«Graffito»
Εκδόσεις Καστανιώτη
Νοέμβριος 2009
Το καινούριο μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι δείχνει στις σημερινές αποπνικτικές συνθήκες περισσότερο επίκαιρο από πέρυσι που γράφτηκε. Όπως φαίνεται, ο συγγραφέας θύμωσε με όσα συμβαίνουν στη χώρα λίγο νωρίτερα από τους συμπολίτες του και όταν η οργή κατέλαβε το πανελλήνιο, εκείνος είχε ήδη έτοιμο το βιβλίο του για να γελάσει το χείλι του κάθε πικραμένου. Από εκεί και ύστερα, ως γνωστόν, τα μυθιστορήματα του Μάτεσι μεταφράζονται άμεσα στα γαλλικά, ιταλικά και λοιπές ευρωπαϊκές γλώσσες. Οπότε τίθεται το ερώτημα κατά πόσο συμφέρει το “χειμαζόμενο έθνος” η εσπευσμένη μετάφραση και του πρόσφατου. Η απάντηση είναι ότι όχι μόνο συμφέρει αλλά επιβάλλεται. Γιατί μπορεί το βιβλίο να παρουσιάζει μια γελοιώδη εικόνα της γηγενούς πραγματικότητας, περιλαβαίνει, όμως, και τους Ευρωπαίους, ανταποδίδοντάς τους τα ίσα. Μόνο που απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη μεταγλώττιση, ώστε να διασωθούν τα λογοπαίγνια και τα συγγραφικά δάνεια από την ποίηση, καθώς συνιστούν βασικά δομικά στοιχεία της σάτιρας.
Το πρόσφατο μυθιστόρημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το πλέον γκροτέσκο μυθιστόρημα του Μάτεσι. Σημειωτέον, ότι θεωρείται από τους κορυφαίους του είδους έλληνες συγγραφείς. Ωστόσο, αυτό το τελευταίο δεν αποτελεί και μεγάλο έπαινο, δεδομένου του μετριοπαθούς χαρακτήρα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Πάντως, εν προκειμένω, πρόκειται για ένα παιχνιδιάρικο και ιδιότροπο γκροτέσκο, το οποίο καταλήγει να κυριαρχεί των εντυπώσεων, επισκιάζοντας ακόμη και αυτές τις σατιρικές αιχμές. Με τις ευφάνταστες συλλήψεις του, ο συγγραφέας τινάζει τα πάντα στον αέρα, ανακηρύσσοντας απόλυτο πρωταγωνιστή της γκροτέσκας σάτιράς του τη γλώσσα, που αποβαίνει αιχμηρή όσο και αναρχική.
Την αναρχική του διάθεση ο Μάτεσις την δείχνει ευθύς εξ αρχής με τον τίτλο και το εξώφυλλο του βιβλίου. Graffito, ο ενικός του γκράφιτι, πρόσφατο αντιδάνειο της ελληνικής, που δηλώνει την αντισυμβατική τέχνη των δρόμων. Στο εξώφυλλο, πορτρέτο, ζωγραφισμένο από γκραφιτάδες, σε ένα από τα εγκαταλελειμμένα, σαν βομβαρδισμένα, σπίτια της οδού Ψαρομηλίγγου, στον Κεραμεικό, κοντά στο οίκημα της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων. Από τότε που η Εταιρεία μετοίκησε σε αυτήν την παράταιρη γειτονιά, περιμέναμε κάποιο από τα μέλη της να δημοσιεύσει ένα εσχατολογικό έργο για τους αδελφούς Ψαρομηλίγγου και τα κομμένα κεφάλιά τους, ως συνέχεια και αντιστάθμισμα σε εκείνη την παλαιά τραγωδία του Νικολάου Τιμολέοντα Βούλγαρη. Εσχατολογικό θα μπορούσε να θεωρηθεί το βιβλίο του Μάτεσι, μόνο που δεν του το ενέπνευσαν οι Κρητικοί πολέμαρχοι του 13ου αιώνα, αλλά οι εικαστικοί αντάρτες του 21ου, που έχουν καταλάβει την πόλη.
Η κατά Μάτεσι συντέλεια της Αθήνας απλώνεται σε 29 ολιγοσέλιδα κεφάλαια, με τίτλους εξαγγελτικούς της δράσης. «Ήρθε ο λοιμός» είναι ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου, που αποδεικνύεται και το κορυφαίο του μυθιστορήματος. Θα μπορούσε να είχε γραφτεί στα τέλη της περσινής άνοιξης με την φρενίτιδα της νέας γρίπης, που είχε ξεσπάσει τότε. Ο θυμός του συγγραφέα ξεκινάει από τους πολιτικούς και τους λοιπούς παρατρεχάμενους. Το πρώτο κρούσμα του λοιμού σημειώνεται στη Βουλή και εντός 3-4 ημερών απαξάπαντες οι ευρισκόμενοι εντός του Κοινοβουλίου αποδημούν είς Κύριον. Ως κορυφαία σε αυτόν το χώρο του θανάτου δεν παρουσιάζεται κάποια βουλευτίνα, αλλά η σερβιτόρα του καφενείου της Βουλής. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο συγγραφέας την αποκαλεί αρχιτρίκλινο, δημιουργώντας συνειρμούς για πάσης φύσεως τσιμπούσια, αλλά και θαύματα οικονομικά και άλλα, όπως εκείνο που συνέβη στον εν Κανά γάμο Πάντως, τα πρώτα θύματα του λοιμού δεν είναι οι καρχαρίες των μεγάλων παρατάξεων, αλλά οι άθεοι βουλευτές του κομουνιστικού κόμματος, πιστοί, μέχρι την ύστατη στιγμή, στον πατερούλη Στάλιν.
Για τις κωμικές σκηνές που ακολουθούν, ο Μάτεσις αντλεί έμπνευση από τον Αριστοφάνη. Μπορεί οι ένοικοι της Βουλής να παρουσιάζονται ως ανθρωπάρια, που ενδιαφέρονται μόνο για τα βουλευτικά τους προνόμια, ωστόσο είναι ασυναγώνιστοι ρήτορες. Την φόρμα της φωνής τους την διατηρούν, ρουφώντας φρέσκα αυγά, χάρις στις κότες, που εκτρέφουν στο υπερώο του Ιδρύματος. Μόνο που όταν ενσκήπτει ο λοιμός, οι όρνιθες είναι οι πρώτες που αποδημούν στις νεφέλες. Το αριστοφανικό στοιχείο συναρμόζεται με το χριστιανικό, καθώς στην “στρατόσφαιρα”, οι όρνιθες βρίσκουν εγκατεστημένα τα χερουβείμ και τα σεραφείμ. Τελικά, κατορθώνουν να εκτοπίσουν τα κατώτερα στην ιεραρχία, τα χερουβείμ, τα οποία καταλήγουν στη Γη. Εδώ, ως λαθρομετανάστες, υφίστανται τα πάνδεινα. Από τη μια, οι Νεοέλληνες εκδηλώνουν ερωτικές ορέξεις, παρότι πρόκειται για άφυλα όντα, από την άλλη, οι Αρχαίοι Έλληνες, δηλαδή τα αγάλματά τους, που έχουν αποδράσει από τα μουσεία, τους σνομπάρουν.
Στις αριστοφανικές, όμως, «Όρνιθες», οι διαπληκτισμοί με τους Θεούς οφείλονται στην τσίκνα από τις θυσίες των ανθρώπων, που ήθελαν να απολαμβάνουν οι Ολύμπιοι και την οποία παρεμπόδιζε η εγκατάσταση των πουλιών στα σύννεφα. Τσίκνα αναθρώσκει και στο μυθιστόρημα, χάρις στο “ολοκαύτωμα” που λαμβάνει χώρα στην πλατεία Συντάγματος. Για να αναχαιτίσει το λοιμό ο επικεφαλής της αστυνομικής φρουράς, πρώτα χτίζει τα πορτοπαράθυρα της Βουλής και μετά συγκεντρώνει επί τόπου όλους τους φακελωμένους ως ύποπτους πραξικοπήματος και τους πυρπολεί.
Αυτές, δειγματοληπτικά, είναι κάποιες από τις συγγραφικές συλλήψεις. Ορισμένες λειτουργούν ακαριαία, όπως, λ.χ., οι επιγραμματικές ειδήσεις της μορφής: οι δημοσιογράφοι πέθαναν πρώτοι, το δικαστικό μέγαρο διασώθηκε αύτανδρο, η Αμερικανική Πρεσβεία παρουσίασε ανοσία. Άλλες λειτουργούν βραδυφλεγώς, όπως τα παθήματα των Χερουβείμ, που απλώνονται σε περισσότερα του ενός κεφάλαια. Υπάρχουν και ορισμένες, που φαίνεται να χάνουν τον σατιρικό τους στόχο, όπως η διακωμώδηση του σκανδάλου γύρω από τη Μονή Βατοπεδίου. Πάντως, η σάτιρα του Μάτεσι στηρίζεται στη συσσώρευση συμβάντων και την καθ’ υπερβολή διόγκωσή τους.
Νέα ορμή στο μυθιστόρημα δίνει μια απρόσμενη ηρωίδα, που εισβάλλει στο 16ο κεφάλαιο. Πρόκειται για τη θεία Φωτούλα, που έπλασε ο σκιτσογράφος Στάθης και τη δανείστηκε ο Μάτεσις για να μας διασκεδάσει με τις περιπέτειές της. Και τι δεν κάνει η φοβερή θεία Φωτούλα και η “σέχτα” της: Εμπρησμούς στα “ορεινά”, όπως αποκαλούνται τα βόρεια προάστια, γκράφιτι στο κέντρο της πόλης, διαδηλώσεις στον Άγνωστο Στρατιώτη για το “ολοκαύτωμα” και άλλα παραπλήσια και εξωφρενικά. Μέχρι που αναχωρεί με μια πλεούμενη νήσο, όπως εκείνο το νησί του Μ. Καραγάτση, μόνο που εδώ πρόκειται για ένα κυκλαδονήσι, κατ’ εξοχήν τόπο θερινής ακολασίας. Παρέα η θεία Φωτούλα έχει τον Μέγα Αλέξανδρο, που δείχνει σαν να βγαίνει από γελοιογραφία του Μποστ. Κατά τα άλλα, στον πολιτικό σχολιασμό, ο Μάτεσις αποδεικνύεται προφητικός. Δίπλα στα τρέχοντα, όπως το Σκοπιανό, σατιρίζει και όσα συνέβησαν, αφού εκείνος είχε βάλει τελεία στο χειρόγραφο, όπως, λ.χ., η αναθέρμανση της συζήτησης περί των οφειλόμενων γερμανικών αποζημιώσεων. Για το τέλος του μυθιστορήματος, επιφυλάσσει μια υπέροχη ουτοπία. Ο μεταλλαγμένος ιός του λοιμού έχει ισοπεδώσει τα κτίρια και στον απέραντο ερειπιώνα φυτρώνουν παντού δέντρα, ενώ πάσης φύσεως ζώα κατακλύζουν το αθηναϊκό λεκανοπέδιο.
Το πρόσφατο μυθιστόρημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το πλέον γκροτέσκο μυθιστόρημα του Μάτεσι. Σημειωτέον, ότι θεωρείται από τους κορυφαίους του είδους έλληνες συγγραφείς. Ωστόσο, αυτό το τελευταίο δεν αποτελεί και μεγάλο έπαινο, δεδομένου του μετριοπαθούς χαρακτήρα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Πάντως, εν προκειμένω, πρόκειται για ένα παιχνιδιάρικο και ιδιότροπο γκροτέσκο, το οποίο καταλήγει να κυριαρχεί των εντυπώσεων, επισκιάζοντας ακόμη και αυτές τις σατιρικές αιχμές. Με τις ευφάνταστες συλλήψεις του, ο συγγραφέας τινάζει τα πάντα στον αέρα, ανακηρύσσοντας απόλυτο πρωταγωνιστή της γκροτέσκας σάτιράς του τη γλώσσα, που αποβαίνει αιχμηρή όσο και αναρχική.
Την αναρχική του διάθεση ο Μάτεσις την δείχνει ευθύς εξ αρχής με τον τίτλο και το εξώφυλλο του βιβλίου. Graffito, ο ενικός του γκράφιτι, πρόσφατο αντιδάνειο της ελληνικής, που δηλώνει την αντισυμβατική τέχνη των δρόμων. Στο εξώφυλλο, πορτρέτο, ζωγραφισμένο από γκραφιτάδες, σε ένα από τα εγκαταλελειμμένα, σαν βομβαρδισμένα, σπίτια της οδού Ψαρομηλίγγου, στον Κεραμεικό, κοντά στο οίκημα της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων. Από τότε που η Εταιρεία μετοίκησε σε αυτήν την παράταιρη γειτονιά, περιμέναμε κάποιο από τα μέλη της να δημοσιεύσει ένα εσχατολογικό έργο για τους αδελφούς Ψαρομηλίγγου και τα κομμένα κεφάλιά τους, ως συνέχεια και αντιστάθμισμα σε εκείνη την παλαιά τραγωδία του Νικολάου Τιμολέοντα Βούλγαρη. Εσχατολογικό θα μπορούσε να θεωρηθεί το βιβλίο του Μάτεσι, μόνο που δεν του το ενέπνευσαν οι Κρητικοί πολέμαρχοι του 13ου αιώνα, αλλά οι εικαστικοί αντάρτες του 21ου, που έχουν καταλάβει την πόλη.
Η κατά Μάτεσι συντέλεια της Αθήνας απλώνεται σε 29 ολιγοσέλιδα κεφάλαια, με τίτλους εξαγγελτικούς της δράσης. «Ήρθε ο λοιμός» είναι ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου, που αποδεικνύεται και το κορυφαίο του μυθιστορήματος. Θα μπορούσε να είχε γραφτεί στα τέλη της περσινής άνοιξης με την φρενίτιδα της νέας γρίπης, που είχε ξεσπάσει τότε. Ο θυμός του συγγραφέα ξεκινάει από τους πολιτικούς και τους λοιπούς παρατρεχάμενους. Το πρώτο κρούσμα του λοιμού σημειώνεται στη Βουλή και εντός 3-4 ημερών απαξάπαντες οι ευρισκόμενοι εντός του Κοινοβουλίου αποδημούν είς Κύριον. Ως κορυφαία σε αυτόν το χώρο του θανάτου δεν παρουσιάζεται κάποια βουλευτίνα, αλλά η σερβιτόρα του καφενείου της Βουλής. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο συγγραφέας την αποκαλεί αρχιτρίκλινο, δημιουργώντας συνειρμούς για πάσης φύσεως τσιμπούσια, αλλά και θαύματα οικονομικά και άλλα, όπως εκείνο που συνέβη στον εν Κανά γάμο Πάντως, τα πρώτα θύματα του λοιμού δεν είναι οι καρχαρίες των μεγάλων παρατάξεων, αλλά οι άθεοι βουλευτές του κομουνιστικού κόμματος, πιστοί, μέχρι την ύστατη στιγμή, στον πατερούλη Στάλιν.
Για τις κωμικές σκηνές που ακολουθούν, ο Μάτεσις αντλεί έμπνευση από τον Αριστοφάνη. Μπορεί οι ένοικοι της Βουλής να παρουσιάζονται ως ανθρωπάρια, που ενδιαφέρονται μόνο για τα βουλευτικά τους προνόμια, ωστόσο είναι ασυναγώνιστοι ρήτορες. Την φόρμα της φωνής τους την διατηρούν, ρουφώντας φρέσκα αυγά, χάρις στις κότες, που εκτρέφουν στο υπερώο του Ιδρύματος. Μόνο που όταν ενσκήπτει ο λοιμός, οι όρνιθες είναι οι πρώτες που αποδημούν στις νεφέλες. Το αριστοφανικό στοιχείο συναρμόζεται με το χριστιανικό, καθώς στην “στρατόσφαιρα”, οι όρνιθες βρίσκουν εγκατεστημένα τα χερουβείμ και τα σεραφείμ. Τελικά, κατορθώνουν να εκτοπίσουν τα κατώτερα στην ιεραρχία, τα χερουβείμ, τα οποία καταλήγουν στη Γη. Εδώ, ως λαθρομετανάστες, υφίστανται τα πάνδεινα. Από τη μια, οι Νεοέλληνες εκδηλώνουν ερωτικές ορέξεις, παρότι πρόκειται για άφυλα όντα, από την άλλη, οι Αρχαίοι Έλληνες, δηλαδή τα αγάλματά τους, που έχουν αποδράσει από τα μουσεία, τους σνομπάρουν.
Στις αριστοφανικές, όμως, «Όρνιθες», οι διαπληκτισμοί με τους Θεούς οφείλονται στην τσίκνα από τις θυσίες των ανθρώπων, που ήθελαν να απολαμβάνουν οι Ολύμπιοι και την οποία παρεμπόδιζε η εγκατάσταση των πουλιών στα σύννεφα. Τσίκνα αναθρώσκει και στο μυθιστόρημα, χάρις στο “ολοκαύτωμα” που λαμβάνει χώρα στην πλατεία Συντάγματος. Για να αναχαιτίσει το λοιμό ο επικεφαλής της αστυνομικής φρουράς, πρώτα χτίζει τα πορτοπαράθυρα της Βουλής και μετά συγκεντρώνει επί τόπου όλους τους φακελωμένους ως ύποπτους πραξικοπήματος και τους πυρπολεί.
Αυτές, δειγματοληπτικά, είναι κάποιες από τις συγγραφικές συλλήψεις. Ορισμένες λειτουργούν ακαριαία, όπως, λ.χ., οι επιγραμματικές ειδήσεις της μορφής: οι δημοσιογράφοι πέθαναν πρώτοι, το δικαστικό μέγαρο διασώθηκε αύτανδρο, η Αμερικανική Πρεσβεία παρουσίασε ανοσία. Άλλες λειτουργούν βραδυφλεγώς, όπως τα παθήματα των Χερουβείμ, που απλώνονται σε περισσότερα του ενός κεφάλαια. Υπάρχουν και ορισμένες, που φαίνεται να χάνουν τον σατιρικό τους στόχο, όπως η διακωμώδηση του σκανδάλου γύρω από τη Μονή Βατοπεδίου. Πάντως, η σάτιρα του Μάτεσι στηρίζεται στη συσσώρευση συμβάντων και την καθ’ υπερβολή διόγκωσή τους.
Νέα ορμή στο μυθιστόρημα δίνει μια απρόσμενη ηρωίδα, που εισβάλλει στο 16ο κεφάλαιο. Πρόκειται για τη θεία Φωτούλα, που έπλασε ο σκιτσογράφος Στάθης και τη δανείστηκε ο Μάτεσις για να μας διασκεδάσει με τις περιπέτειές της. Και τι δεν κάνει η φοβερή θεία Φωτούλα και η “σέχτα” της: Εμπρησμούς στα “ορεινά”, όπως αποκαλούνται τα βόρεια προάστια, γκράφιτι στο κέντρο της πόλης, διαδηλώσεις στον Άγνωστο Στρατιώτη για το “ολοκαύτωμα” και άλλα παραπλήσια και εξωφρενικά. Μέχρι που αναχωρεί με μια πλεούμενη νήσο, όπως εκείνο το νησί του Μ. Καραγάτση, μόνο που εδώ πρόκειται για ένα κυκλαδονήσι, κατ’ εξοχήν τόπο θερινής ακολασίας. Παρέα η θεία Φωτούλα έχει τον Μέγα Αλέξανδρο, που δείχνει σαν να βγαίνει από γελοιογραφία του Μποστ. Κατά τα άλλα, στον πολιτικό σχολιασμό, ο Μάτεσις αποδεικνύεται προφητικός. Δίπλα στα τρέχοντα, όπως το Σκοπιανό, σατιρίζει και όσα συνέβησαν, αφού εκείνος είχε βάλει τελεία στο χειρόγραφο, όπως, λ.χ., η αναθέρμανση της συζήτησης περί των οφειλόμενων γερμανικών αποζημιώσεων. Για το τέλος του μυθιστορήματος, επιφυλάσσει μια υπέροχη ουτοπία. Ο μεταλλαγμένος ιός του λοιμού έχει ισοπεδώσει τα κτίρια και στον απέραντο ερειπιώνα φυτρώνουν παντού δέντρα, ενώ πάσης φύσεως ζώα κατακλύζουν το αθηναϊκό λεκανοπέδιο.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Φωτο: Γκράφιτι στην οδό Ψαρομηλίγγου, στον Κεραμεικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου