Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Από τον Ρήγα στον Καποδίστρια

Κων­στα­ντί­νος Σβο­λό­που­λος
«Κα­τα­κτώ­ντας την α­νε­ξαρ­τη­σία
Δέ­κα δο­κί­μια για την Επα­νά­στα­ση του 1821»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη Μάϊος 2010

Τα τε­λευ­ταία χρό­νια, σε ό­λους τους ε­πι­στη­μο­νι­κούς το­μείς, η έ­ρευ­να των πρω­το­γε­νών πη­γών φαί­νε­ται να έ­χει υ­πο­χω­ρή­σει έ­να­ντι των θεω­ρη­τι­κών συλ­λή­ψεων. Αλλά και ό­σοι α­πο­φα­σί­ζουν να κα­τα­πια­στούν με την πλέ­ον ε­πί­μοχ­θη και συ­νά­μα, λι­γό­τε­ρο προ­σο­δο­φό­ρα α­πό ά­πο­ψη ε­πι­στη­μο­νι­κής αί­γλης, με­λέ­τη των πρώ­των μαρ­τυ­ριών, συ­χνά υ­πο­τι­μούν έ­ναν βα­σι­κό πα­ρά­γο­ντα κα­τά τη συ­στη­μα­τι­κή ε­ξέ­τα­ση των δε­δο­μέ­νων. Πρό­κει­ται για τον τρό­πο δια­τύ­πω­σης των ε­ρω­τη­μά­των ή και υ­πο­θέ­σεων ερ­γα­σίας. Για να εκ­μαιεύ­σει ο ε­ρευ­νη­τής ό­λα τα στοι­χεία, που, λ.χ., έ­να έγ­γρα­φο πα­λαιό­τε­ρης ε­πο­χής ε­μπε­ριέ­χει, θα πρέ­πει να εμ­βα­θύ­νει ή, σω­στό­τε­ρα, να ε­ντρυ­φή­σει στις συν­θή­κες υ­πό τις ο­ποίες ε­κεί­νο εί­χε συ­νταχ­θεί. Επι­προ­σθέ­τως, να α­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει τη λο­γι­κή των αν­θρώ­πων που το συ­νέ­τα­ξαν, κα­θώς και τις ε­πι­κρα­τού­σες στην ε­πο­χή τους νοο­τρο­πίες. Αν ε­κεί­νος ε­πι­μέ­νει να δια­τυ­πώ­νει τα ε­ρω­τή­μα­τά του μέ­σα α­πό τις α­ντι­λή­ψεις των πο­λύ με­τα­γε­νέ­στε­ρων δι­κών του χρό­νων, το πι­θα­νό­τε­ρο, ε­κεί­νο να πα­ρα­μέ­νει πει­σμα­τι­κά σιω­πη­λό. Ή, στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, να α­πο­κα­λύ­πτει μέ­ρος της α­λή­θειάς του. Γι' αυ­τό και συ­χνά, ό­ταν έ­νας με­λε­τη­τής ε­πα­να­κά­μπτει, με­τά κά­ποιο χρο­νι­κό διά­στη­μα, στο ί­διο α­ντι­κεί­με­νο με μια φρέ­σκια ο­πτι­κή, α­να­κα­λύ­πτει ε­ξη­γή­σεις, που δεί­χνουν μεν προ­φα­νείς αλ­λά εί­χαν δια­φύ­γει προ­η­γού­με­νων α­να­ζη­τή­σεων.
Ο ι­στο­ρι­κός Κων­στα­ντί­νος Σβο­λό­που­λος α­νέ­κα­θεν στη­ρί­ζε­ται πρω­τί­στως στη μαρ­τυ­ρία των πη­γών. Γε­γο­νός, που έρ­χε­ται να υ­πο­γραμ­μί­σει το πρό­σφα­το βι­βλίο του, με θέ­μα­τα γύ­ρω α­πό την Επα­νά­στα­ση του 1821. Σε αυ­τό συ­γκε­ντρώ­νει δέ­κα δο­κί­μιά του, δη­μο­σιευ­μέ­να, ό­λα πλην ε­νός, στο διά­στη­μα των τε­λευ­ταίων 35 χρό­νων, τα ο­ποία πα­ρα­θέ­τει α­να­δια­τε­ταγ­μέ­να σε χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά. Να θυ­μί­σου­με ό­τι, προ τριε­τίας, εί­χα­με πα­ρου­σιά­σει έ­να άλ­λο βι­βλίο του, και πά­λι για την Επα­νά­στα­ση, το «Προ­μα­χώ­ντας στο Με­σο­λόγ­γι. Έργα και η­μέ­ρες του Θα­νά­ση Ρα­ζι­κό­τσι­κα 1798-1826». Με την ί­δια τα­κτι­κή έ­ρευ­νας, που ε­φάρ­μο­ζε για να α­να­συν­θέ­σει τον βίο του μάλ­λον ά­γνω­στου Θα­νά­ση Ρα­ζι­κό­τσι­κα, προ­χω­ρά και στη διε­ρεύ­νη­ση των δέ­κα, και­νού­ριων, θε­μά­των α­πό το '21. Ου­σια­στι­κά, ε­πα­να­κά­μπτει σε πρω­το­γε­νείς πη­γές, στο­χεύο­ντας στην ε­ξαν­τλη­τι­κή α­ξιο­ποίη­σή τους, χω­ρίς να υ­πο­στέλ­λει την έ­ρευ­να για τον ε­ντο­πι­σμό και νέων αρ­χεια­κών πη­γών κυ­ρίως ε­κτός Ελλά­δος.
Εν αρ­χή, το­πο­θε­τεί­ται ο Ρή­γας Βε­λε­στιν­λής, του ο­ποίου δια­σώ­θη­καν μεν τα έρ­γα αλ­λά ο βίος και η δρά­ση του διέρ­ρευ­σαν μέ­σα α­πό τα κε­νά των ε­λά­χι­στων δια­θέ­σι­μων τεκ­μη­ρίων α­πό την Ιστο­ρία προς τον θρύ­λο. Κύ­ρια, πά­ντως, πη­γή για τα ε­πα­να­στα­τι­κά του σχέ­δια πα­ρα­μέ­νει ο φά­κε­λος που εί­χε κα­ταρ­τί­σει η αυ­στρια­κή α­στυ­νο­μία. Ο Ρή­γας, με τις αρ­χές του Δια­φω­τι­σμού και τις ι­δέες της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης, ε­τοί­μα­σε τη Δια­κή­ρυ­ξη, που τύ­πω­σε τον Οκτώ­βριο του 1797. Σε αυ­τήν, ο­ρα­μα­τί­ζε­ται έ­να ε­νιαίο κρά­τος, με το ό­νο­μα Ελλη­νι­κή Δη­μο­κρα­τία και γλώσ­σα την ελ­λη­νι­κή. Ελλη­νι­κός α­πο­κα­λεί­ται ο λαός του, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει, ό­μως, ό­λα τα γέ­νη που κα­τοι­κούν σε ε­κεί­να τα ε­δά­φη: Έλλη­νες, Αλβα­νοί, Βλά­χοι, Αρμέ­νη­δες, Τούρ­κοι. Σί­γου­ρα πρό­κει­ται για έ­να ε­πα­να­στα­τι­κό σχέ­διο, γι' αυ­τό και ο Ρή­γας κα­τα­τάσ­σε­ται στις ρι­ζο­σπα­στι­κές, φι­λε­λεύ­θε­ρες δυ­νά­μεις. Αρκού­σε, ό­μως, αυ­τό για να ευο­δω­θεί το εγ­χεί­ρη­μά του; Όπως δεί­χνουν νέα ε­ρευ­νη­τι­κά στοι­χεία, ο Ρή­γας δεν στά­θη­κε μό­νο έ­νας ε­θνε­γέρ­της, ού­τε πε­ριο­ρί­στη­κε στην πνευ­μα­τι­κή α­φύ­πνι­ση του λα­ού, αλ­λά προ­χώ­ρη­σε στη α­να­ζή­τη­ση υ­πο­στη­ρι­κτών τό­σο στο ε­σω­τε­ρι­κό της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρίας ό­σο και στις Με­γά­λες Δυ­νά­μεις της ε­πο­χής. Ένας πρώ­τος ή­ταν ο πα­σάς του Βι­δι­νίου, Οσμάν Πα­σβά­νο­γλου, ο “πρώ­τος α­πο­στά­της”, ό­πως τον α­πο­κα­λεί στον «Θού­ριο». Λι­γό­τε­ρο ή ε­λά­χι­στα γνω­στή σή­με­ρα εί­ναι η α­νταρ­σία του Πα­σβά­νο­γλου σε σχέ­ση με ε­κεί­νη του Αλή Πα­σά, έ­δω­σε, ό­μως, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρες ελ­πί­δες στους υ­πό­δου­λους λα­ούς της Βαλ­κα­νι­κής. Όπως και οι ελ­πί­δες που τους α­να­πτέ­ρω­σε ο δεύ­τε­ρος υ­πο­στη­ρι­κτής του Ρή­γα, ο Βο­να­πάρ­τη. Ανε­ξάρ­τη­τα αν δεν ευο­δώ­θη­καν, κα­θώς οι συ­γκυ­ρίες στά­θη­καν δυ­σμε­νείς. Πά­ντως, οι μαρ­τυ­ρίες, που έρ­χο­νται στο φως, δεί­χνουν ό­τι ο Ρή­γας “βά­δι­ζε πε­ριε­σκεμ­μέ­να”. Ο Σβο­λό­που­λος, συ­γκε­ντρώ­νο­ντας στοι­χεία, στή­νει το πλέγ­μα α­πό τις λαν­θά­νου­σες ε­πα­να­στα­τι­κές συμ­μα­χίες στα τέ­λη του 18ου αιώ­να, ό­πως α­κρι­βώς το έ­χει συλ­λά­βει η υ­ψη­λή ποιη­τι­κή έ­ξαρ­ση του Εγγο­νό­που­λου: «... Μπο­λι­βάρ! Εί­σαι του Ρή­γα Φε­ραίου παι­δί, /Του Αντω­νίου Οι­κο­νό­μου - που τό­σο ά­δι­κα τον σφά­ξα­ν- / και του Πα­σβα­ντζό­γλου α­δελ­φός, / Τ' ό­νει­ρο του με­γά­λου Μα­ξι­μι­λια­νού ντε Ρο­μπε­σπιέρ / ξα­να­ζεί στο μέ­τω­πό σου...»
Το δεύ­τε­ρο δο­κί­μιο προ­στί­θε­ται στις δια­θέ­σι­μες μαρ­τυ­ρίες των πε­ριη­γη­τών για την προ­ε­πα­να­στα­τι­κή Ελλά­δα. Σχο­λιά­ζει το α­νέκ­δο­το υ­πό­μνη­μα ε­νός α­σκού­με­νου γάλ­λου προ­ξέ­νου στη Σμύρ­νη κα­τά την πρώ­τη δε­κα­ε­τία του 19ου αιώ­να. Πα­ρου­σιά­ζει ι­διαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον, κα­θώς ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται σε τέσ­σε­ρα νη­σιά - τρία του Αργο­σα­ρω­νι­κού, Ύδρα-Σπέ­τσες-Πό­ρο, και έ­να του Ανα­το­λι­κού Αι­γαίου, τα Ψα­ρά - τα ο­ποία, στε­ρού­με­να αρ­χαίων μνη­μείων, δεν εί­χαν προ­σελ­κύ­σει τους πε­ριη­γη­τές. Πα­ρέ­χει στοι­χεία για την ε­σω­τε­ρι­κή διοί­κη­ση αυ­τών των νη­σιών και το ρό­λο των ξέ­νων δι­πλω­μα­τών, κυ­ρίως, ό­μως, πα­ρου­σιά­ζει το δυ­να­μι­κό που δια­θέ­τουν σε ε­μπο­ρι­κά πλοία, το ο­ποίο συ­νι­στού­σε μια ση­μα­ντι­κή πα­ρά­με­τρο, αν πο­τέ η Γαλ­λία α­πο­φά­σι­ζε να ω­θή­σει σε ε­ξέ­γερ­ση τους υ­πό­δου­λους Έλλη­νες.
Το τρί­το δο­κί­μιο α­να­φέ­ρε­ται στη Φι­λι­κή Εται­ρεία και α­πα­ντά σε έ­να ε­ρώ­τη­μα, για το ο­ποίο έ­χει χυ­θεί πο­λύ με­λά­νι: Ποια ή­ταν η ι­δρυ­τι­κή τριά­δα της Εται­ρείας, που συ­στά­θη­κε στην Οδησ­σό, φθι­νό­πω­ρο του 1814; Για να α­κρι­βο­λο­γού­με δεν α­πα­ντά, α­φού, ό­πως δια­πι­στώ­νει ο με­λε­τη­τής, “σή­με­ρα, ε­νά­μι­σι σχε­δόν αιώ­να αρ­γό­τε­ρα, το έλ­λειμ­μα ε­παρ­κών ι­στο­ρι­κών τεκ­μη­ρίων ε­ξα­κο­λου­θεί να υ­πάρ­χει”. Ωστό­σο, πο­λιορ­κεί το ε­ρώ­τη­μα δια της α­τό­που α­πα­γω­γής και διε­ρευ­νά το κα­τά πό­σο, τω ό­ντι, η Εται­ρεία συ­στά­θη­κε στον συ­γκε­κρι­μέ­νο τό­πο και χρό­νο. Πρώ­τος ι­στο­ρι­κός της Φι­λι­κής Εται­ρείας εί­ναι ο α­γω­νι­στής και γραμ­μα­τέ­ας του Δη­μη­τρίου Υψη­λά­ντη Ιωάν­νης Βα­σι­λείου ή και Βα­σι­λειά­δης, που διέ­πρε­ψε ως δη­μο­σιο­γρά­φος με το ψευ­δώ­νυ­μο Ιωάν­νης Φι­λή­μων. Εν μέ­σω, της δη­μο­σιο­γρα­φι­κής του δρά­σης, εκ­δό­της το 1833 στο Ναύ­πλιο της ε­φη­με­ρί­δας «Χρό­νος» και το 1838, στην Αθή­να, του «Αιώ­να», συ­νέ­γρα­ψε το «Δο­κί­μιον Ιστο­ρι­κόν της Φι­λι­κής Εται­ρείας». Εκεί ο­ρί­ζε­ται η ι­δρυ­τι­κή τριά­δα της Εται­ρείας. Εκτός των δυο α­ναμ­φι­σβή­τη­των πρω­τερ­γα­τών, Νι­κό­λαο Σκου­φά και Αθα­νά­σιο Τσα­κά­λω­φ, ως τρί­τος προ­τεί­νε­ται ο Πα­να­γιώ­της Ανα­γνω­στό­που­λος, στου ο­ποίου τη μαρ­τυ­ρία και στη­ρί­χτη­κε ο Φι­λή­μων. Το «Δο­κί­μιο» προ­κά­λε­σε το μέ­νος του Εμμα­νουήλ Ξάν­θου, που α­πά­ντη­σε με την «Απο­λο­γία» του, διεκ­δι­κώ­ντας την τρί­τη θέ­ση. Ο Φι­λή­μων ε­πα­νήλ­θε, α­πο­λο­γού­με­νος α­πό τις στή­λες της ε­φη­με­ρί­δας του, ε­νώ ο Ανα­γνω­στό­που­λος α­ντα­πά­ντη­σε και ο Ξάν­θος τον α­ντέ­κρου­σε με τα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά» του. Φά­νη­κε, μά­λι­στα, να κερ­δί­ζει την ε­πί­μα­χη θέ­ση στην τριά­δα, λό­γω και του εύ­ρους της μαρ­τυ­ρίας του. Το 2002, στα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά» του προ­στέ­θη­κε η τρί­το­μη έκ­δο­ση του Αρχείου του, με πρό­λο­γο του Ι. Κ. Μα­ζα­ρά­κη-Αι­νιάν. Ο Φι­λή­μων ε­πα­νέρ­χε­ται αλ­λά­ζο­ντας δι­πλω­μα­τι­κά τις δια­τυ­πώ­σεις και πλη­θαί­νο­ντας τα ι­δρυ­τι­κά μέ­λη. Ωστό­σο, ου­σια­στι­κά, πα­ρα­μέ­νει με την α­πο­ρία, δε­δο­μέ­νου ό­τι η πρώ­τη δυά­δα δεν κα­τέ­θε­σε πο­τέ τη μαρ­τυ­ρία της: ο Σκου­φάς για­τί α­να­χώ­ρη­σε νω­ρίς, ο Τσα­κά­λωφ για­τί μέ­χρι τέ­λους προ­τί­μη­σε να σιω­πή­σει. Σιω­πή, που η και­νού­ρια υ­πό­θε­ση ερ­γα­σίας του Σβο­λό­που­λου, θα λέ­γα­με ό­τι, εν μέ­ρει, ερ­μη­νεύει. Αν δε­χτού­με ό­τι η ί­δρυ­ση της Εται­ρείας εί­ναι μια με­τα­γε­νέ­στε­ρα δη­μιουρ­γη­μέ­νη ει­κό­να προς ι­σχυ­ρο­ποίη­ση αυ­τής της μυ­στι­κής ορ­γά­νω­σης, η μαρ­τυ­ρία του Τσα­κά­λωφ θα διέ­λυε μέ­ρος της αί­γλης της. Κα­τ' αυ­τήν την εκ­δο­χή, η δυά­δα Σκου­φάς - Τσα­κά­λωφ ε­πε­ξερ­γά­στη­καν την ι­δέα στη Μό­σχα και με­τά, πρώ­τα στην Οδησ­σό και με­τά στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, μύη­σαν τα πρώ­τα μέ­λη: έ­να, δυο έως και δώ­δε­κα, σύμ­φω­να με τον συν­θη­μα­τι­κό κα­τά­λο­γο του 1818, ό­που ως τρί­τος φέ­ρε­ται ο Νι­κό­λα­ος Γα­λά­της, που κρί­θη­κε α­πο­διο­πο­μπαίος και την δι­καίω­σή του ο­φεί­λου­με στο τε­λευ­ταίο βι­βλίο του Ελευ­θέ­ριου Μω­ραϊτί­νη-Πα­τριαρ­χέα.
Τη δι­καίω­ση ε­νός ε­πι­φα­νέ­στε­ρου προ­σώ­που της Επα­νά­στα­σης, του Αλέ­ξαν­δρου Υψη­λά­ντη, ε­πι­χει­ρεί ο Σβο­λό­που­λος στο τέ­ταρ­το δο­κί­μιο, ε­πα­νε­κτι­μώ­ντας την ε­ξέ­γερ­ση στις πα­ρα­δου­νά­βιες η­γε­μο­νίες. Ου­σια­στι­κά, ε­ντρυ­φεί στην προ­σω­πι­κό­τη­τα του Υψη­λά­ντη, προ­σπα­θώ­ντας να ερ­μη­νεύ­σει τις ε­πι­λο­γές του με βά­ση τον ευ­ρύ­τε­ρο ο­ρί­ζο­ντα σύλ­λη­ψης του ελ­λη­νι­σμού α­πό τους Φα­να­ριώ­τες. Στις σχέ­σεις ρή­ξης του Υψη­λά­ντη με δυο η­γε­τι­κές φυ­σιο­γνω­μίες της ε­πο­χής ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται ο με­λε­τη­τής, για να δεί­ξει, διά της α­ντι­θέ­σεως, τη δι­κή του βα­θιά ρο­μα­ντι­κή, εξ ου και πα­ρορ­μη­τι­κή, πνευ­μα­τι­κή ι­διο­συ­γκρα­σία: τον ρου­μά­νο ο­πλαρ­χη­γό Του­ντόρ Βλα­δι­μη­ρέ­σκου και τον Ιωάν­νη Κα­πο­δί­στρια, που α­κο­λού­θη­σε, μέ­χρι τέ­λους, μια με­τριο­πα­θή στά­ση. Στο προ­τε­λευ­ταίο δο­κί­μιο του τό­μου και το μό­νο α­δη­μο­σίευ­το, ο με­λε­τη­τής ε­πα­νέρ­χε­ται “στο ι­δε­ο­λο­γι­κό στίγ­μα” του Κα­πο­δί­στρια. Τε­λι­κά, ο πρώ­τος κυ­βερ­νή­της της Ελλά­δος διεκ­δι­κεί στρα­τιω­τι­κές ε­πι­τυ­χίες, μέ­τρα ε­σω­τε­ρι­κής ει­ρή­νευ­σης και κυ­ρίως ε­πι­τυ­χείς δι­πλω­μα­τι­κές δια­πραγ­μα­τεύ­σεις. Ένα άλ­λο δο­κί­μιο του τό­μου, α­φο­ρά το τρί­το με­γά­λο συ­νέ­δριο των Δυ­νά­μεων της Πε­ντα­πλής Συμ­μα­χίας στην πό­λη του Λάυ­μπα­χ, που εί­χε διε­νερ­γη­θεί για να κα­το­χυ­ρω­θούν οι αρ­χές της νο­μι­μό­τη­τας και της ι­σορ­ρο­πίας των Δυ­νά­μεων και στο ο­ποίο συμ­με­τεί­χε ο Κα­πο­δί­στριας. Η εί­δη­ση για την έ­νο­πλη ε­ξέ­γερ­ση του Υψη­λά­ντη στη Μολ­δα­βία έ­φτα­σε στο Συ­νέ­δριο στις 19 Μαρ­τίου 1821, φέρ­νο­ντας σε δυ­σχε­ρή θέ­ση τη Ρω­σία, κα­θώς υ­πήρ­χε η φή­μη ό­τι υ­πο­στή­ρι­ζε τους Έλλη­νες. Γι' αυ­τό και ο τσά­ρος Αλέ­ξαν­δρος Α΄, που πα­ρευ­ρι­σκό­ταν, έ­σπευ­σε να δια­βε­βαιώ­σει πε­ρί του α­ντι­θέ­του τον αυ­στρια­κό κα­γκε­λά­ριο Μετ­τερ­νι­χ, τον α­πο­κα­λού­με­νο και “α­μα­ξη­λά­τη της α­πο­λυ­ταρ­χι­κής Ευ­ρώ­πης”, πως εί­ναι σί­γου­ρος ό­τι η ελ­λη­νι­κή υ­πό­θε­ση θα έ­χει την ί­δια κα­τά­λη­ξη με ε­κεί­νες του Πα­σβά­νο­γλου και του Αλή Πα­σά. Πά­ντως, στη διάρ­κεια του Συ­νε­δρίου “ού­τε μια φω­νή δεν α­κού­στη­κε υ­πέρ των Ελλή­νω­ν”.
Στο έ­κτο δο­κί­μιο, σχο­λιά­ζε­ται “η υ­πό­θε­ση ό­τι η Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση α­πο­τε­λεί γε­γο­νός μεί­ζο­νος ση­μα­σίας για την ι­στο­ρία της Ευ­ρώ­πης”. Δια­τυ­πω­μέ­νο το κεί­με­νο σε κά­πως υ­ψη­λό­τε­ρους τό­νους, θα μπο­ρού­σε να προέρ­χε­ται α­πό ο­μι­λία στην Ακα­δη­μία Αθη­νών, πι­θα­νώς, κα­τά την α­να­γό­ρευ­ση του Σβο­λό­που­λου σε μέ­λος το 2003, κα­θώς συ­μπί­πτει χρο­νι­κά η δη­μο­σίευ­σή του στα Πρα­κτι­κά του εν λό­γω Ιδρύ­μα­τος. Όπως και να έ­χει, με­τα­ξύ άλ­λων, μνη­μο­νεύο­νται δυο δια­φο­ρε­τι­κές φω­νές, που νου­θε­τού­σαν τους ε­πα­να­στα­τη­μέ­νους Έλλη­νες προς την κα­τεύ­θυν­ση να αρ­θρώ­σουν πο­λι­τι­κό λό­γο ευ­ρύ­τε­ρα α­πο­δε­κτό και να με­τριά­σουν τον υ­πέρ­με­τρο δη­μο­κρα­τι­κό ζή­λο των πρώ­των δια­κη­ρύ­ξεων. Εί­ναι αυ­τές του Κα­πο­δί­στρια και του Μπάϋρον. Σχε­τι­κή “πα­ραί­νε­ση” του άγ­γλου λόρ­δου α­πο­τε­λεί το α­ντι­κεί­με­νο του ε­πό­με­νου δο­κι­μίου. Ενώ, έ­να ε­κτε­νές δο­κί­μιο, δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1975, α­φο­ρά τις εκ­δη­λώ­σεις του γαλ­λι­κού φι­λελ­λη­νι­σμού στη διάρ­κεια της Επα­νά­στα­σης στο Στρα­σβούρ­γο και γε­νι­κό­τε­ρα, τις πα­ραρ­ρή­νιες πε­ριο­χές. Ελλη­νι­στές, στρα­τιω­τι­κοί αλ­λά και μυ­στι­κές φι­λε­λεύ­θε­ρες ε­ται­ρείες έ­σπευ­δαν με ποι­κί­λους τρό­πους σε βοή­θεια. Πλη­ρο­φο­ρίες για τα φι­λελ­λη­νι­κά έ­ντυ­πα που κυ­κλο­φο­ρού­σαν, δί­νουν οι “κα­τα­στά­σεις” των α­στυ­νο­μι­κών αρ­χών, που πα­ρα­κο­λου­θού­σαν τα τε­κται­νό­με­να εκ του σύ­νεγ­γυς σε μη­νιαία βά­ση.
Το τε­λευ­ταίο δο­κί­μιο α­φο­ρά την α­πό­φα­ση για την σύ­στα­ση α­νε­ξάρ­τη­του ελ­λη­νι­κού κρά­τους και α­πο­κτά ι­διαί­τε­ρη βα­ρύ­τη­τα στη ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία. Επι­σή­μως, ως η­με­ρο­μη­νία της ί­δρυ­σης προσ­διο­ρί­ζε­ται η 3η Φε­βρουα­ρίου 1830, ο­πό­τε συ­νο­μο­λο­γή­θη­κε με­τα­ξύ Ρω­σίας, Γαλ­λίας και Με­γά­λης Βρε­τα­νίας το πρω­τό­κολ­λο του Λον­δί­νου. Ο με­λε­τη­τής, ω­στό­σο, ε­στιά­ζει στις φά­σεις της κυο­φο­ρίας του. Στην τε­λευ­ταία σε­λί­δα, τί­θε­ται και έ­να ε­πί­μα­χο ε­ρώ­τη­μα: Κα­τά πό­σο η α­νε­ξαρ­τη­σία του νέ­ου κρά­τους υ­πήρ­ξε ου­σια­στι­κή. Μέ­χρι του­λά­χι­στον πρό­τι­νος, φαί­νε­ται να ι­σχύει η κα­τα­φα­τι­κή α­πά­ντη­ση του ι­στο­ρι­κού, ό­τι ου­δό­λως οι συμ­βα­τι­κές δε­σμεύ­σεις πε­ριό­ρι­ζαν ου­σια­στι­κά την ελ­λη­νι­κή α­νε­ξαρ­τη­σία. Ξαφ­νι­κά, ό­μως, μέ­σα α­πό τη δει­νή οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση, τον διε­θνή οι­κο­νο­μι­κό έ­λεγ­χο (ΔΝΤ) και το ε­φαρ­μο­ζό­με­νο σή­με­ρα Μνη­μό­νιο, πε­ριήλ­θα­με σε κα­τά­στα­ση ι­διό­τυ­πης πο­λιορ­κίας και το ί­διο θέ­μα τί­θε­ται εκ νέ­ου. Το θέ­μα, λοι­πόν, εί­ναι τώ­ρα τι λες; Ή, με πε­ρισ­σό­τε­ρα και πιο εύ­στο­χα λό­για: «... Κα­λά φά­γα­με, κα­λά ή­πια­με. / Κα­λά τη φέ­ρα­με τη ζωή μας ως ε­δώ. / Μι­κρο­ζη­μιές και μι­κρο­κέρ­δη συμ­ψη­φί­ζο­ντας. / Το θέ­μα εί­ναι τώ­ρα τι λες.», ό­πως το έ­θε­τε πριν σα­ρά­ντα χρό­νια ο Μα­νό­λης Ανα­γνω­στά­κης.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δεν υπάρχουν σχόλια: