Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Μ. Ανα­γνω­στά­κης, Ενε­νή­ντα πα­ρά Δέ­κα

8 Μαρ­τίου, η η­μέ­ρα της Γυ­ναί­κας. Για ε­κεί­νες, η­μέ­ρα γιορ­τής. Για ε­κεί­νους, ε­πέ­τειος ε­ορ­τα­στι­κή ή η­μέ­ρα ήτ­τας; Με­γά­λο ή μι­κρό κα­κό να έ­χεις γυ­ναί­κα χει­ρα­φε­τη­μέ­νη στο κε­φά­λι σου; Κα­λός ή κα­κός οιω­νός να γεν­νη­θείς την η­μέ­ρα της Γυ­ναί­κας; Θα γί­νεις με­γά­λος ε­ρα­στής ή πι­στός σύ­ζυ­γος; Με­τέω­ρα ε­ρω­τή­μα­τα για ό­σους ρέ­πουν προς την α­στρο­λο­γία και προσ­δί­δουν με­τα­φυ­σι­κές δια­στά­σεις σε α­ριθ­μη­τι­κές και άλ­λες συ­μπτώ­σεις. Απαι­σιό­δο­ξα α­πα­ντούν οι στί­χοι του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη, που η γέν­νη­σή του, για μιας η­μέ­ρας κα­θυ­στέ­ρη­ση, δεν συ­νέ­πε­σε με την η­μέ­ρα της Γυ­ναί­κας: “Για τους ε­ρω­τευ­μέ­νους που πα­ντρεύ­τη­καν. / Για τη μά­χη που κερ­δή­θη­κε. / Για ό­λα ό­σα τέ­λειω­σαν χω­ρίς ελ­πί­δα πια.” Κι ό­μως, ο ί­διος υ­πήρ­ξε έ­νας ε­ρω­τευ­μέ­νος που πα­ντρεύ­τη­κε και τί­πο­τα δεν τε­λείω­σε. Πα­ρά με­ρι­κούς μή­νες θα προ­λά­βαι­νε τη χρυ­σή ε­πέ­τειο του γά­μου του. Την ε­παύ­ριον της ση­με­ρι­νής, 105ης η­μέ­ρας της Γυ­ναί­κας, θα γιόρ­τα­ζε τα ε­νε­νη­κο­στά γε­νέ­θλιά του, γεν­νη­θείς την 9η Μαρ­τίου 1925. Απε­βίω­σε δέ­κα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, στις 23 Ιου­νίου 2005, έ­χο­ντας συ­μπλη­ρώ­σει κο­ντά μι­σό αιώ­να έγ­γα­μου βίου. Ρο­μα­ντι­κός ή συ­ντη­ρη­τι­κός; Ίσως και τα δυο, με τον ι­διαί­τε­ρο τρό­πο, που ο­ρι­σμέ­νοι Αρι­στε­ροί πα­λαιάς κο­πής κα­τά­φερ­ναν να τα συν­δυά­ζουν.
Για τους ε­ρω­τευ­μέ­νους που πα­ντρεύ­τη­καν και ξα­να­ε­ρω­τεύ­τη­καν. Για ό­λα του έ­ρω­τα που πο­τέ δεν τε­λειώ­νουν. Θα του α­πα­ντού­σε ο φί­λος του, ποιη­τής, Νά­σος Βα­γε­νάς, ε­κεί­νος γεν­νη­μέ­νος την η­μέ­ρα της Γυ­ναί­κας, 8 Μαρ­τίου 1945, και ε­σα­εί ε­ρω­τευ­μέ­νος με τη Γυ­ναί­κα. Αλλά σερ­φά­ρο­ντας στην ι­στο­σε­λί­δα της BiblioNet, που ε­νίο­τε σφάλ­λει, αλ­λά ε­ξα­σφα­λί­ζει ά­κο­πα δη­μο­σιεύ­σεις σε α­κα­τα­τό­πι­στους, α­να­κα­λύ­πτεις κι άλ­λους ε­ορ­τά­ζο­ντες σή­με­ρα τα γε­νέ­θλιά τους. Και για να πα­ρα­μεί­νου­με στον “Όμι­λο Φί­λων Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη”, σή­με­ρα έ­χει γε­νέ­θλια ο Αλέ­ξης Πο­λί­της – γεν­νη­μέ­νος ί­δια μέ­ρα, ί­διο χρό­νο με τον Βα­γε­νά, για την ώ­ρα, που εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη στο υ­πο­λο­γι­σμό του ω­ρο­σκό­που, δυ­στυ­χώς, η BiblioNet δεν πα­ρέ­χει πλη­ρο­φο­ρίες. Κι αυ­τός, ει­κά­ζου­με, με τον ί­διο στί­χο θα α­πα­ντού­σε, αν ή­ταν ποιη­τής. Αλλά εί­ναι θεω­ρη­τι­κός και ό­λα, πλην του έ­ρω­τα, “τα ρο­μα­ντι­κά χρό­νια”, “τις χα­μη­λές φω­νές ποιη­τώ­ν”, τα α­ντι­με­τω­πί­ζει α­πο­κα­θαρ­μέ­να ρο­μα­ντι­σμού. Ακό­μη και “την ποιη­τι­κή συ­νά­ντη­ση Κα­βά­φη-Ανα­γνω­στά­κη”, στα ο­ρει­νά Ρού­στι­κα Ρε­θύ­μνου, πα­τρι­κό τό­πο του ποιη­τή, ως πα­νε­πι­στη­μια­κός θα πρέ­πει ά­ψο­γα να την συ­ντό­νι­σε, αλ­λά στην ει­δυλ­λια­κή α­τμό­σφαι­ρα του πε­ρι­βάλ­λο­ντος χώ­ρου, ει­κά­ζου­με πως δεν θα πρέ­πει να ε­νέ­δω­σε. 
Υπάρ­χουν, ό­μως, και θεω­ρη­τι­κοί, φύ­σει παι­γνιώ­δεις σε ό­λες τις εκ­φάν­σεις του βίου. Αυ­τή ή­ταν η πε­ρί­πτω­ση ε­νός άλ­λου νε­ο­ελ­λη­νι­στή φι­λό­λο­γου, του Γ. Π. Σαβ­βί­δη, γεν­νη­μέ­νου την με­θε­πο­μέ­νη της η­μέ­ρας της Γυ­ναί­κας. Την ερ­χό­με­νη Τε­τάρ­τη θα γιόρ­τα­ζε τα 86α γε­νέ­θλιά του. Ήταν τέσ­σε­ρα χρό­νια νεό­τε­ρος του Ανα­γνω­στά­κη, γεν­νη­θείς στις 11 Μαρ­τίου 1929. Απε­βίω­σε δέ­κα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα α­πό ε­κεί­νον, αλ­λά τον ί­διο μή­να, στις 11 Ιου­νίου 1995.
Χά­ρις στην η­μέ­ρα της Γυ­ναί­κας, μνη­μο­νεύου­με τέσ­σε­ρις ε­πι­φα­νείς των Γραμ­μά­των, εκ των ο­ποίων οι δυο έ­δω­σαν, οι άλ­λοι δυο ε­ξα­κο­λου­θούν, ακ­μαίοι πά­ντο­τε, να δί­νουν μέ­ρος της πνευ­μα­τι­κής τους ευ­ρω­στίας –με­γα­λύ­τε­ρο ή μι­κρό­τε­ρο, θέ­μα τα­μπε­ρα­μέ­ντου– στη Γυ­ναί­κα. Εκεί­νο, ό­μως, που εν­δια­φέ­ρει έ­να πλα­τύ­τε­ρο κοι­νό, δεν εί­ναι προ­φα­νώς οι ε­πι­δό­σεις τους στο ε­ρω­τι­κό ά­θλη­μα, αλ­λά η θέ­ση τους στο χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας, κα­θώς πρό­κει­ται για μία τε­τρά­δα προ­σώ­πων με ε­πιρ­ροή και πέ­ραν των βιο­λο­γι­κών ο­ρίων. Για­τί, αν ο λό­γος του ζώ­ντος α­σκεί ε­ξου­σία, του τε­θνεώ­τος α­πο­λαύει ι­σχύ θέ­σφα­του. Αν, βε­βαίως, υ­πάρ­χει κύ­κλος Απο­στό­λων, ή­τοι φί­λων και μα­θη­τών. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη τε­τρά­δα, δυο ποιη­τές δυο με­λε­τη­τές, τον δια­θέ­τει. Ανή­κουν σε δυο δια­φο­ρε­τι­κές γε­νιές, την πρώ­τη και τη γε­νιά του ’70, α­νά­με­σα στις ο­ποίες, υ­περ­πη­δώ­ντας την πιο χα­μη­λό­φω­νη και κά­πως συ­μπλεγ­μα­τι­κή δεύ­τε­ρη, α­να­πτύ­χθη­κε α­πό νω­ρίς γό­νι­μο δί­κτυο ε­πα­φών.
Τέσ­σε­ρα πρό­σω­πα ση­μαί­νει έ­ξι δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις. Εδώ, δια­κρί­νου­με τέσ­σε­ρις φι­λι­κές σχέ­σεις, μία φι­λο­λο­γι­κής α­ντι­πα­λό­τη­τας και μια λαν­θά­νου­σα. Ως φι­λι­κές τεκ­μαί­ρο­νται, α­πό λο­γο­τε­χνι­κές πα­ρου­σιά­σεις και α­φιε­ρω­μα­τι­κές δη­μο­σιεύ­σεις, οι σχέ­σεις των δύο πρε­σβύ­τε­ρων με τους δύο νεό­τε­ρους, ό­που οι σχέ­σεις Ανα­γνω­στά­κη-Βα­γε­νά και Σαβ­βί­δη-Πο­λί­τη στά­θη­καν στε­νό­τε­ρες. Εμφα­νούς α­ντι­πα­λό­τη­τας εί­ναι η σχέ­ση των δυο νεό­τε­ρων. Αμφό­τε­ροι νε­ο­ελ­λη­νι­στές φι­λό­λο­γοι έ­χουν διαρ­κούς χα­ρα­κτή­ρα κρι­τι­κές δια­μά­χες, ό­που “τση γκιό­στρας το παι­χνί­δι” λαμ­βά­νει κά­θε φο­ρά χώ­ρα σε α­νοι­χτή α­ρέ­να, του­τέ­στιν με ε­κτε­νή δη­μο­σιεύ­μα­τα και δη, σε συ­νέ­χειες. Πέ­ραν αυ­τών, υ­πάρ­χουν οι κρι­τι­κές που ο Σαβ­βί­δης γρά­φει ή δεν γρά­φει για τους δυο ποιη­τές. Ού­τε ο Ανα­γνω­στά­κης ού­τε ο Βα­γε­νάς α­νή­κουν στους με­τρη­μέ­νους ποιη­τές της πρώ­της και της γε­νιάς του ’70, α­ντι­στοί­χως, που α­γα­πά. Για τον ποιη­τή Ανα­γνω­στά­κη, δεν υ­πάρ­χει κρι­τι­κή. Αν δεν σφάλ­λου­με, κα­θώς τα βι­βλιο­γρα­φι­κά στοι­χεία εί­ναι ελ­λι­πή. Η Βι­βλιο­γρα­φία Ανα­γνω­στά­κη κα­ταρ­τί­ζε­ται, του Σαβ­βί­δη έ­μει­νε στο Σχε­δία­σμα του Δε­κεμ­βρίου 1994.
Λαν­θά­νου­σα μέ­νει η σχέ­ση των δυο τε­θνεώ­των. Τα ό­ποια τεκ­μή­ρια χά­νο­νται με την α­να­χώ­ρη­ση προ­σώ­πων ε­νός στε­νού κύ­κλου. Ποιοι θυ­μού­νται πρό­σω­πα και κα­τα­στά­σεις α­πό την προ­δι­κτα­το­ρι­κή Θεσ­σα­λο­νί­κη ή την Αθή­να της δε­κα­ε­τίας του ’80; Δυο πο­λύ κο­ντι­νοί άν­θρω­ποι του Ανα­γνω­στά­κη α­πε­βίω­σαν μέ­σα στη δε­κα­ε­τία α­πό τον θά­να­τό του. Πρώ­τος έ­φυ­γε ο φί­λος του α­πό το 1951, ι­σό­βιος κρι­τι­κός του έρ­γου του α­πό το πρώ­το του βι­βλίο, Αλέξ. Αργυ­ρίου. Τέσ­σε­ρα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος του ποιη­τή, α­πο­χώ­ρη­σε τέσ­σε­ρα χρό­νια με­τά τον θά­να­το ε­κεί­νου. Με­τά άλ­λα τέσ­σε­ρα χρό­νια α­πε­βίω­σε η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη. Η άλ­λο­τε πο­τέ α­πό­φοι­τος της νο­μι­κής, Αθη­ναία Νό­ρα Βαρ­βέ­ρη, που ε­γκα­τέ­λει­ψε ε­πάγ­γελ­μα, τό­πο, ό­νο­μα  για να α­κο­λου­θή­σει τον ά­ντρα της ζωής της, έ­φυ­γε στις 31 Δε­κεμ­βρίου 2013. Ημε­ρο­μη­νία, που έ­χει χροιά πα­ραί­τη­σης.
Για τη συ­νά­ντη­ση Ανα­γνω­στά­κη - Σαβ­βί­δη στον Τύ­πο, μέ­νει έ­να βι­βλίο και η κρι­τι­κή του πα­ρου­σία­ση. Εί­ναι «Η χα­μη­λή φω­νή», που εκ­δό­θη­κε Δε­κέμ­βριο 1990. Όπως διευ­κρι­νί­ζε­ται ή­δη α­πό το ε­ξώ­φυλ­λο, πρό­κει­ται για “μία προ­σω­πι­κή αν­θο­λο­γία του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη”, με προσ­διο­ρι­στι­κό υ­πό­τιτ­λο, “Τα λυ­ρι­κά μιας πε­ρα­σμέ­νης ε­πο­χής στους πα­λιούς ρυθ­μούς”. Λι­γό­τε­ρο α­πό μή­να αρ­γό­τε­ρα, δη­μο­σιεύ­τη­κε η κρι­τι­κή του Σαβ­βί­δη, που δια­φο­ρο­ποιεί­ται της γε­νι­κό­τε­ρης τό­τε θερ­μής υ­πο­δο­χής. Όχι τό­σο λό­γω των δια­φω­νιών που δια­τυ­πώ­νει, ό­σο χά­ρις στις πλα­γίως ει­ρω­νι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις, που α­πο­τε­λούν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των κρι­τι­κών του προ­σεγ­γί­σεων.
Οι ευ­θείες βο­λές α­φο­ρούν κυ­ρίως τον προ­λο­γι­στή, Αλέξ. Αργυ­ρίου, πα­ρό­λο που η συμ­βο­λή του στην έκ­δο­ση πα­ρου­σιά­ζε­ται πε­ριο­ρι­σμέ­νη. Το ό­νο­μά του δεν α­να­γρά­φε­ται στη σε­λί­δα τίτ­λου του βι­βλίου και ο τίτ­λος του προ­λό­γου του εί­ναι μι­νι­μα­λι­στι­κός, «Ένα σχό­λιο (Ίσως ό­χι ε­ντε­λώς πε­ριτ­τό...)». Ο Σαβ­βί­δης βρί­σκει “χα­λα­ρό” τον πρό­λο­γο, κρί­νο­ντας πως ο Αργυ­ρίου μα­ταιο­πο­νεί προ­σπα­θώ­ντας να δια­κρί­νει μεί­ζο­νες και ε­λάσ­σο­νες ποιη­τές. Ως έμ­με­σα υ­πό­λο­γο α­ντι­με­τω­πί­ζει τον Ανα­γνω­στά­κη, που δεν α­νέ­πτυ­ξε ο ί­διος το σκε­πτι­κό της αν­θο­λό­γη­σης, αλ­λά και για­τί δεν ε­ξέ­δω­σε την προ­σω­πο­πα­γή αυ­θε­ντι­κή μορ­φή της αν­θο­λο­γίας του, που συ­μπε­ρι­λάμ­βα­νε κα­θα­ρο­λό­γους της πρώ­της α­θη­ναϊκής σχο­λής, μεί­ζο­νες και νε­ο­τε­ρι­κούς με τα χα­μη­λό­φω­να ποιή­μα­τά τους. Αντ’ αυ­τών, προ­σαρ­μο­ζό­με­νος σε αλ­λό­τρια κρι­τή­ρια, αν­θο­λό­γη­σε “ε­λάσ­σο­νες”, ό­πως Λα­πα­θιώ­τη και Πορ­φύ­ρα, που λέ­γε­ται ό­τι δεν του ά­ρε­σαν. Κα­τά την προ­σφι­λή του συ­νή­θεια, ο Σαβ­βί­δης συ­νο­ψί­ζει την αν­θο­λο­γία με α­ριθ­μη­τι­κά στοι­χεία: 160 ποιή­μα­τα, 30 άν­δρες-2 γυ­ναί­κες, μέ­σος ό­ρος 5 ποιή­μα­τα α­νά συγ­γρα­φέα, 6 αν­θο­λο­γού­νται με έ­να ποίη­μα, 9 με πε­ρισ­σό­τε­ρα των 5, 12 ο Μελαχρινός, 15 ο Καρυ­ωτάκης, 17 ο Άγρας. Ενώ, ση­μειώ­νει στην χρο­νο­λο­γι­κή πα­ρά­τα­ξη την “αι­νιγ­μα­τι­κή” πρό­τα­ξη του Γρυ­πά­ρη, α­μέ­σως με­τά τον Μα­βί­λη.  
Αυ­τές οι πα­ρα­τη­ρή­σεις πρό­σφε­ραν την α­φορ­μή στον Ανθο­λό­γο για μία α­πά­ντη­ση. Να ε­πι­ση­μά­νει τα λά­θη της συ­νο­πτι­κής πα­ρου­σία­σης: 149 ποιή­μα­τα, μι­κρό­τε­ρος μέ­σος ό­ρος, με 10 ποιή­μα­τα αν­θο­λο­γεί­ται ο Με­λα­χρι­νός, ή α­κό­μη, ό­τι, στην πα­ρά­θε­ση, υ­πάρ­χουν κι άλ­λες πα­ρεκ­κλί­σεις α­πό την η­λι­κια­κή σει­ρά. Και με την ευ­και­ρία, να λύ­σει α­πο­ρίες, σκια­γρα­φώ­ντας το ποιη­τι­κό του σύ­μπαν α­πό τις α­παρ­χές της δη­μιουρ­γίας του μέ­χρι τις σα­τι­ρι­κές εκ­βλα­στή­σεις του τέ­λους. Το πώς εί­χε αρ­χί­σει την αν­θο­λο­γία α­πό τα μα­θη­τι­κά του χρό­νια α­ντι­γρά­φο­ντας τα ποιή­μα­τα με το χέ­ρι, τη με­γά­λη συ­μπά­θεια που εί­χε στη ρί­μα και την πα­ρα­δο­σια­κή στι­χουρ­γία, το για­τί να προ­η­γεί­ται ο Γρυ­πά­ρης ή να πρω­τεύει σε “κα­λά ποιή­μα­τα” ο Άγρας. Απά­ντη­ση εκ μέ­ρους του Ανα­γνω­στά­κη ή δη­μό­σια σχό­λια δεν υ­πήρ­ξαν.
Γρά­φο­ντας προ ε­βδο­μά­δων για τα “ποιη­τι­κά” του Τέλ­λου Άγρα, α­να­φέ­ρα­με πως την τε­λευ­ταία αν­θο­λο­γία “χα­μη­λής φω­νής” την έ­κα­νε έ­νας τε­λευ­ταίος ρο­μα­ντι­κός. Εκεί, υ­παι­νισ­σό­μα­στε τον Ανα­γνω­στά­κη. Χα­ρα­κτη­ρί­ζεις, ό­μως, τον Ανα­γνω­στά­κη ρο­μα­ντι­κό; Για­τί ό­χι; Ήταν φύ­ση ε­σω­στρε­φής. Ήταν α­παι­σιό­δο­ξος. Έκα­νε ου­το­πι­κές ε­πι­λο­γές. Τα ποιή­μα­τά του δια­πνέ­ο­νται α­πό ευαι­σθη­σία, συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό, νο­σταλ­γία. “Πολ­λά εί­ναι κουρ­δι­σμέ­να στον πα­ρα­δο­σια­κό τρό­πο γρα­φής.” Αν ο χαρακτηρισμός ρομαντικός ξενίζει στην περίπτωσή του, είναι  για­τί δεί­χνει να έρ­χε­ται σε α­ντί­θε­ση με το εν­νοιο­λο­γι­κά κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό α­ρι­στε­ρός. Αλλά, σή­με­ρα, το α­ρι­στε­ρός κα­τέ­λη­ξε ε­τι­κέ­τα-ο­μπρέ­λα για τους πλέ­ον διι­στά­με­νους χα­ρα­κτή­ρες και ε­τε­ρό­κλι­τες συ­μπε­ρι­φο­ρές. Εκεί­νος α­νή­κε σε μια προ και­ρού α­φα­νι­σθεί­σα δρά­κα α­πό ρο­μα­ντι­κούς ε­πα­να­στά­τες.
Στην Ε­ΠΟΝ, στο Κόμ­μα, έ­γκλει­στος στις φυ­λα­κές Επτα­πυρ­γίου υ­πό την α­πει­λή ε­κτέ­λε­σης της θα­να­τι­κής ποι­νής. Με­τά, στη σύ­ντο­μη προ­δι­κτα­το­ρι­κή “ά­νοι­ξη”, έ­νας α­πό τους στυ­λο­βά­τες στα πο­λι­τι­στι­κά της Αρι­στε­ράς. Αργό­τε­ρα, ό­ταν η α­πο­γοή­τευ­ση αρ­χί­ζει να πυ­κνώ­νει, κά­νει την εκ δια­μέ­τρου α­ντί­θε­τη ου­το­πι­κή ε­πι­λο­γή, αυ­τήν της σιω­πής. Δεν α­ντέ­χε­ται, ό­μως, η σιω­πή α­πό έ­να τό­σο γό­νι­μο ποιη­τι­κό τα­μπε­ρα­μέ­ντο. Τό­τε, α­νοί­γει λα­γού­μι στη σά­τι­ρα, με τον Μα­νού­σο Φάσ­ση, που “συ­νέ­χι­σε ως το τέ­λος της ζωής του να λι­μνά­ζει στα τελ­μα­τώ­δη νε­ρά της ο­μοιο­κα­τα­λη­ξίας”. Μέ­χρι που ε­ντο­πί­ζουν το λα­γού­μι του κα­ρα­δο­κού­ντες φι­λό­λο­γοι και το φλο­μώ­νουν με δο­ξα­στι­κά αέ­ρια. Εκεί­νος το ε­γκα­τα­λεί­πει. Σιω­πά και ο Μα­νού­σος Φάσ­σης. Τό­τε εί­ναι που θυ­μά­ται την παι­διό­θεν φι­λα­να­γνω­σία του. Εκδί­δει την χα­μη­λό­φω­νη αν­θο­λο­γία με κα­μιά τρια­ντα­ριά ποιη­τές, στή­νει τη σει­ρά πε­ζο­γρα­φι­κής πα­ρά­δο­σης με προ­πέ­τα­σμα τους μεί­ζο­νες, να α­νοί­γουν το δρό­μο στους άλ­λους που “κα­νείς δεν τους ή­ξε­ρε”. Βρή­καν οι νε­ο­ελ­λη­νι­στές να αρ­μέ­γουν. Μέ­χρι που “πα­ρα­δί­νε­ται” ο­λο­σχε­ρώς στην κοι­νω­νι­κό­τη­τα της συ­ντρό­φου του, πα­ρευ­ρι­σκό­με­νος σε βρα­δι­νές μα­ζώ­ξεις, στις ο­ποίες ό­λο και λι­γο­στεύουν τα πρό­σώ­πα συγ­γε­νούς τα­μπε­ρα­μέ­ντου. Εκεί­νος συ­νε­χί­ζει να υ­πο­μει­διά αι­νιγ­μα­τι­κά. Ίσως, και εν­θυ­μού­με­νος τους Λαυ­ρέ­ντιους, που εί­χε την τύ­χη να συ­να­πα­ντή­σει στο ζό­ρι­κο βίο του.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 8/3/2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια: