Στάθης Κοψαχείλης
«Παραμιλητά»
Εκδόσεις Θερμαϊκός
Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2011
Φωτογραφία του Δημήτρη Παπαδήμου από την έκθεση
που οργανώνει το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας.
Μια γερόντισσα φέρνει το νεογέννητο σιγοκλαίγοντας, γιατί το παιδί γεννήθηκε λειψό. «Το χεράκι του, τα δαχτυλάκια του ...», λέει, απευθυνόμενη στον παππού, που περιμένει να το δει. Βγάζοντας το δεξί χεράκι απ’ τα φασκιά, εκείνος βλέπει “μια γροθίτσα με κάτι μικρά εξογκωματάκια”. Την αναπηρία που ανήγγειλε η γερόντισσα δεν την βλέπει. Κι όμως, εκείνη προφήτεψε σωστά γι’ αυτό το παιδί, που γεννήθηκε καμιά εξηνταριά χρόνια πίσω. Πράγματι, έγινε ένας άντρας, που δεν είχε δάχτυλα για να γράψει τις μαγικές διηγήσεις που ασφυκτιούσαν εντός του. Όπως σωστός έμελλε να αποδειχθεί και ο χρησμός της: «Μπορεί...μπορεί και να φυτρώσουν, ποτέ δεν ξέρεις...» Τελικά, τα δάχτυλα φύτρωσαν. Αυτό, ωστόσο, δεν έγινε καμιά εξηνταριά χρόνια μετά, ούτε ακριβέστερα, πενήντα τέσσερα, όσα μετράει σήμερα ο εν λόγω άντρας. Τριάντα ενός ήταν, όταν δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα, το φθινόπωρο του 1988. Με εκείνο το πρώτο διήγημα, εγεννήθην ημίν διηγηματογράφος, όπως θα έγραφαν και οι δημοσιογράφοι, αν τον είχαν πάρει είδηση. Ο ίδιος δεν φαίνεται να το αξιολογεί και ούτε που το αναφέρει κατά την πρόσφατη δεύτερη, από όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, εμφάνισή του στο χώρο της λογοτεχνίας, αυτή τη φορά με βιβλίο.
Το πρώτο διήγημα της συλλογής του Στάθη Κοψαχείλη έχει τίτλο, «Το χεράκι», και θα μπορούσε, κατά μία εκδοχή, να εκληφθεί σαν μια κρυπτό-αυτοβιογραφική διήγηση. Είναι ένα μικρό διήγημα της μιας σελίδας, που δίνει την εντύπωση προλογικού στα υπόλοιπα διηγήματα του βιβλίου. Για την ακρίβεια, συνυπολογίζοντας τίτλο και μότο, είναι, όλες κι όλες, 170 λέξεις. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια, κατά την τρέχουσα ορολογία, μπονζάϊ ιστορία, αλλά για ένα καθαρόαιμο διήγημα. Είναι μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, που καταργεί την ομαλή συνέχεια του χρόνου. Περνώντας από την πρώτη παράγραφο, που επέχει θέση εισαγωγής, στο κυρίως σώμα, τα όρια παρόντος και παρελθόντος συγχέονται. Ενώ, αρχικά, η αφήγηση εστιάζει στην περιπλάνηση του παππού στο δάσος, στη συνέχεια, παρακολουθεί τη κατάδυσή του στη μνήμη, που την παρουσιάζει σαν εξερεύνηση ενός παρελθοντικού τοπίου. Στην παραστατική φράση, “ανοίγει δρόμο ανάμεσα στις ζελενιές”, έρχεται ως αντίστιξη η μετωνυμική, “με κόπο παραμερίζει τα χρόνια, όπως τις καλαμιές στα βάλτα”. Και οι δυο σκηνές χωράνε στην ίδια σεκάνς, σαν δυο πλάνα. Το πρώτο μακρινό, το δεύτερο κοντινό, καταλήγει με την ανάδυση του παππού στο παρόν ενός βασανισμένου βίου, του οποίου σπαράγματα ανασύρονται σε άλλα διηγήματα.
Ο αφηγητής του Κοψαχείλη συμπαρατάσσεται “με τους λυπημένους”, όπως προϊδεάζει και το μότο του βιβλίου. Πρόκειται για δάνειο από το μότο μιας ποιητικής συλλογής με τον παράδοξο τίτλο «Με των αλόγων τα φαντάσματα», που τυπώθηκε πριν 25 χρόνια στο ιστορικό, πλέον, τυπογραφείο του Φίλιππου Βλάχου. Όσο για τον ποιητή, είναι ο Χρήστος Μπράβος, συνονόματος του παππού των διηγημάτων. Ή, μήπως, είναι ο παππούς εκείνος που πήρε το όνομά του από τον ποιητή; Διόλου απίθανο, αφού στις προ εικοσαετίας δημοσιεύσεις των διηγημάτων δεν ονοματίζεται. Όπως και να έχει, στο μότο, το μικρό όνομα του ποιητή θα προτιμούσαμε να αναγράφεται ακέραιο. Ένας λόγος θα ήταν για να μνημονευθεί ένας ποιητής που άφησε ένα σχεδόν μοναδικό στίγμα στην μεταπολεμική ποίηση, παρόλο που έφυγε νωρίς - τριάντα εννιά χρονών, το 1987. Υπάρχει, όμως, και ένας δεύτερος λόγος, που αφορά το βιβλίο. Τα διηγήματα του Κοψαχείλη διατηρούν κάποιους δεσμούς συγγένειας με τα ποιήματα του Μπράβου, στο βαθμό που αμφότερα ορίζονται από τους γειτονικούς γενέθλιους τόπους των δυο συγγραφέων - Λιτόχωρο Πιερίας, Δεσκάτη Γρεβενών. Ταυτόχρονα, μετράνε την απόσταση ανάμεσα στη γενιά του ’80, στην οποία παίρνει με καθυστέρηση, αλλά αυτοδικαίως, τη θέση του ο Κοψαχείλης, και εκείνη του ’70, στην οποία έχει ταξινομηθεί ο Μπράβος, και εκείνος με καθυστερημένη εμφάνιση. Το μότο το αφιερώνει ο ποιητής στον πατέρα του και είναι “ενθύμιον λύπης” για τους ηττημένους της δικής του γενιάς, εκείνους του Εμφυλίου. Το ίδιο μότο, στο πρόσφατο βιβλίο, αναφέρεται σε ανθρώπους μιας ορεσίβιας κοινότητας, που είχαν δύσκολη ζωή. Ο αφηγητής του Κοψαχείλη δεν ανακαλεί ιστορίες από τη δεκαετία του ’40. Μόνο ένα διήγημα, «Ο Αλή Τσαούσης», τοποθετείται σε ταραγμένη εποχή. Είναι μια αφήγηση από τα χρόνια του προπάππου του, που πρόλαβε να ζήσει με το φόβο του Τούρκου, όταν ο Όλυμπος είχε γεμίσει αντάρτες.
Στα διηγήματα, το αίσθημα της λύπης λες και έρχεται από τις πηγές της αφήγησης, όπως η έκκριση ιδρώτα από τους πόρους του δέρματος. Τα ιθαγενή στοιχεία αποδεικνύονται ακένωτη πηγή, σωστός πακτωλός, διηγήσεων. Τίποτα δεν είναι αξιοθέατο, δηλαδή τουριστικό ή ηθογραφικό. Ο γενέθλιος τόπος αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς, όχι μόνο ως ασαφής γεωγραφικός χώρος, αλλά, κυρίως, ως τόπος μνήμης. Τόπος, όμως, στοιχειωμένος με τους αδιόρατους κινδύνους που κρύβει η μνήμη των νεκρών. Φύση και άνθρωποι αναπλάθονται με την αρχαϊκή τους μορφή, όπως σώζονταν μέχρι τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Ξεδιπλώνονται οι ιστορίες τους και μέσα σε αυτές χωνεύονται οι ιστορίες, που εκείνοι αφηγούνταν για τη δική τους δύσκολη ζωή, αλλά και των γονιών και των παππούδων τους. Η ανάπλαση αυτού του κόσμου, οριστικά πλέον απολεσθέντος, γίνεται με σύγχρονη ευαισθησία, καταφεύγοντας σε καινοφανείς, προσωπικούς τρόπους. Η γραφή διατηρεί την ιθαγένειά της, χωρίς καθόλου να ξενίζει ο εμπλουτισμός της με το τοπικό ιδιόλεκτο. Δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί, αλλά σαν κάτι να την συνδέει με το δημοτικό τραγούδι. Πρόκειται, δηλαδή, για λανθάνοντα ή μακρινό απόηχο.
Πυκνή η αφήγηση, βασίζεται στο ρήμα, αποφεύγοντας την καλολογία του επιθέτου. Την στερεώνουν τα ονόματα των πραγμάτων και ο αποκλεισμός των ουσιαστικοποιημένων λέξεων, που απονευρώνουν τις αφηγήσεις των νεότερων. Σημειωτέον ότι τα πράγματα που αναφέρονται στα διηγήματα του Κοψαχείλη, ανήκουν σε έναν παλαιό, άγνωστο σήμερα, κόσμο. Άλλωστε, τα ονόματα των πραγμάτων σβήνουν πρώτα, ενώ τα ίδια τα πράγματα, τουλάχιστον ορισμένα από αυτά, διασώζονται, χάρις στη μεταμόρφωσή τους από χρηστικά σε συλλεκτικά. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για μια στατική αφήγηση, περιγραφικού χαρακτήρα. Η εναλλαγή εικόνων και σκηνών γίνεται με γοργό ρυθμό, σχεδόν κινηματογραφικής διαδοχής. Βεβαίως, δεν έχουμε κατά νου τον αμερικάνικο κινηματογράφο του μεγάλου κοινού, αλλά ως προς την ατμόσφαιρα και όχι το ρυθμό, κάποιες ταινίες τύπου Αγγελόπουλου. Πέραν της επικαιρότητας, ένα κοινό στοιχείο αυτών των ταινιών, που γνώρισαν την μέσα Ελλάδα στο παγκόσμιο κοινό, με τα διηγήματα είναι το ορεινό ή παραποτάμιο σκηνικό. Είναι, επίσης, τα μουντά χρώματα, κάποτε το βαθύ της νύχτας, σε σύμμιξη με το ομιχλώδες της μνήμης, που έχουν τα χιονισμένα τοπία. Ενδεικτικός ο τίτλος, «Νύχτα με χιόνι», αλλά και το θέμα του πρώτου διηγήματος, που δημοσίευσε ο Κοψαχείλης.
Κυρίαρχος είναι ο φόβος του θανάτου, που έρχεται σαν “γράγγωμα στο στήθος”. Ένας τρόπος για την αντιμετώπιση αυτού του μεταφυσικού φόβου στάθηκε ανέκαθεν ο εξορθολογισμός του. Γι΄αυτό και η λαϊκή φαντασία θέλει τον Χάροντα με σαφή παραστατική εικόνα. Εκτός αυτού, τον θέλει να κρατάει μια σειρά όταν έρχεται να πάρει κάποιον. Τον παίρνει, λένε, όταν έρχεται η ώρα του. Με το ρίγος του θανάτου να παίζει ευαίσθητη πυξίδα στο βόρισμα του καιρού, ο συγγραφέας στήνει διηγήματα με ήρωες, άλλους έρμαια του φόβου κι άλλους στωικούς να ετοιμάζονται. Στα διηγήματα είναι συχνά τα συναπαντήματα με τον Χάροντα. Στο τελευταίο της συλλογής, «Ο ίσκιος», είναι ο παππούς αυτός που τον αντικρίζει. Εδώ, ελλειπτική η αφήγηση, κινείται σε μια ατμόσφαιρα παραλόγου. Το διήγημα είχε δημοσιευτεί παλαιότερα με διαφορετική την καταληκτική παράγραφο. Κατά μια εκδοχή, ο Χάροντας δεν θα πάρει τον παππού. Για άλλον θα χτυπήσουν οι καμπάνες του χωριού. Όμως εκείνος θα μείνει σαν παραλογισμένος σε μια πέτρα, τρέμοντας την επιστροφή του. Έτσι, η αφήγηση επανέρχεται σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο, σε αντίθεση με την πρώτη εκδοχή, που μένει στην επικράτεια του υπερφυσικού. Ίσως αυτή η παλαιότερη παραλλαγή να ήταν προτιμότερη για την περιγραφή ενός υπερφυσικού φόβου, που σκιάζει “ανθρώπους και κτήνη”.
Οι άνθρωποι αυτού του αλλοτινού κόσμου παραμένουν στενά δεμένοι με τα ζωντανά τους. Δεν πρόκειται, βέβαια, για την άρρωστη σχέση του σημερινού αστού, αλλά για μια αλληλοεξάρτηση προς κοινή επιβίωση. Θα ήταν ύβρις να αποκαλέσει κανείς τα διηγήματα του βιβλίου ζωοφιλικά. Συμπαρατάσσονται όλα στο φόβο του Χάροντα, είτε αυτός έρθει για άνθρωπο του σπιτιού είτε για τη λαγωνίκα, το άλογο, την κατσίκα, ανεξάρτητα αν αυτό είναι νεαρό ή γερασμένο. Για να αισθητοποιήσει το μεταφυσικό φορτίο του θέματός του, ο συγγραφέας δοκιμάζει τις διόδους πέραν των αισθητηριακών εμπειριών. Κατ’ όναρ γίνεται το αντάμωμα του αφηγητή με την πεθαμένη μητέρα του. Σαν οπτική παραίσθηση ανθρώπων μεγαλωμένων με ιστορίες για φάσματα προσφιλών νεκρών, φέρει ο αφηγητής σε πέρας το αλλόκοτο θέλημα του πεθαμένου παππού. Σαν υποβολή μακρόχρονων αφηγήσεων για θαύματα και αγίους, γίνονται οι φοβικές συναντήσεις με έναν Άγιο Αντώνιο, που φέρνει μορφικά στον Χάροντα, και τον Άγιο Διονύσιο τον Ολυμπίτη, που άστραψε και βρόντηξε όταν ιερόσυλοι υλοτόμοι άγγιξαν τα αιωνόβια ρόμπολα του μοναστηριού του.
Δυο διηγήματα ξεφεύγουν από τη μελαγχολική ατμόσφαιρα. Το ένα ανιστορεί το πάθημα ενός αγρότη, πολύ μύωπα, που ποτέ δεν μπόρεσε να δει την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου και ολόκληρης της Ελλάδας κι ας είχε τον Μύτικα μια ζωή σημείο κατατεθέν στον ορίζοντα. Κάτι που δεν έβλεπε, κάτι που ο νους του συχνά πυκνά σερνόταν “στα σκοτεινά θολάμια της μνήμης”, πέρασε την αλεπού για το σκύλο του και την άφησε να μπει στο κοτέτσι. Η σκηνή της αναμέτρησης άντρα και αλεπούς, μέσα στο κοτέτσι, δείχνει, με την εύθυμη κορύφωσή της, τις δυνατότητες του συγγραφέα και για άλλου τύπου αφηγήσεις. Ακόμη και ερωτικές, καθώς στο φαιδρό κλείσιμο του διηγήματος υπάρχει και ένα πρωτότυπο ως σύλληψη ηδονικό σκίρτημα. Πιο ερωτικό προβάλλει ένα άλλο διήγημα με τον αφηγητή πεντάχρονο, να νιώθει την πρώτη ερωτική αναστάτωση, κοιτάζοντας τις νωπογραφίες στον γυναικωτή της εκκλησίας, με την πόρνη στο κολαστήριο, και μετά, στο γυρισμό, παρακολουθώντας το σμίξιμο των ζωντανών. Μπορεί να σιχαίνεται, μπορεί να τρομάζει, αλλά ο ερεθισμός του ζωηρεύει. Αυτά τα διηγήματα είναι από τα πρόσφατα του Κοψαχείλη.
Ο τίτλος του βιβλίου ανταποκρίνεται στο ομοιογενές στοιχείο των διηγημάτων αλλά λειτουργεί και σαν πλάγια μνημόνευση του περιοδικού, όπου ο Κοψαχείλης δημοσίευσε για πρώτη φορά τα διηγήματά του. Θυμίζουμε στους Ιεροσολυμίτες, την παρέα εκείνου του περιοδικού, που φιλοδόξησε να διαμορφώσει μια λογοτεχνική νησίδα εκτός της αγοραίας περιοχής. Η παρέα, βέβαια, σκόρπισε. Ήταν ο Γιάννης Πατσώνης, που ως συγγραφέας προϋπήρχε του περιοδικού. Ήταν ο Γεράσιμος Δενδρινός και ο Μίνως Μαρκάκης, που εξέδωσαν βιβλίο νωρίς και νωρίς φαίνεται να σιώπησαν. Ήταν ο Γιώργος Γκολομπίας, που τα διηγήματά του εκδόθηκαν από τους φίλους του μετά τον θάνατό του. Ήταν ένας δυο ακόμη ταλαντούχοι, που επιμένουν να κρατάνε κλειδωμένα τα συρτάριά τους. Ήταν ο Κοψαχείλης, που υπέκυψε στον πειρασμό να βγάλει βιβλίο. Ίσως αυτός να είναι ανάμεσα στους τελευταίους, που κουβαλούν ακόμη μύθους του αγροτικού χώρου.
Αποφθεγματικά και ενδεχομένως αυθαίρετα, θα λέγαμε, ότι ο Κοψαχείλης έχει πιάσει και ξετυλίγει τον αριάδνειο μίτο ενός κόσμου καταδικασμένου από καιρό σε αφάνεια. Ας ελπίσουμε το εμπνευσμένο ξετύλιγμα να μη σταματήσει εδώ, γιατί, κατά τον Χρήστο Μπράβο: «Τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά/ δε φαίνεται στο χάρτη».
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 5/2/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου