Τόμος 8/2009
Εκδόσεις University Studio Press
Θεσσαλονίκη, 2010
Ο «Κονδυλοφόρος» είναι μια ετήσια έκδοση αποκλειστικά αφιερωμένη στη νεότερη ελληνική φιλολογία. Πρόκειται για διάδοχο περιοδικό εκείνου που είχε εκδώσει το 1989 ο Γ. Π. Σαββίδης, με τίτλο, “τον ανάλαφρο γλωσσοδέτη” «Μολυβδο-κονδυλο-πελεκητής». Αυτός ο πρόγονος του «Κονδυλοφόρου» συμπλήρωσε οκτώ τεύχη μέχρι το 2001, που ανεστάλη η κυκλοφορία του. Τα τέσσερα πρώτα είχαν διευθυντή σύνταξης και επιμελητή τον ίδιο τον εμπνευστή του περιοδικού, τον Σαββίδη, ενώ τα τέσσερα επόμενα, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, μια οκταμελή συντροφιά φίλων και μαθητών του. Το 2002 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του «Κονδυλοφόρου» με συντακτική επιτροπή την ίδια οκταμελή ομάδα. Ουσιαστικά, επρόκειτο για μετονομασία του προηγούμενου περιοδικού, την οποία, το πιθανότερο, επέβαλαν εξωφιλολογικοί λόγοι. Σίγουρα, πάντως, όχι η πρόθεση να εξευρεθεί ένας περισσότερο εύστοχος τίτλος.
Ο όγδοος τόμος του «Κονδυλοφόρου» –ας ελπίσουμε, αυτή τη φορά, όχι και ο τελευταίος– κυκλοφόρησε το 2010, αντιστοιχεί, όμως, στο έτος 2009. Η συντακτική επιτροπή, στο εισαγωγικό της σημείωμα περί «Επετείων», το αφιερώνει σε δύο επετείους, μια για κάθε έτος, μη αναφέροντας μια τρίτη, πιθανώς και αναβάλλοντας τη συγκεκριμένη μνημόνευση για τον επόμενο τόμο του περιοδικού. Έχουμε και λέμε: Πρώτη επέτειος, η συμπλήρωση 150 χρόνων –και μάλιστα, σαν σήμερα, στις 2 Οκτωβρίου 1859– από την έκδοση των «Ευρισκομένων» του Διονυσίου Σολωμού, με την φροντίδα του μαθητή και φίλου του Ιάκωβου Πολυλά. Δεύτερη επέτειος, ο θάνατος προ δεκαπενταετίας, στις 3 Ιανουαρίου 1995, της εξέχουσας σολωμίστριας Ελένης Τσαντσάνογλου, στη μνήμη της οποίας αφιερώνεται ο καινούριος τόμος. Τρίτη, μη μνημονευόμενη, επέτειος, ο θάνατος, επίσης προ δεκαπενταετίας, στις 6 Ιουνίου 1995, του Σαββίδη, που, το 2009, αν ζούσε, θα συμπλήρωνε τα ογδόντα. Και οι δυο θάνατοι πρόωροι, αν όχι από τη βιολογική άποψη, αλλά, από την άποψη που κυρίως βαραίνει, της μαχιμότητας ενός ερευνητή.
Στον τόμο προτάσσονται τρία κείμενα για τον Σολωμό. «Εν αρχή ην ο Σολωμός κατά Πολυλάν (1859). Κατόπιν ο Σολωμός κατά Πολυλάν-Πολίτην (1948). Ακολούθησε η φωτογραφική αναπαραγωγή και η τυπογραφική μεταγραφή των αυτογράφων του από τον Πολίτη (1964). Και τώρα έχουμε –και θα έχουμε, λογαριάζω, τουλάχιστον για δυο γενεές– τον Σολωμό κατά Αλεξίου. Κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, θα έπρεπε να είχε προηγηθεί η αναθεώρηση της μεταγραφής των αυτογράφων από την αντάξια διάδοχο του Πολίτη, Ελένη Τσαντσάνογλου...», σχολίαζε ο Σαββίδης, τον Μάϊο του 1994, με αφορμή την έκδοση, «Ποιήματα και Πεζά» Διονυσίου Σολωμού από τον Στυλιανό Αλεξίου. Ωστόσο, η συνέχεια, που σκιαγραφεί ο Σαββίδης, στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο ομαλή ούτε οι σχέσεις των σολωμιστών και τόσο αρμονικές. Η Τσαντσάνογλου, ήδη με τη διδακτορική διατριβή της, το 1978, εισηγήθηκε και στη συνέχεια εφάρμοσε την αναλυτική μέθοδο έκδοσης των ανολοκλήρωτων σολωμικών έργων. Κατά την εκτίμηση της συντακτικής επιτροπής, πρόκειται για μια νέα μέθοδο, τόσο σημαντική, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως αλλαγή του επιστημονικού παραδείγματος στη σολωμική έρευνα. Και όπως γνωρίζουμε, σύμφωνα και με τον Καρλ Πόπερ, που εισήγαγε την έννοια του επιστημονικού παραδείγματος, κάθε αλλαγή του δημιουργεί έντονες αντιπαλότητες.
Μια νεότερη σολωμίστρια, η Κατερίνα Τικτοπούλου, παρουσιάζει ένα ανέκδοτο σατιρικό ποίημα του Σολωμού. Την ύπαρξή του την είχε πρώτος επισημάνει ο Λίνος Πολίτης το 1954. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, το είχε εκ νέου παρουσιάσει η Τσαντσάνογλου. Ήταν το 1979, στο πρώτο μάθημα μιας σειράς, με τίτλο, «Σάτιρα και πολιτική», όπου εκείνη σχολίασε τον σατιρικό πόλο του σολωμικού έργου. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται ακριβώς για ποίημα αλλά για ένα ημιτελές, όχι αποσπασματικό αλλά συνεχούς χαρακτήρα, ιταλικό πεζό, που απαρτίζεται από 27 αριθμημένα “κεφάλαια”. Ακριβέστερα, πρόκειται για σύντομες ενότητες. Από το 27ο υπάρχει μόνο ο τίτλος του. Για ολόκληρο το σύνθεμα δεν δίνεται τίτλος. Αντ’ αυτού, οι μελετητές χρησιμοποίησαν την εναρκτήρια φράση, η οποία έχει αποδοθεί στα ελληνικά από την Τσαντσάνογλου ως «Κλαδάκια που στο τέλος θα δώσουνε το δέντρο». Σε έμμετρο ελληνικό λόγο, ο Σολωμός μορφοποίησε μόνο τα τρία πρώτα δίστιχα, που αντιστοιχούν στα τρία πρώτα “κεφάλαια”. Ο Πολυλάς τα δημοσίευσε στα «Ευρισκόμενα», ενταγμένα στα σατιρικά «Επιγράμματα», με τον τίτλο «Εις ψεύτη». Μαζί δημοσίευσε ένα ακόμη δίστιχο «Προς τους Επτανήσιους», που, στα σολωμικά χειρόγραφα, υπάρχει μόνο σε ένα πρώτο σχεδίασμα του συνθέματος και μετά αφαιρείται.
Η Τικτοπούλου προσδιορίζει το χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο θα πρέπει να γράφτηκε το σύνθεμα, από τον Ιανουάριο του 1848 μέχρι τον Μάϊο του 1850. Στη συνέχεια, σχολιάζει τη δομή του, συγκρίνοντάς την και με τα γνωστά σατιρικά του Σολωμού. Τέλος, το τοποθετεί στο ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο που το ενέπνευσε: το 1848, όταν οι Επτανήσιοι διεκδικούσαν από τον άγγλο αρμοστή ελευθεροτυπία και ελεύθερη εκλογή εκπροσώπων. Αιτήματα, που, σε μια πρώτη φάση, φάνηκε να γίνονται δεκτά από τη Μεγάλη Βρετανία. Όταν, όμως, άλλαξε ο αρμοστής και ήρθε ένας περισσότερο συντηρητικός, οι μεταρρυθμίσεις αναχαιτίστηκαν. Ο ποιητής σατιρίζει τόσο τους “προστάτες” όσο και τους “προστατευόμενους”. Χαρακτηριστικό είναι το δίστιχο, που τελικά αφαίρεσε: «Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και ηγαπημένε, / πάντοτ’ ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε». Το σύνθεμα δημοσιεύεται στον τόμο αντικριστά, το πρωτότυπο και η μετάφραση.
Το δεύτερο σολωμικό κείμενο του τόμου είναι του Δημήτρη Αγγελάτου, τιτλοφορείται «Αναπαριστώντας το υψηλό» και σχολιάζει, σε συγκριτική βάση, τον «Κρητικό» του Σολωμού και τον πίνακα «Η Σχεδία της Μέδουσας» (κατά τον μελετητή, «Το Ναυάγιο της Μέδουσας»). Πρόκειται για το γνωστότερο έργο του ρομαντικού γάλλου ζωγράφου Τεοντόρ Ζερικώ, που πέθανε στα 33 του. Το τρίτο κείμενο, του Αλέξη Πολίτη, δεν θα χαρακτηριζόταν αμιγές σολωμικό. Αφορά, ωστόσο, μια ενδιαφέρουσα πτυχή της σολωμικής ποίησης, αυτήν της υποδοχής της. Ανιχνεύει τι κράτησε από αυτήν και πώς το κράτησε ένα ευρύτερο λαϊκό κοινό, τουλάχιστον μέχρι το 1900, που ο μελετητής τοποθετεί ως όριο της έρευνάς του. Όπως φαίνεται, εκείνα που αγαπήθηκαν, ήταν τα νεανικά του Σολωμού, που μελοποιήθηκαν νωρίς. Τα τραγούδια του, και αυτά όχι αυτούσια αλλά με τις περικοπές και τις αλλαγές, που θεώρησαν αναγκαίες οι κατά καιρούς ανθολόγοι και εκδότες τους. Συμπέρασμα, η σολωμική ποίηση στάθηκε πολύ τολμηρή όχι μόνο για τους συγκαιρινούς του ποιητή, αλλά και για τους κατοπινούς, τουλάχιστον για μισό αιώνα μετά το θάνατό του.
Στον τόμο, εκτός από τα σολωμικά, δημοσιεύονται εννέα ακόμη κείμενα επί διαφόρων φιλολογικών θεμάτων: Θίγεται το γλωσσικό ζήτημα με αφορμή δυο ανέκδοτες επιστολές του Ιάκωβου Πολυλά και του Αργύρη Εφταλιώτη προς τον άγγλο φιλόλογο Ουώλτερ Ληφ. Πρόκειται για επιστολές, που, με πρόσχημα την κριτική του Ληφ για τη μετάφραση της «Ιλιάδας» από τον Πάλλη, δείχνουν τη διαφωνία του Πολυλά με τις γλωσσικές ιδέες του Ψυχάρη και την ταύτιση μαζί τους του Πάλλη. Σχολιάζεται το ποίημα «Ελένη» του Σεφέρη. Παρουσιάζεται η πρώτη ελληνική εφημερίδα. Εκείνη η εβδομαδιαία εφημερίδα, που ίδρυσε ο Γεώργιος Βεντότης στη Βιέννη το 1784 και της οποίας η έκδοση ανεστάλη επ’ αόριστον από την αυστριακή λογοκρισία. Στο κείμενο της Ίλιας Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister παρουσιάζονται νέες μαρτυρίες από γερμανικές πηγές, που εντόπισε. Σύμφωνα με τα καινούρια δεδομένα, ο τίτλος της εφημερίδας ήταν «Ταχυδρόμος της Βιέννης» και επρόκειτο για έντυπο αποκλειστικά ειδησεογραφικού χαρακτήρα, όπως και η κατοπινή «Εφημερίδα» των αδελφών Πούλιου. Το πρώτο φύλλο κυκλοφόρησε στις 28 Ιουνίου 1784, το δεύτερο, στις 5 Ιουλίου και το τρίτο και τελευταίο, στις 15 Ιουλίου. Επίσης παρουσιάζεται ο κύπριος ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης. Παρατίθεται ανάλυση του διηγήματος του Βιζυηνού, το «Αμάρτημα της μητρός μου». Φωτίζεται ο «Καπετάν Μιχάλης» του Νίκου Καζαντζάκη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη σημερινή συγκυρία, που τόσο μας ενδιαφέρει το πώς μας βλέπουν οι Γερμανοί, αποκτούν δύο μελέτες, που έρχονται από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Η πρώτη, της Μαρίας Μπιζά, παρουσιάζει εν εκτάσει την υποδοχή του έργου του Ρίτσου στη Γερμανία. Όπως φαίνεται, οι Δυτικογερμανοί τον έβλεπαν ως πολιτικό ποιητή, ενώ οι Ανατολικογερμανοί ως ερωτικό. Αυτά μέχρι το 1990, γιατί, άπαξ και ενώθηκαν, φαίνεται ότι από κοινού παραμέρισαν τον πολιτικό και ιδεολογικό χαρακτήρα του έργου του. Η δεύτερη μελέτη είναι της Μαριλίζας Μητσού και συνοψίζει το θέμα της με τον εύστοχο τίτλο, «Ρωμιοφιλία εναντίον Φιλελληνισμού». Αντικείμενο της μελέτης είναι η ανθολογία «Νεοέλληνες ποιητές», που τυπώθηκε το 1928 στη Λειψία, με πρόλογο του νομπελίστα Γκέρχαρτ Χάουπτμαν. Ανθολόγος και σε ένα μεγάλο κομμάτι της μεταφραστής είναι ο Καρλ Ντήτεριχ, μαθητής του Καρλ Κρουμπάχερ, που έζησε κατά διαστήματα στην Ελλάδα, πρώτα το 1898 και μετά, το 1924. Η ανθολογία περιλαμβάνει 200 ποιήματα 40 ποιητών, με πρεσβύτερο τον Στέφανο Μαρτζώκη, ήδη αποθανόντα από το 1913, και νεότερο τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Με 12 ποιήματα ανθολογείται ο Καβάφης, με 10 ο Παλαμάς, ενώ ο μέσος όρος είναι 5 ποιήματα ανά ποιητή. Απουσιάζουν οι Καρυωτάκης, Λαπαθιώτης, Μελαχροινός, Φιλύρας, προβλέπεται, όμως, μια τελευταία ομάδα με ποίηση γυναικών. Κατά τη μελετήτρια, πρόκειται για την πρώτη συστηματική παρουσίαση της ελληνικής ποίησης του δημοτικισμού στη Γερμανία. Ο ανθολόγος πρότεινε την “ρωμιοφιλία” σε μια ολοένα υποχωρούσα φιλελληνική εποχή, αλλά, όπως φαίνεται, μάλλον απέτυχε. Εξαιρουμένου του προλόγου του Χάουπτμαν, που μένει προσκολλημένος στο κλασικό ιδεώδες, η ανθολογία επιχειρεί μια “νεορομαντική οριενταλίστικη προσέγγιση της ελληνικής πραγματικότητας”.
Ο τόμος συμπληρώνεται με την αλληλογραφία Γιώργου Θεοτοκά -Ρόδη Ρούφου, σε πρώτη δημοσίευση. Αποτελείται από 35 γράμματα, 17 του πρώτου και 18 του δεύτερου, που ανταλλάχθηκαν στο διάστημα της δεκαετίας 1954-1964. Οι επιμελητές Δ. Καρανίκα και Χ. Λ. Καράογλου πιστεύουν ότι ένα μεγάλο μέρος της αλληλογραφίας λανθάνει. Η αλληλογραφία συμπληρώνεται με την εκτενή βιβλιοκρισία, σε δυο συνέχειες, του Αιμίλιου Χουρμούζιου για το μυθιστόρημα του Ρούφου «Χρονικό της Σταυροφορίας», η οποία δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή», και μια επιστολή του Ρούφου προς τον κριτικό. Θεωρώντας αυστηρή την εν λόγω κριτική ο Ρούφος, διοχέτευσε το θυμό του σε επιστολή. Τελικά, όμως, δεν την έστειλε, ύστερα από συμβουλή του Σεφέρη, που εκτιμούσε ότι θα ήταν μάταιος κόπος.
Αποτολμήσαμε μια εκτενή παρουσίαση του περιοδικού, που πολλοί μπορεί να θεωρήσουν ότι δεν έχει θέση σε μια σελίδα βιβλίου. Ωστόσο, το περιοδικό, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, δεν έχει ούτε την κυκλοφορία αλλά ούτε και την υποδοχή, που επιφυλάσσεται στα αθηναϊκά. Ύστερα, η προμετωπίδα του φιλολογικού εντύπου αποθαρρύνει όσους ζητούν να ενημερωθούν για τα λογοτεχνικά πράγματα. Ελπίζουμε η αναφορά μας σε άπαντα τα περιεχόμενα του τόμου κάπως να τους δελεάσει.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου