Οι επιμελητές του τεύχους επέλεξαν την τελευταία φράση του Σαρτρ ως τίτλο ενός απανθίσματος εντυπώσεων από την Ελλάδα. Καθώς, μάλιστα, απομόνωσαν την πρόταση, αυτή έχασε τον απαξιωτικό της χαρακτήρα, απέκτησε διφορούμενη σημασία και μπορεί να νοηθεί μέχρι και θαυμαστική. Ειδάλλως δεν θα κάλυπτε τις εντυπώσεις των σαράντα δυο ανθολογούμενων επισκεπτών, που συμφωνούν στο εξαιρετικό του τόπου, μια και το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται στις αρχαιότητες και το φυσικό περιβάλλον. Ενδεικτικός ο θαυμασμός του Λε Κορμπυζιέ, που ταξίδεψε στις Κυκλάδες τέσσερα χρόνια πριν τον Σαρτρ και ανακάλυψε την αρμονία της νησιωτικής αρχιτεκτονικής. Τα σπίτια, όμοια κατάλευκα λουλούδια που ανθούσαν για παρηγοριά των ανθρώπων ενός μηχανικού πολιτισμού. Ήταν το δεύτερο ταξίδι του στην Ελλάδα, το πρώτο είχε γίνει το 1910 και είχε περιοριστεί στο Άγιο Όρος. Και από εκεί είχε κρατήσει ένα όραμα, που δεν το είχε ξαναδεί πουθενά. "΄Ένας πυλώνας αρχαίου φρουρίου και η λεία άκρια των τειχών, που λες και τοποθετεί τα κελιά -με τις στοές τους ανοιχτές προς τη θάλασσα- ψηλά στον ουρανό".
Στο αφιέρωμα συγκεντρώνονται σαράντα τρία κείμενα -αποσπάσματα ταξιδιωτικών, αυτοτελή, ποιήματα- με παλαιότερο το ταξίδι του Λε Κορμπυζιέ στον Άθω. Το επόμενο χρονικά είναι ένα "γράμμα από τους Δελφούς", με ημερομηνία 2 Μαΐου 1932, της Βιρτζίνιας Γουλφ. Με βρετανικό φλέγμα αποφαίνεται πως η Ελλάδα είναι ιδανική για μόνιμη εγκατάσταση και για τον επιπλέον λόγο πως είναι αναγκασμένοι να απέχουν της οινοποσίας λόγω ασυνεννοησίας, αφού αγνοούν τη λέξη κρασί και επιμένουν να ζητούν οίνο. Συνοψίζοντας τα αισθήματα των ξένων, εκστατικοί δείχνουν οι τέσσερις προσκυνητές στο Άγιο Όρος, ακόμη κι ένας νεότερος όπως ο Βιθέντε Φερνάντεθ Γκονθάλεθ, εντυπωσιασμένοι, αν όχι γοητευμένοι, οι δεκαπέντε που περιηγούνται τη χώρα, όπως ο Φρεντ Ριντ από τη Θεσσαλονίκη, ο Μαξ Φρις από την Ακροκόρινθο, ο Λώρενς Ντάρρελ από την Κέρκυρα ή και ο Ραιημόν Κενώ από τους Δελφούς. Πέραν από τους ισόβιους λάτρες του ελληνικού καλοκαιριού όπως ο Ζακ Λακαριέρ. Ακόμη και οι Έλληνες, με τα τόσα κουσούρια τους, περιγράφονται ως συμπαθείς ή έστω, αρκούντως ενδιαφέροντες, σύμφωνα και με τον Εουτζένιο Μοντάλε.
Απομένουν οι δυσάρεστες εντυπώσεις, που γεννά η μοναδική πόλη της Αθήνας, αν και οι περισσότεροι επισκέπτες της επικεντρώνουν τα κείμενά τους στην Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. Ωστόσο, κανείς τους δεν είναι τόσο απορριπτικός όσο ο Σαρτρ, εκτός, ίσως, από τον Μισέλ Ντεόν, που αποχαιρετά το παλιό καφενείο του Απότσου, "μιλώντας για τη δεκαετία του '60, που είδε την Ελλάδα να ξεπουλάει την ομορφιά της στους τουρίστες σαν πόρνη". Αλλά, έτσι κι αλλιώς, τον Ντεόν, σε αντίθεση με τον συμπατριώτη του Πωλ Μοράν, ούτε το Αιγαίο κατάφερε να τον γλυκάνει. Αδυσώπητος, γιατί όχι και αντικειμενικός, αποφαίνεται: "... Δεν είναι αρκετό να πει κανείς πως στους σημερινούς Έλληνες λείπει το γούστο. Έχουν άσχημο γούστο, το χειρότερο που υπάρχει...". Τελικά, την καλή, κατά μια άποψη, κουβέντα για την Αθήνα την λέει ένας Έλληνας, ο Κώστας Ταχτσής σε δυο ξένους φίλους του, που τον επισκέπτονται την άνοιξη του 1986: "Στο πιο όμορφο τοπίο του κόσμου έχουν χτίσει την πιο άσχημη πρωτεύουσα του κόσμου... Αλλά όταν νυχτώνει, ομορφαίνει κάπως..."
Να σημειώσουμε πως, όταν αναφερόμαστε σε εντυπώσεις ξένων επισκεπτών, δεν ακριβολογούμε, καθώς οι επιμελητές εξομολογούνται πως έστησαν εντός του αφιερώματος "ένα δημιουργικό παίγνιο", καλώντας γνωστούς έλληνες συγγραφείς να υποδυθούν ξένους ομοτέχνους τους σε ψευδεπίγραφα κείμενα. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ερεθιστικό "κουίζ", αν το καθιστούσαν προσιτό σε υποψήφιους λύτες, ορίζοντας τουλάχιστον το ένα από τα δυο σκέλη. Είτε ποιοι είναι οι Έλληνες είτε ποιους ξένους μιμήθηκαν. Λ.χ., αν υποθέταμε πως οι Έλληνες υπογράφουν ως μεταφραστές των κειμένων, που συνθέτουν, θα προτείναμε ορισμένους συνήθεις ύποπτους παρόμοιων μεταμφιέσεων, όπως, καλή ώρα, ο Φίλιππος Δρακονταειδής ή ο Χρήστος Μπουλώτης. Όπως και να έχει, επειδή κείμενα γνωστών ελλήνων συγγραφέων γραμμένα με τον τρόπο επίσης γνωστών ξένων συγγραφέων και σπανίζουν επί των ημερών μας και συνιστούν κομμάτι της λογοτεχνικής ιστορίας, αναμένεται σε προσεχές τεύχος η λύση του "κουίζ". Την εικονογράφηση του αφιερώματος ανέλαβε ο γνωστός σκιτσογράφος και πεζογράφος, Δημήτρης Πετσετίδης.
Επί του πιεστηρίου μας πρόλαβε το νέο διπλό τεύχος, αφιερωμένο στο νεοελληνικό σουρεαλισμό, το οποίο συνοδεύεται από CD με τη φωνή του Ανδρέα Εμπειρίκου. Αυτό, όμως, δεν μειώνει το ενδιαφέρον του προηγούμενου τεύχους. Άλλωστε, δεν θα συμπλήρωνε "Το Δέντρο" τριακονταετία, αν τα αφιερώματά του δεν είχαν αντοχή στο χρόνο.
Μ. Θ.
1 σχόλιο:
Υπάρχει κι ένα κείμενο του Κώστα Μαυρουδή για εσάς στο blog του, αυτό με οδήγησε στο blog σας.
Δημοσίευση σχολίου