Δημοσιεύεται στο τρέχον τεύχος του περιοδικού
«Οδός Πανός» (τχ. 160, Σεπ.-Δεκ 2013)
Θανάσης Βαλτινός
«Ημερολόγιο 1836-2011»
Δεύτερη έκδοση
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Ι. Δ. Κολλάρου & Σίας
Ιανουάριος 2013
Ο Θανάσης Βαλτινός, με τη δεύτερη έκδοση του δέκατου στη σειρά βιβλίου του, συγκεντρώνει για πρώτη φορά σε έναν εκδότη άπαντα τα βιβλία του, τουτέστιν τα δέκα πέντε μιας 40ετούς εκδοτικής παρουσίας. Έχουμε, λοιπόν, τα Άπαντα Βαλτινού, που έξι εκδότες ερωτοτροπούσαν κατά καιρούς να αποκτήσουν και προς τούτο, κατά την σκυταλοδρομία της διαδοχής, κυκλοφορούσαν, παράλληλα με τα πρωτότυπα που κάθε φορά προέκυπταν, και επανεκδόσεις όσων από τα προηγούμενα προλάβαιναν. Αυτά τα τελευταία επιλέγονταν κατά σειρά αξιολόγησης μάλλον του εκδότη, με αποτέλεσμα το δεύτερο εκδοθέν και γνωστότερο βιβλίο του, «Η κάθοδος των εννιά», να υπάρχει στους καταλόγους πέντε εκδοτικών οίκων. Αντιθέτως, το προσφάτως επανεκδοθέν, δέκατο βιβλίο, πρωτοκυκλοφόρησε Απρ. 2001 από τον τέταρτο στη σειρά εκδότη, αλλά παρακάμφθηκε από τον βραχύβιο πέμπτο, που προτίμησε ως εμπορικός εκδοτικός οίκος, μετά το δεύτερο, το έτερο πολυσυζητημένο του Βαλτινού, το «Ορθοκωστά».
Κι όμως, το συγκεκριμένο βιβλίο έχει πολλαπλό ενδιαφέρον. Ο Βαλτινός, σε αυτό, δείχνει να κάνει ένα πρώτο άνοιγμα προς την αυτοβιογράφηση, την οποία προχωράει με τα επόμενα βιβλία του, συνεχώς επεκτείνοντάς την, πάντοτε υπό μυθιστορηματική κάλυψη, μέχρι το πιο πρόσφατο, το «Ανάπλους». Ταυτόχρονα, πρόκειται για το πλέον ιδιότυπο βιβλίο του, καθώς λύνει όλους τους αρμούς: νοηματικούς, χρονικούς, χωρικούς. Το μόνο σταθερό χαρακτηριστικό είναι η μορφή, δεδομένου ότι αυτήν την έχει εκ προοιμίου προσδιορίσει μέσω του τίτλου. Ενός τίτλου μάλλον αόριστου, καθώς δηλώνει μεν ότι πρόκειται για ημερολόγιο, αλλά δεν προσδιορίζει ποιας οντότητας ή κατάστασης είναι ο ημεροδείκτης, αφού το χρονικό άνοιγμα των 176 ετών αποκλείει την περίπτωση να πρόκειται περί ενός προσώπου. Παρά έξι έτη θα μπορούσε να αφορά το ανεξάρτητο νεοελληνικό κράτος. Το 1836, όμως, είχε ήδη προ τετραετίας εκλεγεί ο Όθων βασιλιάς των Ελλήνων, οπότε μία προφανής ιστορική αφετηρία του Ημερολογίου αποκλείεται. Ανάμεσα, ωστόσο, στα λιγοστά σημαντικά γεγονότα, που φαίνεται να έλαβαν χώρα εκείνο το σωτήριον έτος στην τότε ελληνική επικράτεια, εκτός από την ίδρυση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, είναι η αλλαγή της πρωτεύουσας της επαρχίας Κυνουρίας, από τον ορεινό Άγιο Πέτρο στο παραθαλάσσιο Άστρος. Μακράν, όμως, του Βαλτινού παρόμοιες τοπικιστικές εμμονές, καίτοι γεννηθείς στο Καστρί, άλλοτε ποτέ Άγιο Νικόλαο, που βρίσκεται πλησίον της πρώτης έδρας της πρωτεύουσας. Παρεμπιπτόντως, στο αυτάκι της πρώτης έκδοσης του Ημερολογίου, ένα εκτενές βιογραφικό προσδιορίζει ως τόπο γεννήσεως το παρακείμενο χωριό Καράτουλα.
Διαφορετικά πράγματα, πιο συγκλονιστικά, τον ενδιαφέρουν σε αυτό το βιβλίο. Όπως ο ερωτικός βίος του Αλεξάντερ Πούσκιν και τα ‘‘θανατηφόρα αιδοία’’. Θανατηφόρα, καθώς συχνά ωθούσαν σε μονομαχίες, έχοντας ως μόνη αφορμή τις ζηλοτυπίες, που δημιουργούν οι τριαδικές σχέσεις. Κυριολεκτικώς θανατηφόρα την εποχή του ρώσσου ποιητή, που σκοτώθηκε σε μια παρόμοια μονομαχία, μεταφορικά στον αιώνα του συγγραφέα, που οι μονομαχίες είχαν δια νόμου καταργηθεί, ανεξάρτητα αν οι ιψενικές σχέσεις εξακολουθούσαν, και εξακολουθούν βεβαίως, να θάλλουν. Ο ίδιος ή, ορθότερα, αφού πρόκειται για μυθιστόρημα, ο αφηγητής του φαίνεται συχνά να πρωτοστάτησε σε τέτοιου είδους σχέσεις, αλλά στο ρόλο του εραστή και όχι του απατημένου συζύγου όπως ο Πούσκιν. Πάντως, καθώς ούτε αυτός διέλαθε κάποιων ελαφρύτερων συνεπειών, όπως οι κρίσεις απελπισίας, τα βιώνει μάλλον σαν αιμοβόρα.
Από τον Πούσκιν στον Βαλτινό, τη γέφυρα την αποκαθιστούν το ερωτικό στοιχείο, όπως αυτό ορίζεται από το επιθετικό αρσενικό, και η ποιητικότητα. Όταν το αφηγηματικό alter ego του Βαλτινού ανακαλύπτει το 1986 στο Δυτικό Βερολίνο το ημερολόγιο του Πούσκιν, εικάζει ότι είναι πλαστό, ‘‘τα γεγονότα ωστόσο αναμφισβήτητα’’, όπως σπεύδει να προσθέσει. Παρομοίως, το ημερολόγιο που εκείνος στήνει, δείχνει πλαστό, αυτά, όμως, που καταγράφονται, παραπέμπουν ‘‘αναμφισβήτητα’’ στον αισθητίστα συλλέκτη γλωσσικής ύλης και συμβάντων, που είναι ο Βαλτινός. Όσα από τα αναφερόμενα βρίσκονται εκτός της βιωμένης από τον συγγραφέα χρονολογικής περιόδου, θα μπορούσαν να αντλούνται από το ημερολόγιο του συγγραφέα, όταν εκείνος λειτουργεί ως συλλέκτης ιστοριών.
Με το συλλέκτη να προηγείται του μυθοπλάστη ξεκίνησε ο Βαλτινός και έτσι συνέχισε. Σε αυτήν την πορεία, ωστόσο, διακρίνονται δυο περίοδοι. Στην πρώτη τριακονταετία (1963-1992), επιλέγονται ως θέματα εξαιρετικές περιπτώσεις ιστοριών, ενώ στην δεύτερη, που αρχίζει το 1994, όταν εκδίδεται το πρώτο βιβλίο με μυθοποιημένες μαρτυρίες, το «Ορθοκωστά», ο συλλέκτης- μυθοπλάστης επιζητά, ταυτόχρονα, ρόλο ‘‘ιστορικού’’ και δη ‘‘αναθεωρητικού’’. Το 1994 μπορεί να θεωρηθεί κομβικό έτος για τη σχέση του Βαλτινού με την Ιστορία, καθώς η οπτική του διαφοροποιείται, ακολουθώντας στο εξής αναθεωρητική στάση απέναντι στα ιστορικά συμβάντα. Δείχνει, δηλαδή, να απαλλάσσεται από κάποιες προγενέστερες δεσμεύσεις και να κινείται πλέον ανεμπόδιστα. Περιέργως, στις ημερολογιακές εγγραφές εκείνου του οριακού έτους, που φτάνουν κατ' εξαίρεση τις εννέα, μάλιστα τρεις στην ίδια ημέρα, την 29η Απρ., Μεγάλη Παρασκευή, δεν υπάρχουν ούτε καν νύξεις ιστορικής υφής. Μια, πάντως, εγγραφή, με ημερομηνία 23 Ιουν. 1994, αναφέρεται στην υπογραφή αντιτύπων νέου βιβλίου. Πρόκειται μάλλον για την μόλις εκδοθείσα «Ορθοκωστά». Υπερβαίνοντας τις συγγραφικές προθέσεις, η ημερομηνία ενδεχομένως να παραπέμπει ακριβώς στα πενήντα χρόνια από την ημέρα που άρχισε η τρίτη μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση Γερμανών και ‘‘συνοδοιπόρων’’ στον Πάρνωνα, το κατ’ εξοχήν εμφυλιοπολεμικό σκηνικό του συγγραφέα.
Γενικότερα, στις συνολικά 153 εγγραφές, ο αφηγητής, χωρίς να ξεφεύγει από τον θεματογραφικό κύκλο του Βαλτινού, φαίνεται να κινείται περισσότερο σε προσωπικές περιοχές. Ας διευκρινίσουμε ότι, επί του συνόλου, μόλις έξι εγγραφές αφορούν τον 19ο αιώνα και 14 την πρώτη τριακονταετία του 20ου, δηλαδή την περίοδο προ της γεννήσεως του συγγραφέα. Οι περισσότερες από αυτές είναι γριφώδεις και συγκριτικά προς εκείνες που ακολουθούν σύντομες, μερικές ακόμη και της μιας φράσης. Παρά την πύκνωση της αφήγησης, προκαλούν μια, λιγότερο ή περισσότερο φευγαλέα, συγκίνηση.
Οι ημερολογιακές καταγραφές λόγων και γεγονότων συνοδεύονται από την ημερομηνία, που μπορεί μεν να τις σηματοδοτεί, αλλά δεν λαμβάνεται υπόψη στην παράταξή τους. Η κειμενική αλληλουχία των γεγονότων είναι ανεξάρτητη του πότε συνέβησαν. Εδώ, γεννιέται το ερώτημα, αν πρόκειται για μορφική εκζήτηση ή για αισθητικό αίτημα. Ένα παράπλευρο ερώτημα θα ήταν το ποια εικόνα θα αναδεικνυόταν, αλλά κι αν θα αναδεικνυόταν κάποια, στην περίπτωση που αποκαθίστατο η χρονολογική αλληλουχία. Τι θα προέκυπτε μέσα από τα βιωματικά σπαράγματα και τα αποσπάσματα από τα βιογραφικά στοιχεία; Δίκην παραδείγματος, η αφήγηση της ερωτικής συνεύρεσης της 9ης Σεπ. 1996, σε στάση, για το θήλυ, αν όχι πάντοτε επώδυνη, σίγουρα πάντως υποτιμητική, αλλά για το άρρεν εσαεί απολαυστική, γιατί να κόπτεται στα δυο με την παρεμβολή δυο εγγραφών που αναφέρονται στα γηρατειά και την απειλή του θανάτου; Ο Εμπειρίκος, λ.χ., ποτέ δεν θα αναχαίτιζε τόσο βίαια την αναγνωστική ηδονή. Ωστόσο, και στους δυο συγγραφείς, η γυναίκα προβάλλει σαν πρόσωπο λατρείας, με τις περιγραφές να εστιάζουν στο γυναικείο σώμα και την ερωτική τελετουργία. Αυτό συνιστά ένα σημείο συνάντησης αμφοτέρων με τον Πούσκιν. Μόνο οι Λολίτες του «Μεγάλου Ανατολικού» απουσιάζουν από το Ημερολόγιο Βαλτινού, που, κατά τα άλλα, συναγωνίζεται τον Εμπειρίκο στις ελευθεριάζουσες περιγραφές. Υπάρχει, πάντως, μια και μονάκριβη αναφορά, με ημερομηνία 13.5.1966, κάτι σαν δίστιχο: ‘‘Αυτή η άγουρη ακόμη μικρούλα./ Αυτή η προνύμφη.’’ Ο Βαλτινός, με την επίγνωση ότι είναι μονάχα πεζογράφος, όπως παρατηρεί σε χρονικά μεταγενέστερη εγγραφή, κοιτάζοντας φωτογραφία από το γκρέμισμα του Τείχους του Βερολίνου, καταχωρεί τους μοναδικούς στίχους του Ημερολογίου. Είχαν γραφτεί τότε και συνομιλούν όχι με τον Εμπειρίκο, αλλά με τον Νικήτα Ράντο. Αν και ο τελευταίος στίχος ακούγεται μάλλον ως παρήχηση της κατακλείδας του εγγονοπολικού «Μπολιβάρ». Άραγε, αν ο Βαλτινός έγραφε ποίηση, θα ακολουθούσε τους υπερρεαλιστές του Μεσοπολέμου; Πάντως, προβάλλει το ίδιο με εκείνους ιερόσυλος, όταν αλλοιώνει φράσεις συναξαριστών, ‘‘...και την αγκάλιασε και έλαβε μεγάλη θεραπείαν.’’ Ή, ακόμη, όταν μνημονεύει ερωτικές διεγέρσεις σε εκκλησιαστικούς χώρους υπό το βλέμμα τρουλλαίου Παντοκράτορος.
Δίκην και πάλι παραδείγματος, σε αυτό το μαστορικά ‘‘ανακατωμένο’’ Ημερολόγιο, στα δυο δεν κόβονται μόνο οι ερωτικές συνευρέσεις αλλά και οι θάνατοι και οι τελετουργίες που ακολουθούν μέχρι και την ανακομιδή των οστών. Οι τελευταίες δύσκολες ώρες της μητέρας του αφηγητή, μαζί με τις επώδυνες για τον ίδιο μνήμες από την ταφή της, αλλά και από ένα παράπονό της, αφορμώμενο από τον μποέμικο βίο του, φαίνεται να δίνουν το υλικό για δυο εγγραφές, που καταχωρούνται ασύνδετες. Έτσι, όμως, αμβλύνεται το δραματικό στοιχείο της αφήγησης. Από το πρόσφατο 15ο βιβλίο του Βαλτινού, φαίνεται ότι πρόκειται για τη μητέρα του συγγραφέα. Ενδεικτικότερο το παράδειγμα δυο ημερολογιακών καταχωρήσεων με την ίδια ημερομηνία, 28.10.1994, αλλά σε κειμενική απόσταση, ώστε να λειτουργούν αυτοτελώς. Εδώ, η απώλεια είναι ένα εξαιρετικό διήγημα για τον συζυγικό έρωτα, που κρατούσε άλλοτε ποτέ μισό αιώνα και συνεχιζόταν για ακόμη ένα τέταρτο του αιώνα, κατά το οποίο ο ένας από τους δυο τύχαινε να επιβιώσει του θανάτου του ετέρου ημίσεως. Ένα διήγημα, που, αν αυτονομείτο, θα μπορούσε να τιτλοφορείται ‘‘ανακομιδή οστών’’ ή ‘‘το ταξείδι στο σκότος’’. Παρεμπιπτόντως, έναν παρόμοιο ισόβιο έρωτα επιλέγει ο συγγραφέας ως τελευταία χρονικά εγγραφή του Ημερολογίου, στις 3 Ιαν. 2011. Είναι τα λόγια ενός γέροντα, στον έβδομο χρόνο από τον θάνατο της γυναίκας του, που γιατροπόρεψε μέχρι τελευτής της. Ενώ, καθόλου τυχαία, ως χρονικά πρώτη εγγραφή, προκρίνεται η 18η Ιουν. 1836, με την περιγραφή της ερωτικής συνεύρεσης του Αλέξανδρου και της Ναταλίας Πούσκιν σε μια στάση αγγλιστί doggystyle, γερμανιστί hundchenstellung, ή, προς εξωραϊσμό των εντυπώσεων, a tergo.
Με άλλα λόγια, ένα Ημερολόγιο για τον έρωτα αλλά και τον θάνατο, όπου ο θάνατος θα αναμενόταν να κυριαρχεί στα ιστορικά συμβάντα. Οπότε και επανέρχεται το ερώτημα: Σε μια χρονολογικά εύτακτη παράταξη, ποια από αυτά θα μπορούσαν να συναρμολογηθούν και σε ποια μορφή μυθοπλαστικής εκδοχής θα αναδεικνύονταν; Αρκετές εγγραφές δείχνουν σαν εράνισμα από τα εναπομείναντα άλλων βιβλίων. Λ.χ., από το «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί - ’22» έλκουν την καταγωγή τους οι λιγοστές εγγραφές της Μικρασιατικής περιπέτειας. Μόνο που η έμφαση δίνεται στο ένστικτο της ζωής παρά στο αιματοκύλισμα. Κυρίαρχο προβάλλει το γενετήσιο ένστικτο, είτε αυτό εκδηλώνεται ως βιασμός είτε σαν ονείρωξη. Δεν λείπουν και κάποιες νότες αισθηματισμού. Για παράδειγμα, όταν το Μικρασιατικό Μέτωπο βρίσκεται υπό κατάρρευση και ένα δυο δικοί μας, λουφαγμένοι στο δάσος για να γλιτώσουν, κοιτάζουν τα αστέρια. Είναι τα ίδια αστέρια που έβλεπαν και από τον τόπο τους. Ακόμη κι αυτή η αναφορά έχει το ερωτικό της συνδηλούμενο, καθώς ξεχωρίζουν τον Ωρίωνα, για τους νησιώτες αλετροπόδι, που, κατά τη μυθολογική εκδοχή, κυνηγά μονίμως από πίσω την Πούλια.
Από τα υπόλοιπα των δυο μπεστ σέλερ του συγγραφέα, που αναφέρονται στην ταραχώδη δεκαετία του ’40, μόλις τρεις είναι οι εμφυλιοπολεμικές εγγραφές που σχετίζονται με τα κοινά: Απρ. 1947, ‘‘Θα μεθύσουν τα βουνά από το αίμα τους’’, δηλωτική της έπαρσης της μιας πλευράς, καθώς αρχίζουν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο. Ιούν. 1948, ‘‘Μέθυσαν τα βουνά από το αίμα’’, σαν ουδέτερη διαπίστωση. Εξάλλου, από το πρώτο κιόλας διήγημα του Βαλτινού («Αύγουστος 1948»), τα βουνά πίνουν αίμα. Αργότερα, αρκετά αργότερα, εμφανίζεται ο έρωτας, ο έτερος ισχυρός πόλος στο έργο του. Η τρίτη εγγραφή αυτής της δεκαετίας, 16 Ιουλ. 1948, ‘‘Και τα όρη αυτών μεθυσθήσεται εν τω αίματι αυτών’’, είναι από την Βίβλο. Συγκεκριμένα από τα της Ιουδήθ, χωρίς όμως να γίνεται καμία μνεία στον θρίαμβο των αδυνάτων μετά τον μακάβριο αποκεφαλισμό του Ολοφέρνη από εκείνη. Με τη θεία βοήθεια δρα η Ιουδήθ, σε αντίθεση με τη δολιότητα της Δαλιδά, που εκμηδένισε αναίμακτα τον Σαμψών. Εδώ, οι εμφυλιοπολεμικές εμμονές του Βαλτινού σαν να αναμιγνύονται με εκείνες που δημιουργούν στον αφηγητή του οι γυναίκες δήμιοι, όπως η Δωροθέα, που διατηρούσε σύζυγο και δεύτερο εραστή ή η Ελ., που όταν τον παράτησε, εκείνος πήγε να τρελαθεί, όπως θυμάται 23 χρόνια μετά. Ως εναρκτήρια εγγραφή του τρέχοντος αιώνα, 27 Ιουν. 2000, επιλέγεται το εορτολόγιο της ημέρας, που φέρει επικεφαλής τον Σαμψών τον επονομαζόμενο ξενοδόχο. Διαφορετικά πρόσωπα ο Σαμψών του Βιβλίου των Κριτών και εκείνος της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό, όμως, δεν αποκλείει ο αφηγητής να φαντασιώνεται εαυτόν άλλοτε σαν Σαμψών κι άλλοτε σαν Αϊ Γιώργη. Έτσι, άλλωστε, φαίνεται να τον έχουν οι γυναίκες που ανέκαθεν τον περιστοιχίζουν. Δεν είναι τυχαίο, ότι στο πρώτο και το τελευταίο απόσπασμα, κατά σειρά κειμενικής παράταξης, αυτές πρωταγωνιστούν, και όχι το ’22 ή ο Εμφύλιος.
Ορισμένες μνήμες βιωματικές ή αναγνωστικές αυτονομούνται με την ημερομηνία τους, ενώ άλλες καταχωρούνται με την ημερομηνία της δημιουργίας τους, δηλαδή της πρόσληψής τους από τον ημερολογιογράφο. Για παράδειγμα, στις καταχωρήσεις του 19ου αιώνα, οι ερωτικές εγγραφές του Πούσκιν έχουν ως αντίστιξη εκείνες από το ημερολόγιο της γερμανίδας ζωγράφου Πάουλα Μπέκερ, που είχε αποκλείσει τον έρωτα από τη ζωή της για τον έρωτα της Τέχνης. Βασανιζόταν με τη μορφή, ανοίγοντας καινούριους εκφραστικούς δρόμους. Σήμερα, τα έργα της εντάσσονται στον πρώιμο εξπρεσιονισμό. Αρκετές εγγραφές είναι από κουβέντες, εξομολογήσεις ή προφητικές φράσεις γυναικών, που φαίνεται να τις απευθύνουν στον αφηγητή. Εκείνος τις εναλλάσσει με εξαιρετικά συμβάντα από την ορεινή ενδοχώρα παλαιότερων εποχών. Εκεί οι γυναίκες υποτάσσονταν στους άντρες και ξεθύμαιναν βιαιοπραγώντας στα ζωντανά. Ορισμένες αφηγήσεις έχουν τη μορφή μίνι διηγημάτων. Μερικές εντυπώνονται με το κρυπτικό τους φορτίο, άλλοτε λεκτικό κι άλλοτε νοηματικό. Υπάρχουν, όμως, και κάποιες που χάνουν μέρος από το ειδικό βάρος τους, καθώς λείπει η συγκεκριμένη αναφορά σε πρόσωπα. Άλλη η αναγνωστική αίσθηση από την κηδεία του μπάρμπα-Γιάννη Μ. ή το μνημόσυνο του Αλέξανδρου Κ. και άλλη από την κηδεία του Μανούσακα και το μνημόσυνο του Κοτζιά.
Τελικά, αν υπερισχύει μια αίσθηση, αυτή είναι η αίσθηση της νοσταλγίας. Και όταν πρόκειται για τα κοινά, εκείνη της ματαίωσης. Κατά τα άλλα, εμείς κρατάμε τις επιφυλάξεις μας για το συγγραφικό πείσμα του Βαλτινού να δοκιμάζει και να δοκιμάζεται σε διαφορετικές μυθοπλαστικές μορφές. Πιθανώς, ο χρόνος να τον δικαιώσει, όπως συνέβη με την Πάουλα Μπέκερ. Μέχρι στιγμής, πάντως, στα Άπαντα Βαλτινού υπάρχουν μόνο δυο συλλογές διηγημάτων. Με το υλικό του Ημερολογίου έχουμε την εντύπωση – μην πούμε βεβαιότητα – ότι θα προέκυπταν και μια και δυο πρόσθετες, καθώς ακόμη και εγγραφές διαφορετικών ημερομηνιών συνομιλούν μεταξύ τους, εάν συναρμοστούν. Επιβεβαίωση αυτού του ισχυρισμού αποτελεί το διήγημα με τίτλο «Τρίπτυχο», που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό «Εντευκτήριο». Τα τρία μέρη από τα οποία απαρτίζεται, με τον αυτοτελή χαρακτήρα που έχουν, θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν διάσπαρτα στο Ημερολόγιο. Πόσους, άλλωστε, διηγηματογράφους παρόμοιας και ανταγωνίσιμης ως προς αλλοδαπούς ομότεχνους στάθμης έχουμε σήμερα; Δύο το πολύ τρείς, όχι, πάντως, παραπάνω, ασχέτως αν το διήγημα φέρεται σήμερα ως λογοτεχνικό είδος εν ακμή. Αυτό δεν είναι παρά πλασματική εικόνα της εκδοτικής αγοράς που θολώνει τα νερά και αποπροσανατολίζει τους αναγνώστες από τις υψηλές επιδόσεις της διηγηματογραφικής παράδοσης.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου