Ερμηνευτικά δοκίμια
Εκδόσεις Σοκόλη
Νοέμβριος 2007
Αν μετρούμε σωστά, πρόκειται για το έβδομο βιβλίο του Χριστόφορου Μηλιώνη δοκιμιακού χαρακτήρα, με το πρώτο να εκδίδεται το 1976, μια συναγωγή νεοελληνικών διδακτικών δοκιμίων τεσσάρων συντέχνων και φίλων, τουλάχιστον για την ενδιάμεση τριακονταετία, των Λ. Κούσουλα, Γ. Παγανού, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου και του ιδίου. Ενώ, το πρώτο δοκιμιακό βιβλίο, αποκλειστικά δικό του, εκδίδεται το 1983, οι "Υποθέσεις", και ανοίγει με κείμενο για την "παθολογία" της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, στην οποία και ανήκει, τονίζοντας τη λειτουργία μιας "μπλοκαρισμένης" μνήμης και την καθοριστική παρουσία στη δεκαετία του 1960, όταν αυτή σκάει μύτη, των δυο προηγούμενων γενιών. Αν και ο υπότιτλος του καινούργιου βιβλίου, "ερμηνευτικά δοκίμια", το συνδέει με ένα προηγούμενο του 1991, που έφερε κι αυτό τίτλο μυθολογικής εμπνεύσεως, "Με το νήμα της Αριάδνης", και τον ίδιο υπότιτλο.
Εδώ, συγκεντρώνονται δέκα επτά κείμενα, κατανεμημένα σε δεκατρείς ενότητες, που αφορούν δώδεκα έλληνες συγγραφείς ενώ η τελευταία ενότητα είναι θεματική. Τα έντεκα είναι κείμενα ομιλιών ή και εισηγήσεων σε συνέδρια, τουλάχιστον στην πρώτη τους μορφή, καθώς τα πέντε από αυτά, στη συνέχεια, έτυχαν μιας πρώτης δημοσίευσης. Από τα υπόλοιπα έξι, τα τέσσερα συνιστούν συμμετοχές σε επετειακά αφιερώματα εντύπων. Ωστόσο, παρά τον δεσμευτικό χαρακτήρα παρόμοιων κειμένων, στην περίπτωση του Μηλιώνη, δεν πρόκειται για αγιογραφήσεις προσώπων και αντίστοιχη εξύμνηση των έργων τους. Εκ πρώτης όψεως, τα κείμενα καλύπτουν ένα μακρύ χρονικό διάστημα, με την πρώτη ομιλία να εκφωνείται τον Απρίλιο του 1978, ωστόσο το επόμενο είναι δημοσίευση του 1989, ενώ το κυρίως σώμα συγκεντρώνεται μέσα στην τελευταία δεκαπενταετία. 1/4σο για την παράταξη των κειμένων στο βιβλίο, δεν ακολουθείται, ως συνήθως, η χρονική τάξη γραφής τους, ούτε, όμως, ιεραρχούνται κατά συγγραφέα, αν και προτάσσεται το κείμενο για τον μοναδικό εκπρόσωπο της παλαιότερης πεζογραφίας μας, τον Γεώργιο Βιζυηνό. Ωστόσο, μετά τον Βιζυηνό, έρχεται ένας συγγραφέας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και έπονται οι μεσοπολεμικοί, με τελευταίο τον Καζαντζάκη. Αν και ο Μηλιώνης δεν σχολιάζει εισαγωγικά τη δομή του βιβλίου του, υποθέτουμε πως ακολούθησε τις προτιμήσεις του, προκρίνοντας παράταξη συγγραφικής συμπάθειας. Συνολικά γίνεται λόγος, πέραν του Θρακιώτη, για τρεις μεσοπολεμικούς, τους Καζαντζάκη, Κοσμά Πολίτη και Σεφέρη, πέντε της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, τους Δημήτρη Χατζή, Αντρέα Φραγκιά, Μήτσο Αλεξανδρόπουλο, Αλέξανδρο Κοτζιά και Νίκο Μπακόλα και ακόμη, τρεις της δεύτερης μεταπολεμικής, τους Τόλη Καζαντζή, Σπύρο Τσακνιά και Λουκά Κούσουλα. Ενώ, στην τελευταία θεματική ενότητα, ο συγγραφέας εντοπίζει το μύθο του Προμηθέα, παραλλαγμένο, σε ένα παραμύθι, που είχε ακούσει από τη μητέρα του. Πιθανώς, ηπειρώτικο, μια και η μητέρα του μεγάλωσε σε χωριό του Πωγωνίου, ίσως όμως και κωνσταντινουπολίτικο, αφού, στη συνέχεια, έζησε στην Πόλη.
Ανεξάρτητα αν ο Μηλιώνης αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο βιβλίο ή συνολικά σε ένα συγγραφέα, εισαγωγικά σκιαγραφεί τις βασικές συνιστώσες ολόκληρου του έργου του, κι όταν εστιάζει σε συγκεκριμένο βιβλίο, το ερευνά τόσο θεματικά όσο και αφηγηματικά. Παρόλο που με κάθε ευκαιρία ειρωνεύεται τις νεόκοπες θεωρίες της λογοτεχνίας, η ανάλυσή του δείχνει πως και τις κατέχει και γνωρίζει πως να αποφεύγει τις υπερβολές, που απολιθώνουν το έργο, τοποθετώντας το σε στενά καλούπια. Με ένα λόγο, ο Μηλιώνης αποβαίνει ένας πειστικός κριτικός. Κι αυτό, για πλείστους όσους λόγους. Γιατί γνωρίζει σε βάθος τη λογοτεχνία, γιατί συμπάσχει με τους προς διερεύνηση συγγραφείς ως ομότεχνός τους, γιατί, όντας εκπαιδευτικός, κατέχει τους προσφυείς τρόπους παρουσίασης και ίσως, το σπουδαιότερο, γιατί διαθέτει τη γλώσσα ενός λογοτέχνη.
Με παιγνιώδη τρόπο, καταρρίπτει τις απόψεις παλαιότερων, που έβλεπαν τον Παπαδιαμάντη και τον Βιζυηνό ως αυτοβιογραφούμενους ηθογράφους. Ενώ, παρεκβατικά, σε δυο ομιλίες του, αναφέρεται σε ηρωίδες ενός συγκεκριμένου τύπου. Λαϊκές γυναίκες με δυναμισμό, που υπερβαίνουν τα συνήθη μέτρα. Στυλοβάτες της οικογένειας, που φροντίζουν τους γύρω τους με αυταπάρνηση, πληρώνοντας πολλές φορές τις απερισκεψίες ή και τις ατυχίες των ανδρών τους. Πρόκειται για την άλλοτε ποτέ ελληνίδα μάνα, που εκλείποντας, λόγω και κοινωνικής αναγκαιότητας, άλλαξε η μορφή της ελληνικής οικογένειας ή, κατά μια εκδοχή, εξευρωπαΐστηκε. "Η Ρωμιά", σύμφωνα και με τον τίτλο της δεύτερης ομιλίας, που ο Μηλιώνης αφιερώνει στον Χατζή. Τον ίδιο τίτλο, στον πληθυντικό, "οι Ρωμιές", είχε υιοθετήσει, το 1976, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, αναφερόμενος σε τέσσερις λογοτέχνες που τίμησαν τη Ρωμιά. Λορεντζάτος και Μηλιώνης συμφωνούν στον πρώτο και τον τελευταίο συγγραφέα, τουτέστιν τον Παπαδιαμάντη και τον Χατζή, ενώ ο Λορεντζάτος μνημονεύει ενδιαμέσως τις Ρωμιές στο έργο του Καβάφη και του Σικελιανού, σε αντίθεση με τον Μηλιώνη, που, περιοριζόμενος στην πεζογραφία, αναφέρει τις μάνες σε Βιζυηνό και Τσίρκα. Πιστεύουμε πως και οι δυο μελέτες μπορούν να αποτελέσουν πρότυπο για τις ανθούσες, σήμερα, διδακτορικές κυρίως εργασίες γύρω από τις γυναίκες στο έργο διαφόρων συγγραφέων, με τις οποίες, κατά κανόνα, καταπιάνονται γυναίκες.
Από τα δοκίμια του τόμου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η διδακτική ανάλυση του διηγήματος "Ο Μοσκώβ Σελήμ" του Βιζυηνού, η εμβάθυνση στη μυθιστοριογραφία του Κοτζιά, που θα περιμέναμε να επανέλθει στην επικαιρότητα, καθώς ανάβει η συζήτηση γύρω από τη δεκαετία του '40 και τον εναγκαλισμό λογοτεχνίας και Ιστορίας και ακόμη, η ανάλυση του "Λοιμού" του Φραγκιά. Μυθιστόρημα ίσης αξίας, τουλάχιστον ως αλληγορία, με το "Κιβώτιο" του Άρη Αλεξάνδρου, το οποίο, ωστόσο, έχει πολύ λιγότερο απασχολήσει τους μελετητές και δεν έχει αγαπηθεί από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Τέλος, συγκρατούμε το κεφάλαιο για τον Τόλη Καζαντζή, χάρις στην άρτια ανάπτυξή του αλλά και γιατί εφέτος, ο Καζαντζής θα έκλεινε τα εβδομήντα. Πραγματική απώλεια για την ελληνική πεζογραφία ο θάνατός του στις 24 Δεκεμβρίου 1991, παραμονή Χριστουγέννων.
Μ. Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου