Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Υπό­θε­ση Μπε­λο­γιάν­νη


Ο Νί­κος Μπε­λο­γιάν­νης στο διά­ση­μο σκί­τσο
του Πά­μπλο Πι­κά­σο, δη­μο­σιευ­μέ­νο
σε γαλ­λι­κό έ­ντυ­πο της ε­πο­χής.


Νί­κος Δαβ­βέ­τας 
«Ο ζω­γρά­φος του Μπε­λο­γιάν­νη»
Εκδό­σεις Με­ταίχ­μιο
Απρί­λιος 2013

Εί­ναι το τρί­το στη σει­ρά μυ­θι­στό­ρη­μα που πα­ρου­σιά­ζου­με, με πρω­τα­γω­νι­στές τους γό­νους της γε­νιάς που έ­ζη­σε την πο­λε­μο­χα­ρή δε­κα­ε­τία του ’40. Προ­η­γή­θη­καν «Η ά­σκη­ση του Ροτ» της Βα­σι­λι­κής Ηλιο­πού­λου και «Δυο φο­ρές α­θώα» της Έλε­νας Χου­ζού­ρη. Δε­δο­μέ­νου ό­τι κυ­κλο­φό­ρη­σαν και τα τρία Απρ. 2013, ο­ποια­δή­πο­τε κοι­νά ση­μεία δεν συ­νι­στούν δά­νεια ή κά­ποιου εί­δους συ­νο­μι­λία, αλ­λά ε­πι­μέ­ρους συ­μπτώ­σεις, που α­πορ­ρέ­ουν α­πό την τρέ­χου­σα κα­τά­στα­ση, τα θέ­μα­τα που συ­ζη­τιού­νται και τα συγ­γρα­φι­κά α­ντα­να­κλα­στι­κά, που αυ­τά κε­ντρί­ζουν. Οι τρεις συγ­γρα­φείς, ω­στό­σο, δεν συ­μπί­πτουν ως προς την θεώ­ρη­ση της πρώ­της γε­νιάς, που έ­δω­σε τις μά­χες και η ο­ποία α­πο­τε­λεί α­πώ­τε­ρη ι­δε­ο­λο­γι­κή στό­χευ­ση. Γι’ αυ­τό και πλά­θουν δια­φο­ρε­τι­κού ή­θους ή­ρωες, ώ­στε, μέ­σα α­πό τη δι­κή τους νοο­τρο­πία και τις πρά­ξεις τους, να φα­νε­ρω­θούν οι ό­ποιες “α­μαρ­τίες” των γο­νέων, που άλ­λο­τε πο­τέ λο­γί­ζο­νταν ως ή­ρωες ή ως πρό­τυ­πα α­γω­νι­στι­κού ή­θους. 
Και οι τρεις συγ­γρα­φείς α­νή­κουν στην συγ­γρα­φι­κή ο­μά­δα του 21ου αιώ­να, με πρώ­το πε­ζο­γρα­φι­κό βι­βλίο το 2000 και με­τά. Μό­νο που η Ηλιο­πού­λου, ερ­χό­με­νη α­πό το χώ­ρο του κι­νη­μα­το­γρά­φου, συ­νυ­πο­λο­γί­ζε­ται στους πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους αυ­τής της πε­ριό­δου, ε­νώ οι δύο άλ­λοι ξε­κί­νη­σαν ως ποιη­τές, με πρώ­τη εμ­φά­νι­ση το 1981. Πι­στεύου­με ό­τι η δια­φο­ρε­τι­κή θέ­α­ση των ι­στο­ρι­κών προ­σώ­πων έ­χει πολ­λα­πλά αί­τια. Εν μέ­ρει, την η­λι­κια­κή α­πό­στα­ση μιας δε­κα­ε­τίας συν πλην δυο χρό­νια που χω­ρί­ζει τον Δαβ­βέ­τα α­πό την Ηλιο­πού­λου και την Χου­ζού­ρη α­ντι­στοί­χως, την βο­ρειο­ελ­λα­δί­τι­κη κα­τα­γω­γή των δυο τε­λευ­ταίων, το οι­κο­γε­νεια­κό ι­στο­ρι­κό, αλ­λά και τους δα­σκά­λους τους στην τέ­χνη του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, στην ο­ποία, α­πό ε­φέ­τος, ο Δαβ­βέ­τας προά­γε­ται σε δά­σκα­λο κα­τά τα σε­μι­νά­ρια δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής. Επο­μέ­νως, στη δι­κή του πε­ρί­πτω­ση, με­γα­λώ­νουν οι προσ­δο­κίες και οι α­ξιώ­σεις α­πό το πρό­σφα­το, τέ­ταρ­το μυ­θι­στό­ρη­μά του ε­ντός μιας δε­κα­ε­τίας, το ο­ποίο ε­πε­κτεί­νει την εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κή τρι­λο­γία του στην ψυ­χρο­πο­λε­μι­κή πε­ρίο­δο.

Δια­φο­ρές και ο­μοιό­τη­τες 

Κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή στις ε­κτι­μή­σεις της η Χου­ζού­ρη, δη­λώ­νει με τον τίτ­λο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τός της, «Δυο φο­ρές α­θώα», το πώς βλέ­πει την πρώ­τη γε­νιά των ε­πι­γό­νων και α­ντι­στοί­χως, πλά­θει την η­ρωί­δα της. “Νουά­ρ” χα­ρα­κτη­ρί­ζει το μυ­θι­στό­ρη­μά του ο Δαβ­βέ­τας, πα­ρα­πέ­μπο­ντας εμ­μέ­σως στους κυ­νι­κούς χα­ρα­κτή­ρες, τον διε­φθαρ­μέ­νο κό­σμο και τη γε­νι­κό­τε­ρη δυ­σά­ρε­στη ό­ψη των πραγ­μά­των, που κυ­ριαρ­χούν στα κλα­σι­κά του εί­δους μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Όσο για την Ηλιο­πού­λου, δεν προ­σπα­θεί να ελ­κύ­σει το εν­δια­φέ­ρον με τίτ­λους και υ­πό­τιτ­λους, πα­ρό­λο που θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρί­σει το μυ­θι­στό­ρη­μά της νουά­ρ, α­φού υ­πάρ­χουν ο φό­νος, το σα­σπέ­νς, αλ­λά και η πα­ρακ­μια­κή α­τμό­σφαι­ρα, που θα ταί­ρια­ζαν σε έ­να φιλμ νουάρ. Να ση­μειώ­σου­με ό­τι οι ή­ρωες των δυο τε­λευ­ταίων έ­χουν πα­ρα­πλή­σιο βιο­γρα­φι­κό. Εί­ναι πε­ρί­που συ­νο­μή­λι­κοι, γεν­νη­μέ­νοι στα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’40, με­γα­λω­μέ­νοι σε συγ­γε­νι­κά σπί­τια, με τη μη­τέ­ρα στη φυ­λα­κή και τον πα­τέ­ρα στην υ­πε­ρο­ρία. Και μά­λι­στα, στην ί­δια χώ­ρα, την Ρου­μα­νία, το θερ­μό κέ­ντρο της διά­σπα­σης του ΚΚΕ το 1968, που φέρ­νει α­ντι­μέ­τω­πους πα­τέ­ρα και γιο. Αμφό­τε­ροι κα­τα­λή­γουν α­ρι­στε­ροί της ευ­ρω­παϊκής δια­σπο­ράς, Πα­ρί­σι ο πρώ­τος, Γερ­μα­νία ο δεύ­τε­ρος. Μό­νο που η Ηλιο­πού­λου πλά­θει έ­ναν ή­ρωα εν συγ­χί­σει, ε­νώ ο Δαβ­βέ­τας έ­ναν α­δί­στα­κτο χα­ρα­κτή­ρα, χω­ρίς πολ­λούς η­θι­κούς φραγ­μούς. Για να α­κρι­βο­λο­γού­με, τον σκια­γρα­φεί, μα­ζί με μια χο­ρεία προ­σώ­πων πα­ρα­πλή­σιας νοο­τρο­πίας και συ­μπε­ρι­φο­ράς, που α­παρ­τί­ζουν τη μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή γε­νιά των ε­πι­γό­νων.
Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον το γε­γο­νός ό­τι και οι τρεις συγ­γρα­φείς κα­τα­φεύ­γουν σε ποι­κι­λία α­φη­γη­μα­τι­κών τρό­πων. Κοι­νά ση­μεία εί­ναι οι συ­χνές ε­ναλ­λα­γές α­πό τον εν­διά­θε­το λό­γο, που α­πο­δί­δε­ται σε πρώ­το ή και τρί­το πρό­σω­πο, στο λό­γο ε­νός πα­ντε­πό­πτη α­φη­γη­τή, κά­πως ε­ξε­ζη­τη­μέ­νης ταυ­τό­τη­τας στην πε­ρί­πτω­ση της Ηλιο­πού­λου, ό­πως έ­χου­με ή­δη σχο­λιά­σει. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Δαβ­βέ­τα, εί­ναι δυο τα υ­πο­κεί­με­να του εν­διά­θε­του λό­γου, ο ο­ποίος, κά­θε φο­ρά, δια­κό­πτε­ται α­πό μα­κριές α­φη­γή­σεις κά­ποιου συ­νο­μι­λη­τή, εί­τε σε μορ­φή δια­λό­γου εί­τε υ­πό τύ­πον α­να­δρο­μής. Με αυ­τήν τη μορ­φι­κή εκ­ζή­τη­ση, οι τρεις συγ­γρα­φείς δεν ε­πι­διώ­κουν να και­νο­το­μή­σουν, αλ­λά μάλ­λον α­να­ζη­τούν τρό­πους για να πα­ρου­σιά­σουν σε α­ντι­θε­τι­κή πα­ραλ­λη­λία το ντο­κου­μέ­ντο, πραγ­μα­τι­κό, μι­σο­πραγ­μα­τι­κό ή ε­πι­νο­η­μέ­νο, και τις α­ντι­λή­ψεις που έ­χουν οι ή­ρωες για πρό­σω­πα και συμ­βά­ντα. Εί­ναι έ­νας πρό­δη­λος τρό­πος για να προ­βάλ­λουν τις δι­κές τους α­πό­ψεις γύ­ρω α­πό ε­πί­και­ρα θέ­μα­τα, ό­πως με­τα­νά­στες και ρα­τσι­σμός, κυ­ρίως για να κα­τα­θέ­σουν τις δι­κές τους α­να­θεω­ρη­τι­κές ερ­μη­νείες για τους προ­γό­νους.

Κά­ποιες συ­γκυ­ρίες

Πε­ρισ­σό­τε­ρο φι­λό­δο­ξη δεί­χνει η πε­ρί­πτω­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Δαβ­βέ­τα, κα­θώς αυ­τός α­νή­κει σε μια μι­κρή αλ­λά συ­νε­χώς αυ­ξα­νό­με­νη ο­μά­δα μυ­θι­στο­ριο­γρά­φων, που θέ­λουν πλα­γίως να πα­ρέμ­βουν στην ι­στο­ριο­γρα­φία, ώ­στε να διορ­θώ­σουν στε­ρεό­τυ­πους μύ­θους και να ε­πα­να­φέ­ρουν α­γιο­ποιη­μέ­να πρό­σω­πα στις πραγ­μα­τι­κές τους δια­στά­σεις. Αυ­τό το εγ­χεί­ρη­μα το ε­πι­τε­λούν μέ­σω της δι­κής τους τέ­χνης, της μυ­θο­πλα­στι­κής, στη­ρι­ζό­με­νοι στο με­τα­μο­ντέρ­νο α­ξίω­μα, που α­φαί­ρε­σε α­πό την Ιστο­ρία την προ­νο­μιού­χο θέ­ση στην α­πό­δο­ση του α­λη­θούς. Όλες οι α­φη­γή­σεις προ­σκο­μί­ζουν τεκ­μή­ρια, αυ­θε­ντι­κά η ι­στο­ρι­κή α­φή­γη­ση, μπο­ρεί και πλα­στά η μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή αλ­λά λο­γο­τε­χνι­κώς κε­χρι­σμέ­να. Να ση­μειώ­σου­με ό­τι ο προ­βλη­μα­τι­σμός της σχέ­σης αυ­θε­ντι­κού και πλα­στού ε­πα­νέρ­χε­ται συ­νε­χώς στο νέο μυ­θι­στό­ρη­μα του Δαβ­βέ­τα, κα­θι­στώ­ντας το, και α­πό αυ­τήν την ά­πο­ψη, ε­πί­και­ρο. 
Κα­τά τα άλ­λα, το μυ­θι­στό­ρη­μά του συν­δέε­ται με πε­ρισ­σό­τε­ρες της μιας συ­γκυ­ρίες. Σεπ. 2009, κυ­κλο­φο­ρεί το προ­η­γού­με­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του, «Η Εβραία νύ­φη», ο­πό­τε οι συγ­γρα­φι­κές κε­ραίες θα πρέ­πει να εί­ναι τε­ντω­μέ­νες στα σή­μα­τα που θα δώ­σουν την έ­μπνευ­ση για το ε­πό­με­νο. 27 Οκτ. 2009, πε­θαί­νει η Έλλη Παπ­πά, φέρ­νο­ντας στην ε­πι­και­ρό­τη­τα τον Μπε­λο­γιάν­νη, κυ­ρίως την τε­λευ­ταία πε­ρίο­δο της ζωής του, στην ο­ποία ε­κεί­νη πρω­τα­γω­νί­στη­σε. Σύλ­λη­ψη, δι­πλή δί­κη και ε­κτέ­λε­ση στις 30 Μαρ. 1952. “Η σκο­τει­νή δε­κα­ε­τία του ’50” αρ­χί­ζει να “ε­ξι­τά­ρει” τον συγ­γρα­φέα. Συ­μπτω­μα­τι­κά, αρ­χές Νοε. δη­μο­σιεύε­ται α­φιέ­ρω­μα σε “ι­στο­ρίες κα­τα­σκο­πείας τον και­ρό του Ψυ­χρού Πο­λέ­μου”. Εί­ναι τα πρώ­τα στοι­χεία ε­νός ε­ρευ­νη­τι­κού προ­γράμ­μα­τος, που έ­χει α­να­λά­βει τριά­δα ε­ρευ­νη­τών (Στ. Κα­λύ­βας, Ν. Μα­ρα­ντζί­δης, Κ. Τσί­βος), χρη­μα­το­δο­τού­με­νου α­πό το Πα­νε­πι­στή­μιο του Γέ­η­λ, στο Εθνι­κό Αρχείο Πρά­γας και ι­διαί­τε­ρα, σε μέ­ρος της ά­κρως α­πόρ­ρη­της Συλ­λο­γής Κλέ­με­ντ Γκότ­βαλ­ντ, πρώ­του προέ­δρου της ε­κεί Λαϊκής Δη­μο­κρα­τίας, που ι­δρύ­θη­κε στο σο­βιε­τι­κό πρό­τυ­πο το 1948. Στο α­φιέ­ρω­μα α­πο­κα­λύ­πτε­ται ο ρό­λος της Τσε­χοσ­λο­βα­κίας στην ορ­γά­νω­ση πα­ρά­νο­μων δι­κτύων πα­ρα­κο­λού­θη­σης και μη­χα­νι­σμών διείσ­δυ­σης σε δυ­τι­κές χώ­ρες και κυ­ρίως, στην Ελλά­δα. Εί­ναι γνω­στή η α­δυ­να­μία του Δαβ­βέ­τα “στις αρ­χεια­κές πη­γές”. Στο προ­η­γού­με­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του γύ­ρω α­πό τους Εβραίους της Θεσ­σα­λο­νί­κης και τη δρά­ση των ε­κεί δω­σί­λο­γων, χά­ρις στα να­ζι­στι­κά αρ­χεία, η μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή του α­φή­γη­ση πή­ρε και ι­στο­ριο­γρα­φι­κή διά­στα­ση.  Με τα τσέ­χι­κα αρ­χεία, θα μπο­ρού­σε να διορ­θώ­σει “τα με­γά­λα ψέ­μα­τα στην υ­πό­θε­ση Μπε­λο­γιάν­νη, που τον ι­ντρι­γκά­ρου­ν”, ό­πως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται σε συ­νέ­ντευ­ξή του.
Σε­πτέμ­βριο 2010, εκ­δί­δε­ται το βι­βλίο της Παπ­πά, «Μαρ­τυ­ρίες μιας δια­δρο­μής», με τις κα­τη­γο­ρίες ό­τι πρό­κει­ται για μη α­ξιό­πι­στη ι­στο­ρι­κή πη­γή εκ μέ­ρους του ΚΚΕ να προ­η­γού­νται. Ολό­κλη­ρο το 2011 υ­πάρ­χουν δη­μο­σιεύ­μα­τα γύ­ρω α­πό τις α­λή­θειες και τα ψεύ­δη για τα ε­πί­μα­χα συμ­βά­ντα του ’50. Σε αυ­τά, τον α­γω­νι­στή Μπε­λο­γιάν­νη, α­πό τις με­τα­ξι­κές φυ­λα­κί­σεις μέ­χρι τον Γράμ­μο, υ­πο­σκε­λί­ζει μέ­χρι ε­ξα­φά­νι­σης “ο άν­θρω­πος με το γα­ρύ­φαλ­λο”. Τε­λι­κά, αυ­τός θα γο­η­τεύ­σει και τον συγ­γρα­φέα. Μάρ. 2011, εμ­φα­νί­ζε­ται Γάλ­λος ζω­γρά­φος, που εί­χε φι­λο­τε­χνή­σει, εν θερ­μώ, το 1952, πί­να­κα με τίτ­λο «Η ε­κτέ­λε­ση του Μπε­λο­γιάν­νη», χω­ρίς πο­τέ να τον εκ­θέ­σει, με ό­νει­ρο ζωής να τον δω­ρί­σει σε ελ­λη­νι­κό μου­σείο. Τα δη­μο­σιεύ­μα­τα μπο­ρεί να ε­μπνέ­ουν τον τίτ­λο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, α­νε­ξάρ­τη­τα αν αυ­τός α­να­φέ­ρε­ται σε έ­τε­ρο, πο­λύ δια­ση­μό­τε­ρο ζω­γρά­φο, που, ό­μως, δεν του α­ντι­στοι­χεί έ­νας πα­ρό­μοιος τίτ­λος, α­φού ε­κεί­νος δεν ζω­γρά­φι­σε, πα­ρά μό­νο σκι­τσά­ρι­σε, τον Μπε­λο­γιάν­νη. Πρό­κει­ται για τον Πι­κά­σο, που έρ­χε­ται στην ε­πι­και­ρό­τη­τα στις 9 Ιαν. 2012, με την κλο­πή α­πό την Εθνι­κή Πι­να­κο­θή­κη ε­νός πί­να­κά του. Τον εί­χε προ­σφέ­ρει ο ί­διος, “ως συ­μπα­ρά­στα­ση προς τον ελ­λη­νι­κό λαό που α­ντι­στε­κό­ταν στη να­ζι­στι­κή κα­το­χή”. Λέ­γε­ται ό­τι για το σκί­τσο έ­κα­νε έ­να μό­νο προ­σχέ­διο και ό­χι πολ­λά, ό­πως ο άλ­λος για τον πί­να­κα. Αυ­τό το μο­να­δι­κό προ­σχέ­διο πολ­λα­πλα­σιά­ζε­ται για τις μυ­θο­πλα­στι­κές α­νά­γκες του “πο­λι­τι­κού νουά­ρ”. Συ­μπτω­μα­τι­κά ή μη, το μυ­θι­στό­ρη­μα κυ­κλο­φο­ρεί ε­πε­τεια­κά, με τη συ­μπλή­ρω­ση 40 χρό­νων α­πό το θά­να­το του Πι­κά­σο, στις 8 Απρ. 1973. Όπως, μά­λι­στα, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα με­τα­μο­ντέρ­να μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, συμ­βάλ­λει κι αυ­τό με τον τρό­πο του στην προ­σπά­θεια α­πο­δό­μη­σης, σμι­κρύ­νο­ντας κα­τά το δυ­να­τό το φω­το­στέ­φα­νο του ζω­γρά­φου.

Έρω­τες και χα­μό­γε­λα

Στα προ­η­γού­με­να βι­βλία του Δαβ­βέ­τα, υ­πήρ­χε έ­νας δη­μο­σιο­γρά­φος, που ε­πεί­χε θέ­ση συγ­γρα­φι­κού alter ego. Ίσως, κα­θό­λου τυ­χαία, στο πρό­σφα­το, α­ντί αυ­τού, εμ­φα­νί­ζε­ται έ­νας ε­ρευ­νη­τής αρ­χείων. Εί­ναι γό­νος οι­κο­γέ­νειας στρα­τιω­τι­κών και ό­χι, ό­πως ο δη­μο­σιο­γρά­φος, γιος Μα­κρο­νη­σιώ­τη. Στο πρώ­το κε­φά­λαιο, α­φη­γεί­ται ο ί­διος με έ­παρ­ση τις εκ­κε­ντρι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές των προ­γό­νων του και τις δι­κές του. Η πρώ­τη ε­ντύ­πω­ση εί­ναι ό­τι αυ­τό το σο­φι­στι­κέ βιο­γρα­φι­κό ε­πι­νο­εί­ται για να συ­στή­σει έ­ναν ντε­τέ­κτιβ στο ύ­ψος των κα­τά κα­νό­να ι­διό­τυ­πων α­στυ­νο­μι­κών του κλα­σι­κού νουάρ. Όμως οι α­ρε­τές του μέ­νουν μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κά α­νεκ­με­τάλ­λευ­τες, πλην της πα­ρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τας που ε­πι­δει­κνύει κα­τά τις ε­πα­φές του με τα ε­μπλε­κό­με­να πρό­σω­πα. Οπό­τε, το πρώ­το κε­φά­λαιο θα πρέ­πει να ε­κλη­φθεί ως αυ­το­τε­λές κεί­με­νο, που πε­ρι­γε­λά τους ει­δή­μο­νες αλ­λά και τους ε­πί­δο­ξους ι­στο­ρι­κούς που προ­στρέ­χουν σε αυ­τούς, κα­τα­γρά­φο­ντας την πλή­θυν­ση των υ­πο­ψή­φιων δι­δα­κτό­ρων που ελ­κύει η δε­κα­ε­τία του ’40 και η σκο­τει­νή ου­ρά της.  Απο­κύη­μα ό­χι φα­ντα­σίας αλ­λά προ­σω­πι­κής ε­μπει­ρίας του συγ­γρα­φέα α­πό τον συγ­χρω­τι­σμό του με το χώ­ρο. 
Στο δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο, το λό­γο παίρ­νει μια φί­λη του α­πό τα χρό­νια που πα­ρα­κο­λου­θού­σαν μα­θή­μα­τα γαλ­λι­κών στο Γαλ­λι­κό Ινστι­τού­το. Εί­ναι το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της τρί­της γε­νιάς, παι­δί παι­διών ε­κεί­νων του ’40, με ι­διό­τυ­πη συ­μπε­ρι­φο­ρά, ε­ρω­τι­κά α­πο­κλί­νου­σα,  που, ό­μως, δεν την ε­πι­βάλ­λουν οι α­νά­γκες της πλο­κής. Μάλ­λον ως ει­σα­γω­γή πρέ­πει να ε­κλη­φθεί αυ­τό το κε­φά­λαιο, κα­θώς, μέ­σω της ε­ρω­τι­κής πεί­νας της νέ­ας γυ­ναί­κας, έρ­χε­ται στο μυ­θο­πλα­στι­κό προ­σκή­νιο ο έ­ρω­τας ως ο κύ­ριος μο­χλός πρά­ξεων, που ο συ­ντη­ρη­τι­σμός των πα­λαιό­τε­ρων και οι σκο­πι­μό­τη­τες άλ­λων και­ρών α­πέ­δω­σαν σε υ­ψη­λά ι­δεώ­δη. Για πα­ρά­δειγ­μα, στη συ­νέ­χεια του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, έ­νας α­πό τους ε­πι­γό­νους θα ι­σχυ­ρι­στεί ό­τι “ο άν­θρω­πος με το γα­ρύ­φαλ­λο” χα­μο­γε­λά­ει α­πό έ­ρω­τα για τη σύ­ντρο­φό του και πως ή­ταν ε­κεί­νη που του το χά­ρι­σε σε έ­να διά­λειμ­μα της δί­κης. Κα­τά τον φω­το­γρά­φο Πα­να­γιώ­τη Μή­τσου­ρα, ή­ταν αυ­τός που του το έ­δω­σε πριν τρα­βή­ξει τα εν­στα­ντα­νέ. Όσο για το χα­μό­γε­λο, δε­δο­μέ­νου ό­τι πρό­κει­ται για έ­ναν άν­θρω­πο α­φο­σιω­μέ­νο στα ι­δε­ο­λο­γι­κά του πι­στεύω α­πό τα μα­θη­τι­κά του χρό­νια, θα μπο­ρού­σε να δεί­χνει ι­κα­νο­ποίη­ση για την α­πο­λο­γία, που μό­λις εί­χε ο­λο­κλη­ρώ­σει. Δεύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα, έ­νας άλ­λος της ί­διας γε­νιάς, πιο βλά­σφη­μος αυ­τός, θα δώ­σει σε­ξουα­λι­κά κί­νη­τρα στα φι­λι­κά για την Ελλά­δα αι­σθή­μα­τα και την υ­πο­στή­ρι­ξη των Γάλ­λων δια­νοού­με­νων και καλ­λι­τε­χνών. 
Στο πα­ρόν της α­φή­γη­σης, το ε­ρω­τι­κό τα­μπε­ρα­μέ­ντο της η­ρωί­δας έ­χει κα­τα­σι­γά­σει η συμ­βίω­σή της με Γάλ­λο της Αλγε­ρίας. Αυ­τή η ε­πι­λο­γή ε­ξα­σφα­λί­ζει στο “πο­λι­τι­κό νουά­ρ” τον πρό­σφο­ρο έ­νο­χο για κά­θε έ­γκλη­μα προς υ­πο­γράμ­μι­ση του γαλ­λι­κού ρα­τσι­σμού. Εί­ναι έ­νας α­πό τους “κα­λούς” του βι­βλίου, ό­πως και ο άλ­λος Γάλ­λος εξ Αλγε­ρίας. Πιο ευ­φά­ντα­στη η σκια­γρά­φη­ση του δεύ­τε­ρου, κα­θώς πρό­κει­ται για ε­βραϊκής κα­τα­γω­γής α­στυ­νο­μι­κό και πα­ρα­ση­μο­φο­ρη­μέ­νο α­ντι­στα­σια­κό, που προ­στά­τευε τους Έλλη­νες φοι­τη­τές το Μάη του ’68.  Πά­ντως, αυ­τή η δεύ­τε­ρης γε­νιάς με­τα­νά­στρια στο Πα­ρί­σι εί­ναι ο συν­δε­τι­κός κρί­κος με την πρώ­τη γε­νιά του κε­ντρι­κού ή­ρωα, που ο φό­νος του συ­νι­στά τον πυ­ρή­να του “νουά­ρ”, ό­ντας α­νι­ψιά και κλη­ρο­νό­μος του.
Στα ρε­α­λι­στι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, πα­λαιό­τε­ρα, προ­σπα­θού­σαν οι πε­ρι­γρα­φές προ­σώ­πων και κα­τα­στά­σεων να εί­ναι, ό­σο το δυ­να­τόν, πιο πει­στι­κές. Στο με­τα­μο­ντέρ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα, η α­λη­θο­φά­νεια ε­ξα­σφα­λί­ζε­ται δη­μιουρ­γώ­ντας την αί­σθη­ση του “ή­δη ι­δω­μέ­νου”. Αυ­τή ε­πι­τυγ­χά­νε­ται ε­πι­στρα­τεύο­ντας αυ­τού­σια ή σε κο­λάζ τα μι­κρά ο­νό­μα­τα και τα ε­πί­θε­τα γνω­στών προ­σώ­πων, ή και συρ­ρά­πτο­ντας στοι­χεία α­πό τα α­ντί­στοι­χα βιο­γρα­φι­κά. Το βα­σι­κό­τε­ρο, τα πλα­στά πρό­σω­πα και γε­γο­νό­τα σο­φι­λιά­ζο­νται μέ­σα στα πραγ­μα­τι­κά, τό­σο έ­ντε­χνα που ο δια­χω­ρι­σμός τους να α­παι­τεί μπό­λι­κη φα­ντα­σία. 
Ο Δαβ­βέ­τας έ­χει εκ­φρά­σει την ά­πο­ψη ό­τι ο­ρι­σμέ­νοι α­πό την ο­μά­δα των υ­πο­τρό­φων του Γαλ­λι­κού Κρά­τους, που έ­φυ­γε α­πό την Ελλά­δα τον Δεκ. του 1945 με το με­τα­γω­γι­κό Μα­τα­ρόα, και κά­ποιοι άλ­λοι, που ο Μά­ης του ’68 τους βρή­κε φοι­τη­τές στο Πα­ρί­σι, έ­χουν σή­με­ρα υ­περ­τι­μη­θεί. Τα δι­κά τους στοι­χεία και με­ρι­κών α­κό­μη α­να­δεύει στη μαρ­μί­τα, χω­ρίς πά­ντο­τε ει­ρω­νι­κή διά­θε­ση. Πα­ρά­δειγ­μα έ­νας συλ­λέ­κτης, ο­νό­μα­τι Γιώρ­γος Ζερ­βά­κης, που ή­ταν “συ­γκρα­τού­με­νος στις φυ­λα­κές του Επτα­πυρ­γίου του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη” και ε­κεί­νος “τον έσ­πρω­ξε προς την κα­τεύ­θυν­ση της με­λέ­της και της συλ­λο­γής, λέ­γο­ντας «Αν δεν μπο­ρείς να σπεί­ρεις, μπο­ρείς να σκά­ψεις»”. Ο συγ­γρα­φέ­ας, στο “πο­λι­τι­κό νουά­ρ”  του, αν­τλεί α­πό το “deja vu” μέ­χρι και τη λύ­ση του φό­νου. Όχι έ­νας έ­νο­χος, αλ­λά κο­λάζ γνω­στών υ­πο­θέ­σεων, ό­πως του Νά­σιουτ­ζικ και άλ­λων δο­λο­φο­νιών, πε­ριώ­νυ­μων και θο­λών.

Πριν και με­τά το μύ­θο

Στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Δαβ­βέ­τα, πνέει έ­νας ά­νε­μος αμ­φι­σβή­τη­σης των “ιε­ρών τε­ρά­τω­ν”. Με τους βιο­γρα­φι­κούς πα­ραλ­λη­λι­σμούς Μπε­λο­γιάν­νη - Τσε Γκε­βά­ρα, κα­θώς αμ­φό­τε­ροι ο­δεύουν μέ­σω Πρά­γας και με αρ­γε­ντί­νι­κο δια­βα­τή­ριο προς τις χώ­ρες της ε­κτέ­λε­σής τους, ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πα­να­φέ­ρει τα γνω­στά ε­ρω­τή­μα­τα γύ­ρω α­πό τις τε­λι­κές ε­κτι­μή­σεις ε­κεί­νων των δυο για τα ε­πι­τεύγ­μα­τα των Λαϊκών Δη­μο­κρα­τιών. Μέ­σα α­πό την υ­πό­θε­ση Μπε­λο­γιάν­νη, προ­βλη­μα­τί­ζε­ται για το πό­σο δη­μο­κρα­τι­κή ή­ταν τό­τε η πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση στην Ελλά­δα. Δια­φω­νεί με το ε­πι­χεί­ρη­μα “ό­τι που­θε­νά αλ­λού, στον πο­λι­τι­σμέ­νο κό­σμο, δεν γί­νο­νταν ε­κτε­λέ­σεις”. Όταν πρό­κει­ται  για την πε­ρίο­δο του Ψυ­χρού Πο­λέ­μου, δεν εν­δια­φέ­ρει τι συμ­βαί­νει στον Δυ­τι­κό κό­σμο. Όλη η προ­σο­χή ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στο δί­πο­λο Δυ­τι­κού και Ανα­το­λι­κού μπλοκ. Χά­ρις στην πρό­σβα­ση στα προ­α­να­φε­ρό­με­να Αρχεία και τα πο­ρί­σμα­τα των ι­στο­ρι­κών, ο συγ­γρα­φέ­ας α­να­κα­λύ­πτει τα ί­χνη του  Ενρί­κε Πα­νιό­θ, με το δια­βα­τή­ριο του ο­ποίου και αλ­λά­ζο­ντας μό­νο τη φω­το­γρα­φία, ο Μπε­λο­γιάν­νης μπή­κε στην Ελλά­δα. Σύμ­φω­να με το μυ­θι­στό­ρη­μα, ο Πα­νιόθ ε­κτε­λέ­στη­κε α­πό τους τσε­χοσ­λο­βά­κους συ­ντρό­φους του και μά­λι­στα, χω­ρίς δί­κη. Εκτός κι αν πρό­κει­ται για μυ­θο­πλα­στι­κό εύ­ρη­μα. Πά­ντως, α­πό ό­σο γνω­ρί­ζου­με, δεν υ­πάρ­χει σχε­τι­κό δη­μο­σίευ­μα  α­πό την ε­ρευ­νη­τι­κή τριά­δα ή τους μα­θη­τές τους, ό­πως η Ελέ­νη Πα­σχα­λού­δη, που υ­πο­γρά­φει το Επί­με­τρο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Ήταν, πά­ντως, η πε­ρίο­δος των με­γά­λων εκ­κα­θα­ρί­σεων του προέ­δρου Γκότ­βαλ­ντ, ο ο­ποίος πέ­θα­νε α­πό πνευ­μο­νία που άρ­πα­ξε πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας στη Μό­σχα την κη­δεία του Στά­λιν. Στις 9 Μαρ. 1953 ο “πα­τε­ρού­λης”, στις 14 Μαρ. ο Γκοτ­βαλ­ντ. Αργε­ντί­νος ο Πα­νιό­θ, αρ­γε­ντί­νος ο Τσε και για να γί­νουν α­πό­λυ­τες οι πα­ραλ­λη­λίες, ας θυ­μί­σου­με ό­τι ο πα­τέ­ρας Μπε­λο­γιάν­νης, πριν ε­γκα­τα­στα­θεί στην Αμα­λιά­δα, εί­χε πά­ει με­τα­νά­στης στην Αργε­ντι­νή. 
Ο Δαβ­βέ­τας, σύμ­φω­να και με τις συ­νε­ντεύ­ξεις του, θέ­λει με το μυ­θι­στό­ρη­μά του να φω­τί­σει τη δε­κα­ε­τία του ’50, κα­τά την ο­ποία “έ­χουν συμ­βεί τε­ρα­τώ­δη πράγ­μα­τα που α­γνοού­με, ό­πως μα­ζι­κές ε­κτε­λέ­σεις κο­μου­νι­στών στην Τσε­χοσ­λο­βα­κία”. Από μια ά­πο­ψη, κο­μί­ζει γλαύ­κα εις Αθή­νας, δε­δο­μέ­νου ό­τι αυ­τά τα τε­ρα­τώ­δη τα έ­γρα­φε τό­τε με πη­χυαίους τίτ­λους ο Τύ­πος της Δε­ξιάς προς υ­πε­ρά­σπι­ση της α­πό­φα­σης να ε­κτε­λε­στεί ο Μπε­λο­γιάν­νης, κα­το­νο­μά­ζο­ντας τους α­νά χώ­ρα ε­κτε­λε­σθέ­ντες κο­μου­νι­στές. “Εξ αρ­μο­δίας πη­γής” οι δη­μο­σιο­γρά­φοι της ε­πο­χής, ό,τι αυ­τό σή­μαι­νε τό­τε, με ευ­χα­ρι­στίες προς τους ε­ρευ­νη­τές των Αρχείων ο συγ­γρα­φέ­ας, ό,τι αυ­τό ση­μαί­νει σή­με­ρα. Λ.χ., τη στε­νό­τε­ρη σχέ­ση λο­γο­τε­χνίας και Ιστο­ρίας, ό­πως δεί­χνει το Επί­με­τρο, με τίτ­λο, «Τα γε­γο­νό­τα πριν α­πό τον μύ­θο». Μό­νο που οι αό­ρι­στες, κά­πο­τε και α­τυ­χείς, δια­τυ­πώ­σεις της ι­στο­ρι­κού, συ­σκο­τί­ζουν τα γε­γο­νό­τα. Ιδιαί­τε­ρα, η α­να­φο­ρά στην κα­τά­στα­ση της υ­γείας του Πλα­στή­ρα δη­μιουρ­γεί την ε­ντύ­πω­ση ό­τι με­τά το ε­γκε­φα­λι­κό ε­πει­σό­διο, που υ­πέ­στη στις 10 Μαρ. 1952, πα­ρέ­μει­νε πο­λι­τι­κά α­δρα­νής. Κα­θώς η προ τε­τρα­ε­τίας δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή της Πα­σχα­λού­δη στη­ρί­ζε­ται στην α­να­δί­φη­ση του Τύ­που της δε­κα­ε­τίας του ’50, θα α­να­με­νό­ταν να γνω­ρί­ζει με κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια τις κυ­βερ­νη­τι­κές κι­νή­σεις. Η κυ­βερ­νη­τι­κή σύ­σκε­ψη στις 29 Μαρ., με­τά την α­πό­φα­ση του Συμ­βου­λίου Χα­ρί­των να δώ­σει χά­ρη μό­νο στους τέσ­σε­ρις α­πό τους ο­κτώ κα­τά­δι­κους, έ­γι­νε στην οι­κία του Πλα­στή­ρα. Την ει­σή­γη­ση  για χο­ρή­γη­ση χά­ρης και στους άλ­λους τέσ­σε­ρις του υ­πουρ­γού Δι­καιο­σύ­νης Δη­μη­τρίου Πα­πα­σπύ­ρου “προς τον Βα­σι­λέ­α”, που α­πο­φα­σί­στη­κε, συ­νό­δευε και έγ­γρα­φη έκ­κλη­ση του ί­διου του πρω­θυ­πουρ­γού. 
Μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση πως οι ι­στο­ρι­κοί, που κα­τα­πιά­στη­καν με την α­να­θεώ­ρη­ση της ι­στο­ρίας ε­κεί­νης της πε­ριό­δου, σχη­μα­το­ποιούν ή και υ­πο­τι­μούν τη συμ­βο­λή του άλ­λο­τε πο­τέ α­πο­κα­λού­με­νου “Μαύ­ρου Κα­βα­λά­ρη”. Το 1953, τρεις μή­νες με­τά τον Στά­λιν, πέ­θα­νε και ο Πλα­στή­ρας, στις 26 Ιουλ., πέ­ντε χρό­νια μι­κρό­τε­ρός του, αυ­τός στα 70. Την ε­φε­τι­νή δι­πλή ε­πέ­τειο Πλα­στή­ρα ού­τε οι ι­στο­ρι­κοί ού­τε καν οι Σύλ­λο­γοι της ι­διαί­τε­ρης πα­τρί­δας του την μνη­μό­νευ­σαν. Ωστό­σο, α­να­φέ­ρε­ται ό­λο και συ­χνό­τε­ρα ως πο­λι­τι­κός που δεν πλού­τι­σε κα­τά την στα­διο­δρο­μία του. Αυ­το­νό­η­τη μεν στά­ση, αλ­λά, η ο­ποία, στη ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία, έ­χει α­να­χθεί σε ύ­ψι­στη α­ρε­τή. Και πά­λι, μό­νο στον Τύ­πο και α­πό τους με­σή­λι­κες ε­πι­φυλ­λι­δο­γρά­φους,  για­τί οι νεό­τε­ροι τον θεω­ρούν μάλ­λον α­γα­θό με την τρέ­χου­σα κα­κό­ση­μη ση­μα­σία. Οι και­ροί πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νου α­το­μι­κι­σμού θέ­λουν να βλέ­που­με τον Πλα­στή­ρα σαν τον πρω­θυ­πουρ­γό in poverty και τον Μπε­λο­γιάν­νη σα­ν “τον άν­θρω­πο με το γα­ρύ­φαλ­λο in love”. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/10/2013.

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Άλλη μια μορφική πρωτοτυπία

Δη­μο­σιεύε­ται στο τρέ­χον τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού
«Οδός Πα­νός» (τχ. 160, Σεπ.-Δεκ 2013)

Θα­νά­σης Βαλ­τι­νός
«Ημε­ρο­λό­γιο 1836-2011»
Δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση
Βι­βλιο­πω­λείον της Εστίας
Ι. Δ. Κολ­λά­ρου & Σίας
Ια­νουά­ριος 2013

Ο Θα­νά­σης Βαλ­τι­νός, με τη δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση του δέ­κα­του στη σει­ρά βι­βλίου του, συ­γκε­ντρώ­νει για πρώ­τη φο­ρά σε έ­ναν εκ­δό­τη ά­πα­ντα τα βι­βλία του, του­τέ­στιν τα δέ­κα πέ­ντε μιας 40ε­τούς εκ­δο­τι­κής πα­ρου­σίας. Έχου­με, λοι­πόν, τα Άπα­ντα Βαλ­τι­νού, που έ­ξι εκ­δό­τες ε­ρω­το­τρο­πού­σαν κα­τά και­ρούς να α­πο­κτή­σουν και προς τού­το, κα­τά την σκυ­τα­λο­δρο­μία της δια­δο­χής, κυ­κλο­φο­ρού­σαν, πα­ράλ­λη­λα με τα πρω­τό­τυ­πα που κά­θε φο­ρά προέ­κυ­πταν, και ε­πα­νεκ­δό­σεις ό­σων α­πό τα προ­η­γού­με­να προ­λά­βαι­ναν. Αυ­τά τα τε­λευ­ταία ε­πι­λέ­γο­νταν κα­τά σει­ρά α­ξιο­λό­γη­σης μάλ­λον του εκ­δό­τη, με α­πο­τέ­λε­σμα το δεύ­τε­ρο εκ­δο­θέν και γνω­στό­τε­ρο βι­βλίο του, «Η κά­θο­δος των εν­νιά», να υ­πάρ­χει στους κα­τα­λό­γους πέ­ντε εκ­δο­τι­κών οί­κων. Αντι­θέ­τως, το προ­σφά­τως ε­πα­νεκ­δο­θέν, δέ­κα­το βι­βλίο, πρω­το­κυ­κλο­φό­ρη­σε Απρ. 2001 α­πό τον τέ­ταρ­το στη σει­ρά εκ­δό­τη, αλ­λά πα­ρα­κάμ­φθη­κε α­πό τον βρα­χύ­βιο πέ­μπτο, που προ­τί­μη­σε ως ε­μπο­ρι­κός εκ­δο­τι­κός οί­κος, με­τά το δεύ­τε­ρο, το έ­τε­ρο πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νο του Βαλ­τι­νού, το «Ορθο­κω­στά».
Κι ό­μως, το συ­γκε­κρι­μέ­νο βι­βλίο έ­χει πολ­λα­πλό εν­δια­φέ­ρον. Ο Βαλ­τι­νός, σε αυ­τό, δεί­χνει να κά­νει έ­να πρώ­το ά­νοιγ­μα προς την αυ­το­βιο­γρά­φη­ση, την ο­ποία προ­χω­ρά­ει με τα ε­πό­με­να βι­βλία του, συ­νε­χώς ε­πε­κτεί­νο­ντάς την, πά­ντο­τε υ­πό μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή κά­λυ­ψη, μέ­χρι το πιο πρό­σφα­το, το «Ανά­πλους». Ταυ­τό­χρο­να, πρό­κει­ται για το πλέ­ον ι­διό­τυ­πο βι­βλίο του, κα­θώς λύ­νει ό­λους τους αρ­μούς: νο­η­μα­τι­κούς, χρο­νι­κούς, χω­ρι­κούς. Το μό­νο στα­θε­ρό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι η μορ­φή, δε­δο­μέ­νου ό­τι αυ­τήν την έ­χει εκ προοι­μίου προσ­διο­ρί­σει μέ­σω του τίτ­λου. Ενός τίτ­λου μάλ­λον αό­ρι­στου, κα­θώς δη­λώ­νει μεν ό­τι πρό­κει­ται για η­με­ρο­λό­γιο, αλ­λά δεν προσ­διο­ρί­ζει ποιας ο­ντό­τη­τας ή κα­τά­στα­σης εί­ναι ο η­με­ρο­δεί­κτης, α­φού το χρο­νι­κό ά­νοιγ­μα των 176 ε­τών α­πο­κλείει την πε­ρί­πτω­ση να πρό­κει­ται πε­ρί ε­νός προ­σώ­που. Πα­ρά έ­ξι έ­τη θα μπο­ρού­σε να α­φο­ρά το α­νε­ξάρ­τη­το νε­ο­ελ­λη­νι­κό κρά­τος. Το 1836, ό­μως, εί­χε ή­δη προ τε­τρα­ε­τίας ε­κλε­γεί ο Όθων βα­σι­λιάς των Ελλή­νων, ο­πό­τε μία προ­φα­νής ι­στο­ρι­κή α­φε­τη­ρία του Ημε­ρο­λο­γίου α­πο­κλείε­ται. Ανά­με­σα, ω­στό­σο, στα λι­γο­στά ση­μα­ντι­κά γε­γο­νό­τα, που φαί­νε­ται να έ­λα­βαν χώ­ρα ε­κεί­νο το σω­τή­ριον έ­τος στην τό­τε ελ­λη­νι­κή ε­πι­κρά­τεια, ε­κτός α­πό την ί­δρυ­ση α­νώ­τα­των εκ­παι­δευ­τι­κών ι­δρυ­μά­των, εί­ναι η αλ­λα­γή της πρω­τεύου­σας της ε­παρ­χίας Κυ­νου­ρίας, α­πό τον ο­ρει­νό Άγιο Πέ­τρο στο πα­ρα­θα­λάσ­σιο Άστρος. Μα­κράν, ό­μως, του Βαλ­τι­νού πα­ρό­μοιες το­πι­κι­στι­κές εμ­μο­νές, καί­τοι γεν­νη­θείς στο Κα­στρί, άλ­λο­τε πο­τέ Άγιο Νι­κό­λαο, που βρί­σκε­ται πλη­σίον της πρώ­της έ­δρας της πρω­τεύου­σας. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, στο αυ­τά­κι της πρώ­της έκ­δο­σης του Ημε­ρο­λο­γίου, έ­να ε­κτε­νές βιο­γρα­φι­κό προσ­διο­ρί­ζει ως τό­πο γεν­νή­σεως το πα­ρα­κεί­με­νο χω­ριό Κα­ρά­του­λα.
Δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα, πιο συ­γκλο­νι­στι­κά, τον εν­δια­φέ­ρουν σε αυ­τό το βι­βλίο. Όπως ο ε­ρω­τι­κός βίος του Αλε­ξά­ντερ Πού­σκιν και τα ‘‘θα­να­τη­φό­ρα αι­δοία’’. Θα­να­τη­φό­ρα, κα­θώς συ­χνά ω­θού­σαν σε μο­νο­μα­χίες, έ­χο­ντας ως μό­νη α­φορ­μή τις ζη­λο­τυ­πίες, που δη­μιουρ­γούν οι τρια­δι­κές σχέ­σεις. Κυ­ριο­λε­κτι­κώς θα­να­τη­φό­ρα την ε­πο­χή του ρώσ­σου ποιη­τή, που σκο­τώ­θη­κε σε μια πα­ρό­μοια μο­νο­μα­χία, με­τα­φο­ρι­κά στον αιώ­να του συγ­γρα­φέα, που οι μο­νο­μα­χίες εί­χαν δια νό­μου κα­ταρ­γη­θεί, α­νε­ξάρ­τη­τα αν οι ι­ψε­νι­κές σχέ­σεις ε­ξα­κο­λου­θού­σαν, και ε­ξα­κο­λου­θούν βε­βαίως, να θάλ­λουν. Ο ί­διος ή, ορ­θό­τε­ρα, α­φού πρό­κει­ται για μυ­θι­στό­ρη­μα, ο α­φη­γη­τής του φαί­νε­ται συ­χνά να πρω­το­στά­τη­σε σε τέ­τοιου εί­δους σχέ­σεις, αλ­λά στο ρό­λο του ε­ρα­στή και ό­χι του α­πα­τη­μέ­νου συ­ζύ­γου ό­πως ο Πού­σκιν. Πά­ντως, κα­θώς ού­τε αυ­τός διέ­λα­θε κά­ποιων ε­λα­φρύ­τε­ρων συ­νε­πειών, ό­πως οι κρί­σεις α­πελ­πι­σίας, τα βιώ­νει μάλ­λον σαν αι­μο­βό­ρα.
Από τον Πού­σκιν στον Βαλ­τι­νό, τη γέ­φυ­ρα την α­πο­κα­θι­στούν το ε­ρω­τι­κό στοι­χείο, ό­πως αυ­τό ο­ρί­ζε­ται α­πό το ε­πι­θε­τι­κό αρ­σε­νι­κό, και η ποιη­τι­κό­τη­τα. Όταν το α­φη­γη­μα­τι­κό alter ego του Βαλ­τι­νού α­να­κα­λύ­πτει το 1986 στο Δυ­τι­κό Βε­ρο­λί­νο το η­με­ρο­λό­γιο του Πού­σκιν, ει­κά­ζει ό­τι εί­ναι πλα­στό, ‘‘τα γε­γο­νό­τα ω­στό­σο α­ναμ­φι­σβή­τη­τα’’, ό­πως σπεύ­δει να προ­σθέ­σει. Πα­ρο­μοίως, το η­με­ρο­λό­γιο που ε­κεί­νος στή­νει, δεί­χνει πλα­στό, αυ­τά, ό­μως, που κα­τα­γρά­φο­νται, πα­ρα­πέ­μπουν ‘‘α­ναμ­φι­σβή­τη­τα’’ στον αι­σθη­τί­στα συλ­λέ­κτη γλωσ­σι­κής ύ­λης και συμ­βά­ντων, που εί­ναι ο Βαλ­τι­νός. Όσα α­πό τα α­να­φε­ρό­με­να βρί­σκο­νται ε­κτός της βιω­μέ­νης α­πό τον συγ­γρα­φέα χρο­νο­λο­γι­κής πε­ριό­δου, θα μπο­ρού­σαν να αν­τλού­νται α­πό το η­με­ρο­λό­γιο του συγ­γρα­φέα, ό­ταν ε­κεί­νος λει­τουρ­γεί ως συλ­λέ­κτης ι­στο­ριών.
Με το συλ­λέ­κτη να προ­η­γεί­ται του μυ­θο­πλά­στη ξε­κί­νη­σε ο Βαλ­τι­νός και έ­τσι συ­νέ­χι­σε. Σε αυ­τήν την πο­ρεία, ω­στό­σο, δια­κρί­νο­νται δυο πε­ρίο­δοι. Στην πρώ­τη τρια­κο­ντα­ε­τία (1963-1992), ε­πι­λέ­γο­νται ως θέ­μα­τα ε­ξαι­ρε­τι­κές πε­ρι­πτώ­σεις ι­στο­ριών, ε­νώ στην δεύ­τε­ρη, που αρ­χί­ζει το 1994, ό­ταν εκ­δί­δε­ται το πρώ­το βι­βλίο με μυ­θο­ποιη­μέ­νες μαρ­τυ­ρίες, το «Ορθο­κω­στά», ο συλ­λέ­κτης- μυ­θο­πλά­στης ε­πι­ζη­τά, ταυ­τό­χρο­να, ρό­λο ‘‘ι­στο­ρι­κού’’ και δη ‘‘α­να­θεω­ρη­τι­κού’’. Το 1994 μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί κομ­βι­κό έ­τος για τη σχέ­ση του Βαλ­τι­νού με την Ιστο­ρία, κα­θώς η ο­πτι­κή του δια­φο­ρο­ποιεί­ται, α­κο­λου­θώ­ντας στο ε­ξής α­να­θεω­ρη­τι­κή στά­ση α­πέ­να­ντι στα ι­στο­ρι­κά συμ­βά­ντα. Δεί­χνει, δη­λα­δή, να α­παλ­λάσ­σε­ται α­πό κά­ποιες προ­γε­νέ­στε­ρες δε­σμεύ­σεις και να κι­νεί­ται πλέ­ον α­νε­μπό­δι­στα. Πε­ριέρ­γως, στις η­με­ρο­λο­για­κές εγ­γρα­φές ε­κεί­νου του ο­ρια­κού έ­τους, που φτά­νουν κα­τ' ε­ξαί­ρε­ση τις εν­νέα, μά­λι­στα τρεις στην ί­δια η­μέ­ρα, την 29η Απρ., Με­γά­λη Πα­ρα­σκευή, δεν υ­πάρ­χουν ού­τε καν νύ­ξεις ι­στο­ρι­κής υ­φής. Μια, πά­ντως, εγ­γρα­φή, με η­με­ρο­μη­νία 23 Ιουν. 1994, α­να­φέ­ρε­ται στην υ­πο­γρα­φή α­ντι­τύ­πων νέ­ου βι­βλίου. Πρό­κει­ται μάλ­λον για την μό­λις εκ­δο­θεί­σα «Ορθο­κω­στά». Υπερ­βαί­νο­ντας τις συγ­γρα­φι­κές προ­θέ­σεις, η η­με­ρο­μη­νία εν­δε­χο­μέ­νως να πα­ρα­πέ­μπει α­κρι­βώς στα πε­νή­ντα χρό­νια α­πό την η­μέ­ρα που άρ­χι­σε η τρί­τη με­γά­λη εκ­κα­θα­ρι­στι­κή ε­πι­χεί­ρη­ση Γερ­μα­νών και ‘‘συ­νο­δοι­πό­ρω­ν’’ στον Πάρ­νω­να, το κα­τ’ ε­ξο­χήν εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κό σκη­νι­κό του συγ­γρα­φέα.
Γε­νι­κό­τε­ρα, στις συ­νο­λι­κά 153 εγ­γρα­φές, ο α­φη­γη­τής, χω­ρίς να ξε­φεύ­γει α­πό τον θε­μα­το­γρα­φι­κό κύ­κλο του Βαλ­τι­νού, φαί­νε­ται να κι­νεί­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο σε προ­σω­πι­κές πε­ριο­χές. Ας διευ­κρι­νί­σου­με ό­τι, ε­πί του συ­νό­λου, μό­λις έ­ξι εγ­γρα­φές α­φο­ρούν τον 19ο αιώ­να και 14 την πρώ­τη τρια­κο­ντα­ε­τία του 20ου, δη­λα­δή την πε­ρίο­δο προ της γεν­νή­σεως του συγ­γρα­φέα. Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό αυ­τές εί­ναι γρι­φώ­δεις και συ­γκρι­τι­κά προς ε­κεί­νες που α­κο­λου­θούν σύ­ντο­μες, με­ρι­κές α­κό­μη και της μιας φρά­σης. Πα­ρά την πύ­κνω­ση της α­φή­γη­σης, προ­κα­λούν μια, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο φευ­γα­λέα, συ­γκί­νη­ση.
Οι η­με­ρο­λο­για­κές κα­τα­γρα­φές λό­γων και γε­γο­νό­των συ­νο­δεύο­νται α­πό την η­με­ρο­μη­νία, που μπο­ρεί μεν να τις ση­μα­το­δο­τεί, αλ­λά δεν λαμ­βά­νε­ται υ­πό­ψη στην πα­ρά­τα­ξή τους. Η κει­με­νι­κή αλ­λη­λου­χία των γε­γο­νό­των εί­ναι α­νε­ξάρ­τη­τη του πό­τε συ­νέ­βη­σαν. Εδώ, γεν­νιέ­ται το ε­ρώ­τη­μα, αν πρό­κει­ται για μορ­φι­κή εκ­ζή­τη­ση ή για αι­σθη­τι­κό αί­τη­μα. Ένα πα­ρά­πλευ­ρο ε­ρώ­τη­μα θα ή­ταν το ποια ει­κό­να θα α­να­δει­κνυό­ταν, αλ­λά κι αν θα α­να­δει­κνυό­ταν κά­ποια, στην πε­ρί­πτω­ση που α­πο­κα­θί­στα­το η χρο­νο­λο­γι­κή αλ­λη­λου­χία. Τι θα προέ­κυ­πτε μέ­σα α­πό τα βιω­μα­τι­κά σπα­ράγ­μα­τα και τα α­πο­σπά­σμα­τα α­πό τα βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία; Δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος, η α­φή­γη­ση της ε­ρω­τι­κής συ­νεύ­ρε­σης της 9ης Σεπ. 1996, σε στά­ση, για το θή­λυ, αν ό­χι πά­ντο­τε ε­πώ­δυ­νη, σί­γου­ρα πά­ντως υ­πο­τι­μη­τι­κή, αλ­λά για το άρ­ρεν ε­σα­εί α­πο­λαυ­στι­κή, για­τί να κό­πτε­ται στα δυο με την πα­ρεμ­βο­λή δυο εγ­γρα­φών που α­να­φέ­ρο­νται στα γη­ρα­τειά και την α­πει­λή του θα­νά­του; Ο Εμπει­ρί­κος, λ.χ., πο­τέ δεν θα α­να­χαί­τι­ζε τό­σο βίαια την α­να­γνω­στι­κή η­δο­νή. Ωστό­σο, και στους δυο συγ­γρα­φείς, η γυ­ναί­κα προ­βάλ­λει σαν πρό­σω­πο λα­τρείας, με τις πε­ρι­γρα­φές να ε­στιά­ζουν στο γυ­ναι­κείο σώ­μα και την ε­ρω­τι­κή τε­λε­τουρ­γία. Αυ­τό συ­νι­στά έ­να ση­μείο συ­νά­ντη­σης αμ­φο­τέ­ρων με τον Πού­σκιν. Μό­νο οι Λο­λί­τες του «Με­γά­λου Ανα­το­λι­κού» α­που­σιά­ζουν α­πό το Ημε­ρο­λό­γιο Βαλ­τι­νού, που, κα­τά τα άλ­λα, συ­να­γω­νί­ζε­ται τον Εμπει­ρί­κο στις ε­λευ­θε­ριά­ζου­σες πε­ρι­γρα­φές. Υπάρ­χει, πά­ντως, μια και μο­νά­κρι­βη α­να­φο­ρά, με η­με­ρο­μη­νία 13.5.1966, κά­τι σαν δί­στι­χο: ‘‘Αυ­τή η ά­γου­ρη α­κό­μη μι­κρού­λα./ Αυ­τή η προ­νύμ­φη.’’ Ο Βαλ­τι­νός, με την ε­πί­γνω­ση ό­τι εί­ναι μο­νά­χα πε­ζο­γρά­φος, ό­πως πα­ρα­τη­ρεί σε χρο­νι­κά με­τα­γε­νέ­στε­ρη εγ­γρα­φή, κοι­τά­ζο­ντας φω­το­γρα­φία α­πό το γκρέ­μι­σμα του Τεί­χους του Βε­ρο­λί­νου, κα­τα­χω­ρεί τους μο­να­δι­κούς στί­χους του Ημε­ρο­λο­γίου. Εί­χαν γρα­φτεί τό­τε και συ­νο­μι­λούν ό­χι με τον Εμπει­ρί­κο, αλ­λά με τον Νι­κή­τα Ρά­ντο. Αν και ο τε­λευ­ταίος στί­χος α­κού­γε­ται μάλ­λον ως πα­ρή­χη­ση της κα­τα­κλεί­δας του εγ­γο­νο­πο­λι­κού «Μπο­λι­βάρ». Άρα­γε, αν ο Βαλ­τι­νός έ­γρα­φε ποίη­ση, θα α­κο­λου­θού­σε τους υ­περ­ρε­α­λι­στές του Με­σο­πο­λέ­μου; Πά­ντως, προ­βάλ­λει το ί­διο με ε­κεί­νους ιε­ρό­συ­λος, ό­ταν αλ­λοιώ­νει φρά­σεις συ­να­ξα­ρι­στών, ‘‘...και την α­γκά­λια­σε και έ­λα­βε με­γά­λη θε­ρα­πείαν.’’ Ή, α­κό­μη, ό­ταν μνη­μο­νεύει ε­ρω­τι­κές διε­γέρ­σεις σε εκ­κλη­σια­στι­κούς χώ­ρους υ­πό το βλέμ­μα τρουλ­λαίου Πα­ντο­κρά­το­ρος.
Δί­κην και πά­λι πα­ρα­δείγ­μα­τος, σε αυ­τό το μα­στο­ρι­κά ‘‘α­να­κα­τω­μέ­νο’’ Ημε­ρο­λό­γιο, στα δυο δεν κό­βο­νται μό­νο οι ε­ρω­τι­κές συ­νευ­ρέ­σεις αλ­λά και οι θά­να­τοι και οι τε­λε­τουρ­γίες που α­κο­λου­θούν μέ­χρι και την α­να­κο­μι­δή των ο­στών. Οι τε­λευ­ταίες δύ­σκο­λες ώ­ρες της μη­τέ­ρας του α­φη­γη­τή, μα­ζί με τις ε­πώ­δυ­νες για τον ί­διο μνή­μες α­πό την τα­φή της, αλ­λά και α­πό έ­να πα­ρά­πο­νό της, α­φορ­μώ­με­νο α­πό τον μποέ­μι­κο βίο του, φαί­νε­ται να δί­νουν το υ­λι­κό για δυο εγ­γρα­φές, που κα­τα­χω­ρού­νται α­σύν­δε­τες. Έτσι, ό­μως, αμ­βλύ­νε­ται το δρα­μα­τι­κό στοι­χείο της α­φή­γη­σης. Από το πρό­σφα­το 15ο βι­βλίο του Βαλ­τι­νού, φαί­νε­ται ό­τι πρό­κει­ται για τη μη­τέ­ρα του συγ­γρα­φέα. Ενδει­κτι­κό­τε­ρο το πα­ρά­δειγ­μα δυο η­με­ρο­λο­για­κών κα­τα­χω­ρή­σεων με την ί­δια η­με­ρο­μη­νία, 28.10.1994, αλ­λά σε κει­με­νι­κή α­πό­στα­ση, ώ­στε να λει­τουρ­γούν αυ­το­τε­λώς. Εδώ, η α­πώ­λεια εί­ναι έ­να ε­ξαι­ρε­τι­κό διή­γη­μα για τον συ­ζυ­γι­κό έ­ρω­τα, που κρα­τού­σε άλ­λο­τε πο­τέ μι­σό αιώ­να και συ­νε­χι­ζό­ταν για α­κό­μη έ­να τέ­ταρ­το του αιώ­να, κα­τά το ο­ποίο ο έ­νας α­πό τους δυο τύ­χαι­νε να ε­πι­βιώ­σει του θα­νά­του του ε­τέ­ρου η­μί­σεως. Ένα διή­γη­μα, που, αν αυ­το­νο­μεί­το, θα μπο­ρού­σε να τιτ­λο­φο­ρεί­ται ‘‘α­να­κο­μι­δή ο­στών’’ ή ‘‘το τα­ξεί­δι στο σκό­τος’’. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, έ­ναν πα­ρό­μοιο ι­σό­βιο έ­ρω­τα ε­πι­λέ­γει ο συγ­γρα­φέ­ας ως τε­λευ­ταία χρο­νι­κά εγ­γρα­φή του Ημε­ρο­λο­γίου, στις 3 Ιαν. 2011. Εί­ναι τα λό­για ε­νός γέ­ρο­ντα, στον έ­βδο­μο χρό­νο α­πό τον θά­να­το της γυ­ναί­κας του, που για­τρο­πό­ρε­ψε μέ­χρι τε­λευ­τής της. Ενώ, κα­θό­λου τυ­χαία, ως χρο­νι­κά πρώ­τη εγ­γρα­φή, προ­κρί­νε­ται η 18η Ιουν. 1836, με την πε­ρι­γρα­φή της ε­ρω­τι­κής συ­νεύ­ρε­σης του Αλέ­ξαν­δρου και της Να­τα­λίας Πού­σκιν σε μια στά­ση αγ­γλι­στί doggystyle, γερ­μα­νι­στί hundchenstellung, ή, προς ε­ξω­ραϊσμό των ε­ντυ­πώ­σεων, a tergo.
Με άλ­λα λό­για, έ­να Ημε­ρο­λό­γιο για τον έ­ρω­τα αλ­λά και τον θά­να­το, ό­που ο θά­να­τος θα α­να­με­νό­ταν να κυ­ριαρ­χεί στα ι­στο­ρι­κά συμ­βά­ντα. Οπό­τε και ε­πα­νέρ­χε­ται το ε­ρώ­τη­μα: Σε μια χρο­νο­λο­γι­κά εύ­τα­κτη πα­ρά­τα­ξη, ποια α­πό αυ­τά θα μπο­ρού­σαν να συ­ναρ­μο­λο­γη­θούν και σε ποια μορ­φή μυ­θο­πλα­στι­κής εκ­δο­χής θα α­να­δει­κνύο­ντα­ν; Αρκε­τές εγ­γρα­φές δεί­χνουν σαν ε­ρά­νι­σμα α­πό τα ε­να­πο­μεί­να­ντα άλ­λων βι­βλίων. Λ.χ., α­πό το «Συ­να­ξά­ρι Αντρέα Κορ­δο­πά­τη. Βι­βλίο δεύ­τε­ρο: Βαλ­κα­νι­κοί - ’22» έλ­κουν την κα­τα­γω­γή τους οι λι­γο­στές εγ­γρα­φές της Μι­κρα­σια­τι­κής πε­ρι­πέ­τειας. Μό­νο που η έμ­φα­ση δί­νε­ται στο έν­στι­κτο της ζωής πα­ρά στο αι­μα­το­κύ­λι­σμα. Κυ­ρίαρ­χο προ­βάλ­λει το γε­νε­τή­σιο έν­στι­κτο, εί­τε αυ­τό εκ­δη­λώ­νε­ται ως βια­σμός εί­τε σαν ο­νεί­ρω­ξη. Δεν λεί­πουν και κά­ποιες νό­τες αι­σθη­μα­τι­σμού. Για πα­ρά­δειγ­μα, ό­ταν το Μι­κρα­σια­τι­κό Μέ­τω­πο βρί­σκε­ται υ­πό κα­τάρ­ρευ­ση και έ­να δυο δι­κοί μας, λου­φαγ­μέ­νοι στο δά­σος για να γλι­τώ­σουν, κοι­τά­ζουν τα α­στέ­ρια. Εί­ναι τα ί­δια α­στέ­ρια που έ­βλε­παν και α­πό τον τό­πο τους. Ακό­μη κι αυ­τή η α­να­φο­ρά έ­χει το ε­ρω­τι­κό της συν­δη­λού­με­νο, κα­θώς ξε­χω­ρί­ζουν τον Ωρίω­να, για τους νη­σιώ­τες α­λε­τρο­πό­δι, που, κα­τά τη μυ­θο­λο­γι­κή εκ­δο­χή, κυ­νη­γά μο­νί­μως α­πό πί­σω την Πού­λια.
Από τα υ­πό­λοι­πα των δυο μπε­στ σέ­λερ του συγ­γρα­φέα, που α­να­φέ­ρο­νται στην τα­ρα­χώ­δη δε­κα­ε­τία του ’40, μό­λις τρεις εί­ναι οι εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κές εγ­γρα­φές που σχε­τί­ζο­νται με τα κοι­νά: Απρ. 1947, ‘‘Θα με­θύ­σουν τα βου­νά α­πό το αί­μα τους’’, δη­λω­τι­κή της έ­παρ­σης της μιας πλευ­ράς, κα­θώς αρ­χί­ζουν οι εκ­κα­θα­ρι­στι­κές ε­πι­χει­ρή­σεις στην Πε­λο­πόν­νη­σο. Ιούν. 1948, ‘‘Μέ­θυ­σαν τα βου­νά α­πό το αί­μα’’, σαν ου­δέ­τε­ρη δια­πί­στω­ση. Εξάλ­λου, α­πό το πρώ­το κιό­λας διή­γη­μα του Βαλ­τι­νού («Αύ­γου­στος 1948»), τα βου­νά πί­νουν αί­μα. Αργό­τε­ρα, αρ­κε­τά αρ­γό­τε­ρα, εμ­φα­νί­ζε­ται ο έ­ρω­τας, ο έ­τε­ρος ι­σχυ­ρός πό­λος στο έρ­γο του. Η τρί­τη εγ­γρα­φή αυ­τής της δε­κα­ε­τίας, 16 Ιουλ. 1948, ‘‘Και τα ό­ρη αυ­τών με­θυ­σθή­σε­ται εν τω αί­μα­τι αυ­τών’’, εί­ναι α­πό την Βί­βλο. Συ­γκε­κρι­μέ­να α­πό τα της Ιου­δή­θ, χω­ρίς ό­μως να γί­νε­ται κα­μία μνεία στον θρίαμ­βο των α­δυ­νά­των με­τά τον μα­κά­βριο α­πο­κε­φα­λι­σμό του Ολο­φέρ­νη α­πό ε­κεί­νη. Με τη θεία βοή­θεια δρα η Ιου­δή­θ, σε α­ντί­θε­ση με τη δο­λιό­τη­τα της Δα­λι­δά, που εκ­μη­δέ­νι­σε α­ναί­μα­κτα τον Σαμ­ψών. Εδώ, οι εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κές εμ­μο­νές του Βαλ­τι­νού σαν να α­να­μι­γνύο­νται με ε­κεί­νες που δη­μιουρ­γούν στον α­φη­γη­τή του οι γυ­ναί­κες δή­μιοι, ό­πως η Δω­ρο­θέα, που δια­τη­ρού­σε σύ­ζυ­γο και δεύ­τε­ρο ε­ρα­στή ή η Ελ., που ό­ταν τον πα­ρά­τη­σε, ε­κεί­νος πή­γε να τρε­λα­θεί, ό­πως θυ­μά­ται 23 χρό­νια με­τά. Ως ε­ναρ­κτή­ρια εγ­γρα­φή του τρέ­χο­ντος αιώ­να, 27 Ιουν. 2000, ε­πι­λέ­γε­ται το ε­ορ­το­λό­γιο της η­μέ­ρας, που φέ­ρει ε­πι­κε­φα­λής τον Σαμ­ψών τον ε­πο­νο­μα­ζό­με­νο ξε­νο­δό­χο. Δια­φο­ρε­τι­κά πρό­σω­πα ο Σαμ­ψών του Βι­βλίου των Κρι­τών και ε­κεί­νος της Πα­λαιάς Δια­θή­κης. Αυ­τό, ό­μως, δεν α­πο­κλείει ο α­φη­γη­τής να φα­ντα­σιώ­νε­ται ε­αυ­τόν άλ­λο­τε σαν Σαμ­ψών κι άλ­λο­τε σαν Αϊ Γιώρ­γη. Έτσι, άλ­λω­στε, φαί­νε­ται να τον έ­χουν οι γυ­ναί­κες που α­νέ­κα­θεν τον πε­ρι­στοι­χί­ζουν. Δεν εί­ναι τυ­χαίο, ό­τι στο πρώ­το και το τε­λευ­ταίο α­πό­σπα­σμα, κα­τά σει­ρά κει­με­νι­κής πα­ρά­τα­ξης, αυ­τές πρω­τα­γω­νι­στούν, και ό­χι το ’22 ή ο Εμφύ­λιος.
Ορι­σμέ­νες μνή­μες βιω­μα­τι­κές ή α­να­γνω­στι­κές αυ­το­νο­μού­νται με την η­με­ρο­μη­νία τους, ε­νώ άλ­λες κα­τα­χω­ρού­νται με την η­με­ρο­μη­νία της δη­μιουρ­γίας τους, δη­λα­δή της πρόσ­λη­ψής τους α­πό τον η­με­ρο­λο­γιο­γρά­φο. Για πα­ρά­δειγ­μα, στις κα­τα­χω­ρή­σεις του 19ου αιώ­να, οι ε­ρω­τι­κές εγ­γρα­φές του Πού­σκιν έ­χουν ως α­ντί­στι­ξη ε­κεί­νες α­πό το η­με­ρο­λό­γιο της γερ­μα­νί­δας ζω­γρά­φου Πά­ου­λα Μπέ­κε­ρ, που εί­χε α­πο­κλεί­σει τον έ­ρω­τα α­πό τη ζωή της για τον έ­ρω­τα της Τέ­χνης. Βα­σα­νι­ζό­ταν με τη μορ­φή, α­νοί­γο­ντας και­νού­ριους εκ­φρα­στι­κούς δρό­μους. Σή­με­ρα, τα έρ­γα της ε­ντάσ­σο­νται στον πρώι­μο εξ­πρε­σιο­νι­σμό. Αρκε­τές εγ­γρα­φές εί­ναι α­πό κου­βέ­ντες, ε­ξο­μο­λο­γή­σεις ή προ­φη­τι­κές φρά­σεις γυ­ναι­κών, που φαί­νε­ται να τις α­πευ­θύ­νουν στον α­φη­γη­τή. Εκεί­νος τις ε­ναλ­λάσ­σει με ε­ξαι­ρε­τι­κά συμ­βά­ντα α­πό την ο­ρει­νή εν­δο­χώ­ρα πα­λαιό­τε­ρων ε­πο­χών. Εκεί οι γυ­ναί­κες υ­πο­τάσ­σο­νταν στους ά­ντρες και ξε­θύ­μαι­ναν βιαιο­πρα­γώ­ντας στα ζω­ντα­νά. Ορι­σμέ­νες α­φη­γή­σεις έ­χουν τη μορ­φή μί­νι διη­γη­μά­των. Με­ρι­κές ε­ντυ­πώ­νο­νται με το κρυ­πτι­κό τους φορ­τίο, άλ­λο­τε λε­κτι­κό κι άλ­λο­τε νο­η­μα­τι­κό. Υπάρ­χουν, ό­μως, και κά­ποιες που χά­νουν μέ­ρος α­πό το ει­δι­κό βά­ρος τους, κα­θώς λεί­πει η συ­γκε­κρι­μέ­νη α­να­φο­ρά σε πρό­σω­πα. Άλλη η α­να­γνω­στι­κή αί­σθη­ση α­πό την κη­δεία του μπάρ­μπα-Γιάν­νη Μ. ή το μνη­μό­συ­νο του Αλέ­ξαν­δρου Κ. και άλ­λη α­πό την κη­δεία του Μα­νού­σα­κα και το μνη­μό­συ­νο του Κο­τζιά.
Τε­λι­κά, αν υ­πε­ρι­σχύει μια αί­σθη­ση, αυ­τή εί­ναι η αί­σθη­ση της νο­σταλ­γίας. Και ό­ταν πρό­κει­ται για τα κοι­νά, ε­κεί­νη της μα­ταίω­σης. Κα­τά τα άλ­λα, ε­μείς κρα­τά­με τις ε­πι­φυ­λά­ξεις μας για το συγ­γρα­φι­κό πεί­σμα του Βαλ­τι­νού να δο­κι­μά­ζει και να δο­κι­μά­ζε­ται σε δια­φο­ρε­τι­κές μυ­θο­πλα­στι­κές μορ­φές. Πι­θα­νώς, ο χρό­νος να τον δι­καιώ­σει, ό­πως συ­νέ­βη με την Πά­ου­λα Μπέ­κερ. Μέ­χρι στιγ­μής, πά­ντως, στα Άπα­ντα Βαλ­τι­νού υ­πάρ­χουν μό­νο δυο συλ­λο­γές διη­γη­μά­των. Με το υ­λι­κό του Ημε­ρο­λο­γίου έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση – μην πού­με βε­βαιό­τη­τα – ό­τι θα προέ­κυ­πταν και μια και δυο πρό­σθε­τες, κα­θώς α­κό­μη και εγ­γρα­φές δια­φο­ρε­τι­κών η­με­ρο­μη­νιών συ­νο­μι­λούν με­τα­ξύ τους, εάν συ­ναρ­μο­στούν. Επι­βε­βαίω­ση αυ­τού του ι­σχυ­ρι­σμού α­πο­τε­λεί το διή­γη­μα με τίτ­λο «Τρί­πτυ­χο», που δη­μο­σιεύ­θη­κε πρό­σφα­τα στο πε­ριο­δι­κό «Εντευ­κτή­ριο». Τα τρία μέ­ρη α­πό τα ο­ποία α­παρ­τί­ζε­ται, με τον αυ­το­τε­λή χα­ρα­κτή­ρα που έ­χουν, θα μπο­ρού­σαν να συ­μπε­ρι­λη­φθούν διά­σπαρ­τα στο Ημε­ρο­λό­γιο. Πό­σους, άλ­λω­στε, διη­γη­μα­το­γρά­φους πα­ρό­μοιας και α­ντα­γω­νί­σι­μης ως προς αλ­λο­δα­πούς ο­μό­τε­χνους στάθ­μης έ­χου­με σή­με­ρα; Δύο το πο­λύ τρείς, ό­χι, πά­ντως, πα­ρα­πά­νω, α­σχέ­τως αν το διή­γη­μα φέ­ρε­ται σή­με­ρα ως λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος εν ακ­μή. Αυ­τό δεν εί­ναι πα­ρά πλα­σμα­τι­κή ει­κό­να της εκ­δο­τι­κής α­γο­ράς που θο­λώ­νει τα νε­ρά και α­πο­προ­σα­να­το­λί­ζει τους α­να­γνώ­στες α­πό τις υ­ψη­λές ε­πι­δό­σεις της διη­γη­μα­το­γρα­φι­κής πα­ρά­δο­σης.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου