Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Ύμνος στην αμεριμνησία



Σω­τή­ρης Δη­μη­τρίου
«Η σιω­πή του ξε­ρό­χορ­του»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Νοέμ­βριος 2011

 Σε ανάλογο νησιωτικό τοπίο
στήνει την ουτοπία του
ο Σ. Δημητρίου.


Σε έ­να πράγ­μα φαί­νε­ται να μέ­νει πι­στός ο Σω­τή­ρης Δη­μη­τρίου, κι αυ­τό εί­ναι η κο­σμο­θεω­ρία του. Ευ­θύς εξ αρ­χής, αυ­τήν α­ντα­να­κλούν τα διη­γή­μα­τά του κι αυ­τήν α­να­πτύσ­σει ο ί­διος συ­νο­μι­λώ­ντας κα­τά και­ρούς με τους δη­μο­σιο­γρά­φους. Κα­θώς, μά­λι­στα, πρό­κει­ται για μια φι­λο­σο­φία ζωής, που α­ντι­βαί­νει στα κοι­νώς α­πο­δε­κτά, οι συ­νε­ντεύ­ξεις του βρή­καν α­νέ­κα­θεν α­πή­χη­ση. Από έ­να ση­μείο και ύ­στε­ρα, θα έ­λε­γε κα­νείς, με­γα­λύ­τε­ρη και α­πό τα διη­γή­μα­τά του. Χά­ρις στο δρι­μύ κα­τη­γο­ρώ, που α­ρέ­σκε­ται να ε­ξα­πο­λύει ε­να­ντίον της κοι­νω­νι­κής δο­μής και της κα­τα­να­λω­τι­κής κοι­νω­νίας, ε­ξα­κο­λού­θη­σαν να δια­βά­ζο­νται με εν­δια­φέ­ρον α­κό­μη και ό­ταν η προ­σο­χή που προ­σέλ­κυαν τα βι­βλία του πα­ρου­σία­σε κάμ­ψη. Το τε­λευ­ταίο, ό­χι σε α­πό­λυ­τη βά­ση, αλ­λά σε σύ­γκρι­ση με την εν­θου­σιώ­δη υ­πο­δο­χή, που εί­χαν, προ ει­κο­σα­ε­τίας, οι δυο πρώ­τες συλ­λο­γές διη­γη­μά­των του. Τό­τε, η εμ­μο­νή του Δη­μη­τρίου στο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­θώ­ριο εί­χε ε­κτι­μη­θεί σαν νεω­τε­ρι­κή ε­πα­να­φο­ρά του πα­λαιό­τε­ρου διη­γή­μα­τος του πε­ρι­θω­ρίου. Συν τω χρό­νω, ό­μως, κέρ­δι­σε έ­δα­φος το διή­γη­μα του Άλλου και τε­λι­κά, έ­γι­νε κυ­ρίαρ­χο. Αυ­τός ο Άλλος α­πέ­κτη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρα προ­σω­πεία, με­ρι­κά α­πό αυ­τά με­γα­λύ­τε­ρου ε­πι­και­ρι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος α­πό ε­κεί­να του Δη­μη­τρίου, ο ο­ποίος συ­νέ­χι­σε να ε­στιά­ζει στον ε­σω­τε­ρι­κό με­τα­νά­στη και τον σε­ξουα­λι­κά α­πο­κλί­νο­ντα. Ύστε­ρα, ε­κεί­νος, ως συγ­γρα­φι­κό τα­μπε­ρα­μέ­ντο, πα­ρου­σιά­ζε­ται συ­ντη­ρη­τι­κός. Τα διη­γή­μα­τά του, κα­θώς και τα δυο πρώ­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του, α­κο­λου­θούν τις κλα­σι­κό­τρο­πες φόρ­μες, ό­πως τις έ­μα­θε δια­βά­ζο­ντας τους πα­λαιό­τε­ρους.
Με το γύ­ρι­σμα του αιώ­να, ω­στό­σο, ε­πήλ­θαν ο­ρι­σμέ­νες αλ­λα­γές. Αφε­νός μεν το με­ρά­κι του να γρά­ψει για ό­σα τον στε­νο­χω­ρού­σαν κα­τά έ­ναν πιο α­προ­σχη­μά­τι­στο τρό­πο θα πρέ­πει συ­νε­χώς να με­γά­λω­νε, κα­θώς χει­ρο­τέ­ρευε, για έ­ναν άν­θρω­πο με τη δι­κή του φι­λο­σο­φία ζωής, η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα της Αθή­νας. Αφε­τέ­ρου η με­τα­μο­ντέρ­να θέ­α­ση, που ε­πι­κρά­τη­σε, ευ­νό­η­σε θε­μα­τι­κά και μορ­φι­κά α­νοίγ­μα­τα. Αυ­τές οι με­τα­στρο­φές φαί­νε­ται πως λει­τούρ­γη­σαν, του­λά­χι­στον εν μέ­ρει, α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κά. Εξα­κο­λού­θη­σε μεν να γρά­φει το διή­γη­μα συ­νε­κτι­κής μορ­φής, στο ο­ποίο και ση­μείω­σε α­κό­μη υ­ψη­λό­τε­ρες ε­πι­δό­σεις, α­νε­ξάρ­τη­τα αν τα βι­βλία του δεν έ­τυ­χαν α­ντί­στοι­χης ε­πι­βρα­βευ­τι­κής α­ξιο­λό­γη­σης. Εκ πα­ραλ­λή­λου, ό­μως, ε­πι­δό­θη­κε στη συγ­γρα­φή α­φη­γη­μά­των, που κα­θρέ­φτι­ζαν την κο­σμο­θεω­ρία του κα­τά τό­σο διαυ­γή τρό­πο, ώ­στε να ελ­κύ­σουν το πλα­τύ κοι­νό, που προ­κα­λού­σε με τις συ­νε­ντεύ­ξεις του. 
Εντός μιας ε­ξα­ε­τίας, ε­ξέ­δω­σε τρία α­φη­γή­μα­τα. Πρό­κει­ται για μια α­φη­γη­μα­τι­κή τρι­λο­γία, ό­που α­να­πτύσ­σει τον προ­σω­πι­κό του τρό­πο σκέ­ψης, ό­πως τον δια­μόρ­φω­σε έ­φη­βος στην Ηγου­με­νί­τσα και τον α­πο­κρυ­στάλ­λω­σε μέ­σα στην πρώ­τη δύ­σκο­λη δε­κα­ε­τία της α­θη­ναϊκής του με­τοι­κε­σίας, πριν α­κό­μη εκ­δώ­σει βι­βλίο. Η φι­λο­σο­φία του δεν ε­δραιώ­νε­ται σε α­ξιώ­μα­τα, αλ­λά σε ρή­σεις του λαϊκού λό­γου, ει­δι­κό­τε­ρα του “βου­νή­σιου”, ό­πως ο ί­διος διευ­κρι­νί­ζει. Οι α­φη­γη­τές του εμ­φα­νί­ζουν τον φω­το­τρο­πι­σμό του συγ­γρα­φέα, ο ο­ποίος, κο­ντά σα­ρά­ντα χρό­νια στην Αθή­να, ε­ξα­κο­λου­θεί, α­να­ζη­τώ­ντας ε­νέρ­γεια, να στρέ­φε­ται προς τον γε­νέ­θλιο τό­πο. Κά­θε δεύ­τε­ρη κου­βέ­ντα και πα­ροι­μία. Ευ­θύς εξ αρ­χής, η γλώσ­σα του Δη­μη­τρίου δια­τη­ρού­σε δια­κρι­τά ί­χνη του γλωσ­σι­κού ι­διώ­μα­τος α­πό την Μουρ­γκά­να της Θεσ­πρω­τίας. Στα πρό­σφα­τα α­φη­γή­μα­τα, εμ­φα­νί­ζε­ται κο­ντά στα άλ­λα και γλωσ­σι­κά τολ­μη­ρό­τε­ρος, πα­ντρεύο­ντας τη λα­λου­μέ­νη των η­λι­κιω­μέ­νων της γε­νέ­τει­ράς του με νεό­πλα­στες λέ­ξεις, προ­σώ­ρας ε­κτός των λε­ξι­κο­γρα­φι­κών ο­ρίων. 
Ο συγ­γρα­φέ­ας χα­ρα­κτη­ρί­ζει α­φή­γη­μα μό­νο το πρώ­το α­πό τα τρία, «Τα ο­πω­ρο­φό­ρα δέ­ντρα της Αθή­νας». Δεν κά­νει λό­γο για τρι­λο­γία, ού­τε, βε­βαίως, την τιτ­λο­φο­ρεί. Εμείς, πά­ντως, πι­στεύου­με ό­τι έ­νας προ­σφυής τίτ­λος θα ή­ταν, “ύ­μνος στην α­με­ρι­μνη­σία”. Όπως και να έ­χει, με τα δυο πρώ­τα α­φη­γή­μα­τα, το 2005 το πρώ­το και τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το «Σαν το λί­γο το νε­ρό», ο Δη­μη­τρίου έ­ζη­σε και πά­λι θριαμ­βευ­τι­κές η­μέ­ρες, ό­πως ε­κεί­νες του 1990. Στα α­φη­γή­μα­τα δεν προ­κρί­νει την αυ­το­πρό­σω­πη ε­ξο­μο­λό­γη­ση, αλ­λά ε­πι­νο­εί χα­λα­ρής δο­μής μυ­θο­πλα­σίες. Η α­φή­γη­ση και στα τρία εί­ναι σε πρώ­το πρό­σω­πο, με δια­φο­ρε­τι­κό, ό­μως, κά­θε φο­ρά α­φη­γη­τή. Στο πρώ­το, η α­φή­γη­ση μοι­ρά­ζε­ται α­νά­με­σα σε έ­ναν α­δέ­ξιο α­πό χω­ριό ή­ρωα, α­πό τους χα­ρα­κτη­ρι­στι­κούς του Δη­μη­τρίου, και τον συγ­γρα­φέα. Στο δεύ­τε­ρο, το ρό­λο του α­φη­γη­τή α­να­λαμ­βά­νει η ψυ­χή ε­νός άρ­τι α­πο­θα­νό­ντος, που θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ο α­φη­γη­τής του προ­η­γού­με­νου βι­βλίου. Μό­νο που σε αυ­τό δεν πε­ρι­πλα­νιέ­ται πια α­νά τας ο­δούς και τας ρύ­μας της πρω­τεύου­σας, αλ­λά στα ου­ρά­νια, κά­νο­ντας, πριν την ο­ρι­στι­κή α­πο­χώ­ρη­ση, και μια ε­πί­σκε­ψη στα πά­τρια ε­δά­φη. Τέ­λος, στο πρό­σφα­το, αλ­λά­ζει κά­πως ο χα­ρα­κτή­ρας της μυ­θο­πλα­σίας, κα­θώς ο συγ­γρα­φέ­ας στή­νει μια ου­το­πι­κή κοι­νω­νία, στην ο­ποία και ε­φαρ­μό­ζει κα­τά γράμ­μα την κο­σμο­θεω­ρία του. Δεν πρό­κει­ται για μια ου­το­πία φυ­γής. Πλη­σιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο προς αυ­τό, που έ­χουν α­πο­κα­λέ­σει ευ­το­πία. Χω­ρίς τις λε­πτο­με­ρείς πε­ρι­γρα­φές ε­νός α­να­γνώ­σμα­τος ε­πι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σίας, ο συγ­γρα­φέ­ας φα­ντα­σιώ­νε­ται α­να­γεν­νη­μέ­νους αν­θρώ­πους, με δια­φο­ρε­τι­κά ψυ­χι­κά και πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα, που έ­χουν α­ντί­στοι­χα α­να­προ­σαρ­μό­σει τις α­να­με­τα­ξύ τους σχέ­σεις, α­να­συ­ντά­ξει τους θε­σμούς του κοι­νο­τι­κού τους βίου και α­να­συ­γκρο­τή­σει το πε­ρι­βάλ­λον τους σε α­πό­λυ­τη αρ­μο­νία με τη φύ­ση. 
Το βι­βλίο ξε­κι­νά­ει σαν πα­ρα­μύ­θι. Οι κά­τοι­κοι της χώ­ρας, α­δυ­να­τώ­ντας να μο­νιά­σουν, α­πο­φα­σί­ζουν να την χω­ρί­σουν με κλή­ρο στα τρία. Τα κε­λεύ­σμα­τα της θεάς Τύ­χης, ω­στό­σο, δεί­χνουν πο­λύ ι­διό­τρο­πα: Σε ό­σους πα­ρελ­θο­ντο­λο­γούν, α­ρέ­σκο­νται στις πα­ρε­λά­σεις και έ­χουν ρο­πή προς την θρη­σκο­λη­ψία, κλη­ρώ­νε­ται η Βό­ρεια Ελλά­δα, πλην Θρά­κης, την ο­ποία ο συγ­γρα­φέ­ας πα­ρα­δό­ξως λη­σμο­νεί κα­τά την κλή­ρω­ση, στους στραμ­μέ­νους προς το μέλ­λον, του­τέ­στιν τους εκ­συγ­χρο­νι­στές, η Πα­λαιά Ελλά­δα, ε­νώ, στους α­γα­να­κτι­σμέ­νους με ι­δε­ο­λο­γίες και κόμ­μα­τα, που ο συγ­γρα­φέ­ας τους θέ­λει ι­δε­ο­λο­γι­κά α­διά­φο­ρους και μη έ­χο­ντες προ­σω­πι­κές φι­λο­δο­ξίες, μέ­νει το νη­σιω­τι­κό κομ­μά­τι, πλην Κρή­της, κα­θώς οι Κρη­τι­κοί εί­ναι οι μό­νοι που αρ­νή­θη­καν να α­πο­χω­ρι­στούν τον τό­πο τους. Και εί­ναι στα νη­σιά, ό­που ευ­δο­κι­μεί η ευ­το­πία του. 
Όπως θα θυ­μού­νται ό­σοι έ­χουν πα­ρα­κο­λου­θή­σει τη ροή των γλα­φυ­ρών συ­νε­ντεύ­ξεων του Δη­μη­τρίου, ως α­κρο­γω­νιαίους λί­θους της κα­τα­πιε­στι­κής κοι­νω­νι­κής δο­μής θεω­ρεί την οι­κο­γέ­νεια και το σχο­λείο. Από αυ­τούς, λοι­πόν, ξε­κι­νά­ει τη δό­μη­ση της ου­το­πίας του. Αντί για το σχο­λείο, “κρε­α­το­μη­χα­νή”, ό­πως το έ­χει α­πο­κα­λέ­σει, πε­ρι­γρά­φει έ­να παι­δα­γω­γι­κό σύ­στη­μα που, γε­νι­κά και αό­ρι­στα, συν­δέει νη­πιό­θεν τη γνώ­ση με τη χα­ρά. Τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα εί­ναι θε­α­μα­τι­κά, κα­θώς προ­κύ­πτουν κο­πα­δια­στά μι­κροί Αϊνστάιν. Στην ου­το­πία του, η αρ­χαία ρή­ση “τα α­γα­θά κό­ποις κτώ­νται” πά­ει πε­ρί­πα­το και μα­ζί, κά­θε μορ­φής ι­διο­κτη­σία. Επί­σης, κα­ταρ­γού­νται οι χρη­μα­τι­κές συ­ναλ­λα­γές με με­τρη­τά. Προς Θε­ού μην πά­ει ο νους σας στο πλα­στι­κό χρή­μα, στο ο­ποίο κα­τέ­φυ­γε προ­σφά­τως η Σουη­δία και μέλ­λε­ται να α­κο­λου­θή­σουν κι άλ­λες α­νε­πτυγ­μέ­νες χώ­ρες, που πλήτ­το­νται α­πό την φο­ρο­δια­φυ­γή. Στη νη­σιώ­τι­κη ου­το­πία, η τε­χνο­λο­γία έ­χει ε­πα­νέλ­θει σε πρω­τό­γο­νο ε­πί­πε­δο και στις συ­ναλ­λα­γές ε­φαρ­μό­ζε­ται το αρ­χαϊκό σύ­στη­μα της τρά­μπας. Η πιο ρη­ξι­κέ­λευ­θη, ό­μως, και­νο­το­μία συ­νί­στα­ται στην άρ­ση της ι­σχύος του θε­σμού του γά­μου και συ­να­κό­λου­θα, στην κα­τα­πό­ντι­ση του έ­τε­ρου θε­με­λίου των κοι­νω­νιών μας, της οι­κο­γέ­νειας. Κι αυ­τό, σε μια προ­σπά­θεια να α­πα­λει­φτούν τα δει­νά “της οι­κο­γε­νεια­κής δη­μο­κρα­τίας” και “της ε­πο­χής του μη­τρι­κού θρή­νου”, ό­πως ο α­φη­γη­τής α­πο­κα­λεί τη ση­με­ρι­νή κα­τά­στα­ση. Αφής στιγ­μής έ­να παι­δί γεν­νιέ­ται, η μέ­ρι­μνά του εί­ναι κοι­νο­τι­κή υ­πό­θε­ση. Μα­κράν, ω­στό­σο, του κα­τα­πιε­στι­κού κι­νέ­ζι­κου μο­ντέ­λου, κα­θώς στην εν λό­γω ου­το­πία ό­λα προσ­λαμ­βά­νουν μια πα­ρα­δεί­σια διά­στα­ση. Και βε­βαίως, σε μια τέ­τοια κοι­νω­νία τε­λεί­ται η α­πό­λυ­τη, κα­τά την τρέ­χου­σα φρα­σε­ο­λο­γία, ε­ρω­τι­κή ε­πα­νά­στα­ση, σε πλή­ρη αρ­μο­νία με τις φροϋδι­κές α­ντι­λή­ψεις, σύμ­φω­να με τις ο­ποίες ο μο­νο­γα­μι­κός και ε­τε­ρο­φυ­λό­φι­λος έ­ρω­τας ού­τε ο μο­να­δι­κός εί­ναι ού­τε συ­νι­στά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, μί­λια μπρο­στά φαί­νε­ται να βρί­σκε­ται ο Δη­μη­τρίου σε σχέ­ση με τον πρε­σβύ­τε­ρό του Πα­σκάλ Μπρύ­κνε­ρ, που κα­τα­τρύ­χε­ται με το ε­ρώ­τη­μα κα­τά πό­σο “ο γά­μος α­πό έ­ρω­τα έ­χει α­πο­τύ­χει”. Κι ε­νώ ο Γα­λά­της α­νε­πι­φύ­λα­κτα τάσ­σε­ται υ­πέρ της ιε­ρό­τη­τας του έ­ρω­τα, δεν τολ­μά να α­πε­μπο­λή­σει τον γά­μο, αλ­λά προ­τεί­νει τρο­πο­ποίη­σή του προς το α­νε­κτι­κό­τε­ρο, με ο­λί­γα κα­τά συν­θή­κη ψεύ­δη και πλή­θος ή έ­στω ό­σες ζη­τά ο ορ­γα­νι­σμός ε­νός ε­κά­στου λα­θρο­γα­μίες.
  Δυ­στυ­χώς, για την πε­ρι­γρα­φή του συ­στή­μα­τος δια­κυ­βέρ­νη­σης της ου­το­πι­κής κοι­νω­νίας του, ο Δη­μη­τρίου α­φιε­ρώ­νει μό­λις μια πα­ρά­γρα­φο. Άλλα εί­ναι τα θέ­μα­τα, που τον α­πα­σχο­λούν και για τα ο­ποία γρά­φει, για μια α­κό­μη φο­ρά, δια­σκε­δα­στι­κές σε­λί­δες. Τα κε­φα­λαιώ­δη για τον άν­θρω­πο: δια­τρο­φή, έν­δυ­ση, κα­τοι­κία, δια­σκέ­δα­ση. Προ­φα­νώς, οι κά­τοι­κοι της ου­το­πίας εί­ναι χορ­το­φά­γοι και στο μέ­τρο του δυ­να­τού, ω­μο­φά­γοι. Καί­τοι νη­σιώ­τες, ού­τε μα­ρί­δα δεν αγ­γί­ζουν. Σε μια κο­ρύ­φω­ση, μά­λι­στα, της οι­κο­λο­γι­κής τους συ­νεί­δη­σης, θεω­ρούν και τα φυ­τά έμ­βια ό­ντα, συ­νε­πώς κι αυ­τά α­κα­τάλ­λη­λα προς βρώ­σιν. Όσο για τα ρού­χα τους, ό­λο “το έ­χειν τους” χω­ρά­ει σε έ­να σα­κί­διο. Αντι­στοί­χως, για κα­τοι­κία, χρη­σι­μο­ποιούν λυό­με­νες κα­τα­σκευές. Ενώ, δια­σκε­δά­ζουν με παι­δι­κά παι­χνί­δια σε αυ­το­σχέ­δια λού­να παρκ. Ο οί­στρος του συγ­γρα­φέα σε αυ­τές τις πε­ρι­γρα­φές, α­ντί­στοι­χες με ε­κεί­νες στα δυο προ­η­γού­με­να α­φη­γή­μα­τα, κο­ρυ­φώ­νε­ται, Ως υ­ψί­στη πε­μπτου­σία της ευ­τυ­χίας προ­βάλ­λει ο χρό­νος, που κά­ποιος εί­ναι πα­ντε­λώς “ά­σκο­πος”. Υπο­θέ­του­με ό­τι πρό­κει­ται για η­θε­λη­μέ­νη υ­περ­βο­λή, ώ­στε να υ­πο­γραμ­μι­στεί το α­πο­τρό­παιο αί­τη­μα των ση­με­ρι­νών κοι­νω­νιών να εί­ναι κά­ποιος “με­τρή­σι­μα πα­ρα­γω­γι­κός”. Αν και το προ­κλη­τι­κό­τε­ρο αί­τη­μα αυ­τής της ου­το­πίας εί­ναι οι άν­θρω­ποι να ε­πα­να­κτή­σουν, συν τω χρό­νω, τις α­πο­λε­σθεί­σες ι­διό­τη­τες του ζώου. 
Ο Δη­μη­τρίου, στην ου­το­πία του, δεν θα ή­ταν δυ­να­τόν να λη­σμο­νή­σει την λο­γο­τε­χνι­κή και καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γία, ό­που και­νο­το­μεί δρα­στι­κά. Ορί­ζει να εί­ναι α­νώ­νυ­μη και οι συγ­γρα­φείς να αρ­κού­νται στη χα­ρά της δη­μιουρ­γίας. Δια­κρί­σεις και βρα­βεία έ­χουν κα­ταρ­γη­θεί. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, αυ­τό συμ­βαί­νει μό­νο στην ου­το­πία και δεν α­πο­τε­λεί μέ­ρος της κο­σμο­θεω­ρίας του. Ού­τε στις συ­νε­ντεύ­ξεις του ού­τε στην πρά­ξη α­πο­ποιεί­ται τις δια­κρί­σεις. Τέ­λος, “η κρι­τι­κή έ­πα­ψε να α­σκεί­ται”, με την αι­τιο­λο­γία, ό­τι “οι άν­θρω­ποι δεν ε­χαί­ρο­ντο πια με την λο­γο­τε­χνι­κή α­πο­τυ­χία”. Μάλ­λον ι­σχνό δεί­χνει το ε­πι­χεί­ρη­μα. Εκτός κι αν θα πρέ­πει να συ­μπε­ρά­νου­με ό­τι κα­τά τον Δη­μη­τρίου, το έρ­γο του κρι­τι­κού συ­νί­στα­ται στην κα­ταρ­ρά­κω­ση ε­νός συγ­γρα­φέα προς α­γαλ­λία­ση του ε­μπα­θούς σι­να­φιού; Όπως και να έ­χει, δυ­στυ­χώς ή ευ­τυ­χώς, οι ου­το­πίες κρα­τούν λί­γο, ε­νώ, κα­τά κα­νό­να, με­τεω­ρί­ζο­νται με­τα­ξύ α­πλοϊκών και ε­ξε­ζη­τη­μέ­νων ε­πι­νοή­σεων. Έτσι κι αυ­τή η ου­το­πία τε­λειώ­νει γρή­γο­ρα, σαν ό­νει­ρο θε­ρι­νής νυ­κτός. Φύ­σει α­νι­κα­νο­ποίη­τοι οι άν­θρω­ποι, βα­ρέ­θη­καν την ου­το­πία τους και άρ­χι­σαν να α­πο­ζη­τούν την κα­τα­πίε­ση των πα­λαιών θε­σμών. Του­τέ­στιν, ό­λες ε­κεί­νες τις ευ­λο­γη­μέ­νες α­πα­γο­ρεύ­σεις του τρί­πτυ­χου “πα­τρίς θρη­σκεία οι­κο­γέ­νεια”. Οι λι­γο­στοί νο­σταλ­γοί της ου­το­πι­κής ε­λευ­θε­ριό­τη­τας ε­ξο­ρί­ζο­νται στη συ­νο­ρια­κή ζώ­νη Ελλά­δας - Αλβα­νίας, κρα­τώ­ντας τη γλώσ­σα και τη μου­σι­κή τους. Έτσι πραγ­μα­το­ποιεί­ται α­κό­μη έ­νας μυ­θο­πλα­στι­κός νό­στος του συγ­γρα­φέα στο γε­νέ­θλιο τό­πο.    

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 23/9/2012.