Θεοδόσης Πυλαρινός
«Εν ειναλίη Κύπρω
έσσετ’ αοιδός
Μελετήματα για
την κυπριακή λογοτεχνία»
Εκδόσεις ΑΙΠΕΙΑ
Αθήνα 2011
O Βασίλης Μιχαηλίδης
================
Στην Πέτρα του Ρωμιού, μια υπέροχη ακτή της Πάφου, λέγεται ότι γεννήθηκε η Αφροδίτη η Κύπριδα. Εκτός, όμως, από την Αφροδίτη, οι Κύπριοι διεκδικούν και τον Όμηρο. Κατά τον Παυσανία, είναι ο μυθικός ποιητής Εύκλος εκείνος που προφήτεψε τη γέννηση του Ομήρου στο νησί από κύπρια μάνα με το στίχο, “Και τότ’ εν ειναλίη Κύπρω μέγας έσσετ’ αοιδός”. Ένας στίχος, που τελικά διαφεύγει του μύθου και αντανακλά την πραγματικότητα. Ακόμη κι αν αφήσουμε τον Όμηρο στην Ιωνία και τις επτά πόλεις που ερίζουν ως γενέτειρες, στη Μεγαλόνησο γεννήθηκε πλειάδα ποιητών και μάλιστα, σε όλες τις περιόδους της ιστορίας της. Αυτήν την ποιητική ανθοφορία έρχεται να μας θυμίσει το καινούριο βιβλίο του Θεοδόση Πυλαρινού, στο οποίο συγκεντρώνονται δεκατέσσερα μελετήματά του. Δυο από αυτά δημοσιεύονται για πρώτη φορά, ενώ τα υπόλοιπα έχουν δημοσιευθεί εντός της τελευταίας πενταετίας σε κυπριακά έντυπα, πλην τριών που παρουσιάστηκαν σε ελλαδίτικες εκδόσεις. Γενικώς, τα βιβλία γύρω από την κυπριακή λογοτεχνία ενδιαφέρουν εκ προοιμίου και ως είδος εν ανεπαρκεία. Εκτός αυτού, σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, η κυπριακή λογοτεχνία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής λογοτεχνίας. Θεωρείται τόσο αναπόσπαστο, ώστε να μην ενσωματώνεται στο λήμμα Κύπρος, αλλά να καταχωρείται στο Ελλάς (Λογοτεχνία). Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των μελετημάτων του Πυλαρινού οφείλεται στο διεξοδικό τρόπο γραφής τους, χάρις στον οποίο τα πρόσωπα της λογοτεχνίας διαπλέκονται με την Ιστορία. Καλύπτουν χρονικά σχεδόν έναν αιώνα, ξεκινώντας με τον Βασίλη Μιχαηλίδη, γεννημένο το 1849, και καταλήγοντας στον Κυριάκο Χαραλαμπίδη, γεννημένο το 1940. Πρόσθετο δέλεαρ, τουλάχιστον για μια μερίδα αναγνωστών, συνιστά η εμμονή του μελετητή στην αναδίφηση του παλαιότερου περιοδικού Τύπου, ελλαδικού και κυπριακού.
Η παράταξη των μελετημάτων στο βιβλίο ακολουθεί την χρονολογική ανέλιξη. Προτάσσονται δυο μελετήματα για τον Μιχαηλίδη. Να θυμίσουμε ότι στον ποιητή είναι αφιερωμένο και το φθινοπωρινό τεύχος του κυπριακού περιοδικού «Νέα Εποχή». Ο Μιχαηλίδης πληροί το αξίωμα που θέλει οι μεγάλοι ποιητές να έχουν πρόβλημα με τη γλώσσα. Με άλλα λόγια, τα ποιήματά τους να είναι το αποτέλεσμα της πάλης μαζί της. Ο ίδιος χαρακτηρίζει εαυτόν “πουλί τραυλό στην γλώσσα”. Κι αυτό, ξεκινώντας, στο ποίημα «Τοις φίλοις αναγνώσταις» της πρώτης του συλλογής, εκείνης του 1882. Ο Πυλαρινός επιλέγει τον στίχο για μότο, καθώς το θέμα του είναι “η πολύμορφη λογοτεχνική γλώσσα” του ποιητή. Ο Μιχαηλίδης δεν έγραψε μόνο στην κυπριακή διάλεκτο, σε αυτήν όμως έδωσε τα καλύτερα ποιήματα, εκείνα με τα οποία και καταγράφτηκε ως ο εθνικός ποιητής της Κύπρου. Εθνικός και χάρις στα πατριωτικά του, με κορυφαίο, «Η ενάτη Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία», που καταλήγει, “Η Ρωμηοσύνη εννά χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!” Ήταν γραμμένο για τον μυημένο στη Φιλική Εταιρεία Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό, τον οποίο απαγχόνισαν οι Οθωμανοί από φόβο μην και μεταδώσει τη φλόγα της Επανάστασης. Τις γλωσσικές διακυμάνσεις του Μιχαηλίδη παρακολουθεί ο μελετητής και στις δημοσιεύσεις ποιημάτων του στις εφημερίδες της Λεμεσού. Από το χωριό Λευκόνοικο της επαρχίας Αμμοχώστου, εγκαταστάθηκε στη Λεμεσό μετά τις σπουδές του στην Ιταλία και την οριστική επιστροφή του στο νησί. Το δεύτερο μελέτημα για τον ποιητή αφορά το ποίημά του, «Η Ανεράδα», δημοσιευμένο το 1893 στην «Σάλπιγγα», ενυπόγραφα, αλλά χωρίς τίτλο. Αντί τίτλου αναγράφεται «Ποίημα (Εις Κυπριακήν διάλεκτον)». Η εξήγηση αυτής της εκ πρώτης όψεως παράδοξης απόκρυψης δίνει την ευκαιρία να σχολιαστεί γενικότερα η σχέση των κύπριων λογίων της εποχής με την κυπριακή διάλεκτο.
Ακολουθεί μελέτημα για τον δεύτερο μεγάλο κύπριο ποιητή, τον Δημήτρη Λιπέρτη, κατά δεκαεπτά χρόνια νεότερο του Μιχαηλίδη. Από την καθαρεύουσα ξεκίνησε, αλλά χάρις στα «Τζιυπριώτικα τραούδκια», που εξέδωσε πενηντάρης πια, εκτιμήθηκε. Ο Πυλαρινός δεν ασχολείται με την ποίησή του, αλλά με την άστοργη αντιμετώπιση που έτυχε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. To 1900, o Λιπέρτης, αφού είχε σπουδάσει σε Βηρυτό και Ιταλία, φιλοδόξησε να φοιτήσει στο “εθνικό κέντρο”. Αν όχι στη Φιλοσοφική, όπου παρακολουθούσε παραδόσεις, τουλάχιστον στην Θεολογική. Σύμφωνα με τα Πρακτικά Θεολογικής Σχολής και Συγκλήτου, η αίτησή του δις απορρίφθηκε.
Στη συνέχεια, παρατάσσονται τρία μελετήματα εκτός ποίησης. Το πρώτο στρέφεται γύρω από τη γνωριμία του Παύλου Νιρβάνα με τον κύπριο λόγιο Μενέλαο Φραγκούδη, διευθυντή της μακρόβιας εφημερίδας της Λεμεσού «Αλήθεια». Με βάση την ειδησεογραφία της εφημερίδας, ο μελετητής περιγράφει τη γνωριμία τους το 1906, “κατά τον κατάπλου του εύδρομου «Ναύαρχος Μιαούλης» στην Κύπρο”, ενώ, με εκτενείς υποσελίδιες σημειώσεις, σκιαγραφεί την τότε λογοτεχνική κίνηση στη Μεγαλόνησο. Σχεδόν ομήλικοι οι δυο συγγραφείς, με τις χρονικές συντεταγμένες του βίου του Νιρβάνα να ταυτίζονται με εκείνες του Λιπέρτη. Αμφότεροι γεννήθηκαν το 1866 και απεβίωσαν το 1937. Το δεύτερο σχολιάζει “την ιδιότυπη γλώσσα του Νίκου Νικολαΐδη”. Το τρίτο αφορά τη γνωριμία δυο ανδρών της Εκκλησίας, του μητροπολίτη Κιτίου Κυπριανού και του Αρχιεπισκόπου Ζακύνθου Διονυσίου Λάτα.
Το ενδιαφέρον κερδίζει το μελέτημα για την πρώτη μεγάλη παιδαγωγό της Λεμεσού, την πρώτη Λαογράφο του ευρύτερου ελληνικού χώρου και την πρώτη λογοτέχνιδα της Κύπρου, καταπώς την συστήνει ο Πυλαρινός. Πρόκειται για την Πολυξένη Λοϊζιάδα, λογία και ποιήτρια, που παραλείπεται στις ελλαδίτικες γραμματολογίες και εγκυκλοπαίδειες. Την τιμά, ωστόσο, το ελλαδίτικο κίνημα για την χειραφέτηση της γυναίκας. Ενώ, η Ειρήνη Ριζάκη, στη μελέτη της «Οι “γράφουσες” Ελληνίδες», αναφέρει το δραματικόν ειδύλλιον, «Η δούλη Κύπρος», που η Λοϊζιάς εξέδωσε το 1890. Στο βιβλίο δημοσιεύονται επιστολές της, στις οποίες προβάλλει η προσωπικότητά της, ενώ δίνεται και μια εικόνα της πολύπλευρης δράσης της. Επίσης, ιχνηλατείται η παρουσία της στην «Εφημερίδα των Κυριών» της σχεδόν συνομήλικής της Καλλιρόης Παρρέν.
Με εξαίρεση τα δυο καταληκτικά μελετήματα για τους ποιητές Ανδρέα Παστελλά και Κυριάκο Χαραλαμπίδη, τα εναπομείναντα είναι αποθησαυρίσματα από «Το Περιοδικόν της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας». Γίνονται με γνώμονα τις ιχνηλασίες κύπριων ποιητών: των ομήλικων Τεύκρου Ανθία και Παύλου Κριναίου, του αριστερού αγωνιστή Θεοδόση Πιερίδη και άλλων συγγραφέων γνωστών στην εποχή τους. Εν κατακλείδι, επειδή η σάτιρα στάθηκε το άλας παλαιότερων εντύπων, ξεχωρίζουμε το μελέτημα για το περιοδικό «Μαστίγιον», που εκδιδόταν στην Λευκωσία επί μια εικοσαετία, 1911-1930, και εξέπνευσε μετά του δημιουργού του. Παραμένοντας ανθηρό, θα μπορούσε η έκδοσή του να συνεχιστεί, αλλά, όπως τα περισσότερα περιοδικά, κυρίως τα σατιρικά, ήταν έργο ενός ανδρός, του ποιητή Ιωάννη Περδίου. Γεννιέται, πάντως, σε εμάς η απορία, γιατί ένας ελλαδίτης καθηγητής του Ιόνιου Πανεπιστήμιου, όπως ο Πυλαρινός, δεν καταπιάνεται με τα ουκ ολίγα σατιρικά έντυπα της Επτανήσου και προτιμά εκείνα της Κύπρου. Όπως και να έχει, το βιβλίο είναι ένα από τα πρώτα των εκδόσεων, που ξεκίνησε το Σπίτι της Κύπρου σε συνεργασία με τις εκδόσεις Πάπυρος και χορηγό την Εταιρεία Φίλων του Σπιτιού της Κύπρου. Αν εξαιρέσουμε τις αδυναμίες στην εικονογράφηση, πρόκειται για μια πολύ καλή τυποτεχνικά έκδοση.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/1/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου