Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Γκροτέσκα ουτοπία

Παύ­λος Μά­τε­σις
«Graffito»
Εκδό­σεις Κα­στα­νιώ­τη
Νοέμ­βριος 2009

Το και­νού­ριο μυ­θι­στό­ρη­μα του Παύ­λου Μά­τε­σι δεί­χνει στις ση­με­ρι­νές α­πο­πνι­κτι­κές συν­θή­κες πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­πί­και­ρο α­πό πέ­ρυ­σι που γρά­φτη­κε. Όπως φαί­νε­ται, ο συγ­γρα­φέ­ας θύ­μω­σε με ό­σα συμ­βαί­νουν στη χώ­ρα λί­γο νω­ρί­τε­ρα α­πό τους συ­μπο­λί­τες του και ό­ταν η ορ­γή κα­τέ­λα­βε το πα­νελ­λή­νιο, ε­κεί­νος εί­χε ή­δη έ­τοι­μο το βι­βλίο του για να γε­λά­σει το χεί­λι του κά­θε πι­κρα­μέ­νου. Από ε­κεί και ύ­στε­ρα, ως γνω­στόν, τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Μά­τε­σι με­τα­φρά­ζο­νται ά­με­σα στα γαλ­λι­κά, ι­τα­λι­κά και λοι­πές ευ­ρω­παϊκές γλώσ­σες. Οπό­τε τί­θε­ται το ε­ρώ­τη­μα κα­τά πό­σο συμ­φέ­ρει το “χει­μα­ζό­με­νο έ­θνος” η ε­σπευ­σμέ­νη με­τά­φρα­ση και του πρό­σφα­του. Η α­πά­ντη­ση εί­ναι ό­τι ό­χι μό­νο συμ­φέ­ρει αλ­λά ε­πι­βάλ­λε­ται. Για­τί μπο­ρεί το βι­βλίο να πα­ρου­σιά­ζει μια γε­λοιώ­δη ει­κό­να της γη­γε­νούς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, πε­ρι­λα­βαί­νει, ό­μως, και τους Ευ­ρω­παίους, α­ντα­πο­δί­δο­ντάς τους τα ί­σα. Μό­νο που α­παι­τεί­ται ι­διαί­τε­ρη προ­σο­χή κα­τά τη με­τα­γλώτ­τι­ση, ώ­στε να δια­σω­θούν τα λο­γο­παί­γνια και τα συγ­γρα­φι­κά δά­νεια α­πό την ποίη­ση, κα­θώς συ­νι­στούν βα­σι­κά δο­μι­κά στοι­χεία της σά­τι­ρας.
Το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί ως το πλέ­ον γκρο­τέ­σκο μυ­θι­στό­ρη­μα του Μά­τε­σι. Ση­μειω­τέ­ον, ό­τι θεω­ρεί­ται α­πό τους κο­ρυ­φαίους του εί­δους έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς. Ωστό­σο, αυ­τό το τε­λευ­ταίο δεν α­πο­τε­λεί και με­γά­λο έ­παι­νο, δε­δο­μέ­νου του με­τριο­πα­θούς χα­ρα­κτή­ρα της νε­ο­ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας. Πά­ντως, εν προ­κει­μέ­νω, πρό­κει­ται για έ­να παι­χνι­διά­ρι­κο και ι­διό­τρο­πο γκρο­τέ­σκο, το ο­ποίο κα­τα­λή­γει να κυ­ριαρ­χεί των ε­ντυ­πώ­σεων, ε­πι­σκιά­ζο­ντας α­κό­μη και αυ­τές τις σα­τι­ρι­κές αιχ­μές. Με τις ευ­φά­ντα­στες συλ­λή­ψεις του, ο συγ­γρα­φέ­ας τι­νά­ζει τα πά­ντα στον αέ­ρα, α­να­κη­ρύσ­σο­ντας α­πό­λυ­το πρω­τα­γω­νι­στή της γκρο­τέ­σκας σά­τι­ράς του τη γλώσ­σα, που α­πο­βαί­νει αιχ­μη­ρή ό­σο και α­ναρ­χι­κή.
Την α­ναρ­χι­κή του διά­θε­ση ο Μά­τε­σις την δεί­χνει ευ­θύς εξ αρ­χής με τον τίτ­λο και το ε­ξώ­φυλ­λο του βι­βλίου. Graffito, ο ε­νι­κός του γκρά­φι­τι, πρό­σφα­το α­ντι­δά­νειο της ελ­λη­νι­κής, που δη­λώ­νει την α­ντι­συμ­βα­τι­κή τέ­χνη των δρό­μων. Στο ε­ξώ­φυλ­λο, πορ­τρέ­το, ζω­γρα­φι­σμέ­νο α­πό γκρα­φι­τά­δες, σε έ­να α­πό τα ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­να, σαν βομ­βαρ­δι­σμέ­να, σπί­τια της ο­δού Ψα­ρο­μη­λίγ­γου, στον Κε­ρα­μει­κό, κο­ντά στο οί­κη­μα της Εται­ρείας Θε­α­τρι­κών Συγ­γρα­φέων. Από τό­τε που η Εται­ρεία με­τοί­κη­σε σε αυ­τήν την πα­ρά­ται­ρη γει­το­νιά, πε­ρι­μέ­να­με κά­ποιο α­πό τα μέ­λη της να δη­μο­σιεύ­σει έ­να ε­σχα­το­λο­γι­κό έρ­γο για τους α­δελ­φούς Ψα­ρο­μη­λίγ­γου και τα κομ­μέ­να κε­φά­λιά τους, ως συ­νέ­χεια και α­ντι­στάθ­μι­σμα σε ε­κεί­νη την πα­λαιά τρα­γω­δία του Νι­κο­λά­ου Τι­μο­λέ­ο­ντα Βούλ­γα­ρη. Εσχα­το­λο­γι­κό θα μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί το βι­βλίο του Μά­τε­σι, μό­νο που δεν του το ε­νέ­πνευ­σαν οι Κρη­τι­κοί πο­λέ­μαρ­χοι του 13ου αιώ­να, αλ­λά οι ει­κα­στι­κοί α­ντάρ­τες του 21ου, που έ­χουν κα­τα­λά­βει την πό­λη.
Η κα­τά Μά­τε­σι συ­ντέ­λεια της Αθή­νας α­πλώ­νε­ται σε 29 ο­λι­γο­σέ­λι­δα κε­φά­λαια, με τίτ­λους ε­ξαγ­γελ­τι­κούς της δρά­σης. «Ήρθε ο λοι­μός» εί­ναι ο τίτ­λος του πρώ­του κε­φα­λαίου, που α­πο­δει­κνύε­ται και το κο­ρυ­φαίο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Θα μπο­ρού­σε να εί­χε γρα­φτεί στα τέ­λη της περ­σι­νής ά­νοι­ξης με την φρε­νί­τι­δα της νέ­ας γρί­πης, που εί­χε ξε­σπά­σει τό­τε. Ο θυ­μός του συγ­γρα­φέα ξε­κι­νά­ει α­πό τους πο­λι­τι­κούς και τους λοι­πούς πα­ρα­τρε­χά­με­νους. Το πρώ­το κρού­σμα του λοι­μού ση­μειώ­νε­ται στη Βου­λή και ε­ντός 3-4 η­με­ρών α­πα­ξά­πα­ντες οι ευ­ρι­σκό­με­νοι ε­ντός του Κοι­νο­βου­λίου α­πο­δη­μούν είς Κύ­ριον. Ως κο­ρυ­φαία σε αυ­τόν το χώ­ρο του θα­νά­του δεν πα­ρου­σιά­ζε­ται κά­ποια βου­λευ­τί­να, αλ­λά η σερ­βι­τό­ρα του κα­φε­νείου της Βου­λής. Ού­τε λί­γο ού­τε πο­λύ, ο συγ­γρα­φέ­ας την α­πο­κα­λεί αρ­χι­τρί­κλι­νο, δη­μιουρ­γώ­ντας συ­νειρ­μούς για πά­σης φύ­σεως τσι­μπού­σια, αλ­λά και θαύ­μα­τα οι­κο­νο­μι­κά και άλ­λα, ό­πως ε­κεί­νο που συ­νέ­βη στον εν Κα­νά γά­μο Πά­ντως, τα πρώ­τα θύ­μα­τα του λοι­μού δεν εί­ναι οι καρ­χα­ρίες των με­γά­λων πα­ρα­τά­ξεων, αλ­λά οι ά­θε­οι βου­λευ­τές του κο­μου­νι­στι­κού κόμ­μα­τος, πι­στοί, μέ­χρι την ύ­στα­τη στιγ­μή, στον πα­τε­ρού­λη Στά­λιν.
Για τις κω­μι­κές σκη­νές που α­κο­λου­θούν, ο Μά­τε­σις αν­τλεί έ­μπνευ­ση α­πό τον Αρι­στο­φά­νη. Μπο­ρεί οι έ­νοι­κοι της Βου­λής να πα­ρου­σιά­ζο­νται ως αν­θρω­πά­ρια, που εν­δια­φέ­ρο­νται μό­νο για τα βου­λευ­τι­κά τους προ­νό­μια, ω­στό­σο εί­ναι α­συ­να­γώ­νι­στοι ρή­το­ρες. Την φόρ­μα της φω­νής τους την δια­τη­ρούν, ρου­φώ­ντας φρέ­σκα αυ­γά, χά­ρις στις κό­τες, που εκ­τρέ­φουν στο υ­πε­ρώο του Ιδρύ­μα­τος. Μό­νο που ό­ταν εν­σκή­πτει ο λοι­μός, οι όρ­νι­θες εί­ναι οι πρώ­τες που α­πο­δη­μούν στις νε­φέ­λες. Το α­ρι­στο­φα­νι­κό στοι­χείο συ­ναρ­μό­ζε­ται με το χρι­στια­νι­κό, κα­θώς στην “στρα­τό­σφαι­ρα”, οι όρ­νι­θες βρί­σκουν ε­γκα­τε­στη­μέ­να τα χε­ρου­βείμ και τα σε­ρα­φείμ. Τε­λι­κά, κα­τορ­θώ­νουν να ε­κτο­πί­σουν τα κα­τώ­τε­ρα στην ιε­ραρ­χία, τα χε­ρου­βεί­μ, τα ο­ποία κα­τα­λή­γουν στη Γη. Εδώ, ως λα­θρο­με­τα­νά­στες, υ­φί­στα­νται τα πάν­δει­να. Από τη μια, οι Νε­οέλ­λη­νες εκ­δη­λώ­νουν ε­ρω­τι­κές ο­ρέ­ξεις, πα­ρό­τι πρό­κει­ται για ά­φυ­λα ό­ντα, α­πό την άλ­λη, οι Αρχαίοι Έλλη­νες, δη­λα­δή τα α­γάλ­μα­τά τους, που έ­χουν α­πο­δρά­σει α­πό τα μου­σεία, τους σνο­μπά­ρουν.
Στις α­ρι­στο­φα­νι­κές, ό­μως, «Όρνι­θες», οι δια­πλη­κτι­σμοί με τους Θε­ούς ο­φεί­λο­νται στην τσί­κνα α­πό τις θυ­σίες των αν­θρώ­πων, που ή­θε­λαν να α­πο­λαμ­βά­νουν οι Ολύ­μπιοι και την ο­ποία πα­ρε­μπό­δι­ζε η ε­γκα­τά­στα­ση των που­λιών στα σύν­νε­φα. Τσί­κνα α­να­θρώ­σκει και στο μυ­θι­στό­ρη­μα, χά­ρις στο “ο­λο­καύ­τω­μα” που λαμ­βά­νει χώ­ρα στην πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος. Για να α­να­χαι­τί­σει το λοι­μό ο ε­πι­κε­φα­λής της α­στυ­νο­μι­κής φρου­ράς, πρώ­τα χτί­ζει τα πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα της Βου­λής και με­τά συ­γκε­ντρώ­νει ε­πί τό­που ό­λους τους φα­κε­λω­μέ­νους ως ύ­πο­πτους πρα­ξι­κο­πή­μα­τος και τους πυρ­πο­λεί.
Αυ­τές, δειγ­μα­το­λη­πτι­κά, εί­ναι κά­ποιες α­πό τις συγ­γρα­φι­κές συλ­λή­ψεις. Ορι­σμέ­νες λει­τουρ­γούν α­κα­ριαία, ό­πως, λ.χ., οι ε­πι­γραμ­μα­τι­κές ει­δή­σεις της μορ­φής: οι δη­μο­σιο­γρά­φοι πέ­θα­ναν πρώ­τοι, το δι­κα­στι­κό μέ­γα­ρο δια­σώ­θη­κε αύ­ταν­δρο, η Αμε­ρι­κα­νι­κή Πρε­σβεία πα­ρου­σία­σε α­νο­σία. Άλλες λει­τουρ­γούν βρα­δυ­φλε­γώς, ό­πως τα πα­θή­μα­τα των Χε­ρου­βεί­μ, που α­πλώ­νο­νται σε πε­ρισ­σό­τε­ρα του ε­νός κε­φά­λαια. Υπάρ­χουν και ο­ρι­σμέ­νες, που φαί­νε­ται να χά­νουν τον σα­τι­ρι­κό τους στό­χο, ό­πως η δια­κω­μώ­δη­ση του σκαν­δά­λου γύ­ρω α­πό τη Μο­νή Βα­το­πε­δίου. Πά­ντως, η σά­τι­ρα του Μά­τε­σι στη­ρί­ζε­ται στη συσ­σώ­ρευ­ση συμ­βά­ντων και την κα­θ’ υ­περ­βο­λή διό­γκω­σή τους.
Νέα ορ­μή στο μυ­θι­στό­ρη­μα δί­νει μια α­πρό­σμε­νη η­ρωί­δα, που ει­σβάλ­λει στο 16ο κε­φά­λαιο. Πρό­κει­ται για τη θεία Φω­τού­λα, που έ­πλα­σε ο σκι­τσο­γρά­φος Στά­θης και τη δα­νεί­στη­κε ο Μά­τε­σις για να μας δια­σκε­δά­σει με τις πε­ρι­πέ­τειές της. Και τι δεν κά­νει η φο­βε­ρή θεία Φω­τού­λα και η “σέ­χτα” της: Εμπρη­σμούς στα “ο­ρει­νά”, ό­πως α­πο­κα­λού­νται τα βό­ρεια προά­στια, γκρά­φι­τι στο κέ­ντρο της πό­λης, δια­δη­λώ­σεις στον Άγνω­στο Στρα­τιώ­τη για το “ο­λο­καύ­τω­μα” και άλ­λα πα­ρα­πλή­σια και ε­ξω­φρε­νι­κά. Μέ­χρι που α­να­χω­ρεί με μια πλε­ού­με­νη νή­σο, ό­πως ε­κεί­νο το νη­σί του Μ. Κα­ρα­γά­τση, μό­νο που ε­δώ πρό­κει­ται για έ­να κυ­κλα­δο­νή­σι, κα­τ’ ε­ξο­χήν τό­πο θε­ρι­νής α­κο­λα­σίας. Πα­ρέα η θεία Φω­τού­λα έ­χει τον Μέ­γα Αλέ­ξαν­δρο, που δεί­χνει σαν να βγαί­νει α­πό γε­λοιο­γρα­φία του Μπο­στ. Κα­τά τα άλ­λα, στον πο­λι­τι­κό σχο­λια­σμό, ο Μά­τε­σις α­πο­δει­κνύε­ται προ­φη­τι­κός. Δί­πλα στα τρέ­χο­ντα, ό­πως το Σκο­πια­νό, σα­τι­ρί­ζει και ό­σα συ­νέ­βη­σαν, α­φού ε­κεί­νος εί­χε βά­λει τε­λεία στο χει­ρό­γρα­φο, ό­πως, λ.χ., η α­να­θέρ­μαν­ση της συ­ζή­τη­σης πε­ρί των ο­φει­λό­με­νων γερ­μα­νι­κών α­πο­ζη­μιώ­σεων. Για το τέ­λος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ε­πι­φυ­λάσ­σει μια υ­πέ­ρο­χη ου­το­πία. Ο με­ταλ­λαγ­μέ­νος ιός του λοι­μού έ­χει ι­σο­πε­δώ­σει τα κτί­ρια και στον α­πέ­ρα­ντο ε­ρει­πιώ­να φυ­τρώ­νουν πα­ντού δέ­ντρα, ε­νώ πά­σης φύ­σεως ζώα κα­τα­κλύ­ζουν το α­θη­ναϊκό λε­κα­νο­πέ­διο.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Φωτο: Γκράφιτι στην οδό Ψαρομηλίγγου, στον Κεραμεικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: