«Μικροφιλολογικά»
Τεύχος 26
Φθινόπωρο 2009
Λευκωσία, Κύπρος
Το μικρόσχημο κυπριακό περιοδικό συνεχίζει αμετάβλητο, παρότι οι παλαιότεροι αποτραβιούνται και νεότεροι Ελλαδίτες εισέρχονται στον πυρήνα της συντακτικής του ομάδας. Χαρακτηριστικό του περιοδικού είναι να μην επικεντρώνεται σε ένα θέμα, αλλά να εμφανίζεται σταθερά πολυσυλλεκτικό. Ωστόσο, στο πρόσφατο τεύχος, διακρίνεται μια μίνι ενότητα τριών κειμένων, η οποία, πιθανώς, δημιουργήθηκε με αφορμή το θέμα του συνοδευτικού τευχιδίου των «Τετραδίων», που συνιστούν “παράρτημα” του περιοδικού. Στα «Τετράδια», ο Λευτέρης Παπαλεοντίου παρουσιάζει τον άγνωστο κύπριο ποιητή Τάκη Ζαχαριάδη. Αντίστοιχα, στο κυρίως περιοδικό συζητά τους όρους νεορομαντισμός και νεοσυμβολισμός, καθώς και τον όρο μετασυμβολισμός, που επιστρατεύει η Έλλη Φιλοκύπρου στην διδακτορική διατριβή της. Με τη μορφή διαδοχικών ερωτημάτων στήνει το “μικροφιλολογικό” του και το καταλήγει με το ερώτημα: «Μήπως, τελικά, βολεύει περισσότερο τις φιλολογικές μας ταξινομήσεις ο όρος “μετασυμβολισμός”, για να αντικαταστήσει τη συνδυαστική και ίσως πλεοναστική χρήση των όρων “νεορομαντισμός” και “νεοσυμβολισμός”, και για τους λόγους τους οποίους επικαλείται η Ε. Φιλοκύπρου, αλλά και γιατί ο όρος “μετασυμβολισμός” έχει κατοχυρωθεί στη διεθνή ορολογία για να χαρακτηρίσει κυρίως την εξέλιξη του συμβολισμού στη γαλλική ποίηση;»
Ο Παπαλεοντίου φαίνεται πως έθεσε αυτόν τον προβληματισμό υπόψη δυο Ελλαδιτών, που έκρινε ως τους πλέον αρμόδιους, των οποίων τα κείμενα και προτάσσει: του Γιώργου Αράγη και του Κώστα Στεργιόπουλου, που είναι ο εισηγητής “της νεορομαντικής και νεοσυμβολικής σχολής”. Ο πρώτος δηλώνει πως αγνοεί την προέλευση των δυο όρων και στη συνέχεια, αμφισβητεί τη συγκεκριμένη χρήση τους για τους ποιητές του ’20. Κατ’ αρχήν, του φαίνεται παρατραβηγμένος ο όρος σχολή και ύστερα, ούτε το “νέο ρομαντισμό” τους διακρίνει ούτε, πολύ περισσότερο, το “νέο συμβολισμό” τους. Ακριβέστερα, ως προς το δεύτερο σκέλος, θεωρεί πως οι εν λόγω ποιητές ξεκίνησαν ακολουθώντας τους συμβολικούς προσανατολισμούς των παλαιότερων, αλλά γρήγορα στράφηκαν “στην ειλικρίνεια του βιώματος”, δηλαδή σε μια ποίηση που “βγαίνει από τα πράγματα”. Από την πλευρά του ο Στεργιόπουλος, αρκείται να παρατηρήσει πως έχει επαρκώς και κατ΄ επανάληψη παρουσιάσει το σκεπτικό του για “τους νεορομαντικούς και νεοσυμβολικούς” ποιητές του μεσοπολέμου. Πάντως, τονίζει πως μια στροφή στα “πράγματα” δεν σημαίνει αναγκαστικά και απομάκρυνση από τον συμβολισμό.
Και πράγματι, στο τελευταίο μέρος της εισαγωγής του στον τόμο «Η ανανεωμένη παράδοση» της “ανθολογίας-γραμματολογίας” «Η ελληνική ποίηση» (Σοκόλης, 1980), που αναφέρεται στη συγκεκριμένη ομάδα ποιητών, επιχειρηματολογεί για τους “χωρίς αστείαν αιδώ” ποιητές, τους αυτόχειρες, τους εραστές της ηδονής και των τεχνητών παραδείσων, που είχαν διδαχτεί τους ποιητικούς τους τρόπους από τους “poetes maudits”. Τους ποιητές με κύρια χαρακτηριστικά τη “νέα ευαισθησία”, την ειλικρίνεια του βιώματος και την αίσθηση του απτού γεγονότος. Χαρακτηριστικά, στην περίπτωση του Τέλλου Άγρα, ο Στεργιόπουλος παρατηρεί: “Η ποίησή του είναι μια ποίηση μικρών πραγμάτων, που έχουν γίνει σύμβολα”. Να θυμίσουμε πως, στην εν λόγω Γραμματολογία, οι ποιητές του μεσοπολέμου μοιράζονται σε δυο τόμους και δυο συγγραφείς: “στους ποιητές της ανανεωμένης παράδοσης”, “για να το πούμε όπως το θέλει ο ποιητής Κώστας Στεργιόπουλος”, ο οποίος τους ανθολογεί, και στους νεωτερικούς, τους οποίους επιμελείται ο Αλέξανδρος Αργυρίου. Ο Αράγης παραπέμπει στην Ιστορία του Αργυρίου. Όχι, όμως, για να παραθέσει και την άποψη εκείνου, αλλά, απλώς, για να αντλήσει ένα παράθεμα από το περιοδικό «Μούσα». Η Ιστορία του Αργυρίου δείχνει να καθιερώνεται ως βιβλιογραφική πηγή για τα δυσκόλως προσβάσιμα παλαιά λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ ταυτόχρονα, φαίνεται να παραγκωνίζεται ως ιστορικό έργο. Κι όμως, η Ιστορία συνεισφέρει στο επίμαχο θέμα των νεορομαντικών και νεοσυμβολιστών την οπτική ενός καλού γνώστη της ελληνικής ποίησης.
Από τα 19 συνολικά κείμενα του τεύχους, έξι ακόμη αφορούν την ποίηση, είτε γενικώς είτε ειδικώς, εστιάζοντας σε συγκεκριμένους ποιητές. Δυο από αυτά αναφέρονται στις ποιητικές φόρμες της μπαλλάντας και του χαϊκού γραμμένα, αντιστοίχως, από τη Μαρία Τόμπρου και τον Χρήστο Τουμανίδη. Η Τόμπρου, θέλοντας να προσκομίσει ένα ακόμη παράδειγμα προς στήριξη της υπόθεσης εργασίας, που εδώ και χρόνια έχει διατυπώσει, πως η μπαλλάντα καλλιεργείται στην Ελλάδα από τις αρχές του 19ου αιώνα και δεν πρωτοεισάγεται με τον Βιζυηνό, αναφέρεται στο έργο του Δημητρίου Βερναρδάκη. Από αυτό ανασύρει τρεις ποιητικές συνθέσεις, που, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της, υπάγονται στο συγκεκριμένο ποιητικό είδος. Πρόκειται για το ποίημα «Η Ψυχή», που ο δεκαοκταετής Βερναρδάκης δημοσίευσε ψευδωνύμως το 1851, τη μετάφραση της “μπαλλάντας” «Οι αδελφοί» του Πωλ Γιόχαν Χάϊσε, που πρωτοδημοσίευσε το 1863, και ένα ποίημα, γνωστό ως το «Άσμα γύφτισσας», από το προτελευταίο έμμετρο δράμα του, «Ευφροσύνη», που ανέβηκε στο θέατρο το 1876.
Κατά τα άλλα, ο Βερναρδάκης έγραψε, στο μακρύ διάστημα σχεδόν μισού αιώνα, επτά έμμετρα δράματα, τα οποία όλα πλην ενός ανεβάστηκαν, επίσης, όλα πλην ενός τυπώθηκαν. Ωστόσο, στους διαγωνισμούς δεν ευτύχησαν, κάποια μόνο επαινέθηκαν και άλλα απορρίφθηκαν. Σε αντίθεση με τον, κατά τρία χρόνια νεώτερό του ποιητή Αντώνιο Αντωνιάδη, που, χρόνο παρά χρόνο, βραβευόταν, κι ας σχολίαζε την ποίησή του ειρωνικά ο Ροΐδης. Τα σατιρικά δίστιχα, συνολικά πέντε τον αριθμό, που αντάλλαξαν, το 1877, Αντωνιάδης και Ροΐδης, αποτελούν το αντικείμενο ενός άλλου “μικροφιλολογικού” του Σωτήρη Τσέλικα. Κι αυτό, γιατί τα τέσσερα από αυτά είναι ψευδώνυμα και ως γνωστόν, τα ψευδώνυμα ερεθίζουν το “αστυνομικο” δαιμόνιο των ερευνητών. Πολλές εικασίες διατυπώθηκαν, όμως την οριστική απάντηση την δίνει ο Παλαμάς.
Ο Παλαμάς, μαζί με τον Ξενόπουλο, είναι οι δυο συγγραφείς, που κάνουν εύκολη τη ζωή των σημερινών ερευνητών. Καθώς μακροημέρευσαν, συμπτωματικά και οι δυο έφθασαν μέχρι τα 84, είχαν την ευχέρεια να γράψουν για τον εαυτό τους και την εποχή τους. Μένει, βεβαίως, ζητούμενο κατά πόσο οι νεότεροι εντρυφούν στα αυτοβιογραφικά κείμενα των παλαιότερων. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι ερευνητές συμβουλεύονται την αυτοβιογραφία του Ξενόπουλου, όπως παρατίθεται στον πρώτο τόμο των Απάντων του, είτε του εκδοτικού οίκου Μπίρη είτε του μετέπειτα, των Αδελφών Βλάσση. Πρόκειται, ωστόσο, για μια κολοβή αυτοβιογραφία, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, κατά την κρίση και την βολή των εκδοτών. Κι όμως, ο Ξενόπουλος, όχι μια αλλά τρεις αυτοβιογραφίες συνέγραψε μέσα σε μια εικοσαετία. Και τις τρεις φορές σε συνέχειες, όπως και τα μυθιστορήματά του, δημοσιευμένες σε τρεις διαφορετικές εφημερίδες. Κάθε φορά ξεκινούσε από την αρχή, αλλά μόνο την τελευταία ευτύχησε να την ολοκληρώσει. Κι αυτή η τρίτη εκδοχή στάθηκε το πρωτότυπο για την έκδοση. Μόνο που, όπως σημειώναμε στην παρουσίαση σχετικής μελέτης, ο εκδότης επενέβη περικόπτοντας το κείμενο και απαλείφοντας τις σημειώσεις προς επίτευξη ενός γλαφυρού αποτελέσματος. Επίσης, αφαίρεσε κάποιες από τις προσωπικές διενέξεις του Ξενόπουλου, θεωρώντας πως μπορούσαν να αποβούν επιζήμιες για την υστεροφημία του.
Σε αυτές τις διαδοχικές αυτοβιογραφήσεις του, ο Ξενόπουλος, μεταξύ πλείστων άλλων, αναφέρει και τον φίλο του Μιχάλη Γιαννουκάκη από την παρέα του Ζακύνθιου λόγιου Χρήστου Χιώτη και του περιοδικού του «Εκλεκτά Μυθιστορήματα». Δικό του ήταν το φιλολογικό ψευδώνυμο Αίσωπος, που το είχε πρωτοχρησιμοποιήσει στην «Διάπλασιν των Παίδων». “Με αυτό μετέφρασε το «Κομμένο χέρι» του Μπουαγκομπαί δια τα «Εκλεκτά», με αυτό εδημοσίευσεν και μερικά πρωτότυπα διηγηματάκια, -ένα μάλιστα, το «Εύα», μιας στήλης πράγμα, για γούστο, το εγράψαμεν σε συνεργασία και υπάρχει δημοσιευμένο, υπό τα ονόματα Αισώπου-Παληού- και με αυτό ετύπωσε τότε το κομψότερο, το νοστιμώτερο βιβλιαράκι που μπορείτε να φαντασθείτε. Ήτο μια συλλογή μικρών, ελαφρών και ανοικτών λιγάκι διηγημάτων με τον τίτλον «Έρως και Σία»”. Αυτά γράφει ο Ξενόπουλος, παρατηρώντας πως, πριν τον κερδίσει τον Γιαννουκάκη ο “Κερδώος”, πρόλαβε να γράψει δυο τρεις κωμωδίες σε συνεργασία με τον Νίκο Λάσκαρη, μεταξύ των οποίων την πασίγνωστη «Στα Παραπήγματα» και να μεταφράσει κάποια θεατρικά. “Δια του Γιαννουκάκη εισήχθη το πρώτον στην Ελλάδα ο μέγας νορβηγός δραματουργός, Ερρίκος Ίψεν.”
Κλείνοντας τα «Μικροφιλολογικά», να σημειώσουμε και σε αυτό το τεύχος την παρουσία δυο μόνιμων συνεργατών του περιοδικού: του Γιώργου Κεχαγιόγλου και του Σάββα Παύλου, που παραμένει και στην συντακτική επιτροπή. Ο πρώτος, έχοντας ξεφύγει από τις ανθρωποφαγικές διαθέσεις εχθρών τε και προστατευόμενών του, διασκεδάζει ως άλλος Αστροπολίτης, αναζητώντας τον αστρικό Σείριο στην ελληνική ποίηση. Ο δεύτερος συγγράφει κείμενο με τον τίτλο « Η Φόνισσα στην Ασία», το οποίο προτιμούμε να μην σχολιάσουμε, φοβούμενοι μην και τον εκθέσωμεν στην μήνιν των πάντοτε θαλερών φεμινιστριών, συνεργατών τε και αναγνωστριών της εφημερίδας μας.
Τεύχος 26
Φθινόπωρο 2009
Λευκωσία, Κύπρος
Το μικρόσχημο κυπριακό περιοδικό συνεχίζει αμετάβλητο, παρότι οι παλαιότεροι αποτραβιούνται και νεότεροι Ελλαδίτες εισέρχονται στον πυρήνα της συντακτικής του ομάδας. Χαρακτηριστικό του περιοδικού είναι να μην επικεντρώνεται σε ένα θέμα, αλλά να εμφανίζεται σταθερά πολυσυλλεκτικό. Ωστόσο, στο πρόσφατο τεύχος, διακρίνεται μια μίνι ενότητα τριών κειμένων, η οποία, πιθανώς, δημιουργήθηκε με αφορμή το θέμα του συνοδευτικού τευχιδίου των «Τετραδίων», που συνιστούν “παράρτημα” του περιοδικού. Στα «Τετράδια», ο Λευτέρης Παπαλεοντίου παρουσιάζει τον άγνωστο κύπριο ποιητή Τάκη Ζαχαριάδη. Αντίστοιχα, στο κυρίως περιοδικό συζητά τους όρους νεορομαντισμός και νεοσυμβολισμός, καθώς και τον όρο μετασυμβολισμός, που επιστρατεύει η Έλλη Φιλοκύπρου στην διδακτορική διατριβή της. Με τη μορφή διαδοχικών ερωτημάτων στήνει το “μικροφιλολογικό” του και το καταλήγει με το ερώτημα: «Μήπως, τελικά, βολεύει περισσότερο τις φιλολογικές μας ταξινομήσεις ο όρος “μετασυμβολισμός”, για να αντικαταστήσει τη συνδυαστική και ίσως πλεοναστική χρήση των όρων “νεορομαντισμός” και “νεοσυμβολισμός”, και για τους λόγους τους οποίους επικαλείται η Ε. Φιλοκύπρου, αλλά και γιατί ο όρος “μετασυμβολισμός” έχει κατοχυρωθεί στη διεθνή ορολογία για να χαρακτηρίσει κυρίως την εξέλιξη του συμβολισμού στη γαλλική ποίηση;»
Ο Παπαλεοντίου φαίνεται πως έθεσε αυτόν τον προβληματισμό υπόψη δυο Ελλαδιτών, που έκρινε ως τους πλέον αρμόδιους, των οποίων τα κείμενα και προτάσσει: του Γιώργου Αράγη και του Κώστα Στεργιόπουλου, που είναι ο εισηγητής “της νεορομαντικής και νεοσυμβολικής σχολής”. Ο πρώτος δηλώνει πως αγνοεί την προέλευση των δυο όρων και στη συνέχεια, αμφισβητεί τη συγκεκριμένη χρήση τους για τους ποιητές του ’20. Κατ’ αρχήν, του φαίνεται παρατραβηγμένος ο όρος σχολή και ύστερα, ούτε το “νέο ρομαντισμό” τους διακρίνει ούτε, πολύ περισσότερο, το “νέο συμβολισμό” τους. Ακριβέστερα, ως προς το δεύτερο σκέλος, θεωρεί πως οι εν λόγω ποιητές ξεκίνησαν ακολουθώντας τους συμβολικούς προσανατολισμούς των παλαιότερων, αλλά γρήγορα στράφηκαν “στην ειλικρίνεια του βιώματος”, δηλαδή σε μια ποίηση που “βγαίνει από τα πράγματα”. Από την πλευρά του ο Στεργιόπουλος, αρκείται να παρατηρήσει πως έχει επαρκώς και κατ΄ επανάληψη παρουσιάσει το σκεπτικό του για “τους νεορομαντικούς και νεοσυμβολικούς” ποιητές του μεσοπολέμου. Πάντως, τονίζει πως μια στροφή στα “πράγματα” δεν σημαίνει αναγκαστικά και απομάκρυνση από τον συμβολισμό.
Και πράγματι, στο τελευταίο μέρος της εισαγωγής του στον τόμο «Η ανανεωμένη παράδοση» της “ανθολογίας-γραμματολογίας” «Η ελληνική ποίηση» (Σοκόλης, 1980), που αναφέρεται στη συγκεκριμένη ομάδα ποιητών, επιχειρηματολογεί για τους “χωρίς αστείαν αιδώ” ποιητές, τους αυτόχειρες, τους εραστές της ηδονής και των τεχνητών παραδείσων, που είχαν διδαχτεί τους ποιητικούς τους τρόπους από τους “poetes maudits”. Τους ποιητές με κύρια χαρακτηριστικά τη “νέα ευαισθησία”, την ειλικρίνεια του βιώματος και την αίσθηση του απτού γεγονότος. Χαρακτηριστικά, στην περίπτωση του Τέλλου Άγρα, ο Στεργιόπουλος παρατηρεί: “Η ποίησή του είναι μια ποίηση μικρών πραγμάτων, που έχουν γίνει σύμβολα”. Να θυμίσουμε πως, στην εν λόγω Γραμματολογία, οι ποιητές του μεσοπολέμου μοιράζονται σε δυο τόμους και δυο συγγραφείς: “στους ποιητές της ανανεωμένης παράδοσης”, “για να το πούμε όπως το θέλει ο ποιητής Κώστας Στεργιόπουλος”, ο οποίος τους ανθολογεί, και στους νεωτερικούς, τους οποίους επιμελείται ο Αλέξανδρος Αργυρίου. Ο Αράγης παραπέμπει στην Ιστορία του Αργυρίου. Όχι, όμως, για να παραθέσει και την άποψη εκείνου, αλλά, απλώς, για να αντλήσει ένα παράθεμα από το περιοδικό «Μούσα». Η Ιστορία του Αργυρίου δείχνει να καθιερώνεται ως βιβλιογραφική πηγή για τα δυσκόλως προσβάσιμα παλαιά λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ ταυτόχρονα, φαίνεται να παραγκωνίζεται ως ιστορικό έργο. Κι όμως, η Ιστορία συνεισφέρει στο επίμαχο θέμα των νεορομαντικών και νεοσυμβολιστών την οπτική ενός καλού γνώστη της ελληνικής ποίησης.
Από τα 19 συνολικά κείμενα του τεύχους, έξι ακόμη αφορούν την ποίηση, είτε γενικώς είτε ειδικώς, εστιάζοντας σε συγκεκριμένους ποιητές. Δυο από αυτά αναφέρονται στις ποιητικές φόρμες της μπαλλάντας και του χαϊκού γραμμένα, αντιστοίχως, από τη Μαρία Τόμπρου και τον Χρήστο Τουμανίδη. Η Τόμπρου, θέλοντας να προσκομίσει ένα ακόμη παράδειγμα προς στήριξη της υπόθεσης εργασίας, που εδώ και χρόνια έχει διατυπώσει, πως η μπαλλάντα καλλιεργείται στην Ελλάδα από τις αρχές του 19ου αιώνα και δεν πρωτοεισάγεται με τον Βιζυηνό, αναφέρεται στο έργο του Δημητρίου Βερναρδάκη. Από αυτό ανασύρει τρεις ποιητικές συνθέσεις, που, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της, υπάγονται στο συγκεκριμένο ποιητικό είδος. Πρόκειται για το ποίημα «Η Ψυχή», που ο δεκαοκταετής Βερναρδάκης δημοσίευσε ψευδωνύμως το 1851, τη μετάφραση της “μπαλλάντας” «Οι αδελφοί» του Πωλ Γιόχαν Χάϊσε, που πρωτοδημοσίευσε το 1863, και ένα ποίημα, γνωστό ως το «Άσμα γύφτισσας», από το προτελευταίο έμμετρο δράμα του, «Ευφροσύνη», που ανέβηκε στο θέατρο το 1876.
Κατά τα άλλα, ο Βερναρδάκης έγραψε, στο μακρύ διάστημα σχεδόν μισού αιώνα, επτά έμμετρα δράματα, τα οποία όλα πλην ενός ανεβάστηκαν, επίσης, όλα πλην ενός τυπώθηκαν. Ωστόσο, στους διαγωνισμούς δεν ευτύχησαν, κάποια μόνο επαινέθηκαν και άλλα απορρίφθηκαν. Σε αντίθεση με τον, κατά τρία χρόνια νεώτερό του ποιητή Αντώνιο Αντωνιάδη, που, χρόνο παρά χρόνο, βραβευόταν, κι ας σχολίαζε την ποίησή του ειρωνικά ο Ροΐδης. Τα σατιρικά δίστιχα, συνολικά πέντε τον αριθμό, που αντάλλαξαν, το 1877, Αντωνιάδης και Ροΐδης, αποτελούν το αντικείμενο ενός άλλου “μικροφιλολογικού” του Σωτήρη Τσέλικα. Κι αυτό, γιατί τα τέσσερα από αυτά είναι ψευδώνυμα και ως γνωστόν, τα ψευδώνυμα ερεθίζουν το “αστυνομικο” δαιμόνιο των ερευνητών. Πολλές εικασίες διατυπώθηκαν, όμως την οριστική απάντηση την δίνει ο Παλαμάς.
Ο Παλαμάς, μαζί με τον Ξενόπουλο, είναι οι δυο συγγραφείς, που κάνουν εύκολη τη ζωή των σημερινών ερευνητών. Καθώς μακροημέρευσαν, συμπτωματικά και οι δυο έφθασαν μέχρι τα 84, είχαν την ευχέρεια να γράψουν για τον εαυτό τους και την εποχή τους. Μένει, βεβαίως, ζητούμενο κατά πόσο οι νεότεροι εντρυφούν στα αυτοβιογραφικά κείμενα των παλαιότερων. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι ερευνητές συμβουλεύονται την αυτοβιογραφία του Ξενόπουλου, όπως παρατίθεται στον πρώτο τόμο των Απάντων του, είτε του εκδοτικού οίκου Μπίρη είτε του μετέπειτα, των Αδελφών Βλάσση. Πρόκειται, ωστόσο, για μια κολοβή αυτοβιογραφία, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, κατά την κρίση και την βολή των εκδοτών. Κι όμως, ο Ξενόπουλος, όχι μια αλλά τρεις αυτοβιογραφίες συνέγραψε μέσα σε μια εικοσαετία. Και τις τρεις φορές σε συνέχειες, όπως και τα μυθιστορήματά του, δημοσιευμένες σε τρεις διαφορετικές εφημερίδες. Κάθε φορά ξεκινούσε από την αρχή, αλλά μόνο την τελευταία ευτύχησε να την ολοκληρώσει. Κι αυτή η τρίτη εκδοχή στάθηκε το πρωτότυπο για την έκδοση. Μόνο που, όπως σημειώναμε στην παρουσίαση σχετικής μελέτης, ο εκδότης επενέβη περικόπτοντας το κείμενο και απαλείφοντας τις σημειώσεις προς επίτευξη ενός γλαφυρού αποτελέσματος. Επίσης, αφαίρεσε κάποιες από τις προσωπικές διενέξεις του Ξενόπουλου, θεωρώντας πως μπορούσαν να αποβούν επιζήμιες για την υστεροφημία του.
Σε αυτές τις διαδοχικές αυτοβιογραφήσεις του, ο Ξενόπουλος, μεταξύ πλείστων άλλων, αναφέρει και τον φίλο του Μιχάλη Γιαννουκάκη από την παρέα του Ζακύνθιου λόγιου Χρήστου Χιώτη και του περιοδικού του «Εκλεκτά Μυθιστορήματα». Δικό του ήταν το φιλολογικό ψευδώνυμο Αίσωπος, που το είχε πρωτοχρησιμοποιήσει στην «Διάπλασιν των Παίδων». “Με αυτό μετέφρασε το «Κομμένο χέρι» του Μπουαγκομπαί δια τα «Εκλεκτά», με αυτό εδημοσίευσεν και μερικά πρωτότυπα διηγηματάκια, -ένα μάλιστα, το «Εύα», μιας στήλης πράγμα, για γούστο, το εγράψαμεν σε συνεργασία και υπάρχει δημοσιευμένο, υπό τα ονόματα Αισώπου-Παληού- και με αυτό ετύπωσε τότε το κομψότερο, το νοστιμώτερο βιβλιαράκι που μπορείτε να φαντασθείτε. Ήτο μια συλλογή μικρών, ελαφρών και ανοικτών λιγάκι διηγημάτων με τον τίτλον «Έρως και Σία»”. Αυτά γράφει ο Ξενόπουλος, παρατηρώντας πως, πριν τον κερδίσει τον Γιαννουκάκη ο “Κερδώος”, πρόλαβε να γράψει δυο τρεις κωμωδίες σε συνεργασία με τον Νίκο Λάσκαρη, μεταξύ των οποίων την πασίγνωστη «Στα Παραπήγματα» και να μεταφράσει κάποια θεατρικά. “Δια του Γιαννουκάκη εισήχθη το πρώτον στην Ελλάδα ο μέγας νορβηγός δραματουργός, Ερρίκος Ίψεν.”
Κλείνοντας τα «Μικροφιλολογικά», να σημειώσουμε και σε αυτό το τεύχος την παρουσία δυο μόνιμων συνεργατών του περιοδικού: του Γιώργου Κεχαγιόγλου και του Σάββα Παύλου, που παραμένει και στην συντακτική επιτροπή. Ο πρώτος, έχοντας ξεφύγει από τις ανθρωποφαγικές διαθέσεις εχθρών τε και προστατευόμενών του, διασκεδάζει ως άλλος Αστροπολίτης, αναζητώντας τον αστρικό Σείριο στην ελληνική ποίηση. Ο δεύτερος συγγράφει κείμενο με τον τίτλο « Η Φόνισσα στην Ασία», το οποίο προτιμούμε να μην σχολιάσουμε, φοβούμενοι μην και τον εκθέσωμεν στην μήνιν των πάντοτε θαλερών φεμινιστριών, συνεργατών τε και αναγνωστριών της εφημερίδας μας.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου