Τεύχος 173-174
Χειμώνας 2009-2010
Το τεύχος ανοίγει με σχολιασμό της λογοτεχνικής επικαιρότητας από τον εκδότη του περιοδικού, Κώστα Μαυρουδή. Καίριες οι διαπιστώσεις του, όπως, για παράδειγμα, η επισήμανση ότι “ο διαφημιστικός λόγος επί της λογοτεχνίας βαραίνει περισσότερο από το ίδιο το γεγονός της γραφής”. Ή, κατά μια λίγο διαφορετική διατύπωση, ότι “η εικόνα του συγγραφέα προηγείται του έργου του”, με άλλα λόγια, “το μετακείμενο προηγείται της πρόσληψης του ίδιου του κειμένου από τον αναγνώστη”. Ωστόσο, θα διαφωνούσαμε με τον εννοιολογικό περιορισμό του όρου “μετακείμενο” αποκλειστικά στην κριτική ή την βιβλιοπαρουσίαση. Εκείνο που προηγείται και βαραίνει είναι ο δημοσιογραφικός σχολιασμός του βιβλίου και οι συνεντεύξεις του συγγραφέα, που, στην περίπτωση ενός “μιντιακά” γνωστού συγγραφέα ή έστω, ενός συγγραφέα που ανήκει στο “λογοτεχνικό γκλάμουρ”, δημοσιεύονται μαζεμένες την ίδια Κυριακή στις δυο-τρεις μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες ως ομοβροντία, που χαιρετίζει το γεγονός της έκδοσης. Οι κριτικές ή οι βιβλιοπαρουσιάσεις (έτσι κι αλλιώς, η διαφοροποίηση των δύο λέξεων γίνεται υποκειμενικά, με βάση την εκτίμηση που κάποιος τρέφει για έναν συγκεκριμένο κριτικό) έπονται όλων αυτών και ελάχιστα επηρεάζουν ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.
Μια άλλη διαπίστωση, η οποία καλώς γίνεται, αφορά την κωμωδία του βραβείου αναγνωστών, που συνεχίζεται για πέμπτη συνεχή χρονιά. Εδώ, όμως, πέραν του ίδιου του θεσμού, που, από τη λογική του, βραβεύει την “ευπώλητη λογοτεχνία”, τίθεται και το θέμα της αναξιοπιστίας του. Στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ και όχι μόνον, είναι γνωστό ότι ποδηγετείται από τον συγκεκριμένο φορέα, ο οποίος και τον θέσπισε. Εξαιρούνται, βεβαίως, ορισμένες περιπτώσεις βραβεύσεων κατά τις οποίες το κέντρο αποφάσεων έχει βρει τον μάστορά του. Από μια άποψη, η δολιότητα, μόνο με δολιότητα, υπερφαλαγγίζεται. Από εκεί και πέρα, για τα κυρίως βραβεία λογοτεχνίας, που παραμένουν τα κρατικά, οι διαπιστώσεις θα χαρακτηρίζονταν επιφυλακτικές ως προς τις ενστάσεις τους. Συμφωνούν μεν με όσους “καταδικάζουν τα μεροληπτικά και επιπόλαια κριτήρια επανδρώσεως των επιτροπών βράβευσης”, προσθέτουν, όμως, ότι αυτό συμβαίνει μόνο κατ’ εξαίρεση. Δηλαδή, μόνο κατ’ εξαίρεση τα κριτήρια είναι μεροληπτικά, άντε και επιπόλαια; Και παρακάτω προστίθεται ότι η Πολιτεία διορίζει από άγνοια ανεπαρκή πρόσωπα, καμιά φορά ακόμη και στη θέση του Προέδρου. Μήπως η άγνοια παραείναι εύκολη δικαιολογία; Και τέλος, τόσο σπάνια, υποκύπτει η Πολιτεία σε αυτό το λάθος;
Εκείνη, όμως, η διαπίστωση, που πολύ μας παραξένεψε είναι μια από τις τρεις εισαγωγικές, που ισχυρίζεται ότι ο αριθμός αναγνωστών μη καταναλωτικής (μιας μέσης, όχι “ροζ”) λογοτεχνίας έχει διευρυνθεί κατά τα τελευταία χρόνια. Πόθεν εξάγεται αυτό το τόσο αισιόδοξο συμπέρασμα; Το μόνο, που, εμφανώς, διευρύνθηκε είναι η έννοια της λογοτεχνίας. Αρκεί μια ματιά στους καταλόγους της “ευπώλητης λογοτεχνίας”. Αν εξαιρέσουμε ορισμένα λογοτεχνικά βιβλία, που παρεισφρέουν χάρις σε υποψιασμένους καταγραφείς (ή μήπως ενδοτικούς στα εκδοτικά κελεύσματα, όταν πρόκειται για συγγραφείς λογοτεχνικά γκλάμορους, άρα ακριβοπληρωμένους, αλλά όχι και ευπώλητους), κατά τα άλλα, έχουμε αμιγώς “καταναλωτική λογοτεχνία”. Δεν θα συμφωνήσουμε, όμως, ότι η καταναλωτική ταυτίζεται με τη “ροζ”. Κάτι τέτοιο θα ήταν άκρως φεμινιστικό. Δόξα τω θεώ, υπάρχουν και οι άντρες, που “καταναλώνουν” χρωματισμένες, αντιστοίχως, λογοτεχνίες. Αν και η χρήση της λέξης λογοτεχνία, αποτελεί, έτσι κι αλλιώς, ασέβεια προς την ίδια τη λέξη, που ορίζεται σαφώς από την ετυμολογία της ως τέχνη του λόγου. Ας όψονται, όμως, οι πρόγονοί μας, που δεν επέλεξαν, όπως “οι άγγλοι, γάλλοι, πορτογάλοι”, έναν ουδέτερο όρο.
Μετά αυτήν την ενδιαφέρουσα εισαγωγή, επιστρατεύοντας τον τίτλο της ταινίας «Χαμένοι στη μετάφραση», ο εκδότης και ο Τάσος Γουδέλης παρουσιάζουν ένα αφιέρωμα, που “επιχειρεί να αποτυπώσει το γίγνεσθαι στο χώρο της μετάφρασης ξένης λογοτεχνίας, σήμερα”. Συγκεντρώνονται 34 κείμενα σημαντικών λογοτεχνών, τα οποία υπογράφουν 32 μεταφραστές. Ξεχωρίζει μια ομάδα 16 επιφανών μεταφραστών (Φίλιππος Δρακονταειδής, Άρης Μπερλής, Γιώργος Δεπάστας, Φανή Μουρίκη, Μίλτος Φραγκόπουλος, Ανταίος Χρυσοστομίδης, Θωμάς Σκάσσης, Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, Παναγιώτης Πούλος, Έφη Καλλιφατίδη, Κατερίνα Σχινά, Χάρης Βλαβιανός, Γιώργος Μπλάνας, Γιώργος Ξενάριος, Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, Οντέτ Βαρών Βασάρ). Ακολουθούν οκτώ δόκιμοι αλλά λιγότερο γνωστοί (Ιωάννα Αβραμίδου, Ισμήνη Κανσή, Δέσπω Παπαγρηγοράκη, Άννα Παπασταύρου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Χίλντα Παπαδημητρίου, Γιάννης Στρίγκος, Αλέξης Καλοφωλιάς). Και ακόμη, οκτώ νεότεροι που μένει να δοκιμαστούν (Βιργινία Γαλανοπούλου, Δήμητρα Κωτούλα, Κώστας Βραχνός, Ευγενία Γραμματικοπούλου, Φωτεινή Βλαχοπούλου, Δήμητρα Παπαβασιλείου, Βασίλης Γουδέλης, Μαρία Κεσίνη).
Το αφιέρωμα συμπληρώνει συζήτηση των Παπασταύρου, Παλαιολόγου, Πούλου, Φραγκόπουλου και Ανδρέα Παππά, με συντονιστή τον Γουδέλη. Ενδιαφέρουσα, καθώς θίγει αρκετά από τα ερωτήματα που αναφύονται κατά τη μεταφραστική διαδικασία: Τη σχέση με το πρωτότυπο, τη σχέση με τον αναγνώστη, το διαθέσιμο χρόνο του μεταφραστή και τις δημιουργικές ικανότητές του. Συγκρατούμε ορισμένες απόψεις, κυρίως, για τον απόλυτο τρόπο με τον οποίο έχουν διατυπωθεί: Ο Παππάς “έφριξε” όταν διάβασε την «Λίμνη» του Λαμαρτίνου σε απόδοση Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και διαπιστώνει ότι ο Λευκαδίτης “έχει μετατρέψει το ρομαντικό γαλλικό ποίημα σε ελληνικό βουκολικό μετάφρασμα”. Έτερος συνομιλητής, ο Παλαιολόγος, παρατηρεί: “Όταν βλέπουμε το αποτέλεσμα της μεταφραστικής εργασίας αναγνωρισμένων συγγραφέων, όπως ο Παπαδιαμάντης ή ο Καζαντζάκης, καταλαβαίνουμε ότι τα ονόματα αυτά δεν επικοινωνούν με το συγγραφέα... Δεν ξέρω εάν αυτό το φαινόμενο έχει σχέση με την έλλειψη ταπεινότητας...”. Με άλλα λόγια, ήταν καβαλημένα καλάμια και ό,τι έδωσαν ως μετάφρασμα είναι, κατά το κοινώς λεγόμενο, για τα μπάζα. Ενδιαφέρουσα άποψη.
Μια άλλη διαπίστωση, η οποία καλώς γίνεται, αφορά την κωμωδία του βραβείου αναγνωστών, που συνεχίζεται για πέμπτη συνεχή χρονιά. Εδώ, όμως, πέραν του ίδιου του θεσμού, που, από τη λογική του, βραβεύει την “ευπώλητη λογοτεχνία”, τίθεται και το θέμα της αναξιοπιστίας του. Στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ και όχι μόνον, είναι γνωστό ότι ποδηγετείται από τον συγκεκριμένο φορέα, ο οποίος και τον θέσπισε. Εξαιρούνται, βεβαίως, ορισμένες περιπτώσεις βραβεύσεων κατά τις οποίες το κέντρο αποφάσεων έχει βρει τον μάστορά του. Από μια άποψη, η δολιότητα, μόνο με δολιότητα, υπερφαλαγγίζεται. Από εκεί και πέρα, για τα κυρίως βραβεία λογοτεχνίας, που παραμένουν τα κρατικά, οι διαπιστώσεις θα χαρακτηρίζονταν επιφυλακτικές ως προς τις ενστάσεις τους. Συμφωνούν μεν με όσους “καταδικάζουν τα μεροληπτικά και επιπόλαια κριτήρια επανδρώσεως των επιτροπών βράβευσης”, προσθέτουν, όμως, ότι αυτό συμβαίνει μόνο κατ’ εξαίρεση. Δηλαδή, μόνο κατ’ εξαίρεση τα κριτήρια είναι μεροληπτικά, άντε και επιπόλαια; Και παρακάτω προστίθεται ότι η Πολιτεία διορίζει από άγνοια ανεπαρκή πρόσωπα, καμιά φορά ακόμη και στη θέση του Προέδρου. Μήπως η άγνοια παραείναι εύκολη δικαιολογία; Και τέλος, τόσο σπάνια, υποκύπτει η Πολιτεία σε αυτό το λάθος;
Εκείνη, όμως, η διαπίστωση, που πολύ μας παραξένεψε είναι μια από τις τρεις εισαγωγικές, που ισχυρίζεται ότι ο αριθμός αναγνωστών μη καταναλωτικής (μιας μέσης, όχι “ροζ”) λογοτεχνίας έχει διευρυνθεί κατά τα τελευταία χρόνια. Πόθεν εξάγεται αυτό το τόσο αισιόδοξο συμπέρασμα; Το μόνο, που, εμφανώς, διευρύνθηκε είναι η έννοια της λογοτεχνίας. Αρκεί μια ματιά στους καταλόγους της “ευπώλητης λογοτεχνίας”. Αν εξαιρέσουμε ορισμένα λογοτεχνικά βιβλία, που παρεισφρέουν χάρις σε υποψιασμένους καταγραφείς (ή μήπως ενδοτικούς στα εκδοτικά κελεύσματα, όταν πρόκειται για συγγραφείς λογοτεχνικά γκλάμορους, άρα ακριβοπληρωμένους, αλλά όχι και ευπώλητους), κατά τα άλλα, έχουμε αμιγώς “καταναλωτική λογοτεχνία”. Δεν θα συμφωνήσουμε, όμως, ότι η καταναλωτική ταυτίζεται με τη “ροζ”. Κάτι τέτοιο θα ήταν άκρως φεμινιστικό. Δόξα τω θεώ, υπάρχουν και οι άντρες, που “καταναλώνουν” χρωματισμένες, αντιστοίχως, λογοτεχνίες. Αν και η χρήση της λέξης λογοτεχνία, αποτελεί, έτσι κι αλλιώς, ασέβεια προς την ίδια τη λέξη, που ορίζεται σαφώς από την ετυμολογία της ως τέχνη του λόγου. Ας όψονται, όμως, οι πρόγονοί μας, που δεν επέλεξαν, όπως “οι άγγλοι, γάλλοι, πορτογάλοι”, έναν ουδέτερο όρο.
Μετά αυτήν την ενδιαφέρουσα εισαγωγή, επιστρατεύοντας τον τίτλο της ταινίας «Χαμένοι στη μετάφραση», ο εκδότης και ο Τάσος Γουδέλης παρουσιάζουν ένα αφιέρωμα, που “επιχειρεί να αποτυπώσει το γίγνεσθαι στο χώρο της μετάφρασης ξένης λογοτεχνίας, σήμερα”. Συγκεντρώνονται 34 κείμενα σημαντικών λογοτεχνών, τα οποία υπογράφουν 32 μεταφραστές. Ξεχωρίζει μια ομάδα 16 επιφανών μεταφραστών (Φίλιππος Δρακονταειδής, Άρης Μπερλής, Γιώργος Δεπάστας, Φανή Μουρίκη, Μίλτος Φραγκόπουλος, Ανταίος Χρυσοστομίδης, Θωμάς Σκάσσης, Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, Παναγιώτης Πούλος, Έφη Καλλιφατίδη, Κατερίνα Σχινά, Χάρης Βλαβιανός, Γιώργος Μπλάνας, Γιώργος Ξενάριος, Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, Οντέτ Βαρών Βασάρ). Ακολουθούν οκτώ δόκιμοι αλλά λιγότερο γνωστοί (Ιωάννα Αβραμίδου, Ισμήνη Κανσή, Δέσπω Παπαγρηγοράκη, Άννα Παπασταύρου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Χίλντα Παπαδημητρίου, Γιάννης Στρίγκος, Αλέξης Καλοφωλιάς). Και ακόμη, οκτώ νεότεροι που μένει να δοκιμαστούν (Βιργινία Γαλανοπούλου, Δήμητρα Κωτούλα, Κώστας Βραχνός, Ευγενία Γραμματικοπούλου, Φωτεινή Βλαχοπούλου, Δήμητρα Παπαβασιλείου, Βασίλης Γουδέλης, Μαρία Κεσίνη).
Το αφιέρωμα συμπληρώνει συζήτηση των Παπασταύρου, Παλαιολόγου, Πούλου, Φραγκόπουλου και Ανδρέα Παππά, με συντονιστή τον Γουδέλη. Ενδιαφέρουσα, καθώς θίγει αρκετά από τα ερωτήματα που αναφύονται κατά τη μεταφραστική διαδικασία: Τη σχέση με το πρωτότυπο, τη σχέση με τον αναγνώστη, το διαθέσιμο χρόνο του μεταφραστή και τις δημιουργικές ικανότητές του. Συγκρατούμε ορισμένες απόψεις, κυρίως, για τον απόλυτο τρόπο με τον οποίο έχουν διατυπωθεί: Ο Παππάς “έφριξε” όταν διάβασε την «Λίμνη» του Λαμαρτίνου σε απόδοση Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και διαπιστώνει ότι ο Λευκαδίτης “έχει μετατρέψει το ρομαντικό γαλλικό ποίημα σε ελληνικό βουκολικό μετάφρασμα”. Έτερος συνομιλητής, ο Παλαιολόγος, παρατηρεί: “Όταν βλέπουμε το αποτέλεσμα της μεταφραστικής εργασίας αναγνωρισμένων συγγραφέων, όπως ο Παπαδιαμάντης ή ο Καζαντζάκης, καταλαβαίνουμε ότι τα ονόματα αυτά δεν επικοινωνούν με το συγγραφέα... Δεν ξέρω εάν αυτό το φαινόμενο έχει σχέση με την έλλειψη ταπεινότητας...”. Με άλλα λόγια, ήταν καβαλημένα καλάμια και ό,τι έδωσαν ως μετάφρασμα είναι, κατά το κοινώς λεγόμενο, για τα μπάζα. Ενδιαφέρουσα άποψη.
Μ. Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου