Ευστάθιος Θεσσαλονίκης
Ιωάννης Αναγνώστης
«Χρονικά των Αλώσεων
της Θεσσαλονίκης»
Μετάφραση: Χάρης Μέσσης
Εισαγωγή-σχόλια:
Paolo Odorico
Εκδόσεις Άγρα Μάρτιος 2010
Δυο είναι οι Αλώσεις της Κωνσταντινούπολης και από αυτές έμειναν γνωστά ορισμένα χρονικά, που κατέγραψαν όσα συνέβησαν στη διάρκειά τους. Για την πρώτη Άλωση, εκείνη του 1204, όταν οι ιππότες - μάλλον συρφετός Ευρωπαίων κατ' ευφημισμόν ιππότες - της Τέταρτης Σταυροφορίας παρεξέκλιναν της πορείας τους προς τους Άγιους Τόπους και μπούκαραν στην Κωνσταντινούπολη, υπάρχει το χρονικό του φράγκου ιππότη Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου και η λεπτομερής “χρονική διήγησις” του Νικήτα Χωνιάτη. Για τη δεύτερη και οριστική, εκείνη του 1453, υπάρχουν πολλά χρονικά και συγγραφές. Τέσσερις, όμως, ιστορικοί θεωρούνται ως οι σημαντικότεροι: Ο Γεώργιος Σφραντζής με το “μικρό” και “μεγάλο” χρονικό του, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ο Δούκας και ο Ίμβριος Μιχαήλ Κριτόβουλος.
Τρεις, αντιστοίχως, είναι οι Αλώσεις της Θεσσαλονίκης και λιγότερο γνωστά τα σχετικά χρονικά. Αναμενόμενο, αφού η Θεσσαλονίκη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε πάντοτε το ρόλο το δεύτερο. Η πρώτη Άλωση της Θεσσαλονίκης έγινε το 904 από τους Σαρακηνούς, που έφτασαν μέχρι τα Δαρδανέλια, απείλησαν την Κωνσταντινούπολη, αλλά τελικά πολιόρκησαν και κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη. Φοβεροί πειρατές οι Σαρακηνοί, ερχόμενοι από τη Βορειοδυτική Αραβία, είχαν ως έδρα τους την Κρήτη, όπου και σώζεται μέχρι σήμερα ο μύθος τους σαν όντα δαιμονικά. Στην εν λόγω πολιορκία αρχηγός ήταν ο διαβόητος πειρατής Λέων ο Τριπολίτης, όπως αποκαλείτο, λόγω της καταγωγής του από την Τρίπολη της Φοινίκης, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε και εξισλαμίστηκε από τους Άραβες. Ο βυζαντινός στόλος είχε πολύ υποφέρει από τη ναυτική και πολεμική δεξιότητά του.
Η δεύτερη Άλωση της Θεσσαλονίκης έγινε το 1185 από τους Νορμανδούς. Ωστόσο, λίγο αργότερα, με την πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης, υπέστη κι αυτή τις συνέπειες και βρέθηκε πρωτεύουσα λατινικού βασιλείου. Τότε οι Σταυροφόροι, κατά το μοίρασμα των ιματίων, την παραχώρησαν στον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό. Μέχρι την Άλωση του 1430 από τους Οθωμανούς, άλλαξε χέρια, περνώντας από τους Βυζαντινούς στους Βενετούς και τούμπαλιν. Το 1387 την κατέλαβαν για ένα μικρό διάστημα οι Οθωμανοί. Πάντως, η Άλωση του 1430 στάθηκε η οριστική, η οποία κράτησε μέχρι τον Οκτώβρη του 1912.
Στον πρόσφατο τόμο, ο οποίος αφορά και τις τρεις Αλώσεις της Θεσσαλονίκης, επιλέχθηκαν τρία χρονικά: του Ιωάννη Καμινιάτη, του μητροπολίτη Ευσταθίου και του Ιωάννη Αναγνώστη. Μεμονωμένες εκδόσεις αυτών των χρονικών έχουν κυκλοφορήσει κατά το παρελθόν. Μεταξύ αυτών, εκείνες του Γ. Τσάρα, οι οποίες και αναφέρονται στη βιβλιογραφία του τόμου. Θα έπρεπε, ωστόσο, να διευκρινίζεται, αν πρόκειται για τον Γιάννη ή τον Γιώργο Τσάρα και ακόμη, αν πρόκειται για πρώτες εκδόσεις ή επανεκδόσεις. Πάντως, ο Γιάννης Τσάρας εξέδωσε το χρονικό της τρίτης άλωσης το 1958. Παραδόξως, στην παρούσα έκδοση, τα χρονικά μεταγράφονται από τη λατινική μετάφραση. Πρόκειται για έργο δύο βυζαντινολόγων του Κέντρου Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Νοτιοευρωπαϊκών Σπουδών της Ανωτάτης Σχολής Κοινωνικών Επιστημών στο Παρίσι, όπου ο Πάολο Οντερίκο, που είναι και ο διευθυντής του Κέντρου, ανέλαβε την εισαγωγή και τα σχόλια, ενώ ο Χάρης Μέσσης, τη μετάφραση. Κατατοπιστική η εισαγωγή, είναι γραμμένη με το νέο πνεύμα των ιστορικών. Υπογραμμίζεται ότι η Ιστορία είναι κι αυτή μια αφήγηση, η οποία “κατασκευάζει” μια εικόνα των συμβάντων κατά τα δοκούντα του συγγραφέα. Η εισαγωγή καταλήγει με τη χαρακτηριστική φράση: “Μεγάλοι τεχνίτες των χάρτινων ονείρων, οι Βυζαντινοί μπόρεσαν να μας ξεγελούν για πάντα”.
Δεν γνωρίζουμε αν τα συγκεκριμένα χρονικά για τις τρεις Αλώσεις είναι τα σημαντικότερα ή τα θεωρούμενα ως πληρέστερα. Πάντως, για τη δεύτερη Άλωση υπάρχει και η “χρονική διήγηση” του Χωνιάτη, που καλύπτει το σύνολο της δράσης των ιπποτών της Τέταρτης Σταυροφορίας. Ενώ, στην τελευταία Άλωση αναφέρονται και οι ιστορικοί της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι, όμως, δεν υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες. Χαρακτηριστικό και των τριών χρονικών, που συγκεντρώθηκαν στον τόμο, είναι ότι οι συγγραφείς τους υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες. Επίσης, και οι τρεις ανήκουν στον κλήρο και παρουσιάζουν την καταστροφή της πόλης ως θεία τιμωρία, που άξιζε σε έναν αμαρτωλό λαό.
Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τον πρώτο χρονικογράφο του τόμου, τον Ιωάννη Καμινιάτη ή Καμενιάτη, όπως αποδίδεται συνήθως. Τα περισσότερα από αυτά τεκμαίρονται από το κείμενό του. Γεννηθείς, το πιθανότερο, στη Θεσσαλονίκη, περί το 875, ήταν παντρεμένος και είχε τρία παιδιά. Ανήκε στον κατώτερο κλήρο, κατέχοντας το αξίωμα του κουβουκλείσιου, δηλαδή του φέροντος την ποιμαντορική ράβδο του επισκόπου. Στη συγγραφή του έργου τον παρακίνησε κάποιος Γρηγόριος από την Καππαδοκία, τον οποίο γνώρισε κατά την αιχμαλωσία του στην Τρίπολη του Λιβάνου. Το μεγαλύτερο μέρος των αιχμαλώτων είχε μεταφερθεί στην Κρήτη, ωστόσο η οικογένεια του Καμινιάτη βρέθηκε στην Τρίπολη, από όπου, πιθανώς, μεταφέρθηκαν στην Ταρσό για την ανταλλαγή αιχμαλώτων.
Στο χρονικό του, αναφέρει όσα ο ίδιος έζησε. Περιγράφει λεπτομερώς την πόλη, τα περίχωρα και τα αμυντικά έργα, που πραγματοποίησαν τρεις διαδοχικοί στρατηγοί, τονίζοντας ότι αυτά, συχνά από ολιγωρία, έμειναν ανολοκλήρωτα. Παραστατικά αφηγείται τα τεχνάσματα των πειρατών, οι οποίοι, με τη δολιότητά τους, κατόρθωσαν, μέσα σε τρεις ημέρες, να καταλάβουν την πόλη. Μεγαλύτερη έκταση δίνει στα δεινά της οικογένειάς του και στην ταλαιπωρία των αιχμαλώτων κατά τη μεταφορά τους στην Κρήτη. Στο εισαγωγικό μέρος, τονίζει την παλαιότερη ευημερία της Θεσσαλονίκης, κυρίως, την αλλοτινή θρησκευτικότητα των κατοίκων της. Το «Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης», όπως είναι ο τίτλος του χρονικού του, δεν αναφέρεται από τους βυζαντινούς συγγραφείς. Αυτό οδήγησε στην υπόθεση ότι θα μπορούσε να πρόκειται για ψευδοχρονικό, γραμμένο μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Ο γνωστότερος από τους τρεις χρονικογράφους και ο πλέον καλλιεργημένος είναι ο Ευστάθιος ο Κατάφλωρος, όπως καταγράφεται - λανθασμένα κατά τους νεότερους μελετητές - στις εγκυκλοπαίδειες. Παρά τη ζωντάνια της αφήγησής του, δεν ήταν τριαντάχρονος όπως ο Καμινιάτης, όταν έγραφε το χρονικό του, αλλά πλησίαζε ή και είχε υπερβεί τα ογδόντα. Γεννηθείς στην Κωνσταντινούπολη, η χρονολογία γέννησής του τοποθετείται μεταξύ 1106 και 1114. Φιλόλογος και επιφανής θεολόγος, συνέβαλε καθοριστικά στην αναγέννηση των κλασικών γραμμάτων, με σημαντικότερο έργο του το «Παρεκβολαί εις την Ομήρου Οδύσσειαν και Ιλιάδα». Έγινε αρχιεπίσκοπος στα εξήντα του και ανέλαβε την μητρόπολη Θεσσαλονίκης το 1175. Εκτός από αυτήν καθ' εαυτήν την περιγραφή της πολιορκίας, αναφέρεται εν εκτάσει στην ανικανότητα του στρατηγού Δαβίδ Κομνηνού, καθώς και στον μελλοντικό αυτοκράτορα Ανδρόνικο Κομνηνό. Δικαιολογημένα, αφού οι βιαιοπραγίες εναντίον της λατινικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, που έγιναν με την άφιξη του Ανδρόνικου, μετά το θάνατο του Μανουήλ Α', πιστεύεται ότι προκάλεσαν ή έδωσαν την αφορμή στους Νορμανδούς για την επίθεση.
Με τον τρόπο του Ηρόδοτου αφηγείται ο Ευστάθιος, σε έκταση και αναλυτικά, τα ανδραγαθήματα των πολιορκημένων, ποικίλλοντας τη διήγησή του με ομηρικές εκφράσεις αλλά και χωρία από τους τραγικούς συγγραφείς, μαζί με περικοπές από τη Βίβλο και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Μετά την πτώση της πόλης, διεκτραγωδεί τη βαναυσότητα των Νορμανδών, κυρίως τη βαρβαρότητα, που επέδειξαν, καταστρέφοντας ναούς και τραυματίζοντας ιερείς. Από τις εικόνες αφαιρούσαν τον πολύτιμο διάκοσμο ή και τη χρυσοποίκιλτη επένδυση. Ούτε τον τάφο του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτη δεν σεβάστηκαν. Στο έργο τους οι Λατίνοι βρήκαν βοηθούς τους Αρμενίους. Ο Ευστάθιος αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του κειμένου του στους “απολίτιστους” κατακτητές και τα ανοσιουργήματά τους. Ωστόσο, ως βασική αιτία της Άλωσης προβάλλει την ελευθεριότητα, που είχε επικρατήσει στη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα, προς παραστατικότερη απόδοση των συνθηκών ελευθεριότητας, καταφεύγει στο επιγραμματικό μιας από τότε γνωστής κερκυραϊκής παροιμίας, “όποιος θέλει, μπορεί ν' αποπατεί όπου θέλει”.
Εντελώς άγνωστος παραμένει ο τρίτος χρονικογράφος Ιωάννης Αναγνώστης, τον οποίο ουδείς βυζαντινός ή μεταγενέστερος αναφέρει. Ούτε, όμως, και ο ίδιος, στο κείμενό του, δίνει πληροφορίες για το άτομό του. Πάντως, το πιθανότερο, ανήκε στον κατώτερο κλήρο. Ο πλήρης τίτλος του χρονικού του είναι «Διήγησις περί της τελευταίας αλώσεως της Θεσσαλονίκης συντεθείσα προς τινα των αξιολόγων πολλάκις αιτήσαντα περί ταύτης εν επιτόμω». Όπου το “τελευταίας αλώσεως” υπονοεί το οριστικής. Το χρονικό χωρίζεται σε 22 κεφάλαια. Από αυτά, τα 16 πρώτα, που ανιστορούν όσα συνέβησαν στις τέσσερις ημέρες της πολιορκίας, καταλήγοντας με την είσοδο των Οθωμανών Τούρκων στην πόλη, αποδίδονται στον Ιωάννη Αναγνώστη, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Τα επόμενα, που αναφέρονται στα πάθη των κατοίκων αλλά και τις καταστροφές των εκκλησιών, μαζί με τον επίλογο, αποδίδονται, από τον βυζαντινολόγο Γιάννη Τσάρα, σε άλλο συντάκτη. Από το γεγονός ότι παραθέτει περικοπές της Βίβλου και ομηρικές ρήσεις, υποθέτει ότι πρόκειται για κάποιο μορφωμένο μοναχό. Πάντως, τόσο ο Αναγνώστης όσο και ο συνεχιστής του, επηρεάζονται από τον τρόπο γραφής του χρονικού του Καμινιάτη. Σύμφωνα με τον Κρούμπαχερ, αυτός ο δεύτερος συγγραφέας επιμελήθηκε ολόκληρο το χρονικό, προσδίδοντάς του έναν “κλαυθμηρό τόνο ιεροκήρυκος”. Το πιθανότερο, αυτός συνέγραψε και τη “μονωδία”, με την οποία κλείνει το χρονικό.
Σε όλες τις εκδόσεις παλαιών κειμένων, ενδείκνυται να προτάσσονται τα κείμενα και να έπεται ο σχολιασμός, ώστε ο αναγνώστης να τα διαβάζει απροκατάληπτος και να σχηματίζει ιδίαν άποψη. Ειδάλλως, χειραγωγείται από τον ιστορικό, που συντάσσει την εισαγωγή. Ιδίως, όταν εκείνος δεν παρουσιάζει την άποψή του ως υπόθεση εργασίας, αλλά την προβάλλει ως την απόλυτη αλήθεια. «Ό,τι λείπει από αυτές τις “ιστορίες” των αλώσεων της Θεσσαλονίκης είναι ακριβώς η ιστορία», συνοψίζει, στην εισαγωγή του, ο Οντορίκο. Στη συνέχεια, παρομοιάζει τους χρονικογράφους με τους δημοσιογράφους και τους πολιτικούς σχολιαστές του σήμερα, για να καταλήξει, εφευρίσκοντας μια νέα κατηγορία, αυτή του “δημιουργού” ή “κατασκευαστή” ιστορίας. Τονίζει, πάντως, πως δεν αμφισβητούνται τα γεγονότα ούτε η αξία των χρονικών ως πηγή, αλλά ο τρόπος γραφής τους. Με άλλα λόγια, η ιστορία είναι κατ' αρχάς ζήτημα ύφους και μετά ζήτημα αμεροληψίας στην απόδοση των γεγονότων. Καταλήγουμε, δηλαδή, σε μετατόπιση της ιστορίας προς την περιοχή της λογοτεχνίας. Με τη σειρά του, όμως, και ο σημερινός ιστορικός, που φαίνεται, σε αντίθεση με τους παλαιότερους, να στοχεύει στην αιωνιότητα και να ομνύει στο όνομα της ιστορίας, δεν θα πρέπει να λησμονεί, τουλάχιστον σύμφωνα με το μοντέλο που ο ίδιος υπερασπίζεται, ότι κι αυτός δεν είναι παρά ένας αφηγητής, δηλαδή “κατασκευαστής” της ιστορίας. Οπότε, το δικό του κείμενο, ως μεταγενέστερο, προτιμότερο θα ήταν να δημοσιεύεται στη θέση των επιλεγόμενων.
Τρεις, αντιστοίχως, είναι οι Αλώσεις της Θεσσαλονίκης και λιγότερο γνωστά τα σχετικά χρονικά. Αναμενόμενο, αφού η Θεσσαλονίκη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε πάντοτε το ρόλο το δεύτερο. Η πρώτη Άλωση της Θεσσαλονίκης έγινε το 904 από τους Σαρακηνούς, που έφτασαν μέχρι τα Δαρδανέλια, απείλησαν την Κωνσταντινούπολη, αλλά τελικά πολιόρκησαν και κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη. Φοβεροί πειρατές οι Σαρακηνοί, ερχόμενοι από τη Βορειοδυτική Αραβία, είχαν ως έδρα τους την Κρήτη, όπου και σώζεται μέχρι σήμερα ο μύθος τους σαν όντα δαιμονικά. Στην εν λόγω πολιορκία αρχηγός ήταν ο διαβόητος πειρατής Λέων ο Τριπολίτης, όπως αποκαλείτο, λόγω της καταγωγής του από την Τρίπολη της Φοινίκης, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε και εξισλαμίστηκε από τους Άραβες. Ο βυζαντινός στόλος είχε πολύ υποφέρει από τη ναυτική και πολεμική δεξιότητά του.
Η δεύτερη Άλωση της Θεσσαλονίκης έγινε το 1185 από τους Νορμανδούς. Ωστόσο, λίγο αργότερα, με την πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης, υπέστη κι αυτή τις συνέπειες και βρέθηκε πρωτεύουσα λατινικού βασιλείου. Τότε οι Σταυροφόροι, κατά το μοίρασμα των ιματίων, την παραχώρησαν στον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό. Μέχρι την Άλωση του 1430 από τους Οθωμανούς, άλλαξε χέρια, περνώντας από τους Βυζαντινούς στους Βενετούς και τούμπαλιν. Το 1387 την κατέλαβαν για ένα μικρό διάστημα οι Οθωμανοί. Πάντως, η Άλωση του 1430 στάθηκε η οριστική, η οποία κράτησε μέχρι τον Οκτώβρη του 1912.
Στον πρόσφατο τόμο, ο οποίος αφορά και τις τρεις Αλώσεις της Θεσσαλονίκης, επιλέχθηκαν τρία χρονικά: του Ιωάννη Καμινιάτη, του μητροπολίτη Ευσταθίου και του Ιωάννη Αναγνώστη. Μεμονωμένες εκδόσεις αυτών των χρονικών έχουν κυκλοφορήσει κατά το παρελθόν. Μεταξύ αυτών, εκείνες του Γ. Τσάρα, οι οποίες και αναφέρονται στη βιβλιογραφία του τόμου. Θα έπρεπε, ωστόσο, να διευκρινίζεται, αν πρόκειται για τον Γιάννη ή τον Γιώργο Τσάρα και ακόμη, αν πρόκειται για πρώτες εκδόσεις ή επανεκδόσεις. Πάντως, ο Γιάννης Τσάρας εξέδωσε το χρονικό της τρίτης άλωσης το 1958. Παραδόξως, στην παρούσα έκδοση, τα χρονικά μεταγράφονται από τη λατινική μετάφραση. Πρόκειται για έργο δύο βυζαντινολόγων του Κέντρου Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Νοτιοευρωπαϊκών Σπουδών της Ανωτάτης Σχολής Κοινωνικών Επιστημών στο Παρίσι, όπου ο Πάολο Οντερίκο, που είναι και ο διευθυντής του Κέντρου, ανέλαβε την εισαγωγή και τα σχόλια, ενώ ο Χάρης Μέσσης, τη μετάφραση. Κατατοπιστική η εισαγωγή, είναι γραμμένη με το νέο πνεύμα των ιστορικών. Υπογραμμίζεται ότι η Ιστορία είναι κι αυτή μια αφήγηση, η οποία “κατασκευάζει” μια εικόνα των συμβάντων κατά τα δοκούντα του συγγραφέα. Η εισαγωγή καταλήγει με τη χαρακτηριστική φράση: “Μεγάλοι τεχνίτες των χάρτινων ονείρων, οι Βυζαντινοί μπόρεσαν να μας ξεγελούν για πάντα”.
Δεν γνωρίζουμε αν τα συγκεκριμένα χρονικά για τις τρεις Αλώσεις είναι τα σημαντικότερα ή τα θεωρούμενα ως πληρέστερα. Πάντως, για τη δεύτερη Άλωση υπάρχει και η “χρονική διήγηση” του Χωνιάτη, που καλύπτει το σύνολο της δράσης των ιπποτών της Τέταρτης Σταυροφορίας. Ενώ, στην τελευταία Άλωση αναφέρονται και οι ιστορικοί της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι, όμως, δεν υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες. Χαρακτηριστικό και των τριών χρονικών, που συγκεντρώθηκαν στον τόμο, είναι ότι οι συγγραφείς τους υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες. Επίσης, και οι τρεις ανήκουν στον κλήρο και παρουσιάζουν την καταστροφή της πόλης ως θεία τιμωρία, που άξιζε σε έναν αμαρτωλό λαό.
Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τον πρώτο χρονικογράφο του τόμου, τον Ιωάννη Καμινιάτη ή Καμενιάτη, όπως αποδίδεται συνήθως. Τα περισσότερα από αυτά τεκμαίρονται από το κείμενό του. Γεννηθείς, το πιθανότερο, στη Θεσσαλονίκη, περί το 875, ήταν παντρεμένος και είχε τρία παιδιά. Ανήκε στον κατώτερο κλήρο, κατέχοντας το αξίωμα του κουβουκλείσιου, δηλαδή του φέροντος την ποιμαντορική ράβδο του επισκόπου. Στη συγγραφή του έργου τον παρακίνησε κάποιος Γρηγόριος από την Καππαδοκία, τον οποίο γνώρισε κατά την αιχμαλωσία του στην Τρίπολη του Λιβάνου. Το μεγαλύτερο μέρος των αιχμαλώτων είχε μεταφερθεί στην Κρήτη, ωστόσο η οικογένεια του Καμινιάτη βρέθηκε στην Τρίπολη, από όπου, πιθανώς, μεταφέρθηκαν στην Ταρσό για την ανταλλαγή αιχμαλώτων.
Στο χρονικό του, αναφέρει όσα ο ίδιος έζησε. Περιγράφει λεπτομερώς την πόλη, τα περίχωρα και τα αμυντικά έργα, που πραγματοποίησαν τρεις διαδοχικοί στρατηγοί, τονίζοντας ότι αυτά, συχνά από ολιγωρία, έμειναν ανολοκλήρωτα. Παραστατικά αφηγείται τα τεχνάσματα των πειρατών, οι οποίοι, με τη δολιότητά τους, κατόρθωσαν, μέσα σε τρεις ημέρες, να καταλάβουν την πόλη. Μεγαλύτερη έκταση δίνει στα δεινά της οικογένειάς του και στην ταλαιπωρία των αιχμαλώτων κατά τη μεταφορά τους στην Κρήτη. Στο εισαγωγικό μέρος, τονίζει την παλαιότερη ευημερία της Θεσσαλονίκης, κυρίως, την αλλοτινή θρησκευτικότητα των κατοίκων της. Το «Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης», όπως είναι ο τίτλος του χρονικού του, δεν αναφέρεται από τους βυζαντινούς συγγραφείς. Αυτό οδήγησε στην υπόθεση ότι θα μπορούσε να πρόκειται για ψευδοχρονικό, γραμμένο μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Ο γνωστότερος από τους τρεις χρονικογράφους και ο πλέον καλλιεργημένος είναι ο Ευστάθιος ο Κατάφλωρος, όπως καταγράφεται - λανθασμένα κατά τους νεότερους μελετητές - στις εγκυκλοπαίδειες. Παρά τη ζωντάνια της αφήγησής του, δεν ήταν τριαντάχρονος όπως ο Καμινιάτης, όταν έγραφε το χρονικό του, αλλά πλησίαζε ή και είχε υπερβεί τα ογδόντα. Γεννηθείς στην Κωνσταντινούπολη, η χρονολογία γέννησής του τοποθετείται μεταξύ 1106 και 1114. Φιλόλογος και επιφανής θεολόγος, συνέβαλε καθοριστικά στην αναγέννηση των κλασικών γραμμάτων, με σημαντικότερο έργο του το «Παρεκβολαί εις την Ομήρου Οδύσσειαν και Ιλιάδα». Έγινε αρχιεπίσκοπος στα εξήντα του και ανέλαβε την μητρόπολη Θεσσαλονίκης το 1175. Εκτός από αυτήν καθ' εαυτήν την περιγραφή της πολιορκίας, αναφέρεται εν εκτάσει στην ανικανότητα του στρατηγού Δαβίδ Κομνηνού, καθώς και στον μελλοντικό αυτοκράτορα Ανδρόνικο Κομνηνό. Δικαιολογημένα, αφού οι βιαιοπραγίες εναντίον της λατινικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, που έγιναν με την άφιξη του Ανδρόνικου, μετά το θάνατο του Μανουήλ Α', πιστεύεται ότι προκάλεσαν ή έδωσαν την αφορμή στους Νορμανδούς για την επίθεση.
Με τον τρόπο του Ηρόδοτου αφηγείται ο Ευστάθιος, σε έκταση και αναλυτικά, τα ανδραγαθήματα των πολιορκημένων, ποικίλλοντας τη διήγησή του με ομηρικές εκφράσεις αλλά και χωρία από τους τραγικούς συγγραφείς, μαζί με περικοπές από τη Βίβλο και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Μετά την πτώση της πόλης, διεκτραγωδεί τη βαναυσότητα των Νορμανδών, κυρίως τη βαρβαρότητα, που επέδειξαν, καταστρέφοντας ναούς και τραυματίζοντας ιερείς. Από τις εικόνες αφαιρούσαν τον πολύτιμο διάκοσμο ή και τη χρυσοποίκιλτη επένδυση. Ούτε τον τάφο του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτη δεν σεβάστηκαν. Στο έργο τους οι Λατίνοι βρήκαν βοηθούς τους Αρμενίους. Ο Ευστάθιος αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του κειμένου του στους “απολίτιστους” κατακτητές και τα ανοσιουργήματά τους. Ωστόσο, ως βασική αιτία της Άλωσης προβάλλει την ελευθεριότητα, που είχε επικρατήσει στη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα, προς παραστατικότερη απόδοση των συνθηκών ελευθεριότητας, καταφεύγει στο επιγραμματικό μιας από τότε γνωστής κερκυραϊκής παροιμίας, “όποιος θέλει, μπορεί ν' αποπατεί όπου θέλει”.
Εντελώς άγνωστος παραμένει ο τρίτος χρονικογράφος Ιωάννης Αναγνώστης, τον οποίο ουδείς βυζαντινός ή μεταγενέστερος αναφέρει. Ούτε, όμως, και ο ίδιος, στο κείμενό του, δίνει πληροφορίες για το άτομό του. Πάντως, το πιθανότερο, ανήκε στον κατώτερο κλήρο. Ο πλήρης τίτλος του χρονικού του είναι «Διήγησις περί της τελευταίας αλώσεως της Θεσσαλονίκης συντεθείσα προς τινα των αξιολόγων πολλάκις αιτήσαντα περί ταύτης εν επιτόμω». Όπου το “τελευταίας αλώσεως” υπονοεί το οριστικής. Το χρονικό χωρίζεται σε 22 κεφάλαια. Από αυτά, τα 16 πρώτα, που ανιστορούν όσα συνέβησαν στις τέσσερις ημέρες της πολιορκίας, καταλήγοντας με την είσοδο των Οθωμανών Τούρκων στην πόλη, αποδίδονται στον Ιωάννη Αναγνώστη, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Τα επόμενα, που αναφέρονται στα πάθη των κατοίκων αλλά και τις καταστροφές των εκκλησιών, μαζί με τον επίλογο, αποδίδονται, από τον βυζαντινολόγο Γιάννη Τσάρα, σε άλλο συντάκτη. Από το γεγονός ότι παραθέτει περικοπές της Βίβλου και ομηρικές ρήσεις, υποθέτει ότι πρόκειται για κάποιο μορφωμένο μοναχό. Πάντως, τόσο ο Αναγνώστης όσο και ο συνεχιστής του, επηρεάζονται από τον τρόπο γραφής του χρονικού του Καμινιάτη. Σύμφωνα με τον Κρούμπαχερ, αυτός ο δεύτερος συγγραφέας επιμελήθηκε ολόκληρο το χρονικό, προσδίδοντάς του έναν “κλαυθμηρό τόνο ιεροκήρυκος”. Το πιθανότερο, αυτός συνέγραψε και τη “μονωδία”, με την οποία κλείνει το χρονικό.
Σε όλες τις εκδόσεις παλαιών κειμένων, ενδείκνυται να προτάσσονται τα κείμενα και να έπεται ο σχολιασμός, ώστε ο αναγνώστης να τα διαβάζει απροκατάληπτος και να σχηματίζει ιδίαν άποψη. Ειδάλλως, χειραγωγείται από τον ιστορικό, που συντάσσει την εισαγωγή. Ιδίως, όταν εκείνος δεν παρουσιάζει την άποψή του ως υπόθεση εργασίας, αλλά την προβάλλει ως την απόλυτη αλήθεια. «Ό,τι λείπει από αυτές τις “ιστορίες” των αλώσεων της Θεσσαλονίκης είναι ακριβώς η ιστορία», συνοψίζει, στην εισαγωγή του, ο Οντορίκο. Στη συνέχεια, παρομοιάζει τους χρονικογράφους με τους δημοσιογράφους και τους πολιτικούς σχολιαστές του σήμερα, για να καταλήξει, εφευρίσκοντας μια νέα κατηγορία, αυτή του “δημιουργού” ή “κατασκευαστή” ιστορίας. Τονίζει, πάντως, πως δεν αμφισβητούνται τα γεγονότα ούτε η αξία των χρονικών ως πηγή, αλλά ο τρόπος γραφής τους. Με άλλα λόγια, η ιστορία είναι κατ' αρχάς ζήτημα ύφους και μετά ζήτημα αμεροληψίας στην απόδοση των γεγονότων. Καταλήγουμε, δηλαδή, σε μετατόπιση της ιστορίας προς την περιοχή της λογοτεχνίας. Με τη σειρά του, όμως, και ο σημερινός ιστορικός, που φαίνεται, σε αντίθεση με τους παλαιότερους, να στοχεύει στην αιωνιότητα και να ομνύει στο όνομα της ιστορίας, δεν θα πρέπει να λησμονεί, τουλάχιστον σύμφωνα με το μοντέλο που ο ίδιος υπερασπίζεται, ότι κι αυτός δεν είναι παρά ένας αφηγητής, δηλαδή “κατασκευαστής” της ιστορίας. Οπότε, το δικό του κείμενο, ως μεταγενέστερο, προτιμότερο θα ήταν να δημοσιεύεται στη θέση των επιλεγόμενων.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου