Δυο βιβλία της φθινοπωρινής σοδειάς, που κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα από διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους, έχουν, κατά διαβολική σύμπτωση, παρεμφερή εξώφυλλα. Και τα δυο ανήκουν στην κατηγορία της ελληνικής πεζογραφίας. Το θέμα τους, ωστόσο, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συγγενές, ώστε να δικαιολογεί την καταφανή ομοιότητα στα εξώφυλλα. Το μόνο κοινό τους σημείο είναι το ό,τι και στα δυο τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον έχει γυναίκα. Οπότε και δεν θα ξένιζε ένα εξώφυλλο σχεδιασμένο με βάση τη φωτογραφία μιας οποιασδήποτε θηλυκής ύπαρξης. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα δυο εξώφυλλα συμπίπτουν σχεδόν απόλυτα στη βασική τους ιδέα. Και τα δυο δείχνουν μια γυναίκα, περίπου από το ύψος των γοφών και κάτω, σε κίνηση διστακτικού βηματισμού. Αυτό, ακριβώς, το στοιχείο της ημίτμητης γυναικείας φιγούρας είναι που ανακαλεί μια φωτογραφία του γνωστού ούγγρου φωτογράφου Αντρέ Κερτέζ. Σε κείνη τη φωτογραφία εικονίζεται μια γυναικεία φιγούρα να ανεβαίνει μια σκάλα. Μόνο που η φωτογραφία του Κερτέζ παρουσιάζει μια απροσδόκητη προοπτική. Η φιγούρα βρίσκεται στη μέση της σκάλας και βηματίζοντας, το άνω μέρος του σώματος, δηλαδή ο κορμός, έχει αινιγματικά εξαφανιστεί. Εξ ου και ο τίτλος της φωτογραφίας «Η εξαφάνιση». Κατά τα άλλα, η φωτογραφία του Κερτέζ είναι τραβηγμένη από κάποια απόσταση σε κάδρο αυστηρού προφίλ, ενώ οι φωτογραφίες των δυο εξωφύλλων είναι τραβηγμένες από πιο κοντινή απόσταση σε μετωπικό κάδρο εκ των όπισθεν. Ωστόσο, διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς την εξαφάνιση της γυναικείας σιλουέτας. Στη μία γίνεται κατά μαγικό τρόπο εντός του κάδρου, ενώ στα δύο εξώφυλλα έχει αποκοπεί στο photoshop ή στο καδράρισμα κατά τη λήψη.
Με βάση αυτήν την εξαιρετική, αν όχι αρχετυπική, φωτογραφία του Κερτέζ, τραβηγμένη το 1955, θα μπορούσε κανείς να εικάσει πως κάποιος νεότερος φωτογράφος πειραματίστηκε με την ιδέα της εξαφάνισης. Το να καταφεύγει κανείς σε αρχέτυπα δεν είναι αυτόματα κάτι το κατακριτέο. Αντιθέτως, συνιστά μια μορφή σπουδής και διαλόγου. Αρκεί, όμως, να φορτίζει το αποτέλεσμα με νέο εννοιολογικό περιεχόμενο. Διαφορετικά μένει καθηλωμένος στη μίμηση. Πάντως, οι φωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν για τα δυο εξώφυλλα δείχνουν να προέρχονται από την ίδια σειρά φωτογραφιών. Μπορεί να αλλάζει ο περιβάλλων χώρος, τα ρούχα όμως είναι παραπλήσια και κυρίως, η κίνηση των γυμνών ποδιών. Η απορία θα λυνόταν, αν, εκτός από το σχεδιαστή εξωφύλλου, αναφερόταν και ο φωτογράφος. Εξάλλου, αυτό συμβαίνει, όταν το εξώφυλλο στηρίζεται σε κάποιον ζωγραφικό πίνακα. Τότε η ονομαστική αναφορά του καλλιτέχνη θεωρείται επιβεβλημένη. Βεβαίως, υπάρχει και το ενδεχόμενο η ιδέα να ανήκει στον σχεδιαστή του εξωφύλλου. Να ήταν, δηλαδή, αυτός, που, επηρεασμένος από τον ούγγρο φωτογράφο επενέβη, κόβοντας τις φωτογραφίες. Εκτός, βεβαίως, αν δεχθούμε ότι τα μεγάλα φωτογραφικά πνεύματα συναντιούνται και απλώς από δαιμονική τύχη ταυτίζονται. Πάντως, η συγγένεια τόσο των φωτογραφιών όσο και των εξωφύλλων παραμένει.
Να σημειώσουμε ότι τα εξώφυλλα υπογράφονται από δυο γνωστές σχεδιάστριες. Η Βασιλική (Καρμίρη) φιλοτέχνησε το εξώφυλλο του πεζογραφήματος του Θεόδωρου Γρηγοριάδη και, αντίστοιχα, η Έλλη Παγκάλου του μυθιστορήματος της Ισμήνης Καπάνταη. Και οι δυο έχουν δώσει αρκετά ενδιαφέροντα εξώφυλλα σε βιβλία των εκδοτικών οίκων που συνεργάζονται. Τα εν λόγω δυο εξώφυλλα θα χαρακτηρίζονταν υπαινικτικά ως προς το θέμα των βιβλίων. Θεματικά, στο βιβλίο του Γρηγοριάδη, μια γυναίκα, μόλις έχει ξυπνήσει και περιφέρεται - γιατί όχι ξυπόλυτη; - στο ακατάστατο φοιτητικό διαμέρισμα της κόρης της, όπως δείχνουν και τα παράταιρα μεταξύ τους έπιπλα της εικόνας. Μόνο που η ηρωίδα του Γρηγοριάδη είναι μια πενηντάρα Βορειοελλαδίτισσα, οπότε δεν θα αναμενόταν μια τόσο αέρινη σιλουέτα. Αντίθετα, το ορατό μέρος της γυναικείας φιγούρας και στα δυο εξώφυλλα ανταποκρίνεται στην ηρωίδα της Καπάνταη. Μια κοπέλα, που τριγυρίζει ελαφροπατώντας σαν γάτα και κρυφακούγοντας μυστικά πίσω από μισόκλειστες πόρτες. Το ενδιαφέρον είναι πως και στα δυο βιβλία υπάρχει το στοιχείο της εξαφάνισης. Όχι, όμως, μέρους του σώματος των ηρωίδων, αλλά μέσα από ατυχείς συγκυρίες έχουν απωλέσει ή βρίσκεται σε σύγχυση ένα μέρος του εσωτερικού τους κόσμου.Από εκεί και πέρα, μένει ζητούμενος ο στόχος ενός εξωφύλλου, σε μια εποχή που το βιβλίο έχει καταχωρηθεί στα καταναλωτικά αγαθά και βασικό μέλημα όλων των συντελεστών μιας έκδοσης είναι η μεγαλύτερη δυνατή αγοραστική του επιτυχία. Οπότε, όσο καλαίσθητο και να είναι ένα υπαινικτικό εξώφυλλο, μπορεί αντ’ αυτού να προτιμηθεί ένα εντυπωσιακό έως και προκλητικό. Βεβαίως, εξαρτάται και από τον συγγραφέα, που θέλουμε να πιστεύουμε πως έχει τον κύριο λόγο. Παράδειγμα, το εξώφυλλο, που σχεδίασε και πάλι η Παγκάλου, για το μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη, που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα με της Καπάνταη. Εικονογραφικά κυριαρχούν δυο γυναικείοι οφθαλμοί σε γκρο πλαν. Ο συνδυασμός τίτλου («Σκότωσε ό,τι αγαπάς»), εικόνας εξωφύλλου και κειμένου στο οπισθόφυλλο, υποθέτουμε πως θα λειτουργήσει ως μαγνήτης για τον υποψήφιο αγοραστή.
Όπως και να έχει, πρέπον αλλά και χρήσιμο είναι οι σχεδιαστές να καταχωρούν τα στοιχεία της φωτογραφίας, την οποία χρησιμοποιούν (χρόνος - τόπος - φωτογράφος). Από αυτήν την άποψη, στη στοίβα των καινούριων βιβλίων, το πιο προβληματικό εξώφυλλο, είναι αυτό που επιλέχθηκε για την επανέκδοση της αυτοβιογραφίας του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Καθώς οι επεμβάσεις στη φωτογραφία κατά τον σχεδιασμό του είναι ελάχιστες, η αναφορά της ταυτότητας της φωτογραφίας θα έπρεπε να κριθεί απαραίτητη. Αν μην τι άλλο, μήπως και προϊδέαζε για το σκεπτικό με το οποίο επιλέχθηκε. Έχουμε την εντύπωση, ότι κάθε εξώφυλλο φιλοδοξεί μέσω της εικόνας να μορφοποιήσει μεταφορικά κάποιο από τα κύρια πρόσωπα ή κάποια στιγμή κορύφωσης της αφήγησης. Με άλλα λόγια, προϋποθέτει στον σχεδιασμό διεισδυτικότητα στο περιεχόμενο του βιβλίου. Σε αντίθετη περίπτωση, το εξώφυλλο έχει μόνο διακοσμητική διάσταση. Εδώ, διακρίνονται λαϊκοί τύποι, με τις βαλίτσες τους παρατεταγμένες στο πεζοδρόμιο, σε στιγμή αναμονής, ενώ ένας εξ αυτών, γυρισμένος πλάτη στο φακό, φαίνεται να συνομιλεί μαζί τους. Απορούμε τι μπορεί να υποδηλώνει το εξώφυλλο, σε σχέση πάντα με το περιεχόμενο του βιβλίου και αυτό να συνιστά με την πρώτη ματιά δέλεαρ για τον υποψήφιο αγοραστή. Όποιο συσχετισμό και να κάνει κανείς, τα στοιχεία που συνθέτουν το φωτογραφικό στιγμιότυπο δεν ανταποκρίνονται στον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του βιβλίου, ούτε στον εκλεπτυσμένο χαρακτήρα του Λαπαθιώτη. Πρόκειται για “φωτογραφία δρόμου”, με νεορεαλιστικά γνωρίσματα, τα οποία παραπέμπουν θεματικά στο κοινωνικό πεδίο μιας εποχής και σε λαϊκούς τύπους εξ επαρχίας, οι οποίοι βρέθηκαν σε αστικό χώρο. Διόλου απίθανο να κρύβει κάτι βαθύτερο, το οποίο μας ξεφεύγει, επειδή εμείς μένουμε εγκλωβισμένοι στις σελίδες της αυτοβιογραφίας.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου