Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

ΑΛΕΞ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ Μικρά σχόλια για τα εορταστικά διηγήματα

Ημέ­ρα που εί­ναι σή­με­ρα, α­ντί να α­να­δη­μο­σιεύ­σου­με έ­να α­πό τα ε­ορ­τα­στι­κά διη­γή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη, θα κά­νου­με κά­ποια σχό­λια σχε­τι­κά με αυ­τά και γε­νι­κό­τε­ρα για το έρ­γο του. Πραγ­μα­τά­κια πο­λύ γνω­στά, που, ω­στό­σο, μπο­ρεί κά­ποιοι να τα α­γνοούν. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης ξε­κί­νη­σε, δη­μο­σιεύο­ντας σε συ­νέ­χειες τέσ­σε­ρα ε­κτε­νή πε­ζά, τα ο­ποία, σή­με­ρα, α­να­φέ­ρο­νται ως μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Ο ί­διος, πά­ντως, μό­νο το δεύ­τε­ρο, «Οι Έμπο­ροι των Εθνών», χα­ρα­κτη­ρί­ζει μυ­θι­στό­ρη­μα. Το πρώ­το, «Η Με­τα­νά­στις», το α­πο­κα­λεί “διή­γη­μα πρω­τό­τυ­πο­ν”, το τέ­ταρ­το, το «Χρή­στος Μη­λιό­νης», το χα­ρα­κτη­ρί­ζει α­πλώς διή­γη­μα, ε­νώ στο τρί­το, «Η Γυ­φτο­πού­λα», δεν προσ­δί­δει κα­μιά ταυ­τό­τη­τα. Αυ­τά δη­μο­σιεύ­θη­καν α­πό τον Σε­πτέμ­βριο του 1879 μέ­χρι τον Νοέμ­βριο του 1885. Στη συ­νέ­χεια, α­πό τα Χρι­στού­γεν­να του 1887 και μέ­χρι τέ­λους, δη­μο­σιεύει διη­γή­μα­τα. Στα πρώ­τα α­πό αυ­τά, προ­σθέ­τει ε­πε­ξη­γη­μα­τι­κούς χα­ρα­κτη­ρι­σμούς, ό­πως “α­να­μνή­σεις”, “νη­σιω­τι­κή πα­ρά­δο­σις”, “μι­κρά με­λέ­τη” κ.ά., ε­νώ δεν πα­ρα­λεί­πει τον προσ­διο­ρι­σμό διή­γη­μα. Πι­θα­νώς για­τί, αρ­χι­κά, η δη­μο­σίευ­ση διη­γή­μα­τος συ­νι­στού­σε γι' αυ­τόν και­νο­φα­νή δρα­στη­ριό­τη­τα. Αλλά και για τον Τύ­πο της ε­πο­χής, η δη­μο­σίευ­ση ε­νός διη­γή­μα­τος ε­ξα­κο­λου­θού­σε να α­πο­τε­λεί και­νο­το­μία. Μο­να­δι­κή ε­ξαί­ρε­ση, εν μέ­σω των διη­γη­μά­των, η δη­μο­σίευ­ση σε συ­νέ­χειες, το 1903, του ε­κτε­νούς πε­ζού, «Η φό­νισ­σα», που φέ­ρει ως υ­πό­τιτ­λο “κοι­νω­νι­κόν μυ­θι­στό­ρη­μα”. Σή­με­ρα, ο­ρι­σμέ­να α­πό αυ­τά, με βά­ση κυ­ρίως την έ­κτα­σή τους, α­πο­κα­λού­νται νου­βέ­λες, χα­ρα­κτη­ρι­σμό που ου­δέ­πο­τε χρη­σι­μο­ποίη­σε ο ί­διος.

Πο­σο­τι­κή και χρο­νι­κή κα­τα­νο­μή

Συ­νο­λι­κά γνω­ρί­ζου­με 170 διη­γή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη. Από αυ­τά, τα 36 εί­ναι γραμ­μέ­να με α­φορ­μή τις δυο με­γά­λες χρι­στια­νι­κές ε­ορ­τές. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, στην ε­ορ­τα­στι­κή πε­ρίο­δο Χρι­στου­γέν­νων, Πρω­το­χρο­νιάς και Φώ­των, για την ο­ποία συ­νή­θως χρη­σι­μο­ποιού­με τον προσ­διο­ρι­σμό “οι γιορ­τές”, α­να­φέ­ρο­νται 25 διη­γή­μα­τα, ε­νώ, στην ε­ορ­τή του Πά­σχα ε­στιά­ζουν 11. Τα διη­γή­μα­τα για τις “γιορ­τές” υ­πο­διαι­ρού­νται πε­ραι­τέ­ρω σε 18 διη­γή­μα­τα για τα Χρι­στού­γεν­να, που, για τον Πα­πα­δια­μά­ντη, α­ντι­στοι­χούν στο τε­τραή­με­ρο, α­πό την πα­ρα­μο­νή μέ­χρι την τρί­τη η­μέ­ρα, του Αγίου Στε­φά­νου, σε τρία για το διή­με­ρο της πα­ρα­μο­νής και α­νή­με­ρα της Πρω­το­χρο­νιάς και σε δυο για το ε­πό­με­νο διή­με­ρο, των Φώ­των. Μέ­νουν δύο διη­γή­μα­τα: το πα­ρα­μυ­θι­κού χα­ρα­κτή­ρα «Τα πτε­ρό­ε­ντα δώ­ρα» και «Ο έ­ρω­τας στα χιό­νια», στο ο­ποίο δυο φο­ρές ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται, ως γε­νι­κό­λο­γος χρο­νι­κός προσ­διο­ρι­σμός, “Χρι­στού­γεν­να, Άις-Βα­σί­λης, Φώ­τα”, θυ­μί­ζο­ντας πε­ρισ­σό­τε­ρο θλι­βε­ρή ε­πω­δό.
Σε ο­ρι­σμέ­να ο ε­πε­τεια­κός χα­ρα­κτή­ρας τους δη­λώ­νε­ται με τον τίτ­λο. (Τρία χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα: «Το χρι­στό­ψω­μο», «Στο Χρι­στό στο Κά­στρο», «Τα Χρι­στού­γεν­να του τε­μπέ­λη». Ένα των Φώ­τω­ν: «Φώ­τα-Ολό­φω­τα». Τέσ­σε­ρα πα­σχα­λιά­τι­κα: «Εξο­χι­κή Λα­μπρή», «Παι­δι­κή πα­σχα­λιά», «Πά­σχα ρω­μέϊκο», «Λα­μπριά­τι­κος ψάλ­της»). Τα πρώ­τα χρό­νια, κα­τά τα ο­ποία συ­νή­θι­ζε να χα­ρα­κτη­ρί­ζει τα διη­γή­μα­τά του, υ­πάρ­χουν και δη­λω­τι­κοί υ­πό­τιτ­λοι, ό­πως “χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο­ν”, “α­γιο­βα­σι­λειά­τι­κο­ν”, “πρω­τό­τυ­πον πα­σχα­λι­νό­ν”. Από μια ά­πο­ψη, ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός δεν πε­ριτ­τεύει. Για­τί, ναι μεν α­πα­ξά­πα­ντα τα ε­ορ­τα­στι­κά δη­μο­σιεύο­νται στις η­μέ­ρες των α­ντί­στοι­χων ε­ορ­τών, αλ­λά σε κά­ποιες χρο­νιές τυγ­χά­νει τις ί­διες μέ­ρες να δη­μο­σιεύο­νται και μη ε­ορ­τα­στι­κά.
Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα ε­ορ­τα­στι­κά διη­γή­μα­τα δη­μο­σιεύο­νται ε­ντός του 19ου αιώ­να, μέ­σα στη δω­δε­κα­ε­τία Χρι­στού­γεν­να 1887 - Χρι­στού­γεν­να 1899. Σε αυ­τήν την πρώ­τη πε­ρίο­δο δη­μο­σιεύει, εν ό­λω, 51 διη­γή­μα­τα, α­πό τα ο­ποία τα 25 εί­ναι ε­ορ­τα­στι­κά. Αντί­στοι­χα, ε­ντός της πρώ­της δε­κα­ε­τίας του 20ου, δη­μο­σιεύει μό­λις 11 κι αυ­τά, μέ­χρι το 1907. Ενώ, συ­νο­λι­κά, μέ­χρι το θά­να­τό του α­θροί­ζει σε αυ­τήν τη δεύ­τε­ρη πε­ρίο­δο 87 δη­μο­σιευ­μέ­να διη­γή­μα­τα. Με άλ­λα λό­για, τα ε­ορ­τα­στι­κά α­πό μια α­να­λο­γία ε­πί του συ­νό­λου 1 προς 2 για την πρώ­τη πε­ρίο­δο, μειώ­θη­καν σε 1 προς 8 τη δεύ­τε­ρη. Εί­ναι προ­φα­νές ό­τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης δεν χρειά­ζε­ται πια την α­φορ­μή των ε­ορ­τών για να γρά­ψει έ­να διή­γη­μα, πό­σω μάλ­λον για να το δη­μο­σιεύ­σει. Να ση­μειώ­σου­με ό­τι τα ε­ορ­τα­στι­κά της δεύ­τε­ρης πε­ριό­δου δεν δη­μο­σιεύο­νται, ό­πως αρ­χι­κά, με ε­τή­σια τα­κτι­κό­τη­τα. Τα τρία πα­σχα­λι­νά εί­ναι σκόρ­πια χρο­νι­κά, ε­νώ τα ο­κτώ για τις “γιορ­τές”, συ­γκε­ντρώ­νο­νται στα τρία δια­δο­χι­κά Χρι­στού­γεν­να, που πέ­ρα­σε στην Αθή­να (τρία το 1904, έ­να, το προ­σφά­τως α­νευ­ρε­θέν «Το Για­λό­ξυ­λο», το 1905 και τέσ­σε­ρα μοι­ρά­ζο­νται Χρι­στού­γεν­να 1906 - Πρω­το­χρο­νιά 1907). Συ­νο­ψί­ζο­ντας, ο Πα­πα­δια­μά­ντης γρά­φει τα ε­ορ­τα­στι­κά διη­γή­μα­τα στις πε­ριό­δους που βρί­σκε­ται στην Αθή­να και τα δη­μο­σιεύει κυ­ρίως στις ε­φη­με­ρί­δες, στις ο­ποίες ερ­γά­ζε­ται (8 στην ε­φη­με­ρί­δα του Λά­μπρου Κο­ρο­μη­λά και με­τά Αρι­στεί­δη Ρού­κη «Εφη­με­ρίς», 12 στην ε­φη­με­ρί­δα του Βλά­ση Γα­βριη­λί­δη «Ακρό­πο­λις» και 3 στην ε­φη­με­ρί­δα του Δη­μή­τρη Κα­κλα­μά­νου «Το Άστυ»). Τα υ­πό­λοι­πα, δε­κα­τρία διη­γή­μα­τα, τα δη­μο­σιεύει σε πέ­ντε ε­φη­με­ρί­δες («Σκριπ», «Εστία», «Με­ταρ­ρύθ­μι­σις», «Πα­τρίς», «Αλή­θεια») και ι­σά­ριθ­μα πε­ριο­δι­κά («Εστία», «Αττι­κόν Μου­σείον», «Το Πε­ριο­δι­κόν μας», «Η Μού­σα», «Νέα Ζωή»), με τους εκ­δό­τες των ο­ποίων ή κά­ποιο βα­σι­κό συ­νερ­γά­τη τους δια­τη­ρού­σε κά­ποια γνω­ρι­μία ή και φι­λι­κή σχέ­ση.

Κα­τα­χρη­στι­κώς ε­ορ­τα­στι­κά

Τα ε­ορ­τα­στι­κά διη­γή­μα­τα γρά­φο­νται μεν στην Αθή­να, αλ­λά δια­δρα­μα­τί­ζο­νται ό­λα, ε­κτός α­πό δυο, στη Σκιά­θο. Ορι­σμέ­να α­πό αυ­τά κα­τα­χρη­στι­κά χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται ε­ορ­τα­στι­κά, α­φού, μό­νο εν πα­ρό­δω, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι εί­ναι η­μέ­ρες ε­ορ­τών, ό­πως στο «Κοκ­κώ­να θά­λασ­σα ή το γράμ­μα της πε­θε­ράς» και στο «Για­λό­ξυ­λο». Τα συμ­βά­ντα, που α­νι­στο­ρού­νται σε αυ­τά τα δυο διη­γή­μα­τα, θα μπο­ρού­σαν να δια­δρα­μα­τί­ζο­νται και σε ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη ε­πο­χή, ω­στό­σο ο προσ­διο­ρι­σμός της χρο­νι­κής πε­ριό­δου δεν προ­στί­θε­ται μό­νο και μό­νο ε­πει­δή δη­μο­σιεύο­νται στις ε­ορ­τές. Το­πο­θε­τώ­ντας ο α­φη­γη­τής τα γε­γο­νό­τα στις γιορ­τές ε­ξά­ρει τη δια­φο­ρε­τι­κή ψυ­χο­λο­γι­κή βα­ρύ­τη­τα, που έ­χουν για τους ή­ρωες. Πά­ντως, τό­σο αυ­τά ό­σο και τα υ­πό­λοι­πα, που εί­ναι και τα πε­ρισ­σό­τε­ρα και των ο­ποίων η δρά­ση εί­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη με τις ε­ορ­τα­στι­κές η­μέ­ρες, δύ­σκο­λα θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν ε­ορ­τά­σι­μα. Δη­λα­δή, διη­γή­μα­τα με εύ­χα­ρι α­τμό­σφαι­ρα, που να συ­νά­δει με τις η­μέ­ρες των ε­ορ­τών. Εδώ α­κρι­βώς, μπαί­νει κα­νείς στον πει­ρα­σμό να δώ­σει μια ψυ­χο­λο­γι­κή ερ­μη­νεία στο μη ε­ορ­τά­σι­μο των διη­γη­μά­των. Για τον οιον­δή­πο­τε μέ­τοι­κο, γιορ­τές μα­κράν της γε­νέ­τει­ρας, ό­σο ευ­νοϊκές και να εί­ναι οι συν­θή­κες στον τό­πο ό­που δια­μέ­νει, φέρ­νουν κα­τή­φεια. Πό­σω μάλ­λον στον Πα­πα­δια­μά­ντη, που ζει στην Αθή­να χω­ρίς οι­κο­γέ­νεια και σπι­τι­κή θαλ­πω­ρή. Δεν εί­χε ού­τε καν φι­λι­κές σχέ­σεις, που να του ε­ξα­σφα­λί­ζουν για το βρά­δυ των Χρι­στου­γέν­νων ή το με­ση­μέ­ρι της Πρω­το­χρο­νιάς ή α­κό­μη και του Πά­σχα μια σπι­τι­κή σύ­να­ξη.
Όπως και να έ­χει, ας δού­με εκ του σύ­νεγ­γυς τα 25 διη­γή­μα­τα, που έ­γρα­ψε ο Πα­πα­δια­μά­ντης για τις γιορ­τές Χρι­στου­γέν­νων, Πρω­το­χρο­νιάς και Φώ­των. Κι ας μην έ­χουν στην πλειο­νό­τη­τά τους την αρ­μό­ζου­σα σε αυ­τές τις μέ­ρες χαρ­μό­συ­νη α­τμό­σφαι­ρα. Άλλω­στε, οι γιορ­τές, κα­κά τα ψέ­μα­τα, στους τυ­χε­ρούς και μό­νο φέρ­νουν ευ­φρό­συ­νη διά­θε­ση. Πολ­λοί εί­ναι ε­κεί­νοι που θλί­βο­νται, κα­θώς, μέ­σα στον ε­ορ­τα­στι­κό πε­ρί­γυ­ρο, αι­σθά­νο­νται α­κό­μη ε­ντο­νό­τε­ρα τη μειο­νε­ξία τους. Όπως κι αν αυ­τή εκ­δη­λώ­νε­ται: μο­να­ξιά, αρ­ρώ­στια, α­νέ­χεια ή ό,τι άλ­λο, τε­λο­σπά­ντων, τυ­χαί­νει στον κα­θέ­να. Γι' αυ­τούς, λοι­πόν, τους ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο αυ­ξα­νό­με­νους στις εν­δεείς η­μέ­ρες μας, θα λέ­γα­με ό­τι ται­ριά­ζουν τα θλιμ­μέ­να ε­ορ­τα­στι­κά του Πα­πα­δια­μά­ντη. Ας ξε­κι­νή­σου­με, ω­στό­σο, α­πό τα διη­γή­μα­τα με χαρ­μό­συ­νη α­τμό­σφαι­ρα. Πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι η χα­ρού­με­νη διά­θε­ση ταυ­τί­ζε­ται με την πα­ρου­σία παι­διών. Αν και η εν λό­γω δια­πί­στω­ση δεν ι­σχύει α­ντι­στρό­φως, κα­θώς πολ­λά διη­γή­μα­τα με ή­ρωες παι­διά πόρ­ρω α­πέ­χουν α­πό το να εί­ναι χα­ρού­με­να.

Ήρωες παι­διά

Κα­τ' αρ­χήν, στα πε­ρισ­σό­τε­ρα ε­ορ­τα­στι­κά του Πα­πα­δια­μά­ντη ε­μπλέ­κο­νται και παι­διά. Πε­ρί­που στα μι­σά, αν θε­λή­σου­με να με­τρή­σου­με και τους τρι­τα­γω­νι­στές. Μό­νο, ό­μως, σε τέσ­σε­ρα, θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν η α­τμό­σφαι­ρα κα­θα­ρά εύ­θυ­μη. Στα υ­πό­λοι­πα, τα παι­διά δει­νο­πα­θούν ποι­κι­λο­τρό­πως. Υπο­φέ­ρουν α­πό πεί­να («Η στα­χο­μα­ζώ­χτρα»), πνέ­ουν τα λοί­σθια («Ο πο­λι­τι­σμός εις το χω­ρίον»), εί­ναι η­μι­θα­νή βρέ­φη («Φώ­τα-Ολό­φω­τα»), πά­σχουν δί­πλα στην ε­τοι­μο­θά­να­τη μη­τέ­ρα τους («Η χτυ­πη­μέ­νη»), ή, τέ­λος, έ­χουν κι αυ­τά το μερ­τι­κό τους στις τα­λαι­πω­ρίες των ε­νη­λί­κων («Στο Χρι­στό στο Κά­στρο», «Τα Χρι­στού­γεν­να του τε­μπέ­λη»). Κα­τ' ε­ξαί­ρε­ση, στο α­θη­ναϊκό διή­γη­μα «Φι­λό­στορ­γοι», τα παι­διά κα­λο­περ­νούν, πα­ρό­λο που εί­ναι α­πό ε­κεί­να του Ορφα­νο­τρο­φείου, κι αυ­τό για­τί στά­θη­καν τυ­χε­ρά και τα α­νέ­λα­βαν πραγ­μα­τι­κοί “φι­λό­στορ­γοι”, οι ο­ποίοι και πα­ρου­σιά­ζο­νται ως μάλ­λον γρα­φι­κή ε­ξαί­ρε­ση της α­θη­ναϊκής γει­το­νιάς “εις την ε­σχα­τιάν της πό­λεως, ε­κεί­θεν του Με­τα­ξουρ­γείου”. Πα­ρα­πλή­σια πε­ρι­γρά­φε­ται η κα­τά­στα­ση και στο σκια­θί­τι­κο «Οι ε­λα­φροΐσκιω­τοι», ό­που για­γιά και μά­να, πα­ρά τα βά­σα­νά τους, με τον γα­μπρό και σύ­ζυ­γο, που, α­ντι­στοί­χως, τους έ­τυ­χε, τα κα­να­κεύουν. Μό­νο που, σε αυ­τά τα δυο διη­γή­μα­τα, τα παι­διά δεν πρω­τα­γω­νι­στούν, ού­τε κα­θο­ρί­ζουν την α­τμό­σφαι­ρα. Ωστό­σο, στο δεύ­τε­ρο, οι παι­δι­κές στι­χο­μυ­θίες και το πα­ρα­φθαρ­μέ­νο τρα­γού­δι τους ε­λα­φραί­νουν το, κα­τά τα άλ­λα, μάλ­λον βα­ρύ κλί­μα.
Ήρωες παι­διά, για τους πε­ρισ­σό­τε­ρους συγ­γρα­φείς, ση­μαί­νει την πε­ρι­γρα­φή, πρω­τί­στως, παι­χνι­διών. Στα τέσ­σε­ρα, α­μι­γώς εύ­θυ­μα, ε­ορ­τα­στι­κά του Πα­πα­δια­μά­ντη, τα παι­διά λέ­νε τα κά­λα­ντα, κα­νο­ναρ­χούν στη λει­τουρ­γία και τρώ­νε φου­σκά­κια, αλ­λά δεν παί­ζουν. Γε­νι­κό­τε­ρα, στα πα­πα­δια­μα­ντι­κά διη­γή­μα­τα, δεν υ­πάρ­χουν πε­ρι­γρα­φές παι­δι­κών παι­χνι­διών. Μό­νο, στο «Δαι­μό­νια στο ρέ­μα», σε μια σύ­ντο­μη πα­ρά­γρα­φο, α­να­φέ­ρο­νται παι­διά να παί­ζουν στο ύ­παι­θρο, κι αυ­τό, ό­μως, για να το­νι­στεί το συ­ναί­σθη­μα μειο­νε­ξίας του α­φη­γη­τή έ­να­ντι των συ­νο­μη­λί­κων του. Στα τρία εύ­θυ­μα ε­ορ­τα­στι­κά διη­γή­μα­τα, τα παι­διά λέ­νε τα κά­λα­ντα: “την ε­σπέ­ραν της πα­ρα­μο­νής των Χρι­στου­γέν­νων του έ­τους 185…” στο διή­γη­μα «Της Κοκ­κώ­νας το σπί­τι», “την ε­σπέ­ραν της πα­ρα­μο­νής του Αγ. Βα­σι­λείου” στο «Γου­τού Γου­πα­τού» και “την ε­σπέ­ραν της πα­ρα­μο­νής των Φώ­των του έ­τους 186…” στο διή­γη­μα «Ο Ση­μα­δια­κός». Στο τέ­ταρ­το, το «Ντε­λη­συ­φέ­ρω», κα­νο­ναρ­χούν, συ­νει­σφέ­ρο­ντας το με­ρί­διό τους στα ευ­τρά­πε­λα, που συμ­βαί­νουν κα­τά την α­κο­λου­θία των Χρι­στου­γέν­νων ε­ντός της εκ­κλη­σίας. Πρό­κει­ται για το μο­να­δι­κό χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο χω­ρίς την πα­ρα­μι­κρή σκιά θλί­ψης ού­τε καν με­λαγ­χο­λίας. Και ε­πί­σης, το μο­να­δι­κό, που ε­κτυ­λίσ­σε­ται εξ ο­λο­κλή­ρου, πλην της κα­τα­λη­κτι­κής σκη­νής, ε­ντός του να­ού. Σκη­νές α­πό την χρι­στου­γεν­νιά­τι­κη α­κο­λου­θία υ­πάρ­χουν σε α­κό­μη δυο διη­γή­μα­τα: «Στο Χρι­στό στο Κά­στρο» ε­ντός της ο­μώ­νυ­μης εκ­κλη­σίας και στο διή­γη­μα «Οι ε­λα­φροΐσκιω­τοι» στην Πα­να­γία της Κε­χριάς. Ενώ, σε έ­να τρί­το διή­γη­μα, «Η Γλυ­κο­φι­λού­σα», πε­ρι­γρά­φε­ται το ε­σω­τε­ρι­κό του ο­μώ­νυ­μου, μη σω­ζό­με­νου, πα­ρεκ­κλη­σίου, της Πα­να­γίας της Γλυ­κο­φι­λού­σας, αλ­λά ό­χι κα­τά τη διάρ­κεια λει­τουρ­γίας. Σε αυ­τό το τε­λευ­ταίο διή­γη­μα, η πε­ρι­γρα­φή, κυ­ρίως το τμή­μα που α­να­φέ­ρε­ται στην προ­σκυ­νη­μα­τι­κή ει­κό­να της Πα­να­γίας, α­πο­τε­λεί έ­να κα­λό πα­ρά­δειγ­μα του τρό­που, με τον ο­ποίο ο Πα­πα­δια­μά­ντης με­τα­μορ­φώ­νει την πα­ρά­θε­ση ζω­γρα­φι­κών και λα­ο­γρα­φι­κών στοι­χείων σε συ­ναρ­πα­στι­κή α­φή­γη­ση.

Στην πα­γί­δα του αυ­το­βιο­γρα­φού­με­νου

Από τον πι­στό Πα­πα­δια­μά­ντη, τα­κτι­κό και ε­νερ­γό συμ­μέ­το­χο σε α­γρυ­πνίες και ψάλ­τη, θα α­να­μέ­νο­νταν τα ε­ορ­τα­στι­κά του να εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο εκ­κλη­σια­στι­κά. Όμως, ο Πα­πα­δια­μά­ντης δεν αυ­το­βιο­γρα­φεί­ται, χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει ό­τι δεν αν­τλεί α­πό τις μνή­μες του μυ­θο­πλα­στι­κό υ­λι­κό. Βε­βαίως, πολ­λοί εί­ναι ε­κεί­νοι που υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης στα διη­γή­μα­τά του κα­θρε­φτί­ζει ε­αυ­τόν και μό­νο. Όπως και να έ­χει, στη με­λέ­τη του Παν. Μουλ­λά, «Α. Πα­πα­δια­μά­ντης Αυ­το­βιο­γρα­φού­με­νος», αν­θο­λο­γού­νται 21 διη­γή­μα­τα ως τα κα­τ' ε­ξο­χήν αυ­το­βιο­γρα­φι­κά. Με­τα­ξύ αυ­τών υ­πάρ­χουν και δυο χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα: «Στο Χρι­στό στο Κά­στρο» και «Ο έ­ρω­τας στα χιό­νια». Πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας προ­σω­ρι­νά το δεύ­τε­ρο διή­γη­μα, το πρώ­το θα μπο­ρού­σε να στη­ρί­ζε­ται σε μια παι­δι­κή α­νά­μνη­ση. Ο Ιωάν­νης Φρα­γκού­λας, που ι­χνη­λά­τη­σε συ­στη­μα­τι­κά στο έρ­γο του Πα­πα­δια­μά­ντη τα πραγ­μα­τι­κά πρό­σω­πα της Σκιά­θου, τους τό­πους και τις ι­στο­ρίες, ταυ­τί­ζει τον πα­πά-Φρα­γκού­λη, που πρω­το­στα­τεί στην εκ­δρο­μή “στο Χρι­στό στο Κά­στρο”, με τον πα­τέ­ρα του Πα­πα­δια­μά­ντη, τον πα­π' Αδα­μά­ντιο Εμμα­νουήλ. Οπό­τε ο ί­διος ο Πα­πα­δια­μά­ντης α­ντι­στοι­χεί στον γιο του πα­πά-Φρα­γκού­λη, τον Σπύ­ρο. Ο ί­διος ως “πα­πα­δό­παι­δο­ν”, αλ­λά με πα­τέ­ρα ιε­ρέα α­πο­κα­λού­με­νο “πα­πα-Βαγ­γέ­λης”, εμ­φα­νί­ζε­ται και στο διή­γη­μα «Η συ­ντέ­κνισ­σα», που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στις πα­ρα­μο­νές των Χρι­στου­γέν­νων, στο σα­ρα­νταή­με­ρον, και το ο­ποίο ο­ρι­σμέ­νοι το έ­χουν κα­τα­τά­ξει στα ε­ορ­τα­στι­κά του. Πά­ντα κα­τά τον Φρα­γκού­λα, σε δυο α­κό­μη διη­γή­μα­τα, το «Ντε­λη­συ­φέ­ρω» και το «Ο Ση­μα­δια­κός», ο Πα­πα­δια­μά­ντης πλά­θει τους παι­δι­κούς ή­ρωες ε­μπνεό­με­νος α­πό τα πρώ­τα του ξα­δέλ­φια, τον Αλέ­ξαν­δρο Μω­ραϊτί­δη και τον Σω­τή­ρη Οι­κο­νό­μου, α­ντι­στοί­χως. Πέ­ραν, ό­μως, αυ­τών, το πρώ­το πρό­σω­πο, που υιο­θε­τεί σε ε­πι­μέ­ρους σκη­νές δυο άλ­λων διη­γη­μά­των, υ­πο­δη­λώ­νει την ά­με­ση ε­μπλο­κή του α­φη­γη­τή: στο «Φι­λό­στορ­γοι», ό­που ο α­φη­γη­τής βα­δί­ζει σε δρό­μο α­θη­ναϊκής γει­το­νιάς, και στον πρό­λο­γο του διη­γή­μα­τος «Η Γλυ­κο­φι­λού­σα».

Θύ­τες και θύ­μα­τα

Ωστό­σο, η πη­γή θλί­ψης στα ε­ορ­τα­στι­κά του Πα­πα­δια­μά­ντη δεν εί­ναι η νο­σταλ­γία για τη Σκιά­θο ε­νός μέ­τοι­κου της Αθή­νας. Η νο­σταλ­γία, ό­που πα­ρει­σφρέει, δί­νει τις α­πα­ρά­μιλ­λες πε­ρι­γρα­φές της φύ­σης και των τε­λε­τουρ­γιών. Η στε­νό­χω­ρη α­τμό­σφαι­ρα, που σε ο­ρι­σμέ­να γί­νε­ται κα­θο­ρι­στι­κή ως ε­ντύ­πω­ση, προέρ­χε­ται α­πό την οι­κο­γέ­νεια και τις σχέ­σεις με­τα­ξύ ό­σων δια­μέ­νουν κά­τω α­πό την ί­δια στέ­γη. Αντί της ει­δυλ­λια­κής ει­κό­νας μιας ευ­τυ­χι­σμέ­νης οι­κο­γε­νεια­κής ε­στίας, πε­ρι­γρά­φο­νται α­σφυ­κτι­κοί έως και θα­να­τε­ροί ε­να­γκα­λι­σμοί α­νά­με­σα σε θύ­τες και θύ­μα­τα. Κα­τά κα­νό­να, θύ­τες εί­ναι οι πε­θε­ρές και οι γα­μπροί. Οι πρώ­τες, α­κό­μη κι ό­ταν δεν εί­ναι κα­κούρ­γες, ό­πως στο πρώ­το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο διή­γη­μα, «Το χρι­στό­ψω­μο», α­ντι­πα­θούν τις μέλ­λου­σες ή τις νυν νύ­φες τους. Όταν, μά­λι­στα, ε­κεί­νες εί­ναι φι­λά­σθε­νες ή α­κό­μη χει­ρό­τε­ρα, στεί­ρες, φθά­νουν να εύ­χο­νται το θά­να­τό τους. Οι γα­μπροί εμ­φα­νί­ζο­νται εύ­πι­στοι στις κα­κοή­θειες της μά­νας τους ε­να­ντίον των συ­ντρό­φων τους. Γε­νι­κό­τε­ρα, πα­ρου­σιά­ζο­νται ως ε­πι­πό­λαιοι, α­ντι­με­τω­πί­ζο­ντας τα οι­κο­γε­νεια­κά βά­ρη χω­ρίς την α­ντί­στοι­χη σο­βα­ρό­τη­τα. Τα συ­νή­θη ε­λατ­τώ­μα­τά τους εί­ναι η χαρ­το­παι­ξία, το πο­τό, κά­πο­τε και οι γυ­ναι­κο­δου­λειές. Θύ­μα­τά τους εί­ναι οι αρ­ρα­βω­νια­στι­κιές και οι σύ­ζυ­γοι, που, κα­τά κα­νό­να, εμ­φα­νί­ζο­νται ά­βου­λες και συ­χνά με α­σθε­νι­κή κρά­ση. Το α­γα­θό και συ­νά­μα δυ­να­μι­κό πρό­σω­πο στα διη­γή­μα­τα, αυ­τό που προ­στα­τεύει τα παι­διά, εί­ναι η εκ μη­τρός για­γιά. Συ­νή­θως χή­ρα, εί­ναι αυ­τή που βρί­σκει για την κό­ρη της τον πο­λυ­πό­θη­το γα­μπρό ή ε­ξα­σφα­λί­ζει το στε­φά­νι, ό­ταν ε­κεί­νη δια­τη­ρεί κά­ποιο αί­σθη­μα. Τε­λι­κά, αυ­τή α­να­λαμ­βά­νει και το ρό­λο της μη­τέ­ρας, ό­ταν η κό­ρη της πε­θαί­νει στη γέν­να, ό­πως πο­λύ συ­χνά συμ­βαί­νει στα διη­γή­μα­τα.

Ο κό­σμος των γυ­ναι­κών

Ο κό­σμος του Πα­πα­δια­μά­ντη εί­ναι έ­νας κό­σμος δο­σμέ­νος, ως ε­πί το πλεί­στον, α­πό την πλευ­ρά των γυ­ναι­κών. Αυ­τό γί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο πρό­δη­λο στα ε­ορ­τα­στι­κά έ­θι­μα. Δεν εί­ναι μό­νο τα ε­ορ­τα­στι­κά ε­δέ­σμα­τα, που πε­ρι­γρά­φο­νται συ­χνά διε­ξο­δι­κά και η πα­ρα­σκευή τους, αλ­λά και η στε­νή σχέ­ση με την Εκκλη­σία. Δί­πλα, ό­μως, στη συμ­με­το­χή τους στα εκ­κλη­σια­στι­κά, ως α­να­πό­σπα­στο κομ­μά­τι της θρη­σκευ­τι­κό­τη­τάς τους, προ­βάλ­λει η πί­στη τους σε προ­λή­ψεις και πά­σης φύ­σεως μαγ­γα­νείες. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο πρω­το­χρο­νιά­τι­κο διή­γη­μα «Τα σι­χα­ρί­κια», πε­ρι­γρά­φο­ντας ο α­φη­γη­τής το ε­θι­μο­τυ­πι­κό ε­νός αρ­ρα­βώ­να, ε­πι­μέ­νει σε ό­λες ε­κεί­νες τις ι­διό­τυ­πες τε­λε­τουρ­γι­κές πρά­ξεις, που η πα­ρά­βα­σή τους θεω­ρεί­ται ό­τι φέρ­νει κα­κο­τυ­χία. Ένα άλ­λο διή­γη­μα, «Οι ε­λα­φροΐσκιω­τοι», α­πό τα κα­λύ­τε­ρα ε­ορ­τα­στι­κά, πλέ­κε­ται γύ­ρω α­πό τα μά­για που γί­νο­νται για το “δέ­σι­μο” ε­νός ά­ντρα. Από την ε­πί­ση­μη Εκκλη­σία κα­τα­δι­κά­ζε­ται ό­χι μό­νο το να “δέ­νεις” με μά­για, αλ­λά α­κό­μη και να πι­στεύεις σε αυ­τά. Στο διή­γη­μα, μά­να και κό­ρη, που και μό­νο συλ­λο­γί­στη­καν να προ­σφύ­γουν στα μά­για, φο­βού­νται την ε­ξο­μο­λό­γη­ση. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης υ­παι­νίσ­σε­ται την αυ­στη­ρή στά­ση της Εκκλη­σίας για τα μά­για, πα­ρου­σιά­ζο­ντας σε α­ντι­δια­στο­λή τον “προϊστά­με­νο” μιας “πα­λαιών ε­θί­μω­ν” μο­να­στι­κής κοι­νό­τη­τας” ως τον μό­νο ι­κα­νό να δώ­σει ε­ξι­λα­στή­ριες συμ­βου­λές α­ντί να α­πο­πέμ­ψει τις έ­χου­σες υ­πο­πέ­σει στο εν λό­γω α­μάρ­τη­μα. Εκτός α­πό δει­σι­δαι­μο­νίες και μά­για, οι πρό­λο­γοι δυο διη­γη­μά­των, «Η χτυ­πη­μέ­νη» και «Της Κοκ­κώ­νας το σπί­τι», α­να­φέ­ρο­νται σε α­κα­τοί­κη­τα και ε­ρει­πω­μέ­να σπί­τια ως “κα­τοι­κη­τή­ρια φα­ντα­σμά­τω­ν”. Αν άλ­λοι συγ­γρα­φείς, σε χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα διη­γή­μα­τα, ε­μπλέ­κουν κα­λι­κα­ντζά­ρους, ο Πα­πα­δια­μά­ντης προ­τι­μά φα­ντά­σμα­τα, ε­νώ, εν πα­ρό­δω, α­να­φέ­ρει και βρι­κό­λα­κες.
Όσο για τον κό­σμο των α­ντρών, έ­χει κι αυ­τός το μερ­τι­κό του στα ε­ορ­τα­στι­κά. Δε­δο­μέ­νου ό­τι πρό­κει­ται για σκια­θί­τι­κα διη­γή­μα­τα και οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ά­ντρες εί­ναι θα­λασ­σι­νοί, πε­ρισ­σεύουν τα ναυά­για. Πα­ρα­μο­νές Χρι­στου­γέν­νων συμ­βαί­νει το ναυά­γιο της λέμ­βου, που α­κούει στο πα­ρά­ξε­νο ό­νο­μα «Υπη­ρέ­τρα», στο ο­μό­τιτ­λο διή­γη­μα. Ένα δεύ­τε­ρο ναυά­γιο, αυ­τήν τη φο­ρά μιας βρα­τσέ­ρας, λαμ­βά­νει χώ­ρα πα­ρα­μο­νές Πρω­το­χρο­νιάς, στο διή­γη­μα «Τα Λι­μα­νά­κια». Ενώ, μια τρί­τη βάρ­κα φέρ­νει εις πέ­ρας, πα­ρά την κα­κο­και­ρία, τη με­τα­φο­ρά λί­γων αρ­νιών για το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο τρα­πέ­ζι, στο διή­γη­μα «Το κρυ­φό Μαν­δρά­κι». Γί­νε­ται, ό­μως, και έ­να τρί­το ναυά­γιο, ε­κεί­νο της πα­λαιάς βάρ­κας του Σα­γρή, στο «Για­λό­ξυ­λο». Σε ό­λα αυ­τά δι­εκ­τρα­γω­δού­νται οι πε­ρι­πέ­τειες φτω­χών και τα­λαί­πω­ρων. Υπάρ­χουν, ό­μως, και δυο διη­γή­μα­τα για τα κα­τορ­θώ­μα­τα των κα­πε­τά­νιω­ν: το εύ­θυ­μο «Τ' Μπου­φ' του πλι'» και «Ο Χα­ρα­μά­δος», που σύμ­φω­να με τον α­φη­γη­τή ση­μαί­νει τον α­πο­συ­νά­γω­γο. Αγνοού­με εάν ο κα­πε­τάν Ηρα­κλής ο Κα­λού­μπας, ο ο­ποίος “η­γα­νά­κτη­σε και ί­σως πα­ρε­ξε­τρά­πη κα­τά του Εβραίου φορ­τω­τή”, που αρ­νιό­ταν να εκ­φορ­τώ­σει η­μέ­ρα Σάβ­βα­το, έ­χει κα­τα­γρα­φεί ως έ­νας α­πό τους πρώ­τους α­ντι­ση­μί­τες ή­ρωες της πε­ζο­γρα­φίας μας.

Έρω­τες

Ανά­με­σα στον κό­σμο των γυ­ναι­κών και ε­κεί­νο των αν­δρών, εί­θι­σται να πα­ρεμ­βαί­νει, συ­νή­θως ως συν­δε­τι­κός κρί­κος, ο έ­ρω­τας. Τι γί­νε­ται, λοι­πόν, με τον έ­ρω­τα στα ε­ορ­τα­στι­κά του Πα­πα­δια­μά­ντη; Κα­τ' αρ­χήν, έ­χου­με τον ο­μορ­φο­νιό στο διή­γη­μα «Οι ε­λα­φροΐσκιω­τοι», που βα­σα­νί­ζει, εκ πα­ραλ­λή­λου και για χρό­νια, δυο αρ­ρα­βω­νια­στι­κιές. Ύστε­ρα, δύο α­τυ­χείς έ­ρω­τες: Εκεί­νον του κα­πε­τάν Γιαν­νά­κου του Συρ­μαή για την Κοκ­κώ­να-Αννί­κα, την ο­ποία αρ­ρα­βω­νιά­στη­κε στην Βα­σι­λεύου­σα, του­τέ­στιν την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, αλ­λά την έ­χα­σε φθι­σι­κή, πριν προ­λά­βουν να ε­γκα­τα­στα­θούν στο σπί­τι, που της ε­τοί­μα­ζε στην πο­λί­χνη του νη­σιού του, «Της Κοκ­κώ­νας το σπί­τι» με το ό­νο­μα. Επί­σης, ε­κεί­νον του Βα­σι­λό­που­λου για τη Λου­λού­δω, στο «Άνθος του Για­λού». Στα ε­ορ­τα­στι­κά διη­γή­μα­τα, ο έ­ρω­τας ως κυ­ρίως θέ­μα α­πα­ντά­ται μό­νο σε δυο και πρό­κει­ται για γε­ρο­ντοέ­ρω­τες. Στο πρώ­το, «Ο Αμε­ρι­κά­νος», ξε­κί­νη­σε ως έ­ρω­τας νε­α­νι­κός, κα­τέ­λη­ξε, ό­μως, γε­ρο­ντι­κός, για­τί ε­κεί­νος ξε­νι­τεύ­τη­κε, ε­νώ ε­κεί­νη πα­ρέ­μει­νε πι­στή, α­να­μέ­νο­ντάς τον για εί­κο­σι και πλέ­ον έ­τη. Πα­ρα­δό­ξως, ε­κεί­νος, ό­χι μό­νο ε­πέ­στρε­ψε μια πα­ρα­μο­νή Χρι­στου­γέν­νων, αλ­λά α­μ' έ­πος α­μ' έρ­γον, την Κυ­ρια­κή με­τά την Χρι­στού Γέν­νη­ση, την νυμ­φεύ­θη­κε. Γρά­φου­με πα­ρα­δό­ξως, κα­θώς ο Πα­πα­δια­μά­ντης δεν α­γα­πού­σε τα χά­πι ε­ντ. Το δεύ­τε­ρο, με γνή­σιο γε­ρο­ντοέ­ρω­τα, εί­ναι το διή­γη­μα «Ο έ­ρω­τας στα χιό­νια», που, ό­λως πα­ρα­δό­ξως και χω­ρίς ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία, ο Μουλ­λάς συ­νυ­πο­λο­γί­ζει στα αυ­το­βιο­γρα­φι­κού τύ­που. Το διή­γη­μα κα­τα­λή­γει με το θά­να­το του ε­ρω­τευ­μέ­νου. Δεν εί­ναι, ό­μως, το μό­νο, που κα­τα­λή­γει με έ­ναν νε­κρό. Θα­νά­τους έ­χου­με στο πρώ­το του 1887, «Το χρι­στό­ψω­μο», στο χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο του 1890, «Η χτυ­πη­μέ­νη», σε έ­να α­πό τα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα του 1891, «Ο πο­λι­τι­σμός εις το χω­ρίον», μέ­χρι και σε έ­να α­πό τα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα της τε­λευ­ταίας χρο­νιάς που δη­μο­σιεύει ε­ορ­τα­στι­κά, του 1906, το «Άνθος του για­λού». Σί­γου­ρα, πά­ντως, «Ο έ­ρω­τας στα χιό­νια», εί­ναι το τρα­γι­κό­τε­ρο α­πό τα ε­ορ­τα­στι­κά του. Υπο­σχό­μα­στε Πα­πα­δια­μά­ντη συ­νέ­χεια κα­τά το νέο έ­τος, αν, βε­βαίως, δια­τη­ρη­θεί υ­ψη­λό το α­να­γνω­στι­κό εν­δια­φέ­ρον.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου


Φωτο 1 Το εξώφυλλο της συλλογής «Χριστουγεννιάτικα διηγήματα» στην έκδοση Ηλίας Ν. Δικαίος, του 1912. Το εξώφυλλο και η εικονογράφηση των διηγημάτων έγιναν από τον ζωγράφο Φρίξο Αριστέα. Βιβλιογραφικά αποτελεί την πρώτη εικονογραφημένη έκδοση Παπαδιαμάντη. Ο ίδιος φιλοτέχνησε εξώφυλλα και εικονογράφηση στα Πασχαλινά και τα Πρωτοχρονιάτικα διηγήματα, που εκδόθηκαν, τα μεν πρώτα το ίδιο έτος, τα δε δεύτερα το 1914. Το πορτρέτο, που κοσμεί το εξώφυλλο, είναι, σε άριστη για την εποχή χρωμολιθογραφημένη απόδοση, η μία από τις δύο φωτογραφίες του Παπαδιαμάντη, που τράβηξε το 1908 ο ζωγράφος Γεώργιος Χατζόπουλος στο ατελιέ του.

Φωτο 2 Εικονογράφηση του Μίνου Αργυράκη από παλαιότερη αναδημοσίευση του διηγήματος «Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη».

Φωτο 3 Από την εικονογράφηση του διηγήματος «Ο έρωτας στα χιόνια» του Δημήτρη Μοράρου για την ανθολογία «Να είχεν ο έρωτας σαΐτες! Επτά αγαπητικά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη» με επιμέλεια του Κώστα Ακρίβου των εκδόσεων Μεταίχμιο, 2010.