Η πρώτη του εμφάνιση καταγράφεται το 1895, στην «Εικονογραφημένη Εστία», με το διήγημα «Ο ψωμάς». Το είχε ξεχωρίσει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, τότε εκδότης-διευθυντής του περιοδικού. Ο ίδιος εκφώνησε το 1938 τον χαιρετιστήριο λόγο κατά την υποδοχή του Παπαντωνίου στην Ακαδημία και δύο χρόνια αργότερα, τον επικήδειό του. Το πρώτο, όμως, βιβλίο του Παπαντωνίου ήταν ποιητικό, εμπνευσμένο από τον ατυχή πόλεμο του 1897, τα «Πολεμικά Τραγούδια». Εξέδωσε ακόμη δυο συλλογές με ποιήματα χαμηλόφωνα, πλημμυρισμένα από το δέος που γεννά η ευρυτανική φύση. Το γνωστότερο, όμως, και καλύτερο ποιητικό του βιβλίο είναι το «Πεζοί ρυθμοί». Εντάσσεται στο είδος του πεζοτράγουδου και του εξασφάλισε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών του 1923. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1927, του απονεμήθηκε το Έπαθλο Βικέλα για τα διηγήματά του. Τον Παπαντωνίου τον εντάσσουν στην ποιητική γενιά του 1907 και τον θεωρούν συνδετικό κρίκο με την ποιητική γενιά του 1920, ενώ τον παραλείπουν στις ανθολογίες, γιατί φαίνεται ότι γλιστράει στο διάκενο μεταξύ μεσοπολεμικών και παλαιότερων. Πάντως, μια θέση του κρατά ο Ευριπίδης Γαραντούδης στην πρόσφατη “συγχρονική ανθολογία του” με την “ελληνική ποίηση του 20ου αιώνα”. Παρατάσσοντας τα ανθολογούμενα ποιήματα κατά χρονολογική σειρά, στο έτος 1923 ο ανθολόγος συνδυάζει δυο πεζοτράγουδα του Παπαντωνίου με το «Φαληρικό βράδυ» του Ρώμου Φιλύρα, αποδίδοντας τη μελαγχολική διάθεση μιας εποχής.
Αθηναίος ο Παπαντωνίου, αφού έζησε στην Αθήνα σαράντα και πλέον χρόνια, ωστόσο, τα διηγήματά του τοποθετούνται κυρίως στην επαρχία ή αφορούν επαρχιώτες του άστεως, όταν δεν αναφέρονται στο Βυζάντιο. Για τους καθημερινούς περιπάτους του στην πόλη δεν έμειναν αφηγήσεις παρά μόνο μαρτυρίες φίλων του. Όπως φαίνεται, όμως, αγωνίστηκε, όχι μόνο μέσα από τον Τύπο ως σχολιογράφος αλλά και από τη θέση του Ακαδημαϊκού, να διασώσει τις συνοικίες από το μπετόν και τους γύρω λόφους από τη λατόμηση. Είχε οραματιστεί τον ενιαίο αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης, που υποτίθεται ότι πρωτοακούστηκε ως σχέδιο στη Μεταπολίτευση. Πρότεινε, ακόμη, όριο στο ύψος των σπιτιών, κατάργηση της μεσοτοιχίας, ύπαρξη αυλής.
Φιλελεύθερων απόψεων ο Παπαντωνίου, δεν υστερεί ως προοδευτικό πνεύμα της εποχής του. Εξ’ αρχής βρέθηκε σε στενή συνάφεια και ταυτίστηκε με ό,τι εκσυγχρονιστικό οραματιζόταν το βενιζελικό μέτωπο στους τομείς της παιδείας και των τεχνών. Αν και πέρασε μέσα από τις υψηλές εντάσεις, που καλλιέργησε ο μεγάλος Διχασμός, δίνει, ωστόσο, την εντύπωση σαν να μην τον άγγιξαν ιδιαίτερα. Όχι, βεβαίως, ότι μπορεί να κρατούσε αποστάσεις, αλλά επειδή στις ιδέες όσο και στα γραπτά του ήταν αντιπροσωπευτική περίπτωση λεπτής ευπρέπειας και τακτικότητας. Πρόκειται, γενικώς, για εκλεπτυσμένη ιδιοσυγκρασία και δεν είναι καθόλου τυχαίο το ό,τι στην εποχή του τοποθετείται ανάμεσα στους εστέτ, παρότι αυτό, φαινομενικά τουλάχιστον, μοιάζει εντελώς ασύμβατο προς το τραχύ στοιχείο του τόπου καταγωγής του. Ένα χαρακτηριστικό του ως δημοσιογράφος ήταν η ακριβολογία και η φροντίδα, που έδειχνε στις τυπογραφικές διορθώσεις. Σπάνια του διέφευγε ένα lapsus calami, όπως εκείνο στο άρθρο του «Σκρίπ», που αναδημοσιεύεται στο πρόσφατο τεύχος των «Παπαδιαμαντικών Τετραδίων». Γράφει Μωραϊτίνης αντί Μωραϊτίδης. Συγχωρητό λάθος, αφού ο Τίμος Μωραϊτίνης, συνομήλικος και συνάδελφός του στη δημοσιογραφία, στάθηκε στενός φίλος, που διαπνεόταν από την ίδια ρομαντική διάθεση. Το άρθρο του «Σκρίπ» αναφερόταν στην βυζαντινή μουσική. Να προσθέσουμε ότι ο Παπαντωνίου ήταν λάτρης της βυζαντινής μουσικής και έψελνε ο ίδιος, όχι από το χωροστάσιο αλλά κατ’ ιδίαν. Το τελευταίο υπόμνημά του στην Ακαδημία αφορούσε την εκκλησιαστική μουσική.
Όμως ο Παπαντωνίου ποιητής, διηγηματογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας ταξιδιωτικών κειμένων και παιδικών αναγνωσμάτων, εν ολίγοις ο Παπαντωνίου των νεοελληνικών γραμμάτων, είναι ο μισός Παπαντωνίου. Ο άλλος μισός είναι, πρωτίστως, ο τεχνοκριτικός μαζί με τον διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης, μετά ο σκιτσογράφος και πιο πίσω ο ιμπρεσιονιστής τοπιογράφος. Στον χρωστήρα και τη χιουμοριστική σχεδιογραφία θα τον λέγαμε αυτοδίδακτο, ασχέτως αν ένα διάστημα παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, εγκαταλείποντας σπουδές ιατρικής. Ωστόσο, στην τέχνη και την αισθητική μυήθηκε στα χρόνια του Παρισιού, παρακολουθώντας σχετικές διαλέξεις. Κατά εύνοια της τύχης, η τριετής παραμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα συμπίπτει με ριζικές ανακατατάξεις και έντονες ζυμώσεις στο πεδίο των εικαστικών τεχνών, καθώς, τότε, το κίνημα του μοντερνισμού έχει ήδη κερδίσει τις πρώτες μάχες και εισέρχεται θριαμβευτικά στο καλλιτεχνικό προσκήνιο. Ενδεχομένως εκεί να “έδεσε” και η κατοπινή στενή του φιλία με τον Κωστή Παρθένη. Πέραν της τέχνης, υπήρχε μεταξύ τους ένα επιπλέον στοιχείο, που πρέπει να συνέτεινε στο δεσμό φιλίας. Ήταν η κοινή αγραφιώτικη καταγωγή τους.
Στο Παρίσι, πάντως, ο Παπαντωνίου εξοικειώθηκε με την ευρωπαϊκή καλλιτεχνική παράδοση και τις νεότερες καλλιτεχνικές τάσεις. Αποκτά, δηλαδή, μια ευρύτερη εποπτεία γαλλοκεντρικού προσανατολισμού. Έτσι, οπλισμένος με γνώσεις, καλλιεργημένο ένστικτο, διεισδυτική ικανότητα και ενθουσιώδης οπαδός του ιμπρεσιονισμού εμφανίζεται σε μια από τις αποφασιστικές φάσεις της νεοελληνικής τέχνης. Μέσα από τα τεχνοκριτικά του κείμενα, κυρίως στο «Ελεύθερον Βήμα», διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο, γιατί ωθεί σε ανανέωση ή, σωστότερα, σε εξευρωπαϊσμό την ασκούμενη ως τότε περιστασιακά από λογοτέχνες και διανοούμενους τεχνοκριτική. Οι κριτικές του, μαζί με το κομψό τους ύφος και τις εύστοχες παρατηρήσεις τους, έφτασαν να λειτουργούν ως πρότυπο στην κριτική των εικαστικών τεχνών, τουλάχιστον μέχρι να εμφανιστούν κάποιοι νεότεροι με σπουδές ιστορικού τέχνης, όπως ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Άγγελος Προκοπίου κ.ά.
Βασικό του προσόν ως τεχνοκριτικός είναι το ό,τι αποφεύγει τον στόμφο, το εξεζητημένο ύφος με προσμίξεις ιδιόλεκτου, την περιττολογία και τις αισθηματολογικές διαχύσεις, χωρίς, βεβαίως, να εξαλείφεται η μαχητική του διάθεση. Το αντίθετο, στην πολεμική του μπορεί να θεωρηθεί σκληρός, αφού για μεγάλο διάστημα εκλαμβανόταν ως “αυθεντία”, η οποία γενικώς χαντάκωνε ή, αντιθέτως, επέβαλε εκ του μηδενός καλλιτέχνες. Ως καθολική αντίληψη είναι ανυπόστατη. Μόνο σε κάποιες περιπτώσεις ευσταθεί, όπως, για παράδειγμα, αυτή του Γεράσιμου Στέρη, που δέχθηκε όντως αρνητικά πυρά ενώ, αντίστοιχα, οι Παρθένης και Μαλέας τιμητικά. Στο σημείο αυτό, εάν κάποιος σταθεί κατηγορηματικά απορριπτικός απέναντί του, παραβιάζει ανοιχτές θύρες. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η αισθητική παιδεία του Παπαντωνίου καλλιεργήθηκε εμπειρικά και ότι βρισκόταν προσηλωμένη στις ιμπρεσιονιστικές και μεταϊμπρεσιονιστικές τάσεις της τέχνης. Αρνείτο, δηλαδή, να υιοθετήσει στον ίδιο βαθμό νεότερα καλλιτεχνικά ρεύματα και πρόβαλε αντιρρήσεις, κάποτε πεισματικές, απέναντι στον εξπρεσιονισμό, τον κυβισμό και σε ορισμένες άλλες πρωτοποριακές αναζητήσεις κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Δυστυχώς τα τεχνοκριτικά του κείμενα δεν είδαν ποτέ μορφή βιβλίου. Μένουν διασκορπισμένα στα έντυπα που δημοσιεύτηκαν. Εξαίρεση αποτελεί μια μικρή ανθολόγηση, η οποία κυκλοφόρησε στα μέσα της δεκαετίας του ’60, με επιμέλεια του καθηγητή Φαίδωνα Κ. Μπουμπουλίδη και κάποιες, κατά καιρούς, μεμονωμένες αναδημοσιεύσεις κειμένων του σε τόμους σχετικούς με τις εικαστικές τέχνες.
Χρονικά, τον δημοσιογράφο Παπαντωνίου διαδέχτηκε ο καθηγητής (έδρα Αισθητικής και Ιστορίας της Τέχνης) στη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1922 μέχρι το 1938. Ενώ, ήδη, από το 1918, ανέλαβε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, στην οποία ταξινομεί τις υπάρχουσες συλλογές, φιλοδοξώντας να την οργανώσει σε ανοιχτό μουσείο για το πλατύ κοινό και φορέα καλλιτεχνικής παιδείας. Επίσης, την εμπλουτίζει, φέρνοντας Μαλέα, Παρθένη, Γαλάνη και άλλους νεότερους καλλιτέχνες, δίπλα σε έργα πρωϊμότερων καλλιτεχνών του πρώτου διευθυντή, του ζωγράφου Γιώργου Ιακωβίδη. Το μεγάλο του επίτευγμα ήταν η αγορά, το 1931, ενός Γκρέκο, του μοναδικού ιδιόχειρου έργου του Θεοτοκόπουλου, που έχει έως σήμερα η Πινακοθήκη. Απέσπασε από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου πέντε εκατομμύρια δραχμές για τη «Συναυλία των Αγγέλων». Φαίνεται ότι ο Θεοτοκόπουλος βρισκόταν ανάμεσα στις εμμονές του Παπαντωνίου, αφού ο εναρκτήριος λόγος του στην Ακαδημία αφορούσε τον μέτοικο του Τολέδο. Εκφωνήθηκε, μάλιστα, σε άπταιστη δημοτική, εξεγείροντας τους αδιάλλακτους οπαδούς της καθαρεύουσας. Αγωνιστής της δημοτικής από το 1904, που ιδρύθηκε η «Εταιρεία Εθνικής Γλώσσας», στις αντιδράσεις δήλωσε ότι δεν πρόκειται να αλλάξει γλωσσικές πεποιθήσεις. Ξύπνησε, δηλαδή, κάποιο κατάλοιπο αταβισμού από τον πείσμονα και αδιάλλακτο στις ιδέες του Αγραφιώτη.
Τελικά, αναφύεται το εύλογο ερώτημα: Είναι ποτέ δυνατόν όλον αυτόν τον Ζαχαρία Παπαντωνίου να τον χαρίζει το κλεινόν άστυ αποκλειστικά στην Ευρυτανία; Φαίνεται, όμως, ότι είναι. Κάτω από την πίεση του φαινομένου της “παγκοσμιοποίησης”, ούτε ως λογοτεχνική αξία εκτιμάται πλέον, αλλά ούτε ως προδρομική μορφή της τεχνοκριτικής. Η Ιστορία, τόσο η γενική όσο και η ειδική με τις υποδιαιρέσεις της, αφήνει συχνά ένα αίσθημα μελαγχολίας, γιατί μοιάζει σαν να κρατάει στη σκιά ορισμένα πρόσωπα, τα οποία, κατά την κρίση μας, δεν θα έπρεπε. Ανάμεσα σε αυτά τα πρόσωπα, που αντιπαρέρχεται ως σκιώδη, θεωρούμε, υποκειμενικά πάντα, ότι βρίσκεται και ο Παπαντωνίου. Ως διάττοντας αστέρας διέγραψε κάποτε τη φωτεινή του τροχιά και ύστερα έσβησε. Εάν αναζητήσουμε ευθύνες πάνω σ’ αυτό, ορισμένες επιβαρύνουν και τον ίδιον. Χωρίς καμία πρόνοια ακροβατούσε και, τελικά, σκορπίστηκε μεταξύ ποίησης, πεζογραφίας και τεχνοκριτικής. Έπεσε, δηλαδή, σε διχοτόμηση, αν όχι σε τριχοτόμηση. Έτσι, το όλον της πνευματικής του διάστασης οδηγήθηκε σε ανα κατηγορία επιμερισμό και διαμελίστηκε. Ήθελές τα κι έπαθές τα, όπως λένε στ’ Άγραφα. Ας στεκόταν στο βίο του πιο προνοητικός ή λιγότερο πολυδιάστατος.
Διάσωση της Αθήνας
Αθηναίος ο Παπαντωνίου, αφού έζησε στην Αθήνα σαράντα και πλέον χρόνια, ωστόσο, τα διηγήματά του τοποθετούνται κυρίως στην επαρχία ή αφορούν επαρχιώτες του άστεως, όταν δεν αναφέρονται στο Βυζάντιο. Για τους καθημερινούς περιπάτους του στην πόλη δεν έμειναν αφηγήσεις παρά μόνο μαρτυρίες φίλων του. Όπως φαίνεται, όμως, αγωνίστηκε, όχι μόνο μέσα από τον Τύπο ως σχολιογράφος αλλά και από τη θέση του Ακαδημαϊκού, να διασώσει τις συνοικίες από το μπετόν και τους γύρω λόφους από τη λατόμηση. Είχε οραματιστεί τον ενιαίο αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης, που υποτίθεται ότι πρωτοακούστηκε ως σχέδιο στη Μεταπολίτευση. Πρότεινε, ακόμη, όριο στο ύψος των σπιτιών, κατάργηση της μεσοτοιχίας, ύπαρξη αυλής.
Φιλελεύθερων απόψεων ο Παπαντωνίου, δεν υστερεί ως προοδευτικό πνεύμα της εποχής του. Εξ’ αρχής βρέθηκε σε στενή συνάφεια και ταυτίστηκε με ό,τι εκσυγχρονιστικό οραματιζόταν το βενιζελικό μέτωπο στους τομείς της παιδείας και των τεχνών. Αν και πέρασε μέσα από τις υψηλές εντάσεις, που καλλιέργησε ο μεγάλος Διχασμός, δίνει, ωστόσο, την εντύπωση σαν να μην τον άγγιξαν ιδιαίτερα. Όχι, βεβαίως, ότι μπορεί να κρατούσε αποστάσεις, αλλά επειδή στις ιδέες όσο και στα γραπτά του ήταν αντιπροσωπευτική περίπτωση λεπτής ευπρέπειας και τακτικότητας. Πρόκειται, γενικώς, για εκλεπτυσμένη ιδιοσυγκρασία και δεν είναι καθόλου τυχαίο το ό,τι στην εποχή του τοποθετείται ανάμεσα στους εστέτ, παρότι αυτό, φαινομενικά τουλάχιστον, μοιάζει εντελώς ασύμβατο προς το τραχύ στοιχείο του τόπου καταγωγής του. Ένα χαρακτηριστικό του ως δημοσιογράφος ήταν η ακριβολογία και η φροντίδα, που έδειχνε στις τυπογραφικές διορθώσεις. Σπάνια του διέφευγε ένα lapsus calami, όπως εκείνο στο άρθρο του «Σκρίπ», που αναδημοσιεύεται στο πρόσφατο τεύχος των «Παπαδιαμαντικών Τετραδίων». Γράφει Μωραϊτίνης αντί Μωραϊτίδης. Συγχωρητό λάθος, αφού ο Τίμος Μωραϊτίνης, συνομήλικος και συνάδελφός του στη δημοσιογραφία, στάθηκε στενός φίλος, που διαπνεόταν από την ίδια ρομαντική διάθεση. Το άρθρο του «Σκρίπ» αναφερόταν στην βυζαντινή μουσική. Να προσθέσουμε ότι ο Παπαντωνίου ήταν λάτρης της βυζαντινής μουσικής και έψελνε ο ίδιος, όχι από το χωροστάσιο αλλά κατ’ ιδίαν. Το τελευταίο υπόμνημά του στην Ακαδημία αφορούσε την εκκλησιαστική μουσική.
Ο άλλος μισός
Όμως ο Παπαντωνίου ποιητής, διηγηματογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας ταξιδιωτικών κειμένων και παιδικών αναγνωσμάτων, εν ολίγοις ο Παπαντωνίου των νεοελληνικών γραμμάτων, είναι ο μισός Παπαντωνίου. Ο άλλος μισός είναι, πρωτίστως, ο τεχνοκριτικός μαζί με τον διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης, μετά ο σκιτσογράφος και πιο πίσω ο ιμπρεσιονιστής τοπιογράφος. Στον χρωστήρα και τη χιουμοριστική σχεδιογραφία θα τον λέγαμε αυτοδίδακτο, ασχέτως αν ένα διάστημα παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, εγκαταλείποντας σπουδές ιατρικής. Ωστόσο, στην τέχνη και την αισθητική μυήθηκε στα χρόνια του Παρισιού, παρακολουθώντας σχετικές διαλέξεις. Κατά εύνοια της τύχης, η τριετής παραμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα συμπίπτει με ριζικές ανακατατάξεις και έντονες ζυμώσεις στο πεδίο των εικαστικών τεχνών, καθώς, τότε, το κίνημα του μοντερνισμού έχει ήδη κερδίσει τις πρώτες μάχες και εισέρχεται θριαμβευτικά στο καλλιτεχνικό προσκήνιο. Ενδεχομένως εκεί να “έδεσε” και η κατοπινή στενή του φιλία με τον Κωστή Παρθένη. Πέραν της τέχνης, υπήρχε μεταξύ τους ένα επιπλέον στοιχείο, που πρέπει να συνέτεινε στο δεσμό φιλίας. Ήταν η κοινή αγραφιώτικη καταγωγή τους.
Στο Παρίσι, πάντως, ο Παπαντωνίου εξοικειώθηκε με την ευρωπαϊκή καλλιτεχνική παράδοση και τις νεότερες καλλιτεχνικές τάσεις. Αποκτά, δηλαδή, μια ευρύτερη εποπτεία γαλλοκεντρικού προσανατολισμού. Έτσι, οπλισμένος με γνώσεις, καλλιεργημένο ένστικτο, διεισδυτική ικανότητα και ενθουσιώδης οπαδός του ιμπρεσιονισμού εμφανίζεται σε μια από τις αποφασιστικές φάσεις της νεοελληνικής τέχνης. Μέσα από τα τεχνοκριτικά του κείμενα, κυρίως στο «Ελεύθερον Βήμα», διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο, γιατί ωθεί σε ανανέωση ή, σωστότερα, σε εξευρωπαϊσμό την ασκούμενη ως τότε περιστασιακά από λογοτέχνες και διανοούμενους τεχνοκριτική. Οι κριτικές του, μαζί με το κομψό τους ύφος και τις εύστοχες παρατηρήσεις τους, έφτασαν να λειτουργούν ως πρότυπο στην κριτική των εικαστικών τεχνών, τουλάχιστον μέχρι να εμφανιστούν κάποιοι νεότεροι με σπουδές ιστορικού τέχνης, όπως ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Άγγελος Προκοπίου κ.ά.
Βασικό του προσόν ως τεχνοκριτικός είναι το ό,τι αποφεύγει τον στόμφο, το εξεζητημένο ύφος με προσμίξεις ιδιόλεκτου, την περιττολογία και τις αισθηματολογικές διαχύσεις, χωρίς, βεβαίως, να εξαλείφεται η μαχητική του διάθεση. Το αντίθετο, στην πολεμική του μπορεί να θεωρηθεί σκληρός, αφού για μεγάλο διάστημα εκλαμβανόταν ως “αυθεντία”, η οποία γενικώς χαντάκωνε ή, αντιθέτως, επέβαλε εκ του μηδενός καλλιτέχνες. Ως καθολική αντίληψη είναι ανυπόστατη. Μόνο σε κάποιες περιπτώσεις ευσταθεί, όπως, για παράδειγμα, αυτή του Γεράσιμου Στέρη, που δέχθηκε όντως αρνητικά πυρά ενώ, αντίστοιχα, οι Παρθένης και Μαλέας τιμητικά. Στο σημείο αυτό, εάν κάποιος σταθεί κατηγορηματικά απορριπτικός απέναντί του, παραβιάζει ανοιχτές θύρες. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η αισθητική παιδεία του Παπαντωνίου καλλιεργήθηκε εμπειρικά και ότι βρισκόταν προσηλωμένη στις ιμπρεσιονιστικές και μεταϊμπρεσιονιστικές τάσεις της τέχνης. Αρνείτο, δηλαδή, να υιοθετήσει στον ίδιο βαθμό νεότερα καλλιτεχνικά ρεύματα και πρόβαλε αντιρρήσεις, κάποτε πεισματικές, απέναντι στον εξπρεσιονισμό, τον κυβισμό και σε ορισμένες άλλες πρωτοποριακές αναζητήσεις κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Δυστυχώς τα τεχνοκριτικά του κείμενα δεν είδαν ποτέ μορφή βιβλίου. Μένουν διασκορπισμένα στα έντυπα που δημοσιεύτηκαν. Εξαίρεση αποτελεί μια μικρή ανθολόγηση, η οποία κυκλοφόρησε στα μέσα της δεκαετίας του ’60, με επιμέλεια του καθηγητή Φαίδωνα Κ. Μπουμπουλίδη και κάποιες, κατά καιρούς, μεμονωμένες αναδημοσιεύσεις κειμένων του σε τόμους σχετικούς με τις εικαστικές τέχνες.
Εμμονή στον Γκρέκο
Χρονικά, τον δημοσιογράφο Παπαντωνίου διαδέχτηκε ο καθηγητής (έδρα Αισθητικής και Ιστορίας της Τέχνης) στη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1922 μέχρι το 1938. Ενώ, ήδη, από το 1918, ανέλαβε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, στην οποία ταξινομεί τις υπάρχουσες συλλογές, φιλοδοξώντας να την οργανώσει σε ανοιχτό μουσείο για το πλατύ κοινό και φορέα καλλιτεχνικής παιδείας. Επίσης, την εμπλουτίζει, φέρνοντας Μαλέα, Παρθένη, Γαλάνη και άλλους νεότερους καλλιτέχνες, δίπλα σε έργα πρωϊμότερων καλλιτεχνών του πρώτου διευθυντή, του ζωγράφου Γιώργου Ιακωβίδη. Το μεγάλο του επίτευγμα ήταν η αγορά, το 1931, ενός Γκρέκο, του μοναδικού ιδιόχειρου έργου του Θεοτοκόπουλου, που έχει έως σήμερα η Πινακοθήκη. Απέσπασε από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου πέντε εκατομμύρια δραχμές για τη «Συναυλία των Αγγέλων». Φαίνεται ότι ο Θεοτοκόπουλος βρισκόταν ανάμεσα στις εμμονές του Παπαντωνίου, αφού ο εναρκτήριος λόγος του στην Ακαδημία αφορούσε τον μέτοικο του Τολέδο. Εκφωνήθηκε, μάλιστα, σε άπταιστη δημοτική, εξεγείροντας τους αδιάλλακτους οπαδούς της καθαρεύουσας. Αγωνιστής της δημοτικής από το 1904, που ιδρύθηκε η «Εταιρεία Εθνικής Γλώσσας», στις αντιδράσεις δήλωσε ότι δεν πρόκειται να αλλάξει γλωσσικές πεποιθήσεις. Ξύπνησε, δηλαδή, κάποιο κατάλοιπο αταβισμού από τον πείσμονα και αδιάλλακτο στις ιδέες του Αγραφιώτη.
Τελικά, αναφύεται το εύλογο ερώτημα: Είναι ποτέ δυνατόν όλον αυτόν τον Ζαχαρία Παπαντωνίου να τον χαρίζει το κλεινόν άστυ αποκλειστικά στην Ευρυτανία; Φαίνεται, όμως, ότι είναι. Κάτω από την πίεση του φαινομένου της “παγκοσμιοποίησης”, ούτε ως λογοτεχνική αξία εκτιμάται πλέον, αλλά ούτε ως προδρομική μορφή της τεχνοκριτικής. Η Ιστορία, τόσο η γενική όσο και η ειδική με τις υποδιαιρέσεις της, αφήνει συχνά ένα αίσθημα μελαγχολίας, γιατί μοιάζει σαν να κρατάει στη σκιά ορισμένα πρόσωπα, τα οποία, κατά την κρίση μας, δεν θα έπρεπε. Ανάμεσα σε αυτά τα πρόσωπα, που αντιπαρέρχεται ως σκιώδη, θεωρούμε, υποκειμενικά πάντα, ότι βρίσκεται και ο Παπαντωνίου. Ως διάττοντας αστέρας διέγραψε κάποτε τη φωτεινή του τροχιά και ύστερα έσβησε. Εάν αναζητήσουμε ευθύνες πάνω σ’ αυτό, ορισμένες επιβαρύνουν και τον ίδιον. Χωρίς καμία πρόνοια ακροβατούσε και, τελικά, σκορπίστηκε μεταξύ ποίησης, πεζογραφίας και τεχνοκριτικής. Έπεσε, δηλαδή, σε διχοτόμηση, αν όχι σε τριχοτόμηση. Έτσι, το όλον της πνευματικής του διάστασης οδηγήθηκε σε ανα κατηγορία επιμερισμό και διαμελίστηκε. Ήθελές τα κι έπαθές τα, όπως λένε στ’ Άγραφα. Ας στεκόταν στο βίο του πιο προνοητικός ή λιγότερο πολυδιάστατος.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Φωτο: Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου σε ξυλογραφία του χαράκτη Α. Τάσσου, 1934
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου