«Ο Παπαδιαμάντης του
Ζήσιμου Λορεντζάτου»
Επιμέλεια
Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος
Εκδόσεις Ίκαρος
Νοέμβριος 2011
Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος (αριστερά)
με τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο.
==================
“Ο Παπαδιαμάντης του Λορεντζάτου” ανέρχεται σε 97 σελίδες. Αντιστρόφως, ο Λορεντζάτος του Παπαδιαμάντη, που σημαίνει ο Λορεντζάτος στο χώρο των μελετητών του Παπαδιαμάντη, ως πρόσωπο αναφοράς, εκτείνεται σε πολλαπλάσιο αριθμό σελίδων. Είναι μεγαλύτερος από τον Λορεντζάτο του Σολωμού ή τον Λορεντζάτο των Πόε, Πάουντ, Ζιντ και Μπλέηκ αθροισμένους. “Ο Παπαδιαμάντης του Λορεντζάτου” γέννησε μέρος μόνο του Λορεντζάτου του Παπαδιαμάντη. Υπάρχει ένα άλλο κομμάτι, μη μετρήσιμο, που προέκυψε από τον λόγο του Λορεντζάτου. Αυτό, από τη φύση του, δεν επιδέχεται καταγραφής. Εικάζεται, πάντως, σημαντικό, δεδομένου ότι στάθηκε η κινητήρια δύναμη για αρκετούς νεότερους. Δεν θα ήταν υπερβολή ο ισχυρισμός ότι ο Λορεντζάτος του Παπαδιαμάντη είναι ένας μύθος. Μόνο που, όπως όλοι οι μύθοι, είναι κι αυτός ευπρόσβλητος, ιδιαίτερα καθώς βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης από “τον Παπαδιαμάντη του Λορεντζάτου”. Όταν αυτός ο δεύτερος γίνει κτήμα ενός ευρύτερου αναγνωστικού κοινού, που έχει συνηθίσει να κρίνει τα βιβλία από το ζυγισμένο βάρος τους, ο μύθος του Λορεντζάτου κινδυνεύει να περιπέσει από την εύσημη σημασία της λέξης, που δηλώνει την αίγλη του προσώπου, στην κακόσημη του μυθεύματος.
Με την πρόσφατη έκδοση, αυτός ο περιβόητος Λορεντζάτος του Παπαδιαμάντη, το αντίπαλον δέος όσων φωτισμένων με την εξ Εσπερίας σοφία επιδίδονται στην παπαδιαμάντεια ανατομία, βρίσκεται σε μια, μερικώς τουλάχιστον, προσβάσιμη μορφή. Οπότε όλοι αυτοί και μαζί τους ένα πλήθος από αμφισβητίες θα σπεύσουν να βάλουν τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων. Πόσω μάλλον, όταν η καταληκτική φράση του κειμένου στο οπισθόφυλλο συνοψίζει: «Στο βιβλίο αυτό έχουν συναχθεί όλα όσα ο Ζ. Λ. είπε για τον δεύτερο μεγάλο “εγκρατευτή” της γλώσσας μας.» (Δάνειο από την καταγραφή του Λορεντζάτου: «Ο Σολωμός ή ο Παπαδιαμάντης – δυο μεγάλοι εγκρατευτές στη γλώσσα μας».) Μεγάλη κουβέντα αυτό το “όλα όσα ο Ζ. Λ. είπε” για τον Παπαδιαμάντη. Όπως και να έχει, ακόμη και παρακάμπτοντάς την, η πρόσφατη περισυναγωγή “του λορεντζατικού Παπαδιαμάντη” μπορεί να αποβεί ζημιογόνος. Αυτοί που είχαν την αγαθή προαίρεση της εκπόνησής της, φαίνεται να μη διείδαν τον κίνδυνο. Ειδάλλως δεν θα υποβίβαζαν το έργο στην τρέχουσα τακτική που ακολουθείται για την κατάρτιση βιβλίων με σκόρπια δημοσιεύματα, παραβλέποντας τον απαιτούμενο άθλο. Έχουμε την εντύπωση ότι ενέδωσαν στον εορταστικό συρμό και όπως φαίνεται εκ του αποτελέσματος, δούλεψαν υπό πίεση χρόνου για να προλάβουν προθεσμίες.
Στο προλογικό σημείωμα, δίνεται το σκεπτικό της έκδοσης. Κατ’ αρχάς, αναγνωρίζεται ότι άπαντα τα ευρισκόμενα είναι λιγοστά και τονίζεται η ανάγκη πολυσέλιδης εισαγωγής, χωρίς όμως να αιτιολογείται η απουσία της. Ως καθοριστικό στοιχείο για την απόφαση της έκδοσης προβάλλεται το τελευταίο βιβλίο του Λορεντζάτου, «Collectanea», για την ετοιμασία του οποίου είχε ο ίδιος μεριμνήσει. Ο τόμος αυτός, χωρίς το σημείωμα του επιμελητή, το υπόμνημα πηγών και τον πίνακα των ονομάτων, φτάνει τις 778 σελίδες. Μέσα σε αυτές, η παπαδιαμάντεια νησίδα, που έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα υπέρ της έκδοσης, είναι έκτασης μόλις 25 σελίδων. Λόγω της περιορισμένης έκτασης, θα αναμενόταν κάποιος σχολιασμός της βαρύτητάς της. Αντ’ αυτού, υπάρχει η απόφανση ότι αυτές οι σελίδες, που προστέθηκαν στις υπάρχουσες 72, κατέστησαν “τον Παπαδιαμάντη του Λορεντζάτου” desideratum της παπαδιαμαντικής βιβλιογραφίας. Η διατύπωση, με το λατινιστί λοφίο της, αναμφιβόλως, υποβάλλει. Μόνο που οι φιλόλογοι είθισται να κάνουν λόγο για desiderata, άπαξ και υπάρχει ένα στέρεο σώμα. Η σκόρπια σε τεμαχίδια, εν πολλοίς ανυπόληπτα από τους ίδιους, βιβλιογραφία Παπαδιαμάντη είναι λίγο αστείο να έχει και desiderata.
Ας δούμε, όμως, σε τι συνίσταται αυτός “ο Παπαδιαμάντης του Λορεντζάτου”. Εκτός από το κυρίως σώμα, προβλέπονται προλογικό σημείωμα του επιμελητή Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου και επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Προς περαιτέρω ανάδειξη του Λορεντζάτου του Παπαδιαμάντη, θα αναμενόταν, στο επίμετρο, και η δημοσίευση του ημερολογίου του Τριανταφυλλόπουλου από την δεκαετή ενασχόλησή του με την έκδοση των Απάντων Παπαδιαμάντη. Έτσι, θα αποκαλυπτόταν ο αφανής αλλά καθοριστικός ρόλος του Λορεντζάτου στην εκπόνησή τους. Όπως γράφει ο Τριανταφυλλόπουλος, προλογικά, στη δημοσίευση ενός δεύτερου μέρους του ημερολογίου στο περιοδικό «Νέα Εστία», δεν το συμπεριέλαβε λόγω “της αναπόφευκτα ναρκισσιστικής χροιάς του”. Κι όμως, η ανάγνωση του ημερολογίου πιστοποιεί ακριβώς το αντίθετο.
Το προλογικό σημείωμα είναι γραμμένο με το γνωστό κομψό και ηθελημένα ελλειπτικό ύφος του επιμελητή. Ωστόσο, για τις ανάγκες μιας εισαγωγής πιστεύουμε ότι θα χρειαζόταν, εκτός από μεγαλύτερο άπλωμα, περισσότερη σαφήνεια. Ένα πρώτο παράδειγμα προσφέρει το άνοιγμα του κειμένου με την επισήμανση μιας αντίφασης, εντυπωσιακής μεν, αλλά η οποία, με την γενικόλογη διατύπωσή της, δημιουργεί λάθος εντυπώσεις. Ο Λορεντζάτος, στο δεύτερο κείμενό του για τον Σολωμό, εκείνο του 1965, διακηρύσσει, καταλήγοντας, ότι μπορεί να περάσει ολόκληρη τη ζωή του μόνο με τον Σολωμό από τους Έλληνες ποιητές και από τους πεζογράφους μόνο με τον Παπαδιαμάντη. Στα γραπτά του, όμως, τον Παπαδιαμάντη, μέχρι το 1961 που δημοσιεύει το πρώτο κείμενο για εκείνον, τον μνημονεύει μόνο δυο φορές. Ο επιμελητής, επισημαίνοντας την αντίφαση, συμπεραίνει ότι τουλάχιστον κατά το πρώτο μισό της ζωής του (το 1961 είναι 46 ετών και αποδημεί στα 89) και την πρώτη συγγραφική του εικοσιπενταετία (εμφανίζεται το 1936) είναι δοσμένος μισός στον Σολωμό και ο άλλος μισός σε ξένους. Εδώ, ωστόσο, είναι απαραίτητη η διευκρίνιση, ότι ο Λορεντζάτος άργησε να δημοσιεύσει και επιπλέον, στάθηκε ολιγογράφος. Αυτός, λοιπόν, ο μισός Σολωμός συνίσταται σε ένα δοκίμιο, το πρώτο του 1947, στο οποίο και οι δυο μνείες στον Παπαδιαμάντη. Το υπόλοιπο δοκιμιακό έργο της πρώτης περιόδου αφορά αποκλειστικά ξένους.
Ένα δεύτερο παράδειγμα συνιστά η εξήγηση αυτής της αντίφασης, που δίνεται στη συνέχεια. Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλόπουλο, η αντίφαση οφείλεται στην αλλαγή του Λορεντζάτου, που φαίνεται, συγκρίνοντας τα γραπτά του πριν το 1961, όπου κρατάει απόσταση από την Εκκλησία, με τα δύο κείμενα εκείνου του έτους (το άρθρο που δημοσιεύει στο περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» για τα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Παπαδιαμάντη και το δοκίμιο «Το χαμένο κέντρο», με το οποίο συμμετέχει στον τόμο «Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής»), στα οποία αποδέχεται το κέντρο του κόσμου του Παπαδιαμάντη, που δεν είναι άλλο από “το χαμένο κέντρο”. Ο προλογιστής παρατηρεί ότι η μεταστροφή του Λορεντζάτου έγινε ξαφνικά και προσθέτει, “ίσως όχι τόσο ξαφνικά για τον ίδιο όσο για μας”. Κι όμως, η αργή πορεία της έχει αφήσει ίχνη, τα οποία, όντας δημοσιευμένα, συνιστούν κομμάτι από “τον Παπαδιαμάντη του Λορεντζάτου”. Βρίσκονται στα «Γράμματα Σεφέρη-Λορεντζάτου», τα οποία επιμελήθηκε ο Τριανταφυλλόπουλος και μάλιστα, αμέσως μετά τα Άπαντα Παπαδιαμάντη. Πρώτο ίχνος της, στην επιστολή της 18ης Απριλίου 1956, στην οποία ο Λορεντζάτος σχολιάζει τη συλλογή του Σεφέρη «...Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν...», που μόλις είχε λάβει. Ο Σεφέρης, στην απάντησή του, επισημαίνει την αλλαγή και τον αποκαλεί “ο νέος Ζήσιμος”. Σε δυο μεταγενέστερες επιστολές τους, γίνεται αναφορά στον Παπαδιαμάντη, με αφορμή το πρώτο κείμενο του Λορεντζάτου για εκείνον. Γράφει ο Σεφέρης: «Αυτές τις μέρες διάβασα στον Ταχυδρόμο τη συνεισφορά σου στον Παπαδιαμάντη... χαρά που είδα ένα γραφτό δικό σου. Θά ’λεγα ίσως και λύπη που δεν συνεχίστηκε ο Σολωμός· λέω ίσως γιατί θυμάμαι έναν μαθητή του μακαρίτη Allain μνημονεύοντας το δάσκαλο όταν μπήκε στην τάξη και χωρίς να πει λέξη έγραψε στο μαυροπίνακα: Πρέπει να παίρνουμε το μακρύτερο δρόμο – Πλάτων (δεν ξέρω πού) – πήρες το μακρύτερο δρόμο – ο Θεός μαζί σου...» Ο Λορεντζάτος, απαντώντας, ευχαριστεί, αλλά αποφεύγει να κάνει κάποια σχετική νύξη.
Ένα τρίτο παράδειγμα του γριφώδους χαρακτήρα του προλογικού σημειώματος συνιστά η αναφορά στην παλαιότερη κριτική υποδοχή του Παπαδιαμάντη. Ο Τριανταφυλλόπουλος παραθέτει τις απόψεις δυο συγγραφέων, χωρίς αναφορά ονομάτων, αποδίδοντάς τες, γενικώς και αορίστως, “στήν επίσημη γραμματολογική κρίση”. Μένει ζητούμενο ποιός και πότε όρισε μια παρόμοια κρίση. Την ίδια απορία γεννά και η αναφορά στο επίμετρο “στους σοβαρούς κριτικούς”. Αυτές οι μνείες, με την αοριστία τους, προσβάλλουν σύνολα πνευματικών ανθρώπων, χωρίς να προστατεύουν από τους Ιεροσολυμίτες συγκεκριμένα πρόσωπα.
Στο τέλος του προλογικού σημειώματος, παρουσιάζονται τα περιεχόμενα του βιβλίου. Η σειρά της παράταξης δεν είναι η συνήθης χρονολογική. Προτάσσονται τα δυο δοκίμια, του 1961 και του 1985, έπεται το Νο 930 από τα «Collectanea», το μοναδικό εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στον Παπαδιαμάντη, και ακολουθεί ένα μέρος της μελέτης «Οι Ρωμιές», του 1976 (τα δυο τελευταία διέλαθαν από τον πίνακα περιεχομένων). Σε δυο κεφάλαια, παρατίθενται οι αποσπασματικές μνημονεύσεις Παπαδιαμάντη. Στο πρώτο, οι 19 (και όχι 20, όπως αναφέρεται στον πρόλογο) μνείες από τις τρίτομες «Μελέτες», στο δεύτερο οι 23 (όχι 22) υπολειπόμενες μνείες από τα «Collectanea». Ενώ, σε ένα τελευταίο κεφάλαιο, συγκεντρώνονται τα εναπομείναντα.
Η κατάρτιση του βιβλίου δείχνει τη διάθεση να γίνει οικονομία σελίδων. Από τα κείμενα ανθολογούνται αποσπάσματα, τα οποία δεν σηματοδοτούνται σε όλες τις περιπτώσεις με τις καθιερωμένες τελίτσες στα σημεία που αποκόπηκαν. Όσο αφορά τις «Μελέτες», κατά κανόνα επιλέγονται ακέραιες παράγραφοι. Υπάρχουν, ωστόσο, δυο περιπτώσεις, όπου οι φράσεις κόβονται στη μέση. Ούτε καν χώρος για ολόκληρη τη φράση. Σαν να μην ενδιαφέρουν οι σκέψεις που ξεδιπλώνει ο Λορεντζάτος και για την διατύπωση των οποίων καταφεύγει σε μια φράση του Παπαδιαμάντη ή σε μνημόνευση του ονόματός του. Κι όμως, πρόκειται για σημαντικές περικοπές, που θα άξιζε να διαβάσει ο σημερινός αναγνώστης. Η μια αναφέρεται στη σχέση μας με την Ευρώπη και η άλλη, στην παραλληλία Παπαδιαμάντη και Μακρυγιάννη, όσο αφορά την αξία του έργου τους για τους κατοπινούς. Για τα «Collectanea», όπου το καθένα αποτελεί αυτόνομο κείμενο, σύντομο μεν αλλά περιεκτικό, ο τεμαχισμός είναι ακόμη πιο απρόσφορος. Τα 19 αναδημοσιεύονται ακέραια. Από τα υπόλοιπα τέσσερα επιλέγονται αποσπάσματα. Εξ αυτών, στο πρώτο αφαιρείται το τελευταίο κομμάτι, περί τα 2/3 του κειμένου, όπου εξαίρεται η μοναδικότητα της μητρικής γλώσσας, στο δεύτερο, μικρό τμήμα της αρχής, στο τρίτο, το αρχικό κομμάτι, σχεδόν το μισό του κειμένου, περί του πολιτικά στρατευμένου ανθρώπου, στο τέταρτο, το μεσαίο κομμάτι, γύρω από τη σχέση των ποιητών με το γάμο.
Απομένουν τα τέσσερα προτασσόμενα κείμενα, από τα οποία κυρίως θα σχηματίσει ο αναγνώστης εικόνα για τον Λορεντζάτο. Ωστόσο, και αυτά, συγκεκριμένα το πρώτο και το τέταρτο, αναδημοσιεύονται μετά φειδούς σελίδων. Το πρώτο κείμενο, του 1961, αναδημοσιεύεται στην τελική του μορφή, διαφορετική από εκείνη του άρθρου. Πιο συγκεκριμένα, έχουν προστεθεί δώδεκα σχετικά μεγάλα κομμάτια. Μπορεί απαραίτητα για τη μεταμόρφωση του άρθρου σε μελέτημα, ωστόσο, με την παράθεσή τους, αμβλύνεται ο μαχητικός τόνος του άρθρου. Πιστεύουμε πως θα έπρεπε να δοθεί και η πρώτη μορφή και μάλιστα, με το σημείωμα της σύνταξης του περιοδικού, που επείχε θέση προλόγου. Ιδιαίτερα σημαντικό το σημείωμα αυτό, αποτυπώνει την ανησυχία των υπευθύνων του περιοδικού για τον “αιρετικό”, όπως τον αποκαλούν, χαρακτήρα του κειμένου του Λορεντζάτου, τον οποίον είχαν οι ίδιοι προσκαλέσει “να τελέσει μνημόσυνο όχι φιλολογικό αλλά πνευματικό και εθνικό” για τον Παπαδιαμάντη. Θυμίζουμε ότι πρόκειται για τον Γιώργο και την Λένα Σαββίδη. Καθόλου τυχαία πρόσωπα στον τότε «Ταχυδρόμο». Στο σημείωμά τους, αποκαλούν τον Λορεντζάτο, “έναν από τους πιο στοχαστικούς και δυστυχώς πιο ολιγογράφους εκπροσώπους της μεταπολεμικής γενεάς”.
Όσο για το τέταρτο κείμενο, την τετραμερή μελέτη «Οι Ρωμιές», αναδημοσιεύονται το πρώτο μέρος και η αρχή του τέταρτου. Πιστεύουμε ότι στο τέλος του πρώτου μέρους, που αφορά τις Ρωμιές του Παπαδιαμάντη, θα έπρεπε να υπάρχει σημείωση με τα ονόματα των άλλων τριών λογοτεχνών, των οποίων, τις Ρωμιές, ο μελετητής συμπαρατάσσει με εκείνες του Παπαδιαμάντη. Τουτέστιν, Καβάφης, Σικελιανός, Χατζής. Όσο για την παράθεση των έξι πρώτων αράδων από το τέταρτο μέρος, επειδή σε αυτές αναφέρεται ο Παπαδιαμάντης, καλύπτουν μεν το φιλολογικό στόχο να ανθολογηθούν όλες οι αναφορές στον Σκιαθίτη, αλλά δίνουν μια πρώτη γεύση της Ρωμιάς του Χατζή, που έχουμε την εντύπωση ότι δεν συμφωνεί με το πνεύμα του σχετικά εκτενούς τέταρτου μέρους.
Και ερχόμαστε στο επίμετρο, όπου παρουσιάζεται ο Λορεντζάτος του Παπαδιαμάντη. Όχι όπως θα τον παρουσίαζε το ημερολόγιο του Τριανταφυλλόπουλου ως καθοριστικό συντελεστή ενός σημαντικού έργου, αλλά, πιο φιλόδοξα, σαν εμπνευστή προσώπων. Ο Ζουμπουλάκης δεν αρκείται να δείξει πότε εμφανίστηκαν και ποιοι ήταν οι πρώτοι πιστοί του, αλλά δίνει εικόνα μιας λαμπαδηδρομίας πενήντα χρόνων για τη διάδοση του λόγου του. Για τη διήγηση αυτής της μακριάς ιστορίας εκκινεί από τις πρόσφατες διαπιστώσεις δυο μελετητριών σχετικά με την απήχηση του πρώτου άρθρου του Λορεντζάτου, εκείνου του 1961. Δεδομένου ότι μαγιά του επίμετρου στάθηκε η παρουσίαση του τόμου «Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη», που επιμελήθηκε η Γ. Φαρίνου –Μαλαματάρη, προτάσσει τη δική της άποψη, ενώ επικουρικά παραθέτει και εκείνη της Σοφίας Μπόρα, διατυπωμένη στη διδακτορική της διατριβή, ανέκδοτη μεν αλλά διαδικτυακώς προσβάσιμη. Μόνο που, όπως συμβαίνει συχνά όταν συνοψίζουμε ξένα κείμενα, η σύντμηση και η λεκτική παραλλαγή μιας φράσης μπορούν να οξύνουν ή και να αμβλύνούν το νόημα ανάλογα με τη διάθεση του γράφοντα. Έτσι, από τη γενικότερα αποδεκτή θέση ότι ο Λορεντζάτος, με το άρθρο του, εγκαινιάζει “μια διαφορετική γραμμή αναγνώσεων στο πλαίσιο της ορθόδοξης παράδοσης, τουλάχιστον όπως αρχίζει (αυτή) να προσλαμβάνεται από εκπρόσώπους της ελληνικής διανόησης στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα”, προκύπτει ότι “η Ορθόδοξη ανάγνωση του Παπαδιαμάντη εγκαινιάζεται το 1961”. Απόφανση που διαγράφει τους θρησκευόμενους και λοιπούς παραπλήσιας αντίληψης του προηγούμενου μισού αιώνα. Αμέσως μετά δίνεται μια εναλλακτική, μάλλον κατηγορηματική, διατύπωση: «Κανείς από τους σοβαρούς κριτικούς δεν σκέφτηκε ή δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να προβάλλει τον Παπαδιαμάντη ως πνευματικό οδηγό για μια Ορθόδοξη ζωή. Αυτό πράγματι θα το προτείνει ο Λορεντζάτος με εκείνο το μαχητικό κείμενο του 1961.» Πιστεύουμε ότι πρόκειται για μια γενικευτική επίταση, που παραβλέπει τις αποχρώσεις, τόσο σημαντικές στα κείμενα των λιγοστών εγκρατευτών στη γλώσσα μας, όπως και ο Λορεντζάτος. Εκείνος, πρώτα προβάλλει τον Παπαδιαμάντη σαν πνευματικό μας κεφάλαιο, μετά αναφέρει το πόσο σημαντική είναι η σχέση του ανθρώπου με κάποια παράδοση, δίνοντας παραδείγματα και άλλων παραδόσεων πλην της χριστιανικής, όπως εκείνης που υπήρχε στους Δελφούς και την οποία ακολουθούσε ο Σωκράτης, και ύστερα, κάνει λόγο, για τον Παπαδιαμάντη ως πνευματικό οδηγό. Μακράν του Λορεντζάτου βρίσκεται ένα κήρυγμα θρησκευτικής φύσης. Ίσως και να ηχεί ακόμη εντός του η προειδοποίηση του Σεφέρη: “Ο κίνδυνός σου είναι ο θεωρητικός ιεροφάντης. Πρόσεξε.”
Στη συνέχεια, ο Ζουμπουλάκης αναφέρει επιλεκτικά τρεις μελετητές (Φ. Κόντογλου, Τ. Κ. Παπατσώνης, Κ. Μπαστιάς), που διατύπωσαν παραπλήσιες απόψεις με εκείνες του Λορεντζάτου, κατά το επετειακό 1961 ή και νωρίτερα, επισημαίνοντας τα σημεία στα οποία υστερούν σε σχέση με εκείνον. Εδώ, όπως και στην ακόλουθη πρόκριση όσων έπαιξαν ρόλο λαμπαδηφόρων, στηρίζεται στη σημερινή αποτίμηση των προσώπων, διαφορετική εκείνης παλαιότερων δεκαετιών. Άρα η απάντηση στο ερώτημα, “γιατί το κείμενο του Λορεντζάτου προκρίθηκε ως το ιδρυτικό”, αντιστοιχεί σε μια τρέχουσα εκτίμηση προσώπων και φιλολογικών αντιλήψεων. Όσο αφορά το δεύτερο ερώτημα, “γιατί το 1961 να σταθεί σημείο εκκίνησης”, διατυπώνει την άποψη ότι οφείλεται στο ρεύμα της θεολογίας του ’60, όπως αυτό εκφράστηκε μέσα από το τριμηνιαίο περιοδικό «Σύνορο», που προέκυψε το 1964 σαν συνέχεια της μηνιαίας «Σκαπάνης», που είχε ξεκινήσει τρία χρόνια νωρίτερα. Αυτήν την ιστορία την έχει διηγηθεί ο Χρήστος Γιανναράς σε πολυσέλιδη μελέτη του, το 1992. Εκεί, σε ένα κεφάλαιο παραθέτει τα του Παπαδιαμάντη και της “σχολής” του και στο επόμενο, τα της δεκαετίας του ’60. Δεν συνδέει, όμως, αυτά τα δυο. Τη γέφυρα, που ορίζει τον Παπαδιαμάντη ως “τη μεγάλη σύγχρονη Ορθόδοξη φυσιογνωμία εκείνου του θεολογικού ρεύματος”, την αποκαθιστά, κατά τη γνώμη μας αυθαίρετα, ο Ζουμπουλάκης. Για παράδειγμα, ο ενθουσιασμός του Τριανταφυλλόπουλου με το άρθρο του Λορεντζάτου και η μεταλαμπάδευσή του στον φίλο του Γιανναρά, προηγούνται του περιοδικού και εν πολλοίς, εξελίσσονται σε προσωπική βάση και ανεξάρτητα από εκείνο.
Ο Ζουμπουλάκης προχωρά και στη δεκαετία του ’80 με “την έκπληξη των νεορθόδοξων”, για να καταλήξει με “τους σημερινούς θιασώτες της Ορθόδοξης ερμηνευτικής του Παπαδιαμάντη”, πολλοί από αυτούς “μαθητές του Τριανταφυλλόπουλου”. Μόνο που στη συνέχεια μάλλον αντιφάσκει. Υποστηρίζει μεν ότι ο Λορεντζάτος “δεν έμεινε πιστός στην ακραία και εντέλει αδιέξοδη θέση που υποστήριξε τότε”. Αλλά δεν διευκρινίζει σε τι θέσεις κατέληξαν οι πιστοί του, οι μαθητές των πιστών του, αλλά και οι θεολογικές ενώσεις ή όπως αλλιώς ονομάζονται, που ισχυρίστηκε προηγουμένως ότι συνεχίζουν στη γραμμή των θεολόγων του ’60 και των νεορθόδοξων.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 29/1/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου