Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Ο αθέατος ιεροφάντης

«Ο Πα­πα­δια­μά­ντης του
Ζή­σι­μου Λο­ρε­ντζά­του»
Επι­μέ­λεια
Ν. Δ. Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος
Εκδό­σεις Ίκα­ρος
Νοέμ­βριος 2011

Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος (αριστερά)
με τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο.
==================


“Ο Πα­πα­δια­μά­ντης του Λο­ρε­ντζά­του” α­νέρ­χε­ται σε 97 σε­λί­δες. Αντι­στρό­φως, ο Λο­ρε­ντζά­τος του Πα­πα­δια­μά­ντη, που ση­μαί­νει ο Λο­ρε­ντζά­τος στο χώ­ρο των με­λε­τη­τών του Πα­πα­δια­μά­ντη, ως πρό­σω­πο α­να­φο­ράς, ε­κτεί­νε­ται σε πολ­λα­πλά­σιο α­ριθ­μό σε­λί­δων. Εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρος α­πό τον Λο­ρε­ντζά­το του Σο­λω­μού ή τον Λο­ρε­ντζά­το των Πόε, Πά­ου­ντ, Ζι­ντ και Μπλέ­ηκ α­θροι­σμέ­νους. “Ο Πα­πα­δια­μά­ντης του Λο­ρε­ντζά­του” γέν­νη­σε μέ­ρος μό­νο του Λο­ρε­ντζά­του του Πα­πα­δια­μά­ντη. Υπάρ­χει έ­να άλ­λο κομ­μά­τι, μη με­τρή­σι­μο, που προέ­κυ­ψε α­πό τον λό­γο του Λο­ρε­ντζά­του. Αυ­τό, α­πό τη φύ­ση του, δεν ε­πι­δέ­χε­ται κα­τα­γρα­φής. Ει­κά­ζε­ται, πά­ντως, ση­μα­ντι­κό, δε­δο­μέ­νου ό­τι στά­θη­κε η κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη για αρ­κε­τούς νεό­τε­ρους. Δεν θα ή­ταν υ­περ­βο­λή ο ι­σχυ­ρι­σμός ό­τι ο Λο­ρε­ντζά­τος του Πα­πα­δια­μά­ντη εί­ναι έ­νας μύ­θος. Μό­νο που, ό­πως ό­λοι οι μύ­θοι, εί­ναι κι αυ­τός ευ­πρό­σβλη­τος, ι­διαί­τε­ρα κα­θώς βρί­σκε­ται σε σχέ­ση ε­ξάρ­τη­σης α­πό “τον Πα­πα­δια­μά­ντη του Λο­ρε­ντζά­του”. Όταν αυ­τός ο δεύ­τε­ρος γί­νει κτή­μα ε­νός ευ­ρύ­τε­ρου α­να­γνω­στι­κού κοι­νού, που έ­χει συ­νη­θί­σει να κρί­νει τα βι­βλία α­πό το ζυ­γι­σμέ­νο βά­ρος τους, ο μύ­θος του Λο­ρε­ντζά­του κιν­δυ­νεύει να πε­ρι­πέ­σει α­πό την εύ­ση­μη ση­μα­σία της λέ­ξης, που δη­λώ­νει την αί­γλη του προ­σώ­που, στην κα­κό­ση­μη του μυ­θεύ­μα­τος.
Με την πρό­σφα­τη έκ­δο­ση, αυ­τός ο πε­ρι­βό­η­τος Λο­ρε­ντζά­τος του Πα­πα­δια­μά­ντη, το α­ντί­πα­λον δέ­ος ό­σων φω­τι­σμέ­νων με την εξ Εσπε­ρίας σο­φία ε­πι­δί­δο­νται στην πα­πα­δια­μά­ντεια α­να­το­μία, βρί­σκε­ται σε μια, με­ρι­κώς του­λά­χι­στον, προ­σβά­σι­μη μορ­φή. Οπό­τε ό­λοι αυ­τοί και μα­ζί τους έ­να πλή­θος α­πό αμ­φι­σβη­τίες θα σπεύ­σουν να βά­λουν τον δά­κτυ­λον εις τον τύ­πον των ή­λων. Πό­σω μάλ­λον, ό­ταν η κα­τα­λη­κτι­κή φρά­ση του κει­μέ­νου στο ο­πι­σθό­φυλ­λο συ­νο­ψί­ζει: «Στο βι­βλίο αυ­τό έ­χουν συ­ναχ­θεί ό­λα ό­σα ο Ζ. Λ. εί­πε για τον δεύ­τε­ρο με­γά­λο “ε­γκρα­τευ­τή” της γλώσ­σας μας.» (Δά­νειο α­πό την κα­τα­γρα­φή του Λο­ρε­ντζά­του: «Ο Σο­λω­μός ή ο Πα­πα­δια­μά­ντης – δυο με­γά­λοι ε­γκρα­τευ­τές στη γλώσ­σα μας».) Με­γά­λη κου­βέ­ντα αυ­τό το “ό­λα ό­σα ο Ζ. Λ. εί­πε” για τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Όπως και να έ­χει, α­κό­μη και πα­ρα­κά­μπτο­ντάς την, η πρό­σφα­τη πε­ρι­συ­να­γω­γή “του λο­ρε­ντζα­τι­κού Πα­πα­δια­μά­ντη” μπο­ρεί να α­πο­βεί ζη­μιο­γό­νος. Αυ­τοί που εί­χαν την α­γα­θή προ­αί­ρε­ση της εκ­πό­νη­σής της, φαί­νε­ται να μη διεί­δαν τον κίν­δυ­νο. Ει­δάλ­λως δεν θα υ­πο­βί­βα­ζαν το έρ­γο στην τρέ­χου­σα τα­κτι­κή που α­κο­λου­θεί­ται για την κα­τάρ­τι­ση βι­βλίων με σκόρ­πια δη­μο­σιεύ­μα­τα, πα­ρα­βλέ­πο­ντας τον α­παι­τού­με­νο ά­θλο. Έχου­με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι ε­νέ­δω­σαν στον ε­ορ­τα­στι­κό συρ­μό και ό­πως φαί­νε­ται εκ του α­πο­τε­λέ­σμα­τος, δού­λε­ψαν υ­πό πίε­ση χρό­νου για να προ­λά­βουν προ­θε­σμίες.
Στο προ­λο­γι­κό ση­μείω­μα, δί­νε­ται το σκε­πτι­κό της έκ­δο­σης. Κα­τ’ αρ­χάς, α­να­γνω­ρί­ζε­ται ό­τι ά­πα­ντα τα ευ­ρι­σκό­με­να εί­ναι λι­γο­στά και το­νί­ζε­ται η α­νά­γκη πο­λυ­σέ­λι­δης ει­σα­γω­γής, χω­ρίς ό­μως να αι­τιο­λο­γεί­ται η α­που­σία της. Ως κα­θο­ρι­στι­κό στοι­χείο για την α­πό­φα­ση της έκ­δο­σης προ­βάλ­λε­ται το τε­λευ­ταίο βι­βλίο του Λο­ρε­ντζά­του, «Collectanea», για την ε­τοι­μα­σία του ο­ποίου εί­χε ο ί­διος με­ρι­μνή­σει. Ο τό­μος αυ­τός, χω­ρίς το ση­μείω­μα του ε­πι­με­λη­τή, το υ­πό­μνη­μα πη­γών και τον πί­να­κα των ο­νο­μά­των, φτά­νει τις 778 σε­λί­δες. Μέ­σα σε αυ­τές, η πα­πα­δια­μά­ντεια νη­σί­δα, που έ­γει­ρε α­πο­φα­σι­στι­κά την πλά­στιγ­γα υ­πέρ της έκ­δο­σης, εί­ναι έ­κτα­σης μό­λις 25 σε­λί­δων. Λό­γω της πε­ριο­ρι­σμέ­νης έ­κτα­σης, θα α­να­με­νό­ταν κά­ποιος σχο­λια­σμός της βα­ρύ­τη­τάς της. Αντ’ αυ­τού, υ­πάρ­χει η α­πό­φαν­ση ό­τι αυ­τές οι σε­λί­δες, που προ­στέ­θη­καν στις υ­πάρ­χου­σες 72, κα­τέ­στη­σαν “τον Πα­πα­δια­μά­ντη του Λο­ρε­ντζά­του” desideratum της πα­πα­δια­μα­ντι­κής βι­βλιο­γρα­φίας. Η δια­τύ­πω­ση, με το λα­τι­νι­στί λο­φίο της, α­ναμ­φι­βό­λως, υ­πο­βάλ­λει. Μό­νο που οι φι­λό­λο­γοι εί­θι­σται να κά­νουν λό­γο για desiderata, ά­παξ και υ­πάρ­χει έ­να στέ­ρεο σώ­μα. Η σκόρ­πια σε τε­μα­χί­δια, εν πολ­λοίς α­νυ­πό­λη­πτα α­πό τους ί­διους, βι­βλιο­γρα­φία Πα­πα­δια­μά­ντη εί­ναι λί­γο α­στείο να έ­χει και desiderata.
Ας δού­με, ό­μως, σε τι συ­νί­στα­ται αυ­τός “ο Πα­πα­δια­μά­ντης του Λο­ρε­ντζά­του”. Εκτός α­πό το κυ­ρίως σώ­μα, προ­βλέ­πο­νται προ­λο­γι­κό ση­μείω­μα του ε­πι­με­λη­τή Ν. Δ. Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου και ε­πί­με­τρο του Σταύ­ρου Ζου­μπου­λά­κη. Προς πε­ραι­τέ­ρω α­νά­δει­ξη του Λο­ρε­ντζά­του του Πα­πα­δια­μά­ντη, θα α­να­με­νό­ταν, στο ε­πί­με­τρο, και η δη­μο­σίευ­ση του η­με­ρο­λο­γίου του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου α­πό την δε­κα­ε­τή ε­να­σχό­λη­σή του με την έκ­δο­ση των Απά­ντων Πα­πα­δια­μά­ντη. Έτσι, θα α­πο­κα­λυ­πτό­ταν ο α­φα­νής αλ­λά κα­θο­ρι­στι­κός ρό­λος του Λο­ρε­ντζά­του στην εκ­πό­νη­σή τους. Όπως γρά­φει ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος, προ­λο­γι­κά, στη δη­μο­σίευ­ση ε­νός δεύ­τε­ρου μέ­ρους του η­με­ρο­λο­γίου στο πε­ριο­δι­κό «Νέα Εστία», δεν το συ­μπε­ριέ­λα­βε λό­γω “της α­να­πό­φευ­κτα ναρ­κισ­σι­στι­κής χροιάς του”. Κι ό­μως, η α­νά­γνω­ση του η­με­ρο­λο­γίου πι­στο­ποιεί α­κρι­βώς το α­ντί­θε­το.
Το προ­λο­γι­κό ση­μείω­μα εί­ναι γραμ­μέ­νο με το γνω­στό κομ­ψό και η­θε­λη­μέ­να ελ­λει­πτι­κό ύ­φος του ε­πι­με­λη­τή. Ωστό­σο, για τις α­νά­γκες μιας ει­σα­γω­γής πι­στεύου­με ό­τι θα χρεια­ζό­ταν, ε­κτός α­πό με­γα­λύ­τε­ρο ά­πλω­μα, πε­ρισ­σό­τε­ρη σα­φή­νεια. Ένα πρώ­το πα­ρά­δειγ­μα προ­σφέ­ρει το ά­νοιγ­μα του κει­μέ­νου με την ε­πι­σή­μαν­ση μιας α­ντί­φα­σης, ε­ντυ­πω­σια­κής μεν, αλ­λά η ο­ποία, με την γε­νι­κό­λο­γη δια­τύ­πω­σή της, δη­μιουρ­γεί λά­θος ε­ντυ­πώ­σεις. Ο Λο­ρε­ντζά­τος, στο δεύ­τε­ρο κεί­με­νό του για τον Σο­λω­μό, ε­κεί­νο του 1965, δια­κη­ρύσ­σει, κα­τα­λή­γο­ντας, ό­τι μπο­ρεί να πε­ρά­σει ο­λό­κλη­ρη τη ζωή του μό­νο με τον Σο­λω­μό α­πό τους Έλλη­νες ποιη­τές και α­πό τους πε­ζο­γρά­φους μό­νο με τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Στα γρα­πτά του, ό­μως, τον Πα­πα­δια­μά­ντη, μέ­χρι το 1961 που δη­μο­σιεύει το πρώ­το κεί­με­νο για ε­κεί­νον, τον μνη­μο­νεύει μό­νο δυο φο­ρές. Ο ε­πι­με­λη­τής, ε­πι­ση­μαί­νο­ντας την α­ντί­φα­ση, συ­μπε­ραί­νει ό­τι του­λά­χι­στον κα­τά το πρώ­το μι­σό της ζωής του (το 1961 εί­ναι 46 ε­τών και α­πο­δη­μεί στα 89) και την πρώ­τη συγ­γρα­φι­κή του ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία (εμ­φα­νί­ζε­ται το 1936) εί­ναι δο­σμέ­νος μι­σός στον Σο­λω­μό και ο άλ­λος μι­σός σε ξέ­νους. Εδώ, ω­στό­σο, εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη η διευ­κρί­νι­ση, ό­τι ο Λο­ρε­ντζά­τος άρ­γη­σε να δη­μο­σιεύ­σει και ε­πι­πλέ­ον, στά­θη­κε ο­λι­γο­γρά­φος. Αυ­τός, λοι­πόν, ο μι­σός Σο­λω­μός συ­νί­στα­ται σε έ­να δο­κί­μιο, το πρώ­το του 1947, στο ο­ποίο και οι δυο μνείες στον Πα­πα­δια­μά­ντη. Το υ­πό­λοι­πο δο­κι­μια­κό έρ­γο της πρώ­της πε­ριό­δου α­φο­ρά α­πο­κλει­στι­κά ξέ­νους.
Ένα δεύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα συ­νι­στά η ε­ξή­γη­ση αυ­τής της α­ντί­φα­σης, που δί­νε­ται στη συ­νέ­χεια. Σύμ­φω­να με τον Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λο, η α­ντί­φα­ση ο­φεί­λε­ται στην αλ­λα­γή του Λο­ρε­ντζά­του, που φαί­νε­ται, συ­γκρί­νο­ντας τα γρα­πτά του πριν το 1961, ό­που κρα­τά­ει α­πό­στα­ση α­πό την Εκκλη­σία, με τα δύο κεί­με­να ε­κεί­νου του έ­τους (το άρ­θρο που δη­μο­σιεύει στο πε­ριο­δι­κό «Ο Τα­χυ­δρό­μος» για τα πε­νή­ντα χρό­νια α­πό τον θά­να­το του Πα­πα­δια­μά­ντη και το δο­κί­μιο «Το χα­μέ­νο κέ­ντρο», με το ο­ποίο συμ­με­τέ­χει στον τό­μο «Για τον Σε­φέ­ρη. Τι­μη­τι­κό α­φιέ­ρω­μα στα τριά­ντα χρό­νια της Στρο­φής»), στα ο­ποία α­πο­δέ­χε­ται το κέ­ντρο του κό­σμου του Πα­πα­δια­μά­ντη, που δεν εί­ναι άλ­λο α­πό “το χα­μέ­νο κέ­ντρο”. Ο προ­λο­γι­στής πα­ρα­τη­ρεί ό­τι η με­τα­στρο­φή του Λο­ρε­ντζά­του έ­γι­νε ξαφ­νι­κά και προ­σθέ­τει, “ί­σως ό­χι τό­σο ξαφ­νι­κά για τον ί­διο ό­σο για μας”. Κι ό­μως, η αρ­γή πο­ρεία της έ­χει α­φή­σει ί­χνη, τα ο­ποία, ό­ντας δη­μο­σιευ­μέ­να, συ­νι­στούν κομ­μά­τι α­πό “τον Πα­πα­δια­μά­ντη του Λο­ρε­ντζά­του”. Βρί­σκο­νται στα «Γράμ­μα­τα Σε­φέ­ρη-Λο­ρε­ντζά­του», τα ο­ποία ε­πι­με­λή­θη­κε ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος και μά­λι­στα, α­μέ­σως με­τά τα Άπα­ντα Πα­πα­δια­μά­ντη. Πρώ­το ί­χνος της, στην ε­πι­στο­λή της 18ης Απρι­λίου 1956, στην ο­ποία ο Λο­ρε­ντζά­τος σχο­λιά­ζει τη συλ­λο­γή του Σε­φέ­ρη «...Κύ­προν, ου μ’ ε­θέ­σπι­σεν...», που μό­λις εί­χε λά­βει. Ο Σε­φέ­ρης, στην α­πά­ντη­σή του, ε­πι­ση­μαί­νει την αλ­λα­γή και τον α­πο­κα­λεί “ο νέ­ος Ζή­σι­μος”. Σε δυο με­τα­γε­νέ­στε­ρες ε­πι­στο­λές τους, γί­νε­ται α­να­φο­ρά στον Πα­πα­δια­μά­ντη, με α­φορ­μή το πρώ­το κεί­με­νο του Λο­ρε­ντζά­του για ε­κεί­νον. Γρά­φει ο Σε­φέ­ρης: «Αυ­τές τις μέ­ρες διά­βα­σα στον Τα­χυ­δρό­μο τη συ­νει­σφο­ρά σου στον Πα­πα­δια­μά­ντη... χα­ρά που εί­δα έ­να γρα­φτό δι­κό σου. Θά ’λε­γα ί­σως και λύ­πη που δεν συ­νε­χί­στη­κε ο Σο­λω­μός· λέω ί­σως για­τί θυ­μά­μαι έ­ναν μα­θη­τή του μα­κα­ρί­τη Allain μνη­μο­νεύο­ντας το δά­σκα­λο ό­ταν μπή­κε στην τά­ξη και χω­ρίς να πει λέ­ξη έ­γρα­ψε στο μαυ­ρο­πί­να­κα: Πρέ­πει να παίρ­νου­με το μα­κρύ­τε­ρο δρό­μο – Πλά­των (δεν ξέ­ρω πού) – πή­ρες το μα­κρύ­τε­ρο δρό­μο – ο Θεός μα­ζί σου...» Ο Λο­ρε­ντζά­τος, α­πα­ντώ­ντας, ευ­χα­ρι­στεί, αλ­λά α­πο­φεύ­γει να κά­νει κά­ποια σχε­τι­κή νύ­ξη.
Ένα τρί­το πα­ρά­δειγ­μα του γρι­φώ­δους χα­ρα­κτή­ρα του προ­λο­γι­κού ση­μειώ­μα­τος συ­νι­στά η α­να­φο­ρά στην πα­λαιό­τε­ρη κρι­τι­κή υ­πο­δο­χή του Πα­πα­δια­μά­ντη. Ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος πα­ρα­θέ­τει τις α­πό­ψεις δυο συγ­γρα­φέων, χω­ρίς α­να­φο­ρά ο­νο­μά­των, α­πο­δί­δο­ντάς τες, γε­νι­κώς και α­ο­ρί­στως, “στήν ε­πί­ση­μη γραμ­μα­το­λο­γι­κή κρί­ση”. Μέ­νει ζη­τού­με­νο ποιός και πό­τε ό­ρι­σε μια πα­ρό­μοια κρί­ση. Την ί­δια α­πο­ρία γεν­νά και η α­να­φο­ρά στο ε­πί­με­τρο “στους σο­βα­ρούς κρι­τι­κούς”. Αυ­τές οι μνείες, με την α­ο­ρι­στία τους, προ­σβάλ­λουν σύ­νο­λα πνευ­μα­τι­κών αν­θρώ­πων, χω­ρίς να προ­στα­τεύουν α­πό τους Ιε­ρο­σο­λυ­μί­τες συ­γκε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα.
Στο τέ­λος του προ­λο­γι­κού ση­μειώ­μα­τος, πα­ρου­σιά­ζο­νται τα πε­ριε­χό­με­να του βι­βλίου. Η σει­ρά της πα­ρά­τα­ξης δεν εί­ναι η συ­νή­θης χρο­νο­λο­γι­κή. Προ­τάσ­σο­νται τα δυο δο­κί­μια, του 1961 και του 1985, έ­πε­ται το Νο 930 α­πό τα «Collectanea», το μο­να­δι­κό εξ ο­λο­κλή­ρου α­φιε­ρω­μέ­νο στον Πα­πα­δια­μά­ντη, και α­κο­λου­θεί έ­να μέ­ρος της με­λέ­της «Οι Ρω­μιές», του 1976 (τα δυο τε­λευ­ταία διέ­λα­θαν α­πό τον πί­να­κα πε­ριε­χο­μέ­νων). Σε δυο κε­φά­λαια, πα­ρα­τί­θε­νται οι α­πο­σπα­σμα­τι­κές μνη­μο­νεύ­σεις Πα­πα­δια­μά­ντη. Στο πρώ­το, οι 19 (και ό­χι 20, ό­πως α­να­φέ­ρε­ται στον πρό­λο­γο) μνείες α­πό τις τρί­το­μες «Με­λέ­τες», στο δεύ­τε­ρο οι 23 (ό­χι 22) υ­πο­λει­πό­με­νες μνείες α­πό τα «Collectanea». Ενώ, σε έ­να τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, συ­γκε­ντρώ­νο­νται τα ε­να­πο­μεί­να­ντα.
Η κα­τάρ­τι­ση του βι­βλίου δεί­χνει τη διά­θε­ση να γί­νει οι­κο­νο­μία σε­λί­δων. Από τα κεί­με­να αν­θο­λο­γού­νται α­πο­σπά­σμα­τα, τα ο­ποία δεν ση­μα­το­δο­τού­νται σε ό­λες τις πε­ρι­πτώ­σεις με τις κα­θιε­ρω­μέ­νες τε­λί­τσες στα ση­μεία που α­πο­κό­πη­καν. Όσο α­φο­ρά τις «Με­λέ­τες», κα­τά κα­νό­να ε­πι­λέ­γο­νται α­κέ­ραιες πα­ρά­γρα­φοι. Υπάρ­χουν, ω­στό­σο, δυο πε­ρι­πτώ­σεις, ό­που οι φρά­σεις κό­βο­νται στη μέ­ση. Ού­τε καν χώ­ρος για ο­λό­κλη­ρη τη φρά­ση. Σαν να μην εν­δια­φέ­ρουν οι σκέ­ψεις που ξε­δι­πλώ­νει ο Λο­ρε­ντζά­τος και για την δια­τύ­πω­ση των ο­ποίων κα­τα­φεύ­γει σε μια φρά­ση του Πα­πα­δια­μά­ντη ή σε μνη­μό­νευ­ση του ο­νό­μα­τός του. Κι ό­μως, πρό­κει­ται για ση­μα­ντι­κές πε­ρι­κο­πές, που θα ά­ξι­ζε να δια­βά­σει ο ση­με­ρι­νός α­να­γνώ­στης. Η μια α­να­φέ­ρε­ται στη σχέ­ση μας με την Ευ­ρώ­πη και η άλ­λη, στην πα­ραλ­λη­λία Πα­πα­δια­μά­ντη και Μα­κρυ­γιάν­νη, ό­σο α­φο­ρά την α­ξία του έρ­γου τους για τους κα­το­πι­νούς. Για τα «Collectanea», ό­που το κα­θέ­να α­πο­τε­λεί αυ­τό­νο­μο κεί­με­νο, σύ­ντο­μο μεν αλ­λά πε­ριε­κτι­κό, ο τε­μα­χι­σμός εί­ναι α­κό­μη πιο α­πρό­σφο­ρος. Τα 19 α­να­δη­μο­σιεύο­νται α­κέ­ραια. Από τα υ­πό­λοι­πα τέσ­σε­ρα ε­πι­λέ­γο­νται α­πο­σπά­σμα­τα. Εξ αυ­τών, στο πρώ­το α­φαι­ρεί­ται το τε­λευ­ταίο κομ­μά­τι, πε­ρί τα 2/3 του κει­μέ­νου, ό­που ε­ξαί­ρε­ται η μο­να­δι­κό­τη­τα της μη­τρι­κής γλώσ­σας, στο δεύ­τε­ρο, μι­κρό τμή­μα της αρ­χής, στο τρί­το, το αρ­χι­κό κομ­μά­τι, σχε­δόν το μι­σό του κει­μέ­νου, πε­ρί του πο­λι­τι­κά στρα­τευ­μέ­νου αν­θρώ­που, στο τέ­ταρ­το, το με­σαίο κομ­μά­τι, γύ­ρω α­πό τη σχέ­ση των ποιη­τών με το γά­μο.
Απο­μέ­νουν τα τέσ­σε­ρα προ­τασ­σό­με­να κεί­με­να, α­πό τα ο­ποία κυ­ρίως θα σχη­μα­τί­σει ο α­να­γνώ­στης ει­κό­να για τον Λο­ρε­ντζά­το. Ωστό­σο, και αυ­τά, συ­γκε­κρι­μέ­να το πρώ­το και το τέ­ταρ­το, α­να­δη­μο­σιεύο­νται με­τά φει­δούς σε­λί­δων. Το πρώ­το κεί­με­νο, του 1961, α­να­δη­μο­σιεύε­ται στην τε­λι­κή του μορ­φή, δια­φο­ρε­τι­κή α­πό ε­κεί­νη του άρ­θρου. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, έ­χουν προ­στε­θεί δώ­δε­κα σχε­τι­κά με­γά­λα κομ­μά­τια. Μπο­ρεί α­πα­ραί­τη­τα για τη με­τα­μόρ­φω­ση του άρ­θρου σε με­λέ­τη­μα, ω­στό­σο, με την πα­ρά­θε­σή τους, αμ­βλύ­νε­ται ο μα­χη­τι­κός τό­νος του άρ­θρου. Πι­στεύου­με πως θα έ­πρε­πε να δο­θεί και η πρώ­τη μορ­φή και μά­λι­στα, με το ση­μείω­μα της σύ­ντα­ξης του πε­ριο­δι­κού, που ε­πεί­χε θέ­ση προ­λό­γου. Ιδιαί­τε­ρα ση­μα­ντι­κό το ση­μείω­μα αυ­τό, α­πο­τυ­πώ­νει την α­νη­συ­χία των υ­πευ­θύ­νων του πε­ριο­δι­κού για τον “αι­ρε­τι­κό”, ό­πως τον α­πο­κα­λούν, χα­ρα­κτή­ρα του κει­μέ­νου του Λο­ρε­ντζά­του, τον ο­ποίον εί­χαν οι ί­διοι προ­σκα­λέ­σει “να τε­λέ­σει μνη­μό­συ­νο ό­χι φι­λο­λο­γι­κό αλ­λά πνευ­μα­τι­κό και ε­θνι­κό” για τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Θυ­μί­ζου­με ό­τι πρό­κει­ται για τον Γιώρ­γο και την Λέ­να Σαβ­βί­δη. Κα­θό­λου τυ­χαία πρό­σω­πα στον τό­τε «Τα­χυ­δρό­μο». Στο ση­μείω­μά τους, α­πο­κα­λούν τον Λο­ρε­ντζά­το, “έ­ναν α­πό τους πιο στο­χα­στι­κούς και δυ­στυ­χώς πιο ο­λι­γο­γρά­φους εκ­προ­σώ­πους της με­τα­πο­λε­μι­κής γε­νεάς”.
Όσο για το τέ­ταρ­το κεί­με­νο, την τε­τρα­με­ρή με­λέ­τη «Οι Ρω­μιές», α­να­δη­μο­σιεύο­νται το πρώ­το μέ­ρος και η αρ­χή του τέ­ταρ­του. Πι­στεύου­με ό­τι στο τέ­λος του πρώ­του μέ­ρους, που α­φο­ρά τις Ρω­μιές του Πα­πα­δια­μά­ντη, θα έ­πρε­πε να υ­πάρ­χει ση­μείω­ση με τα ο­νό­μα­τα των άλ­λων τριών λο­γο­τε­χνών, των ο­ποίων, τις Ρω­μιές, ο με­λε­τη­τής συ­μπα­ρα­τάσ­σει με ε­κεί­νες του Πα­πα­δια­μά­ντη. Του­τέ­στιν, Κα­βά­φης, Σι­κε­λια­νός, Χατ­ζής. Όσο για την πα­ρά­θε­ση των έ­ξι πρώ­των α­ρά­δων α­πό το τέ­ταρ­το μέ­ρος, ε­πει­δή σε αυ­τές α­να­φέ­ρε­ται ο Πα­πα­δια­μά­ντης, κα­λύ­πτουν μεν το φι­λο­λο­γι­κό στό­χο να αν­θο­λο­γη­θούν ό­λες οι α­να­φο­ρές στον Σκια­θί­τη, αλ­λά δί­νουν μια πρώ­τη γεύ­ση της Ρω­μιάς του Χατ­ζή, που έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι δεν συμ­φω­νεί με το πνεύ­μα του σχε­τι­κά ε­κτε­νούς τέ­ταρ­του μέ­ρους.
Και ερ­χό­μα­στε στο ε­πί­με­τρο, ό­που πα­ρου­σιά­ζε­ται ο Λο­ρε­ντζά­τος του Πα­πα­δια­μά­ντη. Όχι ό­πως θα τον πα­ρου­σία­ζε το η­με­ρο­λό­γιο του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου ως κα­θο­ρι­στι­κό συ­ντε­λε­στή ε­νός ση­μα­ντι­κού έρ­γου, αλ­λά, πιο φι­λό­δο­ξα, σαν ε­μπνευ­στή προ­σώ­πων. Ο Ζου­μπου­λά­κης δεν αρ­κεί­ται να δεί­ξει πό­τε εμ­φα­νί­στη­καν και ποιοι ή­ταν οι πρώ­τοι πι­στοί του, αλ­λά δί­νει ει­κό­να μιας λα­μπα­δη­δρο­μίας πε­νή­ντα χρό­νων για τη διά­δο­ση του λό­γου του. Για τη διή­γη­ση αυ­τής της μα­κριάς ι­στο­ρίας εκ­κι­νεί α­πό τις πρό­σφα­τες δια­πι­στώ­σεις δυο με­λε­τη­τριών σχε­τι­κά με την α­πή­χη­ση του πρώ­του άρ­θρου του Λο­ρε­ντζά­του, ε­κεί­νου του 1961. Δε­δο­μέ­νου ό­τι μα­γιά του ε­πί­με­τρου στά­θη­κε η πα­ρου­σία­ση του τό­μου «Ει­σα­γω­γή στην πε­ζο­γρα­φία του Πα­πα­δια­μά­ντη», που ε­πι­με­λή­θη­κε η Γ. Φα­ρί­νου –Μα­λα­μα­τά­ρη, προ­τάσ­σει τη δι­κή της ά­πο­ψη, ε­νώ ε­πι­κου­ρι­κά πα­ρα­θέ­τει και ε­κεί­νη της Σο­φίας Μπό­ρα, δια­τυ­πω­μέ­νη στη δι­δα­κτο­ρι­κή της δια­τρι­βή, α­νέκ­δο­τη μεν αλ­λά δια­δι­κτυα­κώς προ­σβά­σι­μη. Μό­νο που, ό­πως συμ­βαί­νει συ­χνά ό­ταν συ­νο­ψί­ζου­με ξέ­να κεί­με­να, η σύ­ντμη­ση και η λε­κτι­κή πα­ραλ­λα­γή μιας φρά­σης μπο­ρούν να ο­ξύ­νουν ή και να αμ­βλύ­νούν το νό­η­μα α­νά­λο­γα με τη διά­θε­ση του γρά­φο­ντα. Έτσι, α­πό τη γε­νι­κό­τε­ρα α­πο­δε­κτή θέ­ση ό­τι ο Λο­ρε­ντζά­τος, με το άρ­θρο του, ε­γκαι­νιά­ζει “μια δια­φο­ρε­τι­κή γραμ­μή α­να­γνώ­σεων στο πλαί­σιο της ορ­θό­δο­ξης πα­ρά­δο­σης, του­λά­χι­στον ό­πως αρ­χί­ζει (αυ­τή) να προσ­λαμ­βά­νε­ται α­πό εκ­πρό­σώ­πους της ελ­λη­νι­κής δια­νό­η­σης στο δεύ­τε­ρο μι­σό του 20ου αιώ­να”, προ­κύ­πτει ό­τι “η Ορθό­δο­ξη α­νά­γνω­ση του Πα­πα­δια­μά­ντη ε­γκαι­νιά­ζε­ται το 1961”. Από­φαν­ση που δια­γρά­φει τους θρη­σκευό­με­νους και λοι­πούς πα­ρα­πλή­σιας α­ντί­λη­ψης του προ­η­γού­με­νου μι­σού αιώ­να. Αμέ­σως με­τά δί­νε­ται μια ε­ναλ­λα­κτι­κή, μάλ­λον κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή, δια­τύ­πω­ση: «Κα­νείς α­πό τους σο­βα­ρούς κρι­τι­κούς δεν σκέ­φτη­κε ή δεν εν­δια­φέρ­θη­κε πο­τέ να προ­βάλ­λει τον Πα­πα­δια­μά­ντη ως πνευ­μα­τι­κό ο­δη­γό για μια Ορθό­δο­ξη ζωή. Αυ­τό πράγ­μα­τι θα το προ­τεί­νει ο Λο­ρε­ντζά­τος με ε­κεί­νο το μα­χη­τι­κό κεί­με­νο του 1961.» Πι­στεύου­με ό­τι πρό­κει­ται για μια γε­νι­κευ­τι­κή ε­πί­τα­ση, που πα­ρα­βλέ­πει τις α­πο­χρώ­σεις, τό­σο ση­μα­ντι­κές στα κεί­με­να των λι­γο­στών ε­γκρα­τευ­τών στη γλώσ­σα μας, ό­πως και ο Λο­ρε­ντζά­τος. Εκεί­νος, πρώ­τα προ­βάλ­λει τον Πα­πα­δια­μά­ντη σαν πνευ­μα­τι­κό μας κε­φά­λαιο, με­τά α­να­φέ­ρει το πό­σο ση­μα­ντι­κή εί­ναι η σχέ­ση του αν­θρώ­που με κά­ποια πα­ρά­δο­ση, δί­νο­ντας πα­ρα­δείγ­μα­τα και άλ­λων πα­ρα­δό­σεων πλην της χρι­στια­νι­κής, ό­πως ε­κεί­νης που υ­πήρ­χε στους Δελ­φούς και την ο­ποία α­κο­λου­θού­σε ο Σω­κρά­της, και ύ­στε­ρα, κά­νει λό­γο, για τον Πα­πα­δια­μά­ντη ως πνευ­μα­τι­κό ο­δη­γό. Μα­κράν του Λο­ρε­ντζά­του βρί­σκε­ται έ­να κή­ρυγ­μα θρη­σκευ­τι­κής φύ­σης. Ίσως και να η­χεί α­κό­μη ε­ντός του η προ­ει­δο­ποίη­ση του Σε­φέ­ρη: “Ο κίν­δυ­νός σου εί­ναι ο θεω­ρη­τι­κός ιε­ρο­φά­ντης. Πρό­σε­ξε.”
Στη συ­νέ­χεια, ο Ζου­μπου­λά­κης α­να­φέ­ρει ε­πι­λε­κτι­κά τρεις με­λε­τη­τές (Φ. Κό­ντο­γλου, Τ. Κ. Πα­πα­τσώ­νης, Κ. Μπα­στιάς), που δια­τύ­πω­σαν πα­ρα­πλή­σιες α­πό­ψεις με ε­κεί­νες του Λο­ρε­ντζά­του, κα­τά το ε­πε­τεια­κό 1961 ή και νω­ρί­τε­ρα, ε­πι­ση­μαί­νο­ντας τα ση­μεία στα ο­ποία υ­στε­ρούν σε σχέ­ση με ε­κεί­νον. Εδώ, ό­πως και στην α­κό­λου­θη πρό­κρι­ση ό­σων έ­παι­ξαν ρό­λο λα­μπα­δη­φό­ρων, στη­ρί­ζε­ται στη ση­με­ρι­νή α­πο­τί­μη­ση των προ­σώ­πων, δια­φο­ρε­τι­κή ε­κεί­νης πα­λαιό­τε­ρων δε­κα­ε­τιών. Άρα η α­πά­ντη­ση στο ε­ρώ­τη­μα, “για­τί το κεί­με­νο του Λο­ρε­ντζά­του προ­κρί­θη­κε ως το ι­δρυ­τι­κό”, α­ντι­στοι­χεί σε μια τρέ­χου­σα ε­κτί­μη­ση προ­σώ­πων και φι­λο­λο­γι­κών α­ντι­λή­ψεων. Όσο α­φο­ρά το δεύ­τε­ρο ε­ρώ­τη­μα, “για­τί το 1961 να στα­θεί ση­μείο εκ­κί­νη­σης”, δια­τυ­πώ­νει την ά­πο­ψη ό­τι ο­φεί­λε­ται στο ρεύ­μα της θε­ο­λο­γίας του ’60, ό­πως αυ­τό εκ­φρά­στη­κε μέ­σα α­πό το τρι­μη­νιαίο πε­ριο­δι­κό «Σύ­νο­ρο», που προέ­κυ­ψε το 1964 σαν συ­νέ­χεια της μη­νιαίας «Σκα­πά­νης», που εί­χε ξε­κι­νή­σει τρία χρό­νια νω­ρί­τε­ρα. Αυ­τήν την ι­στο­ρία την έ­χει διη­γη­θεί ο Χρή­στος Γιαν­να­ράς σε πο­λυ­σέ­λι­δη με­λέ­τη του, το 1992. Εκεί, σε έ­να κε­φά­λαιο πα­ρα­θέ­τει τα του Πα­πα­δια­μά­ντη και της “σχο­λής” του και στο ε­πό­με­νο, τα της δε­κα­ε­τίας του ’60. Δεν συν­δέει, ό­μως, αυ­τά τα δυο. Τη γέ­φυ­ρα, που ο­ρί­ζει τον Πα­πα­δια­μά­ντη ως “τη με­γά­λη σύγ­χρο­νη Ορθό­δο­ξη φυ­σιο­γνω­μία ε­κεί­νου του θε­ο­λο­γι­κού ρεύ­μα­τος”, την α­πο­κα­θι­στά, κα­τά τη γνώ­μη μας αυ­θαί­ρε­τα, ο Ζου­μπου­λά­κης. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο εν­θου­σια­σμός του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου με το άρ­θρο του Λο­ρε­ντζά­του και η με­τα­λα­μπά­δευ­σή του στον φί­λο του Γιαν­να­ρά, προ­η­γού­νται του πε­ριο­δι­κού και εν πολ­λοίς, ε­ξε­λίσ­σο­νται σε προ­σω­πι­κή βά­ση και α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό ε­κεί­νο.
Ο Ζου­μπου­λά­κης προ­χω­ρά και στη δε­κα­ε­τία του ’80 με “την έκ­πλη­ξη των νε­ορ­θό­δο­ξω­ν”, για να κα­τα­λή­ξει με “τους ση­με­ρι­νούς θια­σώ­τες της Ορθό­δο­ξης ερ­μη­νευ­τι­κής του Πα­πα­δια­μά­ντη”, πολ­λοί α­πό αυ­τούς “μα­θη­τές του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου”. Μό­νο που στη συ­νέ­χεια μάλ­λον α­ντι­φά­σκει. Υπο­στη­ρί­ζει μεν ό­τι ο Λο­ρε­ντζά­τος “δεν έ­μει­νε πι­στός στην α­κραία και ε­ντέ­λει α­διέ­ξο­δη θέ­ση που υ­πο­στή­ρι­ξε τό­τε”. Αλλά δεν διευ­κρι­νί­ζει σε τι θέ­σεις κα­τέ­λη­ξαν οι πι­στοί του, οι μα­θη­τές των πι­στών του, αλ­λά και οι θε­ο­λο­γι­κές ε­νώ­σεις ή ό­πως αλ­λιώς ο­νο­μά­ζο­νται, που ι­σχυ­ρί­στη­κε προ­η­γου­μέ­νως ό­τι συ­νε­χί­ζουν στη γραμ­μή των θε­ο­λό­γων του ’60 και των νε­ορ­θό­δο­ξων.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 29/1/2012.

Τζιυπριώτικα τραούδκια

Θε­ο­δό­σης Πυ­λα­ρι­νός
«Εν ει­να­λίη Κύ­πρω
έσ­σε­τ’ α­οι­δός
Με­λε­τή­μα­τα για
την κυ­πρια­κή λο­γο­τε­χνία»
Εκδό­σεις ΑΙ­ΠΕΙΑ
Αθή­να 2011

O Βασίλης Μιχαηλίδης
================


Στην Πέ­τρα του Ρω­μιού, μια υ­πέ­ρο­χη α­κτή της Πά­φου, λέ­γε­ται ό­τι γεν­νή­θη­κε η Αφρο­δί­τη η Κύ­πρι­δα. Εκτός, ό­μως, α­πό την Αφρο­δί­τη, οι Κύ­πριοι διεκ­δι­κούν και τον Όμη­ρο. Κα­τά τον Παυ­σα­νία, εί­ναι ο μυ­θι­κός ποιη­τής Εύ­κλος ε­κεί­νος που προ­φή­τε­ψε τη γέν­νη­ση του Ομή­ρου στο νη­σί α­πό κύ­πρια μά­να με το στί­χο, “Και τό­τ’ εν ει­να­λίη Κύ­πρω μέ­γας έσ­σε­τ’ α­οι­δός”. Ένας στί­χος, που τε­λι­κά δια­φεύ­γει του μύ­θου και α­ντα­να­κλά την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ακό­μη κι αν α­φή­σου­με τον Όμη­ρο στην Ιω­νία και τις ε­πτά πό­λεις που ε­ρί­ζουν ως γε­νέ­τει­ρες, στη Με­γα­λό­νη­σο γεν­νή­θη­κε πλειά­δα ποιη­τών και μά­λι­στα, σε ό­λες τις πε­ριό­δους της ι­στο­ρίας της. Αυ­τήν την ποιη­τι­κή αν­θο­φο­ρία έρ­χε­ται να μας θυ­μί­σει το και­νού­ριο βι­βλίο του Θε­ο­δό­ση Πυ­λα­ρι­νού, στο ο­ποίο συ­γκε­ντρώ­νο­νται δε­κα­τέσ­σε­ρα με­λε­τή­μα­τά του. Δυο α­πό αυ­τά δη­μο­σιεύο­νται για πρώ­τη φο­ρά, ε­νώ τα υ­πό­λοι­πα έ­χουν δη­μο­σιευ­θεί ε­ντός της τε­λευ­ταίας πε­ντα­ε­τίας σε κυ­πρια­κά έ­ντυ­πα, πλην τριών που πα­ρου­σιά­στη­καν σε ελ­λα­δί­τι­κες εκ­δό­σεις. Γε­νι­κώς, τα βι­βλία γύ­ρω α­πό την κυ­πρια­κή λο­γο­τε­χνία εν­δια­φέ­ρουν εκ προοι­μίου και ως εί­δος εν α­νε­παρ­κεία. Εκτός αυ­τού, σύμ­φω­να με την ε­γκυ­κλο­παί­δεια Πά­πυ­ρος Larousse Britannica, η κυ­πρια­κή λο­γο­τε­χνία α­πο­τε­λεί α­να­πό­σπα­στο τμή­μα της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Θεω­ρεί­ται τό­σο α­να­πό­σπα­στο, ώ­στε να μην εν­σω­μα­τώ­νε­ται στο λήμ­μα Κύ­προς, αλ­λά να κα­τα­χω­ρεί­ται στο Ελλάς (Λο­γο­τε­χνία). Το ι­διαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον των με­λε­τη­μά­των του Πυ­λα­ρι­νού ο­φεί­λε­ται στο διε­ξο­δι­κό τρό­πο γρα­φής τους, χά­ρις στον ο­ποίο τα πρό­σω­πα της λο­γο­τε­χνίας δια­πλέ­κο­νται με την Ιστο­ρία. Κα­λύ­πτουν χρο­νι­κά σχε­δόν έ­ναν αιώ­να, ξε­κι­νώ­ντας με τον Βα­σί­λη Μι­χα­η­λί­δη, γεν­νη­μέ­νο το 1849, και κα­τα­λή­γο­ντας στον Κυ­ριά­κο Χα­ρα­λα­μπί­δη, γεν­νη­μέ­νο το 1940. Πρό­σθε­το δέ­λε­α­ρ, του­λά­χι­στον για μια με­ρί­δα α­να­γνω­στών, συ­νι­στά η εμ­μο­νή του με­λε­τη­τή στην α­να­δί­φη­ση του πα­λαιό­τε­ρου πε­ριο­δι­κού Τύ­που, ελ­λα­δι­κού και κυ­πρια­κού.
Η πα­ρά­τα­ξη των με­λε­τη­μά­των στο βι­βλίο α­κο­λου­θεί την χρο­νο­λο­γι­κή α­νέ­λι­ξη. Προ­τάσ­σο­νται δυο με­λε­τή­μα­τα για τον Μι­χα­η­λί­δη. Να θυ­μί­σου­με ό­τι στον ποιη­τή εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νο και το φθι­νο­πω­ρι­νό τεύ­χος του κυ­πρια­κού πε­ριο­δι­κού «Νέα Επο­χή». Ο Μι­χα­η­λί­δης πλη­ροί το α­ξίω­μα που θέ­λει οι με­γά­λοι ποιη­τές να έ­χουν πρό­βλη­μα με τη γλώσ­σα. Με άλ­λα λό­για, τα ποιή­μα­τά τους να εί­ναι το α­πο­τέ­λε­σμα της πά­λης μα­ζί της. Ο ί­διος χα­ρα­κτη­ρί­ζει ε­αυ­τόν “που­λί τραυ­λό στην γλώσ­σα”. Κι αυ­τό, ξε­κι­νώ­ντας, στο ποίη­μα «Τοις φί­λοις α­να­γνώ­σταις» της πρώ­της του συλ­λο­γής, ε­κεί­νης του 1882. Ο Πυ­λα­ρι­νός ε­πι­λέ­γει τον στί­χο για μό­το, κα­θώς το θέ­μα του εί­ναι “η πο­λύ­μορ­φη λο­γο­τε­χνι­κή γλώσ­σα” του ποιη­τή. Ο Μι­χα­η­λί­δης δεν έ­γρα­ψε μό­νο στην κυ­πρια­κή διά­λε­κτο, σε αυ­τήν ό­μως έ­δω­σε τα κα­λύ­τε­ρα ποιή­μα­τα, ε­κεί­να με τα ο­ποία και κα­τα­γρά­φτη­κε ως ο ε­θνι­κός ποιη­τής της Κύ­πρου. Εθνι­κός και χά­ρις στα πα­τριω­τι­κά του, με κο­ρυ­φαίο, «Η ε­νά­τη Ιου­λίου 1821 εν Λευ­κω­σία», που κα­τα­λή­γει, “Η Ρω­μηο­σύ­νη εν­νά χα­θεί, ό­ντας ο κό­σμος λεί­ψει!” Ήταν γραμ­μέ­νο για τον μυη­μέ­νο στη Φι­λι­κή Εται­ρεία Αρχιε­πί­σκο­πο Κύ­πρου Κυ­πρια­νό, τον ο­ποίο α­παγ­χό­νι­σαν οι Οθω­μα­νοί α­πό φό­βο μην και με­τα­δώ­σει τη φλό­γα της Επα­νά­στα­σης. Τις γλωσ­σι­κές δια­κυ­μάν­σεις του Μι­χα­η­λί­δη πα­ρα­κο­λου­θεί ο με­λε­τη­τής και στις δη­μο­σιεύ­σεις ποιη­μά­των του στις ε­φη­με­ρί­δες της Λε­με­σού. Από το χω­ριό Λευ­κό­νοι­κο της ε­παρ­χίας Αμμο­χώ­στου, ε­γκα­τα­στά­θη­κε στη Λε­με­σό με­τά τις σπου­δές του στην Ιτα­λία και την ο­ρι­στι­κή ε­πι­στρο­φή του στο νη­σί. Το δεύ­τε­ρο με­λέ­τη­μα για τον ποιη­τή α­φο­ρά το ποίη­μά του, «Η Ανε­ρά­δα», δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1893 στην «Σάλ­πιγ­γα», ε­νυ­πό­γρα­φα, αλ­λά χω­ρίς τίτ­λο. Αντί τίτ­λου α­να­γρά­φε­ται «Ποίη­μα (Εις Κυ­πρια­κήν διά­λε­κτον)». Η ε­ξή­γη­ση αυ­τής της εκ πρώ­της ό­ψεως πα­ρά­δο­ξης α­πό­κρυ­ψης δί­νει την ευ­και­ρία να σχο­λια­στεί γε­νι­κό­τε­ρα η σχέ­ση των κύ­πριων λο­γίων της ε­πο­χής με την κυ­πρια­κή διά­λε­κτο.
Ακο­λου­θεί με­λέ­τη­μα για τον δεύ­τε­ρο με­γά­λο κύ­πριο ποιη­τή, τον Δη­μή­τρη Λι­πέρ­τη, κα­τά δε­κα­ε­πτά χρό­νια νεό­τε­ρο του Μι­χα­η­λί­δη. Από την κα­θα­ρεύου­σα ξε­κί­νη­σε, αλ­λά χά­ρις στα «Τζιυ­πριώ­τι­κα τρα­ούδ­κια», που ε­ξέ­δω­σε πε­νη­ντά­ρης πια, ε­κτι­μή­θη­κε. Ο Πυ­λα­ρι­νός δεν α­σχο­λεί­ται με την ποίη­σή του, αλ­λά με την ά­στορ­γη α­ντι­με­τώ­πι­ση που έ­τυ­χε α­πό το Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών. To 1900, o Λι­πέρ­της, α­φού εί­χε σπου­δά­σει σε Βη­ρυ­τό και Ιτα­λία, φι­λο­δό­ξη­σε να φοι­τή­σει στο “ε­θνι­κό κέ­ντρο”. Αν ό­χι στη Φι­λο­σο­φι­κή, ό­που πα­ρα­κο­λου­θού­σε πα­ρα­δό­σεις, του­λά­χι­στον στην Θε­ο­λο­γι­κή. Σύμ­φω­να με τα Πρα­κτι­κά Θε­ο­λο­γι­κής Σχο­λής και Συ­γκλή­του, η αί­τη­σή του δις α­πορ­ρί­φθη­κε.
Στη συ­νέ­χεια, πα­ρα­τάσ­σο­νται τρία με­λε­τή­μα­τα ε­κτός ποίη­σης. Το πρώ­το στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό τη γνω­ρι­μία του Παύ­λου Νιρ­βά­να με τον κύ­πριο λό­γιο Με­νέ­λαο Φρα­γκού­δη, διευ­θυ­ντή της μα­κρό­βιας ε­φη­με­ρί­δας της Λε­με­σού «Αλή­θεια». Με βά­ση την ει­δη­σε­ο­γρα­φία της ε­φη­με­ρί­δας, ο με­λε­τη­τής πε­ρι­γρά­φει τη γνω­ρι­μία τους το 1906, “κα­τά τον κα­τά­πλου του εύ­δρο­μου «Ναύαρ­χος Μια­ού­λης» στην Κύ­προ”, ε­νώ, με ε­κτε­νείς υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις, σκια­γρα­φεί την τό­τε λο­γο­τε­χνι­κή κί­νη­ση στη Με­γα­λό­νη­σο. Σχε­δόν ο­μή­λι­κοι οι δυο συγ­γρα­φείς, με τις χρο­νι­κές συ­ντε­ταγ­μέ­νες του βίου του Νιρ­βά­να να ταυ­τί­ζο­νται με ε­κεί­νες του Λι­πέρ­τη. Αμφό­τε­ροι γεν­νή­θη­καν το 1866 και α­πε­βίω­σαν το 1937. Το δεύ­τε­ρο σχο­λιά­ζει “την ι­διό­τυ­πη γλώσ­σα του Νί­κου Νι­κο­λαΐδη”. Το τρί­το α­φο­ρά τη γνω­ρι­μία δυο αν­δρών της Εκκλη­σίας, του μη­τρο­πο­λί­τη Κι­τίου Κυ­πρια­νού και του Αρχιε­πι­σκό­που Ζα­κύν­θου Διο­νυ­σίου Λά­τα.
Το εν­δια­φέ­ρον κερ­δί­ζει το με­λέ­τη­μα για την πρώ­τη με­γά­λη παι­δα­γω­γό της Λε­με­σού, την πρώ­τη Λα­ο­γρά­φο του ευ­ρύ­τε­ρου ελ­λη­νι­κού χώ­ρου και την πρώ­τη λο­γο­τέ­χνι­δα της Κύ­πρου, κα­τα­πώς την συ­στή­νει ο Πυ­λα­ρι­νός. Πρό­κει­ται για την Πο­λυ­ξέ­νη Λοϊζιά­δα, λο­γία και ποιή­τρια, που πα­ρα­λεί­πε­ται στις ελ­λα­δί­τι­κες γραμ­μα­το­λο­γίες και ε­γκυ­κλο­παί­δειες. Την τι­μά, ω­στό­σο, το ελ­λα­δί­τι­κο κί­νη­μα για την χει­ρα­φέ­τη­ση της γυ­ναί­κας. Ενώ, η Ει­ρή­νη Ρι­ζά­κη, στη με­λέ­τη της «Οι “γρά­φου­σες” Ελλη­νί­δες», α­να­φέ­ρει το δρα­μα­τι­κόν ει­δύλ­λιον, «Η δού­λη Κύ­προς», που η Λοϊζιάς ε­ξέ­δω­σε το 1890. Στο βι­βλίο δη­μο­σιεύο­νται ε­πι­στο­λές της, στις ο­ποίες προ­βάλ­λει η προ­σω­πι­κό­τη­τά της, ε­νώ δί­νε­ται και μια ει­κό­να της πο­λύ­πλευ­ρης δρά­σης της. Επί­σης, ι­χνη­λα­τεί­ται η πα­ρου­σία της στην «Εφη­με­ρί­δα των Κυ­ριών» της σχε­δόν συ­νο­μή­λι­κής της Καλ­λι­ρό­ης Παρ­ρέν.
Με ε­ξαί­ρε­ση τα δυο κα­τα­λη­κτι­κά με­λε­τή­μα­τα για τους ποιη­τές Ανδρέα Πα­στελ­λά και Κυ­ριά­κο Χα­ρα­λα­μπί­δη, τα ε­να­πο­μεί­να­ντα εί­ναι α­πο­θη­σαυ­ρί­σμα­τα α­πό «Το Πε­ριο­δι­κόν της Με­γά­λης Ελλη­νι­κής Εγκυ­κλο­παι­δείας». Γί­νο­νται με γνώ­μο­να τις ι­χνη­λα­σίες κύ­πριων ποιη­τώ­ν: των ο­μή­λι­κων Τεύ­κρου Ανθία και Παύ­λου Κρι­ναίου, του α­ρι­στε­ρού α­γω­νι­στή Θε­ο­δό­ση Πιε­ρί­δη και άλ­λων συγ­γρα­φέων γνω­στών στην ε­πο­χή τους. Εν κα­τα­κλεί­δι, ε­πει­δή η σά­τι­ρα στά­θη­κε το ά­λας πα­λαιό­τε­ρων ε­ντύ­πων, ξε­χω­ρί­ζου­με το με­λέ­τη­μα για το πε­ριο­δι­κό «Μα­στί­γιον», που εκ­δι­δό­ταν στην Λευ­κω­σία ε­πί μια ει­κο­σα­ε­τία, 1911-1930, και ε­ξέ­πνευ­σε με­τά του δη­μιουρ­γού του. Πα­ρα­μέ­νο­ντας αν­θη­ρό, θα μπο­ρού­σε η έκ­δο­σή του να συ­νε­χι­στεί, αλ­λά, ό­πως τα πε­ρισ­σό­τε­ρα πε­ριο­δι­κά, κυ­ρίως τα σα­τι­ρι­κά, ή­ταν έρ­γο ε­νός αν­δρός, του ποιη­τή Ιωάν­νη Περ­δίου. Γεν­νιέ­ται, πά­ντως, σε ε­μάς η α­πο­ρία, για­τί έ­νας ελ­λα­δί­της κα­θη­γη­τής του Ιό­νιου Πα­νε­πι­στή­μιου, ό­πως ο Πυ­λα­ρι­νός, δεν κα­τα­πιά­νε­ται με τα ουκ ο­λί­γα σα­τι­ρι­κά έ­ντυ­πα της Επτα­νή­σου και προ­τι­μά ε­κεί­να της Κύ­πρου. Όπως και να έ­χει, το βι­βλίο εί­ναι έ­να α­πό τα πρώ­τα των εκ­δό­σεων, που ξε­κί­νη­σε το Σπί­τι της Κύ­πρου σε συ­νερ­γα­σία με τις εκ­δό­σεις Πά­πυ­ρος και χο­ρη­γό την Εται­ρεία Φί­λων του Σπι­τιού της Κύ­πρου. Αν ε­ξαι­ρέ­σου­με τις α­δυ­να­μίες στην ει­κο­νο­γρά­φη­ση, πρό­κει­ται για μια πο­λύ κα­λή τυ­πο­τε­χνι­κά έκ­δο­ση.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/1/2012.