«Ένα ειδύλλιο
36 ανέκδοτες επιστολές»
Επιμέλεια Αλόη Σιδέρη
Εκδόσεις Ίδρυμα Κώστα
και Ελένης Ουράνη
“Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν”, θα σκεφτεί ο αναγνώστης του «Ex Libris», βλέποντας να επανερχόμαστε στον Ουράνη. Ίσως και να έχει δίκιο, αν μας χρεώσει με άρρωστο ρομαντισμό. Ούτε, βεβαίως, το γεγονός ότι εφέτος συμπληρώνονται 120 χρόνια από τη γέννηση του Ουράνη μας σώζει, δεδομένου του πλήθους των αξιομνημόνευτων επετείων, τις οποίες έχουμε κατά καιρούς προσπεράσει. Παρόλα αυτά ενδίδουμε στην εμμονή να μην εγκαταλείπουμε ένα θέμα ημιτελές. Ύστερα, το βιβλίο, στο οποίο αναφερόμαστε, έτσι κι αλλιώς, αν δεν σφάλλουμε, λανθάνει. Ο Ουράνης αγαπήθηκε πολύ στην εποχή του και έμεινε ως “ο τελευταίος ρομαντικός των γραμμάτων μας”, γραμματολογικά καταχωρημένος στην Αθηναϊκή Σχολή του νεορομαντισμού και νεοσυμβολισμού. Ας επανέλθουμε, όμως, στο ημιτελές κείμενο της προπερασμένης Κυριακής.
«Η μοναχή Αλκοφοράδο, ο Ουράνης και η επιστολογραφία» ήταν ο τίτλος του. Τρία ουσιαστικά δημιουργούν τρεις δυαδικές σχέσεις. Σε εκείνο το κείμενο εξαντλούσαμε τις δυο: η πορτογαλίδα μοναχή έγραψε παθιασμένες ερωτικές επιστολές τον 17ο αιώνα, ο Ουράνης τις μετέφρασε το 1920, πιθανώς και πίνοντας καφέ στο καφενεδάκι της Λισσαβώνας, που σύχναζε ο Πεσσόα. Τελειώνει, όμως, η σχέση του Ουράνη με την επιστολογραφία στο ρόλο το δεύτερο του μεταφραστή; Στους δώδεκα τόμους, που εξέδωσε μετά το θάνατό του, το 1953, η σύζυγός του Ελένη Ουράνη, συγκεντρώθηκαν ποιήματα, πεζά και μελέτες. Πάσης φύσεως πεζά· διηγήματα, αφηγήσεις, λυρικές πρόζες, αποσπάσματα μυθιστορημάτων, προπαντός, τα ταξιδιωτικά του. “Ένα είδος Απάντων”, τους αποκαλεί ο Λουκάς Κούσουλας, υπενθυμίζοντας το πλήθος των δημοσιευμάτων του Ουράνη, που παραμένουν σκόρπια σε ποικίλα έντυπα. Πάντως, σε αυτό το συγκεντρωτικό σώμα του έργου του, επιστολές δεν δημοσιεύονται. Θα μπορούσαν, βεβαίως, να υπάρχουν στο Αρχείο του και να μη κρίθηκαν από την επιμελήτρια και σύζυγο άξιες δημοσίευσης. Κατ’ αρχήν, όμως, υπάρχει Αρχείο Ουράνη;
Η Αλόη Σιδέρη είναι κατηγορηματική: “Αρχείο Ουράνη δεν υπάρχει πουθενά!” Έτσι κι αλλιώς, τα κατάλοιπα των συγγραφέων συνιστούν μια μακριά όσο και μελαγχολική ιστορία, που γεννά περισσότερες εικασίες παρά βεβαιότητες. Ένα συμπέρασμα είναι σίγουρο: οι κάτοχοί τους λειτουργούν με γνώμονα το ίδιον όφελος. Κι αυτό ισχύει, είτε πρόκειται για κληρονόμους, όπως συζύγους και εξ αίματος συγγενείς, είτε για φερώνυμες Εταιρείες και Ιδρύματα. Ωστόσο, η Σιδέρη είχε στη διάθεσή της τις επιστολές του Ουράνη. Ίσως να μην είναι οι μοναδικές διασωθείσες σε κάποιο άφαντο ή και λανθάνον Αρχείο. Πάντως, είναι, σίγουρα, οι μοναδικές που έχουν, μέχρι σήμερα, εκδοθεί. Την ημερομηνία, Μάιος 1992, φέρει η εισαγωγή της στην έκδοση, με τον ρομαντικό τίτλο, «Ένα ειδύλλιο». Και πράγματι, μέσα από τις επιστολές, ξεδιπλώνεται ένα ειδύλλιο, και με τις δυο έννοιες της λέξης. Τόσο την κυριολεκτική, ως αισθηματικό πεζογράφημα επιστολικής μορφής, όσο και τη μεταφορική ως τρυφερή ερωτική σχέση. Ανεξάρτητα αν ο σημερινός αναγνώστης ως προς το δεύτερο σκέλος, μπορεί και να το χαρακτηρίσει ένα παράδοξο έως αδιανόητο ειδύλλιο.
“Τα γράμματα του Ουράνη στην Καλομοίρα Κουρούκλη είναι από τα περιπαθέστερα ερωτικά κείμενα της νεοελληνικής πεζογραφίας”, διαπιστώνει η Σιδέρη. Πρόκειται για 30 επιστολές, πυκνογραμμένες και σχεδόν όλες πολυσέλιδες, 6 ταχυδρομικές κάρτες και 9 φωτογραφίες του Ουράνη. Η πρώτη επιστολή, σε επιστολόχαρτο με τη φίρμα «Εφημερίς Ακρόπολις», φέρει ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου 1913, και η τελευταία, 19 Απριλίου 1915, σε επιστολόχαρτο με τη φίρμα «Cafe Restaurant d’ Orsay». Η διεύθυνση του αποστολέα αλλάζει: Αθήνα, Λεωνίδιο Κυνουρίας, Παρίσι, Μιλάνο, Λονδίνο. Η διεύθυνση της παραλήπτριας παραμένει σταθερά στο Ληξούρι Κεφαλονιάς, τη γενέτειρά της. Η Καλομοίρα Κουρούκλη ήταν δυο χρόνια μικρότερη του Ουράνη, γεννηθείσα το 1892. Ποιήτρια και εκείνη, έκανε νωρίς την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα. Δεκαεπτά ετών δημοσίευσε πεζά της στην πατραϊκή εφημερίδα «Πελοπόννησος» και στο εβδομαδιαίο φιλολογικό περιοδικό «Ελλάς» του Σπύρου Ποταμιάνου. Λίγους μήνες νωρίτερα, Δεκέμβριο 1908, και πάλι στο «Ελλάς», δημοσίευσε ποίημα, για πρώτη φορά, και ο Ουράνης.
Το ειδύλλιο του Ουράνη και της Καλομοίρας πλέχτηκε μέσω των επιστολών. Το αίσθημα ήταν αμοιβαίο, ωστόσο εμείς γνωρίζουμε μόνο τη μια όψη του, αφού τα γράμματα της Καλομοίρας δεν βρέθηκαν. Αντ’ αυτών, η Σιδέρη παραθέτει ένα «Τραγούδι» της, δημοσιευμένο στο κεφαλλονίτικο περιοδικό «Ζιζάνιον», το 1914: «Σου φέρνω εγώ της νειότης μου την πρόσχαρην ημέρα / μες του χειμώνα τ’ άγριου τον άγριο καιρό / εγώ ’μαι η ολογέλαστη του πέλαου θυγατέρα, / Μάη σου φέρνω εγώ...» Σε αυτό το νέο και φωτεινό, που φέρνει η Καλομοίρα, όχι στη ζωή, αλλά κυρίως στην ποίηση του Ουράνη, εστιάζει τον σχολιασμό της η Σιδέρη. Διαβάζοντας παράλληλα τα ποιήματα του Ουράνη και το καινούριο ντοκουμέντο, που συνιστούν οι επιστολές του, δείχνει τις εκφραστικές και θεματικές τους συμπτώσεις, εξηγώντας με το “ειδύλλιο” την εξέλιξη της ποίησής του αλλά και χρονολογώντας πολλά ποιήματά του. Εξέλιξη, που ορισμένοι κριτικοί του Ουράνη έχουν επισημάνει. Για παράδειγμα, ο Λίνος Πολίτης θεωρεί ότι ο Ουράνης επηρέασε πολύ τους συγχρόνους του και τους λίγο νεότερους, δηλαδή τη λεγόμενη γενιά του 1920, με τη μοναδική ουσιαστικά συλλογή του, τις «Νοσταλγίες» του 1920. Παρότι είχε δημοσιεύσει δύο προηγούμενες, την πρώτη («Σαν όνειρα») του 1909, που διαγράφει και ο ίδιος ο Ουράνης, και το «Spleen» του 1912. Όταν ακμάζει το ειδύλλιο, φαίνεται ότι γράφει τα έξι «Ερωτικά» και τα τρία ποιήματα του «Ύμνου στην Άνοιξη», τα οποία, στη συγκεντρωτική έκδοση του 1953, ταξινομούνται στα «Τραγούδια», μαζί με άλλα σκόρπια ποιήματα, που βρέθηκαν από τη σύζυγό του στα χαρτιά του. Την ίδια εποχή, ξεκινάει να γράφει και τα ποιήματα της τρίτης συλλογής.
Τη διαφοροποίηση της ποίησης του Ουράνη από το «Spleen» στις «Νοσταλγίες», μαζί με έναν εκτενέστερο σχολιασμό των ποιητικών συμβολισμών και των μεταπτώσεων της ποιητικής του διάθεσης, τα παρουσίασε η Σιδέρη, σε ένα δεύτερο βιβλίο της για τον Ουράνη, που εκδόθηκε ένα χρόνο αργότερα, το 1993, στην εξαίρετη σειρά, «Η ελληνική ποίηση», των εκδόσεων της Εστίας, με διευθυντή τον ποιητή Γιώργο Κοροπούλη. Είναι ο δεύτερος τόμος, σε συνολικά μόλις οκτώ. Κατά την Σιδέρη, ο Ουράνης, όπως όλοι οι ερωτευμένοι, έχει ξαφνικά ανακαλύψει τον παράδεισο. Το νέο στοιχείο είναι ο υπαρκτός και φωτεινός κόσμος, που παραμερίζει χίμαιρες, νοσταλγικά όνειρα και μελαγχολία. Μπορεί το ειδύλλιο να κράτησε μόλις δυο χρόνια, η αλλαγή, όμως, όχι τόσο ως διάθεση, αλλά στους στιχουργικούς του τρόπους, έμεινε.
Η Καλομοίρα διαλύει τις ομίχλες στην ψυχή του Ουράνη. Πώς, όμως, άρχισε η αλληλογραφία τους; Το πρώτο γράμμα το στέλνει ο Ουράνης, μετά μια συζήτηση με φίλη του για την Καλομοίρα, που του δημιούργησε την εντύπωση πως πρόκειται για μια από τις “λεπτές ψυχές” που ζούνε “με τη νοσταλγία του ωραίου και της αρμονίας”. Και εκείνη θα του απαντήσει με μια επιστολή, που έδειχνε πράγματι μια αδελφή ψυχή. Ανταλλάσσουν φωτογραφίες αλλά δεν συναντιούνται. Ο Ουράνης, το καλοκαίρι του 1913, παραθερίζει στο πατρογονικό του, στο Λεωνίδιο, τη “βίλλα” του, όπως την αποκαλεί. Στη συνέχεια, προσλαμβάνεται ως ανταποκριτής της καθημερινής εφημερίδος «Νέα Ελλάς» στο Λονδίνο, όπου και μένει μέχρι το τέλος του 1913. Τελικά, φεύγει για το Παρίσι.
Στην τελευταία επιστολή από το Λονδίνο γράφει: «... Δεν πιστεύω να φοβάσαι τώρα το Παρίσι. Θα αισθάνεσαι πόσο δικός σου είμαι ώστε να είνε δύσκολο να στραφώ προς τις παληές γυναίκες. Τα δεσμά της δικής σου αγάπης είνε τόσο επιθυμητά και αγαπημένα που βέβαια δεν θάμαι εγώ που θα τα σπάσω για να τρέξω πίσω από προβληματικές ευτυχίες... Τώρα για μένα το Παρίσι θα είναι η πόλις του πνεύματος...». Ολόκληρο το 1914 και τους πρώτους μήνες του 1915 βρίσκεται στο Παρίσι. Συχνά είναι άρρωστος. Οι επιστολές γίνονται όλο και θερμότερες. “Σε φιλώ αγαπημένη μου στα χείλια –σήμερα– στα χείλια κι είμαι δικός σου.” Είναι η κατακλείδα της επιστολής της 6ης Ιανουαρίου 1915. Μέχρι την τελευταία σωθείσα επιστολή, στην οποία στρέφεται σε πρακτικά θέματα: «... Ναι, δεν μπορούμε πια να ζούμε στην αναμονή. Όλα τείνουν σε μια μοιραία εξέλιξη. Κι’ η αγάπη μας; Λοιπόν, νομίζεις πως είνε καιρός τώρα; Ας βάνουμε τις βάσεις της μελλοντικής μας ζωής. Αρχίζω εγώ πρώτα...» Αναλύει τα στενά οικονομικά του και την κακή σχέση με τον πλούσιο πατέρα του. Την ρωτάει, αν μπορεί αυτή να συνεισφέρει. Ενώ, τονίζει πως είναι πια “η Γυναίκα του”.
Με αυτήν την επιστολή τελειώνει η αλληλογραφία τους. Σε μια υποσελίδια σημείωση, η Σιδέρη πληροφορεί, ότι, σύμφωνα με προφορική μαρτυρία της Καλομοίρας, εκείνη του είχε απαντήσει ότι μπορούσε να συνεισφέρει στο γάμο τους ελάχιστα μετρητά και ένα ακίνητο στο Ληξούρι. Γνωρίζουμε ότι ο Ουράνης επέστρεψε στην Αθήνα άρρωστος. Στο «Ημερολόγιο ενός φθισικού», διαβάζουμε ότι στις 15 Οκτωβρίου 1915 βρίσκεται ακόμη στο Παρίσι. Αρχές Νοεμβρίου, έρχεται στην Αθήνα, μένει για λίγο στο Λεωνίδιο, και στις 27 Νοεμβρίου αναχωρεί για το Νταβός. Εκεί μένει δυο χρόνια και γνωρίζει την Μανουέλα Σαντιάγκο, που παντρεύεται στις αρχές του 1918. Η Καλομοίρα παντρεύεται τον συντοπίτη της Χαράλαμπο Ματαράγκα, και εκείνος ποιητής, Ιανουάριο 1921. Συμπτωματικά, είναι η χρονιά που εκδίδεται η μετάφραση των επιστολών της μοναχής Αλκοφοράδο από τον Ουράνη.
Οι απορίες μένουν. Άραγε απάντησε ο Ουράνης ή απλώς, σιώπησε; Όρισαν κάποιο ραντεβού; Ακόμη κι αν δεν είχαν τα χρειαζούμενα για να στήσουν σπιτικό, ακόμη κι αν ο Ουράνης ήταν φθισικός, φαίνεται τόσο απίθανο σε εμάς σήμερα να μην έχουν την περιέργεια μιας γνωριμίας. Μένουν οι επιστολές και η διεξοδικότερη παρουσίασή τους ως πεζογραφήματα. Σύμφωνα με τον Κώστα Στεργιόπουλο, το ταξιδιωτικό έργο του Ουράνη ανανέωσε και τελειοποίησε το είδος των ταξιδιωτικών εντυπώσεων στο Μεσοπόλεμο. Ενώ, ταυτόχρονα, το αναγνωρίζει ως αμιγώς λογοτεχνικό έργο. Ισχύει η ίδια διαπίστωση για τις επιστολές του; Εν ευθέτω χρόνω, η απάντηση.
Απομένει, όμως, μια ακόμη απορία σχετικά με τη συγκεκριμένη έκδοση. Μια τόσο καλή φιλόλογος, όπως υπήρξε η Αλόη Σιδέρη, πώς και λησμονεί να αναφέρει το Αρχείο, στο οποίο βρίσκονται οι επιστολές που παρουσιάζει; Την απορία λύνει μια υποσελίδια σημείωση, η οποία και εξηγεί την εμμονή της με τον Ουράνη. Ποιήτρια η ίδια, δεν έχει ασχοληθεί με κανέναν άλλο τόσο διεξοδικά. Όπως φαίνεται, η Αλόη Σιδέρη, ακριβέστερα η Αλόη Ματαράγκα-Σιδέρη, μεγάλωσε με ιστορίες για τον πλατωνικό έρωτα της μητέρας της. Με αυτήν την προοπτική, η επικέντρωση στον ποιητή Ουράνη και η αποσιώπηση του ανθρώπου γίνεται κατανοητή και αξιέπαινης διακριτικότητας. Σημειώνουμε ότι η Σιδέρη δημοσίευσε τις επιστολές τριάντα χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας της.
Ξαναδιαβάζοντας το πρόσφατο διήγημα του Μιχάλη Γκανά, «Μυρωδιά βρεγμένης θάλασσας» και το ποίημα «Περαστικές» του Ουράνη, αναλογιζόμαστε μήπως ο ρομαντισμός των συγγραφέων εξαντλείται στη λογοτεχνία;
Μ. Θεοδοσοπούλου
Φωτογραφία: «Έρως και Ψυχή», γλυπτό του Αντόνιο Κανόβα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου