Ευγενία Μπογιάνου
«Κλειστή πόρτα»
Εκδόσεις Πόλις
Ιανουάριος 2012
Υπάρχουν τίτλοι βιβλίων εντυπωσιακοί και τίτλοι συμβατικοί. Υπάρχουν δηλαδή, τίτλοι αντιπροσωπευτικοί όσων πραγματεύεται ή μπορεί να υπαινίσσεται το βιβλίο ή, ακόμη, και ξένοι προς το θέμα του, που προτιμώνται για την πρωτοτυπία τους. Η Ευγενία Μπογιάνου, στις δύο συλλογές διηγημάτων που έχει εκδώσει, επιλέγει κάθε φορά τον τίτλο ενός από τα διηγήματα της συλλογής. Πιθανώς, γιατί θεωρεί πως αποδίδει την κεντρική ιδέα του βιβλίου. Οι τίτλοι των δυο βιβλίων της –«Το μυστικό» και «Κλειστή πόρτα»– θα χαρακτηρίζονταν κοινότοποι, σε αντίθεση με το κειμενάκι στο οπισθόφυλλο του δεύτερου βιβλίου. Σε αυτό χρησιμοποιούνται εξεζητημένες φράσεις, που υπόσχονται στοχαστικό βάθος. Παράδειγμα, “οι άνθρωποι του διπλανού σύμπαντος” αντί της συνήθους διατύπωσης “οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας”. Με αυτήν την παραλλαγή υποδηλώνεται ότι οι συνηθισμένοι άνθρωποι, που βλέπουμε καθημερινά, κρύβουν έναν ολόκληρο κόσμο μέσα τους. Αυτό το “σύμπαν”- πολύ του συρμού τελευταία η λέξη σύμπαν - υπόσχεται να αποκαλύψει ή, έστω, να σκιαγραφήσει η συγγραφέας μέσα από τις ιστορίες της. Ωστόσο, ορισμένες φράσεις, στις οποίες καταφεύγει, όπως “το πραγματικό κάτω από την πραγματικότητα” ή “οι ζωές της ανωνυμίας”, μπορεί μεν να έχουν στοχαστικό επίχρισμα, ενδεχομένως και κάποια ποιητική χροιά, αλλά γέρνουν επικίνδυνα προς την κενολογία.
Όσο για τη σύμπτωση του τίτλου με εκείνον του θεατρικού έργου, που έγραψε ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ προ 68 ετών, μένουμε με την εντύπωση ότι δεν είναι εμπρόθετη. Άλλωστε, από όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, ποτέ ο τίτλος του γαλλικού έργου δεν αποδόθηκε αυτολεξεί στα ελληνικά. Επικράτησε η ελεύθερη απόδοση «Κεκλεισμένων των θυρών», που, αν την προτιμούσε ο Σαρτρ, θα είχε προτάξει στον τίτλο την αναγκαία μονοσύλλαβη πρόθεση (αντί «Huis clos», «Ά huis clos»). Κατ’ εξαίρεση, εμφανίστηκε και η απόδοση, «Με κλειστές πόρτες» και πιο πρόσφατα, «Κλειστές πόρτες». Ωστόσο, το απόφθεγμα, που αντλήθηκε από το συγκεκριμένο έργο, “η κόλαση είναι οι άλλοι”, πιθανώς η διασημότερη των ρήσεων του Σαρτρ, καθώς κατέληξε σχεδόν σήμα κατατεθέν της υπαρξιακής φιλοσοφίας του, τουλάχιστον στην φιλολαϊκή εκδοχή της, θα μπορούσε να αποτελεί επιμύθιο και στις ιστορίες της Μπογιάνου.
Έντεκα ιστορίες για έντεκα ανθρώπους, που βρίσκονται μπροστά από μια κλειστή πόρτα, ακριβέστερα μπροστά από πολλές κλειστές πόρτες ή και ακόμη ακριβέστερα, για ανθρώπους, οι οποίοι, προς όποια κατεύθυνση κι αν κοιτάζουν βλέπουν μια κλειστή πόρτα. Αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι το θέμα των ιστοριών έχει σχέση με το σημερινό αδιέξοδο της χώρας και συνακόλουθα, μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού της. Μπορεί κάποιοι από τους ήρωες να αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, αλλά αυτά έρχονται σε δεύτερη μοίρα μπροστά στα κοινωνικά και υπαρξιακά τους αδιέξοδα. Όλα όσα τους πνίγουν, πάντως, έτσι όπως αυτά ανακινούνται από τα γεγονότα σε μια ορισμένη μέρα και ώρα της ζωής τους, συνιστούν ό,τι θα μπορούσε να αποκληθεί υπόθεση της κάθε ιστορίας, η οποία συμπληρώνεται με τις απαραίτητες αναδρομές σε κάποια συμβάντα από το παρελθόν τους. Επιλέγονται εκείνα τα συγκεκριμένα περιστατικά, που αυτοί πιστεύουν ότι βάρυναν κατά την διαμόρφωσή τους, ή μάλλον, ότι δημιούργησαν την προβληματική κατάσταση, στην οποία βρίσκονται.
Δυο είναι τα διακριτικά χαρακτηριστικά της συλλογής: Πρώτο, ο ιδιότυπος τρόπος, με τον οποίο μετεωρίζεται ανάμεσα στο σπονδυλωτό μυθιστόρημα και τη συναγωγή αυτόνομων ιστοριών. Και δεύτερο, η αφηγηματική μορφή, που επιλέγει η συγγραφέας. Όσο αφορά το πρώτο, όπως γίνεται συχνά με στόχο να δημιουργηθεί η επίφαση της συνέχειας, οι ιστορίες γεφυρώνονται με ήρωες, που εξέρχονται από τη μία για να εισέλθουν σε κάποια από τις επόμενες. Μόνο που στο μυθοπλαστικό πεδίο της Μπογιάνου επικρατεί ευταξία, η οποία φαίνεται να χαρακτηρίζει γενικότερα την αφήγησή της, με αποτέλεσμα οι ήρωές της να στήνουν κάτι σαν αφηγηματική σκυταλοδρομία. Κάθε ιστορία έχει έναν κεντρικό ήρωα, που κουβεντιάζει με ένα άλλο πρόσωπο ή και συγκρούεται μαζί του δια ζώσης ή τηλεφωνικώς. Εναλλακτικά, μπορεί να μην κουβεντιάζει μαζί του, αλλά απλώς αυτό το πρόσωπο να απασχολεί περισσότερο ή λιγότερο τις σκέψεις του. Ακόμη, μπορεί και μόνο να το συναντά ή και μόνο να το βλέπει φευγαλέα και εκ του μακρόθεν, χωρίς ποτέ να το έχει γνωρίσει. Όπως και να έχει, αυτό το δεύτερο πρόσωπο αναλαμβάνει ρόλο πρωταγωνιστή στην επόμενη ιστορία.
Όσο προχωράει αυτή η σκυταλοδρομία, τόσο δυσκολότερα φαίνεται να γίνεται η διαδοχή. Αναλυτικότερα, το πέρασμα από την πρώτη στη δεύτερη ιστορία, ακόμη και τα δυο επόμενα, γίνονται απρόσκοπτα, σαν αλλαγή οπτικής γωνίας κατά την αφήγηση. Στη συνέχεια, όμως, δημιουργείται η εντύπωση ότι το δευτερεύον πρόσωπο είναι παρείσακτο στην ιστορία και ότι εισέρχεται, μόνο και μόνο, για να αποτελέσει τον κεντρικό ήρωα της επόμενης. Αυτός ο βεβιασμένος χαρακτήρας γίνεται πιο αισθητός στο μέσο περίπου του βιβλίου, κατά το πέρασμα από το έκτο διήγημα στο επόμενο. Εδώ, για να εμφανιστεί ο ήρωας της επόμενης ιστορίας σαν δευτεραγωνιστής της προηγούμενης, η συγγραφέας παραλλάσσει χωρίς ιδιαίτερη πειστικότητα την αρχικά διαφαινόμενη εικόνα του ήρωά της. Ενώ ανιστορεί τα δεινά ενός οικογενειάρχη, που αναγκάζεται να κάνει δυο δουλειές γα να θρέψει δυο παιδιά και μια πάγχοντρη όσο και καταπιεστική σύζυγο, αιφνιδίως τον μεταμορφώνει σε ηδονοβλεψία. Λόγω αυτού του χαλαρού συνδέσμου ανάμεσα στους δυο διαδοχικούς ήρωες, οι έντεκα συνολικά πρωταγωνιστές δημιουργούν δυο διακριτά σύνολα. Στη δεύτερη ομάδα ιστοριών, η συγγραφέας επανέρχεται σε καταστάσεις του ίδιου τύπου με εκείνες της πρώτης ομάδας, αλλά τοποθετημένες σε διαφορετικές χρονικές και τοπικές συντεταγμένες. Για παράδειγμα: Δυο ηρωίδες βιώνουν τον εξαναγκασμό του βιασμού· η μια μετανάστρια, η άλλη φυλακισμένη κατά την περίοδο του Εμφυλίου – μια κάπως όψιμη εμμονή των νεότερων συγγραφέων. Ενώ, δυο άλλες έχασαν την μητέρα τους σε μικρή ηλικία· οκτώ η μια, δέκα η άλλη, φτάνοντας και οι δυο στο σημείο να μισούν μέχρι θανάτου τον πατέρα τους. Δυο πάλι ήρωες έχουν καταλήξει αλκοολικοί.
Αυτή η επαναληπτικότητα δραματικών καταστάσεων θα μπορούσε να στοχεύει σε ένα αφηγηματικό πείραμα, σε συσχετισμό και με την μορφή, η οποία αναδεικνύει τους συνειρμούς των προσώπων. Πρόκειται για έναν τύπο εσωτερικού μονολόγου, που, στη ροή του, φέρνει στην επιφάνεια εντυπώσεις και σκέψεις. Γειτονεύει, ωστόσο, περισσότερο με τη διήγηση ενός δρώντα προνομιακού αφηγητή, έτσι όπως ξεδιπλώνεται με ειρμό, χωρίς κενά και με αναλυτικές περιγραφές. Παρόλα αυτά, παραμένει ένας ενδιάθετος λόγος, που θα πρέπει λογικά να πλάθεται με βάση την ιδιοπροσωπία ενός εκάστου αφηγητή. Όσοι συγγραφείς καταγίνονται με παρόμοιου τύπου αφηγήσεις, θεωρούνται επιτυχείς, αν κατορθώσουν να αποτυπώσουν την ιδιοσυγκρασιακή ιδιαιτερότητα ενός προσώπου. Με έντεκα αφηγητές και μάλιστα, τόσο διαφορετικούς αναμεταξύ τους, η Μπογιάνου μάλλον βάζει ψηλά τον πήχυ.
Σε εκείνες τις ιστορίες ή στα τμήματα ιστοριών, που περιγράφει συναισθηματικές μεταπτώσεις κατά την εξέλιξη μιας συγκεκριμένης σκηνής, κατορθώνει με μικροπερίοδο λόγο να δώσει, αν όχι έναν χαρακτήρα, σίγουρα, πάντως, έναν τύπο ανθρώπου. Μια παγίδα, ωστόσο, την οποία συχνά δεν αποφεύγει, είναι οι κλισέ σκέψεις, όταν ανόμοιοι χαρακτήρες βρίσκονται αντιμέτωποι με τις ίδιες καταστάσεις, όπως, για παράδειγμα, τα χρέη προς το δημόσιο. Επίσης, η ιδιαιτερότητα ενός προσώπου αμβλύνεται στις παρελθοντικές αναδρομές, όπου σκιαγραφείται η τροχιά ολόκληρου του βίου. Εδώ, οι συγγενικές σχέσεις σαν να τυποποιούνται. Ιδίως, η σχέση πατέρα και κόρης, όταν η μητέρα πεθαίνει νωρίς, που επανέρχεται στις ιστορίες. Παρομοίως, οι σχέσεις χήρας μητέρας και γιου ή και συζύγων, που ούτε αυτές ξεφεύγουν από το φροϋδικό δόκανο.
Μονολογώντας εις εαυτόν οι ήρωες, αναλύουν όσα τους συμβαίνουν. Όλοι ανεξαιρέτως έχουν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο το γνώθι σαυτόν, επιδεικνύοντας συχνά αυτοσυνειδησία αναντίστοιχη με την ψυχοσύνθεσή τους. Ανάμεσά τους και δυο μετανάστες. Σπανίζουν, σήμερα πλέον, οι συλλογές διηγημάτων, ιδίως νεότερων συγγραφέων, χωρίς μετανάστες. Φαίνεται να αποτελούν κάτι σαν το άλας της εγχώριας διηγηματογραφίας. Εδώ, έρχονται από την Τυφλίδα. Τελευταία, οι Γεωργιανοί έχουν αρχίσει να εκτοπίζουν από την πρωτοκαθεδρία τους Αλβανούς. Το παρακινδυνευμένο, ωστόσο, άνοιγμα της βεντάλιας των ηρώων, δεν είναι οι μετανάστες αλλά οι τεθνεώτες. Οι ιστορίες της Μπογιάνου δεν είναι χαρούμενες. Αλλά και ποιες ιστορίες νεότερων συγγραφέων κουρδίζονται σε εύθυμους ή έστω, ανάλαφρους τόνους; Θα λέγαμε, σχεδόν σαν αξίωμα, ότι το πένθος ταιριάζει στην ελληνική πεζογραφία, τόσο όσο στην κατά Ο’Νιλ Ηλέκτρα. Άλλωστε, και οι δυο έχουν ως κοινό σημείο τη φροϋδική διάσταση. Παρόλα αυτά, η ιστορία με κεντρικό ήρωα και αφηγητή μια νεκρή καταλήγει σχεδόν εφιαλτική, έτσι όπως προσδιορίζεται ότι πρόκειται για μια θανούσα περισσότερο από τρία χρόνια, που παραμένει ενταφιασμένη, λόγω καθυστέρησης της ανακομιδής οστών, και η οποία έχει σώας τας φρένας. Πολύ φοβόμαστε ότι αγγίζει το γκροτέσκο η όλη σύλληψη μιας πάσχουσας από γεροντική άνοια, η οποία, σε πείσμα της ιατρικής διάγνωσης, διατηρεί ακέραιες τις νοητικές ικανότητές της κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της όπως και μετά θάνατο. Όχι μόνο θυμάται τα πάντα, μέχρι ένα τραγικό συμβάν του 1947, αλλά και διαθέτει εξημμένη φαντασία.
Το ατού του βιβλίου βρίσκεται στις στιχομυθίες και τον πλάγιο λόγο, που δίνουν γρήγορο ρυθμό στον εσωτερικής εστίασης αφηγηματικό κορμό. Αφηγηματικά υπερέχει το πρώτο δίπτυχο ιστοριών, χάρις, κυρίως, στην ελλειπτική απόδοση αισθημάτων και προθέσεων. Κατά τα άλλα, πιστεύουμε ότι, αν η συγγραφέας δεν ήταν αφηγηματικά όσο και μορφικά τόσο φιλόδοξη, το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ πιο επιτυχές. Επίσης, έχουμε την άποψη ότι η υποδοχή, που επιφυλάσσει ο Τύπος στους νεότερους πεζογράφους, έτσι όπως ταλαντώνεται ανάμεσα στην αγνόηση και τον ενθουσιώδη εναγκαλισμό, δεν προσφέρει μια καθαρή εικόνα. Σίγουρα, πάντως, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για μια ισόρροπη κριτική προσέγγιση, η οποία, υπό διαφορετικές συνθήκες και για ορισμένους από αυτούς, ενδεχομένως να λειτουργούσε περισσότερο εποικοδομητικά.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/10/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου