Γκότφρηντ Κέλλερ
«Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο»
Εισαγωγή-Μετάφραση:
Εύη Μαυρομμάτη
Εκδόσεις Γαβριηλίδης
Σεπτέμβριος 2009
Ο δέκατος τέταρτος τόμος της σειράς «Μεταφορές», που διευθύνει ο Δημήτρης Αλεξάκης, παρουσιάζει τον εκλεκτό διηγηματογράφο Γκότφρηντ Κέλλερ. Πρόκειται για έναν γερμανόφωνο πεζογράφο του 19ου αιώνα, που, όπως φαίνεται, παρέμεινε μέχρι σήμερα αμετάφραστος στα ελληνικά. Γεγονός που προκαλεί έκπληξη, δεδομένης της εξέχουσας θέσης που κατέχει στη γερμανόφωνη λογοτεχνία. Στη βιβλιογραφία, που παρατίθεται στο τομίδιο, δεν αναφέρονται αυτοτελείς εκδόσεις των βιβλίων του στα ελληνικά. Ούτε καν κάποια μετάφραση διηγήματός του σε περιοδικό του 19ου ή του 20ου αιώνα. Επίσης, δεν δίνεται καμία παραπομπή σε μελέτη έλληνα συγγραφέα ή και μεταφρασμένη ξένου, που να αναφέρεται στον Κέλλερ και το έργο του. Δεν διευκρινίζεται, ωστόσο, αν οι υπεύθυνοι της παρούσας έκδοσης έκαναν την ανάλογη έρευνα. Η μοναδική παραπομπή της βιβλιογραφίας σε ελληνική πηγή είναι το λήμμα της εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα. Όσο αφορά, όμως, τις εγκυκλοπαίδειες, ο Κέλλερ είναι σε όλες καταχωρισμένος με ένα, θα λέγαμε, ικανοποιητικό λήμμα, το οποίο, κατά κανόνα, συνοδεύεται από φωτογραφία. Όσο, μάλιστα, παλαιότερη είναι η εγκυκλοπαίδεια, τόσο μεγαλύτερη έκταση δίνεται στο αντίστοιχο λήμμα. Επίσης, μνημονεύεται με λίγες αράδες στην τρίτομη Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας (Εκδόσεις Σοκόλη). Η θέση, όμως, που κατέχει ο Κέλλερ στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, φαίνεται στον τρόπο που τον αναφέρει ο γερμανός ιστορικός της λογοτεχνίας Έριχ Άουερμπαχ στη μελέτη του «Μίμησις», που μεταφράστηκε στα ελληνικά προ τετραετίας.
Ο Κέλλερ γεννήθηκε στη Ζυρίχη το 1819, όπου και πέθανε το 1890. Κάποια χαρακτηριστικά του βίου του θυμίζουν τον Γεώργιο Βιζυηνό. Ο Κέλλερ, όπως ο Βιζυηνός, ξεκίνησε ως ποιητής για να εξελιχθεί σε σημαντικό πεζογράφο. Ο Βιζυηνός μπόρεσε να σπουδάσει στη Γοτίγγη της Γερμανίας χάρις στον τραπεζίτη Γεώργιο Ζαρίφη. Αντίστοιχα ο Κέλλερ, κι εκείνος από φτωχή οικογένεια, χάρις στον γερμανό πολιτικό πρόσφυγα στην Ζυρίχη, Άντολφ Λούντβιχ Φόλεν, έναν μαικήνα των γερμανικών γραμμάτων, μπόρεσε να εκδώσει τα ποιήματά του, εξασφαλίζοντας, τελικά, μια υποτροφία για σπουδές στην Χαϊδελβέργη. Ο Κέλλερ θεωρείται εθνικός συγγραφέας της γερμανόφωνης Ελβετίας, μόνο που σήμερα το έργο του έχει παραγκωνιστεί από τα έργα των συμπατριωτών του, Μαξ Φρις και Φρήντριχ Ντύρρενματ, οι οποίοι έζησαν έναν αιώνα μετά από αυτόν, καλύπτοντας όλο το άνοιγμα του 20ου αιώνα, όπως εκείνος του 19ου.
Η Εύη Μαυρομμάτη, που εξελίσσεται σε μια συστηματική μεταφράστρια από τα γερμανικά, παραθέτει εμπεριστατωμένη εισαγωγή και ένα λεπτομερές χρονολόγιο, το οποίο αναδεικνύεται περαιτέρω χάρις στην τυπογραφική επιμέλεια. Απορούμε, μόνο, γιατί, σε έναν γερμανόφωνο συγγραφέα, δίνει αμιγώς αγγλική βιβλιογραφία. Όπως και να έχει, από το σύνολο του έργου του, το οποίο ο ίδιος πρόλαβε να εκδώσει σε δέκα τόμους τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, η Μαυρομμάτη επιλέγει ένα μεγάλο διήγημα από το δεύτερο μέρος της συλλογής, «Οι άνθρωποι της Ζελντβίλα», που εκδόθηκε, για πρώτη φορά, το 1874. Οι μελετητές του Κέλλερ το συγκαταλέγουν στα επίλεκτα, μαζί με δύο άλλα διηγήματα της ίδιας συλλογής, το «Ρωμαίος και Ιουλιέττα στο χωριό» και το «Οι τρεις δίκαιοι κτενοποιοί». Μάλιστα, στην υπόθεση του συγκεκριμένου διηγήματος, στηρίχτηκαν, μέσα στον 20ο αιώνα, δυο ταινίες, μια τηλεταινία και επίσης, δυο όπερες.
Το εν λόγω διήγημα, όπως, άλλωστε, και τα περισσότερα του Κέλλερ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί νουβέλα. Κι αυτό, όχι μόνο λόγω της έκτασής του, αλλά και γιατί επικεντρώνεται στην ψυχογράφηση του κεντρικού ήρωα, σκιαγραφώντας, ταυτόχρονα, την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής που γράφτηκε. Από την άλλη, ολόκληρη η νουβέλα θα μπορούσε να διαβαστεί σαν ένα παράδειγμα της ισχύος κατά τον πρώιμο καπιταλισμό του ρητού “τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο”. Ένα ρητό, που φτάνει να ισχύει με ακόμη μεγαλύτερη επίταση μέχρι σήμερα. Ο τίτλος θυμίζει την ελληνική ρήση, “τα ράσα δεν κάνουν τον παππά”, το οποίο υπογραμμίζει πως η πραγματική αξία κάποιου δεν σταθμίζεται από την εξωτερική του εικόνα αλλά έγκειται στην ποιότητα του χαρακτήρα του. Με την αντιστροφή της ρήσης εμφατικά στον τίτλο, ο Κέλλερ αποκαλύπτει εξαρχής το βασικό χαρακτηριστικό της γραφής του, που είναι η ειρωνεία. Αυτή είναι που τον φέρνει κοντά στον Ροΐδη, με μια, ωστόσο, ουσιαστική διαφορά. Η ροΐδειος ειρωνεία είναι καυστική, ενώ του Κέλλερ ξεκινά από μια περιπαικτική διάθεση, που φαιδρύνει τις αφηγήσεις του.
Σε γενικές γραμμές η υπόθεση της νουβέλας έχει ως εξής: Ένας ραφτάκος, κάλφας κατά το ελληνικότερο, μένει χωρίς δουλειά, όταν το αφεντικό του, ένας ράφτης της Ζελντβίλα, κηρύσσει πτώχευση. Απένταρος, μια κρύα μέρα του Νοέμβρη, τραβάει πεζή για τη γειτονική πόλη, την Γκόλνταχ. Ο Κέλλερ δεν προσδιορίζει ούτε τον χρόνο ούτε τον τόπο. Και οι δυο πόλεις, που αναφέρει, είναι επινοημένες. Η ονομασία της πρώτης παραπέμπει σε έναν χαρούμενο τόπο και της δεύτερης, στο χρυσό και τα πλούτη. Για να επανέλθουμε, όμως, στον ραφτάκο, αυτός έχει μια καλή συνήθεια. Αρέσκεται στο κομψό ντύσιμο, έστω κι αν έχει ένα μόνο κοστούμι και μια εντυπωσιακή μακριά μπέρτα. Όπως προϊδεάζει ο τίτλος, χάρις σε αυτά, πρώτα ένας αμαξάς στο δρόμο και μετά, οι κάτοικοι της γειτονικής πόλης, στην οποία φτάνει, τον θεωρούν για πολωνό αριστοκράτη. Στην παρεξήγηση συμβάλλει και το όνομά του, που είναι ένα γνήσιο πολωνικό όνομα. Κι αυτό, τελείως συμπτωματικά, αφού έρχεται από την περιοχή της Σιλεσίας, που, τον 19ο αιώνα, κατοικείται κυρίως από Γερμανούς. Όμως, ο ραφτάκος είναι ένας γνήσιος Σιλεσιανός. Φύσει δειλός, διστάζει να διαλύσει το μπέρδεμα, αποδεχόμενος τις περιποιήσεις, που αντιστοιχούν στην υποτιθέμενη αριστοκρατική του καταγωγή. Όταν επιτέλους βρίσκει το θάρρος και ετοιμάζεται ψυχολογικά να ομολογήσει την αλήθεια, εμφανίζεται μια πανέμορφη κοπέλα, κόρη ενός προύχοντα της πόλης, την οποία και ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Προσωρινά, όλα φαίνεται να πηγαίνουν κατ’ ευχήν και επίκειται ο γάμος τους, όταν ένας ερωτικός του αντίζηλος, που η κοπέλα τον έχει απορρίψει, αποκαλύπτει την απάτη, παρουσιάζοντας τον ραφτάκο σαν έναν τυχοδιώκτη. Ωστόσο, όπως συμβαίνει στα παραμύθια αλλά και τα ρομάντσα, ο έρωτας στο τέλος θριαμβεύει και μαζί επαληθεύεται το ρητό, “τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο”, αφού ο ραφτάκος γίνεται ένας μεγάλος και τρανός ράφτης.
Οι μελετητές έχουν εντάξει τη νουβέλα στο είδος της κωμωδίας παρεξηγήσεων. Και πράγματι, συμβαίνει σωρεία παρεξηγήσεων. Ωστόσο, το αποτέλεσμα δύσκολα θα χαρακτηριζόταν κωμωδία. Ο ανάλαφρα εύθυμος χαρακτήρας της αφήγησης, ενισχυμένος με ρομαντικά στοιχεία, δεν αποτελεί παρά το προπέτασμα για έναν βαθύτερο σκεπτικισμό. Σε ένα σημείο, προς το τέλος της νουβέλας, ο αφηγητής ξιφουλκεί εναντίον της τότε κρατούσας κοινωνικής πραγματικότητας. Χαρακτηριστικά γράφει:
«Όταν ένας ηγεμόνας κατακτά μια χώρα και τον λαό της· όταν ένας ιερέας κηρύττει το δόγμα της Εκκλησίας του δίχως πειθώ, αλλά τρώει με αξιοπρέπεια τις προσόδους που του αποφέρει το αξίωμά του· όταν ένας ξιπασμένος δάσκαλος κατέχει και απολαμβάνει τις τιμές και τα πλεονεκτήματα ενός υψηλού διδασκαλικού αξιώματος, δίχως να ’χει την παραμικρή ιδέα για το μεγαλείο της επιστήμης του ή δίχως να προσπαθεί να την προάγει έστω και στο ελάχιστο· όταν ένας καλλιτέχνης δίχως αρετή, με επιπόλαια έργα και κούφια τεχνάσματα, γίνεται της μόδας και κλέβει ψωμί και δόξα από τον αληθινό δουλευτή· ή όταν ένας μπαγαπόντης, ο οποίος κληρονόμησε ή απέκτησε με απάτη το όνομα κάποιου μεγάλου εμπόρου, αποσπά από χιλιάδες ανθρώπους τις αποταμιεύσεις τους, ακόμη και τις οικονομίες τους για μια έκτακτη ανάγκη, εξαιτίας της μωρίας και της ασυνειδησίας του, τότε όλοι αυτοί δεν κλαίνε για τους εαυτούς τους, παρά χαίρονται την ευημερία τους και δεν μένουν ούτε ένα βράδυ χωρίς διασκεδαστική συντροφιά και καλούς φίλους.
Ο ράφτης μας, όμως, έκλαψε πικρά για τον εαυτό του...».
Κατά την προσφιλή τους συνήθεια, οι μελετητές εντοπίζουν στη νουβέλα πλείστα όσα δάνεια από λογοτεχνικά βιβλία αλλά και από πραγματικά περιστατικά, που αναφέρονται στις βιογραφίες του συγγραφέα. Υποστηρίζεται πως τη νουβέλα θα πρέπει να την έγραφε ή, μάλλον ακριβέστερα, να την μαγείρευε για αρκετά χρόνια. Πάντως, οι αναφορές του αφηγητή στην έκρυθμη πολιτική κατάσταση της Πολωνίας εντοπίζουν την τελική γραφή στα χρόνια 1863-65, όταν ο Κέλλερ συμμετείχε ως γραμματέας στην «Ελβετική Επιτροπή για την Πολωνία». Ήταν μια πολιτική και ανθρωπιστική οργάνωση για την παροχή βοήθειας κατά την επανάσταση, που ξέσπασε τον Ιανουάριο του 1863, με αίτημα την ενοποίηση της χώρας. Εκτός από τις αναφορές στην Πολωνία, στην αφήγηση διακρίνεται κριτική διάθεση για την κοινωνικοοικονομική κατάσταση στη χώρα του, όπου έχει ήδη αρχίσει να επικρατεί η θεοποίηση του χρήματος.
Ο Κέλλερ επιλέγει για τα πρόσωπα και τους τόπους δίσημες ονομασίες, παραπέμποντας, μέσω της δευτερεύουσας σημασίας, στις πολλαπλές διαστάσεις της ίδιας της πραγματικότητας. Για τον ίδιο ακριβώς σκοπό, επιστρατεύει τα μέσα της ποίησης, όπως η εκτεταμένη εικονοποιία και οι μεταφορές, όταν περιγράφει στις ιστορίες του ρεαλιστικές καταστάσεις. Γι αυτό και το έργο του εντάσσεται στον γερμανικό ποιητικό ρεαλισμό, από τον οποίο δέχεται επιδράσεις και ο Βιζυηνός. Επίσης, ο Κέλλερ στήνει συχνά σκηνές, εμπνευσμένες από τον αρχαιοελληνικό κόσμο, κυρίως τον ομηρικό, όπως, στη νουβέλα, την αρπαγή της ωραίας Νέτχεν (αν και το ωραία περιττεύει, αφού το όνομά της σημαίνει, η ομορφούλα), που απειλεί να οδηγήσει σε έναν νέο τρωικό πόλεμο. Σε αυτές τις περιγραφές, ο Κέλλερ δίνει τη μορφή παρωδίας, χωρίς, ωστόσο, το παραμικρό στοιχείο χλευασμού, όπως εσφαλμένως σχολιάζεται στην εισαγωγή. Έτσι κι αλλιώς, η χλεύη δεν ταιριάζει στους λεπταίσθητους αφηγηματικούς του τρόπους, πόσω μάλλον μια χλεύη στρεφόμενη εναντίον ενός υψηλού πρότυπου, όπως ήταν ο κόσμος του Ομήρου στην εποχή του Κέλλερ.
Από την άλλη, ο αμφίσημος αφηγηματικός τρόπος του Κέλλερ πιστεύουμε πως δυσχεραίνει το έργο του μεταφραστή. Το γεγονός ότι στη σειρά «Μεταφορές» η ελληνική απόδοση δημοσιεύεται αντικριστά με το πρωτότυπο, προσφέρει την ευχέρεια στον μεταφραστή, μεταξύ μιας πιστής και μιας ωραίας απόδοσης, κατά το γνωστό μεταφραστικό δίλημμα, να επιλέγει τη δεύτερη. Παρόλα αυτά, η Μαυρομμάτη προτίμησε μια κατά λέξη μετάφραση, καταλήγοντας, μερικές φορές, σε αδόκιμες στα ελληνικά εκφράσεις. Ύστερα, με αυτήν την τακτική, καίτοι ποιήτρια η ίδια, χάνει μέρος του πολύτιμου μετωνυμικού φορτίου της αφήγησης. Όπως και να έχει, αυτή είναι μια καλή αρχή για τον Κέλλερ στην ελληνική. Ελπίζουμε κάποια στιγμή να ακολουθήσει μια συλλογή ή ένα ανθολόγιο διηγημάτων.
Καλοδεχούμενο θα ήταν και το πρώτο μυθιστόρημα του Κέλλερ, που θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα διάπλασης, γραμμένο, στην πρώτη του μορφή, μισό περίπου αιώνα μετά το κορυφαίο μυθιστόρημα του είδους, «Τα χρόνια της μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ» του Γκαίτε. Με επιρροές από αυτό, το μυθιστόρημα του Κέλλερ τιτλοφορείται «Ο πράσινος Ερρίκος». Ανιστορεί τις περιπέτειες ενός έφηβου, που εγκαταλείπει το σπίτι του για να γίνει καλλιτέχνης. Ο τίτλος κυριολεκτεί μεν, αφού όλα τα ρούχα του είναι φτιαγμένα από το ένα και μοναδικό τόπι ύφασμα που έχει η μητέρα του, αλλά ταυτόχρονα δηλώνει πως είναι ακόμη άγουρος, δηλαδή ανώριμος. Παρεμπιπτόντως, ενώ η μετάφραση της ξένης λογοτεχνίας βρίσκεται σε μόνιμη άνθηση, ίσως και σε βάρος της ελληνικής λογοτεχνίας, απουσιάζει μια κάποια ιεράρχηση στις επιλογές.
«Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο»
Εισαγωγή-Μετάφραση:
Εύη Μαυρομμάτη
Εκδόσεις Γαβριηλίδης
Σεπτέμβριος 2009
Ο δέκατος τέταρτος τόμος της σειράς «Μεταφορές», που διευθύνει ο Δημήτρης Αλεξάκης, παρουσιάζει τον εκλεκτό διηγηματογράφο Γκότφρηντ Κέλλερ. Πρόκειται για έναν γερμανόφωνο πεζογράφο του 19ου αιώνα, που, όπως φαίνεται, παρέμεινε μέχρι σήμερα αμετάφραστος στα ελληνικά. Γεγονός που προκαλεί έκπληξη, δεδομένης της εξέχουσας θέσης που κατέχει στη γερμανόφωνη λογοτεχνία. Στη βιβλιογραφία, που παρατίθεται στο τομίδιο, δεν αναφέρονται αυτοτελείς εκδόσεις των βιβλίων του στα ελληνικά. Ούτε καν κάποια μετάφραση διηγήματός του σε περιοδικό του 19ου ή του 20ου αιώνα. Επίσης, δεν δίνεται καμία παραπομπή σε μελέτη έλληνα συγγραφέα ή και μεταφρασμένη ξένου, που να αναφέρεται στον Κέλλερ και το έργο του. Δεν διευκρινίζεται, ωστόσο, αν οι υπεύθυνοι της παρούσας έκδοσης έκαναν την ανάλογη έρευνα. Η μοναδική παραπομπή της βιβλιογραφίας σε ελληνική πηγή είναι το λήμμα της εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα. Όσο αφορά, όμως, τις εγκυκλοπαίδειες, ο Κέλλερ είναι σε όλες καταχωρισμένος με ένα, θα λέγαμε, ικανοποιητικό λήμμα, το οποίο, κατά κανόνα, συνοδεύεται από φωτογραφία. Όσο, μάλιστα, παλαιότερη είναι η εγκυκλοπαίδεια, τόσο μεγαλύτερη έκταση δίνεται στο αντίστοιχο λήμμα. Επίσης, μνημονεύεται με λίγες αράδες στην τρίτομη Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας (Εκδόσεις Σοκόλη). Η θέση, όμως, που κατέχει ο Κέλλερ στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, φαίνεται στον τρόπο που τον αναφέρει ο γερμανός ιστορικός της λογοτεχνίας Έριχ Άουερμπαχ στη μελέτη του «Μίμησις», που μεταφράστηκε στα ελληνικά προ τετραετίας.
Ο Κέλλερ γεννήθηκε στη Ζυρίχη το 1819, όπου και πέθανε το 1890. Κάποια χαρακτηριστικά του βίου του θυμίζουν τον Γεώργιο Βιζυηνό. Ο Κέλλερ, όπως ο Βιζυηνός, ξεκίνησε ως ποιητής για να εξελιχθεί σε σημαντικό πεζογράφο. Ο Βιζυηνός μπόρεσε να σπουδάσει στη Γοτίγγη της Γερμανίας χάρις στον τραπεζίτη Γεώργιο Ζαρίφη. Αντίστοιχα ο Κέλλερ, κι εκείνος από φτωχή οικογένεια, χάρις στον γερμανό πολιτικό πρόσφυγα στην Ζυρίχη, Άντολφ Λούντβιχ Φόλεν, έναν μαικήνα των γερμανικών γραμμάτων, μπόρεσε να εκδώσει τα ποιήματά του, εξασφαλίζοντας, τελικά, μια υποτροφία για σπουδές στην Χαϊδελβέργη. Ο Κέλλερ θεωρείται εθνικός συγγραφέας της γερμανόφωνης Ελβετίας, μόνο που σήμερα το έργο του έχει παραγκωνιστεί από τα έργα των συμπατριωτών του, Μαξ Φρις και Φρήντριχ Ντύρρενματ, οι οποίοι έζησαν έναν αιώνα μετά από αυτόν, καλύπτοντας όλο το άνοιγμα του 20ου αιώνα, όπως εκείνος του 19ου.
Η Εύη Μαυρομμάτη, που εξελίσσεται σε μια συστηματική μεταφράστρια από τα γερμανικά, παραθέτει εμπεριστατωμένη εισαγωγή και ένα λεπτομερές χρονολόγιο, το οποίο αναδεικνύεται περαιτέρω χάρις στην τυπογραφική επιμέλεια. Απορούμε, μόνο, γιατί, σε έναν γερμανόφωνο συγγραφέα, δίνει αμιγώς αγγλική βιβλιογραφία. Όπως και να έχει, από το σύνολο του έργου του, το οποίο ο ίδιος πρόλαβε να εκδώσει σε δέκα τόμους τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, η Μαυρομμάτη επιλέγει ένα μεγάλο διήγημα από το δεύτερο μέρος της συλλογής, «Οι άνθρωποι της Ζελντβίλα», που εκδόθηκε, για πρώτη φορά, το 1874. Οι μελετητές του Κέλλερ το συγκαταλέγουν στα επίλεκτα, μαζί με δύο άλλα διηγήματα της ίδιας συλλογής, το «Ρωμαίος και Ιουλιέττα στο χωριό» και το «Οι τρεις δίκαιοι κτενοποιοί». Μάλιστα, στην υπόθεση του συγκεκριμένου διηγήματος, στηρίχτηκαν, μέσα στον 20ο αιώνα, δυο ταινίες, μια τηλεταινία και επίσης, δυο όπερες.
Το εν λόγω διήγημα, όπως, άλλωστε, και τα περισσότερα του Κέλλερ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί νουβέλα. Κι αυτό, όχι μόνο λόγω της έκτασής του, αλλά και γιατί επικεντρώνεται στην ψυχογράφηση του κεντρικού ήρωα, σκιαγραφώντας, ταυτόχρονα, την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής που γράφτηκε. Από την άλλη, ολόκληρη η νουβέλα θα μπορούσε να διαβαστεί σαν ένα παράδειγμα της ισχύος κατά τον πρώιμο καπιταλισμό του ρητού “τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο”. Ένα ρητό, που φτάνει να ισχύει με ακόμη μεγαλύτερη επίταση μέχρι σήμερα. Ο τίτλος θυμίζει την ελληνική ρήση, “τα ράσα δεν κάνουν τον παππά”, το οποίο υπογραμμίζει πως η πραγματική αξία κάποιου δεν σταθμίζεται από την εξωτερική του εικόνα αλλά έγκειται στην ποιότητα του χαρακτήρα του. Με την αντιστροφή της ρήσης εμφατικά στον τίτλο, ο Κέλλερ αποκαλύπτει εξαρχής το βασικό χαρακτηριστικό της γραφής του, που είναι η ειρωνεία. Αυτή είναι που τον φέρνει κοντά στον Ροΐδη, με μια, ωστόσο, ουσιαστική διαφορά. Η ροΐδειος ειρωνεία είναι καυστική, ενώ του Κέλλερ ξεκινά από μια περιπαικτική διάθεση, που φαιδρύνει τις αφηγήσεις του.
Σε γενικές γραμμές η υπόθεση της νουβέλας έχει ως εξής: Ένας ραφτάκος, κάλφας κατά το ελληνικότερο, μένει χωρίς δουλειά, όταν το αφεντικό του, ένας ράφτης της Ζελντβίλα, κηρύσσει πτώχευση. Απένταρος, μια κρύα μέρα του Νοέμβρη, τραβάει πεζή για τη γειτονική πόλη, την Γκόλνταχ. Ο Κέλλερ δεν προσδιορίζει ούτε τον χρόνο ούτε τον τόπο. Και οι δυο πόλεις, που αναφέρει, είναι επινοημένες. Η ονομασία της πρώτης παραπέμπει σε έναν χαρούμενο τόπο και της δεύτερης, στο χρυσό και τα πλούτη. Για να επανέλθουμε, όμως, στον ραφτάκο, αυτός έχει μια καλή συνήθεια. Αρέσκεται στο κομψό ντύσιμο, έστω κι αν έχει ένα μόνο κοστούμι και μια εντυπωσιακή μακριά μπέρτα. Όπως προϊδεάζει ο τίτλος, χάρις σε αυτά, πρώτα ένας αμαξάς στο δρόμο και μετά, οι κάτοικοι της γειτονικής πόλης, στην οποία φτάνει, τον θεωρούν για πολωνό αριστοκράτη. Στην παρεξήγηση συμβάλλει και το όνομά του, που είναι ένα γνήσιο πολωνικό όνομα. Κι αυτό, τελείως συμπτωματικά, αφού έρχεται από την περιοχή της Σιλεσίας, που, τον 19ο αιώνα, κατοικείται κυρίως από Γερμανούς. Όμως, ο ραφτάκος είναι ένας γνήσιος Σιλεσιανός. Φύσει δειλός, διστάζει να διαλύσει το μπέρδεμα, αποδεχόμενος τις περιποιήσεις, που αντιστοιχούν στην υποτιθέμενη αριστοκρατική του καταγωγή. Όταν επιτέλους βρίσκει το θάρρος και ετοιμάζεται ψυχολογικά να ομολογήσει την αλήθεια, εμφανίζεται μια πανέμορφη κοπέλα, κόρη ενός προύχοντα της πόλης, την οποία και ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Προσωρινά, όλα φαίνεται να πηγαίνουν κατ’ ευχήν και επίκειται ο γάμος τους, όταν ένας ερωτικός του αντίζηλος, που η κοπέλα τον έχει απορρίψει, αποκαλύπτει την απάτη, παρουσιάζοντας τον ραφτάκο σαν έναν τυχοδιώκτη. Ωστόσο, όπως συμβαίνει στα παραμύθια αλλά και τα ρομάντσα, ο έρωτας στο τέλος θριαμβεύει και μαζί επαληθεύεται το ρητό, “τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο”, αφού ο ραφτάκος γίνεται ένας μεγάλος και τρανός ράφτης.
Οι μελετητές έχουν εντάξει τη νουβέλα στο είδος της κωμωδίας παρεξηγήσεων. Και πράγματι, συμβαίνει σωρεία παρεξηγήσεων. Ωστόσο, το αποτέλεσμα δύσκολα θα χαρακτηριζόταν κωμωδία. Ο ανάλαφρα εύθυμος χαρακτήρας της αφήγησης, ενισχυμένος με ρομαντικά στοιχεία, δεν αποτελεί παρά το προπέτασμα για έναν βαθύτερο σκεπτικισμό. Σε ένα σημείο, προς το τέλος της νουβέλας, ο αφηγητής ξιφουλκεί εναντίον της τότε κρατούσας κοινωνικής πραγματικότητας. Χαρακτηριστικά γράφει:
«Όταν ένας ηγεμόνας κατακτά μια χώρα και τον λαό της· όταν ένας ιερέας κηρύττει το δόγμα της Εκκλησίας του δίχως πειθώ, αλλά τρώει με αξιοπρέπεια τις προσόδους που του αποφέρει το αξίωμά του· όταν ένας ξιπασμένος δάσκαλος κατέχει και απολαμβάνει τις τιμές και τα πλεονεκτήματα ενός υψηλού διδασκαλικού αξιώματος, δίχως να ’χει την παραμικρή ιδέα για το μεγαλείο της επιστήμης του ή δίχως να προσπαθεί να την προάγει έστω και στο ελάχιστο· όταν ένας καλλιτέχνης δίχως αρετή, με επιπόλαια έργα και κούφια τεχνάσματα, γίνεται της μόδας και κλέβει ψωμί και δόξα από τον αληθινό δουλευτή· ή όταν ένας μπαγαπόντης, ο οποίος κληρονόμησε ή απέκτησε με απάτη το όνομα κάποιου μεγάλου εμπόρου, αποσπά από χιλιάδες ανθρώπους τις αποταμιεύσεις τους, ακόμη και τις οικονομίες τους για μια έκτακτη ανάγκη, εξαιτίας της μωρίας και της ασυνειδησίας του, τότε όλοι αυτοί δεν κλαίνε για τους εαυτούς τους, παρά χαίρονται την ευημερία τους και δεν μένουν ούτε ένα βράδυ χωρίς διασκεδαστική συντροφιά και καλούς φίλους.
Ο ράφτης μας, όμως, έκλαψε πικρά για τον εαυτό του...».
Κατά την προσφιλή τους συνήθεια, οι μελετητές εντοπίζουν στη νουβέλα πλείστα όσα δάνεια από λογοτεχνικά βιβλία αλλά και από πραγματικά περιστατικά, που αναφέρονται στις βιογραφίες του συγγραφέα. Υποστηρίζεται πως τη νουβέλα θα πρέπει να την έγραφε ή, μάλλον ακριβέστερα, να την μαγείρευε για αρκετά χρόνια. Πάντως, οι αναφορές του αφηγητή στην έκρυθμη πολιτική κατάσταση της Πολωνίας εντοπίζουν την τελική γραφή στα χρόνια 1863-65, όταν ο Κέλλερ συμμετείχε ως γραμματέας στην «Ελβετική Επιτροπή για την Πολωνία». Ήταν μια πολιτική και ανθρωπιστική οργάνωση για την παροχή βοήθειας κατά την επανάσταση, που ξέσπασε τον Ιανουάριο του 1863, με αίτημα την ενοποίηση της χώρας. Εκτός από τις αναφορές στην Πολωνία, στην αφήγηση διακρίνεται κριτική διάθεση για την κοινωνικοοικονομική κατάσταση στη χώρα του, όπου έχει ήδη αρχίσει να επικρατεί η θεοποίηση του χρήματος.
Ο Κέλλερ επιλέγει για τα πρόσωπα και τους τόπους δίσημες ονομασίες, παραπέμποντας, μέσω της δευτερεύουσας σημασίας, στις πολλαπλές διαστάσεις της ίδιας της πραγματικότητας. Για τον ίδιο ακριβώς σκοπό, επιστρατεύει τα μέσα της ποίησης, όπως η εκτεταμένη εικονοποιία και οι μεταφορές, όταν περιγράφει στις ιστορίες του ρεαλιστικές καταστάσεις. Γι αυτό και το έργο του εντάσσεται στον γερμανικό ποιητικό ρεαλισμό, από τον οποίο δέχεται επιδράσεις και ο Βιζυηνός. Επίσης, ο Κέλλερ στήνει συχνά σκηνές, εμπνευσμένες από τον αρχαιοελληνικό κόσμο, κυρίως τον ομηρικό, όπως, στη νουβέλα, την αρπαγή της ωραίας Νέτχεν (αν και το ωραία περιττεύει, αφού το όνομά της σημαίνει, η ομορφούλα), που απειλεί να οδηγήσει σε έναν νέο τρωικό πόλεμο. Σε αυτές τις περιγραφές, ο Κέλλερ δίνει τη μορφή παρωδίας, χωρίς, ωστόσο, το παραμικρό στοιχείο χλευασμού, όπως εσφαλμένως σχολιάζεται στην εισαγωγή. Έτσι κι αλλιώς, η χλεύη δεν ταιριάζει στους λεπταίσθητους αφηγηματικούς του τρόπους, πόσω μάλλον μια χλεύη στρεφόμενη εναντίον ενός υψηλού πρότυπου, όπως ήταν ο κόσμος του Ομήρου στην εποχή του Κέλλερ.
Από την άλλη, ο αμφίσημος αφηγηματικός τρόπος του Κέλλερ πιστεύουμε πως δυσχεραίνει το έργο του μεταφραστή. Το γεγονός ότι στη σειρά «Μεταφορές» η ελληνική απόδοση δημοσιεύεται αντικριστά με το πρωτότυπο, προσφέρει την ευχέρεια στον μεταφραστή, μεταξύ μιας πιστής και μιας ωραίας απόδοσης, κατά το γνωστό μεταφραστικό δίλημμα, να επιλέγει τη δεύτερη. Παρόλα αυτά, η Μαυρομμάτη προτίμησε μια κατά λέξη μετάφραση, καταλήγοντας, μερικές φορές, σε αδόκιμες στα ελληνικά εκφράσεις. Ύστερα, με αυτήν την τακτική, καίτοι ποιήτρια η ίδια, χάνει μέρος του πολύτιμου μετωνυμικού φορτίου της αφήγησης. Όπως και να έχει, αυτή είναι μια καλή αρχή για τον Κέλλερ στην ελληνική. Ελπίζουμε κάποια στιγμή να ακολουθήσει μια συλλογή ή ένα ανθολόγιο διηγημάτων.
Καλοδεχούμενο θα ήταν και το πρώτο μυθιστόρημα του Κέλλερ, που θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα διάπλασης, γραμμένο, στην πρώτη του μορφή, μισό περίπου αιώνα μετά το κορυφαίο μυθιστόρημα του είδους, «Τα χρόνια της μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ» του Γκαίτε. Με επιρροές από αυτό, το μυθιστόρημα του Κέλλερ τιτλοφορείται «Ο πράσινος Ερρίκος». Ανιστορεί τις περιπέτειες ενός έφηβου, που εγκαταλείπει το σπίτι του για να γίνει καλλιτέχνης. Ο τίτλος κυριολεκτεί μεν, αφού όλα τα ρούχα του είναι φτιαγμένα από το ένα και μοναδικό τόπι ύφασμα που έχει η μητέρα του, αλλά ταυτόχρονα δηλώνει πως είναι ακόμη άγουρος, δηλαδή ανώριμος. Παρεμπιπτόντως, ενώ η μετάφραση της ξένης λογοτεχνίας βρίσκεται σε μόνιμη άνθηση, ίσως και σε βάρος της ελληνικής λογοτεχνίας, απουσιάζει μια κάποια ιεράρχηση στις επιλογές.
Μ. Θεοδοσοπούλου
ΥΓ: Στον ουρανό γυρεύαμε ένα πεζό του Κέλλερ μεταφρασμένο στα ελληνικά και στην «Εποχή» το βρήκαμε. Μας το επεσήμανε ο αυτουργός, δηλαδή ο μεταφραστής του, ο σύντροφος Θόδωρος Παρασκευόπουλος. Πρόκειται για το διήγημα, «Η Παρθένος και ο Διάβολος», από την τελευταία συλλογή του Κέλλερ, «Επτά Θρύλοι», που εκδόθηκε το 1872. Δημοσιεύτηκε στις 23 Δεκεμβρίου 2001, με σύντομο πρόλογο του Παρασκευόπουλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου