Σωτήρης Δημητρίου
«Η σιωπή του ξερόχορτου»
Εκδόσεις Πατάκη
Νοέμβριος 2011
Σε ανάλογο νησιωτικό τοπίο
στήνει την ουτοπία του
ο Σ. Δημητρίου.
Με το γύρισμα του αιώνα, ωστόσο, επήλθαν ορισμένες αλλαγές. Αφενός μεν το μεράκι του να γράψει για όσα τον στενοχωρούσαν κατά έναν πιο απροσχημάτιστο τρόπο θα πρέπει συνεχώς να μεγάλωνε, καθώς χειροτέρευε, για έναν άνθρωπο με τη δική του φιλοσοφία ζωής, η καθημερινότητα της Αθήνας. Αφετέρου η μεταμοντέρνα θέαση, που επικράτησε, ευνόησε θεματικά και μορφικά ανοίγματα. Αυτές οι μεταστροφές φαίνεται πως λειτούργησαν, τουλάχιστον εν μέρει, απελευθερωτικά. Εξακολούθησε μεν να γράφει το διήγημα συνεκτικής μορφής, στο οποίο και σημείωσε ακόμη υψηλότερες επιδόσεις, ανεξάρτητα αν τα βιβλία του δεν έτυχαν αντίστοιχης επιβραβευτικής αξιολόγησης. Εκ παραλλήλου, όμως, επιδόθηκε στη συγγραφή αφηγημάτων, που καθρέφτιζαν την κοσμοθεωρία του κατά τόσο διαυγή τρόπο, ώστε να ελκύσουν το πλατύ κοινό, που προκαλούσε με τις συνεντεύξεις του.
Εντός μιας εξαετίας, εξέδωσε τρία αφηγήματα. Πρόκειται για μια αφηγηματική τριλογία, όπου αναπτύσσει τον προσωπικό του τρόπο σκέψης, όπως τον διαμόρφωσε έφηβος στην Ηγουμενίτσα και τον αποκρυστάλλωσε μέσα στην πρώτη δύσκολη δεκαετία της αθηναϊκής του μετοικεσίας, πριν ακόμη εκδώσει βιβλίο. Η φιλοσοφία του δεν εδραιώνεται σε αξιώματα, αλλά σε ρήσεις του λαϊκού λόγου, ειδικότερα του “βουνήσιου”, όπως ο ίδιος διευκρινίζει. Οι αφηγητές του εμφανίζουν τον φωτοτροπισμό του συγγραφέα, ο οποίος, κοντά σαράντα χρόνια στην Αθήνα, εξακολουθεί, αναζητώντας ενέργεια, να στρέφεται προς τον γενέθλιο τόπο. Κάθε δεύτερη κουβέντα και παροιμία. Ευθύς εξ αρχής, η γλώσσα του Δημητρίου διατηρούσε διακριτά ίχνη του γλωσσικού ιδιώματος από την Μουργκάνα της Θεσπρωτίας. Στα πρόσφατα αφηγήματα, εμφανίζεται κοντά στα άλλα και γλωσσικά τολμηρότερος, παντρεύοντας τη λαλουμένη των ηλικιωμένων της γενέτειράς του με νεόπλαστες λέξεις, προσώρας εκτός των λεξικογραφικών ορίων.
Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει αφήγημα μόνο το πρώτο από τα τρία, «Τα οπωροφόρα δέντρα της Αθήνας». Δεν κάνει λόγο για τριλογία, ούτε, βεβαίως, την τιτλοφορεί. Εμείς, πάντως, πιστεύουμε ότι ένας προσφυής τίτλος θα ήταν, “ύμνος στην αμεριμνησία”. Όπως και να έχει, με τα δυο πρώτα αφηγήματα, το 2005 το πρώτο και τρία χρόνια αργότερα, το «Σαν το λίγο το νερό», ο Δημητρίου έζησε και πάλι θριαμβευτικές ημέρες, όπως εκείνες του 1990. Στα αφηγήματα δεν προκρίνει την αυτοπρόσωπη εξομολόγηση, αλλά επινοεί χαλαρής δομής μυθοπλασίες. Η αφήγηση και στα τρία είναι σε πρώτο πρόσωπο, με διαφορετικό, όμως, κάθε φορά αφηγητή. Στο πρώτο, η αφήγηση μοιράζεται ανάμεσα σε έναν αδέξιο από χωριό ήρωα, από τους χαρακτηριστικούς του Δημητρίου, και τον συγγραφέα. Στο δεύτερο, το ρόλο του αφηγητή αναλαμβάνει η ψυχή ενός άρτι αποθανόντος, που θα μπορούσε να είναι ο αφηγητής του προηγούμενου βιβλίου. Μόνο που σε αυτό δεν περιπλανιέται πια ανά τας οδούς και τας ρύμας της πρωτεύουσας, αλλά στα ουράνια, κάνοντας, πριν την οριστική αποχώρηση, και μια επίσκεψη στα πάτρια εδάφη. Τέλος, στο πρόσφατο, αλλάζει κάπως ο χαρακτήρας της μυθοπλασίας, καθώς ο συγγραφέας στήνει μια ουτοπική κοινωνία, στην οποία και εφαρμόζει κατά γράμμα την κοσμοθεωρία του. Δεν πρόκειται για μια ουτοπία φυγής. Πλησιάζει περισσότερο προς αυτό, που έχουν αποκαλέσει ευτοπία. Χωρίς τις λεπτομερείς περιγραφές ενός αναγνώσματος επιστημονικής φαντασίας, ο συγγραφέας φαντασιώνεται αναγεννημένους ανθρώπους, με διαφορετικά ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα, που έχουν αντίστοιχα αναπροσαρμόσει τις αναμεταξύ τους σχέσεις, ανασυντάξει τους θεσμούς του κοινοτικού τους βίου και ανασυγκροτήσει το περιβάλλον τους σε απόλυτη αρμονία με τη φύση.
Το βιβλίο ξεκινάει σαν παραμύθι. Οι κάτοικοι της χώρας, αδυνατώντας να μονιάσουν, αποφασίζουν να την χωρίσουν με κλήρο στα τρία. Τα κελεύσματα της θεάς Τύχης, ωστόσο, δείχνουν πολύ ιδιότροπα: Σε όσους παρελθοντολογούν, αρέσκονται στις παρελάσεις και έχουν ροπή προς την θρησκοληψία, κληρώνεται η Βόρεια Ελλάδα, πλην Θράκης, την οποία ο συγγραφέας παραδόξως λησμονεί κατά την κλήρωση, στους στραμμένους προς το μέλλον, τουτέστιν τους εκσυγχρονιστές, η Παλαιά Ελλάδα, ενώ, στους αγανακτισμένους με ιδεολογίες και κόμματα, που ο συγγραφέας τους θέλει ιδεολογικά αδιάφορους και μη έχοντες προσωπικές φιλοδοξίες, μένει το νησιωτικό κομμάτι, πλην Κρήτης, καθώς οι Κρητικοί είναι οι μόνοι που αρνήθηκαν να αποχωριστούν τον τόπο τους. Και είναι στα νησιά, όπου ευδοκιμεί η ευτοπία του.
Όπως θα θυμούνται όσοι έχουν παρακολουθήσει τη ροή των γλαφυρών συνεντεύξεων του Δημητρίου, ως ακρογωνιαίους λίθους της καταπιεστικής κοινωνικής δομής θεωρεί την οικογένεια και το σχολείο. Από αυτούς, λοιπόν, ξεκινάει τη δόμηση της ουτοπίας του. Αντί για το σχολείο, “κρεατομηχανή”, όπως το έχει αποκαλέσει, περιγράφει ένα παιδαγωγικό σύστημα που, γενικά και αόριστα, συνδέει νηπιόθεν τη γνώση με τη χαρά. Τα αποτελέσματα είναι θεαματικά, καθώς προκύπτουν κοπαδιαστά μικροί Αϊνστάιν. Στην ουτοπία του, η αρχαία ρήση “τα αγαθά κόποις κτώνται” πάει περίπατο και μαζί, κάθε μορφής ιδιοκτησία. Επίσης, καταργούνται οι χρηματικές συναλλαγές με μετρητά. Προς Θεού μην πάει ο νους σας στο πλαστικό χρήμα, στο οποίο κατέφυγε προσφάτως η Σουηδία και μέλλεται να ακολουθήσουν κι άλλες ανεπτυγμένες χώρες, που πλήττονται από την φοροδιαφυγή. Στη νησιώτικη ουτοπία, η τεχνολογία έχει επανέλθει σε πρωτόγονο επίπεδο και στις συναλλαγές εφαρμόζεται το αρχαϊκό σύστημα της τράμπας. Η πιο ρηξικέλευθη, όμως, καινοτομία συνίσταται στην άρση της ισχύος του θεσμού του γάμου και συνακόλουθα, στην καταπόντιση του έτερου θεμελίου των κοινωνιών μας, της οικογένειας. Κι αυτό, σε μια προσπάθεια να απαλειφτούν τα δεινά “της οικογενειακής δημοκρατίας” και “της εποχής του μητρικού θρήνου”, όπως ο αφηγητής αποκαλεί τη σημερινή κατάσταση. Αφής στιγμής ένα παιδί γεννιέται, η μέριμνά του είναι κοινοτική υπόθεση. Μακράν, ωστόσο, του καταπιεστικού κινέζικου μοντέλου, καθώς στην εν λόγω ουτοπία όλα προσλαμβάνουν μια παραδείσια διάσταση. Και βεβαίως, σε μια τέτοια κοινωνία τελείται η απόλυτη, κατά την τρέχουσα φρασεολογία, ερωτική επανάσταση, σε πλήρη αρμονία με τις φροϋδικές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες ο μονογαμικός και ετεροφυλόφιλος έρωτας ούτε ο μοναδικός είναι ούτε συνιστά χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Παρεμπιπτόντως, μίλια μπροστά φαίνεται να βρίσκεται ο Δημητρίου σε σχέση με τον πρεσβύτερό του Πασκάλ Μπρύκνερ, που κατατρύχεται με το ερώτημα κατά πόσο “ο γάμος από έρωτα έχει αποτύχει”. Κι ενώ ο Γαλάτης ανεπιφύλακτα τάσσεται υπέρ της ιερότητας του έρωτα, δεν τολμά να απεμπολήσει τον γάμο, αλλά προτείνει τροποποίησή του προς το ανεκτικότερο, με ολίγα κατά συνθήκη ψεύδη και πλήθος ή έστω όσες ζητά ο οργανισμός ενός εκάστου λαθρογαμίες.
Δυστυχώς, για την περιγραφή του συστήματος διακυβέρνησης της ουτοπικής κοινωνίας του, ο Δημητρίου αφιερώνει μόλις μια παράγραφο. Άλλα είναι τα θέματα, που τον απασχολούν και για τα οποία γράφει, για μια ακόμη φορά, διασκεδαστικές σελίδες. Τα κεφαλαιώδη για τον άνθρωπο: διατροφή, ένδυση, κατοικία, διασκέδαση. Προφανώς, οι κάτοικοι της ουτοπίας είναι χορτοφάγοι και στο μέτρο του δυνατού, ωμοφάγοι. Καίτοι νησιώτες, ούτε μαρίδα δεν αγγίζουν. Σε μια κορύφωση, μάλιστα, της οικολογικής τους συνείδησης, θεωρούν και τα φυτά έμβια όντα, συνεπώς κι αυτά ακατάλληλα προς βρώσιν. Όσο για τα ρούχα τους, όλο “το έχειν τους” χωράει σε ένα σακίδιο. Αντιστοίχως, για κατοικία, χρησιμοποιούν λυόμενες κατασκευές. Ενώ, διασκεδάζουν με παιδικά παιχνίδια σε αυτοσχέδια λούνα παρκ. Ο οίστρος του συγγραφέα σε αυτές τις περιγραφές, αντίστοιχες με εκείνες στα δυο προηγούμενα αφηγήματα, κορυφώνεται, Ως υψίστη πεμπτουσία της ευτυχίας προβάλλει ο χρόνος, που κάποιος είναι παντελώς “άσκοπος”. Υποθέτουμε ότι πρόκειται για ηθελημένη υπερβολή, ώστε να υπογραμμιστεί το αποτρόπαιο αίτημα των σημερινών κοινωνιών να είναι κάποιος “μετρήσιμα παραγωγικός”. Αν και το προκλητικότερο αίτημα αυτής της ουτοπίας είναι οι άνθρωποι να επανακτήσουν, συν τω χρόνω, τις απολεσθείσες ιδιότητες του ζώου.
Ο Δημητρίου, στην ουτοπία του, δεν θα ήταν δυνατόν να λησμονήσει την λογοτεχνική και καλλιτεχνική δημιουργία, όπου καινοτομεί δραστικά. Ορίζει να είναι ανώνυμη και οι συγγραφείς να αρκούνται στη χαρά της δημιουργίας. Διακρίσεις και βραβεία έχουν καταργηθεί. Παρεμπιπτόντως, αυτό συμβαίνει μόνο στην ουτοπία και δεν αποτελεί μέρος της κοσμοθεωρίας του. Ούτε στις συνεντεύξεις του ούτε στην πράξη αποποιείται τις διακρίσεις. Τέλος, “η κριτική έπαψε να ασκείται”, με την αιτιολογία, ότι “οι άνθρωποι δεν εχαίροντο πια με την λογοτεχνική αποτυχία”. Μάλλον ισχνό δείχνει το επιχείρημα. Εκτός κι αν θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι κατά τον Δημητρίου, το έργο του κριτικού συνίσταται στην καταρράκωση ενός συγγραφέα προς αγαλλίαση του εμπαθούς σιναφιού; Όπως και να έχει, δυστυχώς ή ευτυχώς, οι ουτοπίες κρατούν λίγο, ενώ, κατά κανόνα, μετεωρίζονται μεταξύ απλοϊκών και εξεζητημένων επινοήσεων. Έτσι κι αυτή η ουτοπία τελειώνει γρήγορα, σαν όνειρο θερινής νυκτός. Φύσει ανικανοποίητοι οι άνθρωποι, βαρέθηκαν την ουτοπία τους και άρχισαν να αποζητούν την καταπίεση των παλαιών θεσμών. Τουτέστιν, όλες εκείνες τις ευλογημένες απαγορεύσεις του τρίπτυχου “πατρίς θρησκεία οικογένεια”. Οι λιγοστοί νοσταλγοί της ουτοπικής ελευθεριότητας εξορίζονται στη συνοριακή ζώνη Ελλάδας - Αλβανίας, κρατώντας τη γλώσσα και τη μουσική τους. Έτσι πραγματοποιείται ακόμη ένας μυθοπλαστικός νόστος του συγγραφέα στο γενέθλιο τόπο.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 23/9/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου