Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Αφιέρωμα στη μετάφραση

«Το Δέντρο»
Τεύχος 173-174
Χειμώνας 2009-2010

Το τεύ­χος α­νοί­γει με σχο­λια­σμό της λο­γο­τε­χνι­κής ε­πι­και­ρό­τη­τας α­πό τον εκ­δό­τη του πε­ριο­δι­κού, Κώ­στα Μαυ­ρου­δή. Καί­ριες οι δια­πι­στώ­σεις του, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, η ε­πι­σή­μαν­ση ό­τι “ο δια­φη­μι­στι­κός λό­γος ε­πί της λο­γο­τε­χνίας βα­ραί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το ί­διο το γε­γο­νός της γρα­φής”. Ή, κα­τά μια λί­γο δια­φο­ρε­τι­κή δια­τύ­πω­ση, ό­τι “η ει­κό­να του συγ­γρα­φέα προ­η­γεί­ται του έρ­γου του”, με άλ­λα λό­για, “το με­τα­κεί­με­νο προ­η­γεί­ται της πρόσ­λη­ψης του ί­διου του κει­μέ­νου α­πό τον α­να­γνώ­στη”. Ωστό­σο, θα δια­φω­νού­σα­με με τον εν­νοιο­λο­γι­κό πε­ριο­ρι­σμό του ό­ρου “με­τα­κεί­με­νο” α­πο­κλει­στι­κά στην κρι­τι­κή ή την βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση. Εκεί­νο που προ­η­γεί­ται και βα­ραί­νει εί­ναι ο δη­μο­σιο­γρα­φι­κός σχο­λια­σμός του βι­βλίου και οι συ­νε­ντεύ­ξεις του συγ­γρα­φέα, που, στην πε­ρί­πτω­ση ε­νός “μι­ντια­κά” γνω­στού συγ­γρα­φέα ή έ­στω, ε­νός συγ­γρα­φέα που α­νή­κει στο “λο­γο­τε­χνι­κό γκλά­μου­ρ”, δη­μο­σιεύο­νται μα­ζε­μέ­νες την ί­δια Κυ­ρια­κή στις δυο-τρεις με­γά­λης κυ­κλο­φο­ρίας ε­φη­με­ρί­δες ως ο­μο­βρο­ντία, που χαι­ρε­τί­ζει το γε­γο­νός της έκ­δο­σης. Οι κρι­τι­κές ή οι βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις (έ­τσι κι αλ­λιώς, η δια­φο­ρο­ποίη­ση των δύο λέ­ξεων γί­νε­ται υ­πο­κει­με­νι­κά, με βά­ση την ε­κτί­μη­ση που κά­ποιος τρέ­φει για έ­ναν συ­γκε­κρι­μέ­νο κρι­τι­κό) έ­πο­νται ό­λων αυ­τών και ε­λά­χι­στα ε­πη­ρεά­ζουν έ­να ευ­ρύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό.
Μια άλ­λη δια­πί­στω­ση, η ο­ποία κα­λώς γί­νε­ται, α­φο­ρά την κω­μω­δία του βρα­βείου α­να­γνω­στών, που συ­νε­χί­ζε­ται για πέ­μπτη συ­νε­χή χρο­νιά. Εδώ, ό­μως, πέ­ραν του ί­διου του θε­σμού, που, α­πό τη λο­γι­κή του, βρα­βεύει την “ευ­πώ­λη­τη λο­γο­τε­χνία”, τί­θε­ται και το θέ­μα της α­να­ξιο­πι­στίας του. Στους πα­ροι­κού­ντες την Ιε­ρου­σα­λήμ και ό­χι μό­νον, εί­ναι γνω­στό ό­τι πο­δη­γε­τεί­ται α­πό τον συ­γκε­κρι­μέ­νο φο­ρέα, ο ο­ποίος και τον θέ­σπι­σε. Εξαι­ρού­νται, βε­βαίως, ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις βρα­βεύ­σεων κα­τά τις ο­ποίες το κέ­ντρο α­πο­φά­σεων έ­χει βρει τον μά­στο­ρά του. Από μια ά­πο­ψη, η δο­λιό­τη­τα, μό­νο με δο­λιό­τη­τα, υ­περ­φα­λαγ­γί­ζε­ται. Από ε­κεί και πέ­ρα, για τα κυ­ρίως βρα­βεία λο­γο­τε­χνίας, που πα­ρα­μέ­νουν τα κρα­τι­κά, οι δια­πι­στώ­σεις θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν ε­πι­φυ­λα­κτι­κές ως προς τις εν­στά­σεις τους. Συμ­φω­νούν μεν με ό­σους “κα­τα­δι­κά­ζουν τα με­ρο­λη­πτι­κά και ε­πι­πό­λαια κρι­τή­ρια ε­παν­δρώ­σεως των ε­πι­τρο­πών βρά­βευ­σης”, προ­σθέ­τουν, ό­μως, ό­τι αυ­τό συμ­βαί­νει μό­νο κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση. Δη­λα­δή, μό­νο κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση τα κρι­τή­ρια εί­ναι με­ρο­λη­πτι­κά, ά­ντε και ε­πι­πό­λαια; Και πα­ρα­κά­τω προ­στί­θε­ται ό­τι η Πο­λι­τεία διο­ρί­ζει α­πό ά­γνοια α­νε­παρ­κή πρό­σω­πα, κα­μιά φο­ρά α­κό­μη και στη θέ­ση του Προέ­δρου. Μή­πως η ά­γνοια πα­ρα­εί­ναι εύ­κο­λη δι­καιο­λο­γία; Και τέ­λος, τό­σο σπά­νια, υ­πο­κύ­πτει η Πο­λι­τεία σε αυ­τό το λά­θος;
Εκεί­νη, ό­μως, η δια­πί­στω­ση, που πο­λύ μας πα­ρα­ξέ­νε­ψε εί­ναι μια α­πό τις τρεις ει­σα­γω­γι­κές, που ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι ο α­ριθ­μός α­να­γνω­στών μη κα­τα­να­λω­τι­κής (μιας μέ­σης, ό­χι “ρο­ζ”) λο­γο­τε­χνίας έ­χει διευ­ρυν­θεί κα­τά τα τε­λευ­ταία χρό­νια. Πό­θεν ε­ξά­γε­ται αυ­τό το τό­σο αι­σιό­δο­ξο συ­μπέ­ρα­σμα; Το μό­νο, που, εμ­φα­νώς, διευ­ρύν­θη­κε εί­ναι η έν­νοια της λο­γο­τε­χνίας. Αρκεί μια μα­τιά στους κα­τα­λό­γους της “ευ­πώ­λη­της λο­γο­τε­χνίας”. Αν ε­ξαι­ρέ­σου­με ο­ρι­σμέ­να λο­γο­τε­χνι­κά βι­βλία, που πα­ρει­σφρέ­ουν χά­ρις σε υ­πο­ψια­σμέ­νους κα­τα­γρα­φείς (ή μή­πως εν­δο­τι­κούς στα εκ­δο­τι­κά κε­λεύ­σμα­τα, ό­ταν πρό­κει­ται για συγ­γρα­φείς λο­γο­τε­χνι­κά γκλά­μο­ρους, ά­ρα α­κρι­βο­πλη­ρω­μέ­νους, αλ­λά ό­χι και ευ­πώ­λη­τους), κα­τά τα άλ­λα, έ­χου­με α­μι­γώς “κα­τα­να­λω­τι­κή λο­γο­τε­χνία”. Δεν θα συμ­φω­νή­σου­με, ό­μως, ό­τι η κα­τα­να­λω­τι­κή ταυ­τί­ζε­ται με τη “ρο­ζ”. Κά­τι τέ­τοιο θα ή­ταν ά­κρως φε­μι­νι­στι­κό. Δό­ξα τω θεώ, υ­πάρ­χουν και οι ά­ντρες, που “κα­τα­να­λώ­νου­ν” χρω­μα­τι­σμέ­νες, α­ντι­στοί­χως, λο­γο­τε­χνίες. Αν και η χρή­ση της λέ­ξης λο­γο­τε­χνία, α­πο­τε­λεί, έ­τσι κι αλ­λιώς, α­σέ­βεια προς την ί­δια τη λέ­ξη, που ο­ρί­ζε­ται σα­φώς α­πό την ε­τυ­μο­λο­γία της ως τέ­χνη του λό­γου. Ας ό­ψο­νται, ό­μως, οι πρό­γο­νοί μας, που δεν ε­πέ­λε­ξαν, ό­πως “οι άγ­γλοι, γάλ­λοι, πορ­το­γά­λοι”, έ­ναν ου­δέ­τε­ρο ό­ρο.
Με­τά αυ­τήν την εν­δια­φέ­ρου­σα ει­σα­γω­γή, ε­πι­στρα­τεύο­ντας τον τίτ­λο της ται­νίας «Χα­μέ­νοι στη με­τά­φρα­ση», ο εκ­δό­της και ο Τά­σος Γου­δέ­λης πα­ρου­σιά­ζουν έ­να α­φιέ­ρω­μα, που “ε­πι­χει­ρεί να α­πο­τυ­πώ­σει το γί­γνε­σθαι στο χώ­ρο της με­τά­φρα­σης ξέ­νης λο­γο­τε­χνίας, σή­με­ρα”. Συ­γκε­ντρώ­νο­νται 34 κεί­με­να ση­μα­ντι­κών λο­γο­τε­χνών, τα ο­ποία υ­πο­γρά­φουν 32 με­τα­φρα­στές. Ξε­χω­ρί­ζει μια ο­μά­δα 16 ε­πι­φα­νών με­τα­φρα­στών (Φί­λιπ­πος Δρα­κο­ντα­ει­δής, Άρης Μπερ­λής, Γιώρ­γος Δε­πά­στας, Φα­νή Μου­ρί­κη, Μίλ­τος Φρα­γκό­που­λος, Ανταίος Χρυ­σο­στο­μί­δης, Θω­μάς Σκάσ­σης, Σε­σίλ Ιγγλέ­ση Μαρ­γέλ­λου, Πα­να­γιώ­της Πού­λος, Έφη Καλ­λι­φα­τί­δη, Κα­τε­ρί­να Σχι­νά, Χά­ρης Βλα­βια­νός, Γιώρ­γος Μπλά­νας, Γιώρ­γος Ξε­νά­ριος, Γιώρ­γος Ίκα­ρος Μπα­μπα­σά­κης, Οντέτ Βα­ρών Βα­σάρ). Ακο­λου­θούν ο­κτώ δό­κι­μοι αλ­λά λι­γό­τε­ρο γνω­στοί (Ιωάν­να Αβρα­μί­δου, Ισμή­νη Καν­σή, Δέ­σπω Πα­πα­γρη­γο­ρά­κη, Άννα Πα­πα­σταύ­ρου, Κων­στα­ντί­νος Πα­λαιο­λό­γος, Χίλ­ντα Πα­πα­δη­μη­τρίου, Γιάν­νης Στρί­γκος, Αλέ­ξης Κα­λο­φω­λιάς). Και α­κό­μη, ο­κτώ νεό­τε­ροι που μέ­νει να δο­κι­μα­στούν (Βιρ­γι­νία Γα­λα­νο­πού­λου, Δή­μη­τρα Κω­τού­λα, Κώ­στας Βρα­χνός, Ευ­γε­νία Γραμ­μα­τι­κο­πού­λου, Φω­τει­νή Βλα­χο­πού­λου, Δή­μη­τρα Πα­πα­βα­σι­λείου, Βα­σί­λης Γου­δέ­λης, Μα­ρία Κε­σί­νη).
Το α­φιέ­ρω­μα συ­μπλη­ρώ­νει συ­ζή­τη­ση των Πα­πα­σταύ­ρου, Πα­λαιο­λό­γου, Πού­λου, Φρα­γκό­που­λου και Ανδρέα Παπ­πά, με συ­ντο­νι­στή τον Γου­δέ­λη. Ενδια­φέ­ρου­σα, κα­θώς θί­γει αρ­κε­τά α­πό τα ε­ρω­τή­μα­τα που α­να­φύο­νται κα­τά τη με­τα­φρα­στι­κή δια­δι­κα­σία: Τη σχέ­ση με το πρω­τό­τυ­πο, τη σχέ­ση με τον α­να­γνώ­στη, το δια­θέ­σι­μο χρό­νο του με­τα­φρα­στή και τις δη­μιουρ­γι­κές ι­κα­νό­τη­τές του. Συ­γκρα­τού­με ο­ρι­σμέ­νες α­πό­ψεις, κυ­ρίως, για τον α­πό­λυ­το τρό­πο με τον ο­ποίο έ­χουν δια­τυ­πω­θεί: Ο Παπ­πάς “έ­φρι­ξε” ό­ταν διά­βα­σε την «Λί­μνη» του Λα­μαρ­τί­νου σε α­πό­δο­ση Αρι­στο­τέ­λη Βα­λαω­ρί­τη και δια­πι­στώ­νει ό­τι ο Λευ­κα­δί­της “έ­χει με­τα­τρέ­ψει το ρο­μα­ντι­κό γαλ­λι­κό ποίη­μα σε ελ­λη­νι­κό βου­κο­λι­κό με­τά­φρα­σμα”. Έτε­ρος συ­νο­μι­λη­τής, ο Πα­λαιο­λό­γος, πα­ρα­τη­ρεί: “Όταν βλέ­που­με το α­πο­τέ­λε­σμα της με­τα­φρα­στι­κής ερ­γα­σίας α­να­γνω­ρι­σμέ­νων συγ­γρα­φέων, ό­πως ο Πα­πα­δια­μά­ντης ή ο Κα­ζα­ντζά­κης, κα­τα­λα­βαί­νου­με ό­τι τα ο­νό­μα­τα αυ­τά δεν ε­πι­κοι­νω­νούν με το συγ­γρα­φέα... Δεν ξέ­ρω εάν αυ­τό το φαι­νό­με­νο έ­χει σχέ­ση με την έλ­λει­ψη τα­πει­νό­τη­τας...”. Με άλ­λα λό­για, ή­ταν κα­βα­λη­μέ­να κα­λά­μια και ό,τι έ­δω­σαν ως με­τά­φρα­σμα εί­ναι, κα­τά το κοι­νώς λε­γό­με­νο, για τα μπά­ζα. Ενδια­φέ­ρου­σα ά­πο­ψη.
Μ. Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: