Αφού εξαντλήσαμε σε δύο συνέχειες τις σκηνές που αναδεικνύουν την ψυχολογική άβυσσο του Σολωμού, μπαίνουμε κατ' ευθείαν στα βαθιά, δηλαδή στην άβυσσο της ποιητικής δημιουργίας. Δυο σκηνές, τοποθετημένες συμμετρικά, προς την αρχή και το τέλος του σεναρίου, δείχνουν "το πάλεμα με τη γλώσσα" του ποιητή. Και οι δυο διαδραματίζονται στα τέλη του 1836 αρχές του 1837, νύχτα, στο αρχοντικό του στο Ακρωτήρι, στην Ζάκυνθο. Ο Σολωμός διορθώνει χειρόγραφα, στη δεύτερη τύφλα στο μεθύσι. Ενδιαμέσως, παρεμβάλλονται σκηνές αναμενόμενες σε ένα σενάριο επετειακού χαρακτήρα. Σε μια πρώτη, Δεκέμβριο 1822, εκτυλίσσεται η συνάντηση Σολωμού και Σπυρίδωνα Τρικούπη, όπου γίνεται ο γνωστός διάλογος με τον ιστορικό να προτρέπει τον ποιητή να αρχίσει να γράφει ελληνικά. Ενώ, σε κάποιες άλλες, παρουσιάζονται οι φίλοι του Σολωμού, ο Νικόλαος Λούντζης, ο Γκρασσέτι, ο Αντώνης Μάτεσης, ο Μάντζαρος. Αν και μια ταινία για τον Σολωμό θα έδινε την ευκαιρία να εμφανιστεί ολόκληρος ο σολωμικός κύκλος, Ζακύνθιων και Κερκυραίων. Πάντως, στο σενάριο, πρώτος προσέρχεται ο Λούντζης, καθώς υποδέχεται τον Σολωμό στην Ζάκυνθο και τον συντροφεύει στους περιπάτους του. Μακράν, ωστόσο, του Λούντζη που προοιωνίζεται η εισαγωγή. Αφοσιωμένος φίλος και ο Σολωμός στοργικός μαζί του, κουβεντιάζουν για τις μεταφράσεις του από τα γερμανικά -τον Γκαίτε και τον Σίλλερ- που ετοιμάζει για τον ποιητή, τονίζοντας πως "το κάνει πρωτίστως για δική του ικανοποίηση". Με τον Μάτεση, ο Σολωμός μιλάει για τη γλώσσα και τον κοινό τους φίλο, τον "Γιώργη Τερτσέτη". Παρατηρεί πως ο Τερτσέτης σφάλλει μιμούμενος τα δημοτικά τραγούδια και αναπτύσσει την άποψή του για τη σχέση που πρέπει να έχει ένας ποιητής με την παράδοση. Όπως και σε άλλες σκηνές, τα λόγια του Σολωμού είναι παραλλαγή φράσεων από αντίστοιχες επιστολές του. Επίσης, προβλέπονται σκηνές που δείχνουν την αγωνία του Σολωμού για τη γλώσσα. Όπως αυτή, που ζητά από την ηλικιωμένη πλέον παραμάνα του να του τραγουδήσει παλιά μοιρολόγια, και την άλλη, σε ταβέρνα, όπου ακούει με προσήλωση έναν ημίτυφλο επαίτη, που γυρίζει τα τραπέζια απαγγέλλοντας δίστιχα.
Με τη μια ή την άλλη αφορμή, μνημονεύονται και τα σημαντικά έργα του Σολωμού, ιδιαίτερα αυτά που σήμερα γίνονται δεκτά ως "αριστουργήματα". Μια σκηνή, που παρουσιάζεται αποσπασματική σαν σε όνειρο, αντλείται από τη "Γυναίκα της Ζάκυθος", περικομμένη και με τα λόγια ελαφρώς παραφρασμένα. Καθόλου τυχαία επιλέγεται το τέταρτο κεφάλαιο, όπου η "Γυναίκα" ρωτά τις Μεσολογγίτισσες "τι κακό είδανε από τον Τούρκο" και "τον χτυπήσανε". Ενώ, σε μια άλλη σκηνή, που διαδραματίζεται την ώρα του εσπερινού σε εξωκκλήσι, θα λέγαμε, μια από τις πιο εμπνευσμένες συλλήψεις του συγγραφέα, μνημονεύονται ο "Ιερομόναχος" και η "Φαρμακωμένη". Ακόμη, στην προτελευταία σκηνή, με τον Μάντζαρο, ο Σολωμός απαγγέλλει στίχους από τον "Πόρφυρα" και ο συνθέτης αποφαίνεται πως είναι "ένα από τα ωραιότερα ποιήματά του" κι ας μην έχει εθνικό θέμα. Γιατί δεν θα μπορούσε να κλείσει το σενάριο χωρίς τη σολωμική φράση, "...εθνικό πραγματικά είναι ό,τι είναι αληθινό", που επαναλαμβάνουμε σήμερα, ξεπλένοντας συχνά κάθε είδους μεταμοντέρνες αμαρτίες.
Στην ίδια σκηνή, αντιστρέφοντας την απορία των μεταγενέστερων, πώς γίνεται οι δυο ζακύνθιοι ποιητές, Σολωμός και Κάλβος, είκοσι τόσα χρόνια κάτοικοι Κέρκυρας, ποτέ να μην συναντηθούν, ο Βαλτινός σκηνοθετεί μια συνάντηση, που θα μπορούσε να εκληφθεί και σαν παραίσθηση του Σολωμού, αφού ο παρευρισκόμενος Μάντζαρος "δεν βλέπει κανέναν". Αν και υποθέτει πως πρόκειται για τον Κάλβο, συνδυάζοντας την παρουσία του με τους πανηγυρισμούς για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, που είχαν, ως γνωστόν, τον Κάλβο στην πρώτη γραμμή. Κατά τα άλλα, για τις πολιτικές αλλαγές στα Επτάνησα δεν γίνεται καθόλου λόγος. Μόνο σε μια μάλλον παρατραβηγμένη σκηνή, ένας φαρμακοποιός δημοκρατικών φρονημάτων φιλά το χέρι που έγραψε τον "Ύμνον εις την Ελευθερίαν", παραβλέποντας πως πρόκειται για χέρι αριστοκράτη. Όσο για την Ζάκυνθο εκείνης της εποχής, τα εορταστικά έθιμα και τις συνήθειες, ανασυσταίνονται μέσα από τις κουβέντες του Σολωμού με τον αδελφό του γύρω από τα περιουσιακά τους και τα κουτσομπολιά που τού μεταφέρει ο Δημήτρης, ως μόνιμος κάτοικος Ζακύνθου και δη, με πολιτικές βλέψεις, για τους προύχοντες και γενικά, την καλή κοινωνία του τόπου.
Σε δυο από τις βασικές σκηνές εμπλέκονται και οι δυο μοναδικοί ξένοι που αναφέρονται στο σενάριο, πλην των Ιταλών. Ο πρώτος είναι ο πολωνός ποιητής Ιούλιος Σλοβάτσκι, συνεπιβάτης του Σολωμού στο ταξίδι του, από την Κέρκυρα στην Ζάκυνθο, τη νύχτα της 8ης προς την 9η Σεπτεμβρίου 1836. Κατά το σενάριο, δεν γνωρίζει τον Σολωμό, μόνο πληροφορείται από άλλον επιβάτη περί ποίου πρόκειται, χωρίς περαιτέρω σχόλια. Σύμφωνα, όμως, με τις ημερολογιακές σημειώσεις του Σλοβάτσκι, από νωρίς θαύμαζε την ποίηση του Σολωμού και τον ίδιο τον γνώρισε κατά τη σύντομη διαμονή του στην Κέρκυρα. Συγκεκριμένα, με τη μεσολάβηση ενός κοινού τους γνωστού, του Νικόλαου Βολτέρρα, που είχε μεταφράσει στα ιταλικά τον "Ύμνον εις την Ελευθερίαν", τον επισκέφτηκε στην έπαυλή του, λίγο πριν την αναχώρησή του για Ζάκυνθο. Ο ποιητής τού έκανε κακή εντύπωση και ακόμη χειρότερη η υπεροπτική στάση του στη διάρκεια του ταξιδιού (Ιούλιος Σλοβάτσκι "Ο τάφος του Αγαμέμνονα", εισαγωγή-μετάφραση-επίμετρο του Δημήτρη Χουλιαράκη, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2006).
Ο δεύτερος είναι ο ζωγράφος Γκέοργκ φον Στάκελμπεργκ, που, σύμφωνα με το σενάριο, βρίσκεται στην Ελλάδα από το 1823 και συναντιέται στο Μεσολόγγι με τον Μπάϋρον. Αυτόν αναφέρει ο συγγραφέας ως δημιουργό του γνωστού πίνακα, που δείχνει τον Σολωμό σε μια ιερατική στάση, ώριμο άντρα, με πυκνά μαλλιά, ψηλό μέτωπο και αστραφτερά μάτια, να έχει τη δεξιά παλάμη ακουμπισμένη στην καρδιά και ο οποίος αποδίδεται σε άγνωστο κερκυραίο ζωγράφο. Οι δικές μας, πάντως, γνώσεις φτάνουν μέχρι τον συνονόματό του, επίσης ζωγράφο αλλά και αρχαιοδίφη, βαρώνο Όττο Μάγκνους φον Στάκελμπεργκ, που ήλθε στην Ελλάδα, πολύ νωρίτερα, το 1810, και παρέμεινε τρία χρόνια, επισκεπτόμενος και τα Επτάνησα. Όπως και να έχει, όσο ποζάρει ο Σολωμός, συνομιλούν περί της ουσίας της ποίησης αλλά και της τέχνης γενικότερα. Σχεδόν το μοναδικό δείγμα στο σενάριο από τις ιδέες του Σολωμού περί τέχνης.
Γκρόσο μόντο, σε δεκατέσσερεις από τις 58 σκηνές του σεναρίου αναφέρεται η ποιητική ιδιότητα του Σολωμού και περίπου στις μισές ο ποιητής έχει ρόλο πρωταγωνιστικό. Όμως, αλληλένδυτη με τον ποιητή είναι και η γλώσσα, κατ' αρχήν, του παλαιότερου σεναρίου, αλλά, κυρίως, η γλώσσα του βιβλίου. Αναμφιβόλως, δυο διαφορετικές οντότητες. Άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας επιμένει πως το παλιό σενάριο δεν ήταν παρά η αφορμή: "... Το βιβλίο, παρ' ότι περιέχει στοιχεία, δεν είναι σενάριο. Αποτελεί πρόταση μιας άλλης οικονομίας γραψίματος..." Ο Σολωμός αλληλογραφούσε στα ιταλικά και το μαγνητόφωνο δεν είχε ακόμη εφευρεθεί, οπότε οι διάλογοι του σεναρίου δεν θα μπορούσε παρά να υιοθετούν μια στρωτή εκφορά του λόγου, με εμβόλιμες κάποιες σολωμικές φράσεις, φροντίζοντας με ορισμένες σκόρπιες ιδιόλεκτες λέξεις να δοθεί και μια ζακύνθια χροιά. Πέραν των διαλόγων, σε ένα κινηματογραφικό σενάριο δίνονται λεπτομερείς περιγραφές για το σκηνικό, τη δράση και τις κινήσεις των ηρώων. Αυτές οι οδηγίες σε ένα σενάριο έχουν συνήθως πρόχειρο χαρακτήρα και προφανώς, γράφονται στο λεκτικό του σεναριογράφου. Όταν, όμως, το σενάριο παίρνει τη μορφή λογοτεχνικού βιβλίου, θα αναμενόταν διαφορετική γλωσσική επιμέλεια. Ωστόσο, ο Βαλτινός επιλέγει να μην επέμβει, διατηρώντας στο σύνολο τη γλώσσα του αρχικού σεναρίου, όπως καταφαίνεται και από την ενδιάμεση δημοσίευση στον "Πόρφυρα". Σε ορισμένες περιπτώσεις, στις οδηγίες, διακρίνεται το πελοποννήσιο ιδίωμα του συγγραφέα, μακράν του επτανησιακού. Άλλοτε, πάλι, στους διαλόγους παρεισφρέουν νεολογισμοί, που εισήχθησαν στο λεξιλόγιο της ελληνικής πολύ μετά τα χρόνια του Σολωμού.
Ο πιο χαριτωμένος νεολογισμός του σεναρίου βρίσκεται στη μόνη "ακατάλληλη δι' ανηλίκους" σκηνή. Μια σκηνή σεξ, όπου ο Δημήτρης συνευρίσκεται με νεαρή εργάτρια στο μάζεμα της ελιάς, στα σολωμέικα, η οποία, θέλοντας και μη, ενδίδει στο αφεντικό. Εμπειρίκιας έντασης, με τον Σολωμό να παίρνει μάτι, όπως θα έκανε, καλή ώρα, και ο Παπαδιαμάντης, αν είχαν φροντίσει, κατά το επετειακό του έτος, για μια ταινία, ή, έστω για ένα σενάριο. Πάντως, μετά την "πράξη", οι δυο αδελφοί ανταλλάσσουν απόψεις για τα ξενοπηδήματα των παντρεμένων αρχόντων με τις υποτακτικές τους. Θέμα, που παρέμεινε γι' αυτούς πάντοτε φλέγον, αφού, σε αυτά όφειλαν την ύπαρξή τους. Ο Σολωμός παρατηρεί: "Και η γυναίκα σου είναι νέα ακόμα". Και ο αδελφός του απαντά: "Μη λες κουταμάρες. Είκοσι χρόνια παντρεμένοι (Υπερβάλλει, δεκαπέντε). Κι έχει γεμίσει κυτταρίτιδα." Δικαιολογία που θα μπορούσε να επικαλεστεί, λ.χ., ο συγγραφέας για τις φίλες του, αν υποθέσουμε πως γι' αυτόν υπάρχει επιβεβαιωμένη ερωτική δραστηριότητα, καίτοι ανύπαντρος και άκληρος ως ο Σολωμός. Όχι, όμως, ο Δημήτρης, που το πιθανότερο να παραπονείτο για τα πάχη, τα σακουλιάσματα ή και τις ραγάδες μετά από τέσσερεις εγκυμοσύνες της κοντά τριανταπεντάχρονης Ελένης, όχι όμως και για κυτταρίτιδα. Ιατρικός όρος η κυτταρίτιδα, εξ Εσπερίας ερχόμενος, ονομάτισε στις αρχές του περασμένου αιώνα τους χαλαρούς γλωτούς που δείχνουν σαν φλούδα πορτοκαλέας. Ευρύτερα, όμως, διαδόθηκε μετά τη δεκαετία του '60, όταν άρχισαν να προσφέρονται φρούδες ελπίδες γιατρειάς, ώστε να μην απελπίζονται οι κυρίες και το ρίχνουν στις σοκολάτες, όπως η Ελένη Σολωμού.
Συνοψίζοντας τρία σχοινοτενή κείμενα, καταλήγουμε πως το καινούργιο βιβλίο του Βαλτινού είναι, κατ' αρχήν, μορφικά ρηξικέλευθο, αφού εισαγωγή και σενάριο πρέπει να εκληφθούν ως μια διμερή μυθοπλασία. Και βεβαίως, θεματικά σύγχρονο, δεδομένου ότι σκιαγραφεί μια περσόνα του Διονυσίου Σολωμού, σύμφωνη με το γούστο της ελληνικής διανόησης στις αρχές του 21ου. Πάντως, πέρα από τις μεμψιμοιρίες, έχουμε να κάνουμε με ένα στο σύνολό του ιδιαίτερα ενδιαφέρον αφηγηματικό εγχείρημα.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου