σφα­τη εκ βα­θέων συ­νέ­ντευ­ξή του, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι συ­γκι­νεί­ται ό­ταν βλέ­πει γυ­ναί­κες να δια­βά­ζουν τέ­τοια βι­βλία και να δα­κρύ­ζουν.
Συ­νο­ψί­ζο­ντας, το φαι­νό­με­νο του ευ­κο­λο­διά­βα­στου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που ψυ­χα­νε­μι­ζό­ταν ο Τσα­κνιάς, εί­κο­σι δύο χρό­νια με­τά, κυ­ριαρ­χεί στα κα­θ' η­μάς, ό­πως και στις χώ­ρες, που λει­τουρ­γούν ως μη­τρο­πό­λεις και α­πό τις ο­ποίες α­ντι­γρά­φου­με πρό­τυ­πα και συ­μπε­ρι­φο­ρές. Το και­νού­ριο στοι­χείο, ω­στό­σο, το ο­ποίο θα έ­πρε­πε να προ­βλη­μα­τί­ζει, δεν εί­ναι η με­τα­στρο­φή με­γά­λης με­ρί­δας συγ­γρα­φέων, αλ­λά το γε­γο­νός ό­τι, συν τω χρό­νω, το τει­χίο, που προ­στά­τευε το λο­γο­τε­χνι­κό πε­δίο, πέ­φτει. Ως προ­στα­τευ­τι­κό τει­χίο α­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε την η­θι­κής φύ­σεως στή­ρι­ξη, που χρειά­ζε­ται έ­νας λο­γο­τέ­χνης, ό­σο αυ­τάρ­κης και α­φο­σιω­μέ­νος στο έρ­γο του κι αν πα­ρου­σιά­ζε­ται. Έχουν ε­κλεί­ψει οι εκ­δό­τες τύ­που Να­νάς Καλ­λια­νέ­ση. Έχουν ε­κλεί­ψει οι πρε­σβύ­τες τύ­που Γ.Π. Σαβ­βί­δη. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, α­κό­μη κρι­τι­κή βι­βλίου. Ο χώ­ρος δια­θέ­τει κά­ποιους θεω­ρού­με­νους ως έ­γκρι­τους. Κα­τά κα­νό­να, πρό­κει­ται για αν­θρώ­πους που ε­ξα­σφα­λί­ζουν τον βιο­πο­ρι­σμό τους α­πό την κρι­τι­κή, γε­γο­νός που συ­νε­πά­γε­ται ο­ρι­σμέ­νες δε­σμεύ­σεις. Μια σε­λί­δα ή έ­να έν­θε­το βι­βλίου ε­φη­με­ρί­δας ζη­τά την προ­βο­λή του συγ­γρα­φέ­α-βε­ντέ­τα και του βι­βλίου-μπε­στ σέ­λερ. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, πά­ντο­τε τρό­πος να γί­νει η διά­κρι­ση του εύ­πε­πτου α­να­γνώ­σμα­τος α­πό το βι­βλίο με λο­γο­τε­χνι­κές α­ρε­τές. Για­τί, λ.χ., έ­νας α­πό τους πλέ­ον έ­γκρι­τους κρι­τι­κούς, ό­πως ο Κούρ­το­βι­κ, να α­να­φέ­ρε­ται ό­λο και συ­χνό­τε­ρα στις συγ­γρα­φείς των μπε­στ σέ­λε­ρ; Αντι­θέ­τως, χρειά­ζε­ται η βι­βλιο­κρι­τι­κή να α­σχο­λεί­ται με τον γνω­στό συγ­γρα­φέα, ό­ταν ε­κεί­νος εκ­πί­πτει σε “μπε­στσε­λε­ρά”, ε­ξι­στο­ρώ­ντας τις ε­μπει­ρίες του, πλα­τειά­ζο­ντας, φορ­τώ­νο­ντας την α­φή­γη­ση με κα­λο­λο­γι­κά στοι­χεία ή και προοι­κο­νο­μώ­ντας τα προ­φα­νή. Ξε­που­λώ­ντας, δη­λα­δή, το ό­ποιο τα­λέ­ντο του για την α­γά­πη του α­να­γνώ­στη και τα χά­δια του εκ­δό­τη του. Αλλά ως ε­δώ οι συμ­βου­λές και τα σχό­λια, μην α­κού­σου­με το δά­σκα­λε που δί­δα­σκες...

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 20/3/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: