Vivant Denon
«Χωρίς επαύριον»
Μετάφραση Ανδρέας Στάϊκος
Μετάφραση εισαγωγικών κειμένων
και επίμετρου Ιωάννα Λεκκάκου
Εκδόσεις Άγρα
Νοέμβριος 2011
Σελ. 169
Υπάρχουν πολλών ειδών έρωτες. Στο ένα άκρο βρίσκονται οι μακροχρόνιοι, με αποδυναμωμένο το ερωτικό πάθος, και στο άλλο οι έρωτες της μίας νύχτας, με το πάθος να περισσεύει. Για διαφορετικούς λόγους, και στις δυο περιπτώσεις η αβρότητα υποχωρεί και οι λεπτομέρειες στην καλλιέργεια της σαγήνης, που προηγείται της απόλαυσης, παραμερίζονται. Τις απώλειες σε ηδονή των εραστών τις θυμίζει αυτή η εξαίσια νουβέλα ηλικίας κοντά δυόμισι αιώνων και έκτασης περί τις τριάντα σελίδες. Αν απαλειφθούν οι τίτλοι ευγενείας των ηρώων, θα μπορούσε να είχε γραφτεί σήμερα από κάποιον, στον οποίο να ταιριάζει το παρωνύμιο Φαύνος, που απέδιδαν στον συγγραφέα της νουβέλας οι κυρίες της Αυλής των Λουδοβίκων, όλες, ανεξαιρέτως ηλικίας, θύματα της γοητείας του. Αν και μια σύγχρονη εκδοχή, πιθανώς, να μην ακολουθούσε τις δυο παραλλαγές- την πρώτη του 1777 και την δεύτερη του 1812- που αναδημοσιεύονται στον τόμο, αλλά να απέκλινε προς τις ενδιάμεσες επαναγραφές, που χαρακτηρίστηκαν πιο ελευθεριάζουσες.
Η νουβέλα μας θύμισε ένα γκράφιτι σε τοίχο των Εξαρχείων: «Ο ρόλος του έρωτα είναι να επινοεί την ανοικειότητα μικρή μου.» Αυτό, ακριβώς, επιτυγχάνουν οι εραστές της νουβέλας. Μόνο που γι’ αυτήν την αλχημεία, απαιτείται ο ένας να παίζει το ρόλο του μύστη. Με άλλα λόγια, να υπάρχει διαφορά ηλικίας ανάμεσα στους δυο, όπως υπονοεί η τρυφερή επωδός του γκράφιτι και όπως συμβαίνει στη νουβέλα. Εκεί, όμως, κατ’ αντιστροφή, αφού εκείνη είναι μια κυρία κάποιας ηλικίας και εκείνος μόλις εικοσαετής. Σήμερα, που όχι μόνο οι ερωτικές σχέσεις αλλά και οι εκφράσεις έχουν χάσει την αβρότητά τους, τη σχέση των δυο εραστών της νουβέλας θα την αποκαλούσαμε λαθρογαμία και δη, στο γόνατο, αφού και οι δυο είναι δεσμευμένοι. Εκείνη, μάλιστα, διπλά, έχοντας σύζυγο και εραστή. Ενώ, εκείνος είναι ερωτευμένος με μια κυρία της αριστοκρατίας, επίσης διπλά δεσμευμένη, αφού διατηρεί, πλην του νεαρού, δεσμό με δυο εραστές. Στη νουβέλα, η γυναίκα περιγράφεται πλανεύτρα από τη φύση της και πρωτέας στην αλλαγή των προσωπείων, σκηνοθέτις μιας συνεύρεσης, που είναι η αποθέωση του αισθησιασμού. Στη μεταφεμινίζουσα εποχή, οι αντίστοιχες κυρίες με κοινωνικό κύρος - λ.χ., μια γιάπισσα- μπορεί να εμφανίζουν παραπλήσια συμπεριφορά, μόνο που τον έρωτα, όπως και τα λοιπά του βίου, απλώς τα διαχειρίζονται, χωρίς ιδιαίτερη φαντασία. Και μόνο, λοιπόν, γι’ αυτό το λόγο, η νουβέλα συνιστά ένα μοναδικό δώρο για τις κυρίες της καρδιάς σας, μήπως και επανακτήσουν τον αισθησιασμό, που αποστέγνωσαν τρέχοντα μπεστ σέλερ και διαχειριζόμενες σχέσεις.
Παραπλανητικός ο ελληνικός τίτλος του βιβλίου, θα τις θέλξει, καθώς ταιριάζει σε δραματικά ρομάντσα για μοιραίους έρωτες, εξαρχής καταδικασμένους, αλά Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Και μάλιστα, ρομάντσα εποχής, χάρις στη λόγια επίφαση, που προσδίδει εκείνο το επαύριον έναντι του αύριο. Ένας ωραίος τίτλος, που συμφωνεί και με τον αντίστοιχο αγγλικό, αλλά ίσως και να προδίδει το πνεύμα του πρωτότυπου τίτλου, ο οποίος βρίσκεται σε αρμονία με το μύθο της νουβέλας. Πώς, όμως, να αποδοθεί στη γλώσσα μας το «Point de lendemain»; Πάντως, στον τίτλο του πρωτότυπου, που αντανακλά την κατακλείδα της ιστορίας, δεν υπάρχει η δυστυχία ενός οριστικού αποχαιρετισμού. Άλλωστε, στη δεύτερη εκδοχή της νουβέλας, όταν η κυρία αποχαιρετά τον νεαρό εραστή εκείνης της νύχτας, δεν προσθέτει το μελοδραματικό “για πάντα” της πρώτης γραφής. Επίσης, ας μην λησμονούμε, ότι πρόκειται για έναν εικοσάρη, έμμονα προσκολλημένο σε μια άλλη κυρία, ο οποίος, ωστόσο, την προηγούμενη νύχτα, γνώρισε την ηδονή των αισθήσεων. Εκείνο, λοιπόν, που τον απασχολεί στο ταξίδι της επιστροφής, είναι το δίδαγμα αυτής της εμπειρίας, που του έδειξε ότι η ουσία είναι η ηδονή και μάλιστα, όταν είναι απηλλαγμένη από τον ψυχαναγκασμό του έρωτα. Αυτό το εκ της πείρας μάθημα θα είναι το επόμενο σημείο των ερωτικών του αναζητήσεων.
Ποιος, όμως, είναι ο συγγραφέας αυτής της περιώνυμης στα γαλλικά γράμματα νουβέλας, που ο γνωστός γάλλος κριτικός Σαιντ-Μπεβ, στα «Λογοτεχνικά Πορτραίτα» του, την χαρακτηρίζει το μοναδικό πραγματικά κομψό δείγμα στο είδος του ερωτογραφήματος; Για δεκαετίες οι γνώμες διχάζονταν. Άλλοι την απέδιδαν στον Κλωντ Ζοσέφ Ντορά και άλλοι στον Ντομινίκ Βιβάν ντε Νον ή και Ντενόν. Το ερώτημα απαντήθηκε οριστικά, το 1864, με την λεπτομερή εξέταση του ιστορικού των πρώτων εκδόσεων. Στην πρόσφατη ελληνική έκδοση, δίνονται οι σχετικές πληροφορίες και μάλιστα, πολλαπλώς, καθώς, εκτός από τις σημειώσεις, αναδημοσιεύονται δυο πρόλογοι από γαλλικές εκδόσεις της νουβέλας κατά την τελευταία δεκαπενταετία, του συγγραφέα Ζουλιέν Σεντρές και του μελετητή των ιδεών του 18ου αιώνα, Μισέλ Ντελόν. Επίσης, ως επίμετρο, προστίθενται κείμενα των Ανατόλ Φρανς και Μίλαν Κούντερα, καθώς και χρονολόγιο. Εξ όλων αυτών συνάγεται ότι συγγραφέας της νουβέλας είναι ο Ντενόν. Μόνο που τα αλληλοκαλυπτόμενα στοιχεία δημιουργούν την υπόνοια ότι ο πρεσβύτερός του και φίλος του Ντορά μπορεί και να την σφετερίστηκε.
Αναλυτικότερα, η νουβέλα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1777, υπογεγραμμένη με τα αρχικά του Ντενόν, στην παρισινή μηνιαία «Εφημερίδα των Κυριών», που εξέδιδε μια κυρία, στης οποίας το λογοτεχνικό σαλόνι σύχναζε ο Ντενόν. Αρχισυντάκτης ήταν ο Ντορά, ο οποίος και σημειώνει προλογικά ότι η ιστορία του φάνηκε πνευματώδης και πρωτότυπη, γι’ αυτό και την συμπεριέλαβε. Την ξανατύπωσε ο ίδιος ο Ντορά, το 1780, σε δίτομα ανάλεκτα έργων δικών του και άλλων λογίων, όλα δημοσιευμένα στην «Εφημερίδα των Κυριών». Εκεί, η νουβέλα δεν φέρει υπογραφή. Πιθανώς γιατί τα αρχικά της πρώτης υπογραφής, M.D.G.O.D.R., τουτέστιν M. Denon Gentilhomme Ordinaire du Roi, δεν άρμοζαν στο διπλωματικό πόστο, που ο Ντενόν είχε ενδιαμέσως εξασφαλίσει στην Ιταλία. Το ίδιο έτος, όμως, η νουβέλα ξανατυπώθηκε στα Άπαντα του Ντορά. Μόνο που, αυτή τη φορά, δεν είχε εκείνος την πρωτοβουλία, αφού είχε στο μεταξύ – συγκεκριμένα, στις 29 Απριλίου - αποδημήσει. Η πρωτοβουλία καθώς και η επιμέλεια ανήκουν σε έναν συγγενή του, στον οποίο φαίνεται να οφείλεται και η έκδοση του 1802, και πάλι σε τόμο με έργα του Ντορά. Θα πρέπει, εδώ να αναφερθεί, ότι ο Ντορά ήταν ένας μάλλον μέτριος θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος, που φρόντιζε όμως ιδιαίτερα τα της προβολής του. Όπως φαίνεται, ο Ντενόν αδιαφόρησε για το πρώτο τύπωμα της νουβέλας του, όντας πολύ απασχολημένος με την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Υπάρχει, ωστόσο, μαρτυρία, ότι την έκδοση της δεύτερης εκδοχής της νουβέλας, του 1812, και πάλι ανώνυμη, την επιμελήθηκε ο ίδιος. Σύμφωνα με μαρτυρίες, μεταξύ αυτών και του Μπαλζάκ, στη διάρκεια ενός πριγκιπικού δείπνου, όταν ήρθε η συζήτηση στο ανεξάντλητο θέμα της γυναικείας πανουργίας, ο Ντενόν αφηγήθηκε την ιστορία, γοητεύοντας το ακροατήριό του. Έσπευσε, μάλιστα, την επαύριον του δείπνου, να την τυπώσει σε βιβλιάριο για να έχει την ευχαρίστηση να την προσφέρει μετά αφιερώσεως στην ολιγομελή και εκλεκτή ομήγυρη εκείνου του δείπνου. Εικάζεται ότι τυπώθηκαν 25 με 30 αντίτυπα. Εκείνο, πάντως, που κατατέθηκε στην Αυτοκρατορική Βιβλιοθήκη, φέρει, κάτω από το αποστολικό απόφθεγμα, “το γαρ γράμμα αποκτέννει, το δε πνεύμα ζωοποιεί”, που προστέθηκε ως μότο, υπογραφή με τα αρχικά του ονόματός του.
Το μόνο σίγουρο για τον αναμφίβολα πολυτάλαντο αλλά και πολύ άσχημο, τουλάχιστον κατά τη θηλυκή ετυμηγορία της εποχής του, Ντενόν είναι ότι ήταν ένας πνευματώδης συζητητής, που γνώριζε το πως να γοητεύει τους άλλους, ανεξαρτήτως φύλου και κοινωνικής τάξης. Προ παντός, τους ευγενείς και τους αξιωματούχους, παρότι προερχόταν από την εκτός Παρισιού ευκατάστατη αλλά χαμηλόβαθμη αριστοκρατία. Χάρις στους κομψούς και θελκτικούς του τρόπους επέπλευσε στην γαλλική αριστοκρατία παραπάνω από μισό, ιδιαίτερα ταραχώδη, αιώνα. Από το 1769, σε ηλικία είκοσι δυο ετών, που κάνει το ντεμπούτο του στην Αυλή του Λουδοβίκου ΙΕ΄ μέχρι το 1825, που πεθαίνει ως ένας τιμημένος πρεσβύτης στην Αυλή του Κάρολο Ι΄. Ως χαράκτης συστήνεται στον πρώτο Λουδοβίκο, ως διπλωμάτης περιφέρεται στην Ευρώπη, από την Ρωσία στην Ελβετία και την Ιταλία, επί βασιλείας του επόμενου Λουδοβίκου, του ΙΣΤ΄, ως καλλιτέχνης και επιστήμονας, όχι μόνο επιβιώνει, αλλά και προοδεύει στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης. Υπό την προστασία του Ροβεσπιέρου γίνεται χαράκτης της Δημοκρατίας, ως σύντροφος του Μπαράς κυκλοφορεί στα γαλλικά σαλόνια την περίοδο του Διευθυντηρίου, δεν καταποντίζεται όμως μετ’ αυτού, αφού βρίσκεται ήδη υπό την προστασία του Ναπολέοντα. Τότε, σε ηλικία πενήντα ετών, ξεκινά το κύριο και λαμπρότερο στάδιο της ζωής του. Ακολουθεί τον Ναπολέοντα στην εκστρατεία του στην Αίγυπτο, κομίζοντας σχέδια και εκατοντάδες χαρακτικά, τα οποία και εικονογραφούν την ανιστόρηση του «Ταξιδιού στην Κάτω και Άνω Αίγυπτο». Πρόκειται για ένα βιβλίο, που κυκλοφόρησε το 1802 και προκάλεσε αίσθηση στην ταραγμένη Ευρώπη. Πρώτος αιγυπτιολόγος ο βαρώνος πλέον Ντενόν, γίνεται ο πρώτος διευθυντής του Κεντρικού Μουσείου των Τεχνών, το οποίο, το 1803, μετονομάζεται σε Μουσείο Ναπολέοντος. Το 1770, ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ τον είχε τοποθετήσει φύλακα της συλλογής πολύτιμων λίθων της κυρίας ντε Πομπαντούρ, τριάντα χρόνια αργότερα, απαξάπαντες οι καλλιτεχνικοί θησαυροί της χώρας βρίσκονται στη δικαιοδοσία του. Κι εκείνος, όχι μόνο τους φυλάσσει, αλλά με ζήλο τους πολλαπλασιάζει. Ακολουθεί τον Ναπολέοντα στις εκστρατείες του σε Ιταλία, Γερμανία, Αυστρία, Ισπανία, καταγράφοντας επί τόπου τα έργα τέχνης, τα οποία επιτάσσονται και λαφυραγωγούνται. Το 1814, όταν το Μουσείο Ναπολέοντος μετονομάζεται σε Βασιλικό Μουσείο και το Συνέδριο της Βιέννης αποφασίζει την επιστροφή των έργων τέχνης, ο Ντενόν παραιτείται. Ο Σεντρές, προλογίζοντας την πρώτη έκδοση του 21ου αιώνα, τον αποκαλεί λωποδύτη. Υπάρχει, όμως, και η άποψη ότι μόχθησε για ένα μεγάλο μουσείο τέχνης αντάξιο ολόκληρης της Ευρώπης, όπου θα φυλάσσονταν και οι θησαυροί των άλλων ηπείρων, προστατευμένοι από τις τοπικές συγκρούσεις. Το 1870, που πήρε τελικά το όνομα Εθνικό Μουσείο του Λούβρου, ήταν κατά πολύ φτωχότερο.
Επειδή, στην Ελλάδα, τα περισσότερα γίνονται απρογραμμάτιστα και λίγο τυχαία, αντί να γνωρίσουμε τον Ντενόν από τα περί Τέχνης βιβλία του, μας συστήνεται με το ένα και μοναδικό λογοτεχνικό του πάρεργο. Τη νουβέλα, που το βάθος του μύθου της είναι πραγματικό, όπως βεβαιώνει ο Ντορά στο εισαγωγικό μότο της πρώτης δημοσίευσής της στο περιοδικό που διευθύνει. Τι, ακριβώς, εννοεί; Πως μπορεί να είναι εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία ή ότι αντανακλά μια τρέχουσα σε εκείνη την εποχή πραγματικότητα; Πάντως, ο Ντενόν, όταν δεν βρισκόταν υπό την προστασία ισχυρών ανδρών, κατέφευγε στα σαλόνια κυριών, κοσμικών ή λογίων, ή, στις ευτυχείς περιπτώσεις, κοσμικών λογίων όπως η Κερκυραία Ισαβέλλα Θεοτόκη, μετέπειτα κόμισσα Αλμπρίτσι. Η ερωτική τους σχέση ξεκίνησε ταυτόχρονα με την Επανάσταση και χάρις σε αυτήν, όταν βρέθηκε αποκομμένος στη Βενετία. Σαραντάρης εκείνος, ούτε τριάντα η Ισαβέλλα. Περισσότερο, όμως, ενδιαφέρουσα είναι μια άλλη ερωτική ιστορία της Ισαβέλλας, λίγα χρόνια αργότερα, με έναν άλλο συγγραφέα, τότε ακόμη έφηβο, τον Ούγκο Φώσκολο. Εκείνη η ιστορία θυμίζει τη νουβέλα. Ήταν χωρίς επαύριον, όχι, όμως, και της μιας νύχτας, αφού η Ισαβέλλα φέρεται ως μούσα των πρώτων έργων του Φώσκολου. Παρεμπιπτόντως, αν κάποιος εκδότης γοητευθεί από τη νουβέλα, θα μπορούσε να μας προσφέρει σαν συνέχεια τις επιστολές του Ντενόν προς την Ισαβέλλα. Κι αν οι κοντά 300 σελίδες τους φαίνονται πολλές, δεδομένου ότι κράτησε μέχρι το 1816, ας κάνει μια επιλογή των πρώτων και πλέον περιπαθών. Επίσης, παρενθετικά, απορούμε πώς γίνεται ο σχεδιαστής και επιμελητής της έκδοσης να παρακάμπτει τον Ντενόν, επιλέγοντας για εικόνα εξωφύλλου πίνακα ενός άλλου γάλλου ζωγράφου, του λίγο πρεσβύτερου Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ. Αναμφιβόλως, το λεύκωμα, που εκδόθηκε το 2006 για την διακοσιετηρίδα από τον θάνατο του Φραγκονάρ, με τα σχέδια και τους πίνακες, που εκείνος είχε ετοιμάσει για τα παραμύθια του Λα Φονταίν, προσφέρεται για εικονογράφηση της νουβέλας του Ντενόν, αλλά και τα δικά του, έστω χωρίς χρώμα, δεν υστερούν.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 15/1/2012
Λεζάντα φωτογραφίας: Αυτοπροσωπογραφία σε πολλαπλά πρόσωπα του Ντομινίκ Βιβάν Ντενόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου