Λεωνίδας Κακάρογλου
«Η ζωή και τίποτ’ άλλο»
Εκδόσεις
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Νοέμβριος 2011
Ορισμένοι ποιητές, όταν μετατοπίζονται ή κινούνται ταυτόχρονα και στην πεζογραφία, μεταγγίζουν εκεί και κάποια στοιχεία της ποίησής τους. Αυτά μπορεί να είναι γλωσσικά και υφολογικά, ή ακόμη, πλεόνασμα φαντασίας και λυρική διάθεση, καθώς και τρόποι περιγραφής που αποκλίνουν προς το φανταστικό. Όσοι, βέβαια, ακολουθούν αυτόν τον διαφορετικό ‘‘χειρισμό’’, ο οποίος καταλήγει δηλωτικός των ποιητικών τους καταβολών, έρχονται αντιμέτωποι με το σεφερικό αξίωμα· ότι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στον κόσμο από την πρόζα που λέγεται ποιητική. Πρόζα που πάει να χορέψει είναι άσκημη πρόζα, όπως αυτολεξεί το διατυπώνει ο ποιητής. Σύμφωνα με τον Σεφέρη πάντα, όποιος γράφει πρόζα πρέπει να έχει ορισμένα πράγματα να δείξει, που να πιστεύει πως είναι αξιόλογα. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, δηλαδή στο κίνητρο για τη στροφή ενός ποιητή στην πρόζα, συμβάλλουν, σε αρκετές περιπτώσεις, εξωλογοτεχνικοί λόγοι. Αρκετοί ποιητές φαίνεται να επιλέγουν την πρόζα, όχι γιατί την θεωρούν προσφορότερη για όσα θέλουν να γράψουν, αλλά παρασυρόμενοι από τον συρμό, που υπόσχεται αναβαθμισμένη συγγραφική απήχηση. Άλλωστε, οι σειρήνες της επιτυχίας δεν πλανεύουν μόνο τους ποιητές, αλλά πάσης φύσεως συγγραφείς, θεατρικούς, δοκιμιογράφους, καθώς και κάθε είδους επαγγελματίες. Αυτή η πεζογραφική ή, ακριβέστερα, μυθιστορηματική μόδα εμφανίστηκε κατά την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα και φούντωσε στον τρέχοντα, πλήττοντας αντίστοιχα, τις ηλικιακά μάχιμες και συνακόλουθα, ενδοτικές σε παρόμοιους πειρασμούς γενιές.
Ο Λεωνίδας Κακάρογλου ανήκει σε μια πρώτη μεταπολιτευτική γενιά, για την οποία τα σημαντικότερα γεγονότα, εκείνα που έζησε από πρώτο χέρι, ήταν το Πολυτεχνείο και η πτώση της Δικτατορίας. Συγκαταλέγεται σε όσους είχαν την πρώτη τους καρποφορία με το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’80. Ας μην μπλέξουμε με την καθιερωμένη γενεαλογική ταξινόμηση, καθώς τύποις μεν εντάσσεται στη γενιά του ’70, αλλά φαίνεται να συγγενεύει περισσότερο με την επόμενη. Όπως και να έχει, κάποιοι από τους καλύτερους και των δυο ομάδων έκαναν, πρώιμα ή όψιμα, στροφή στην πεζογραφία, όπου, στην πλειοψηφία τους, και εγκαταστάθηκαν. Ο Κακάρογλου μάλλον άργησε, έστω κι αν σε θέματα δημιουργικής επώασης δεν τίθενται χρονικά όρια. Συμπλήρωσε, πάντως, μια ακέραια τριακονταετία ως ποιητής, εξέδωσε επτά ποιητικές συλλογές, μένοντας ωστόσο, εκτός ανθολογιών και συγγραφικών σωματείων, αλλά και μη απασχολώντας ιδιαιτέρως τους κριτικούς λογοτεχνίας. Ίσως, σε αυτό να συνέτεινε και το ότι ανήκει στην ομάδα των λογοτεχνών της επαρχίας. Μπορεί να έχει εξοβελιστεί η λέξη επαρχιώτης, όπως γενικότερα λέξεις συναφείς με την εντοπιότητα, ωστόσο, διατηρείται η ιδιαίτερη αντιμετώπιση αυτών των ομάδων. Δεν πρόκειται, ακριβώς, για παραγκωνισμό αλλά περί μιας σχετικής αδιαφορίας. Κι όμως, αυτή η ομάδα είναι εκείνη, που κυρίως συντηρεί τη μνήμη, και κάποιοι, οι καλύτεροι της ομάδας, κατορθώνουν μέσα από τις δικές τους εικόνες να ανασυνθέσουν τη μνήμη του τόπου.
Ο Κακάρογλου, την πρώτη απόπειρα στον πεζό λόγο δεν την κάνει με διηγήματα, αλλά ξανοίγεται απ’ ευθείας στο μυθιστόρημα. Το αποφάσισε τώρα, που η μόδα της μυθιστοριογραφίας δείχνει να υποχωρεί, αφού, προηγουμένως, αλώθηκε από το μπεστ σέλερ. Η αρχική εντύπωση είναι ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, που συμβαδίζει με την επικαιρότητα. Δεδομένου ότι το θέμα του δείχνει συνυφασμένο με τους αγανακτισμένους πολίτες, που εμφανίσθηκαν ως αυτόνομη ομάδα δράσης, όταν η δυσφορία για τα κακώς κείμενα έφθασε στα όρια της οργής. Από το πρώτο κεφάλαιο, αναφέρονται απειλητικά ανώνυμα τηλεφωνήματα και προκηρύξεις, για να ακολουθήσουν στα επόμενα, προσκλήσεις για συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και βομβιστικές ενέργειες. Ευφάνταστα στημένη η υπόθεση, ειρωνεύεται πλαγίως τις δικαστικές αρχές και την Ασφάλεια, που υποψιάζονται πίσω από οποιαδήποτε ενέργεια, ακόμη και πίσω από τηλεφωνήματα που αποδεικνύονται φάρσες, πως κρύβονται τρομοκρατικές οργανώσεις. Τον περασμένο Απρίλιο, βομβιστική ενέργεια σε τρένο ανέλαβε οργάνωση με την επωνυμία Κίνημα 12 Φλεβάρη. Συμπτωματικά, στο μυθιστόρημα, γίνεται λόγος για την τρομοκρατική οργάνωση 1η ΦΛΕΒΑΡΗ, που πριν από δυο χρόνια δρούσε στην Αθήνα. Με άλλα λόγια, η επικαιρότητα έρχεται να συμπλεύσει με τα μυθοπλαστικά δρώμενα, επαυξάνοντας την αληθοφάνεια μιας ιστορίας, που τοποθετείται στην μακρινή άνοιξη του 1989, όταν ακόμη δρούσε και βασίλευε η 17 Νοέμβρη.
Η μυθιστορηματική οργάνωση ονομάζεται Πολίτες ενάντια στην τουριστική μόλυνση και δρα σε παραθαλάσσια πόλη του Νότου. Όποιος ή όποιοι κρύβονται πίσω από αυτήν την επωνυμία δεν είναι αγανακτισμένοι με την οικονομική κρίση, καθόσον βρισκόμαστε ακόμη στα χρόνια των παχιών αγελάδων, αλλά με την ηχορρύπανση. Ειδικότερα, με τους υπερβολικούς θορύβους που προκαλεί σε έναν ήσυχο τόπο η τουριστική επέλαση, με την αυξημένη κίνηση των τροχοφόρων και κυρίως, με τα πάσης φύσεως μαγαζιά διασκέδασης. Ο περί κέντρων αναψυχής νόμος θα θεσπιστεί δώδεκα χρόνια αργότερα. Αν και όπως όλοι οι νόμοι, θα μείνει κι αυτός ανενεργός. Ωστόσο, οι πολίτες επιμένουν να εναποθέτουν τις ελπίδες τους στους νόμους, ιδιαίτερα, όταν πρόκειται για εκπροσώπους της Δικαιοσύνης.
Στα μυθιστορήματα, οι αντιπαραθέσεις των κοινωνικών συνόλων είθισται να αναδεικνύονται μέσω ενός αντιπροσωπευτικού δίπολου θύτη - θύματος. Ο συγγραφέας επιλέγει ως θύτη, όχι απλώς κάποιον που θορυβεί, αλλά έναν άνθρωπο για τον οποίον ο θόρυβος αποτελεί μοναδική πηγή ευχαρίστησης. Ενώ, ως θύμα, έναν ψυχοσύνθεσης εκ διαμέτρου αντίθετης, για τον οποίο ο θόρυβος συνιστά ηχητική τρομοκρατία. Και επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για την εκκωφαντική μουσική νυκτερινού μαγαζιού, ο πρώτος είναι ένας νεαρός ντισκ τζόκεϋ και ο δεύτερος, ένας μεσήλικας κάτοικος γειτονικής κατοικίας, που, για χρόνια, δοκιμάζει εις μάτην με καταγγελίες και δίκες να κλείσει το μαγαζί, πριν καταλήξει στην αυτοδικία. Προς ενίσχυση της μυθοπλαστικής ίντριγκας, ο ταλαιπωρούμενος πολίτης είναι ο πρωτοδίκης της πόλης. Οπότε, όταν γίνεται η πρώτη βομβιστική ενέργεια και συλλαμβάνεται ως πιθανός ένοχος, λόγω μιας σειράς συμπτώσεων, ο ντισκ τζόκεϋ, εκείνος αναλαμβάνει το ρόλο του ανακριτή. Με άλλα λόγια, από θύμα γίνεται ο θύτης και μπορεί επιτέλους να πάρει το νόμο στα χέριά του. Εδώ, κανονικά, θα κορυφωνόταν το σασπένς της ιστορίας, με το φλέγον ερώτημα, αν θα υπερισχύσει ο αγανακτισμένος πολίτης ή μήπως, τελικά, ο λειτουργός της Δικαιοσύνης πράξει κατά συνείδηση.
Μόνο που ο Κακάρογλου, την υπόθεση που επινόησε δεν την αναπτύσσει σε ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα κοινωνικού περιεχομένου. Στο κειμενάκι του οπισθόφυλλου, χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα κωμωδία παρεξηγήσεων. Και πράγματι, δημιουργεί περίπλοκες καταστάσεις, ως αποτέλεσμα σωρείας συμπτώσεων, όπου εμπλέκονται χαρακτηριστικοί τύποι, τις οποίες περιγράφει σαν σκηνές φαρσοκωμωδίας. Έτσι, μάλιστα, που εναλλάσσει την τριτοπρόσωπη αφήγηση με τις πρωτοπρόσωπες των δυο βασικών χαράκτηρων, είναι σαν να κάνει ένα κινηματογραφικού τύπου γκρο πλαν στις σκέψεις τους. Ούτε, όμως, η ενδοσκόπησή τους τον ενδιαφέρει. Ουσιαστικά, πλάθει τους δυο ήρωες σαν παραλλαγές του ίδιου ψυχισμού. Είναι και οι δυο ευαίσθητοι, αδυνατούν να πάρουν αποφάσεις, θεωρούν ότι η ζωή τους είναι μπερδεμένη και ταλαίπωρη, ενώ έχουν κατακαθίσει σε μια καθημερινή ρουτίνα. Και οι δύο ζουν για εκείνες τις ώρες, που διαφεύγουν με τη φαντασία τους στο παρελθόν. Δείχνουν μάλλον σαν να ονειρεύονται, καθώς η νοσταλγία αναπλάθει τις παλαιότερες εποχές σχεδόν παραμυθένιες. Ο μεσήλικας ανατρέχει σε ένα μοναδικό έρωτά του, που ξεκίνησε στην Πορτογαλία. Ο νέος, στα παιδικά του χρόνια, στο χωριό. Αυτόν τον δεύτερο, ο έρωτας στο παρόν τον μπερδεύει και τελικά, παραιτείται, προτιμώντας την ασφάλεια που προσφέρει μια μακρόχρονη σχέση. Όσο για τη δυνατότητα διαφυγής στο όνειρο, και στους δυο σχετίζεται με τα ντεσιμπέλ. Ο πρώτος χρειάζεται σιωπή, που γι’ αυτόν αντιστοιχεί στα 15 ντεσιμπέλ, που οι μετρήσεις δίνουν στο θρόισμα των φύλλων, και ο δεύτερος θόρυβο, τουτέστιν τα 100 και πλέον ντεσιμπέλ από τη μουσική του τετρακαναλικού συστήματος του νυκτερινού μαγαζιού.
Κι όμως, το ψαχνό του μυθιστορήματος βρίσκεται αλλού. Μέσα από τα φαντασιοκοπήματα των ηρώων και την παρεμβαλλόμενη διήγηση ενός παντεπόπτη αφηγητή, προβάλλει μια ενιαία θυμική διάθεση, που διαμορφώνεται από το φως και τις καιρικές συνθήκες, όπως η δροσιά και το αεράκι, ακόμη, από τις μυρωδιές της παραθαλάσσιας πόλης του Νότου, στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία. Όλα αυτά δηλαδή, που θρέφουν τη νοσταλγία του συγγραφέα για την πόλη του, όπως ήταν μια φορά κι έναν καιρό, πριν την επέλαση του μπετόν και του πλαστικού. Δεν την ονοματίζει αλλά και δεν παραλλάσσει τοπωνύμια ούτε μεταμφιέζει τα χαρακτηριστικά της. Ανασταίνει το γενέθλιο τόπο του, τα Χανιά, που πρωταγωνιστούν και στην ποίησή του. Μόνο που στην ευρυχωρία της πρόζας, κήποι, καλόγουστα εσωτερικά σπιτιών, δρόμοι, αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες κτιρίων, μέχρι η θάλασσα, και καλύτερα αναδεικνύονται και ένα μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό συγκινούν. Ο Κακάρογλου μεταγγίζει την ευφροσύνη από το αιγαιοπελαγίτικο φως, χωρίς το μυθιστόρημα να κάνει τις ανεπιθύμητες κοιλιές της ποιητικίζουσας πρόζας. Ένας τρόπος με τον οποίον το κατορθώνει, είναι παρεμβάλλοντας ήρωες και σκηνές, που ξεφεύγουν από τα ρεαλιστικά πλαίσια. Για παράδειγμα, ο πρωτοδίκης συναπαντιέται με δυο ετερόκλιτες υπάρξεις, που μοιάζουν σαν αποκυήματα της φαντασίας του. Μια φλαουτίστα, που θα του μιλήσει για τη σαθρότητα της νοσταλγίας, και έναν “μνημοσκόπο” - κατά το ραβδοσκόπος - που του αναπτύσσει πόσο πολύτιμο πράγμα είναι η μνήμη. Και οι δυο δείχνουν εμπνευσμένοι από τις υπερρεαλιστικές φιγούρες του ποιητικού κινηματογράφου. Τώρα, που έφυγαν οι ποιητές-σκηνοθέτες, μακάρι να προκύψουν ποιητές-μυθιστοριογράφοι ώστε να μας τους θυμίζουν. Όπως και να έχει, πρόκειται για ένα διαφορετικό μυθιστόρημα, που επαναφέρει την ευφορία ενός κόσμου στα ανθρώπινα μέτρα, που χάσαμε εν ονόματι της ανεξέλεγκτης προόδου.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 30/9/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου